Loading...

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΛΑΘΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Πες στα παιδιά Μου και σε όλους, σε όποια θρησκεία κι αν ανήκουν είτε ρωμαιοκαθολικοί είναι είτε προτεστάντες, Ιουδαίοι, Τούρκοι, Βραχμάνοι, ειδωλολάτρες- αυ­τό: Πάνω στη γη υπάρχει μία μόνον αληθινή εκκλησία, κι αυτή είναι η αγάπη για Μένα στο πρόσωπο του Υιού Μου! Η αγάπη αυτή είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα σας και σας φανερώνεται με το ζωντανό Λόγο Μου. Έτσι, Εγώ βρίσκομαι μέσα σας, η δε ψυχή σας, που η καρδιά της εί­ναι η κατοικία Μου, είναι η μοναδική αληθινή εκκλησία στη γη. Μόνον εκεί υπάρχει αιώνια ζωή, και μόνον αυτή είναι που σας κάνει μακάριους!

Γιατί σκεφτείτε, Εγώ είμαι ο κύριος όλων όσων υπάρχουν. Εγώ εί­μαι ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, και ως τέτοιος, είμαι ο Πατέρας σας, ο άγιος και γεμάτος αγάπη. Και Εγώ είμαι όλ’ αυτά μέσα στο Λό­γο! Αν τον σέβεστε και πράττετε σύμφωνα μ’ αυτόν, τον έχετε προσλάβει μέσα σας. Τότε αυτός θα ζωντανέψει μέσα σας, θα σας ανυ­ψώσει ψηλότερα από τον εαυτό σας και θα σας ελευθερώσει. Δεν θα υπόκειστε τότε πια στο νόμο, θα βρίσκεστε πάνω από αυτόν, στο φως. Αυτό όμως είναι η μακαριότητα ή το βασίλειο του Θεού στο εσωτερικό σας ή η μόνη εκκλησία της γης που δίνει ευδαιμονία. Σε καμία άλλη, εκτός από αυτήν, δεν υπάρχει αιώνια ζωή.

Ή μήπως πιστεύετε ότι κατοικώ μέσα σε τείχη ή μέσα στις τελε­τουργίες ή στην προσευχή και στη λατρεία; Όχι, κάνετε μεγάλο λάθος. Δεν βρίσκομαι σε τίποτα από αυτά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει αγά­πη, εκεί είμαι κι Εγώ!»

(Α) Ο Ιησούς Χριστός στον Γιάκομπ Λόρμπερ

(Β)

(Γ) ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ…

Φέτος αργεί να ‘ρθει η άνοιξη, σκέφτηκε ο πάπας αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί πάνω από τις στέγες των palazzi της Ρώμης που γυάλιζαν κάτω από τα πυκνή βροχή. Καθώς περίμενε να τον ειδοποιήσουν να κατέβει για να επιβιβαστεί στο ειδικά τεθωρακισμένο όχημα, έριξε μια ακόμη ματιά στην ατζέντα αυτών των ημερών, όπως την είχαν αφήσει στο γραφείο του οι γραμματείς του. Πρώτα πρώτα έπρεπε να πάει στις κοντινές φυλακές για να πλύνει τα πόδια των φυλακισμένων, μια συνήθεια του προκατόχου του τη Μεγάλη Εβδομάδα, την οποία ο ίδιος έβρισκε kitch και υποκριτική, αλλά οπωσδήποτε πολύ καλή για τα διεθνή πρωτοσέλιδα και τους τίτλους ειδήσεων στο βραδινό δελτίο. Άλλωστε ο αρμόδιος οικονομικός σύμβουλος τον είχε ενημερώσει πριν λίγο καιρό ότι λόγω της οικονομικής κρίσης είχαν περιοριστεί δραματικά οι δωρεές και οι εισπράξεις στα παγκάρια των εκκλησιών.

Στη συνέχεια, επιστρέφοντας θα ‘πρεπε να συναντήσει γνωστό Αμερικανό πολιτικό που είχε πρόσφατα ασπαστεί την καθολική πίστη και φαίνεται ότι, επειδή είχε πολλά στη συνείδησή του και η δημοφιλία του είχε πέσει, χρειαζόταν μία ψυχική τόνωση και μία καλή συμβουλή. Το ίδιο θα χρειαζόταν και ο επόμενος νεαρός πολιτικός, με αριστερή φρασεολογία και δεξιά πρακτική. Απ’ αυτόν ο «Άγιος Πατέρας» περίμενε μία καλή συμβουλή για επενδύσεις στη βιομηχανία drones. Θα ακολουθούσαν μία προχωρημένης ηλικίας σταρ του Χόλυγουντ που ήθελε να προβληθεί και να προβάλλει τη ΜΚΟ στην οποία ήταν ενεργή και τέλος ένας ρόκσταρ με επίδοση στη φιλανθρωπία και στις μπίζνες που ήθελε να αξιοποιήσει τις συνδέσεις τού πάπα με την ηγεσία μίας κεντροασιατικής χώρας της πρώην ΕΣΣΔ.

Όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμη τον περίμεναν μέχρι το Πάσχα, μια ρουτίνα που εκτελούσε μειλίχια και αδιαμαρτύρητα και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Στο κάτω – κάτω, σκεφτόταν κάθε φορά που κοίταξε από ψηλά τη Ρώμη, εάν δεν υπήρχε εκείνος ο άγιος άνθρωπος, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, να παραχωρήσει σχεδόν απεριόριστα προνόμια και πλούτη στην εκκλησία, ο ίδιος θα ήταν ακόμη ένας ασήμαντος εφημέριος, χειρότερα ακόμη κυριολεκτικά ποιμένας, κτηνοτρόφος, βοσκός σ’ ένα ορεινό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης, μία σκέψη που του ΄φερνε αυτόματα μελαγχολία. Αλλά ήταν απλώς από την κούραση…

Έκλεισε απαλά τα μάτια και άρχισε να ονειρεύεται τις διακοπές που τον περίμεναν σύντομα στα θερινά ανάκτορα του Castel Godolfo, άλλο ένα βασιλικό δώρο για έναν εξαντλημένο από τη διοίκηση της εκκλησίας ποντίφηκα.

Ίσως εκεί να μπορούσε επιτέλους να ασχοληθεί και με κάποια «πνευματικά καθήκοντα»…

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΛΑΘΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μία σύντομη ιστορία του χριστιανισμού*

«Η βασιλεία Μου δεν είναι αυτού του κόσμου»

Κατά Ιωάννη 18,36

«Όποιος θέλει να ζήσει σωστά, μπορεί να το κάνει σε οποιαδήποτε εκκλησία. Γιατί ένας βασικός κανόνας είναι: «Να ελέγχετε τα πάντα και από αυτά να κρατάτε τα καλά». Δεν λέω σε κανένα: Γίνε καθολικός ή προτεστάντης ή ελληνορθόδοξος.

Μπορώ μόνο να πω: ο καθένας μπορεί, αν θέλει, να μείνει αυτό που είναι.

Ό,τι όμως κι αν είναι, να είναι ενεργά χριστιανός, στο πνεύμα και αληθινά! Γιατί το βασίλειό Μου είναι ένα βασίλειο ύψιστης δραστηριότητας. Εγώ δεν είμαι Πατριάρχης, ούτε Πάπας, ούτε γενικός επίτροπος, παρά ένας πολύ καλός και δίκαιος Πατέρας για όλα τα παιδιά Μου, πάντοτε δε, χαίρομαι όταν αυτά είναι δραστήρια και συναγωνίζονται στην αγάπη – δεν χαίρομαι όμως όταν αλληλοαποκαλούνται ανόητοι, ενώ ο καθένας θέλει να είναι εκείνος ο σοφότερος και ο πιο αλάνθαστος».

Ο Ιησούς Χριστός στον Γιάκομπ Λόρμπερ

Η διάδοση του χριστιανισμού

Η ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού χωρίζεται σε δύο διακριτές περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει τον πρώτο, κοινοτικό χριστιανισμό ενώ η δεύτερη τον πρώιμο χριστιανισμό.

Η πρώτη περίοδος χωρίζεται σε δύο φάσεις, την αποστολική και τη μεταποστολική εποχή. Στην αποστολική εποχή υπάρχουν οι μαθητές του Χριστού που έχουν ακόμη ζωντανή την ανάμνηση των πεπραγμένων του και περιοδεύουν για να μεταδώσουν τη διδασκαλία Του. Την πιο σημαντική δραστηριότητα σε τούτον τον τομέα αναπτύσσει ο Παύλος, καθώς αυτός κυρίως κινούμενος προς δυσμάς μεταφέρει το χριστικό μήνυμα σε όλες τις περιοχές που θεωρούνταν τότε πολιτισμένες. Με την κίνησή του αυτή υπερέβη τα γεωγραφικά όρια στα οποία κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο και έτσι η νέα θρησκεία μπόρεσε σταδιακά να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.

Κατά τη μεταποστολική εποχή η νέα θρησκεία συνεχίζει να εξαπλώνεται σταθερά, ενώ αρχίζει να υποχωρεί η πίστη ότι θα ερχόταν σύντομα η επιστροφή του Χριστού. Η απομάκρυνση από αυτήν την πίστη οδηγεί τους χριστιανούς σε μία νέα αυτοσυνείδηση και συναίσθηση του ιστορικού τους ρόλου. Παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των χριστιανικών κοινοτήτων αλλάζει το οργανωτικό τους σχήμα. Ενώ αρχικά ήταν μικρές και με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους, με την πάροδο του χρόνου η οργάνωση γίνεται πιο σφικτή και εξειδικευμένη. Σε κάθε κοινότητα επιστατεί ένας επίσκοπος, αλλά ο προσηλυτισμός είναι έργο του καθενός, αν όχι ενεργά τουλάχιστον παθητικά με το προσωπικό του παράδειγμα.

Ιδιαίτερα στην αρχή η νέα θρησκεία διαδίδεται κυρίως στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεδομένου ότι το μήνυμα της συναδέλφωσης και της δικαιοσύνης βρίσκει εύλογα εκεί τη μεγαλύτερη απήχηση. Ενδεικτικά, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι σκλάβοι, αφού οι χριστιανοί τους αντιμετωπίζουν ως ισότιμους αδελφούς και όχι ως αντικείμενα με εμπορική μόνο αξία, όπως οι άλλοι.

Για τον ίδιο λόγο της ισότητας έλκονται επίσης οι γυναίκες στη νέα θρησκεία. Αυτή η ισοτιμία των γυναικών όμως δεν κρατάει για πολύ, καθότι οι καθιερωμένοι ρόλοι είναι πολύ βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση των ανθρώπων, όπως βλέπουμε από την επιστολή του Παύλου προς τους Κορίνθιους, ο οποίος εκφράζει πολλές φορές μία συντηρητική ιουδαϊκή παράδοση.

Από το 2ο αι. μ.Χ., καθώς έχουν φύγει οι γενεές που είχαν άμεση επαφή με το Χριστό ή τους μαθητές του, εμφανίζονται όλο και περισσότερες αιρετικές ομάδες, προερχόμενες κυρίως από το χώρο του γνωστικισμού.

Ωστόσο η εμφάνιση των αιρετικών ομάδων συμβάλλει στο να διεξαχθούν έντονες θεολογικές συζητήσεις, ούτως ώστε αποκρυσταλλώνεται το πιστεύω και αυξάνεται η συνοχή της κοινότητας των πιστών. Η ενωτική αυτή τάση ενισχύεται ακόμη περισσότερο λόγω των συστηματικών διωγμών κατά των χριστιανών, ιδίως τον 3ο αι. μ.Χ. που θεωρείται ο αιώνας των μαρτύρων. Η πίστη των χριστιανών είναι τόσο ζωντανή και με τέτοια ακτινοβολία, που τελικά οι διωγμοί βοηθούν πολλές φορές να πυκνώσουν οι γραμμές τους.

Στη μεταποστολική εποχή αρχίζει να γίνεται ο διαχωρισμός των λειτουργημάτων στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας (εκκλησίας) και η σύσταση κανόνων λειτουργίας.

Περίπου το 200 μ.Χ. ο χριστιανισμός ανακηρύσσεται πρώτη φορά επίσημη θρησκεία του κράτους σε ένα μικρασιατικό κρατίδιο. Αυτό γίνεται στην Οσροένη, ένα μικρό, υποτελές στους Ρωμαίους κράτος, με πρωτεύουσα την Έδεσσα, επί βασιλέως Άβγαρου Η΄. * Τον 3ο αι. μ.Χ. ο χριστιανισμός έχει πλέον επεκταθεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αποτελεί την ανερχόμενη θρησκεία

*Σ.τ.μ. : Για την προϊστορία αυτού του γεγονότος βλ. το βιβλίο του Γ. Λόρμπερ με τίτλο Η Αλληλογραφία του Ιησού με το Βασιλιά Άβγαρο εκδόσεις Πύρινος Κόσμος

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ (Π.Θ.) ΚΕΦ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»

Η ζωή στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες

Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. το να ανήκει κάποιος σε μία χριστιανική κοινότητα ήταν μία ιδιαίτερη απόφαση που συνεπαγόταν συγκεκριμένες συνειδητές επιλογές στη ζωή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ηθικής εμπνέονταν από την επί του Όρους Ομιλία. Συγχρόνως όμως είχαν αφομοιωθεί από την αρχαιοελληνική και την εβραϊκή ηθική στοιχεία που θεωρήθηκαν συγγενή με το χριστιανικό πνεύμα.

Οι βιβλικές επιστολές σε πολλά σημεία μαρτυρούν το υψηλό ήθος που επιδιώκουν ή και χαρακτηρίζει τους πρώτους χριστιανούς, πράγμα που τους δημιουργεί προβλήματα με τον αλλόθρησκο περίγυρο στην καθημερινή τριβή. Όποιος σε μια στιγμή αδυναμίας παρεκκλίνει από το σωστό δρόμο, οφείλει να υποβληθεί σε μία αυστηρή περίοδο μετάνοιας προκειμένου να του επιτραπεί να μείνει στην «κοινότητα των αγίων», όπως αυτοαποκαλούνται οι πρώτοι χριστιανοί, πράγμα που δείχνει τις μεγάλες απαιτήσεις που είχαν από τον εαυτό τους.

Αυτές οι αυστηρές ηθικές απαιτήσεις χαλαρώνουν προοδευτικά στη διάρκεια του 3ου αιώνα, όπου οι εκκλησίες αντιλαμβάνονται ότι η αποστολή τους είναι να προσφέρουν το μήνυμα της σωτηρίας στους αμαρτωλούς. Ωστόσο το ήθος παραμένει υψηλό και γι’ αυτό π.χ. δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να ασκήσουν ορισμένα επαγγέλματα. Επιπλέον οι σχέσεις μεταξύ των μελών μίας εκκλησίας ή μεταξύ των εκκλησιών χαρακτηρίζονται από παραδειγματική αλληλεγγύη.

Παρά τους στενούς δεσμούς μεταξύ τους, φροντίζουν ωστόσο να μην αποκοπούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Έτσι διαφυλάχτηκαν από το σεκταριστικό πνεύμα και την αυταρέσκεια που χαρακτηρίζουν συχνά μειονότητες που έχουν τη συναίσθηση ότι ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Χριστός δεν είχε εφαρμόσει κανένα σχήμα οργάνωσης των πιστών του. Οι σχετικές οδηγίες που έδωσε στους μαθητές του θα μας απασχολήσουν αργότερα. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να προκύπτουν ποικίλες μορφές χαλαρής οργάνωσης, καταρχάς ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και αργότερα όλο και πιο ομοιογενείς.

Τους πρώτους χρόνους η οργάνωση ακολουθεί δύο μοντέλα, όπως μπορούμε να δούμε στην Καινή Διαθήκη. Το ένα οργανωτικό σχήμα βασίζεται σε μία ηγεσία που αποτελείται από τους πρεσβύτερους της τοπικής εκκλησίας. Ένα τέτοιο σχήμα διαθέτει η εκκλησία της Ιερουσαλήμ και εκείνες στις οποίες απευθύνεται η επιστολή του Ιακώβου και η πρώτη του Πέτρου.

Το δεύτερο σχήμα είναι χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που ίδρυσε ο Παύλος. Το σχήμα εδώ είναι το χαρισματικό, καθώς βασίζεται στην πεποίθηση των πρώτων χριστιανών ότι έχουν λάβει όλοι ελεύθερα την κλήση από το Άγιο Πνεύμα να συναποτελέσουν το σώμα του Χριστού ως κοινότητα των πιστών. Μέσα σε αυτήν ο καθένας έχει μία ορισμένη λειτουργία που εξυπηρετεί το κοινό καλό. Ενδεικτικά η α΄ επιστολή προς τους Κορίνθιους αναφέρει μία σειρά από λειτουργήματα όπως της προφητείας, της θεραπείας, της διδασκαλίας κ.λπ. που κατανέμει ο Θεός στο σύνολο των πιστών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτόν τον κατάλογο των χαρισμάτων η ηγεσία της εκκλησίας είναι ένα από τα τελευταία που αναφέρονται και συνεπώς λιγότερο σημαντική.

(ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΕΦ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»

Όμως με την πάροδο του χρόνου, καθώς υποχωρεί το αρχικό πνεύμα ισότιμης συμμετοχής κι αγάπης, στις εκκλησίες επικρατούν ηγετικές ομάδες, των οποίων οι διδασκαλίες – είτε σωστές είτε όχι – πρέπει να γίνουν από όλους αποδεκτές.

Ποια είναι καθολική εκκλησία;

Μετά την Πεντηκοστή το ευαγγέλιο διαδόθηκε με ταχείς ρυθμούς. Παρά τους διωγμούς και το μαρτύριο πολλών, αμέτρητοι πιστοί αισθάνονταν την έλξη του χαρμόσυνου μηνύματος και την αδελφική αγάπη μεταξύ τους.

Στην επιστολή του προς τους Κορινθίους, ο Παύλος τους εξηγεί ότι όλοι αποτελούν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, όπου κάθε μέλος είναι απαραίτητο και μάλιστα όσο πιο ασήμαντο τόσο πιο σημαντικό ρόλο παίζει στον οργανισμό της εκκλησίας, δηλ. της κοινότητας των πιστών (Προς Κορ. Α΄ 12, 12-81).

Την εννοιολογική παραβολή για τον αμπελώνα του Κυρίου την εξηγεί ο Ιππόλυτος τον 3ο αιώνα, σε μια εποχή διωγμών, δίνοντας την εικόνα μίας επίγειας και μίας ουράνιας εκκλησίας που συναποτελούν ένα σώμα στον «τρύγο».

«Ο πνευματικός οίνος ήταν ο Σωτήρας μας. Οι κληματσίδες και τα κλαδιά είναι οι άγιοι, αυτοί που τον πιστεύουν. Τα σταφύλια είναι οι μάρτυρες, οι οινοπαραγωγοί είναι οι άγγελοι… το πατητήρι είναι η εκκλησία και ο οίνος είναι η δύναμη του Αγίου Πνεύματος».

Για τους πρώτους χριστιανούς, η εκκλησία, ο πνευματικός οργανισμός όπου ανήκαν, ήταν «καθολική», δηλ. συμπεριλάμβανε τους πάντες. Η «καθολική πίστη» ήταν συνεπώς η πίστη του συνόλου των πιστών τους πρώτους τρεις αιώνες. Η πρώτη φορά που απαντά σε γραπτό κείμενο είναι στις αρχές του 2ου αιώνα από τον Ιγνάτιο που γράφει: «Όπου είναι ο Ιησούς Χριστός, εκεί είναι η «καθολική εκκλησία».

Έτσι και σήμερα όχι μόνον η ρωμαιοκαθολική, οι περισσότερες χριστιανικές ομολογίες υποστηρίζουν ότι πρεσβεύουν την καθολική πίστη, δηλ. την πίστη της ενιαίας εκκλησίας της αποστολικής εποχής. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρώτης είναι ότι θεωρεί τον πάπα, τον επίσκοπο Ρώμης, ως τον επίγειο αντιπρόσωπο του Χριστού.

Όμως δεν αυτοχαρακτηρίζεται ως εκκλησία της Ρώμης, αλλά ως καθολική, επιδιώκοντας την αναγνώρισή της ως μία, αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

Χωρίς μεροληψία ή εμπάθεια, αξίζει να ασχοληθεί κανείς κάπως εκτενέστερα με τα πεπραγμένα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας εν είδει παραδείγματος, για να διαπιστώσει πώς ο ανθρώπινος παράγοντας αλλοίωσε την αρχική αποκάλυψη του Θεού λόγω της αρχομανίας και του υλισμού των ανθρώπων. Τα ανάλογα έχουν συμβεί ανέκαθεν σε κάθε δόγμα και σε κάθε θρησκεία.

Και πάλι θα δοθεί πρώτα ο λόγος στον Γκλάζεναπ : «Κατά τον Ματθαίο (16,18 κ.λπ.), ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα Πέτρο: “Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μοι την Εκκλησίαν, και πύλαι Άδου, ου κατισχύσωσιν Αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ο εάν δέσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς”, και κατά τον Ιωάννην (21,15 κ.λπ.), ο Ιησούς μετά την Ανάστασή Του ερώτησε τρεις φορές τον Πέτρο: “Αγαπάς με”; Με την καταφατική απάντηση του Πέτρου του είπε: “Ποίμαινε τα πρόβατά μου”. Φυσικά σ’ αυτούς τους δύο λόγους του Κυρίου, δεν γίνεται λόγος παρά για τον Πέτρο μόνο και όχι για τους διαδόχους του, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί το τέλος του κόσμου και την επιστροφή του Χριστού τα θεωρούσαν σαν πολύ κοντινά. Ο λόγος του Ματθαίου (16,18 κ.λπ.) έχει εξ άλλου τους αντίστοιχούς του στον Ματθαίο (18,18) και στον Ιωάννη (20,23) όπου η δύναμη του «δεσμείν και λύειν» δεν αναφέρεται πια αποκλειστικά στον Πέτρο, αλλά ακόμη και σε όλους τους μαθητές. Όπως κι αν έχει το πράγμα αυτά τα δύο βιβλικά εδάφια, μαζί με την μη εξακριβωμένη ιστορικά βεβαίωση, που σύμφωνα μ’ αυτήν ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, ήταν αρκετά για να εδραιωθεί σ’ αυτήν το πριμάτο του Πάπα.

Στους αρχαίους καιρούς, η θέση του Πάπα σαν αντιπροσώπου του Χριστού στη γη, ήταν αντιληπτή με το νόημα ότι οι Απόστολοι και από αυτούς οι διάδοχοί τους, οι επίσκοποι είχαν πάρει το αξίωμα του κλειδοκράτορος και το σύνολο των επισκόπων, συγκεντρωμένων σε Σύνοδο αποτελούσε την υπέρτατη Εκκλησιαστική Αρχή που έπρεπε να πάρει όλες τις αποφάσεις που είχαν δογματική ή νομοθετική χροιά. Κατά συνέπειαν ο Πάπας δεν ήταν αλάνθαστος, παρά σε πλήρη συμφωνία με όλη την Εκκλησία. Η σύνοδος του Βατικανού διεκήρυξε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα που σύμφωνα μ’ αυτό «ο Πάπας όταν διακηρύσσει από Καθέδρας μια δοξασία που αφορά την πίστη και την ηθική, κατέχει αυτό το αλάνθαστο που ο θείος Λυτρωτής ήθελε να κατέχει η Εκκλησία Του, και πως παρόμοιες δηλώσεις του Πάπα, είναι αμετάκλητες από μόνες τους και δίχως την συγκατάβαση της Εκκλησίας».

Ο μελλοντικός σκοπός της ρωμαϊκής Εκκλησίας είναι η ένωση ολόκληρης της ανθρωπότητας κάτω από την αιγίδα της. Εκτός από τον προσηλυτισμό μεμονωμένων ατόμων, προσπαθεί να επιτύχει αυτό το ιδανικό με την ενσωμάτωση των Εκκλησιών που έμειναν μέχρι τώρα ανεξάρτητες».

Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία στηρίζει τις αξιώσεις της για τα πρωτεία στο στίχο 16,18 του Ματθαίου. Ωστόσο μέχρι την εποχή του πάπα Γρηγόριου του Μεγάλου που πέθανε το 604 μ.Χ. όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ερμήνευαν έτσι το στίχο. Γεγονός είναι ότι από όλους τους Πατέρες που ασχολήθηκαν με την εξήγηση του στίχου, κανένας δεν την συνέδεε με κάποια υποτιθέμενα πρωτεία της Ρώμης.

Ούτε ο Κυπριανός ούτε ο Ωριγένης ούτε ο Κύριλλος ούτε ο Ιλάριος ούτε ο Χρισόστομος ούτε ο Αυγουστίνος ούτε ο Αμβρόσιος, για να αναφέρουμε τους επιφανέστερους. Όλοι οι Πατέρες συμφωνούν ότι η πέτρα του ευαγγελικού στίχου δεν είναι ο Πέτρος προσωπικά, αλλά η πίστη του που ήταν γερή σαν βράχος ή κατ’ επέκταση ο ίδιος ο Χριστός. Όλες οι σύνοδοι από της Νίκαιας τον 4ο αιώνα μέχρι της Κωνσταντίας τον 15ο αιώνα, συμφωνούν ότι μόνο ο Χριστός αποτελεί το θεμέλιο, δηλαδή τον ακρογωνιαίο λίθο της εκκλησίας.

Καταξιωμένοι καθολικοί θεολόγοι όπως ο Ignaz von Doellinger και ο Peter de Rosa παρατηρούν ότι με βάση τα πατερικά κείμενα η πρώιμη εκκλησία δεν θεωρούσε τον Πέτρο επίσκοπο Ρώμης και άρα ούτε θεωρούσε τον κάθε επίσκοπο της Ρώμης διάδοχο του Πέτρου. O Peter de Rosa γράφει επιλέξει: «Τα ευαγγέλια δεν ίδρυσαν το θεσμό του παπισμού. Ο παπισμός στηρίχτηκε στα ευαγγέλια [μολονότι σε αυτά δεν υπήρχε καμία τέτοια αναφορά] αφότου παγιώθηκε».

Επίσης από τους νεοαποκαλυπτικούς συγγραφείς Λόρμπερ και Ντούντε είναι γνωστό ότι ο Πέτρος δεν πέθανε στη Ρώμη. Μάλιστα στον Λόρμπερ διαβάζουμε ότι σκοτώθηκε στη Βαβυλώνα, τη σημερινή Βαγδάτη, σε ενέδρα του ειδωλολατρικού ιερατείου (ΜΕΙ Χ 161,5 κ.εξ.).

Στην Ντούντε έχουν δοθεί επανειλημμένα εξηγήσεις για το τι εννοούσε ο Ιησούς μιλώντας έτσι στον Πέτρο και μερικά αποσπάσματα ακολουθούν: «Διαβάστε τη Βίβλο και θα διαπιστώσετε πως το Πνεύμα της Αλήθειας έχει εκτοπιστεί ολοφάνερα.

Όταν ο Ιησούς περπατούσε στη γη, μιλούσε για τη Βασιλεία του Θεού, για μία Βασιλεία που δεν είναι τούτου του κόσμου. Δεν μίλησε για καμία εγκόσμια εξουσία, ούτε μίλησε για μία εκκλησιαστική εξουσία, ούτε για μία οργάνωση. Ούτε μίλησε για άνδρες οι οποίοι θα έπρεπε στη θέση του Θεού να διοικήσουν την Κοινότητά του. Αυτός είπε μόνο στους μαθητές του: «Πηγαίνετε και διδάξετε όλα τα έθνη». Τους ανέθεσε την αποστολή να φέρουν στους ανθρώπους τη διδασκαλία του για την αγάπη και τους υποσχέθηκε να τους βοηθάει, εφόσον θα έμεναν πιστοί στο Πνεύμα του.

Γιατί αφού δίδασκαν την Αγάπη, έπρεπε και οι ίδιοι να ζουν με αγάπη και συνεπώς ο Ίδιος ο Θεός, ο οποίος είναι η Αγάπη, ήταν μαζί τους. Όπου όμως εξουσιάζει η αγάπη, κάθε άρχουσα εξουσία είναι αχρείαστη, όπου κυριαρχεί η αγάπη ο ένας υπηρετεί τον άλλον, και όπου κυριαρχεί η αγάπη εκεί είναι οι εντολές περιττές, εκτός από την εντολή της αγάπης που πρέπει να κηρύσσεται στους ανθρώπους, γιατί την έδωσε ο Ίδιος ο Θεός. Ό,τι διδάσκει την Αγάπη ανταποκρίνεται στη Θεία Βούληση, οι υπόλοιπες όμως εντολές που έχουν προστεθεί δεν είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, διότι η έκδοση εντολών προϋποθέτει κάποιον που άρχει και εξουσιάζει». (Βλ. επίσης Ιωαν. 13,4-16)

(ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ (Π.Θ.)

Άλλωστε στις πρώτες εκκλησίες τα απαιτούμενα προσόντα ενός επισκόπου δεν είναι διαφορετικά από εκείνα του κάθε χριστιανού, δηλαδή να είναι ηθικός, φιλόξενος, μονογαμικό κ.λπ. (Προς Τιμοθ. Α΄ 3,2-7 και Προς Τίτο 1,7-9). Το βασικότερο καθήκον του είναι να καθοδηγεί στη σωστή πίστη και να φροντίζει την εικόνα της εκκλησίας προς τα έξω.

Ενώ στις αρχές του 2ου αι. οι ηγεσίες των εκκλησιών είναι συνήθως πολυκέφαλες και έχουν διάφορες μορφές, από τα μισά του ίδιου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο ενός μοναδικού επισκόπου, κυρίως στη Μ. Ασία.

Μία πρώτη μαρτυρία γι’ αυτήν την τάση μας δίνει ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας ήδη γύρω στο 115 μ.Χ., ο οποίος χαρακτηρίζει τον επίσκοπο εκπρόσωπο και εικόνα του Θεού επί γης.

Αντίθετα της εκκλησίας της Ρώμης ηγείται ένα συμβούλιο. Ο Κλήμης της Ρώμης είναι ο πρώτος που πρεσβεύει την αντίληψη ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι απευθείας διάδοχοι των αποστόλων.

Ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει μία κάθετη οργάνωση με μία κεντρική διοίκηση. Απλώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ιερουσαλήμ ως μητρική εκκλησία έχει μία ορισμένη πρωτοκαθεδρία.

Το 2ο και ιδίως τον 3ο αιώνα σχηματίζονται οι εκκλησιαστικές επαρχίες. Στην Ανατολή ο επίσκοπος της εκάστοτε πρωτοϊδρυθείσας εκκλησίας ηγείται όλων των άλλων εκκλησιών της ίδιας επαρχίας που ιδρύθηκαν στη συνέχεια. Στη Δύση, η εκκλησία της Ρώμης προεξάρχει όλων των άλλων στην ιταλική χερσόνησο, αυτή της Καρχηδόνας προΐσταται σε όλη την Αφρική.

Ομοίως η επιρροή της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της επαρχίας όπου είναι πρωτεύουσες. Πάνω σε αυτήν τη βάση σχηματίστηκαν αργότερα τα επιμέρους πατριαρχεία.

Τον 3ο αιώνα, καθώς οι εκκλησίες στην επαρχία πληθαίνουν, οι πρεσβύτεροι, αντί απλώς για το συμβουλευτικό ρόλο που είχαν ως τότε, αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερα ποιμαντορικά καθήκοντα και έτσι διαμορφώνονται σταδιακά οι πρώτες ενορίες. Ωστόσο οι πρεσβύτεροι είναι ακόμη αυτοσυντήρητοι, ενώ επίσκοποι και διάκονοι πληρώνονται από το ταμείο της εκκλησίας για να ζήσουν και έτσι ασχολούνται αποκλειστικά με τα συναφή καθήκοντα. Οι διάκονοι μάλιστα, που τότε ήταν ανώτεροι των πρεσβυτέρων, διοικούν τα οικονομικά της εκκλησίας, τα οποία τον 3ο αιώνα αυξήθηκαν θεαματικά. Συγχρόνως όμως αυξάνεται η επιρροή των πρεσβυτέρων, καθώς διευρύνονται τα ποιμαντορικά και τελετουργικά καθήκοντά τους.

Έτσι πραγματοποιείται προοδευτικά ο διαχωρισμός μεταξύ λαού και κλήρου, όπως φαίνεται μεταξύ άλλων και από την εκλογή των επισκόπων∙ ενώ αρχικά γινόταν από τη σύναξη των πιστών, από τον 3ο αιώνα και ύστερα έγκειται στη δικαιοδοσία των πρεσβύτερων και των άλλων επισκόπων της περιοχής.

Ο λαός απλώς παρίσταται και επικροτεί. Έτσι ενώ το σύνολο των πιστών στην α΄ επιστολή του Πέτρου 2,9 και στην Αποκάλυψη 1,6 αποκαλείται «εκλεκτό γένος και βασιλικό ιερατείο», σταδιακά επέρχεται ο χωρισμός σε ποίμνιο και ποιμένες.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

Οι διωγμοί των χριστιανών και η ιστορική στροφή του Μ. Κωνσταντίνου

Αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη δοκιμασία του χριστιανικού κόσμου αλλά και το εντυπωσιακότερο κεφάλαιο στη δισχιλιετή ιστορία του υπήρξε η περίοδος των διωγμών.

Οι διασωθείσες γραπτές μαρτυρίες είναι λιγοστές και όχι ακριβείς, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι δεν είναι γνωστό πόσοι χριστιανοί έπεσαν θύμα και σε ποια μέρη της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η έναρξη των διωγμών χρονολογείται στην εποχή του Νέρωνα με το κάψιμο της Ρώμης το 64 μ.Χ. και η λήξη επί Μ. Κωνσταντίνου (306-337).

Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αρχικά αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα τους χριστιανούς, ενώ μόνο οι Ιουδαίοι είχαν εχθρική στάση απέναντί τους. Είναι πάντως γεγονός ότι ο χριστιανισμός διώχθηκε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη θρησκευτική μειονότητα της εποχής. Αφορμή υπήρξε η συστηματική άρνηση των χριστιανών να συμμετέχουν στη λατρεία των θεών, του αυτοκράτορα και της Ρώμης. Στα μάτια των Ρωμαίων η άρνηση προκαλούσε τη μήνι των θεών και συνεπώς διακύβευε την ειρήνη και την ευημερία του κράτους. Έτσι διαδόθηκε η φήμη ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε στασιαστικό κίνημα κατά του αυτοκράτορα και του κράτους. Ιδίως σε περιόδους φυσικών ή άλλων καταστροφών σημειωνόταν έξαρση των διωγμών ή και μεμονωμένα περιστατικά λυντσαρίσματος των χριστιανών που θεωρούνταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά. Επιπλέον η αυστηρότητα των ηθών τους και ο κοινός βίος αγάπης τους έκανε να ξεχωρίζουν και να προκαλούν την καχυποψία των αρχών.

Η αναστροφή του κλίματος αυτού ήρθε με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με ένα θρύλο ο Caius Flavius Constantinus πριν από μία αποφαστιστική μάχη είχε ένα όραμα όπου είδε το σταυρό στον ουρανό και άκουσε μία φωνή που του έλεγε : «Εν τούτω νίκα!»

Μετά τη νίκη του επί του αντιπάλου του αυτοκράτορα Μαξεντίου το 312 μ.Χ. προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό. Στη συνέχεια πολλοί άλλοι αυτοκράτορες μεταπήδησαν στο χριστιανισμό και έτσι αναδείχτηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Κωνσταντίνος με το έδικτο του Μιλάνου καθιέρωσε ήδη το 313 την ανεξιθρησκία και την ισότητα των θρησκειών.

Έκτοτε άρχισε η αντιστροφή των όρων. Ενώ προηγουμένως ήταν διακινδυνευμένο και θαρραλέο να δηλώσει κάποιος χριστιανός, τώρα συρρέουν στην εκκλησία πολλοί συνοδοιπόροι που ακολουθούν το συρμό.

Εύλογα έπεσε τότε το επίπεδο της πνευματικότητας και των ηθικών απαιτήσεων μέσα στο πλήρωμα. Συγχρόνως, ενώ οι ειδωλολατρικές θρησκείες ανέχονταν κάθε άλλη δίπλα τους, αφού πρέσβευαν έτσι κι αλλιώς την πολυθεΐα, η χριστιανική εκκλησία απαιτούσε να έχει το μονοπώλιο στο κράτος.

Έτσι δυστυχώς δεν περιορίστηκε στο να οριοθετηθεί απέναντι στις άλλες θρησκείες προβάλλοντας την πίστη της στον έναν Θεό. Όλο και πιο συχνά τα πλήθη προέβαιναν σε πράξεις βίας, βανδαλισμού και κατέστρεφαν ειδωλολατρικούς ναούς. Όποιος ήταν μέχρι πρότινος εθνικός, θεωρούσε καθήκον του να συμμετάσχει σε τέτοιους βανδαλισμούς για να αποδείξει τη μεταστροφή του.

Η αναγνώριση της εκκλησίας από το κράτος της απέφερε πολλά ανώριμα νέα μέλη. Επιπλέον απέκτησε μία μεγάλη εξουσία και ισχύ, που ασφαλώς δεν ταίριαζε με τις επιταγές και τα ιδεώδη του απλού Ναζωραίου, και ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με τα κοσμικά πράγματα. Ως παρεπόμενο της σύνδεσής της με την κρατική εξουσία η εκκλησία άρχισε να έχει πρόσβαση σε τομείς του πολιτισμού όπως η εκπαίδευση και η επιστήμη και να τους συνδιαμορφώνει καθοριστικά.

Ενώ ο Κωνσταντίνος επεφύλαξε μία προνομιακή μεταχείριση για τη χριστιανική εκκλησία διατηρώντας παράλληλα την ανεξιθρησκία, οι διάδοχοί του δεν κράτησαν μία τέτοια ισορροπία. Το 341 μ.Χ. απαγορεύονται επί ποινή θανάτου οι θυσίες και η δεισιδαιμονία, μία κατηγορία που μέχρι πρότινος στρεφόταν κατά των χριστιανών. Το 346 επιβάλλεται σε όλη την επικράτεια το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών.

Σταδιακά οι πρώην διωκόμενοι μετατρέπονται σε διώκτες. Τελικά με το έδικτο του 380 μ.Χ. σηματοδοτείται το τέλος των θρησκευτικών ελευθεριών για τους μη χριστιανούς. Η εκκλησία ανακηρύσσεται σε εκκλησία του κράτους και ταυτόχρονα ορίζεται ότι η μόνη έγκυρη εκδοχή του δόγματος είναι εκείνη που εκπροσωπεί ο επίσκοπος της Ρώμης. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να είναι κάποιος χριστιανός, αλλά πρέπει και να ακολουθεί την εκκλησιαστική γραμμή. Παρεκκλίσεις από αυτήν τη γραμμή, όπως και η αλλοθρησκία, τιμωρούνται ως εγκλήματα κατά του κράτους. Το 385 μ.Χ. λαμβάνει χώρα η πρώτη εκτέλεση “αιρετικού” χριστιανού στην Τριρ της Γερμανίας, γεγονός που σύμφωνα με τον Walter Nigg αποδεικνύει ότι η Ιερά Εξέταση είχε πολύ παλιές ρίζες.

Η συνέπεια του θρησκευτικού εδίκτου του 380 μ.Χ. ήταν να εξαφανιστεί μέσα σε λίγο καιρό η επίσημη ειδωλολατρία, ενώ καταστράφηκαν σημαντικοί ναοί και καλλιτεχνήματα.

«Οι πρώτοι μεταχριστιανικοί αιώνες χαρακτηρίζονται από τη βαθμιαία επικράτηση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας που υπέθαλψε το αυτοκρατορικό πρόγραμμα συγκεντρωτισμού της εξουσίας και ταύτισής της αρχικά με τον παγανισμό και στη συνέχεια με τη χριστιανική πίστη προκειμένου να υποστυλωθεί η κλονιζόμενη δομή του ρωμαϊκού κράτους.

Αυτή η μετάβαση από τον κλασικό κόσμο στον μετακλασικό, συντελείται σε μιαν ατμόσφαιρα σημαδεμένη από αγριότητα και αναλγησία». Κατεδαφίσεις εμβληματικών ναών, όπως του Βήλου στην Απάμεια, του Σεραπείου στην Αλεξάνδρεια ή του Μαρνείου στη Γάζα, πήραν τη μορφή επιδρομών, οι οποίες με τη σειρά τους συνάντησαν αντίσταση διόλου αμηλητέα. Η γλώσσα του εκκλησιαστικού ιστορικού Θεοδώρητου Κύρρου, ο οποίος γράφει τον 5ο μ.Χ. αιώνα για την καταστροφή του του Βήλου το 389, είναι χαρακτηριστική: ο επίσκοπος Απάμειας Μαρκέλλος ήταν ο πρώτος «όπλω τω νόμω χρησάμενος» για να εξαλείψει τους ειδωλολατρικούς ναούς της πόλης. Η θρησκεία αποβαίνει πλέον το καθοριστικό κριτήριο της προσωπικής ταυτότητας και η θεολογική αλήθεια που την ορίζει αποκτά αποκλειστικό χαρακτήρα. Απόρροια των παραπάνω, το κλίμα της διάχυτης μισαλλοδοξίας και η βία ως πράξη στις θρησκευτικές διαμάχες». (ΒΗΜΑ 14/1/18)*

Η εκκλησία από την πλευρά της, για να δικαιολογήσει τον εναγκαλισμό της με το κράτος, άφησε να κυκλοφορήσει ο θρύλος ότι ενώ αρχικά ο Κωνσταντίνος καταδίωκε τους χριστιανούς, άλλαξε πίστη όταν τον θεράπευσε από τη λέπρα ο επίσκοπος Ρώμης Συλβέστρος.

Ο θρύλος λέει μάλιστα ότι από ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του παραχώρησε την πολιτική εξουσία επί του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας στον πάπα της Ρώμης. Έτσι πολύ αργότερα, στα μισά του 8ου αιώνα, ο πάπας Στέφανος Β΄ στηριζόμενος σε αυτόν το θρύλο, παρουσίασε ένα ψεύτικο έγγραφο που υποτίθεται ότι αποδείκνυε αυτήν την παραχώρηση εξουσίας που έμεινε γνωστή ως «κωνσταντίνεια δωρεά».

Τα πρώτα βήματα της χριστιανικής θεολογίας

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το τι ακριβώς δίδασκαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι. Ένα είναι βέβαιο, όπως συνάγεται από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ότι η διδασκαλία τους περιστρεφόταν γύρω από το απολυτρωτικό έργο, το θάνατο, την ανάσταση και τη μελλοντική επιστροφή του Χριστού. Εύλογα είχαν να αντιμετωπίσουν τη βασική ερώτηση: «Ποιος είναι αυτός ο Ιησούς και τι διδάσκει;» Βλέπουμε ότι στα ευαγγέλια και ιδίως στις επιστολές του Παύλου καταβάλλεται προσπάθεια να απαντηθεί με σύστημα και σφαιρικότητα αυτό το ερώτημα. Είναι αναγκαίο να δοθούν σύνθετες απαντήσεις προκειμένου να διδαχθούν τόσο οι εκχριστανισμένοι Ιουδαίοι όσο και οι εθνικοί.

Ιδιαίτερα ο Παύλος ανέπτυξε μία ιδιάζουσα θεολογία προσαρμοσμένη στις εκάστοτε τοπικές ιδιομορφίες και ανάγκες. Πρέπει να σκεφτούμε ότι κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές δοξασίες, απόψεις και εκδοχές της διδασκαλίας∙ στις νεοσύστατες κοινότητες υπήρχε ένας πληθωρισμός και πλουραλισμός ιδεών. Στο πλαίσιο αυτό της ζύμωσης των διιστάμενων απόψεων διεξαγόταν έντονη συζήτηση για το ποια ήταν σωστή και ποια όχι. Ωστόσο δεν υπήρχε εξαρχής ένα κοινά αποδεκτό κριτήριο ή μία αρχή που να αποφάσιζε το ορθό ή όχι μίας άποψης.

Ήδη οι απόστολοι είχαν διαφορετικές απόψεις, όπως διαβάζουμε λ.χ. στην επιστολή προς τους Γαλάτας 2,11. Επίσης στις περισσότερες επιστολές γίνεται κριτική σε λανθασμένες διδασκαλίες και αντιλήψεις που αναφύονται σχεδόν σε κάθε εκκλησία. Αυτό είναι λογικό καθόσον οι νέοι πιστοί προέρχονται από ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και φέρνουν μαζί τους διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις στη νεοσύστατη θρησκεία.

Έτσι ανάλογα με το τι είναι από πολιτισμική άποψη ο περίγυρος της κάθε εκκλησίας διαμορφώνει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ελληνιστικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από την ελληνική και τη ρωμαϊκή φιλοσοφία και βιοσοφία. Επίσης η τριβή με το γνωστικισμό συνεπιφέρει άλλου είδους αντιπαραθέσεις και επιδράσεις. Ως επακόλουθο οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες δεν παρουσιάζουν ιδεολογική ομοιογένεια. Σε αντιστάθμισμα ωστόσο υπάρχει πολύ έντονο συναίσθημα ότι όλοι είναι αδελφοί, ενωμένοι στο πνεύμα του Χριστού. Όλοι ομολογούν την πίστη τους στο όνομά του, αλλά ο καθένας με το δικό του τρόπο.

Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και έριδες, πλάνες κλπ. μεταξύ τους όπως μαρτυρείτο από τις επιστολές του Παύλου (π.χ. προς Κορινθίους και από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Την περίοδο μεταξύ 90 και 160 μ.Χ. η σκυτάλη της θεολογίας παραλαμβάνεται από τους λεγόμενους αποστολικούς πατέρες, υπό την έννοια ότι έπονται της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής. Τα δικά τους κείμενα δεν θα συμπεριληφθούν αργότερα, στο τέλος του 2ου αιώνα, στο σώμα της Καινής Διαθήκης και άρα δεν έχουν κανονική ισχύ. Ωστόσο συνιστούν συνεπείς προσπάθειες των συντακτών τους να συνεχίσουν στο δρόμο που είχαν χαράξει οι ευαγγελιστές και οι επιστολογράφοι της Καινής Διαθήκης, επεξεργαζόμενοι παραλλήλως θέματα που αφορούν σε νέες καταστάσεις. Η διαφορά των αποστολικών πατέρων είναι ότι επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στην καθαρά οργανωτική πλευρά των εκκλησιαστικών καθηκόντων. Ο ενθουσιασμός των πρώτων χριστιανών έχει υποχωρήσει σημαντικά και έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πραγματισμό και την καθημερινότητα.

Το πλήρωμα των πιστών δεν εκζητά πια με τον ίδιο ζήλο τα χαρίσματα του Πνεύματος, όπως συνιστούσε ο Παύλος. Το αίτημα των καιρών είναι τώρα να υπάρχουν άξιοι λειτουργοί της εκκλησίας. Καθώς προχωρεί ο επαγγελματισμός στην εκκλησία, πρεσβύτεροι, διάκονοι και επίσκοποι κερδίζουν σε κύρος και επιρροή. Είναι η περίοδος όπου οι εκκλησίες αποκτούν οργάνωση και συνοχή χάρη στην εισαγωγή καταστατικών αρχών και τις προσπάθειες των επισκόπων τους.

Ενώ το πρωταρχικό μέλημα πολλών αποστολικών πατέρων είναι η εξωτερική, οργανωτική οχύρωση των εκκλησιών, άλλοι πατέρες επικεντρώνονται στην εσωτερική οχύρωση, πραγματευόμενοι βασικά θεολογικά ζητήματα που απασχολούν εκείνη την εποχή τους χριστιανούς.

Κυρίως είναι διάχυτη η ανάγκη να συμφωνηθεί ποια βιβλία θα πρέπει να θεωρηθούν ισότιμα με τις «Γραφές», δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Στη συνείδηση των χριστιανών πολλά πρωτοχριστιανικά κείμενα είναι ιερά, παρ’ όλο που μόνο εκείνα της Π. Διαθήκης θεωρούνται αυθεντικά. Στην πράξη παράλληλα με αυτά στις εκκλησίες διαβάζονται επίσης τα ευαγγέλια, έργα του Ερμά και του Βαρνάβα κ.ά.

Οι προτάσεις για το ποια κείμενα πρέπει να συμπεριληφθούν σε έναν γενικής αποδοχής κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι πολλές. Μία από αυτές τις προτάσεις είναι του Μαρκίωνα στα μέσα του 2ου αιώνα, που εγκρίνει μόνο το ευαγγέλιο του Λουκά και τις επιστολές του Παύλου, ενώ αποκλείει τα υπόλοιπα. Το πρόβλημα όμως με την πρόταση του Μαρκίωνα είναι ότι η αντίληψή του για τον Χριστό είναι αντίθετη με την αντίληψη που έχει διαμορφωθεί ήδη στην εκκλησία. Ως απάντηση στην κίνηση του Μαρκίωνα αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται από όλες τις εκκλησίες ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης και έτσι συγκροτείται για πρώτη φορά ένα κριτήριο χριστιανικής ορθοδοξίας πάνω στο οποίο πρέπει να συμφωνούν όλοι.

Ένα δεύτερο κοινό κριτήριο είναι η ομολογία της πίστης που έρχεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πολλών διαφορετικών ερμηνειών που δίνονται στις Γραφές.

Τέλος, άλλο ένα καθοριστικό βήμα για τη θεμελίωση της ομογνωμοσύνης είναι οι επισκοπικές σύνοδοι που συγκαλούνται από τα τέλη του 2ου αιώνα κι έπειτα για να αντιμετωπιστεί ο μοντανισμός.

Ο Μοντανός ανέπτυξε ένα ασκητικό δόγμα που αφενός απαιτούσε έναν αυστηρό χριστιανικό βίο και αφετέρου αρνιόταν τη θεσμική ιεραρχική διοίκηση της εκκλησίας, ένα δόγμα που ήταν καθ’ όλα συμβατό με τη βασική χριστική διδασκαλία. Όμως οι εκκλησίες προτίμησαν να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι τον 3ο αιώνα από τη μία πλευρά οι πιο αυστηρές πρακτικές εξαγνισμού και μετάνοιας χάνουν έδαφος, ενώ από την άλλη ενισχύεται η εξουσία και το κύρος του κλήρου. Το τελευταίο στοιχείο δείχνει την τάση της εκκλησίας προς μία πιο συγκεντρωτική και συντηρητική κατεύθυνση.

Τελικά, η μόνη αποδεκτή άποψη είναι αυτή που εκπροσωπείται από μία θεσμική, συγκεκριμένη επίσημη εκκλησία. Όλες οι άλλες απόψεις θεωρούνται αιρετικές. Κατ’ επιταγήν μάλιστα του -μετέπειτα αγίου- Αυγουστίνου οι αντιαιρετικοί νόμοι εφαρμόζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα εις βάρος των Δονατιστών, οι οποίοι απαιτούν κυρίως ένα ηθικό άμεμπτο κλήρο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκρυσταλλώνεται η θρησκευτική πίστη που έχει τις ευλογίες της εκκλησίας. Επιπλέον, αυτή η πίστη προωθείται κι από το κράτος μετά τον 4ο αιώνα, από τον Θεοδόσιο Α΄, τον πρώτο ορθόδοξο, δηλαδή έχοντα την “ορθή πίστη”, αυτοκράτορα.

Ως συνέπεια της κρατικής υποστήριξης δεν έχουν πια καμία δυνατότητα ύπαρξης οι διαφορετικές απόψεις εντός και εκτός της επίσημης εκκλησίας.

Έτσι τίθενται οι βάσεις για την Ιερά Εξέταση στο απώτερο μέλλον…

Η εξέλιξη της αρχέγονης εκκλησίας

Αρχές του 4ου αιώνα ο χριστιανισμός γίνεται επίσημα θρησκεία του κράτους. Έτσι η εκκλησία αποκτά απροσδόκητα τη δυνατότητα να έχει μείζονα λόγο στο θρησκευτικό, ηθικό και πολιτιστικό βίο της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Επιπλέον, όπως είδαμε, η ανακήρυξη σε θρησκεία του κράτους δίνει στην εκκλησία τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα ενιαίο δόγμα και να το υπερασπίσει με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας.

Την ίδια περίοδο που αρχίζουν τα πρώτα συμπτώματα διάλυσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αρχίζουν επίσης στην Ανατολή οι θεολογικές έριδες για τον Ιησού Χριστό και την Αγία Τριάδα. Οι χριστιανοί, πλήρωμα και ιεραρχία, χειροδικούν αναμεταξύ τους ερίζοντας περί της φύσης του Χριστού, σε βαθμό που καταντούν περίγελως και αντικείμενο σαρκασμού στα θέατρα των εθνικών.

Στο τέλος επιβάλλεται ένα ενιαίο δόγμα, όμως πολλές ανατολικές κοινότητες θεωρούν ότι πρόκειται για λανθασμένο συμβιβασμό μεταξύ ηγετικών κύκλων και εκκλησιαστικών κέντρων.

Από τη μία πλευρά ο μονομερής τονισμός της θεϊκής φύσης του Χριστού από τους Ανατολικούς και από την άλλη οι τάσεις τους για εθνική ανεξαρτησία, οδηγούν στην πρώτη διάσπαση της εκκλησίας. Αίγυπτος, Συρία, Αιθιοπία και Αρμενία, όπου επικρατούν οι μονοφυσυτικές εκκλησίες, είναι οι πρώτες που ανεξαρτοποιούνται από τη Ρώμη. Τα πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ αποκόπτονται από την ένωση των εκκλησιών της αυτοκρατορίας ήδη κατά τα τέλη του 5ου αιώνα. Έτσι μόνο τα πατριαρχεία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης μένουν ενωμένα, όμως μεταξύ τους υποβόσκει εξαρχής περισσότερο ή λιγότερο ανοικτά ένας ανταγωνισμός. Είναι πολυάριθμες οι προσπάθειες από την πλευρά του πάπα να χειραγωγήσει τον πατριάρχη της Νέας Ρώμης και να επιβάλλει την άποψή του σε σημαντικά θεολογικά ή εκκλησιαστικά θέματα, αλλά και για το αντίθετο υπάρχουν μαρτυρίες. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο ότι οι δύο αδελφές εκκλησίες δεν συμπεριφέρονται σαν αδελφές. Μετά τα προσωρινά σχίσματα του Ακάκιου (484-519) και του Φώτιου (867-880), τελικά το 1054 οι δύο εκκλησίες, η ελληνική και η λατινική, χωρίζουν οριστικά, ενώ τον ίδιο χρόνο ιδρύεται η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, η οποία πιστεύει ότι είναι η μόνη συνεπής και θεωρεί τη βυζαντινή συμβιβασμένη.

Μετά το σχίσμα, η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ακολουθεί το δικό της δρόμο. Τονίζει με έμφαση ότι ο Χριστός είναι η μοναδική κεφαλή και ο μόνος ποιμένας όλης της χριστιανικής εκκλησίας, η οποία από την Πεντηκοστή κι ύστερα καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα. Η Ρώμη μπορεί μεν να έχει τα πρεσβεία τιμής, όμως ούτε ο πάπας, ούτε κανένας άλλος, είναι εκπρόσωπος του Θεού επί γης.

Για την ελληνορθόδοξη εκκλησία ισχύει μόνο το τριαδικό δόγμα, όπως διαμορφώθηκε στις επτά πρώτες οικουμενικές συνόδους. Τα μεταγενέστερα δόγματα, λ.χ. για το πρωτείο του πάπα, για το καθαρτήριο και για τη Θεοτόκο, δεν τα αναγνωρίζει.

Επίσης, θεωρεί ότι διατηρεί αδιάκοπα την Αποστολική διαδοχή, καθώς δια του Αγίου Πνεύματος είναι συνδεδεμένη με την Αποστολική παράδοση.

Ένα πρόβλημα που δίχασε για πολλούς αιώνες τις εκκλησίες, ήταν η εικονομαχία. Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία και η εκκλησία υποστηρίχτηκε από τους αυτοκράτορες, η χριστιανική λατρεία μπολιάστηκε με αναρίθμητα ειδωλολατρικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να προκύψουν αναγκαστικά αντιδράσεις. Τέτοιες αντιδράσεις υπήρξαν από νωρίς ήδη, π.χ. από τη σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ. όπως και από τον Ευσέβειο Καισαρείας.

Οι διαφωνούντες τόνιζαν το ασύμβατο της χρήσης εικόνων με τη δεύτερη εντολή του μωσαϊκού Δεκαλόγου, αλλά και με την παράδοση της εκκλησίας.

Ωστόσο με τον εκχριστιανισμό ευρύτερων εθνικών μαζών μεταφυτεύτηκαν όλο και περισσότερα ειδωλολατρικά στοιχεία, ενώ τα όρια ανοχής της εκκλησίας γίνονταν όλο και πιο ελαστικά. Η ειδωλολατρική λατρεία θεών και ηρώων μεταμορφώθηκε σε λατρεία των αγίων. Τα δε «θαύματα» των «αγίων» αποδόθηκαν σύντομα και στις εικόνες τους.

Η λατρεία των εικόνων έφτασε σε σημείο τέτοιο που τον 6ο και 7ο αιώνα είχαν κατακλύσει το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν περιοριζόταν μόνο μέσα στους ναούς, αλλά συχνά πήρε διαστάσεις υπερβολής και δεισιδαιμονίας, όπως κατήγγειλαν ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες.

Παραδόξως την πρώτη απαγόρευση της προσκύνησης των εικόνων, η οποία σφράγισε τον 8ο και τον 9ο αιώνα, την επέβαλε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄, ο οποίος προηγουμένως είχε επικροτηθεί επειδή είχε διατάξει τον αναγκαστικό εκχριστιανισμό των Εβραίων.

Η απαγόρευση προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας της Ρώμης και κυρίως των μοναχών ολόκληρης της αυτοκρατορίας, οι οποίοι αντλούσαν μεγάλα χρηματικά οφέλη και επιρροή πάνω στο χριστεπώνυμο πλήθος από την εικονολατρία. Από την άλλη πλευρά οι εικονοκλάστες κινούνταν επίσης από εξουσιαστικά κίνητρα, ιδίως ελέγχου των μοναχών. Εκτός αυτού όμως υπήρχε βέβαια η θέληση να επανέλθει σε πνευματικότερες μορφές η χριστιανική λατρεία χωρίς χρήση υλικών ή απεικονιστικών μέσων, όπως υπαγόρευε η Π. Διαθήκη και οι ρήσεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και όπως ίσχυε στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ.

Οι εικονολάτρεις πάλι υποστήριζαν ότι η λατρεία αποδίδεται στο αναπαριστώμενο πρόσωπο και όχι στην εικόνα του και συνεπώς αυτό δεν αποτελεί ειδωλολατρία.

Εκτός αυτού θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός για να λυτρώσει τον άνθρωπο επέτρεπε την απεικόνισή του.

Γεγονός είναι ότι με την τελική νίκη των εικονόδουλων βγήκε κερδισμένος ο μοναχισμός καθώς ενισχύθηκε ο θεσμός του μοναχισμού και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της λατρείας.

Στο τρίτο τμήμα αυτού του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη μεταφύτευση ειδωλολατρικών πρακτικών στο χριστιανισμό, και με τη λατρεία λειψάνων και αγίων.

Ο Παπισμός

Την πρωτοχριστιανική εποχή πίστευαν ότι όλοι οι απόστολοι και όσοι τους διαδέχθηκαν στη συνέχεια ήταν εξίσου αρμόδιοι να μεταφέρουν τη διδασκαλία του Χριστού και να καθοδηγούν τους πιστούς, χωρίς διαφορές μεταξύ τους. Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα όλες οι τοπικές εκκλησίες ήταν αυτόνομες, απλώς εκείνη της Ρώμης ήταν μία από τις σημαντικότερες και πολυπληθέστερες, ο δε επίσκοπος της Ρώμης εθεωρείτο «primus inter paris», πρώτος μεταξύ ίσων. Όμως, σύντομα ο επίσκοπος της Ρώμης ισχυρίστηκε ότι είναι ο διάδοχος του αγίου Πέτρου και διεκδίκησε τα πρωτεία στη χριστιανοσύνη, πρωτεία που πραγματικά απέκτησε μετά από πολλούς αιώνες, αν και όχι τελείως.

Η αύξουσα δύναμη της εκκλησίας συνετέλεσε στην αίγλη των αξιωματούχων της, αλλά είχε και μία άλλη συνέπεια: Οι άρχοντες της εκκλησίας ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις που δεν είχαν σχέσεις με το ποιμαντορικό τους λειτούργημα και οφείλονταν σε ανίερες κοσμικές αιτίες.

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγνωρίζοντας τη χριστιανική θρησκεία την υπέταξαν στην εξουσία τους, πράγμα που χαρακτηριστικά εκδηλώθηκε και σε συνόδους με αποφάσεις επεξεργασμένες από τα παρασκήνια.

Κατά τη διάρκεια της μισής χιλιετίας που κύλησε από τη γέννηση του Σωτήρα, η εκκλησία είχε ξαναπάρει την ίδια εξωτερική μορφή, κατά της οποίας ο θεμελιωτής της είχε εξεγερθεί, και είχε διαμορφώσει έναν κλήρο του οποίου η σημασία ξεπερνούσε κατά πολύ τη σημασία του ιερατείου των Εβραίων και των ειδωλολατρών.

(ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ (Π.Θ.) ΚΕΦ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»)

Οι Νέες Αποκαλύψεις εξηγούν και συμπληρώνουν το Ευαγγέλιο

Οι περισσότερες σημερινές εκκλησίες, ομολογίες και αιρέσεις, όπως συνηθίζεται εξάλλου και στις άλλες θρησκείες, απαιτούν από τους οπαδούς τους μία απόλυτη, τυφλή πίστη στις θέσεις τους.

Οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων αναγνωρίζουν για παράδειγμα ότι το κύριο δόγμα τους, η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη βοήθεια της λογικής. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούν από όλα τα μέλη τους να δέχονται χωρίς όρους αυτό το δόγμα, το οποίο μάλιστα έχουν ανάγει σε κύριο θεμέλιο της διδασκαλίας τους. Πέρα από αυτό απαιτούν π.χ. την πίστη στο «προπατορικό αμάρτημα», στην «αιώνια ζωή της ψυχής», χωρίς να δίνουν άλλες αποδείξεις γι’ αυτά, εκτός από τα όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Πώς κρίνει όμως αυτήν τη γραπτή απόδειξη εκείνος που δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Αγία Γραφή έχει το χαρακτήρα αποκάλυψης, εκείνος που πρέπει πρώτα να του αποδειχθεί το θεόπνευστο αυτών των κειμένων; Οι Εκκλησίες δεν δίνουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους χαρακτηρίζει μεγαλύτερη κριτική διάθεση, κάποιες διαυγέστερες λογικές αιτίες για τις διάφορες διδασκαλίες τους. Την ανάγκη για πειστικές, λογικές επεξηγήσεις και εμβαθύνσεις στο Λόγο του Χριστού καλύπτουν οι νεότεροι προφήτες που είναι γνωστοί με το συλλογικό όρο Νέα Αποκάλυψη ( Ν.Α.), αν και δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Η διδασκαλία για την πίστη στα γραπτά της νέας αποκάλυψης, διαφέρει από τις εκκλησιαστικές χριστιανικές και πολλές άλλες θρησκείες στο γεγονός ότι απορρίπτει εντελώς κάθε τυφλή πίστη και προσπαθεί να κάνει σαφώς κατανοητά σε κάθε άνθρωπο όλα τα στοιχεία της πίστης, ανάλογα με την ωριμότητά του και την αντιληπτική του δυνατότητα. Δεν υπάρχει δηλαδή μυστικιστικό σκοτάδι, ούτε μυστικοπάθεια «μυημένων», δεν υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί, φωτισμένοι και κοινοί θνητοί, «εσωτερικός και εξωτερικός κύκλος», «εσωτερική» και «εξωτερική» σχολή. Αντίθετα, μέσα από τα γραπτά της νέας αποκάλυψης αποκαλύπτεται σε κάθε αναζητητή της αλήθειας όσο το δυνατόν πιο λογικά και σαφέστερα, η φύση και η δημιουργική δράση του Θεού, ο σκοπός και ο δρόμος της τελείωσης, αυτός και ο άλλος κόσμος.

Τα πολυάριθμα γραπτά της νέας αποκάλυψης που καταγράφτηκαν από τον κύριο εκπρόσωπό της, τον Γιάκομπ Λόρμπερ πραγματεύονται επίσης όλα εκείνα τα ερωτήματα για τη ζωή και την πίστη, που μέχρι την εποχή του βρίσκονταν, τόσο για τους Χριστιανούς, όσο και για τους μη Χριστιανούς, σε βαθύ σκοτάδι.

Η φύση του Θεού, τα στάδια της δημιουργίας, ο σκοπός της τελείωσης, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος προς την τελείωση σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, όλα αυτά αναλύονται βαθιά και διαφωτιστικά από το στόμα του Ιησού Χριστού, κυρίως στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αλλά και σε άλλα έργα του Λόρμπερ, ώστε ο κάθε αληθινός πνευματικός αναζητητής μπορεί να τα κατανοήσει εκ βαθέων και να πάρει ικανοποιητικές απαντήσεις.

Σύμφωνα με όσα κατέγραψε ο Λόρμπερ, οι νέες αποκαλύψεις μεταξύ άλλων αποκωδικοποιούν τα μυστικά του Ευαγγελίου. Μεταξύ άλλων αποσκοπούν στο να καθαρίσουν τη διδασκαλία του Χριστού από τις ανθρώπινες επεμβάσεις και συγχρόνως να αποκαλύψουν την πραγματική έκταση και σημασία της στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι ικανός να την καταλάβει.

Όπως γράφει ένας άλλος νεότερος μυστικός και προφήτης, ο Γκότφριντ Μαγερχόφερ, κατά θεία υπαγόρευση: «η Βίβλος διατηρήθηκε για να σας παρέχει τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη απόδειξη (ενν. υπέρ της χριστικής διδασκαλίας σ.τ.μ.), αφού σε αυτήν έχουν καταγραφεί ήδη όλα όσα θα εξελίσσονταν σταδιακά στις μεταγενέστερες εποχές».

Και ο Λόρμπερ σημειώνει : «Αυτή η μεγάλη ζωντανή δωρεά (σ.τ.μ. η νέα Αποκάλυψη) που σας δίνει η χάρη Μου προορίζεται βέβαια για να γίνει γνωστή στον (ευρύτερο) κόσμο. Τούτο θα γίνει όμως μόνο όταν ο διεφθαρμένος κόσμος αισθανθεί πάλι πείνα για τη δική Μου τροφή. Την πείνα την προετοιμάζει τώρα η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Πώς το κάνει; Με την κακή τροφή που προσφέρει, η οποία χαλάει το στομάχι της ανθρώπινης ψυχής. Ως αποτέλεσμα η ψυχή θα αποφεύγει κάθε τροφή για ένα διάστημα και έτσι αργότερα θα γνωρίσει πραγματική πείνα. Τότε, λοιπόν, θα αρπάξει με βουλιμία αυτόν τον ουράνιο άρτο που προσφέρω, για να χορτάσει με αυτόν και να μπορεί να κατακτήσει την αιώνια ζωή».

Αυτή η ώρα, λένε, έχει έρθει. Τα τελευταία χίλια εννιακόσια τόσα χρόνια η ανθρωπότητα εξελίχθηκε, ενηλικιώθηκε και χρειάζεται πλέον πιο δυναμωτική τροφή για τις πνευματικές της ανάγκες. Τα ευαγγέλια αποτελούν την πιο εξαιρετική τροφή, όμως αναφέρουν πολύ συνοπτικά τα λόγια και τα έργα του Χριστού, που κι αυτά έχουν πολλές φορές παρερμηνευτεί ή διαστρεβλωθεί.

Τελικά πολλά από αυτά που κάνει σήμερα ο οποιοσδήποτε χριστιανός πιστεύοντας ότι έτσι ακολουθεί τις οδηγίες του Χριστού έχουν πολύ λίγη σχέση με την αληθινή διδασκαλία του, πράγμα που θα διαπιστώσει ο καθένας που θα εξετάσει τις λατρευτικές απαιτήσεις της εκκλησίας του.

Γι’ αυτό μία άνωθεν απαγόρευση στον Μαγερχόφερ στα τέλη του 19ου αιώνα έλεγε: «Για να μην χαθούν όλοι οι άνθρωποι, έχω φροντίσει ώστε στο εφεξής μεμονωμένα άτομα να λαμβάνουν τη διδασκαλία και το Λόγο Μου ανόθευτα, όπως κάποτε τα έλαβαν οι μαθητές Μου. Και μάλιστα όχι καλυμμένα, όπως είχε γίνει με τους προφήτες, παρά σαφώς και κατανοητά, όπως δίδασκαν κάποτε οι μαθητές Μου τους λαούς… Πρόθεσή Μου τώρα είναι να ανοίξω τα μάτια σε εκείνους που δεν πιστεύουν και να εξηγήσω την πραγματική σημασία της Βίβλου Μου σε εκείνους που προσκολλημένοι στο γράμμα της την ερμηνεύουν μόνο κατά λέξη» .

Είναι προφανές ότι ο Θεός δεν έπαψε ούτε θα πάψει να αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και ικανότητές της. ‘Η όπως λέγεται στον Ιωάννη 14,26: «Θα σας στείλω τον Παράκλητο που θα σας διδάξει όλη την αλήθεια».

Στον Λόρμπερ μάλιστα λέγεται πως όταν μεγαλώσει κι άλλο ο γνωστικός ορίζοντας των ανθρώπων, «τότε θα δοθούν ακόμη μεγαλύτερες αποκαλύψεις και ακριβέστερες οδηγίες… Όποιος τότε δεχτεί ότι είναι αληθινή η αποκάλυψη, και την ακολουθήσει στην πράξη, θα αποκτά ολοένα διαυγέστερη γνώση και αληθινά ανεξάρτητη, ελεύθερη ζωή» (ΜΕΙ VI 204, 9-10).

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΓΙΑΚΟΜΠ ΛΟΡΜΠΕΡ

Είναι γνωστό από τα πρωτοχριστιανικά κείμενα ότι στον αρχέγονο χριστιανισμό το χάρισμα της προφητείας ήταν αυτονόητο (Προς Τιμ. Β΄ 3, 16-17). Μάλιστα ο Παύλος προέτρεπε τους Κορίνθιους να επιδιώκουν πρωτίστως το χάρισμα της προφητείας. Όπως είδαμε στην ιστορική επισκόπηση, με την πάροδο του χρόνου και με τη διαμόρφωση της ιεραρχίας, οι επίσκοποι έγιναν οι πρώτοι τη τάξει και υποσκέλισαν τα άλλα λειτουργήματα. Από εκείνη την εποχή υποστήριξαν ορισμένοι ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αποκαλύψεις του Θεού, παρ’ όλο που στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται σαφώς ότι «Θα σας διδάσκει ο ίδιος ο Θεος» και «νέοι και νέες θα έχουν θεικά όνειρα και θα προφητεύουν» μέσω του “”Εμφυτου Λόγου” (Ιακώβου 1,21). Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βάλτερ Νιγκ (Walter Nigg) αυτήν την παράλογη αντίληψη την «πρέσβευαν μόνο εκείνοι οι θεολόγοι που δικαιολογημένα φοβόντουσαν ότι το έργο των προφητών θα έφερνε άνω-κάτω τις ταξινομημένες παραγράφους τους».

Την εποχή της ενανθρώπησής του ο Χριστός δεν είχε τη δυνατότητα να πει τα πάντα στα πλήθη, γιατί δεν θα τον καταλάβαιναν εάν τους μιλούσε λ.χ. για τη γένεση και τη δομή της δημιουργίας. Η μόρφωση και η ωριμότητα των τότε ανθρώπων δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο.

Ακόμη και οι κοντινοί μαθητές του, που διδάχτηκαν πολύ βαθύτερα θέματα, συχνά είχαν δυσκολία να τα καταλάβουν, αφού δεν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Γι’ αυτόν το λόγο πολλά πράγματα τα είπε ακόμη και σε αυτούς καλυμμένα ή συμβολικά.

Από τις νέες αποκαλύψεις είναι γνωστό ότι ο Ναζωραίος είχε δώσει επανειλημμένα την οδηγία στους μαθητές του να μην δημοσιοποιήσουν ορισμένες διδασκαλίες λέγοντάς τους: «Τα πιο ιδιαίτερα θέματα δεν χρειάζεται να τα πείτε σε όλους τους ανθρώπους παρά μόνο σε εκείνους που θα σας διαδεχθούν» (ΜΕΙ VIII 77,17).

«…Ωστόσο στο απώτερο μέλλον θα αφυπνίσω εργάτες στους οποίους θα υπαγορεύσω το Λόγο Μου μέσω του πνεύματος που είναι εμφυτευμένο στην καρδιά τους. Έτσι θα τους υπαγορεύσω να γράψουν όλα όσα έγιναν και όσα δίδαξα από τότε που άρχισα να διδάσκω… επίσης αυτά που θα ακολουθήσουν στο μέλλον και πολλά άλλα ακόμη» (ΜΕΙ VIII 79, 3-4).(Βλ. Επίσης Ιω. 14,21. 21,25. Ιω. Α’ 2,27).

Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το κύριο έργο του Λόρμπερ που εξιστορεί το βίο και την πολιτεία του Ιησού Χριστού με κάθε λεπτομέρεια, σε ένα σημείο οι μαθητές ρώτησαν το Δάσκαλο για ποιο λόγο δεν τους έδινε από τότε τη διδασκαλία του αποκαλυμμένη πλήρως και ο Ιησούς απάντησε: «Θα είχα πολλά ακόμη να σας πω και να σας αποκαλύψω, αλλά δεν μπορείτε ακόμη να τα αντέξετε». (ΜΕΙ ΙΧ 90,6) (Ιω. 16,12-15)

Στη συνέχεια τους εξήγησε ότι τους δίδασκε «σαν να ήταν από μία άποψη παιδιά και ότι τότε «ήταν ακόμη ανίκανοι να φανταστούν σε ποιο βαθμό θα ανέπτυσσαν οι άνθρωποι στο μέλλον επιστήμες και τεχνολογία» (ΜΕΙ ΙΧ 90,8).

Βέβαια η μερική κάλυψη του περιεχομένου του Ευαγγελίου και η διάνθισή του με συμβολισμούς επέτρεψε να γίνουν οι λανθασμένες ερμηνείες και οι επεμβάσεις στο κείμενο από την ανθρώπινη πλευρά. Σε μία σχετική ερώτηση του ευαγγελιστή Ιωάννη προς τον Ιησού Χριστό εκείνος απαντά:

«Είναι καλύτερο να δοθεί καλυμμένη η ουσία του Ευαγγελίου στον κόσμο. Γιατί έτσι μπορεί να ερίζει για το κάλυμμα, ενώ ο πυρήνας Ζωής στο εσωτερικό του παραμένει ακέραιος… Όταν θα είναι αναγκαίο μία μέρα θα αφυπνίσω εκ νέου ανθρώπους στους οποίους θα υπαγορεύσω όλα όσα συνέβησαν εδώ (στην Παλαιστίνη) και επίσης θα φανερώσω τι θα πρέπει να περιμένει ο κόσμος εφόσον παραμείνει κακός κι αδιόρθωτος» (ΜΕΙ Ι 216, 13-14).

Πριν την ανάληψή του ο Χριστός υποσχέθηκε στην ανθρωπότητα να στείλει τον Παράκλητο. Μιλώντας στον Μαγερχόφερ εξηγεί τη σημασία του Παράκλητου για τη σύγχρονη ανθρωπότητα ως εξής: «Ο “Παράκλητος” που υποσχέθηκα να στείλω στους μαθητές Μου βρισκόταν ήδη μέσα στα λόγια που κατέγραψε ο αγαπημένος Μου μαθητής, ο Ιωάννης. Οι μαθητές Μου τότε δεν τα καταλάβαιναν. Αλλά εσείς τώρα έχετε εκπαιδευτεί αρκετά και είσαστε προετοιμασμένοι να καταλάβετε τη διδασκαλία Μου, όπως θέλω Εγώ να την καταλάβετε και να την εφαρμόσετε. Εσείς μπορείτε τώρα σε αυτές τις διδασκαλίες που σας παραδίδω (σ.τ.μ. τις νέες Αποκαλύψεις) να βρείτε τον Παράκλητο που έχει τη δύναμη να σας φωτίσει, να σας ανυψώσει και να σας κάνει δυνατούς απέναντι σε όλα όσα πρόκειται να έλθουν. Με τον ίδιο τρόπο τότε το Πνεύμα Μου έδωσε δύναμη στους μαθητές να αντέξουν τις μελλοντικές τους δοκιμασίες με το ψυχικό σθένος που χρειάζονταν για την αποστολή τους».

Γι’ αυτό γράφει ο Γρηγόριος Λαρεντζάκης, καθηγητής ορθόδοξης θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, «να παρακαλούμε το Θεό να μας στείλει το Άγιο Πνεύμα Του, να μας φωτίσει ώστε να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη φωνή των προφητών και των Αγίων, και των συγχρόνων μας επίσης, που συχνά φωνάζουν ακούραστα στην έρημο».

(ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ (Π.Θ.)

Μία από αυτές τις σύγχρονες προφητικές φωνές είναι η Μπέρτα Ντούντε (1891 – 1965) η επονομαζόμενη «προφήτης της έσχατης εποχής». Ακολουθεί ένα κείμενό της για τη σημασία της αληθινής γνώσης και της ευθύνης του καθενός απέναντι στα θέματα της αιώνιας ζωής της ψυχής του, από τις 13-3-1949 με αρ. 4587

«Εξετάζετε τα πάντα και κρατάτε ό,τι είναι καλό»*

(Προς Θεσσαλονικείς Α΄ 5,21)

Σας βεβαιώνω ότι είναι ανυπολόγιστη η ζημιά που προκαλείτε στον εαυτό σας, εάν δεν δίνετε την πρέπουσα σημασία στο Λόγο Μου που σας έρχεται απευθείας από ψηλά, εάν μάλιστα αρκείσθε στις διδασκαλίες που σας δίνουν διάφοροι δά-σκαλοι παρ’ όλο που οι ίδιοι βρίσκονται σε άγνοια. Αλλά θα καταλάβετε τι είναι αυτές οι διδασκαλίες τους πραγματικά, μόνο όταν βάλετε στην καρδιά σας το Λόγο Μου που έρχεται από τα ύψη.

Το πρώτο και κύριο που πρέπει να επιδιώκετε στη ζωή σας είναι το φως, γιατί το σωστό φως είναι που φωτίζει το δρόμο τον οποίο πρέπει να πάρετε για να φτάσετε στον προορισμό σας. Μέσα στο σκοτάδι χάνετε προφανώς το σωστό δρόμο κι έτσι κατευθύνεσθε προς τα εκεί όπου βλέπετε κάποιο σπινθήρισμα, αλλά δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη που σας εκτρέ-πει από την κανονική πορεία. Γι’ αυτό πρέπει να θέλετε να το βρείτε το σωστό φως, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αναζητήσετε και να προσπαθήσετε για να κάνετε δική σας τη γνώση που ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Έτσι μόνο θα σχηματίσετε μια σωστή εικόνα για Μένα που να σας δείχνει την αγάπη Μου ως Πατέρα και Δημιουργού και τότε χωρίς να κοιτάτε δεξιά ή αριστερά θα βάλετε στόχο να πετύχετε την επα-νασύνδεση μαζί Μου, την πρωταρχική πηγή σας.

Άρα αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να λάβετε γνώση της αλήθειας. Αλλά βέβαια την αλήθεια μπορεί να τη δώσει μονά-χα Εκείνος που είναι ο ίδιος η Αιώνια Αλήθεια, ή αυτός που την έλαβε απευθείας από Εκείνον. Να επιδιώκετε επομένως να βρείτε τούτη τη μία και μοναδική Αλήθεια και να μην αρ-κείσθε σε μια γνώση που δεν πηγάζει απευθείας από την αιώ-νια Πηγή. Γι’ αυτό σας συνιστώ, με όσο γίνεται μεγαλύτερη έμφαση, να μην προσπερνάτε χωρίς έλεγχο την καθαρότατη αλήθεια που σας αποκαλύπτει η Αγάπη Μου.

Εξετάζετε τα πάντα και κρατάτε το καλύτερο. Εάν σας προ-σφερθεί κάτι σαν Λόγος του Θεού, δώστε τη δέουσα προσοχή και συλλογισθείτε μέσα στην καρδιά σας τι θέση πρέπει να πάρετε απέναντι σε αυτό που έχετε στα χέρια. Μην τον αρνείσθε χωρίς έλεγχο, παρά σκεφθείτε ότι μπορεί όντως να απορρίπτετε μια μεγάλη προσφορά χάρης, γι’ αυτό είναι καλύτερο να ελέγξετε πρώτα τι είναι αυτό που σας προσφέρεται. Εάν στη συνέχεια μπορείτε να το απορρίψετε απόλυτα πεπεισμένοι, τότε δεν φέρετε καμία ευθύνη. Όμως πρέπει να προηγηθεί μία σοβαρή, διεξοδική εξέταση, ώστε εκείνος που έχει καλή θέληση και καρδιά γεμάτη αγάπη να αναγνωρίσει τη φωνή του Πατέρα του που του μιλάει.

Σας προσφέρεται το πιο πολύτιμο δώρο που έχει να σας δώσει η χάρη κι η αγάπη Μου. Εκμεταλλευτείτε το λοιπόν, αφήστε τη χάρη να σας επηρεάσει, ακούστε το Λόγο Μου και βιώστε τον στην πράξη. Δεν θα αργήσετε τότε να αναγνωρίσετε ότι είναι αιώνια Αλήθεια που πηγάζει από Μένα τον ίδιο και σας μυεί αληθινά στη Γνώση. Θα νιώσετε μέσα σας τη φωτει-νότητά του και θα αναγνωρίσετε με διαύγεια το δρόμο που στο τέρμα του βρίσκομαι Εγώ. Σαν συνέπεια θα σας είναι δυνατό να πιστέψετε με ακλόνητη βεβαιότητα και έτσι θα μπορείτε να μιλάτε στο όνομά Μου μπροστά στον κόσμο. Γιατί τότε η πίστη σας θα είναι ολοζώντανη, μια πίστη που μόνο η καθαρή αλήθεια μπορεί να γεννήσει.

Γι’ αυτό σας συνιστώ γι’ άλλη μια φορά, να μην αποκρούετε τους απεσταλμένους Μου που σας φέρνουν το Λόγο Μου. Εγώ ο Ίδιος σας δίνω την πιο πολύτιμη χάρη, την αιώνια Αλήθεια, γιατί μόνο με την Αλήθεια μπορείτε να γίνετε μακάριοι.

Αμήν

Το γράμμα σκοτώνει, το πνεύμα δίνει ζωή

Ακόμη κι αν εξαιτίας του τρόπου σύνταξης των Ευαγγε­λίων έχουν παρεισφρήσει εκεί κάποια αντιφατικά στοιχεία (πράγμα που μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει, εάν συγκρίνει προσεκτικό τα κείμενα), ωστόσο σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη ο σοβαρός αναζητητής της Αλήθειας βλέπει να εκφράζεται καθαρά και με σαφήνεια ο πυρήνας της διδασκαλίας του Ιησού, η διδασκαλία της τελείωσης και της αγάπης.

«Το πνεύμα των αρχικών Γραφών», λέει ο ίδιος ο Χριστός στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», «έχει διατηρηθεί πλήρως και στα κείμενα που γράφηκαν αργότερα. Άλλωστε, το ίδιο το γράμμα δεν έχει καμία σημα­σία αλλά μόνο το πνεύμα. Ή κάνει άραγε διαφορά το αν το πνεύμα του Θεού ενεργεί ήδη εδώ, πάνω στη γη, πολύ δε περισσότερο πάνω σ’ έναν ήλιο, με πολλούς τρόπους και με τις πιο διαφορετικές μορφές;

Κοιτάξτε! Είναι και παραμένει ένα και το αυτό Άγιο Πνεύμα! Το ίδιο συμβαίνει και με τα κατοπινά κείμενα που περιλαμβάνουν το Λόγο μου. Όσο ανόμοια κι αν φαίνονται εξωτερικά, εσωτερικά είναι γεμάτα από το ίδιο πνεύμα. Άλλωστε, τίποτε περισσότερο απ’ αυτά δεν είναι ανα­γκαίο».

Στα κείμενα της νέας αποκάλυψης δίδεται εκ νέου και με πλήρη σαφήνεια και καθαρότητα η αληθινή διδασκαλία, που ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπισμένος Θεός, ανακοίνωσε πριν από 2000 χρόνια, αποτέ­λεσε δε παράδειγμα της με την ίδια τη ζωή του. Σύμφωνα με την Απο­κάλυψη (Ιωάν. 14,26), το Άγιο Πνεύμα μέσα από αυτά το κείμενα θα μας διδάξει «όλα τα υπόλοιπα» και «θα μας θυμίσει όλα όσα ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε και έκανε». Με τον τρόπο αυτό παραμερίζονται όλες οι ελλείψεις και ατέλειες της μέχρι τώρα παράδοσης, ενώ γίνονται πε­ριττά και αστήρικτα όλα τα ανθρώπινα δόγματα και ερμηνείες. Με πραγματικά ουράνια διαύγεια και πνευματική δύναμη τονίζεται και τί­θεται στο προσκήνιο ως κεντρική αλήθεια και κύριος, θεμελιώδης νό­μος το μεγάλο γεγονός που ήδη αναφέραμε: ότι η θεμελιώδης φύση του Θεού είναι αιώνια ενεργή αγάπη, συνεπώς δε ο άνθρωπος μπο­ρεί μόνον απ’ αυτόν το δρόμο της καθαρής, ανιδιοτελούς, ενεργής αγά­πης να πλησιάσει τον Θεό και να γίνει ευτυχισμένος. Για να εξηγηθεί αυτή η αποφασιστική για την τελείωση αλήθεια, δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να δει βαθιά μέσα στη θεία φύση, να μάθει τους στόχους της Εξέλιξης της Δημιουργίας και τα μυστικά της τελείωσης μας στον άλλο κόσμο.

*Από το βιβλίο του Βάλτερ Λουτς «Η Διδασκαλία του Χριστού» εκδ. Πύρινος Κόσμος.

Ο ζωντανός εσωτερικός λόγος του Θεού

Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Δημιουργός μας παρέχει τη διδασκαλία που είναι απαραίτητη για τον εξαγνισμό και την τελείωση της ύπαρξής μας κυρίως με τον αποκαλυμμένο, εξωτερικό Λόγο του. Όμως, αυτή η διδασκαλία που μας δίδεται εξωτερικά – από το βιβλίο της φύσης και τα κείμενα της αποκάλυψης όλων των λαών και όλων των εποχών- δεν θα μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη επίδραση, αν δεν διδασκόμασταν διαρκώς και εσωτερικά μέσω της φωνής του Θεού.

Αυτή η εσωτερική διδασκαλία, που κάθε άνθρωπος μπορεί να λά­βει, αποκαλείται ο ζωντανός, εσωτερικός Λόγος του Θεού. Ο Ιησούς, όταν εγκατέλειψε αυτό τον κόσμο, το υποσχέθηκε στους τότε μαθητές του και σε όλους εμάς τους άλλους με τα λόγια:

«Αν Με αγαπάτε, τότε τηρείτε τις εντολές Μου! Τότε θα παρακαλέσω τον Πατέρα, κι Εκείνος θα σας στείλει μία άλλη υποστήριξη, που θα μείνει μαζί σας αιώνια: το πνεύμα της Αλήθειας. Ο κόσμος δεν μπο­ρεί να το λάβει, γιατί δεν έχει μάτια γι’ αυτό, ούτε το αναγνωρίζει. Εσείς όμως θα το αναγνωρίσετε, θα μείνει αιώνια μαζί σας και μέσα σας. Όποιος ξέρει και τηρεί τις εντολές Μου, αυτός Με αγαπάει. Όποιον όμως, Με αγαπάει, θα τον αγαπάει ο Πατέρας Μου, όπως κι Εγώ, και θα αποκαλυφθώ σ’ αυτόν! Ο βοηθός, όμως, το Άγιο Πνεύμα, που θα στείλει εν ονόματί Μου ο Πατέρας, θα σας διδάξει όλα τα υπόλοιπα και θα φέρει στη μνήμη σας όλα όσα έχω πει». (Ιωάν. 14,15-26).

Με τα λόγια αυτά του Ιησού λέγονται απείρως πολλά, ουσιαστικά όλα όσα πρέπει να ξέρει ο άνθρωπος για τον εσωτερικό Λόγο του Θεού.

*Από το βιβλίο του Β. Λουτς «Η Διδασκαλία του Χριστού» εκδ. Πύρινος Κόσμος

2000 χρόνια αλήθειας και πλάνης

Σύμφωνα με τον Λόρμπερ, ο Ιησούς Χριστός είχε προείπει στους αποστόλους του ότι με τον καιρό η διδασκαλία του θα παραμορφωνόταν εξαιτίας των αλλαγών στο λόγο του Ευαγγελίου και των λανθασμένων ερμηνειών. Ωστόσο τους διαβεβαίωσε ότι το εσωτερικό πνεύμα θα έμενε αναλλοίωτο και τους εξήγησε τους λόγους της παραμόρφωσης : «Ιδίως οι επικεφαλής σε κάποιες εκκλησίες θα αρχίσουν να παραχαράσσουν τη διδασκαλία Μου και να την αναμειγνύουν με παλαιότερες ανοησίες, επειδή η ανόθευτη αλήθεια από τους Ουρανούς θα τους απέδιδε πολύ λίγα χρήματα» (ΜΕΙ Χ 25,4).

Γι’ αυτόν το λόγο ο Παύλος και ο Πέτρος στις επιστολές τους επισημαίνουν τα απαραίτητα προσόντα και προειδοποιούν τους προϊσταμένους των εκκλησιών να μην έχουν κίνητρο τις χρηματικές απολαβές (Α’ Κορ. 9,17-18. Α’ Πέτρου 5,2). Αλλά ήδη ο Ωριγένης χαρακτήριζε κάποιες εκκλησίες “άνδρο ληστών”.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξεταστούν βασικά δόγματα και διδασκαλίες των εκκλησιών με κριτήριο τη Βίβλο και τις νέες Αποκαλύψεις. Έτσι θα διαπιστωθεί πώς γεννήθηκαν και δρομολογήθηκαν παρανοήσεις, λάθη ή και εσκεμμένες πλάνες που έδωσαν λανθασμένες κατευθύνσεις σε αυτήν τη δισχιλιετή πορεία που χαρακτηρίζεται από καλά και από κακά.

Θα αρχίσουμε από το θεωρητικό θεμέλιο του χριστιανισμού, τα ευαγγέλια. Νεότεροι ερευνητές θεωρούν τα ευαγγέλια ψευδεπίγραφα, ότι δηλαδή οι συγγραφείς τους δεν ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Αντίθετα η εκκλησία ταυτίζει τον ευαγγελιστή Ιωάννη με τον αγαπημένο μαθητή του Ναζωραίου, πράγμα που επιβεβαιώνει η νέα Αποκάλυψη, χαρακτηρίζοντας το δικό του ευαγγέλιο ως το πιο έγκυρο αν και είχε λάβει την οδηγία από τον Ιησού να μην καταγράφει τα πάντα, αλλά μόνο τα πιο σημαντικά.

Δίκαια, λοιπόν, ο Κλήμης της Αλεξανδρείας χαρακτήριζε το κατά Ιωάννη ως «το πνευματικό ευαγγέλιο», «πεμπτουσία, κορύφωση και άγια των αγίων της Καινής Διαθήκης».

Είναι γεγονός πως υπάρχουν μερικές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων, πράγμα που διαπιστώνει εύκολα όποιος συγκρίνει τις εξιστορήσεις.

Ωστόσο εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης εκφράζεται εναργώς το κεντρικό μήνυμα της χριστικής διδασκαλίας, η τελείωση μέσω της αγάπης. Ή όπως λέγεται στη νέα αποκάλυψη: «Όσο ανόμοια και αν φαίνονται από έξω, εντούτοις στον εσώτατο πυρήνα τους τα πληροί το ίδιο Πνεύμα».

Όντως, ναι μεν οι ανθρώπινες επεμβάσεις δρομολόγησαν πολλά λάθη και πλάνες, όμως ο πυρήνας έμεινε αναλλοίωτος. Οι πληροφορίες της νέας αποκάλυψης (Ν.Α.) μιλούν λεπτομερώς για τη γένεση και την περαιτέρω μοίρα των βιβλικών ευαγγελίων και έτσι μπορούν να καταρριφθούν πολλές εσφαλμένες θεωρίες. Από την άλλη πλευρά η ιστορική έρευνα επιβεβαιώνει τις πληροφορίες της Ν.Α. για τις αυθαίρετες αλλοιώσεις του Ευαγγελίου που οφείλονται κυρίως σε ορισμένους επισκόπους των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, αλλά και σε λάθη αντιγραφής ή μετάφρασης.

Οι γνώσεις μας σχετικά με τους πρώτους αιώνες της χριστιανοσύνης είναι πολύ ελλιπείς. Ήδη περί το 200 μ.Χ. δεν υπήρχαν πια τα πρωτότυπα αυθεντικά χειρόγραφα των ευαγγελίων. Τα παλαιότερα ακέραια αντίγραφα κειμένων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα. Κατά την αντιγραφή από τα πρωτότυπα έγιναν πάρα πολλά λάθη.*

Εκτός των λαθών αντιγραφής υπάρχουν αναμφισβήτητα μεταξύ των ευαγγελίων αποκλίσεις έστω και αν αναφέρονται στα ίδια γεγονότα. Αυτό οφείλεται κατά τη Ν.Α. στο ότι οι ευαγγελιστές δεν είχαν πάντοτε να κάνουν με αξιόπιστους μάρτυρες. Ας σημειωθεί ότι οι ανθρώπινες προσθήκες και αλλοιώσεις του ευαγγελίου που απαριθμούνται στη Ν.Α. επιβεβαιώνονται από τους ειδήμονες. Το δεδομένο αυτό δεν είναι καινούριο, είναι γνωστό από παλιά, απλώς οι ιεράρχες το απέκρυπταν από τους λαϊκούς. Άλλωστε ήδη το 250 μ.Χ. ο Ωριγένης είχε συμπεράνει ότι μερικές βιβλικές διηγήσεις ήταν επινοήσεις.

Επίσης ο άγιος Αμβρόσιος τον 4ο αιώνα στα σχόλιά του είχε αναφερθεί στις διαφορετικές διηγήσεις των ευαγγελίων για τα ίδια περιστατικά. Παρ’ όλα αυτά επί αιώνες η καθολική εκκλησία απέκρυπτε από τους πιστούς αυτήν την πραγματικότητα με διάφορα μέσα. Μόνο μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965) απέκτησαν οι καθολικοί επιστήμονες τη δυνατότητα να μιλήσουν δημόσια γι’ αυτά τα πράγματα.

Ως τότε, ενώ η ιεραρχία γνώριζε από αιώνων για τις αντιφάσεις και τις αλλοιώσεις, απειλούσε με αιώνια καταδίκη στην κόλαση όποιον αμφισβητούσε το αλάθητο των ευαγγελίων λέξη προς λέξη.

Οι παραχαράξεις μετέτρεψαν το χαρούμενο μήνυμα του ευαγγελίου σε ένα απειλητικό μήνυμα. Ο Θεός της απέραντης αγάπης μετατράπηκε σε έναν Θεό τιμωρό που τιμωρεί με αιώνια καταδίκη στην κόλαση την παραβίαση κάποιων εκκλησιαστικών οδηγιών.

Για να προλάβει τις τυχόν αμφιβολίες και τα ερωτηματικά που θα αναδύονταν στο χριστεπώνυμο πλήρωμα διαβάζοντας την Αγία Γραφή, η καθολική εκκλησία απαγόρευε επί αιώνες την ανάγνωσή της. Μάλιστα στην Ισπανία η απλή κατοχή της Βίβλου επέσυρε την ποινή του θανάτου. Το πανεπιστήμιο της Σορβόννης απαγόρευε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας για να εμποδίσει την ανάγνωση του ελληνικού κώδικα της Καινής Διαθήκης, πράξη που θεωρείτο αιρετική και επέσυρε επίσης την ποινή του θανάτου. Η απαγόρευση της ανάγνωσης της Βίβλου ίσχυε μέχρι το 19ο αιώνα, αλλά σήμερα και οι καθολικοί πλέον έχουν το δικαίωμα να ξέρουν ότι στην Αγία Γραφή έχουν παρεισφρύσει ανθρώπινα λάθη.

Η αληθινή εκκλησία: Παραπάνω είδαμε πώς γεννήθηκε η θεσμική εκκλησία και η ιεραρχία της. Τα επόμενα αποσπάσματα θα δείξουν κατά πόσον η εξέλιξη αυτή ήταν σύμφωνη με τη θεϊκή βούληση, και πού έγιναν λάθη, με βάση την Αγία Γραφή και τη Ν.Α.

Γι’ αυτό το θέμα ο Ιησούς λέει στο έργο Η Οικονομία του Θεού στον Γιάκομπ Λόρμπερ: «Πες στα παιδιά Μου και σε όλους, σε όποια θρησκεία και αν ανήκουν – είτε ρωμαιοκαθολικοί είναι είτε προτεστάντες, Ιουδαίοι, Τούρκοι, Βραχμάνοι, ειδωλολάτρες – αυτό: Πάνω στη γη υπάρχει μία μόνον αληθινή εκκλησία, και αυτή είναι η αγάπη για Μένα στο πρόσωπο του Υιού Μου! Η αγάπη αυτή είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα σας και σας φανερώνεται με το ζωντανό Λόγο Μου. Έτσι, Εγώ βρίσκομαι μέσα σας, η δε ψυχή σας, που η καρδιά της είναι η κατοικία Μου, είναι η μοναδική αληθινή εκκλησία στη γη. Μόνον εκεί υπάρχει αιώνια ζωή και μόνον αυτή είναι που σας κάνει μακάριους!

Γιατί σκεφτείτε, Εγώ είμαι ο κύριος όλων όσων υπάρχουν. Εγώ είμαι ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, και ως τέτοιος είμαι ο Πατέρας σας, ο άγιος και γεμάτος αγάπη. Και Εγώ είμαι όλα αυτά μέσα στο Λόγο! Αν τον σεβαστείτε και πράττετε σύμφωνα με αυτόν, τον έχετε προσλάβει μέσα σας. Τότε αυτός θα ζωντανέψει μέσα σας, θα σας ανυψώσει ψηλότερα από τον εαυτό σας και θα σας ελευθερώσει. Δεν θα υπόκειστε τότε πια στο νόμο, θα βρίσκεστε πάνω από αυτόν, στο φως. Αυτό είναι η μακαριότητα ή η βασιλεία του Θεού μέσα σας ή η μόνη εκκλησία της γης που εξασφαλίζει την μακαριότητα. Σε καμία άλλη, εκτός από αυτήν, δεν υπάρχει αιώνια ζωή.

Ή μήπως πιστεύετε ότι κατοικώ μέσα σε τοίχους ή ότι βρίσκομαι στις τελετουργίες ή στις δεήσεις και στη θεία λατρεία; Όχι, κάνετε μεγάλο λάθος. Δεν βρίσκομαι σε τίποτα από αυτά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει αγάπη, εκεί είμαι και Εγώ»!

(Βλ. επίσης: Ιω. 4,21-24.6, 45.14, 16 και 23 και 26. Πράξ. Απ. 7,48. 14,16-17)

(από το βιβλίο «Π.Θ.» ΚΕΦ. «Χριστιανισμός», και «Ο Άγνωστος Προφήτης Γιάκομπ Λόρμπερ» εκδ. Πύρινος Κόσμος)

Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός λέει: «Δωρεάν λάβατε τη διδασκαλία μου, δωρεάν να την δώσετε». (Ματθ. 10,8) Στην αληθινή εκκλησία του Χριστού δεν χρειάζεται αμειβόμενο ιερατείο με υπαλληλική ιδιότητα, λέγεται επίσης στη Ν.Α. Το γιατί υποδηλώνεται με τα εξής λόγια του Χριστού: «Κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζει τον Θεό, τον αγαπάει πάνω απ’ όλα κι εκτελεί το θέλημά Του, είναι ένας αληθινός και σωστός ιερέας, είναι δε επίσης σωστός δάσκαλος, εφόσον μεταδίδει στο συνάνθρωπό του τη διδασκαλία που έλαβε από τον Θεό (με τα λόγια του και με το δικό του παράδειγμα)».

Βέβαια, παρόλα αυτά, πρέπει πάντα να υπάρχουν σε μια κοινότητα και «ελεύθεροι κι αληθινοί δάσκαλοι», για να κηρύσσουν το θείο Λόγο και να καλλιεργούν το θείο πνεύμα αγάπης. Γι’ αυτούς ισχύουν όσα λέει ο Χριστός στο Μεγάλο Ευαγγέλιο στον Ρωμαίο βετεράνο Μάρκο:

«Αν έχεις την καλή γνώμη ότι οι άνθρωποι πρέπει το Σάββατο να συγκεντρώνονται κάπου για να διδαχθούν ξανά για τον Θεό και το θέλημά Του, καθώς επίσης για να Τον θυμηθούν, τότε ας γίνει αυτό. Όμως ο δάσκαλος έχει, εκτός απ’ αυτήν, άλλες έξι εργάσιμες ημέρες! Αν είναι αφυπνισμένος ως προς το πνεύμα, τότε δεν χρειάζεται να περνά τις έξι αυτές ημέρες μόνο με κοπιαστική προετοιμασία για τη διδασκαλία του επόμενου Σαββάτου. Γιατί σε όποιον μιλάει μέσα από το πνεύμα του Θεού, τα λόγια θα τεθούν τη στιγμή που πρέπει στην καρδιά και στο στόμα του.

Πιστεύω ότι δεν θα ήταν και για τον ραβίνο κακό αν έκανε ως πρότυπο για την κοινότητά του, κάποια ωφέλιμη εργασία, κερδίζοντας έτσι τον επιούσιο, ώστε να μην είναι αναγκασμένος να συντηρείται από την κοινότητα. Τότε τα μέλη της ασφαλώς θα τον σέβονταν και θα τον μιμούνταν περισσότερο, γιατί στο γεγονός ότι συντηρεί μόνος τον εαυτό του, θα έβλεπαν την καλύτερη απόδειξη της ανιδιοτέλειας και της αγάπης του για την κοινότητα.»

Φυσικά κάθε πνευματική κοινότητα χρειάζεται μία ηγεσία. Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο ο Ιησούς διδάσκει τα εξής στους Αποστόλους, καθώς τους στέλνει να προσηλυτίσουν τον κόσμο: «Κάθε φορά που θα έχετε φέρει στην πίστη, θα έχετε σώσει και εδραιώσει στο όνομά Μου κάποια κοινότητα, να ορίζετε τον πιο έμπειρο πολίτη της να αναλάβει φιλικά την προστασία της. και να του μεταδώσετε (με επίθεση των χεριών) το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορεί να γίνει αληθινός ευεργέτης της κοινότητας που του εμπιστεύεστε. Όμως μην του επιβάλετε με έναν αναγκαστικό νόμο το τι πρέπει να τηρεί απέναντι στα μέλη της κοινότητας.

Μολονότι ένας τέτοιος προστάτης ορίζεται από σας στο όνομά Μου, δεν πρέπει να έχει επίγεια πρωτεία. Αντίθετα πρέπει να είναι, όπως εσείς, ένας πολύ ταπεινός υπηρέτης των αδελφών που του έχετε εμπιστευτεί, δεν πρέπει δε να επιτρέπει να τον τιμούν ή και να τον αμείβουν για τις υπηρεσίες που τους προσφέρει. Γιατί αυτά που ο ίδιος έλαβε δωρεάν, πρέπει επίσης να τα δώσει πάλι δωρεάν με αγάπη στους λιγότερο χαρισματικούς αδελφούς του. Αυτά, όμως, που θα του προσφέρει ελεύθερα και με αγάπη η κοινότητα, πρέπει να τα δέχεται, όπως το έχω επιτρέψει αυτό και σε εσάς».

Στην Οικονομία του Θεού, πάλι του Λόρμπερ, διευκρινίζεται ποια χαρακτηριστικά απαιτούνται από έναν τέτοιο “προστάτη”: «Πρέπει να διαλέγετε ανάμεσά σας ηγέτες που θα βρίσκετε την καρδιά τους γεμάτη αληθινή ταπεινοφροσύνη. Όμως, ποτέ δεν πρέπει να διαλέγετε κάποιον που επιδιώκει και επιθυμεί να γίνει μεγαλύτερος και σημαντικότερος από όλους τους αδελφούς του, αντί να είναι ο έσχατος μεταξύ τους. Ούτε, βέβαια, κάποιον που φαινομενικά κάνει τον ταπεινό, προκειμένου να εκλεγεί.(Ιω. 13,13-16. Λουκ. 22,25 κ.εξ.)

«Ο ανώτερος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει σαν τον κατώτερο κι αυτός που ηγείται να γίνει σαν τον υπηρέτη» (Κατά Λουκά 22, 26)

Στα γραπτά της νέας αποκάλυψης εκτίθεται πολύ ανοιχτά αυτό που, σύμφωνα με τον παλιό και το νέο Λόγο του Θεού, λείπει από τις σημαντικότερες σημερινές εκκλησίες ή είναι ελάττωμά τους.

Λίγο ως πολύ, όλες τις αφορά η μομφή ότι έχουν ξεφύγει επικίν­δυνα από την αληθινή διδασκαλία της σωτηρίας, τη διδασκαλία της αγάπης, συγκεκριμένα δε, όπως εδώ ήδη συχνά τονίσαμε: η καθολι­κή εκκλησία έχει ξεφύγει ως προς τα εξωτερικά έργα, ενώ η προτεσταντική ως προς την εξωτερική πίστη. Για κάθε εξωτερική πλευρά εκ­κλησίας ισχύει αυτό που λέει ο Χριστός στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» στις όχθες του Ευφράτη στους ιερείς της Αθηνάς: «Βρίσκομαι ήδη τρεις μέ­ρες εδώ, και σας δίδαξα όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, να πιστεύετε και να κάνετε για να κερδίσετε την αιώνια ζωή της ψυχής. Σας είπα τί­ποτα για εξωτερικές προσευχές ή για κάποια μυστηριώδη λειτουργία που μόνη αυτή να αρέσει σ’ Εμένα; Ή για συγκεκριμένες γιορτές, όπως το άγιο Σάββατο των Ιουδαίων, που το ονομάζουν “ημέρα του Κυρίου”; Όχι, τίποτα τέτοιο δεν ακούσατε από το στόμα Μου. Και σας λέω αλη­θινά: Καταργήστε κάθε εξωτερική προσευχή, κάθε ημέρα γιορτής, αφού κάθε ημέρα είναι στ’ αλήθεια μία ημέρα του Κυρίου, και κάθε ιερατείο! Για κάθε άνθρωπος που γνωρίζει τον Θεό, τον αγαπάει πάνω απ’ όλα και εκτελεί το θέλημά του, είναι αληθινός και σωστός ιερέας, και μ’ αυτό επίσης σωστός δάσκαλος, αφού μεταδίδει στον διπλανό του αυ­τήν τη διδασκαλία που έλαβε από Μένα. Όποιος εκτελεί το θέλημά Μου, αυτός προσεύχεται αληθινά, προσεύχεται δε πάντα χωρίς διακοπή. Κάθε μέρα που ένας άνθρωπος κάνει καλό στον συνάνθρωπό του στο όνομά Μου, είναι πραγματική “ημέρα του Κυρίου” και η μόνη που Μου είναι αρεστή.

Ακόμη, είναι έθιμο ακόμη και στους Ιουδαίους να φορούν αυτοί οι τυφλοί άνθρωποι στις παρακλήσεις και στις προσευχές τους καλά και ωραία ρούχα, γιατί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάνει όσα μπορεί περισσότερο από την άποψη αυτή για να τιμήσει, καθώς λένε, περισσότερο τον Κύριο.

Όμως τέτοιοι ανόητοι δεν αναλογίζονται ότι υπάρχουν πολλοί φτω­χοί που δεν έχουν καλά-καλά ρούχα για να κρύψουν τη γύμνια τους. Πώς θα πρέπει να αισθάνονται οι φτωχοί αυτοί βλέποντας τους στο­λισμένους πλούσιους στους ναούς. Βλέποντας πώς εκείνοι τιμούν τον Θεό, ενώ ένας φτωχός δεν μπορεί να το κάνει, αναγκαστικά σκέφτονται ότι, προσευχόμενοι μέσα στα κουρέλια τους, το μόνο που μπο­ρούν είναι να προσβάλουν τον Θεό. Σας λέω αληθινά: όποιος Μου ζητήσει κάτι φορώντας καλά (πολυτελή) φορέματα, ποτέ δεν θα εισα­κουστεί, ακόμη δε λιγότερο αν είναι ιερέας με στολισμένα άμφια και ράσα!

Τέλος, υπάρχει άλλο ένα σφάλμα στις προσευχές προς τον Θεό, ότι χρησιμοποιείται γι’ αυτές κάποια παλιά, ξένη γλώσσα, που θεωρεί­ται η περισσότερο αντάξια της λατρείας του. Όπου συνεχιστεί από δω και πέρα αυτή η ανοησία, δεν θα εισακούονται επίσης οι παρακλήσεις. Μπροστά Μου, ο άνθρωπος πρέπει να στολίζεται μόνον ως προς την καρδιά του και να Μου μιλάει τη γλώσσα εκείνη που η καρδιά του καταλαβαίνει καλύτερα, και Εγώ θα εισακούσω την παράκλησή του! Θέλω όλες οι παλιές ανοησίες να εκλείψουν και οι άνθρωποι να γίνουν εντελώς νέοι, αληθινοί, καθαροί άνθρωποι».

Από το βιβλίο του Β. Λουτς «Η Διδασκαλία του Χριστού» εκδ. Πύρινος Κόσμος.

 

Ο θρησκειολόγος Χ. Γκλάζεναπ γράφει στο μνημειώδες σύγγραμμα «Η Παγκόσμια Ιστορία των Θρησκειών»:

«Η καινούρια κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το μαρτύριο του Χριστού, δεν αξιοποιείται ολοκληρωτικά από τον άνθρωπο παρά μόνον αν την αναγνωρίσει και την χρησιμοποιήσει. Επίσης η πίστη είναι ένας απαραίτητος όρος για την απονομή της σωτηρίας. Ως «πίστη» η ρωμαϊκή εκκλησία και η ελληνική εκκλησία εννοούν την ακράδαντη πεποίθηση για τη γνησιότητα της χριστιανικής διδασκαλίας που βασίζεται στη θεία αποκάλυψη. Επειδή η χριστιανική αλήθεια της σωτηρίας κηρύσσεται αποκλειστικά από την Εκκλησία, η “ορθοδοξία” αποτελεί την προϋπόθεση για τη σωτηρία.

Αυτό απαιτεί την απόλυτη αναγνώριση των δογμάτων που συντάχθηκαν από την Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο ο πιστός να γνωρίσει όλη τη διδασκαλία λεπτομερώς. Αρκεί να θεωρεί στο σύνολό τους σαν αληθινά όλα όσα διδάσκει η Εκκλησία. Είναι γεγονός πως το να είσαι πεπεισμένος για την αλήθεια του εκκλησιαστικού δόγματος δεν αρκεί για να είσαι πραγματικός χριστιανός. Ο πιστός πρέπει να επικυρώσει την πίστη του με τις καλές του πράξεις, που συνίστανται στην εκτέλεση όλων των ηθικών καθηκόντων και με εφαρμογή θεάρεστων πράξεων (ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες, προσκυνήματα κ.λπ.).

Ο Προτεσταντισμός δίνει στο νόημα της «πίστεως» ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Δεν είναι μόνο το απλό γεγονός να παραδέχεσαι σαν αληθινές ορισμένες διδασκαλίες αλλά ακόμη, οδηγημένος από τον σωτήριον Λόγο του Θεού. να εμπιστεύεσαι στην Χάρη Του που εξαγοράζει τις αμαρτίες. Η πίστη αυτή δεν είναι ένα έργο ή μια ανθρώπινη αρετή, αλλά μια επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Από αυτήν την θεμελιώδη διαφορετική παραδοχή της πίστεως προέρχεται μια διαφορε­τική αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στη θεία Χάρη και στις ανθρώπινες δυνάμεις.

Σύμφωνα με την καθολική εκκλησία, η Χάρη του Θεού είναι η απαραίτητη συνθήκη της σωτηρίας. Ωστόσο ό άνθρω­πος πρέπει απαραίτητα να συμπράττη μ’ αυτή στο μέτρο των ασθενικών του δυνάμεων. Η ελκυστική χάρη (gratia praeveniens) δεν γεννάει στον άνθρωπο τίποτε που δεν υπήρχε προ­ηγούμενα σ’ αυτόν. Ενδυναμώνει μόνο την ικανότητά του πού βρισκόταν σε λήθαργο, την αυξάνει και την υποστηρίζει.

Σύμφωνα μέ τούς Μεταρρυθμιστές, ο άνθρωπος, φυσιο­λογικά, δεν μπορεί να κάνη κανένα καλό. Εξαρτάται ολοκλη­ρωτικά από την χάρη τού Θεού. Στη χάρη, κατά συνέπεια, μό­νο ό Θεός ενεργεί. Ο άνθρωπος είναι αδρανής. (Φιλιπ. 2,13 – Ιωαν. 15,5)

Πάντοτε ό Χριστιανισμός δίδαξε αυτή την θεμελιώδη ιδέα πως οι πιστοί πρέπει να αποτελούν ένα σώμα και ένα Πνεύμα (Έφεσ. 4/4) και πως ο Χριστός είναι και θα είναι ο μοναδικός ποιμένας ενός μοναδικού ποιμνίου (Ιωάν. 10,16). Η ιστορική ανάπτυξη ωστόσο κατέληξε, σύντομα στην διαίρεση αυτής της μιας κοινότητας σε πολλές ομάδες, που διαφέρουν μεταξύ τους, σε ιδιαίτερα σημεία και αντιμαχόμενες, κατά κάποιο τρόπο, μεταξύ τους. Κάθε μια απ’ αυτές διεκδίκησε γι’ αυτήν το ότι ακολούθησε την αληθινή διδασκαλία του Χριστού και ισχυρίστηκε ότι είναι η μόνη κοινότητα που έχει δεχθεί απο το Χριστό όλη την εξουσία ξεχωρίζοντας απ’ όλες τις άλλες. Αυτό ισχυρίζεται σήμερα κυρίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που νομίζει πως είναι το μοναδικό αληθινό όργανο σωτηρίας πού ιδρύθηκε από τον Χριστό, θεμελιώθηκε από τους Αποστόλους και θα διατηρηθεί ως το τέλος του κόσμου (Ματθ. 28,80) και στην οποία ενυπάρχει το Άγιον Πνεύμα, η μόνη ικανή να παρέχει τη σωτηρία. Αντίθετα με αυτή την αντίληψη της Χριστιανικής Εκκλησίας, οι Προτεστάντες, θεωρούν την Εκκλησία όχι σαν ορατή οργάνωση, σαν σώμα με μορφή σχηματισμένο στη διάρκεια της Ιστορίας, αλλά σαν το σύνολο αυτών πού πιστεύουνε πραγματικά στο Χριστό. Αυτή η αόρατη Εκκλησία που πήρε μορφή σε πολυάριθμες ορατές Εκκλησίες είναι γι’ αυτούς ή αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός και που σ’ αυτήν έδωσε καθορισμένα προνόμια.

Σ’ αυτή την διαφορετική παραδοχή της Εκκλησίας εκ μέρους των προτεσταντών αντιστοιχεί η διαφορετική αντίληψη του κλήρου. Εφ’ όσον η Εκ­κλησία είναι αόρατη όλα της τα μέλη είναι ίσα μεταξύ τους και μπορούν να ασκήσουν ένα ιερατικό αξίωμα. Αν όμως υπάρ­χουν πάστορες που κηρύττουνε το Λόγο τού Θεού και προΐστανται στις ιεροτελεστίες, τούτο οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους τάξεως γιατί οι πάστορες έχουν τα ίδια προνόμια με τους λαϊκούς.

Κατά την Καθολική αντίληψη η Εκκλησία αποτελείται από δύο τάξεις: Τους λαϊκούς και τους Ιερωμένους. Ο ιερέας είναι πάνω από τους λαϊκούς γιατί η χειροτόνηση του έχει δώσει ένα χαρακτήρα προνομιακό. Δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί. Αυτό θα έβλαπτε την αγιωσύνη του κατεβάζοντάς τον στο επίπεδο των κοσμικών. Έχει τη δύναμη, 1) να μετατρέπει τον άρτο και τον οίνο σε σώμα και αίμα του Χριστού 2) να προσφέρει τα άγια δώρα της λειτουργίας, 3) να κρίνει τα αμαρτήματα που του εξομολογούνται και να τα συγχωρεί.

Έργο της Εκκλησίας είναι η αναγγελία σ’ όλους τούς ανθρώπους των χριστιανικών» αληθειών, η ερμηνεία των ηθικών εντολών, η φροντίδα για τη συνέχιση της λατρείας του Θεού, και η διενέργεια των Ιεροτελεστιών, και έτσι ν’ ανοίγει σ’ όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους τον δρό­μο της αιώνιας σωτηρίας.

Ο άνθρωπος οφείλει να λατρεύει το Θεό γιατί εξαρτάται απ’ Αυτόν και γιατί πρέπει απαραίτητα να αναγνωρίζει την ανωτερότητά Του και το μεγαλείο Του υπακούοντας σ’ Αυτόν, αγαπώντας Τον και λατρεύοντάς Τον. Η λατρεία του Θεού πραγματοποιείται άμεσα με την ομολογία της πίστεως, την προσευχή και με την εκούσια υπόσχεση στο Θεό πως θα τηρήσει τις εντολές του. Ακόμη γιορτάζον­τας τις άγιες μέρες, νηστεύοντας ορισμένες εποχές, εξομο­λογούμενος (τουλάχιστο μια φορά το χρόνο) κοινωνώντας την αγία ημέρα του Πάσχα, τέλος παίρνοντας μέρος στις τακτικές και έκτακτες ιεροτελεστίες, σε λιτανείες, προσκυ­νήματα κλπ.

Οι Παγκόσμιες Θρησκείες και τα Μεγάλα Ρεύματά τους

Αντίστοιχη είναι η αντίληψη της Ορθοδοξίας για τη σημασία της εκκλησίας.

Ο Χριστός είναι η κεφαλή της εκκλησίας.

Αυτός μετέδωσε καταρχάς το χάρισμα της ιεροσύνης στους αποστόλους, συνεπώς οι απόστολοι ήταν οι πρώτοι «χαρισματούχοι και αξιωματούχοι της εκκλησίας μετά τον Χριστό». Ειδικότερα, η διδασκαλία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας λέει τα εξής:

«Η αποστολική διαδοχή συνεχίζεται μέχρι σήμερα με το μυστήριο της Ιερωσύνης και, κυρίως, με τη χειροτονία των Επισκόπων της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Ο κάθε Επίσκοπος είναι ο τελευταίος κρίκος της χαρισματικής αλυσίδας της αποστολικής διαδοχής που συνδέει την σημερινή Εκκλησία με τους Αποστόλους και τον Χριστό.

Ο Χριστός ίδρυσε και συνέστησε την Εκκλησία, όταν μάζεψε γύρω του τους δώδεκα Αποστόλους του. Αυτός ο κύκλος των Δώδεκα υπήρξε ο πρωταρχικός πυρήνας της Εκκλησίας. Για τούτο λέγεται, ότι η Εκκλησία εθεμελιώθηκε «επί τω θεμελίω των Αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφεσ. β΄ 20)

Ουσιαστικώς όμως και κυρίως την ημέραν της Πεντηκοστής, η οποία και γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας καλείται, με την επέλευσιν του Παναγίου Πνεύματος. Τότε, λέγομεν ιδρύθη η Εκκλησία. Το Πνεύμα το Άγιον την συνεκρότησε. Το Πνεύμα το Άγιον της έδωκε πνοήν και ζωήν. Το Πνεύμα το Άγιον την εκίνησε προς το σωτήριον έργον της. Πώς; Με ποιον μέσον και τρόπον; Με το να αναδείξει τους Αποστόλους του Χριστού πανσόφους διδασκάλους της Οικουμένης τους αλιείς της Τιβεριάδος. Και από τότε το Πνεύμα το Άγιον μένει στην Εκκλησία.

Η Χριστι­ανική Εκκλησία είναι το σύνολον των ανθρώπων, που πιστεύουν στον Χριστόν και λατρεύουν Ορθοδόξως τον Χριστόν, ως Θεάνθρωπο, Λυτρωτή και Σωτήρα τους. Εκείνοι που όλοι μαζί, με μια ψυχή και με μια φωνή, αναγνωρίζουν και ομολογούν, ότι θεός και Κύριός τους, Αρχηγός και Κεφαλή τους Μεσίτης και Αρχιερεύς προς τον Ουράνιον Πα­τέρα είναι ο Ιησούς Χριστός. αυτοί που έχουν την ίδια πίστη και ομολογία, την αληθή, την Ορθόδοξον δηλαδή, και κοινωνούν από τα ίδια άγια Μυστήρια προς αγιασμόν και σωτηρίαν τους και αυτοί που έχουν εις το σύνολον τους ηγέτιδα τάξιν τον ιερόν Κλήρον, μέ τούς επισκόπους επικεφαλής.

Όποιος ευρίσκεται εις την Εκκλησίαν, ευρίσκεται και μαζί με τον Χριστόν. Όποιος μένει έξω της Εκκλησίας, αυτός δεν έχει σχέση με τον Χριστόν, επομένως δεν έχει και σωτη­ρίαν. Και τούτο ακόμη, που το λέγουν οι Πατέρες: Όποιος έχει μητέρα την Εκκλησίαν, έχει πατέρα τον θεόν, όποιος δεν έχει μητέρα την Εκκλησίαν, ούτε τον θεόν έχει πατέρα. Τέλος, η Εκκλησία αποτελείται από τον Κλήρο και τον Λαό. Ο Κλήρος, είναι ειδική τάξις, που ορίσθη, καθιερώθη και κατεστάθη από τον θεόν. Αυτή φέ­ρει την ιερωσύνην και έχει αδιάκοπον την διαδοχήν από τους Αποστόλους. Η τάξις αυτή των Ιερωμένων είναι για να διδάσκει, να αγιάζει, να διοικεί τον λαόν. Και ο Λαός που είναι μέγα τμήμα και μέρος, το μεγαλύτερον, του σώματος της Εκκλησίας, δέχεται τάς ευχάς και ευλογίας του κλήρου».

«Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούν την Εκκλησία και ομολογούν την πίστη τους σε αυτήν με βάση το «Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως.

Τι σημαίνουν αυτά τα χαρακτηριστικά; Η εκκλησία είναι:

«α) Μία. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιδρυτής της, Κύριος Ιη­σούς Χριστός, όχι πολλάς, αλλά μίαν Εκκλησίαν ίδρυσε και εις αυτήν συμπεριέλαβε και συμπεριλαμβάνει όλους τους ανθρώπους πάσης γενεάς και πάσης εποχής, πάσης φυλής και γλώσσης, όταν αυτοί ομολογούν την μίαν την αυτήν πίστιν και προσφέρουν την μίαν και την αυτήν προσκύνησιν και λατρείαν εις το άγιον πρόσωπον του και του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Παναγίας και Ζωαρχικής Τριάδος. Εις ο Κύριος και ιδρυτής και Νυμφίος της Εκκλησίας, μία και η Εκκλησία, μια η νύμφη του Χριστού, μια η λογική και πνευματική, η Ιερά και αγία ποίμνη. Ηνωμένοι οι Χριστιανοί όλων των αιώνων και των γενεών εις μίαν πίστιν και λατρείαν, ηνωμένοι και εις μίαν Ιεραρχίαν και διοίκησιν, η οποία έχει την αρχήν της εις τους Αποστόλους, αποτελούν την μίαν Εκκλησίαν.

β) Αγία. Αγία είναι η Εκκλησία, άγιον καθίδρυμα σωτηρίας, διότι άγιος είναι ο Ιδρυ­τής της, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Είναι Αγία, διότι αποτελείται από αγίους, όπως ονομάζονται οι Χρι­στιανοί την πρώτην αποστολικήν εποχήν. και ονομάζοντο άγιοι και διότι αυτόν τον προορισμόν είχαν και επεδίωκαν, όπως και πάσης εποχής οι Χριστιανοί σκοπόν της ζωής των και της εντάξεώς των εις την Εκκλησίαν είχαν να γίνουν άγιοι, και ηγιάζοντο πράγματι μέσα εις την Εκκλησίαν. Ακόμη είναι Αγία, διότι Άγιον είναι και την αγιότητά της χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον μένει εις αυτήν και τελεσιουργεί τα ιερά της μυστήρια, διά να αγιάζη τους πιστούς της.

γ) Η εκκλησία είναι καθολική

Όχι είς την εξωτερικήν έκτασιν αλλ’ εις την ταυτότητα και πλήρη ενότητα της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ώστε πάντοτε παντού και από πάντας το αυτό να πιστεύεται, το αυτό να ομολογήται, το αυτό να λατρεύεται και να ακολουθήται.

Και έτσι εις όποιο μέρος της γης ευρεθή κανείς να ακούη τα ίδια δόγματα να κηρύττονται τα ίδια Ιερά μυστήρια και με τον ίδιο τρόπον να τελούνται και τα ίδια καλά και άγια έργα να φρονούν και να πράττουν όλοι. Το καθολική έχει κυρίως εσωτερικήν έννοιαν, που σημαίνει την ενότητα και το σύμφωνον εις την πίστιν, συμφωνίαν και ταυτότητα εις την διδαχήν και την λατρείαν, εις την διοίκησιν και την επικοινωνίαν, ώστε όλοι οι Χριστιανοί εις όλα τα μέρη και τας φυλάς της γης το ίδιον «Πιστεύω» να έχουν, την ίδιαν διδασκαλίαν να ακούουν και να ακολουθούν. Επομένως το καθολική θα πη Ορθόδοξος. Πιστεύομεν, λοιπόν, εις μίαν, αγίαν, καθολικήν, δηλαδή Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

δ) Αποστολική. Αποστολική λέγεται η Εκκλησία, διότι ιδρύθη μεν υπό του Ιησού Χριστού, αλλ’ εκηρύχθη υπό των Αποστόλων εις όλον τον κόσμον. Ακόμη δε λέγεται αποστολική, διότι την αποστολικήν πίστιν και ομολογίαν κρατεί και όλοι οι κληρικοί και Ιερωμένοι, την κρατούν την αποστολικήν διαδοχήν και διοίκησιν. Έτσι η Εκκλησία είναι στόμα Χριστού και στόμα Αποστόλων και κηρύττει πάντοτε ό,τι από το στόμα του Χριστού και των Αποστό­λων του εβγήκε και κρατεί την αδιάκοπον Αποστολικήν διαδοχήν. Δηλαδή ο ένας επίσκοπος που εγκατεστάθη επίσκοπος από τους ιδίους τους Αποστόλους, παραδίδει την επισκοπικήν χάριν και διακονίαν εις άλλον, αυτόν τον άλλον κανονικώς τον διαδέχεται άλλος και ούτω καθε­ξής μέχρι σήμερον, ώστε όλοι να αποτελούν μίαν αδιάσπαστον συνέχειαν και μίαν ως τα σήμερα και ως το τέλος του κόσμου.

Έξω της Εκκλησίας υπάρχει το ψεύδος και η απάτη του πονηρού, που διαστρέφει τον άνθρωπον, και η οργή του Θεού, που τον τιμωρεί και τον συντρίβει. Στύλος στερεός και ακλόνητος και ασάλευτος έδρα που στέκει η αλήθεια και πηγή και φρουρός της ορθής Πίστεως είναι η Εκκλησία. Και όσοι είναι μέσα εις την Εκκλησίαν, αυτοί κατέχουν την αλήθεια, αυτοί πρεσβεύουν και ακολουθούν και ομολογούν την ορθήν πίστιν, αυτοί δέχονται την θείαν χάριν και βοήθειαν εις όλα τας ανάγκας της ζωής των. Οι άνθρωποι, τα μέλη, τα επί γης ζώντα βέβαια μέλη της Εκκλησίας αυτοί είναι ασφαλισμένοι από τας προσβολάς του πονηρού και την απάτην του κόσμου. Αυτοί προστατεύονται εις τας συμφοράς του βίου των. Η Εκκλησία τους είναι ο ασφαλής πύργος προς προστασίαν των και η θεία κιβωτός της σωτηρίας των. Μακάριοι όσοι ανήκουν εις την Εκκλησίαν.

Η Ορθοδοξία είναι η Εκκλησία των αγίων Μαρτύ­ρων, των αγίων και Πατέρων, η Εκκλησία που κατέχει ανόθευτον και τον πρωταρχικόν Χριστιανι­σμόν, αμίαντον την αγίαν της λατρείαν, αμετάβλητον την θείαν της διδασκαλίαν. Επομένως, μόνη η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του Χριστού, η αληθινή Εκκλησία. Και είμεθα ημείς οι Ορθόδοξοι μακάριοι και τρισμακάριοι, διότι ανήκομεν εις την Ορθόδοξον Εκκλησία. Διά τούτο πρέπει να δοξάζωμεν εκ βάθους ψυχής τον Σωτήρα μας Χριστόν, διότι μας έταξε εις την αγίαν του Εκκλησία. Και πρέπει στερεοί και ακλόνητοι να μένωμεν εις την Ορθοδοξίαν μας, χωρίς καθόλου να επηρεαζώμεθα από γνώμας που είναι ξέναι και αντίθετοι προς την Πίστιν της Εκκλησίας μας. Να αποφεύγωμεν τας αιρετικάς διδασκαλίας και γνώμας των προτεσταντών και των παπικών, των ουνιτών, αλλά και των Οικουμενιστών, και τέλος των φοβερών Χιλιαστών. Ημείς, χάριτι και ευδοκία Θεού, Ορθόδοξοι γεννηθήκαμε, Ορθόδοξοι ζώμεν και Ορθόδοξοι να αποθάνωμεν. Και Ορθόδοξοι να εισέλθωμεν ένδοξοι θριαμβευταί εις την βασιλείαν του Χριστού μας την επουράνιον. Από την στρατευομένην Ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την θριαμβεύουσαν επουράνιον βασιλείαν.

Όσοι όμως δεν συμφωνούν με τα πιστεύω της ορθόδοξης εκκλησίας είναι αιρετικοί ή σχισματικοί. Ως εκ τούτου η εκκλησία τούς τιμωρεί με αφορισμό ή και με αναθεματισμό ακόμη.

«Ο αιρετικός έχει ιδικήν του πίστιν και διδασκαλίαν, αντίθετον μάλιστα προς την πίστιν της Εκκλησίας. Και αυτός την προσβάλλει την Εκκλησίαν. Προσβάλλει την ενότητα της Εκκλησίας και αποτελεί κίνδυνον και διά τους άλλους πιστούς. Ο Απόστολος τον χαρακτηρίζει διεστραμμένον και επικίνδυνον διά τον πιστόν. Δι’ αυτό λέγει. «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος». (Τίτ.γ΄10-11)

Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει. «του εις αίρεσιν εμπεσείν το την εκκλησίαν σχίσαι ουκ ελαττόν εστι κακόν». Δηλαδή αίρεσις και σχίσμα μεγάλα κακά και τα δύο και το καθένα δεν είναι μικρότερον από το άλλο. Πρέπει δε να ξεύρωμεν, πως αιρετικό δεν είναι μόνον αυτός, που αρνείται τα βασικά δόγματα της Πίστεως. Αιρετικός είναι και αυτός που αλλαξοπιστεί και σε δευτερεύοντα θέματα. Όπως εις πολλά τέτοια οι Παπικοί και Προτεστάνται. Αιρετικοί είναι και αυτοί. Λοιπόν, έξω της Εκκλησίας οι αιρετικοί και σχισματικοί, έξω της θείας μάνδρας, έξω της αγίας λογικής ποίμνης. Η Εκκλησία είναι μία και όχι δύο, όχι πολλαί, διότι εις είναι ο Κύριος, μία η Κεφαλή, ένα το Πνεύμα, που την ζωογονεί και εμπνέει, και η Εκκλησία μία και η αυτή.

Διότι ο παπισμός μετέβαλε τον Χριστιανισμόν εις πολλά του δόγματα και διδάγματα. Τον παραγέμισε με ανθρώπινα εντάλματα, με πλάνας και κακοδοξίας και αιρέσεις, που τον έκαμαν ένα κοσμικόν, επίγειον Χριστιανισμόν και όχι πνευματικόν και ουράνιον. Το χειρότερον όμως εξ όλων είναι, ότι με το πρωτείον του Πάπα και το αλάθητον που του απέδωκε, εθεοποίησε σχεδόν τον Πάπαν και τον έβαλε Αρχηγόν της Εκκλησίας. Αντί του Χριστού, ο οποίος μόνος κατά τον απόστολον Παύλον είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, έβαλε έναν άνθρωπον, τον Πάπαν. Αντί του μόνου σοφού και αγίου Θεού, του Σωτήρος Χριστού, έβαλε ένα θνητόν και αμαρτωλόν άνθρωπον. Μα τότε είναι η Εκκλησία του Χριστού η παπική εκκλησία; ¨Όχι, δεν είναι. Αδύνατον, αδύνατον να είναι η κοσμική αυτή «εκκλησία» η Εκκλησία του Χριστού, έστω και αν έχει τα πιο πολλά εκατομμύρια των «πιστών».

Και ποια τότε είναι η Εκκλησία του Χριστού; Είναι η ιδική μας Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία. Αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία. Και είναι αυτή, διότι αυτή εκράτησε γνησίαν και ανόθευτον και ακεραίαν την θείαν του Σωτήρος Χριστού διδασκαλίαν. Αυτή εκράτησε και κρατεί την ιεράν Αποστολικήν Παράδοσιν, ό,τι εκήρυξαν και ό,τι παρέδωσαν οι άγιοι Απόστολοι και διέσωσαν ακέραιον οι Πατέρες. Δηλαδή «ό,τι πάντοτε (εις κάθε εποχήν), πανταχού (εις κάθε τόπον και φυλήν) και υπό πάντων (και από όλους τους λαούς) επιστεύθη!

??? εκδ. Σωτήρ

Στο βιβλίο αυτό θα παραθέσουμε τη θεολογία της ορθόδοξης και ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Στις εκκλησίες των διαμαρτυρομένων, δεδομένου ότι εκπροσωπούνται από πάρα πολλές διαφορετικές τάσεις, θα αναφερθούμε συνοπτικά στο τέλος.

Παράλληλα, όπου αυτό επιβάλλεται, θα αντιπαραθέσουμε κείμενα από την Αγία Γραφή, (Α.Γ.) και από την Νέα Αποκάλυψη (Ν.Α.), δηλαδή τους εκτός δογμάτων σύγχρονους προφήτες που έγραψαν τα έργα τους εμπνεόμενοι από τον εσωτερικό ή έμφυτο Λόγο. (Επιστολή Ιακώβου 1,21). Όσα παρουσιάζονται εδώ δίνουν αφορμή και τροφή για σκέψη με γνώμονα μόνο το «εξετάζετε τα πάντα και κρατάτε το καλό». Ο αναγνώστης μπορεί να σκεφτεί, να κρίνει μόνος του και να αποφασίσει μόνος του τι τον εκπροσωπεί μέσα από την πληθώρα διιστάμενων ή και αντικρουόμενων απόψεων και πού βρίσκεται η αλήθεια!

Ένα τέτοιο κείμενο της Ν. Α. από την Μπέρτα Ντούντε ακολουθεί:

Αρ. 8119 7.3.1962

Να ελέγχετε πάντοτε την προέλευση των πνευματικών διδασκαλιών

Όπου ο σπόρος πέφτει σε καλό έδαφος θα πιάσει ρίζες και θα φυτρώσει και θα βγάλει καλούς καρπούς. Πρέπει όμως να σπαρθεί καλός, καθαρός σπόρος και αν θέλετε να είσαστε καλοί εργάτες στον αμπελώνα Μου, τότε πρέπει να λάβετε το σπόρο από Εμένα τον ίδιο, γιατί μόνον Εγώ γνωρίζω τι χρειάζονται τα εδάφη που είναι οι καρδιές των ανθρώπων, για να Μου αποδώσουν και αυτές καλό καρπό.

Μόνο Εγώ το ξέρω τι χρειάζονται οι ανθρώπινες καρδιές προκειμένου να Μου εξασφαλίσουν μια καλή σοδειά …. για να πέσουν μέσα στην αγκαλιά Μου σαν ώριμοι καρποί και να μπορέσω να τις μαζέψω όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής.

Ο καλύτερος σπόρος που μπορώ να βάλω μέσα σε μια ανθρώπινη καρδιά είναι ο Λόγος Μου, τον οποίο σας φέρνω Εγώ ο ίδιος από ψηλά. Γιατί πρέπει όλοι οι άνθρωποι ν’ ακούσετε το Λόγο Μου, τον οποίον μπορείτε να τον βρείτε οπουδήποτε, αρκεί να το θέλετε σοβαρά να σας μιλήσω Εγώ ο ίδιος, δηλαδή να θέλετε ν’ ακούσετε ή να διαβάσετε το Λόγο «Μου» ….

Όταν λοιπόν ακούτε από τους αγγελιοφόρους Μου ότι μιλάει απευθείας ο Θεός και Πατέρας σας, όταν ακούτε το Λόγο Μου, που σας μεταφέρουν οι ίδιοι οι απεσταλμένοι Μου, τον οποίο έχουν λάβει άμεσα από Μένα, σύντομα θα νιώσετε ότι σας δίνεται μία χάρη ανεκτίμητης αξίας. Γιατί ο Λόγος θα πιάσει ρίζες μέσα σας, δεν θα χαθεί απλά μέσα στ’ αυτιά σας, αλλά θα τον συλλάβει και η καρδιά. Έτσι θα νιώσετε τη δύναμη του Λόγου, γιατί τότε θα έλκεσθε από Μένα, μια και θα Με έχετε αναγνωρίσει σαν τον ίδιο τον Πατέρα σας που σας μιλάει.

Όταν οι απεσταλμένοι Μου σας μεταφέρουν δώρα της Χάρης Μου, δεν πρέπει να τ’ αρνείσθε, γιατί τότε αρνείσθε και Μένα τον ίδιο, που χτυπάω στην πόρτα της καρδιάς σας για να Μου επιτραπεί η είσοδος …. Οφείλετε όμως να ελέγχετε τα δώρα που σας φέρνουν οι απεσταλμένοι Μου αυτοί, διότι δεν θέλω να τα δέχεστε χωρίς περίσκεψη. Θέλω να τα ελέγχετε και να κρατάτε μόνο ό,τι είναι καλό…

Και αν έχετε καλή θέληση, τότε ο Λόγος Μου θα αγγίξει και σας, οπότε ο σπόρος έχει πέσει ήδη σε καλό έδαφος, όπου μπορεί να αναπτυχθεί. Θα καλλιεργήσετε από μόνοι σας τότε το έδαφος της ζωής σας ακολουθώντας τις οδηγίες που σας δίνω και ζώντας σύμφωνα με το θέλημά Μου: θα εφαρμόζετε δηλαδή την αγάπη στη ζωή σας, η οποία προωθεί επίσης την ωρίμανση μέσα σας, ώστε δεν θα θέλετε ποτέ πια να σας λείψει ο Λόγος Μου, γιατί συνειδητοποιείτε ότι είναι το κατάλληλο Νερό Αγάπης και Ζωής που χρειάζεσθε, προκειμένου να μπορείτε να εκπληρώσετε το σκοπό της επίγειας ζωής σας….

Όμως προσέχετε, να μη βάλετε κακό σπόρο στο έδαφος της ζωής σας, γιατί ένας τέτοιος σπόρος θα βλάσταινε μόνο ζιζάνια ….θα έφερνε μόνο σύγχυση στην καρδιά σας, χωρίς να σας χαρίσει καθόλου δύναμη για τη ζωή, αντίθετα μάλλον θα σας έφερνε το θάνατο, γιατί ποτίζεται από δηλητηριασμένα πηγάδια τα οποία είναι καταστροφή για σας….

Οι καρδιές σας θα πρέπει να παίρνουν μόνο την πεντακάθαρη Αλήθεια, προκειμένου η ψυχή να ωριμάσει για την αιώνια ζωή. Και αυτή την Αλήθεια σας την προσφέρει αποκλειστικά και μόνο ο Λόγος Μου, τον οποίο λαμβάνετε από Εμένα τον ίδιο.

Γι’ αυτό το λόγο μην αποδέχεστε απερίσκεπτα όλα όσα σας παρουσιάζουν σαν την Αλήθεια. Αντίθετα, ελέγξτε τα, εάν προέρχονται όντως από Εμένα τον ίδιο και εάν συμφωνούν με τις άλλες απευθείας αποκαλύψεις …. ειδάλλως μπορείτε να τα απορρίψετε σαν πλάνες που λίγη αξία έχουν για την ωρίμανσή σας στη γη. Αντίθετα, σας βάζουν επιπλέον στον κίνδυνο να παραδοθείτε κι εσείς στο θάνατο. Γιατί η πλάνη προέρχεται από δηλητηριασμένα πηγάδια, η πλάνη είναι έργο του αντιπάλου Μου, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θέλει να σας βοηθήσει να βρείτε τη ζωή, παρά αντίθετα, σας παραδίνει στο θάνατο, γιατί ο ίδιος δεν έχει καθόλου αγάπη ….

Γι’ αυτό δίνετε προσοχή αν κατά κύριο λόγο κηρύσσεται πάντα η εντολή Μου για την αγάπη σε Μένα και στον πλησίον, καθότι ο Λόγος που σας στέλνω από ψηλά έχει πάντοτε αυτές τις εντολές της αγάπης σαν περιεχόμενο ….

Προσέξτε ότι μέσω του Λόγου Μου σας μεταφέρεται κατά κύριο λόγο η γνώση για το θεϊκό Λυτρωτή, τον Ιησού Χριστό και ότι συνεπώς μπορείτε να αποδέχεσθε χωρίς αμφιβολία οτιδήποτε σας δείχνει το δρόμο που οδηγεί σ’ Εκείνον, στο σταυρό ….

Και να ξέρετε ότι τότε κατέχετε την Αλήθεια, ότι Εγώ ο ίδιος είμαι τότε ο Δάσκαλός σας, ότι σας μιλάω Εγώ ο ίδιος και επομένως σας προμηθεύω με καλό σπόρο, ο οποίος θα αποδίδει πάντα καλή σοδειά ….

Και τότε δεν θα διανύσετε άσκοπα τη γήινη πορεία σας γιατί θα ακούσετε τους εργάτες Μου και θα λάβετε όλα τα δώρα τους που σας φέρνουν στο Όνομά Μου….

Θα πασχίσετε και οι ίδιοι να αξιοποιήσετε όλα αυτά τα δώρα και στο τέλος των ημερών θα σας μαζέψει σαν ώριμους καρπούς ο Θεός σας και προαιώνιος Δημιουργός ….

** Μεγαλύτερη εμβάθυνση στο θέμα με βάση το αντίστοιχο κεφάλαιο από το βιβλίο «Οι Παγκόσμιες θρησκείες και τα Μεγάλα Ρεύματά τους» (Π.Θ.)

** Βιβλιοπαρουσίαση του Μ. Καρασαρίνη για το έργο της Π. Αθανασιάδη «Η Άνοδος της Μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα» εκδ. Εστίας

** Από το βιβλίο «Η Γέννηση της Νέας Γης» εκδ. Πύρινος Κόσμος

** Σ.τ.μ. : Για περισσότερα στοιχεία για τα ευαγγέλια και τη γένεσή τους βλ. Βάλτερ Λουτς Η Διδασκαλία του Χριστού σ. 126 κ.εξ. και Γιάκομπ Λόρμπερ Δώρα του Ουρανού σ. 292 κ.εξ.

2018-07-25T18:57:57+00:00