ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η παράδοση
Ενώ οι Προτεστάντες θεωρούν την Αγία Γραφή σαν την μοναδική αντικειμενική πηγή της πίστεως, που πλάι της δεν θα μπορούσε να τοποθετηθή ακόμη σαν απαραίτητος παράγοντας για την αναγνώριση ή την δημιουργία δογμάτων, παρά μόνο μια υποκειμενική πηγή, δηλαδή ή συνείδηση, ή αιτία, ή θεία έμπνευση, κλπ., ή Καθολική εκκλησία τοποθετεί πλάι στην Αγία Γραφή την παράδοση, σαν πηγή της θρησκείας, ίδιας αξίας, Για την Καθολική εκκλησία, υπάρχει μια συνεχής παράδοση δογμάτων και αποκαλυπτικών θείων εντολών, πού περιβάλλεται από ένα χαρακτήρα αυθεντικά αναντίρρητο. Ή παράδοση αυτή βρίσκεται στις Συνοδικές αποφάσεις, στα λειτουργικά βιβλία, στα κείμενα των Πατέρων, των θεολόγων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων και συμπληρώνει τις βιβλικές δηλώσεις. Με το να μη προσφέρει η Βίβλος μια πλήρη και συστηματική έκθεση όλων των -αγίων διδασκαλιών (Ιωάν. 21,25)» πολλά ιδιαίτερα σημεία του δόγματος και του τελετουργικού (π.χ. η αποδοχή του βαπτίσματος των παιδιών, ο αριθμός των μυστηρίων) μένουν ακόμη σκοτεινά και δεν μπορούν να διασαφηνισθούν παρά μόνο με την βοήθεια διδασκαλίας και το τελετουργικό της αρχαίας Εκκλησίας. Όσο κι αν η αρχή αυτή δεν αναγνωρίζεται σαν τέτοια από τούς Προτεστάντες, ωστόσο χρησιμοποιήθηκε πρακτικά από αυτούς πάντοτε και σε ευρεία κλίμακα, αφού αναγνωρίζουν οι ίδιοι σαν θεωρημένα πολλά πράγματα που δεν αναφέρονται ακόμη στην Βίβλο και θεωρούν σαν κανονικό το Σύμβολο, π.χ., όπως διατυπώθηκε στην Σύνοδο της Νικαίας.
Σύμφωνα με την καθολική αντίληψη, ούτε η Αγία Γραφή ούτε η ίδια η παράδοση δεν μπορεί πάντοτε, να αποτελέση τον μοναδικό κανόνα της Χριστιανικής πίστεως. Ένας άλλος παράγοντας είναι απαραίτητος που θα κανονίζη και θα προσδιορίζει τις πηγές πίστεως· Η αρχή αυτή πού λέγεται «κανόνας πίστεως» είναι ο κυρίαρχος της Καθολικής Εκκλησίας, που αποφασίζει για όλα τα ζητήματα και που σ’ αυτόν όλοι οι πιστοί πρέπει να υπακούσουν, γιατί σαν όργανο αποκάλυψης τοποθετημένο διαρκώς υπό την οδηγία του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία, συνοδεύεται αδιάκοπα από την ανόθευτη παράδοση και την αναμεταδίδει κατά τρόπο συνεχή.
Η Ελληνική Εκκλησία δέχεται και αυτή, και διατηρεί ως τα σήμερα, με αυθεντικό τρόπο και σ’ όλη της την καθαρότητα, την παράδοση που συμπληρώνει την Βίβλο. Μαζί με τις αποφάσεις των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, η Βίβλος είναι γι’ αυτήν ό κανόνας και η πηγή της πίστεώς της.
Η ομολογία πίστεως των Χριστιανικών Εκκλησιών εκτίθεται σ’ αυτά που λέγονται «Σύμβολα». (Ο όρος αυτός σημαίνει, στην σωστή έννοια: σημάδι, σύμβολο, έμβλημα). Τα «οικουμενικά» Σύμβολα είναι: Το Σύμβολο των Αποστόλων εκείνο της Νίκαιας — Κωνσταντινουπόλεως (325 και 381), και εκείνο τού Αθανασίου, που οπωσδήποτε, δεν συντάχθηκε από τον Εκκλησιαστικό αυτό διδάσκαλο, που φέρνει το όνομά του, αλλά ανάγεται στον V αιώνα.
Οι τρεις μεγάλες Χριστιανικές Εκκλησίες έχουν ακόμη αυτά που λέγονται «ιδιαίτερά» τους «Σύμβολα». Το σημαντικώτερο δόγμα της Ελληνικής Εκκλησίας οφείλεται στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό (πέθανε στα 754). Οι διδασκαλίες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας περιλαμβάνονται στην «Ρωμαϊκή Κατήχηση» (που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά» στα (1566), βασισμένη στις αποφάσεις της Συνόδου τού Τριδέντου. Η βασική ομολογία της πίστεως της Ευαγγελικής Εκκλησίας είναι η «Ομολογία του Άουγκσμπουργκ» (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1531).
Από το βιβλίο του Χ. Γκλάζεναπ «Η Παγκόσμιος Ιστορία των θρησκειών»
εκδ. Σύψα –Σιαμαντά
Για τις ορθόδοξες εκκλησίες οι παραδόσεις συμπληρώνουν την Αγία Γραφή, καθότι θεωρούνται διδασκαλίες του Χριστού και των αποστόλων που δεν καταγράφτηκαν, αλλά παραδόθηκαν προφορικά από στόμα σε στόμα και από γενεά σε γενεά.
«Πράγματι, όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιωάν. 11,25): Είναι τόσο πολλά αυτά που έκανε και είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα – ένα λεπτομερώς, και αυτός ο κόσμος με όλες τις βιβλιοθήκες του δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Επίσης γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς: «Στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου (προφορικώς) είτε δι’ επιστολής (γραπτώς) ημών» (Β΄ Θεσσαλ. 2, 15) Αποτελούν δε οι άγραφες αυτές διδασκαλίες μαζί με τα βιβλία, που συνέγραψαν οι μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερά Αποστολική Παράδοση η οποία είναι η βάση της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστης. (σ.τ.μ. Ο όρος «παραδόσεις κατά μία άλλη διαδεδομένη ερμηνεία εννοεί τις οδηγίες και τις διδασκαλίες των αποστόλων και όχι τα τελετουργικά έθιμα, που οπωσδήποτε δεν ήταν ακόμη ενιαία ούτε παραδοσιακά).
Η ιερά παράδοση καταγράφτηκε στις αποφάσεις των επτά οικουμενικών συνόδων και άλλων τοπικών συνόδων, στα συγγράμματα των εκκλησιαστικών πατέρων και διδασκάλων, μαρτύρων, παραδειγματικών πιστών.
Αυτή η άγραφη κατ’ αρχάς Αποστολική Παράδοση αιώνες συστηματοποιήθηκε στους μετα-αποστολικούς αιώνες σταδιακά από τους Πατέρες της Εκκλησίας και διετυπώθηκε γραπτά και περιελήφθηκε στα δόγματα και στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.
Επιπλέον οι Οικουμενικοί Σύνοδοι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των αιρετικών τάσεων. Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη με όσα οι Απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτά είτε προφορικά καταδικαζόταν. Με τον τρόπο αυτό, η Ιερά Παράδοση συμπληρωνόταν με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Πέραν τούτου στην Παράδοση εισέρρευσαν πλείστα στοιχεία από την πρακτική των εκκλησιών, τα οποία δεν περιέχονταν στην Αγία Γραφή. Τέτοια στοιχεία είναι π.χ. το σημείο του σταυρού, η τελετουργική διαδικασία του βαπτίσματος, η ευλογία του ύδατος της κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός* η χρίσις του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριπλή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίσις του βαπτισθέντος με το Άγιον Μύρον, ο τρόπος με τον οποίον τελείται η θεία Λειτουργία, ο τρόπος της θείας κοινωνίας, οι νεκρώσιμοι ακολουθίες, τα μνημόσυνα, υα μνημονεύματα ζώντων και άλλα.
Για την καθολική εκκλησία, σύμφωνα με τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή αποτελούν μαζί το Λόγο του Θεού. Με άλλα λόγια, η Κ. Διαθήκη δεν αποδίδει πλήρως το Λόγο του Θεού. Εάν θέλει κάποιος να γνωρίσει και να κατανοήσει τη διδασκαλία του Χριστού, χρειάζεται και την Παράδοση. Γιατί η Παράδοση περιέχει παρακαταθήκες κι αλήθειες που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στη Βίβλο.
Συνεπώς, παρόλο που η Παράδοση ως ανθρώπινος λόγος δεν είναι αλάθητη – αντίθετα με τον αλάθητο θείο Λόγο –για την καθολική εκκλησία έχει την ίδια αξία με τον δεύτερο.
Θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί τι εννοείται ως Παράδοση. Ειδικά η καθολική Εκκλησία μιλώντας για Παράδοση δεν εννοεί συνοδικές αποφάσεις, διδαχές παλαιότερων διδασκάλων, χαρακτηριστικά της θείας λειτουργία κ.τ.ό. Όλα αυτά μπορεί να δίνουν μαρτυρία για την Παράδοση και να αποτελούν μία αποτύπωσή της, αλλά δεν είναι η ουσία της.
Η Παράδοση δεν βρίσκεται στα βιβλία, αλλά στο βίο της εκκλησίας, στα βιώματα των πιστών. Είναι «Αποκάλυψη που έχει γραφτεί στην καρδιά της εκκλησίας και όχι στο χαρτί».
Σύμφωνα με την Καθολική Κατήχηση για Ενήλικες, «όλα στην εκκλησία μπορούν να συνιστούν Παράδοση: το σημείο του σταυρού που κάνει μια μητέρα στο παιδί της, το «Πάτερ Ημών» και άλλες γνωστές προσευχές, η κοινή προσευχή και οι ψαλμοί μίας ενορίας, το παράδειγμα χριστιανικού βίου στην καθημερινότητα ή σε ειδικές περιπτώσεις όπως το μαρτύριο, η χριστιανική μουσική, η αρχιτεκτονική και οι τέχνες και τέλος η ίδια η λειτουργία».
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι καταρχάς η Παράδοση εδώ έχει άλλη έννοια από αυτήν που της δίνει για παράδειγμα ο Παύλος στην Β΄ επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς 2,15.
Δεύτερον, Αγία Γραφή και Παράδοση δεν είναι το ίδιο, όπως διδάσκουν οι καθολικοί. Η πρώτη είναι γραφτή, συγκεκριμένη και γνωστή σε όλους και πρώτα απ’ όλα θεόπνευστη. Η δεύτερη απαρτίζεται από ένα απροσδιόριστο συνονθύλευμα από διδασκαλίες και έθιμα, τα οποία μεταδόθηκαν μέσω του ανθρώπινου παράγοντα σε ένα διάστημα 2000 χρόνων ή διαδοχικά σε εξήντα και πλέον γενεές.
Ωστόσο στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού διατυπώθηκε η θέση ότι «αυτή η αποστολική Παράδοση με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος προς την εκκλησία, εμπλουτίζεται, καθώς εξελίσσεται η κατανόηση για τα πράγματα και τα λόγια που έχουν κληρονομηθεί».
Τρίτον, το περιεχόμενο και η έννοια της Παράδοσης καθορίζεται μόνον από την ανεξέλεγκτη «αλάθητη» ιεραρχία. Η ίδια αυτή η ιεραρχία σε ένα Εγχειρίδιο Δογματικής αυτοχαρακτηρίζεται ως «η εγγύτερη καθοδήγηση των πιστών, που είναι δηλαδή πιο κοντά τους, ενώ ο θείος Λόγος είναι μακριά τους».
Παραλληλισμοί από τη Βίβλο
Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς, όχι απαραίτητα ειδήμων, τις δομές του σημερινού καθολικισμού με τον ιουδαϊσμό της εποχής του Χριστού.
Στα ευαγγέλια υπάρχουν αρκετές αναφορές όπου γραμματείς και Φαρισαίοι κατηγορούν τον Ιησού ότι παραβαίνει το Νόμο και την Παράδοση, όπως π.χ. την τήρηση της αργίας του Σαββάτου.
Είναι γνωστή η σκηνή επίσης όπου οι ίδιοι επικρίνουν τον Ιησού, επειδή οι μαθητές του δεν τηρούσαν την παράδοση και έτρωγαν ψωμί με ακάθαρτα χέρια. (Μάρκος 7,5).
Γραμματείς και Φαρισαίοι της εποχής του διατείνονταν ότι Γραφή και Παράδοση ήταν ισότιμες και του ίδιου κύρους (Ματθ. 15,2 / Μάρκος 7, 3-13). Θεωρούσαν ότι ο Μωυσής παρέδωσε στους Ιουδαίους στο Όρος Σινά τη Γραφή, ήτοι τη γραπτή Τορά και την άγραφη, την προφορική παράδοση. Γραφτός και άγραφος Νόμος συναποτελούσαν την πλήρη Τορά, το Λόγο του Θεού.
Ωστόσο η εβραϊκή Βίβλος δεν απαιτούσε την αναγνώριση της προφορικής παράδοσης ως ισότιμο κλάδο του κορμού της θρησκείας ούτε την υπακοή στις διδασκαλίες των Φαρισαίων. Γραμματείς και Φαρισαίοι δεν είχαν κληθεί από τον Ιεχωβά στα αξιώματά τους. Αντιθέτως ο Ιησούς έλεγε ότι είχαν σφαιτεριστεί την έδρα του Μωυσή (Ματθ. 23,2). Αλλά ο Ιησούς ήταν μία από τις ελάχιστες φωνές αντίστασης, οι περισσότεροι Ιουδαίοι υπάκουαν πειθήνια χωρίς να θέτουν ενοχλητικές ερωτήσεις στον εαυτό τους ή στους άλλους. Αυτήν την απείθεια την πλήρωσε τελικά με τη ζωή του, γιατί τολμούσε να πει στο ιερατείο:
«Αυτός ο λαός με τιμάει μόνο με τα χείλη του, ενώ η καρδιά τους είναι πολύ μακριά μου. αλλά δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές που επινόησαν οι άνθρωποι. Αδιαφορείτε για την εντολή του Θεού και τηρείτε ανθρώπινες παραδόσεις… Μια χαρά παραβαίνετε την εντολή του Θεού για να τηρήσετε την παράδοσή σας!» (κατά Μάρκο 7,6-9)
Με την επιμονή τους να τηρείται η παράδοση, οι Φαρισαίοι και οι νομομαθείς υποκρίνονταν τους θεοσεβείς, αλλά ο Κύριος διέκρινε ότι επρόκειτο για μία απάτη, για τα μάτια του κόσμου, που ήταν φανερή όμως στα μάτια του Ιεχωβά.
Ο Ιησούς τούς κατήγγειλε ότι, ενώ η Γραφή δεν το ζητούσε, «δίδασκαν ανθρώπινες εντολές» σαν να ήταν θεία βούληση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είχαν προσδώσει ίδιο κύρος σε ανθρώπινες και θείες επιταγές και είχαν επιβάλλει τις πρώτες ως πιο σημαντικές κι από τις δεύτερες. Με άλλα λόγια με την παράδοση «ακύρωναν το Λόγο του Θεού». (Μάρκος 7,13)
Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (Μ.Ε.Ι) του Λόρμπερ ο Ιησούς φανερώνει πολλά τέτοια παραδείγματα ακύρωσης του μωσαϊκού Νόμου που είχαν επινοήσει στο ιερατείο για να ενισχύσουν την εξουσία και την περιουσία τους. Έτσι για παράδειγμα αναφέρεται ότι με το κατάλληλο αντίτιμο στα ταμεία του Ναού κάποιος μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση της εντολής του Μωυσή να τιμά και να στηρίζει τους γονείς του, πράγμα που ενέπνευσε αργότερα τα συγχωροχάρτια της καθολικής εκκλησίας.
Με άλλα λόγια, αυτά που στηλίτευε ο Ιησούς Χριστός, την ισοτιμία της παράδοσης με τον γραπτό Λόγο του Θεού, η εκκλησία τα αναβίωσε πάλι.
Ο κίνδυνος της αναβίωσης της παράδοσης επισημαίνεται από τον Ιησού προς τους μαθητές του με τις παρακάτω εξηγήσεις στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη του Λόρμπερ:
«…Μην αφήσετε να σας παρασύρουν τα έθιμα και η παράδοση όσο αξιοσέβαστα και ιεροπρεπή κι αν είναι. Ούτε η ημέρα του Κυρίου, ούτε η νέα σελήνη, ούτε η Γραφή, ούτε οι ναοί, ούτε οι τάφοι των προφητών, ούτε οι τόποι όπου έδρασα Εγώ ο Ίδιος μαζί σας, ούτε η σκέτη μαγεία του ονόματός Μου, ούτε τα σπίτια των πατριαρχών, ούτε ορισμένες ώρες της ημέρας, ούτε άλλες τέτοιες εξωτερικές χαζομάρες δεν πρέπει να σας εκτρέψουν από το δρόμο της αλήθειας που ακούσατε εδώ.
[6] Γιατί όλα αυτά ήταν μέχρι τώρα ένα αντίστοιχο πρότυπο και προϊδέαση αυτού που στέκεται τώρα σε άπλετο φως μπροστά σας ως η πιο καθαρή και ακάλυπτη αλήθεια. Αποτελούσαν μόνο μία μεγάλη συμβολική γλώσσα που είχε γραφτεί σε εκτεταμένα πεδία της Γης και ήταν μία εκτενής επιστολή του Πατέρα στους Ουρανούς προς τα παιδιά Του σε αυτή τη Γη. Η επιστολή αυτή όμως τώρα έχει ξεσφραγιστεί και είναι ορθάνοιχτη μπροστά σας και όλοι σας μπορείτε να την διαβάσετε μια χαρά. Η ίδια η επιστολή εντούτοις δεν έχει πια καμία αξία ούτε κάποια σημασία που να παίζει ρόλο στη ζωή σας.
[8] Επομένως εσείς που θα μεταδίδετε τη διδασκαλία Μου δεν πρέπει να κάνετε καμία υποχώρηση για οποιοδήποτε παλιό θρησκευτικό θεσμό των ανθρώπων, ούτε καν όσο αφορά την επιλογή των τροφίμων. Γιατί τον άνθρωπο δεν τον κάνει ακάθαρτο αυτό που βάζει στο στόμα του με μέτρο και για το σωστό σκοπό, αλλά αυτό που βγάζει από την καρδιά και από το στόμα για να βλάψει το συνάνθρωπό του. Με αυτή την προϋπόθεση θα φέρετε αληθινά ευλογία και σωτηρία στους ανθρώπους με τη διδασκαλία Μου που έτσι θα μείνει για χιλιάδες χρόνια τόσο ανόθευτη όσο σας την έδωσα. [9] Αλλά έτσι και συνδυάσετε τη διδασκαλία Μου με οποιαδήποτε παλιά τελετή και αρχίσετε να τηρείτε γιορτές και επετείους ή οτιδήποτε άλλο εκκλησιαστικής / μόνο προέλευσης, όσο μικρό κι αν είναι στην αρχή, θα μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Ως αποτέλεσμα σε λίγους αιώνες θα γίνει σαν τους σταύλους του Αυγεία, έτσι που στο τέλος θα χρειαστεί πάλι μία γενική κρίση για να καθαριστούν.»
Κεφ. V/132 [1] (Ο Κύριος 🙂 «Σας δίνω μία θεϊκή διδασκαλία για τη ζωή που απέχει από οποιαδήποτε τελετή όσο ο ένας πόλος του ουρανού από τον άλλον. Η διδασκαλία αυτή δεν χρειάζεται ούτε γιορτές, ούτε ναούς, ούτε οίκους προσευχής, ούτε νηστείες, ούτε ποιμαντορικές ράβδους, ούτε ράσα, ούτε κιβωτό της διαθήκης, ούτε θυμιατήρια, ούτε ευλογημένα, αγιασμένα ή καταραμένα νερά. Σε αυτή τη διδασκαλία το επίκεντρο είναι ο άνθρωπος και δεν χρειάζεται άλλο από τον εαυτό του.
[2] Οι παλιές, προϊδεάζουσες διδασκαλίες ασχολούνται μόνο εν μέρει με τον προοδευτικό εξευγενισμό του ανθρώπου και την ανάπτυξή του σε αληθινά πνευματική ύπαρξη. Και επειδή τη διδασκαλία αυτή την παρουσίαζαν εντελώς υλικά, γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών τύπους, φόρμες, αντικείμενα και τελετουργικά τυπικά για να απεικονίσουν συμβολικά τα αντίστοιχα δρώμενα στο πεδίο του πνεύματος.
[3] Στη νέα διδασκαλία Μου όμως όλος ο άνθρωπος είναι συγκεντρωμένος σε ένα σημείο, όπως κι Εγώ είμαι συγκεντρωμένος εδώ μπροστά σας με όλη την προαιώνια και άπειρη Θειότητά Μου σε ένα σημείο. Και σας λέω πως στο εξής τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Θεού δεν πρέπει να την αναζητάτε στο ναό ούτε στο όρος Γκαριζίμ κι ούτε πρέπει να λατρεύετε εκεί τον Θεό, αλλά οπουδήποτε υπάρχει άνθρωπος θα μπορεί να τελεί τη θεία λειτουργία και λατρεία.
[4] Η καρδιά του ανθρώπου θα είναι ο ζωντανός ναός του αληθινού, ενός και μοναδικού Θεού, τα δε έργα αγάπης θα είναι η μόνη αληθινή θεία λειτουργία και η αγάπη προς τον Θεό θα είναι η μόνη αληθινή λατρεία Του.
[5] Επειδή όμως είναι αδιανόητη μία αληθινή αγάπη για τον Θεό χωρίς την έμπρακτη αγάπη για τον πλησίον, όπως και αντίστροφα, γι’ αυτό οι δύο αγάπες κατά βάση συνιστούν μία αγάπη και συνακόλουθα μία και μοναδική αληθινή λατρεία του Θεού. Όποιος την έχει αυτή μέσα του, έχει τα πάντα, όλους τους νόμους και τους προφήτες, ενωμένα μέσα στην καρδιά του και δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.
[6] Με αυτό δεν καταργώ καθετί παλαιό και το μωσαϊκό νόμο, ούτε αναιρώ την αξία τους, κάθε άλλο. Αυτό που καταργώ είναι ο εξωτερικός εξαναγκασμός να πράττει κανείς σύμφωνα με αυστηρούς συγκεκριμένους κανόνες υπό την απειλή εγκόσμιων ποινών. Γιατί έτσι ο νόμος ήταν για τον κάθε άνθρωπο ένας αμείλικτος δικαστής που του καθόταν στο σβέρκο και μία μόνιμη καταδίκη από την οποία δεν μπορούσε να απαλλαγεί κανένας. Όταν όμως κάποιος συνθλίβεται από το βάρος του νόμου προφανώς βρίσκεται σε μία συνεχή καταδίκη. Αλλά όποιος είναι καταδικασμένος, είναι πνευματικά νεκρός και εξόριστος από την εσωτερική, θεϊκή ελευθερία.
[7] Μόνο όταν ο νόμος γίνει δικός του νόμος και υποταχθεί στην ελευθερία της προσωπικής, εντελώς ανεξάρτητης βούλησης, τότε μόνο ο άνθρωπος απαλλάσσεται τελειωτικά από κάθε καταδίκη, κακοδαιμονία, εξορία και θάνατο. Ο κύριος λόγος που ήρθα σε αυτό τον κόσμο ήταν για να λυτρώσω όλους τους ανθρώπους από το ζυγό του νόμου, της καταδίκης, της κακοδαιμονίας και του θανάτου. Γι’ αυτό καταργώ καθετί το εξωτερικό, ούτως ώστε σας δίνω αληθινά πίσω τον εαυτό σας και έτσι σας κάνω όντως αληθινά παιδιά του Θεού και άρα κυρίαρχους πάνω σε κάθε νόμο και καταδίκη.
[8] Εάν εσείς και οι μαθητές σας παραμείνετε συνεχώς μέσα στο πλαίσιο αυτού του κανόνα, τότε δεν κινδυνεύετε από καμία κρίση και καμία καταδίκη, δεδομένου ότι στέκεστε υπεράνω της καταδίκης. Μόλις όμως επιτρέψτε να εισαχθεί στο ένα σημείο ή στο άλλο ένας παλιός, εξωτερικός θεσμός, και εάν εξακολουθείτε να διατηρείτε την παραμικρή εξωτερική τυπική συνήθεια, θα βρεθείτε πάλι υπό μία καταδίκη και στο βαθμό που θα έχετε υποταχθεί σε έναν παλιό τυπικό νόμο στον ίδιο εξίσου βαθμό θα απλώνεται ο θάνατος μέσα σας».
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ V, 132
Ας δούμε τώρα τι έγραψε η Ντούντε στις 1-2-1941 για τη σημασία της παράδοσης και της αληθινή σχέσης με τον Θεό:
Αρ. 1799 1.2.1941
Η Αληθινή Εκκλησία του Χριστού και η Παράδοση
…Κάθε άνθρωπος που νοιώθει ότι ανήκει στην εκκλησία, δηλαδή που εμμένει σε μια συγκεκριμένη παράδοση, χωρίς να βρίσκει εσωτερική ικανοποίηση, είναι δέσμιος. Κάνει ό,τι πρέπει να κάνει σύμφωνα με τους κανόνες όμως δεν έχει την ακράδαντη πίστη ότι με τις πράξεις του πλησιάζει τον Θεό, ούτε καλλιεργεί ο ίδιος τον σύνδεσμο με Εκείνον, ακριβώς γιατί του λείπει η πίστη. Εκτός αυτού, αυτοί ακριβώς, οι άνθρωποι δεν σκέπτονται ιδιαίτερα σχετικά με τον Θεό και τη σωστή πίστη. Είναι εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση που τους εμποδίζει να σχηματίζουν δικές τους απόψεις. Μια τέτοια πίστη έχει μικρή αξία όμως μπροστά στον Θεό, γιατί δεν είναι αληθινή πίστη, αλλά μόνο μηχανική εκτέλεση κάποιων εντολών που έχουν επιβάλλει άλλοι άνθρωποι και τούτο συμβαίνει χωρίς να σκέφτεται κανείς ιδιαίτερα.
Αυτό που φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό και του χαρίζει την απεριόριστη Αγάπη Του, είναι η ακλόνητη πίστη ότι ο Θεός όντως υπάρχει, ότι είναι ένα Ον που ξεχειλίζει αγάπη, την οποία θέλει να μεταδώσει σ’ όλα τα πλάσματά Του. Και μετά, η λατρεία αυτού του Όντος, η απόλυτη πίστη σ’ Αυτόν, η υπακοή με κάθε τρόπο προχωρώντας στην εκτέλεση των εντολών Του, της αγάπης δηλ. για τον Θεό πάνω απ’ όλα και της αγάπης για τον πλησίον σαν τον εαυτό. Τότε αυτός ο άνθρωπος ζει ακολουθώντας συνειδητά τον Ιησού, βιώνει την καθαρή χριστιανική διδασκαλία και ανήκει στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, γιατί η πίστη του είναι σύμφωνη με την θεία Βούληση.
Δεν ακολουθεί τις εντολές που έχουν επιβάλλει οι άνθρωποι, αλλά προσπαθεί με ζήλο και αφοσίωση να διαμορφωθεί ο ίδιος σε ευλογία για την ανθρωπότητα, όντας πάντα πρόθυμος να υπηρετήσει τον Θεό και να υποστηρίξει την αληθινή πίστη που έχει χαθεί εντελώς από τον κόσμο.
Μόνο τότε μπορεί να κηρυχθεί πάλι η Αλήθεια στον κόσμο, φανερωμένη από ψηλά και η πίστη να ζωντανέψει πάλι, γιατί ο ίδιος ο Θεός μιλάει στους ανθρώπους και τους φανερώνει ποιος δρόμος είναι ο πιο βατός και συνάμα οδηγεί στο στόχο.
Πόσο λίγο ωστόσο ενδιαφέρεται ο κόσμος για το τι είναι σωστό μπροστά στον Θεό και τι σημαίνει η αληθινή Εκκλησία του Χριστού…. Από την άλλη όμως με τι ζήλο συμμορφώνεται και ακολουθεί συχνά τις επιταγές της γήινης εκκλησίας και ας μην έχουν σχεδόν καμία αξία στα μάτια του Θεού, γιατί δεν προσφέρουν το παραμικρό στην εξέλιξη της ψυχής προς τα πάνω ….
Αμήν
www.ηπροφητειασημερα.gr
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ, κεφ. «ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
Αρ. 2470 11-9-1942
Η αξιοπιστία των παραδόσεων και η αναζήτηση της αλήθειας
«Ό,τι μεταδίδεται από στόμα σε στόμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, εάν δεν αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία η προέλευσή του, εάν δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι όντως προέρχεται από θεία επενέργεια που καθοδήγησε πνευματικά τους ανθρώπους. Αυτό όμως είναι πολλές φορές πολύ δύσκολο να αποδειχτεί. Γι’ αυτόν το λόγο κάθε διδασκαλία πρέπει να ελέγχεται διεξοδικά, κατά πόσον μπορεί κάποιος να την υιοθετήσει με βάση την αίσθηση που του δημιουργεί. Γιατί η καρδιά διδάσκει σωστά εκείνον που θέλει οπωσδήποτε να πρεσβεύει την αλήθεια και άρα μόνον αυτήν είναι πρόθυμος να αποδεχτεί.
Ό,τι του φανεί αποδεκτό μετά από σοβαρή σκέψη, αυτό μπορεί πλέον να το θεωρήσει αληθινό. Ωστόσο οφείλει να ελέγξει και τον εαυτό του για το αν θέλει όντως να βρει την αγνή αλήθεια. Συχνά οι άνθρωποι δεν θέλουν να αποχωριστούν παλαιές παραδόσεις, όμως δεν εξετάζουν καθόλου αν και σε ποιο βαθμό είναι αξιόπιστη μία τέτοια παράδοση. Επομένως ασπάζονται κάτι χωρίς να το ελέγξουν, ενώ θα έπρεπε πρώτα να σκεφτούν διεξοδικά, προκειμένου να διαμορφώσουν μία κρίση.
Αυτό ισχύει τόσο για τα δόγματα της πίστης όσο και για το βίο ή τις υπερφυσικές πράξεις κάποιων ανθρώπων. Άνευ όρων θεωρούν αληθινές οποιεσδήποτε σχετικές διαδόσεις, με αποτέλεσμα να μην υπερισχύει καμία αντίθετη άποψη, επειδή εμποδίζεται ο παραμικρός (προσωπικός) συλλογισμός. Όμως ο Θεός απαιτεί από τους ανθρώπους να επιδεικνύουν ενεργά τη θέλησή τους να κατέχουν την αλήθεια, με το να προσπαθούν από μόνοι τους να ξεχωρίσουν την αλήθεια από την πλάνη.
Μόνο με αυτήν την θέληση αναπτύσσει κάποιος την ικανότητα να αναγνωρίζει το ορθό και να απορρίπτει το λάθος. Κανένας δεν έχει δικαιολογία ότι δεν είναι ικανός γι’ αυτό, δεδομένου ότι η ικανότητα αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέλησή του να κατέχει την αλήθεια.
Αλλά πώς να τους δώσει κανείς την αλήθεια, τη στιγμή που δεν δέχονται κανένα λογικό επιχείρημα… Αντίθετα πιστεύουν επίμονα και άκαμπτα οτιδήποτε γνωρίζουν παραδοσιακά χωρίς όμως να το ελέγχουν αν είναι αλήθεια. Με τον πιο πειστικό τρόπο μπορεί να αντικρούσει κανείς τη λανθασμένη πεποίθησή τους, όμως εκείνοι εμμένουν και έτσι εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο σε λανθασμένες διδασκαλίες. Γιατί αυτό που τους λείπει είναι η θέληση και ενάντια στη θέλησή τους δεν είναι δυνατό να τους δοθεί η αγνή αλήθεια ή δεν την αναγνωρίζουν καν. Και εκεί οι υπερασπιστές της αλήθειας προσπαθούν χωρίς αποτέλεσμα, γιατί όταν η θέληση των ανθρώπων είναι ενάντια, η αγάπη του Θεού έχει πολύ μικρή δυνατότητα να ενεργήσει…».
Μπέρτα Ντούντε
Η τυφλή και η λογική πίστη
Οι σημερινές κατευθύνσεις των εκκλησιών, καθώς και των περισσοτέρων κοινοτήτων και αιρέσεων, επίσης όμως οι κοινότητες φανατικών «απίστων», απαιτούν από τους οπαδούς τους μία απόλυτη, τυφλή πίστη στις είτε καταφατικές είτε αρνητικές θέσεις και ομολογίες τους.
Οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων αναγνωρίζουν για παράδειγμα ότι το κύριο δόγμα τους, η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη βοήθεια της λογικής. Παρ’ όλ’ αυτά, απαιτούν από όλα τα μέλη τους να δέχονται χωρίς όρους αυτό το δόγμα, το οποίο μάλιστα έχουν κάνει κύριο θεμέλιο ολόκληρου του συστήματος της διδασκαλίας τους. Πέρα απ’ αυτό, απαιτούν την πίστη στο «προπατορικό αμάρτημα», στη «συνέχιση της ζωής», χωρίς να δίνουν άλλες αποδείξεις γι’ αυτά από τα όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Πώς κρίνει όμως αυτήν τη γραπτή απόδειξη εκείνος που δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Αγία Γ ραφή έχει το χαρακτήρα αποκάλυψης, εκείνος που πρέπει πρώτα να του αποδειχθεί το θεόπνευστο αυτών των κειμένων; Οι Εκκλησίες δεν δίνουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους χαρακτηρίζει μεγαλύτερη κριτική διάθεση, κάποιες διαυγέστερες λογικές αιτίες για τις διάφορες διδασκαλίες πίστης.
Η διδασκαλία για την πίστη, που μεταδίδεται στα γραπτά της νέας αποκάλυψης μέσω του Γιάκομπ Λόρμπερ, διαφορίζεται από τις εκκλησιαστικές χριστιανικές και πολλές άλλες θρησκείες κατά το ότι απορρίπτει εντελώς κάθε τυφλή πίστη και προσπαθεί να κάνει σαφώς κατανοητά σε κάθε άνθρωπο όλα τα στοιχεία της πίστης, ανάλογα με την ωριμότητά του και την αντιληπτική του δυνατότητα.
Δεν υπάρχει εδώ μυστικιστικό σκοτάδι, ούτε μυστικοπάθεια «μυημένων», δεν υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί, φωτισμένοι και κοινοί θνητοί, «εσωτερικός κι εξωτερικός κύκλος», «εσωτερική» κι «εξωτερική» σχολή!
Αντίθετα, μέσα από τα γραπτά της νέας αποκάλυψης αποκαλύπτεται σε κάθε αληθινό αναζητητή όσο το δυνατόν πιο λογικά και σαφέστερα, πειστικά και ζωντανά, η φύση και η δημιουργική δράση του Θεού, ο σκοπός και ο δρόμος της τελείωσης, αυτός και ο άλλος κόσμος.
«Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει ανεπτυγμένο νου, η δε πίστη του είναι μονάχα μία υπακοή της καρδιάς και της βούλησης», λέγεται στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», «πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην καταλήξει σε απατηλές, παράλογες ιδέες, ούτε να ξεφύγει σε επικίνδυνα λανθασμένους δρόμους-όπως δυστυχώς συμβαίνει στους ειδωλολάτρες και σ’ αυτή την εποχή (του Ιησού) σε πολλούς Εβραίους».
«Γι’ αυτό, ένας σωστός μαθητής της διδασκαλίας Μου δεν πρέπει να δέχεται ποτέ κάτι επιπόλαια και χωρίς ακριβή προηγούμενο έλεγχο. Μόνον αφού αποκτήσει μία ουσιαστική ιδέα και πεισθεί, πρέπει να ιδιοποιείται το καλό και το αληθινό, ύστερα δε να πράττει έξυπνα και σοφά. Τότε θα έχει όλες εκείνες τις επιτυχίες, που δίκαια μπορεί να εκθειάσει και στους άλλους ως ευλογημένες από τον ουρανό».
Ο τρόπος διδασκαλίας του Ιησού Χριστού
«Εγώ λοιπόν είμαι ο Κύριος και Δάσκαλος από την αιωνιότητα, κι εσείς τώρα πια Με αναγνωρίζετε απόλυτα ως τέτοιον. Τώρα θα μπορούσα να σας πω: αυτό ή εκείνο, σωστό ή λάθος, άσπρο ή μαύρο, κι εσείς θα Με πιστεύατε, αφού τώρα πια έχετε πειστεί εσωτερικά για το ποιος είμαι. Εκεί ασφαλώς μία πίστη στην αυθεντία Μου θα ήταν δικαιολογημένη. Αλλά ποιος ανάμεσά σας μπορεί να πει ότι ζήτησα ποτέ τέτοιο πράγμα από κανέναν; Ναι, ζητώ πίστη, αλλά ούτε τυφλή ούτε νεκρή, παρά τελείως ζωντανή!
Σας διδάσκω αλήθειες που ποτέ δεν πέρασαν ποτέ από το \/ου του κόσμου. Όμως, δεν σας λέω: “Το πιστεύεις αυτό;” παρά: “Το κατάλαβες λοιπόν;” Και μόλις κάποιος πει: “Κύριε, τούτο κι εκείνο ακόμη δεν το έχω καταλάβει”, τότε το εξηγώ με όλα τα μέσα που διαθέτω, μέχρι που να γίνει εντελώς κατανοητό από τα βάθη του, μόνο δε μετά απ’ αυτό προχωρώ στο επόμενο βήμα.
Βέβαια, θα μπορούσα να δώσω στον καθέναν εξαρχής μία τέτοια εξήγηση, ώστε αυτός να καταλαβαίνει αμέσως τέλεια την κάθε νέα διδασκαλία. Όμως γνωρίζω επίσης ποια και πόσα πράγματα μπορεί ο καθένας ν’ αφομοιώσει με τη μία φορά, και δίνω στον καθένα τόσα, όσα μπορεί να συλλάβει μεμιάς. Αφήνω, ακόμη, καιρό στο σπόρο να βλαστήσει και να πιάσει ρίζες, δεσμεύοντας τον εαυτό Μου να μη δώσω κάτι καινούργιο, πριν να έχει αφομοιωθεί εντελώς το προηγούμενο. Σας αφήνω χρόνο για να ελέγξετε όσα σας λέω και σας δείχνω. Σας λέω, μάλιστα, ο ίδιος: “Ελέγξτε τα όλα και κρατήστε το αληθινό και το καλό!”
Αν, όμως, Εγώ ο ίδιος ενεργώ έτσι, πόσο μάλλον πρέπει να ενεργείτε έτσι εσείς, που δεν μπορείτε να διαβάσετε τις σκέψεις των ανθρώπων όπως Εγώ».
Εγκεφαλική νοημοσύνη και νοημοσύνη της καρδιάς
Στα πολυάριθμα γραπτά της νέας αποκάλυψης από τον Γιάκομπ Λόρμπερ διαφωτίζονται επίσης όλα εκείνα τα ερωτήματα για τη ζωή και την πίστη, που μέχρι τότε βρίσκονταν, τόσο για τους Χριστιανούς, όσο και για τους μη Χριστιανούς, σε βαθύ σκοτάδι.
Η φύση του Θεού, η διαδικασία της δημιουργίας, ο σκοπός της τελείωσης, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος προς την τελείωση σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, όλα αυτά αναλύονται τόσο βαθιά και διαφωτιστικά από το στόμα του Ιησού, κυρίως στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αλλά και σε άλλα έργα του Λόρμπερ, ώστε ο κάθε αληθινός πνευματικός αναζητητής μπορεί να τα κατανοήσει εκ βαθέων και να πάρει ικανοποιητικές απαντήσεις.
Φυσικά, για την πρόσβαση σ’ αυτές τις γνώσεις υπάρχει ένας σπουδαίος όρος, που είναι να κατέβει ο άνθρωπος από την παλιά εωσφορική υπεροψία και την εγωιστική ανθρώπινη έπαρσή του.
Για το θέμα αυτό, ο Ιησούς λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» σε μερικές «πολύ φιλοσοφημένες» ιέρειες του Απόλλωνα:
«Όσο παραμένετε μέσα στην υπεροψία σας, θα νιώθετε μέσα σας αντί για τη ζωή, μονάχα τον αιώνιο θάνατο. Γιατί η υπεροψία ωθεί βίαια την ψυχή μέσα στη σάρκα του σώματός της. Κι η ψυχή, φουσκώνοντας όλο και περισσότερο εσωτερικά, γίνεται έτσι εντελώς ένα με τη σάρκα της, στην κατάσταση δε αυτή δεν μπορεί να νιώσει τίποτα άλλο εκτός από το θάνατο της σάρκας. Όμως, ποιες λέξεις, πράξεις ή σημάδια μπορούν να δώσουν αποδείξεις σε μία ψυχή γεμάτη θάνατο για το ότι θα συνεχίσει να ζει μετά το θάνατο του σώματος και για το ότι υπάρχει ένας μοναδικός, αληθινός Θεός; Εσείς, βέβαια, νομίζετε ότι ένας παντογνώστης και παντοδύναμος Θεός μπορεί με κάποιον τρόπο να στείλει ένα φως στον άνθρωπο, ώστε εκείνος ν’ αντιληφθεί την κατάστασή του. Αυτό ο Θεός το κάνει πάντα. Αλλά η υπεροψία των ανθρώπων δεν τους επιτρέπει να τ’ αντιληφθούν όλ’ αυτά».
Επομένως, σε κάθε αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να δίνεται προσοχή στη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο θαμπό, απατηλό νου του εγκεφάλου μας και στο καθαρό πνευματικό φως της καρδιάς.
Άλλωστε, όπως ξέρουμε από τον Λόρμπερ, η ψυχή μας είναι ένα, κατά μεγάλο μέρος ακόμη, υλικά τυφλό και κακό πλάσμα, που ανήλθε κατακερματισμένο σε μυριάδες σπινθήρων ζωής από την καταδίκη της ύλης. Έχει περιορισμένη μόνο νοημοσύνη, με την οποία μπορεί να δει τον κόσμο με τη βοήθεια των υλικών αισθήσεων, να συνδυάσει με κάποια λογική τις παρατηρήσεις της και να τις διατηρήσει σε μία μνήμη συχνά πολύ περιορισμένη. Οι περισσότερες αισθήσεις της ψυχικής αναγνώρισης του κόσμου έχουν τα όργανά τους στο κεφάλι, όπου επίσης (στον εγκέφαλο) βρίσκεται το εργαστήρι της λογικής σκέψης και το αρχείο της μνήμης. Γι’ αυτό, αυτή την ικανότητα αναγνώρισης την λέμε «εγκεφαλική νοημοσύνη».
Για να μπορέσει όμως η ψυχή μας να προοδεύσει στην αναγνώριση του αληθούς και καλού, καθώς και στην καλή θέληση και πράξη, φέρει μέσα της από τη γέννησή της ένα καθαρό θεϊκό πνεύμα που την οδηγεί και την τελειοποιεί και που βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση με το πρωταρχικό πυρ και το πρωταρχικό φως της αιώνιας αγάπης (το Θεό- Πατέρα) όπως η ακτίνα με τον ήλιο. Αυτό το καθαρό θεϊκό πνεύμα μέσα στον άνθρωπο, χάρη στη σύνδεσή του με τον Θεό, γνωρίζει τα πάντα, γνωρίζει τα βάθη της Θεότητας, τα μυστικά της δημιουργίας, την αιώνια ζωή, το στόχο και το δρόμο της τελείωσης, μπορεί δε να διαφωτίσει, να οδηγήσει και να τελειοποιήσει ανάλογα την ψυχή. Μια και κατοικία του είναι η καρδιά, η σχετική ικανότητα αναγνώρισης της ψυχής λέγεται «νοημοσύνη της καρδιάς» ή «εσωτερικό φως».
Στην ελεύθερη βούληση της ψυχής εναπόκειται σε ποια από τις δύο πλευρές αναγνώρισης -τον κόσμο ή το πνεύμα- θα θελήσει να δώσει τη μεγαλύτερη προσοχή. Αν στρέψει το βλέμμα της μόνο προς τα έξω, προς τον κόσμο, και ερευνά μόνο με την αδύναμη εγκεφαλική της νοημοσύνη, τότε θα αναγνωρίζει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων και των συνθηκών, χωρίς να βλέπει τις βαθύτερες σχέσεις, τις πραγματικές βασικές δυνάμεις και τους νόμους τους. Ειδικότερα, θα παραμείνει άγνωστη γι’ αυτήν η πνευματική θεμελιώδης αιτία και η πρωταρχική φύση όλων όσων υπάρχουν, γιατί ακόμη της λείπει η πνευματική τελειότητα, ενώ, όπως είναι γνωστό, μόνον τα όμοια μπορούν να κατανοήσουν πλήρως το ένα το άλλο.
Τελείως διαφορετικό θα είναι το αποτέλεσμα, αν η ψυχή στρέψει περισσότερο την προσοχή της προς τα μέσα, προς το καθαρό πνεύμα που κατοικεί στην καρδιά, το θείο σπινθήρα, τον «Χριστό μέσο μας» -κι αφεθεί να διδαχθεί απ’ αυτόν και να πληρωθεί με αγάπη, σοφία και δύναμη. Εδώ βρίσκεται η εσωτερική πηγή τελείωσης η εγκατεστημένη από τον Θεό, απ’ όπου μπορεί η αλλοτριωμένη -εφόσον έχει απομακρυνθεί από την τάξη- ψυχή να λάβει την αληθινή πνευματικότητα. Με αυτές τις γνωστικές δυνάμεις εισδύει στα βάθη της Θεότητας και της Δημιουργίας, ανακαλύπτει τις αληθινές σχέσεις τους και τις βασικές αρχές της ζωής, ειδικά μάλιστα το μεγάλο, αιώνιο θεμελιώδη νόμο της αγάπης. Το συνολικό συναίσθημά της απέναντι στον κόσμο αποκτά με τον τρόπο αυτό θέρμη και ζωή.
Από το βιβλίο «Η Διδασκαλία του Χριστού»
Η Παράδοση, τα Μυστήρια και οι καρποί τους: Σύμφωνα με την εκκλησία, με βάση το βίο της κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παράδοσης, προέκυψε η Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στη Βίβλο, όμως συμφωνούν με αυτήν.
Πολλοί κριτικοί στοχαστές, και όχι μόνο διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι αναγνωρίζουν μόνο τη Γραφή, βλέπουν εδώ μία σημαντική απόκλιση από την αρχική διδασκαλία του Χριστού. Το κεντρικό τους επιχείρημα είναι ότι η μεν Αγία γραφή είναι θεόπνευστη και συνεπώς φερέγγυα, η δε Παράδοση δεν είναι. Την κριτική τους τη στηρίζουν σε στίχους της ίδιας της Γραφής που μιλούν αρνητικά για τις ανθρώπινες παραδόσεις ή εντολές (π.χ. Μαρκ. 7,6-9.13. Γαλ. 1,14). Επίσης, σημειώνουν την απουσία κάποιας ρητής εντολής του Ιησού Χριστού για βασικά δόγματα, όπως αυτό των Μυστηρίων. Για το βάπτισμα λ.χ. επισημαίνουν ότι στην Καινή Διαθήκη η πίστη προηγείται της βάφτισης (Μαρκ. 16,16. Πράξεις 2,41.10,44- 48.18,8). Επίσης ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι η προσκύνηση των εικόνων, η οποία όμως είχε αποδοκιμαστεί ως αντίθετη προς την εκκλησιαστική παράδοση στη Σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ..
Στη συνέχεια ακολουθούν επιλογές από νεοαποκαλυπτικά κείμενα σχετικά με αυτά τα θέματα.
«… Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι οι αποκαλούμενες «παραδόσεις» περιέχουν πολλές διαστρεβλωμένες διδασκαλίες. Γιατί με βάση τη διδασκαλεία που κήρυξα Εγώ ο Ίδιος στη Γη επινοήθηκαν αμέτρητα λανθασμένα δόγματα, έθιμα και άχρηστες συνήθειες. Είναι τόσες πολλές δε αυτές οι παραφυάδες που τελικά το καθαρό Ευαγγέλιο της αγάπης, που είναι το πλέον ουσιώδες που περιέχει η διδασκαλία Μου, παραγκωνίστηκε στο περιθώριο, ενώ αντίθετα οι προσθήκες των ανθρώπων επιβλήθηκαν και έχουν γίνει κυρίαρχες.
Οι δε άνθρωποι υποτάσσονται πειθήνια σε αυτήν την κατάσταση, και προσπαθούν επιμελώς να ικανοποιούν αυτές τις ανθρώπινες απαιτήσεις, ενώ δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τα παραδοσιακά κληρονομημένα ήθη και έθιμα, τα οποία όμως δεν αποφέρουν κανένα απολύτως όφελος στις ψυχές τους. Αλλά δεν έχουν καμία δικαιολογία, για το λόγο ότι ο καθένας έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί και επομένως έχει καθήκον να υποβάλλει στη βάσανο της σκέψης του αυτό που καθορίζει τελικά τη μοίρα του στην αιωνιότητα.
Θα όφειλε ο καθένας να παίρνει πιο σοβαρά το καθήκον του στη Γη και να μην νομίζει ότι Εγώ μπορώ να αρκεστώ σε εντελώς άχρηστες ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται επίσης η «συμμετοχή στα μυστήρια», τα οποία δεν είναι όμως «μυστήρια». Γιατί το μόνο που μπορεί να δώσει ευλογία και καθαγιασμό δίνεται από Μένα τον Ίδιον στον άνθρωπο εκείνον που χάρη στην αγάπη του πιστεύει ζωντανά, όταν με άλλα λόγια έχει δημιουργήσει ένα δεσμό μαζί Μου μέσω της αγάπης.
Τότε ο άνθρωπος ευλογείται απευθείας από Μένα τόσο πλούσια, που του είναι δυνατόν να φθάσει επί γης στην τελειοποίηση. Τότε θα φανερωθούν επάνω του όλες οι ευλογίες των μυστηρίων θα λάβει το βάπτισμα του Πνεύματος… θα διδάσκει και θα φέρνει το Λόγο στους συνανθρώπους του… θα έχει τη δυνατότητα να κοινωνεί ανά πάσα στιγμή τον Άρτο του Ουρανού, τη Σάρκα και το Αίμα Μου… Ενωμένος βαθύτατα μαζί Μου θα είναι γεμάτος σοφία και αγάπη, καθώς δεν θα τον βαραίνει πλέον η ενοχή της αμαρτίας, αφού θα έχει συγχωρεθεί προς χάριν του Ιησού Χριστού. Γιατί θα τον έχει αναγνωρίσει η γεμάτη από αγάπη Καρδιά του και θα τον μαρτυρεί ανοικτά, μπροστά σε όλον τον κόσμο. Τότε θα είναι γεμάτος με το Πνεύμα Μου, γιατί θα έχει γίνει ζωντανός χάρη στην αγάπη και στην πίστη του. Αλλά είναι αδύνατον να βιώσει όλες αυτές τις ευλογίες επειδή απλώς και μόνο εκτελεί κάποια καθήκοντα για να τηρήσει την παράδοση.
Οπωσδήποτε είναι καλό το να καθοδηγείται ένα παιδί να σκεφτεί για το σκοπό της επίγειας ζωής του και για το καθήκον του όμως δεν πρέπει να το κατευθύνουν σε άψυχες, ανούσιες ενέργειες, παρά το μόνο που χρειάζεται είναι να διδάσκεται την αγάπη. Ανάλογα δε με την τοποθέτηση του καθενός απέναντι σε αυτήν τη διδασκαλία της αγάπης θα διαμορφωθεί επίσης η πνευματική του πρόοδος. Αλλά μόνο εάν ζει με αγάπη τη ζωή του μπορεί να φθάσει στην τελείωση, μόνο μία ζωή αγάπης του αποφέρει τις ευλογίες που υπόσχονται τα μυστήρια.
Διότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την τελείωσή του με πλήρη βουλητική ελευθερία, όμως οι κανόνες και οι εντολές που υποτίθεται ότι αποτυπώνουν τη δική Μου βούληση την εμποδίζουν. Ο άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει τη Ζωή και άρα πρέπει επίσης να είναι ζωντανός σε αυτά που σκέφτεται, θέλει και κάνει. Αλλά κάθε τυπικό είναι θάνατος γι ’ αυτήν τη Ζωή και επιπλέον κάτι το καθαρά εξωτερικό δεν μπορεί να επιφέρει μία εσωτερική μεταμόρφωση.
Ο κάθε άνθρωπος φέρει μόνος του την ευθύνη για την ψυχή του και δεν θα μπορέσει να δικαιολογηθεί μία μέρα ισχυριζόμενος ότι τον δίδαξαν άλλοι λάθος. Γιατί όταν κάποιος αγωνίζεται σοβαρά να τελειοποιηθεί, του δίνεται η δυνατότητα να πάρει από Μένα την αγνή αλήθεια· αρκεί να θέλει πραγματικά να κερδίσει Εμένα και το βασίλειό Μου και να εκτελεί αποκλειστικά το δικό Μου θέλημα…». (Μπέρτα Ντούντε 10/1/1957)
Από τις «ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
ηαποκάλυψησήμερα.gr
** που καθιερώθηκε από το 2ο αιώνα. Στις αρχέγονες εκκλησίες βαπτίζονται κυρίως οι ενήλικοι και εκτός αυτού υπήρχε πολυμορφία πρακτικών, πλήρες λουτρό ή ραντισμός των βαπτιζόμενων. («Διδαχές»)