Loading...

Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΒΑΛΤΕΡ ΛΟΥΤΣ “Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ” ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΚΟΜΠ ΛΟΡΜΠΕΡ

Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος

Πρόλογος

Ολόκληρη η εξέλιξη της Δημιουργίας, η οποία εκτυλίσσεται μέσα σε τεράστιες χρονικές περιόδους, αποτελεί μια πνευμα­τική διαδικασία. Στόχος της είναι η διάπλαση των ατελών και εξαρτημένων δημιουργημάτων ώστε να ωριμάσουν ως τέλεια όντα, αληθινά παιδιά του Θεού. Αυτή η πορεία καθοδηγείται από τον ίδιο το Δημιουργό που διδάσκει την ανθρωπότητα εδώ και αμέτρητους χρόνους με ανεξάντλητη αγάπη και σο­φία. Αδιάλειπτα προσφέρει στα πλάσματά του εκείνες τις γνώ­σεις και τις δυνάμεις, οι οποίες τους είναι απαραίτητες στην εκάστοτε βαθμίδα εξέλιξής τους προκειμένου να επιτύχουν το στόχο της τελείωσης.

Κατ’ επαγωγή, δεν είναι δυνατόν να σταματήσει ποτέ και η αποκάλυψη της αλήθειας και της θείας θέλησης προς τους αν­θρώπους αυτής της γης. Ένας τυχόν ισχυρισμός ότι η επικοι­νωνία του Θεού με την ανθρωπότητα έκλεισε για πάντα με την καταγραφή της Βίβλου, θα έδειχνε εξάλλου μια υπερβολικά ανθρωποκεντρική και στενόμυαλη θέση. Ένας τέτοιος ισχυρι­σμός άλλωστε δεν υποστηρίζεται ούτε στην ίδια τη Βίβλο. Α­ντίθετα, στην Αγία Γραφή γίνεται επανειλημμένα λόγος για το «πνεύμα της αλήθειας» το οποίο οδηγεί πάντα τους πραγματι­κούς ακόλουθους του Ιησού Χριστού στην πλήρη αλήθεια. Ε­πιπλέον ο Χριστός είχε υποσχεθεί ότι θα αποκαλύπτεται σε ό­λους όσους τηρούν τις εντολές του για την αγάπη και την ταπεινοσύνη (Ιωάννης 14, 21).

Πραγματικά, σε όλες τις εποχές και τους λαούς, υπήρξαν επιλεγμένοι άνθρωποι οι οποίοι έλαβαν πολυάριθμες αποκα­λύψεις μέσω του εσωτερικού λόγου του Πνεύματος. Απόδει­ξη αυτού του γεγονότος είναι διάφορες μεγάλες μορφές ό­πως ο Παύλος, ο Μπερνάρ ντε Κλαιρβώ, ο Μάστερ Έκχαρτ, ο Ιωάννης του Σταυρού, ο Γιάκομπ Μπαίμε, ο Εμάνουελ Σβέντενμποργκ. Τον προτελευταίο αιώνα η μεγαλύτερη παρουσία ή­ταν αυτή του Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864).

Όπως με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, έτσι και με αυτό το μυστικό, μιλούσε από μέσα του το θείο Πνεύμα, το οποίο ο ίδιος ένιωθε και άκουε ως εσωτερική φωνή. Το κυρίως έργο του Λόρμπερ που στα 24 χρόνια της «συγγραφικής» του δραστηριότητας κατέγραψε 25 εν μέρει ογκώδεις τόμους, ή­ταν το «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη», όπου περιγράφονται λεπτομερώς τα τρία χρόνια δημόσιας διδασκαλίας του Ιησού. Πέρα από αυτό, όμως, κατέγραψε επίσης εμπεριστατωμένες πληροφορίες περί παντός επιστητού και μη. Ανάμεσα σε αυ­τές τις αποκαλύψεις περιλαμβάνονται επίσης βιβλία τα οποία ασχολούνται διεξοδικά με τα μεταθανάτια βιώματα του ανθρώ­που και τις υπερκόσμιες σφαίρες εξέλιξης, ταυτόχρονα όμως αγγίζουν τα βαθύτερα, καίρια ερωτήματα της ανθρώπινης ύ­παρξης.

Σήμερα ζούμε σε μια μοναδική, κρίσιμη εποχή μεταλλαγής. Δεν είναι απορίας άξιο ότι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι αναζη­τούν βιβλία τα οποία ασχολούνται με τη συνέχιση της ζωής με­τά το θάνατο και τη σκιαγράφηση των πνευματικών κόσμων. Ωστόσο έχει ιδιαίτερη σημασία η πηγή από την οποία προέρχο­νται τέτοιες πληροφορίες. Η κλίμακα περιλαμβάνει από τις αμ­φίβολου περιεχομένου εκμυστηρεύσεις διαφόρων ψυχών που παραμένοντας προσκολλημένες στα γήινα πράγματα, διαθέ­τουν περιορισμένη αντίληψη, ως τις μεγάλες, θεόπνευστες α­ποκαλύψεις.

Οι επιλογές από τις αποκαλύψεις του Λόρμπερ για το επέ­κεινα που ακολουθούν, θα πρέπει να διαβαστούν κατά κύριο λόγο με την καρδιά. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να διαισθανθεί κανείς την αγάπη, τη σοφία και τη μακροθυμία με την οποία ο Πατέρας καθοδηγεί τα παιδιά του από τη μια σφαίρα στην άλλη, ως την τελείωση, που σημαίνει υπέρτατη ελευθερία και μακα­ριότητα.

Άλλα βιβλία για τον Λόρμπερ ή από το Λόρμπερ στα ελληνικά:

  • Κουρτ Εγγενστάιν «Ο άγνωστος προφήτης Γιάκομπ Λόρ­μπερ»

  • Βάλτερ Λουτς «Θεός και Δημιουργία – επιλογές μέσα από το έργο του Γιάκομπ Λόρμπερ»

  • «Τα Μυστήρια της ζωής και της δημιουργίας»

  • Γιάκομπ Λόρμπερ – Γ κ. Μαγερχόφερ «Η επιστροφή του Χριστού»

  • Γιάκομπ Λόρμπερ «Ο δρόμος προς την πνευματική ανα­γέννηση»

  • Γιάκομπ Λόρμπερ «Τα μυστικά της φύσης»

  • Γιάκομπ Λόρμπερ «Γη και Σελήνη»

  • Γιάκομπ Λόρμπερ «Η αλληλογραφία του Ιησού με τον Ά- βγαρο Ουκκαμά – Η επιστολή του Παύλου προς τους Λαοδικείς»

  • Μ. Καχίρ «Προφητείες γύρω από το 2000»

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ – ΤΕΛΟΣ Ή ΜΕΤΑΒΑΣΗ

ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ;

Στο κατώφλι της Αιωνιότητας

«Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν μια μέρα». Για πολλούς από τους δημότες της γης, αυτή η διαπίστωση αποτελεί μια τρομα­κτική σκέψη, γι’ αυτό προτιμούν να την αγνοούν και να χαρί­ζουν πιο πολύ την προσοχή τους στις σειρήνες του κόσμου. Ωστόσο ακόμη και γι’ αυτούς εμφανίζεται κάποτε εκείνος ο άγγελος, ο οποίος έχει τη διαταγή να τους πάρει από αυτή τη ζωή. Και τί γίνεται τότε;

Αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπων, με αισθήματα φόβου ή ελπίδας, ανάλογα με το τι πιστεύει ο καθένας. Κάθε μέρα αναδύεται εκ νέου, γιατί δεν είμαστε ποτέ σίγουροι ότι δεν θα είναι όντως η τελευταία, ενώ διάφορα εξωτερικά γεγονότα όπως αρρώστειες, ατυχή­ματα κ.λπ. μας υπενθυμίζουν την πραγματικότητα του θανάτου.

Επιφανειακά φαίνεται ότι η ζωή όλων των πλασμάτων οδη­γείται νομοτελειακά στο τέλος και στην αποσύνθεση. Το αν­θρώπινο συναίσθημα όμως αρνείται να το δεχτεί και το ένστι­κτο της ζωής ψάχνει απεγνωσμένα για μια σωτηρία απέναντι στο σκοτάδι της ανυπαρξίας. Πού υπάρχουν όμως αποδείξεις ότι η ζωή συνεχίζεται και μάλιστα αιώνια;

Πολλοί ανατρέχουν στα αποκαλυπτικά κείμενα που όλοι οι λαοί διαθέτουν, για να βρουν τέτοιες αποδείξεις. Στο χριστια­νικό κόσμο αυτό γίνεται κατά κύριο λόγο με τη Βίβλο. Εδώ πρέ­πει να σημειωθεί ότι είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πως στην Παλαιά Διαθήκη, όπως αυτή έχει φθάσει ως εμάς, είναι ελάχι­στα τα σημεία όπου γίνεται μια σαφής αναφορά στη μεταθανά­τια ζωή.

Στο βιβλίο του Δανιήλ, το οποίο γράφτηκε γύρω στο 150 π.Χ., διαβάζουμε: «…και πολλοί από εκείνους που κοιμούνται στο χώμα της γης θα εγερθούν, άλλοι μεν σε ζωήν αιώνια, άλλοι δε στον αιώνιο ονειδισμό και την αισχύνη». Σε γενικές γραμ­μές, πάντως, στην Παλαιό Διαθήκη επικρατεί ο «τρόμος ε­μπρός στο Βασίλειο των νεκρών». Στον Ησαΐα π.χ. ο ευσεβής βασιλιάς Εζεκίας παραπονείται: «είπα, στον κολοφώνα των η­μερών μου θα φύγω από εδώ και θα μεταβώ στις πύλες του Άδη για τα υπόλοιπα έτη της ζωής μου… είπα, δεν θα δω πια τον Κύριο στη γη των ζώντων, δεν θα δω πια άλλον άνθρωπο από αυτό τον κόσμο… το υπόλοιπο της ζωής μου έφυγε και μ’ εγκατέλειψε σαν τον νομάδα που σηκώνει τη σκηνή του, πριν ακόμη βραδιάσει, η ζωή μου έχει τελειώσει, όπως το στη­μόνι που έκοψε ο υφαντής…» (38, 10)

Παρόμοιο πνεύμα αποπνέουν οι Ψαλμοί: «διότι στο θάνατο δεν υπάρχει η θύμησή σου. Ποιος σε δοξολογεί στον Άδη;» (6, 6)

Και ο Ιώβ αναλογίζεται με δέος τη μετάβαση εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός: «σε γη σκοτεινή και ζοφερή, σε τόπο σκότους αιωνίου, όπου το φως είναι σαν το σκοτάδι» (10, 12)

Βέβαια γίνεται ήδη μια διάκριση ανάμεσα στους διάφορους κατοίκους του βασιλείου των νεκρών: «Ο δίκαιος εισέρχεται στην αιώνια ειρήνη» (Ησ. 57, 2). Ενώ οι υπόλοιποι αφήνουν με τρόμο την τελευταία τους πνοή και ο Θεός δεν εισακούει τις ικεσίες τους (Ιώβ 27, 8).

Πάντως, είναι αμφίβολο το κατά πόσον αυτή η απαισιόδοξη διδασκαλία για τον άλλο κόσμο ήταν εξαρχής παρούσα στα ιερά κείμενα των Ισραηλιτών. Φαίνεται πιο πιθανό ότι το ιερα­τείο, το οποίο αργότερα έχασε την επαφή του με το πνεύμα, όταν εγκλωβίστηκε στον κόσμο της ύλης και αποκήρυξε μαζί με τους Σαδδουκαίους την αθανασία, όπως και την ύπαρξη του πνευματικού κόσμου, αφαίρεσε τις σχετικές αναφορές από τα αρχαία κείμενα.

Πλήρη πληροφόρηση γύρω από αυτό το θέμα έδωσε ο Ιη­σούς Χριστός με τα λόγια και με τα έργα του, μέσα από την Καινή Διαθήκη και αργότερα μέσα από τη νέα αποκάλυψη μέ­σω του Γιάκομπ Λόρμπερ.

«Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει και ο καθένας που ζει και πιστεύει σ’ εμένα δεν θα πεθάνει ποτέ» (Ιω. 11,25) είναι η διδασκαλία του Ιησού για την εξέλιξη στον άλλο κόσμο. Ωστόσο πολλοί άνθρω­ποι αμφισβητούν ή δεν θεωρούν καν τη Βίβλο σαν ένα αξιόπι­στο τεκμήριο σήμερα, ιδίως μάλιστα αφού στην εποχή μας η επιστήμη απέδειξε -πέρα από κάθε αμφιβολία- ότι η Βίβλος διαμορφώθηκε ιστορικά μέσα σε ένα πολύ εκτεταμένο χρονι­κό διάστημα και υπέστη επανειλημμένα προσθαφαιρέσεις. Σαν επακόλουθο ο κριτικά σκεπτόμενος άνθρωπος επιχειρεί να βρει και με άλλους τρόπους τις απαντήσεις που ψάχνει.

Ήδη από τα πολύ αρχαία χρόνια σημαντική πηγή πληροφόρη­σης αποτελούσαν τα μηνύματα και τα «σημεία» από το επονο­μαζόμενο επέκεινα. Πολλές από τις εκπληκτικές πληροφο­ρίες, οι οποίες προήλθαν από αυτή την έρευνα, δεν μπορούν παρά να αποδοθούν στην επικοινωνία με έναν πνευματικό κό­σμο. Σε αυτό τον πνευματικό κόσμο συνεχίζεται και εξελίσσε­ται η ψυχο-πνευματική υπόσταση του ανθρώπου μετά το σω­ματικό του θάνατο. Προφανώς το υπέρτατο Ον που κυριαρχεί σ’ όλους τους κόσμους, επιτρέπει ως ένα βαθμό να φθάνουν ως εμάς τέτοια «σημεία και θαύματα», ώστε να αφυπνισθούν ορισμένοι άνθρωποι από την υλιστική μονομανία τους, ιδίως σε αυτή τη σημαντικότατη από πνευματική άποψη εποχή μας.

Το βέβαιο είναι ότι με βάση τις σχετικές πληροφορίες που έχουν συλλεγεί σε πρωτόγονους όσο και σε πολιτισμένους λαούς, καθώς και από τη νεώτερη έρευνα, κανένας λογικά σκεπτόμενος δεν μπορεί να απορρίψει αυτές τις αποδεί­ξεις.

Οι ανακαλύψεις της επιστήμης

Σύμφωνα με αυτές τις ανακαλύψεις, δεν είναι η ύλη, δηλαδή το σώμα, από την οποία προέρχεται και παράγεται η ζωή. Αντί­θετα, το πνεύμα είναι το αρχέγονο, δημιουργικό στοιχείο, ενώ το σώμα αποτελεί απλά προϊόν του.

Όσο επικρατούσε η μηχανιστική-υλιστική κοσμοθεωρία, η ύλη εθεωρείτο «άψυχη». Η νεώτερη επιστημονική έρευνα απέ­δειξε αντίθετα ότι η ύλη είναι ένα λογικά, άριστα οργανωμένο σύστημα που αποτελείται από ζωντανούς σπινθήρες ενέρ­γειας (τα ηλεκτρόνια).

Αυτούς τους χαρακτηρίζει μια ορισμένη ικανότητα σκέψης και βούλησης, κατευθυνόμενοι δε από ανώτερες ευφυείς δυ­νάμεις, διαμορφώνονται με τις διάφορες μορφές που γνωρί­ζουμε.

Μέσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, δομεί, κατευθύνει και συντηρεί τα πάντα μια τέτοια ιθύνουσα ευφυΐα, ένα «πνεύμα» με άλλα λόγια. Ο βιολόγος Ντρις χρησιμοποίησε γι’ αυτό τον ελληνικό όρο ε­ντελέχεια, δηλαδή εσωτερικό φως. Εφόσον λοιπόν αυτό το πνεύμα κατευθύνει τη δημιουργία του σώματος, προϋπάρχει δηλαδή του υλικού φορέα, εξυπακούεται ότι θα εξακολουθή­σει να υφίσταται και μετά τη διάλυση του έργου του, δηλαδή της ύλης.

Όλες αυτές οι σημαντικές αποδείξεις για τη συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο, τεκμηριώνονται με βάση τη διδασκαλία της εξέλιξης της Δημιουργίας και της ψυχής μέσα από τα κεί­μενα του Γ. Λόρμπερ. Ήδη η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος, όπως τα φυτά και τα ζώα, υπόκειται σε μια έλλογη, σοφά μελετημένη εξέλιξη, δεδομένου ότι η εξέλιξη αποτελεί μια συμπαντική αρχή. Από τις λεπτομερείς, ολιστικές περιγραφές στα κείμενα του Λόρ­μπερ γίνεται φανερό ότι ολόκληρη η Δημιουργία, όπως και η ανθρώπινη ζωή, αποτελούν εκδηλώσεις μιας πνευματικής εξε­λικτικής διαδικασίας με απώτατους στόχους. Έτσι λέει εκεί σχετικά ο Ιησούς: «Στον άλλο κόσμο ο άνθρωπος ζει πνευμα­τικά όπως έζησε στη γη τη ζωή του όταν είχε ένα σώμα, η οποία ουσιαστικά ζωή είναι απλά το μέσο για την επίτευξη ενός σκο­πού, ή μια συνύπαρξη. Μπορεί να πει κάποιος βέβαια εδώ ότι δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα! Διότι ασφαλώς στην πνευ­ματική ζωή θα πρέπει να ισχύουν εντελώς διαφορετικές συν­θήκες από ό, τι στη φυσική ύπαρξη. Όμως Εγώ, ο Κύριος, σας βεβαιώνω πως όποιος μιλάει έτσι δεν έχει ιδέα σε ποιον χρω­στάει τη φυσική του ύπαρξη, δηλαδή πώς και χάρη σε τι ζει.

Ποιος ζει κατά τη σωματική ζωή, το σώμα ή το πνεύμα; Ποιά είναι η αληθινή βασική δύναμη της ζωής; Όποιος είναι σε θέση να σκεφτεί έστω και λίγο καθαρά, ασφαλώς δεν θα ψάξει να βρει την ουσιαστική κινητήρια δύναμη της ζωής στο σώμα, παρά μό­νο στο πνεύμα. Διότι εάν αυτή η δύναμη βρισκόταν στο σώμα, τότε το σώμα θα ήταν αθάνατο. Όμως το σώμα είναι θνητό, συ­νεπώς δεν μπορεί να έχει μέσα του τις βάσεις της ζωής. Αυτό το μπορεί μόνο το πνεύμα, το οποίο είναι αθάνατο.

Η σωματική ζωή είναι απλά μια συνύπαρξη με ένα συγκεκρι­μένο σκοπό, η οποία καθορίζεται και προ καλείται από τη ζωή του πνεύματος. Ακριβώς όπως ένα οποιοδήποτε εργαλείο στο χέρι ενός τεχνίτη συνυπάρχει ενεργά όσο ο τεχνίτης το κατευ­θύνει κρατώντας το στο ζωντανό του χέρι. Έτσι όμως και το αφήσει κάτω, τότε η συνύπαρξη του εργαλείου και η δραστηριότητά του παίρνει τέλος.

Ποιος λοιπόν μπορεί να ισχυρισθεί κατόπιν τούτου ότι ο τε­χνίτης πρέπει να προσαρμοσθεί με τα δεδομένα του εργα­λείου, και να μη συμφωνήσει ότι είναι ο τεχνίτης ο οποίος κα­τασκευάζει τα απαιτούμενα εργαλεία σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κατά τον ίδιο τρόπο επομένως το πνεύμα είναι ο αρχιτε­χνίτης ο οποίος καθορίζει τα δεδομένα του εργαλείου (αυτό που ονομάζουμε σώμα) σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να είναι επίσης ολοφάνερο, ότι το σώμα απλά συνυπάρχει, άρα οι συνθήκες της ζωής του εξαρτώνται από εκείνες του πνεύματος που είναι το μόνο ζωντανό και όχι αντίστροφα.

Έτσι λοιπόν το πνεύμα υπάρχει αποκλειστικά χάρη στις δικές του βασικές δυνάμεις ζωής και σύμφωνα με τις δικές του συν­θήκες ζωής. Το δε σώμα μπορεί να αλλάξει άλλο τόσο αυτές τις συνθήκες κατά τη ζωή και την αποσύνθεση, όσο και το ά­ψυχο εργαλείο μπορεί ν’ αλλάξει τις συνθήκες ύπαρξης του τεχνίτη». (Πνευματικός Ήλιος, 2ος τόμος, Κεφ. 111).

Το πέρασμα από τη μία μορφή ζωής στην άλλη

Γι’ αυτό το πέρασμα μας λέει ο Λόρμπερ:

«Το υπερκόσμιο Πνεύμα της ψυχής που προέρχεται από το Θεό, διακρίνει πεντακάθαρα πότε η ψυχή, είτε βρίσκεται μέσα στο σώμα ενός φυτού ή ενός ζώου, είναι αρκετά ώριμη για να ανέβει σε μια υψηλότερη βαθμίδα ζωής. Τότε αυτό το πνεύμα που τη συνοδεύει και την καθοδηγεί διαρκώς, φροντίζει ώστε η ψυχή να εγκαταλείψει το σώμα που της είναι πλέον άχρηστο! Όντας ήδη προικισμένη με πιο αναπτυγμένες ευφυΐες (ιδιό­τητες), η ψυχή είναι σε θέση να σχηματίσει ένα άλλο σώμα. Με αυτό το σώμα τώρα, μπορεί για ένα ορισμένο διάστημα να αναπτύξει μεγαλύτερη ακόμη δραστηριότητα, ώστε ν’ ανέ­βει ξανά σε μια ακόμη υψηλότερη βαθμίδα ζωής, δράσης και νοημοσύνης. Κι αυτό συνεχώς, μέχρι να φθάσει στη βαθμίδα της ανθρώπινης ενσάρκωσης. Εκεί είναι εντελώς ελεύθερη πια. Και με αυτό το τελευταίο της (υλικό) σώμα, μπορεί να φθάσει στην πλήρη αυτογνωσία, στη θεογνωσία, και στην αγάπη για το Θεό. Χάρη σε αυτή την αγάπη είναι πλέον σε θέση να ενωθεί ολοκληρωτικά με το υπερκόσμιο πνεύμα, το οποίο της έχει εμφυτεύσει ο Θεός. Αυτή την ένωση την ονομάζουμε τότε Νέα Γέννηση ή Πνευματική Αναγέννηση».

Την ίδια ιδέα της ανοδικής εξέλιξης από τη μια μορφή ζωής στην άλλη, την αναλύει ο Ιησούς εκτεταμένα και σε άλλα ση­μεία του Μεγάλου Ευαγγελίου του Ιωάννη, του βασικού έργου του Λόρμπερ:

«Τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, όπως και αν τα κατατάσσει η ανθρώπινη νοημοσύνη σας, είτε σαν καλά είτε σαν κακά, δεν μπορούν να καταστραφούν σε καμία περίπτω­ση, όπως ομοίως δεν μπορεί να καταστραφεί και ο Θεός που είναι η ίδια η προαιώνια Δύναμη, η Αγάπη και η Σοφία. Βέ­βαια είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεχώς μετάβαση από το ατελές στο πιο τέλειο. Κι αυτό γιατί ο Θεός θέλει μέσα από αυτές τις διαβαθμίσεις να εξασφαλίσει στις μεγάλες σκέψεις και ιδέες του τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελευθερία και την αυτοτέλειά τους. Αλλά το πέρασμα από τη μια βαθμίδα στην άλλη, δεν αποτελεί καταστροφή, παρά απλά μια φαινομενική κατάργηση της εξωτερικής φυσικής μορφής. Μόνο οι υλικές μορφές μπορούν να καταστραφούν, μέσα στις οποίες η πνευ­ματική παραγωγή ζωτικής ενέργειας αδρανεί κεκαλυμμένη, αποκομμένη κατά κάποιο τρόπο από το σύνολο της θεϊκής πνευματικής οντότητας. Όμως το εσωτερικό είναι αυτών των μορφών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταστραφεί.

Μόνο οι εξωτερικές μορφές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταστραφούν, κατά τα φαινόμενα. Γιατί χωρίς τούτες τις μορφές, (δηλαδή χωρίς την ανέλιξη των ψυχών μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής), θα ήταν αδύνατον να τελειοποι­ηθούν πνευματικά τα όντα, επειδή τους είναι απαραίτητες για να κατακτήσουν ελεύθερα την ατομική τους αυτοτέλεια.

Για εσάς τους ανθρώπους λοιπόν, που βρίσκεσθε μέσα στην τελική υλική μορφή, η ορατή και αισθητή κτίση παριστάνει απλά τις σκέψεις και τις ιδέες Μου τις οποίες η Θέλησή Μου κρατά σταθερές για ένα ορισμένο διάστημα. Και αυτές τις σκέψεις και ιδέες μπορώ να τις μεταβάλλω, όταν είναι αναγκαίο, όπως και όποτε θελήσει η Αγάπη και η Σοφία Μου. Δεν ενεργώ όμως α­νάλογα με τη διάθεσή μου της στιγμής, παρά σύμφωνα με την αιώνια αναγκαιότητα που υπαγορεύει η πάνσοφη Τάξη και Αγάπη Μου, που σκοπό έχουν να προσφέρουν στις σκέψεις και στις ιδέες Μου μια απόλυτα ελεύθερη, εξατομικευμένη, ανεξάρτητη οντότητα. Αν το ίδιο ήταν εφικτό με άλλον τρόπο, να είσαστε βέβαιοι ότι θα τον είχα προτιμήσει. Εντούτοις ο τρόπος που γνωρίζετε είναι και παραμένει ο αληθινός και ο καλύτερος. Γιατί μόνο μέσα από αυτόν μπορούν να επιτευχθούν ολοκληρωτικά όλοι οι στόχοι Μου».

Κατά συνέπεια και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα πέρασμα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Η πα­λαιά μορφή του υλικού σώματος, την οποία είχε διαμορφώσει και συντηρήσει μέχρι στιγμής το πνεύμα σαν ένα κέλυφος και εργαλείο για το ίδιο και για την ψυχή, εγκαταλείπεται ως άχρη­στη ή παρωχημένη. Έτσι η υλική μορφή αποσυντίθεται, ενώ η καθεαυτή πνευματικοψυχική οντότητα περνάει σε μία ελεύθε­ρη ύπαρξη, αποδεσμευμένη από τη χονδροειδή γήινη ύλη:

«Όταν καλούμαστε από το Θεό να εγκαταλείψουμε αυτό τον κόσμο, ένας άγγελος απελευθερώνει από τα δεσμά της ύλης όλα όσα ανήκουν στο πνεύμα, παραδίδοντας την ύλη στην α­ποσύνθεση. Παραλαμβάνει μόνο την ψυχή μαζί με το πνεύμα της ζωής της, καθώς και οτιδήποτε από την ύλη του σώματος ανήκει στην ψυχή. Συνενώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία σε μια τέλεια αιθερική ανθρώπινη μορφή, τα οδηγεί σύμφωνα με την αιώνια αμετάβλητη θεϊκή θέληση στον κόσμο των πνευμάτων».

«Κοίταξε, δημιουργήθηκες σαν αποτέλεσμα της σαρκικής α­γάπης των γονέων σου. Αλλά με την ύψιστη ουράνια Αγάπη α­νυψώνεσαι σαν πνεύμα από το βάρος της σάρκας και μετά από την ολοκλήρωσή σου, ζεις αιώνια μια τέλεια και απόλυτα δη­μιουργική ζωή, της οποίας η γλυκύτητα δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα το γήινο. Και οτιδήποτε ξεκίνησες στη γη, θα το ολοκληρώσεις πνευματικά, στην αιώνια πνευματική γη».

Οι σκέψεις και τα συναισθήματα με τα οποία ο κάθε άνθρω­πος χωριστά αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, είναι προ­φανώς πολύ διαφορετικά, ανάλογα με τη συνειδητότητα που διαθέτει η ψυχή του και ανάλογα με το που είναι στραμμένη η αγάπη της, προς το πνεύμα ή προς τον κόσμο.

Ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό και είναι βέβαιος για τη συνέχεια της ζωής, δεν έχει λόγους να θλίβεται ή να φοβάται. Τα πράγματα σαφώς είναι διαφορετικά για εκείνον τον άνθρω­πο ο οποίος είναι προσκολλημένος στα αγαθά και στις χαρές του παροδικού κόσμου. Προφανώς ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της συνέχισης της ζωής σε έναν αόρατο, καθαρά πνευματικό κόσμο, με συνέπεια να μην μπορεί ν’ απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου.

Διαβάζουμε σχετικά στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ότι πολλοί άν­θρωποι δεν έχουν καμία συνείδηση για τη συνέχιση της ζωής της ψυχής μετά το σωματικό θάνατο και ζουν με το μόνιμο φό­βο του τέλους. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αγάπη που τρέφουν για τον κόσμο και τον εαυτό τους. «Αφού η αγά­πη της έχει πάρει αυτή τη λανθασμένη κατεύθυνση, το αποτέ­λεσμα είναι ότι η ψυχή αναμιγνύεται σε σημαντικό βαθμό με τη σάρκα της. Το επακόλουθο είναι ότι έτσι υποχρεωτικά οικειοποιείται και η ίδια το συναίσθημα του θανάτου, της φθοράς και του τέλους όλο πιο πολύ, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από διάφορες φοβίες και τρόμο.

Οι προπάτορες της ανθρωπότητας δεν φοβόντουσαν καθό­λου το θάνατο, αντίθετα συχνά επιθυμούσαν να απελευθερω­θούν από το εξασθενημένο πια σώμα τους.

Σαν συνέπεια της θεάρεστης ζωής τους, έβλεπαν από καιρό σε καιρό εικόνες και οράματα από τον άλλο κόσμο. Έτσι είχαν πλήρη συνείδηση της ζωής της ψυχής μετά την αποβολή του σώματος. Στη σημερινή εποχή όμως έχει εξαφανισθεί σχεδόν ολοκληρωτικά η πίστη στο Θεό. Από πού λοιπόν να προέλθει αυτή η φωτισμένη συνείδηση της ψυχής; Τη στιγμή που αμφι­σβητείται σχεδόν γενικά η ίδια η αιτία της ζωής, δεν είναι να απορεί κανείς που αμφισβητείται επίσης τόσο πολύ η διαιώνιση της ψυχής μετά το θάνατο του σώματος.

Πήγαινε στους Σαδδουκαίους και θα διαπιστώσεις ότι είναι εντελώς υλιστές, που πάνω από όλα αγαπούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, δεν πιστεύουν σε κανέναν Θεό, γι’ αυτό και αρνούνται την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Αντίθετα στην Ινδία, μπορείς ακόμη σήμερα να βρεις ανθρώπους οι ο­ποίοι επικοινωνούν το ίδιο με τις ψυχές των πεθαμένων όπως και με τους ζωντανούς, συνομιλώντας μαζί τους για χίλια δύο θέματα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν φοβούνται καθόλου το θάνατο του σώματος, αντίθετα μάλιστα, γι’ αυτούς η μέρα του θανάτου ενός ανθρώπου είναι πραγματική μέρα γιορτής.

Κοίτα, οι άνθρωποι είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτή την άποψη.

Όποιος ακούει το Λόγο μου, τον αποδέχεται σαν αλήθεια και τον εφαρμόζει πιστά στη ζωή και στην πράξη, δεν πρόκειται στο εξής ούτε να αισθανθεί ούτε να γευθεί το θάνατο!».

Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια της «Θείας Οικονομίας» του Λόρμπερ, ο Μαχάλ, ένας αδελφός του Νώε που ήταν υπε­ρήφανος για τη νοημοσύνη του, φιλονικεί με το Θεό. Ενώ ο κατακλυσμός πλησιάζει, ο Μαχάλ τον κατηγορεί ότι θέλει να σώσει το Νώε, αλλά τον ίδιο τον εγκαταλείπει στην αιώνια κα­ταστροφή. Παράλληλα του προσάπτει ότι το καταστροφικό έρ­γο του θανάτου είναι εντελώς παράλογο:

«Κύριε», λέει ο Μαχάλ, «τον θεωρείς έξυπνο εσύ εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος κατασκευάζει ένα εξαιρετικά περίτεχνο έρ­γο, το εφοδιάζει εύστοχα με τις πιο χρήσιμες ιδιότητες, αλλά όταν έχει φθάσει στην ανώτατη τελειότητα, το κατακομματιάζει και το πετάει σε έναν λάκκο για να σαπίσει και να καταστραφεί;»

Και παίρνει την απάντηση: «Εάν ένας τεχνίτης έκανε κάτι τέ­τοιο άσκοπα, θα ήταν πραγματικά τρελός και καταδικαστέος. Όταν όμως ο τεχνίτης αποβλέπει σε έναν υψηλότερο σκο­πό, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς αυτήν την κατ’ εσένα παράλογη διαδικασία, τότε σίγουρα ενεργεί σοφά και έξυπνα καταστρέφοντας ένα τέτοιο προσωρινό δη­μιούργημα. Γιατί με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει έναν ιερό σκοπό.

Ένας σπόρος για παράδειγμα είναι χωρίς αμφιβολία ένα ι­διαίτερα περίτεχνο δημιούργημα, τόσο ως προς την γενική εξωτερική του διαμόρφωση, όσο και ως προς τα λεπτοφυή μέ­ρη του. Το θεωρείς άραγε ανόητο ότι πρέπει πρώτα να αποσυ­ντεθεί μέσα στο χώμα, για να μπορέσει να αναπαραχθεί εκα­τονταπλάσιες φορές; Εφόσον λοιπόν ο σοφός αρχιτεχνίτης των πάντων έχει ρυθμίσει έτσι τα πράγματα για έναν κοινότα­το σπόρο, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα πετάξει τον άνθρωπο, αυτό το ασύγκριτα τέλειο δημιούργημα στον τάφο για να απο­συντεθεί, απλά και μόνο επειδή έτσι θέλει;

Αχ Μαχάλ, πόσο τυφλός πρέπει να είσαι αν νομίζεις ότι είμαι ένας τόσο ανόητος τεχνίτης! Δεν σου λέει το ίδιο σου το συ­ναίσθημα, πως θα ήθελες να ζήσεις αιώνια και να γνωρίζεις όλο και καλύτερα τα άπειρα έργα Μου; Νομίζεις πραγματικά ότι θα αισθανόσουν αυτό το συναίσθημα, εάν σου είχε δοθεί μόνο μια προσωρινή ύπαρξη; Σαν Δημιουργός σου σε βεβαιώ­νω ό τι σε αυτή τη ν περίπτωση θα είχες κι εσύ τη ν αίσθηση μόνο μιας προσωρινής ζωής. Δεδομένου όμως ότι έχεις ενστικτωδώς την αίσθηση της αιώνιας ζωής και μπορείς να ατενίζεις στο άπειρο, διαθέτεις μέσα σου τη ζωντανή απόδειξη πως δεν πρόκειται να σαπίσεις μέσα στον τάφο σου, προκειμένου να καταστραφείς σαν ένα ατελές έργο των χεριών Μου. Αντίθετα αυτός ο κατ’ εσένα παράλογος τρόπος, είναι το μέσο ν για να επιτύχεις ολοκληρωμένα και τέλεια αυτά που αισθάνεσαι και λαχταράς ολοζώντανα τώρα που βρίσκεσαι μέσα σε αυτό το προσωρινό έργο!

Πρόσεξε, η γη αποτελεί ένα σώμα μέσα από το οποίο γεν­νιούνται πολλά πράγματα κι εσύ δεν ξέρεις πώς γίνεται αυ­τό. Έτσι πρέπει και το δικό σου γήινο σώμα να μπει πάλι στη γη, ώστε το άφθαρτο, πνευματικό σου σώμα να ξαναζωντανέ­ψει ολοκληρωμένα στην αιώνια ζωή. Και στη ζωή σου είχες υπεραρκετές αποδείξεις ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αφού έχεις συνομιλήσει με πάρα πολλούς των οποίων το σώμα είχε ταφεί ήδη στο χώμα».

Ο θάνατος και το πέρασμα

στον Άλλο Κόσμο

Εκτός από το μεγάλο ερώτημα, για το αν πρόκειται για ένα τέλος ή απλά για ένα πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο, υπάρχουν και άλλα μυστικά που καλύπτουν το μυστήριο του θανάτου.

Υπάρχει για παράδειγμα το αίνιγμα των γηρατειών, όπου η ψυχή ωριμάζοντας ετοιμάζεται για την αποδήμησή της, η ευ­κολία ή η δυσκολία με την οποία πεθαίνουν οι διαφορετικοί άνθρωποι, η μεστή από νόημα αποσύνθεση του σώματος, και τέλος, η υπερκόσμια μοίρα της ψυχής μετά την απελευθέρω­σή της από τη σάρκα. Όλα αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν απά­ντηση άμα λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι υπηρετούν την προσχεδιασμένη εξέλιξη, το πέρασμα από το υλικό στο πνευματι­κό επίπεδο.

Γιατροί και βιολόγοι αποδίδουν στη φθορά των ζωτικών ορ­γάνων το γεγονός ότι όσο προχωρεί η ηλικία μειώνονται αι­σθητά οι σωματικές, συχνά επίσης και οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου. Σπάνια όμως αναρωτιούνται γιατί η φύση, η οποία έχει ανταπεξέλθει με επιτυχία σε πολλές δοκιμασίες ένα αρκετά σημαντικό χρονικό διάστημα, μετά από ένα σημείο καταθέτει τα όπλα και παραδίδει το έργο της στο μαρασμό. Ωστόσο διακρίνουμε μια συγκεκριμένη τάξη ακόμη και στο φαινόμενο της γήρανσης. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να υποθέσουμε πίσω από αυτό το γεγονός, καθώς και πίσω από κάθε άλλο φυσικό φαινόμενο, (όπως η βλάστηση, η ανάπτυξη, η ανθοφορία και η καρποφορία), έναν έλλογο σχε­διασμό και σκοπό. Όπως έχει ειπωθεί, χωρίς τη θέληση του Θεού δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από το κεφάλι μας.

Τα αποκαλυπτικά κείμενα μας φανερώνουν αναλυτικά το πνευματικό νόημα της γήρανσης: το καθαρό πνεύμα που έχει εμφυτεύσει ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, διαπλάθει σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση το σώμα για να αποτελέσει ένα δοχείο και εργαλείο για την ψυχή. Αυτό το πνεύμα γνωρίζει πότε είναι η ώρα να πάρει τις αποστάσεις της η ψυχή από το προσωρινό της κατάλυμα και χάρη στο σταδιακό του μαρασμό, να στρέψει το ενδιαφέρον της προς τα υπερκόσμια, αιώνα πράγματα.

Σε έναν ινδό μάγο, ο οποίος παραπονείται ότι στο αποκορύ­φωμα της ζωής, το οποίο συνήθως κατακτάται μετά από τό­σους κόπους και βάσανα, εγκαταλείπεται ο άνθρωπος από τις ζωτικές του δυνάμεις και αναγκάζεται να σέρνει το σώμα του με δυσκολία, ο Ιησούς απαντά:

«Αν ακολουθείτε σταθερά το δρόμο που σας έδειξα Εγώ, θα υποφέρετε ελάχιστα και θα φύγετε εύκολα από αυτό τον κό­σμο. Ως επί το πλείστον, ταλαιπωρίες στο τέλος της ζωής υφίστανται μόνον εκείνοι που θάβουν την ψυχή τους μέσα στη σάρκα, σαν συνέπεια μιας ιδιαίτερης αγάπης που τρέ­φουν για τις απολαύσεις αυτού του κόσμου. Γιατί μια τέτοια ψυχή, προκειμένου να μη φθαρεί εντελώς μέσα στη σάρκα της, είναι αναγκαίο να την αποχωριστεί με βίαιο τρόπο, πράγ­μα που υποχρεωτικά βέβαια προξενεί οδύνη στο σώμα. Αυτό όμως είναι πολύ ωφέλιμο για την ψυχή, γιατί χάρη στους πό­νους και τα βάσανα αποδεσμεύεται από τις επιθυμίες της σάρ­κας της. Έτσι όταν βρεθεί στον άλλο κόσμο προχωράει ευκο­λότερα και ασφαλώς, στο δρόμο της πνευματικής εξέλιξης. Ωστόσο υπάρχουν και άνθρωποι που ενώ έχουν παραδοθεί στα πράγματα του κόσμου και δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό, παρόλα αυτά απολαμβάνουν μια υγιέστατη ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματά τους και στο τέλος μάλιστα πεθαίνουν γρή­γορα και ανώδυνα. Αυτοί οι άνθρωποι όμως έχουν ήδη λάβει σε αυτό τον κόσμο το μισθό τους και δύσκολα θα αποκτήσουν έναν μισθό στον άλλο κόσμο».

Χάρη στην παρακμή των σωματικών δυνάμεων, ο άνθρωπος αναγνωρίζει την αδυναμία του και ίσως συνειδητοποιεί πως χωρίς τη θεϊκή δύναμη που του δίνει ζωή, δεν είναι τίποτα. Έ­τσι μαθαίνει να είναι ταπεινός, πράγμα το οποίο αποτελεί βα­σική προϋπόθεση για μια ουσιαστική πνευματική πρόοδο. Επι­πλέον οι ταλαιπωρίες και η αδυναμία του διδάσκουν τη συμπόνοια για τους συνανανθρώπους του και τα άλλα πλάσματα, με αποτέλεσμα να ξεφεύγει από τον εγωκεντρισμό του και να αρ­χίζει να μαθαίνει την αλτρουϊστρική αγάπη. Γι’ αυτό τα γηρατειά αποτελούν ένα πολύ σοφό σχολείο για την κάθαρση της ψυχής.

Η διαδικασία του θανάτου

Τα νεοαποκαλυπτικά κείμενα μας πληροφορούν εκτεταμένα γύρω από την ίδια τη διαδικασία του θανάτου και την απελευ­θέρωση της ψυχής από το σώμα.

Κατ’ αρχήν καταστούν σαφές ότι το ανθρώπινο ον αποτελείται από τρία μέρη, δηλαδή πνεύμα, ψυχή και σώμα. Το πνεύμα είναι η εσώτατη ζωή η οποία διαθέτει αγάπη, σοφία και δύναμη παρόμοια με του Θεού. Η ψυχή συνίσταται από αμέτρητους σπινθήρες ζωής του πνεύματος που εξέπεσε μαζί με τον Εω­σφόρο. Αυτοί οι σπινθήρες οφείλουν να αποβάλουν τον εγω­παθή χαρακτήρα τους κι έτσι εξαγνισμένοι να επανασυνδεθούν με το ουράνιο πνεύμα. Τέλος, το σώμα το αποτελούν οι πιο απείθαρχοι από αυτούς τους αποστάτη μένους σπινθή­ρες, οι οποίοι επιμένουν στην άρνησή τους να ταπεινωθούν και να δεχθούν την αγάπη ως νόμο της ζωής τους.

Πώς συμπεριφέρονται τώρα αυτά τα τρία μέρη την ώρα του θανάτου; Ο Λόρμπερ μας λέει ότι στον κάθε άνθρωπο στέλνε­ται ένας «άγγελος του θανάτου», ο οποίος αναλαμβάνει το δια­χωρισμό της ψυχής από το σώμα.

Πρόκειται για έναν από τους ανώτερους φύλακες άγγελους του εν λόγω προσώπου, οι οποίοι καθοδηγώντας τα κατώτερα πνεύματα που είναι επιφορτισμένα με την προστασία του αν­θρώπου, κατευθύνουν την πορεία του. («Γη και Σελήνη» κεφ. 28).

Αυτός ο φύλακας άγγελος, που έρχεται σαν άγγελος του θανάτου, δίνει το σήμα με μια πνοή της θέλησής του. Τότε ο σπινθήρας του πνεύματος που καθοδηγεί τον άνθρωπο μέσα από την καρδιά του, εγκαταλείποντας τη σαρκική φυλακή του, ανυψώνεται πάνω από το σώμα. Στη συνέχεια, συμβαίνει με την ψυχή, ένα παρόμοιο φαινόμενο όπως με την έξοδο της βασίλισσας μέλισσας από την κυψέλη την άνοιξη. Με τον ίδιο τρόπο που οι νεαρές μέλισσες εξέρχονται από την κυψέλη και άλλες πρόθυμα, άλλες διστακτικά, συγκεντρώνονται γύρω από τη βασίλισσά τους σαν ένα τσαμπί σταφύλι, έτσι συμβαίνει ε­πίσης με τον άνθρωπο, όπως εξάλλου με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα. Κατά τη διαδικασία του θανάτου εξέρχονται οι μυριά­δες ψυχικοί σπινθήρες από το σώμα και συναθροίζονται τριγύ­ρω από τον πνευματικό σπινθήρα που αποτελεί το κέντρο της ζωής του ανθρώπου. Όπως οι μέλισσες δεν βγαίνουν όλες ταυτόχρονα από την κυψέλη, έτσι και οι ψυχικοί σπινθήρες δεν ακολουθούν όλοι με την ίδια προθυμία το πνεύμα. Όσο πιο συγκροτημένη, πιο ώριμη πνευματικά είναι μια ψυχή, τόσο περισσότεροι είναι οι σπινθήρες της που συντάσσονται με το πνεύμα. Αντίθετα, όσο πιο φιλήδονη και ανώριμη είναι η ψυχή, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ψυχικών σπινθήρων που καθυστερούν, επιθυμώντας να παραμείνουν πίσω στον κό­σμο του σώματος. Έτσι προκύπτει συνήθως μια μακροχρόνια διελκυνστίδα ανάμεσα στους δυο πόλους, το πνεύμα και το σώμα. Το πνεύμα προσπαθεί να τραβήξει δυναμικά προς το μέρος του ό,τι είναι δυνατόν να ελκυσθεί, αλλά για ένα μέρος συνήθως μάταια. Η πρόσδεσή τους με τη σάρκα και τον υλικό κόσμο είναι τέτοια, που με τη δική τους θέληση αποφασίζουν να παραμείνουν κοντά στο αγαπημένο σώμα. Επειδή δε, σε όλο το σύμπαν κυριαρχεί ο νόμος της ελεύθερης θέλησης, γι’ αυτό τους παραχωρείται κατ’ αρχήν αυτή η δυνατότητα.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας αυτές τις καταστάσεις, είναι φα­νερό ότι ο τρόπος επίσης που βιώνει μια ψυχή τον αποχωρισμό της από το σώμα, είναι πάντα διαφορετικός, ανάλογα προς τα που στρέφονται οι προτιμήσεις της, στα εγκόσμια ή στα πνευ­ματικά πράγματα.

Μια ώριμη ψυχή προφανώς θα αντιμετωπίσει τη διάλυση του σώματος εν όψει του περάσματος στη σφαίρα της αιωνιότητας με αισιοδοξία, δείχνοντας καρτερία και εμπιστοσύνη απέναντι στις πιθανές ταλαιπωρίες του σώματος. Μια υλιστική ψυχή α­ντίθετα θα περιμένει σε γενικές γραμμές με αγωνία την ώρα του θανάτου. Τις δε κακοπάθειες του σώματος που της επιβάλ­λονται για να τη βοηθήσουν να απεξαρτηθεί από τον κόσμο της ύλης, θα τις αντιμετωπίζει με φόβο, ανημπόρια ή μεμψιμοιρία.

«Εάν θα ζήσεις έτσι ώστε η ψυχή σου να αναγεννηθεί πλήρως μέσα στο πνεύμα της», λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιησούς, τότε το πνεύμα σου θα απαλλαχθεί σύντομα και με ευκολία από όλα τα ακάθαρτα στοιχεία που παραμένουν ακόμη μέσα στη σάρκα σου. Έτσι θα έχεις έναν εντελώς μακάριο θάνατο, ακόμη και σαν σώμα. Αν όμως κάποιος θέλει σε γενικές γραμμές να ζήσει στα σοβαρά, σύμφωνα με τη διδασκαλία μου και να την εφαρμόσει στην πράξη, εντούτοις όμως συνεχίζει στα κρυφά τις παλιές του συνήθειες, δεν θα μπορέσει να κατακτήσει την πλήρη αναγέννηση της ψυχής του μέσα στο πνεύμα, σε αυτό τον κόσμο. Έτσι στο τέλος υποχρεωτικά θα βασανισθεί αρκετά ώσπου να αποδεσμευθεί η ψυχή του. Γιατί τότε τα βάσανα θα είναι η φωτιά με την οποία θα καθαρισθεί το χρυσάφι της ζωής του από τις υπόλοιπες ακαθαρσίες».

Σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε ότι «υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι μολονότι εξαιρετικά ευσεβείς και δίκαιοι άνθρωποι, στο τέλος αποχωρούν από αυτό τον κόσμο όχι ιδιαί­τερα ανώδυνα. Σε αυτή την περίπτωση ισχύουν δυο δυνατότητες. Μια περίπτωση είναι ότι ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να περάσει μια μεγαλύτερη δοκιμασία της υπομονής του, προκειμένου η ψυχή του να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σταθερό­τητα για τη ζωή της στο επέκεινα. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί ο άνθρωπος να έγινε ευσεβής και δίκαιος σε προχω­ρημένη ηλικία, ενώ να είχε διαπράξει στη νεότητά του ορισμέ­νες νεανικές αμαρτίες, οι οποίες να δια τάραξαν την αρμονία της σωματικής του φύσης. Οι συνέπειες αυτών των καταστά­σεων μπορεί να του επιφυλάσσουν κάποιες πίκρες για τις τε­λευταίες ώρες της ζωής του. Αλλά μπορούμε να το θεωρήσου­με σαν απόλυτα βέβαιο, ότι εκείνοι που ζουν τη ζωή τους από την αρχή ως το τέλος σύμφωνα με το νόμο του Θεού, αποχω­ρούν πάντα με τον πιο ανώδυνο τρόπο».

Ας δούμε όμως ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αποχώρησης από αυτή τη ζωή από το βιβλίο του Λόρμπερ, «Πέρα από το κατώφλι του θανάτου»:

Ο θάνατος ενός αστρονόμου

Στις 2 Αυγούστου 1847

Ας πάμε στο νεκρικό κρεβάτι ενός επιστήμονα, του οποίου η γήινη ζωή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, δεν θα κρατήσει για πολύ. Ας δούμε αυτόν το διάσημο άνδρα, πώς είναι τις τελευ­ταίες ώρες ακόμη εδώ στη γη, πώς ξυπνάει στον άλλο κόσμο και ποια κατεύθυνση του δίνει η αγάπη του.

Ο άνδρας που θα δούμε τώρα ήταν στον κόσμο ένας φιλό­σοφος και συγχρόνως ένας αστρονόμος πρώτης γραμμής, ό­πως λέγεται.

Αυτός ο άνδρας έφτασε στην ηλικία των εβδομήντα χρόνων συνεχώς παρατηρώντας και υπολογίζοντας τα άστρα. Κρύωσε όμως τόσο πολύ ένα πολύ παγερό χειμωνιάτικο βράδυ παρα­κολουθώντας επισταμένα το στερέωμα, που τον βρήκαν σχε­δόν τελείως παγωμένο στο τηλεσκόπιό του. Από εκεί μετα­φέρθηκε αμέσως από το φίλο του στο ζεστό του διαμέρισμα όπου και του παρασχέθηκε η καλύτερη δυνατή ιατρική βοή­θεια, συνέπεια της οποίας ήταν να βελτιωθεί η κατάστασή του για μερικές ώρες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να α­ναγγείλει τη λεγόμενη τελευταία επιθυμία του στους φίλους του, που ήταν η εξής:

«Στο όνομα της ανεξερεύνητης θεότητας! Κανείς δεν ξέρει για πόσο χρόνο ακόμα θ’ αφήσει η ανεξερεύνητη μοίρα να υφίσταται αυτή η άθλια ζωή και κανείς δεν ξέρει με τι θ’ αντικατασταθεί.

Γι’ αυτό θέλησή μου είναι, αγαπητοί μου φίλοι, πρώτα-πρώτα εάν πρόκειται να πεθάνω, να προστατέψετε από τη φθορά το νεκρό σώμα μου ταριχεύοντάς το και να το μεταφέρετε μέσα σε μια καλοφτιαγμένη χάλκινη κάσα σ’ έναν τάφο. Εκεί ήδη αναπαύονται πολλοί από τους πιο αξιόλογους συναδέλφους μου και κατά κάποιον τρόπο με περιμένουν. Τα σπλάχνα όμως που σαν πρώτα υπόκεινται στη φθορά, τοποθετήστε τα σ’ ένα ξεχωριστό δοχείο μέσα σε οινόπνευμα και τοποθετήστε τα στο μουσείο μου σ’ ένα μέρος που θα το βλέπουν αμέσως όλοι. Έτσι θα συνεχίζω να ζω τουλάχιστον στη μνήμη των ανθρώ­πων, αφού δεν πρέπει να ελπίζει κανείς σε καμιά άλλη συνέ­χιση της ζωής μετά το θάνατο του σώματος.

Όσον αφορά την περιουσία μου, ξέρετε, φίλοι μου, ούτως ή άλλως, πως ένας λόγιος σ’ αυτόν τον κόσμο διαθέτει σπάνια περισσότερα απ’ αυτά που χρειάζεται για τις καθημερινές του πνευματικές και φυσικές ανάγκες κι έτσι ισχύει τώρα και για μένα ό,τι ίσχυε πάντοτε. Δεν είχα ποτέ χρηματική πε­ριουσία και γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνω χρήματα. Απαλλοτριώστε όμως σύντομα μετά το θάνατό μου τα υπάρχοντά μου και φροντίστε έτσι αυτό που σας παρήγγειλα στην αρχή να το κά­νετε αμέσως.

Τα τρία ακόμη εν ζωή παιδιά μου που όλα είναι καλά αποκα­ταστημένα, ενημερώστε τα όταν δεν θα υπάρχω πια και ο με­γαλύτερος γιος, ο αγαπημένος μου, που επέλεξε την ειδικότητά μου, ας γίνει ο κληρονόμος όλων των βιβλίων και γραφτών μου και να εκδόσει το γρηγορότερο δυνατόν όσα γρα­φτά μου δεν έχουν εκδοθεί ακόμη.

Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία γι’ αυτό τον ωραίο κό­σμο των αστέρων που στο μέλλον δεν πρόκειται να ξαναδώ πια ποτέ και να ξαναμετρήσω!

Τι άθλιο ον είναι ο άνθρωπος! Γεμάτος έξοχες ιδέες, γεμάτος υπερκόσμιες ελπίδες, όσο περπατάει πέρα δώθε υγιής πά­νω στη γη, όμως στην άκρη του μνήματος εξαφανίζονται σαν τα όνειρα και αέρινα παλάτια ενός παιδιού και στη θέση τους εμ­φανίζεται η λυπηρή πραγματικότητα, ο θάνατος, ως η τελευ­ταία στιγμή της ύπαρξής μας και μαζί του η καταστροφή που δεν έχει όρια!

Ω, φίλοι μου, είναι μια βαριά, φοβερή σκέψη από το «να ζεις» μέχρι το «να μη ζεις» γι’ αυτόν που, όπως εγώ τώρα, βρίσκεται στην άκρη του μνήματος! Η εσωτερική μου φωνή μου φωνάζει: «Πεθαίνεις, πεθαίνεις τώρα! Μόνο μερικά λεπτά ακόμη και πά­νω από όλη σου την ύπαρξη θ’ απλωθεί η μαύρη νύχτα της αιώ­νιας, δίχως όρια καταστροφής!» Ω, φίλοι, αυτή η φωνή είναι φοβερή γι’ αυτόν που στέκεται στην άκρη του μνήματος, με το ένα μάτι να βλέπει ακόμη τα αγαπημένα ωραία άστρα και με το άλλο την αιώνια νεκρή νύχτα, στην οποία καμία ιδέα δεν φυσάει τη σκόνη που απομένει από τα κόκκαλα, καμία συ­νείδηση, καμία ανάμνηση!

Προς τα πού, προς τα πού θα φυσήξει ο άνεμος σε χίλια χρό­νια αυτήν τη σκόνη; Ποιος τυφώνας θα την παρασύρει από τον τάφο και ποιο κύμα της θάλασσας θα την ξανακαταπιεί ή ποιος άλλος καινούργιος τάφος;

Ω φίλοι! Δώστε μου ένα ποτό, γιατί διψάω αφόρητα! Μια παρηγοριά δώστε μου να απαλύνω το μεγάλο φόβο! Δώστε μου το καλύτερο κρασί, και πολύ, για να τονωθώ και να μεθύσω μια φορά ακόμη για να περιμένω πιο εύκολα τον φοβερό θάνατο!

Ω φοβερέ θάνατε, ανείπωτη κατάρα για το ανθρώπινο πνεύ­μα που δημιούργησε τόσο υπέροχες αξίες κι έκανε ανακαλύ­ψεις που του επιφέρουν τη μέγιστη τιμή! Αυτό το πνεύμα πρέ­πει τώρα να πεθάνει, το μεγαλύτερο όνειδος είναι η αμοιβή του: ο θάνατος, η αιώνια καταστροφή!

Ω πεπρωμένο, ω θεότητα, αφού μπορέσατε να δημιουργήσε­τε αιώνια άστρα, γιατί δεν δημιουργήσατε κι έναν άνθρωπο που να μην πεθαίνει;!

Ω παραφροσύνη, πόσο μεγάλο χαρακτηριστικό της θεότητας πρέπει ν’ αποτελείς, αφού χαίρεται με το να δημιουργεί έξοχα όντα, για να τα ξανακαταστρέψει για πάντα ή για να δημιουργή­σει από τον άνθρωπο αισχρά σκουλήκια ή πρωτόζωα.

Πρέπει να πεθάνω; Γιατί πρέπει να πεθάνω; Τί έκανα εγώ, τι έκαναν εκατομμύρια ανθρώπων, για να πρέπει να πεθάνουν; Αλήθεια, σ’ ένα τρελοκομείο θα μπορούσε να θεσπιστεί ένας καλύτερος κανονισμός δημιουργίας απ’ ό, τι αυτός του θανά­του που έχει ορισθεί από μια τάχα σοφή θεότητα!».

Στο σημείο αυτό οι παρευρισκόμενοι φίλοι και γιατροί παρό­τρυναν τον αστρονόμο μας να ησυχάσει, πράγμα που θα είχε ανάγκη, εάν ήθελε να γίνει πάλι καλά. Γιατί δεν ήταν ακόμη πουθενά γραμμένο πως έπρεπε εξαιτίας αυτού του φυσικά πο­λύ δυνατού κρυολογήματος να πεθάνει, σίγουρα όμως θα μπο­ρούσαν τέτοιου είδους ισχυρές συγχύσεις να του κοστίσουν τη ζωή.

Αυτή η παρότρυνση όμως δεν καρποφόρησε στον αστρονό­μο μας, γιατί στη συνέχεια εξοργίστηκε περισσότερο και είπε σ’ έναν ιδιαίτερα έντονο τόνο:

«Πάρτε δρόμο, πάρτε δρόμο με τη βοήθειά σας! Να φύγει αυτή η άθλια καταραμένη ζωή! Εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει αιώνια, τότε η ζωή είναι η μεγαλύτερη και πιο επονείδι­στη απάτη και ο θάνατος και η ανυπαρξία μόνο η αλήθεια! Πρέ­πει να ντρέπεται ο σοφός άνθρωπος για μια τέτοια τιποτένια ζωή που διαρκεί μόνο από σήμερα ως αύριο. Γι’ αυτό το λόγο δεν θέλω να ζήσω άλλο! Με αηδιάζει τώρα αυτή η ελεεινή ζωή χίλιες φορές περισσότερο από τον πιο άθλιο θάνατο: γι’ αυτό δώστε μου δηλητήριο, ισχυρότατο δηλητήριο δώστε μου, για να ξεφορτωθώ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτή την τιποτένια ζωή! Καταραμένη να είναι τέτοια ζωή, τέτοια ζωή σαν των εντό­μων και αιώνια ντροπή για την αρχέγονη δύναμη ή θεότητα ή οποιοδήποτε πνεύμα οχετού κι αν είναι που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δώσει στον έξοχο άνθρωπο μια ζωή που θα μπο­ρούσε να μετρηθεί με τ’ άστρα και στη διάρκεια!

Γι’ αυτό το λόγο τέρμα μαυτή τη ζωή, τέρμα μ αυτή την απάτη της θεότητας! Εάν δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο καλύτερη ζωή, ας της χαριστεί, ας την κρατήσει για τον εαυτό της! Έχετε γεια, αγαπητοί μου φίλοι, πεθαίνω, θέλω να πεθάνω, μάλιστα πρέπει να πεθάνω γιατί τώρα δεν θα μπορούσα ποτέ ως ένα εξοχότατο ανθρώπινο πνεύμα να υποφέρω τη ντροπή αυτής της ζωής του εμπαιγμού».

Στο σημείο αυτό παροτρύνουν οι γιατροί τον αστρονόμο μας και πάλι να ησυχάσει. Όμως σιωπά και δεν ξαναμιλάει. Οι γιατροί ι ου δίνουν μόσχο αλλά τον πετάει με βία μακριά του. Οι γιατροί τον παρακαλούν να πάρει φάρμακο, όμως ολοένα γίνεται πιο σιωπηλός κι αρχίζει να ρογχάζει. Του κάνουν μαλάξεις και προ­σπαθούν να τον σώσουν ξανά απ’ αυτό το λήθαργο, όμως όλα είναι μάταια. Μετά από ένα διάστημα μερικών ωρών σταματάει μεν ο ρόγχος, όμως στη θέση του εμφανίζεται ένα οξύ παρα­λήρημα, τουλάχιστον έτσι φαίνεται στον κόσμο, κατά το οποίο ο αστρονόμος λέει με μια υπόκωφη στριγκή φωνή τα εξής:

«Μα πού είστε, ωραία αστέρια, που τόσο σας αγαπούσα; Ντρέπεστε για μένα, γι’ αυτό μου κρύβετε το χαριτωμένο σας πρόσωπο; Μη ντρέπεστε όμως για μένα! Γιατί σας περιμέ­νει η ίδια μοίρα που χτύπησε τώρα εμένα. Θα πεθάνετε κι ε­σείς, όπως πέθανα τώρα εγώ! Όμως μη μνησικακείτε γι’ αυτό το λόγο για τον αδύναμο δημιουργό, όπως το έκανα εγώ. Γιατί δείτε, είχε σίγουρα την καλύτερη θέληση αλλά πολύ λίγη σοφία και δύναμη, γι’ αυτό είναι όλα του τα έργα τόσο φθαρτά κι εφήμερα. Φυσικά θα έπραττε καλύτερα, εάν δε δημιουργούσε ποτέ κάτι με το οποίο απλά και μόνο ντροπιάστηκε σε μας που είμαστε τα σοφά του δημιουργήματα γιατί ένα ατελές έργο δεν αφήνει περιθώρια, για να υποτεθεί ότι υπάρχει ένας τέλειος τεχνίτης! Γι’ αυτό να μη μνησικακούμε πια για το φτωχό αξιολύπη­το κακοτεχνίτη για Θεό που στο τέλος θα δυσκολευτεί να κρα­τηθεί και ο ίδιος ακόμη έξω από την απεριόριστη παροδικότητα όλων των έργων του.

Καημένε δημιουργέ! Τώρα καταλαβαίνω πως είσαι ένα καλό ον και πως ο ίδιος θα είχες τη μεγαλύτερη χαρά, εάν πετύχαινε καλύτερα η δημιουργία σου, όμως: “Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι πέρα από την ικανότητά του, ultra posse nemo tenetur“.

Ένας απατεωνίσκος που θέλει να πράξει κάτι καλύτερα απ’ ό, τι μπορεί. Εσύ όμως δεν έπραξες πέρα από την ικανότητά σου, άρα δεν είσαι απατεώνας!

Καημένε, καλέ άνθρωπε Ιησού, που έδωσες στον κόσμο την πιο σοφή ηθική με τη βοήθεια πολλαπλών φαινομενικών θαυ­μάτων! Κι εσύ εμπιστεύθηκες υπερβολικά τον υποτιθέμενο θεό-πατέρα σου που εξαιτίας της προφανούς του αδυναμίας σ’ εγκατέλειψε την ώρα ακριβώς που θα έπρεπε να σε υποστη­ρίξει όσο γινόταν πιο πολύ με την παντοδυναμία του, με την οποία θα μπορούσες να κάνεις σκόνη τους εχθρούς σου!

Όταν κρεμόσουν στο σταυρό της αισχύνης ήταν βέβαια πολύ αργά, για να φωνάξεις: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Γιατί, δες, ο Θεός σου έπρεπε από καιρό να σε έγκατα- λείψει, επειδή στέρεψε η δύναμή του για τη δική σου διατήρη­ση όπως και τώρα για τη δική μου! Έκανε μεν ό, τι μπορούσε και θα έκανε ευχαρίστως περισσότερα, όμως δες, εδώ ισχύει πά­ντα το «κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι πέρα από την ικανό­τητά του».

Αυτό όμως είναι γελοίο! Τώρα πέθανα και όμως παρόλα αυτά ζω, σαν ένας εξαπατημένος γάιδαρος! Το πιο παράξενο στην υπόθεση είναι πως μου φαίνεται τώρα σαν να ήταν τελείως αδύνατο να πεθάνω! Πού όμως εξαφανίστηκε η γη και οι καλοί μου φίλοι; Δεν βλέπω βέβαια τίποτε και δεν ακούω τίποτε, ε­κτός από μένα τον ίδιο μόνο, αλλά έχω διαυγέστατη συνείδηση και η ανάμνησή μου επεκτείνεται τώρα τελείως καθαρή ακόμη και πριν από τη γέννησή μου. Είναι πράγματι περίεργο! Μήπως ήθελε η θεότητα να μου δείξει πως μπορεί να κάνει περισσό­τερα από ό, τι περίμενα από αυτήν σ’ αυτό το τελευταίο διάστη­μα της ζωής μου; Ή μήπως ζει ακόμη το σώμα μου στην τελευταία στιγμή της καταστροφής και η τωρινή μου ζωή μοιάζει με τη μετέπειτα λάμψη εκείνων των ήλιων που έσβησαν πριν τρισεκατομμύρια χρόνια και συνεχίζουν να ζουν μόνο στην ακτι­νοβολία του φωτός τους μέσα στον άπειρο χώρο;

Όμως για μια τέτοια φαινομενική ζωή, η οποία, πράγμα που είναι μαθηματικά σωστό, πρέπει να διαρκεί και αιώνια, επειδή η εξερχόμενη ακτίνα δεν θα φτάσει ποτέ σ’ ένα πεπερασμένο όριο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παύσει ποτέ, έχω τώρα πολύ καθαρή συνείδηση του εαυτού μου, μάλιστα χίλιες φορές πιο καθαρή από ποτέ σ’ όλη μου την επίγεια ζωή. Μόνο, όπως είπα, που δεν ακούω και δεν βλέπω τίποτα πέρα από εμένα τον ίδιο. Σιωπή τώρα! Μου φαίνεται σα ν’ άκουσα ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό, ένα ψιθύρισμα! Επίσης θέλει να με πάρει ένας απαλός, πολύ γλυκός ύπνος. Κι όμως δεν είναι ύπνος, όχι, όχι, είναι σαν να πρέπει να ξυπνήσω από έναν ύπνο;! Όμως τώρα σιωπή, σιωπή, ακούω φωνές από μακριά, γνωστές φωνές, πο­λύ γνωστές φωνές! Σιωπή, έρχονται, έρχονται πιο κοντά!».

Εδώ σώπασε ο αστρονόμος μας εντελώς και δεν κινούσε ούτε τα χείλη πια, πράγμα από το οποίο οι φίλοι και γιατροί που στέκονταν γύρω του συμπέραναν πως τώρα έχει εντελώς τελειώσει, μιας και εκτός από αυτό, η μισή ομιλία που παρατί­θεται εδώ έγινε αντιληπτή από τους παρευρισκόμενους περισ­σότερο σαν μουρμουρητό που συνοδευόταν από ρόγχο, παρά σαν μια αρθρωμένη έκφραση, πράγμα που το απέδωσαν στην εσωτερική φαντασία του οργανισμού που άρχιζε να γίνεται άκαμπτος.

Οι γιατροί χρησιμοποίησαν βέβαια τα πιο ακραία μέσα επα­ναφοράς στη ζωή, αλλά στάθηκαν πλέον άκαρπα.

Έτσι άφησαν έπειτα τον αστρονόμο που σύμφωνα με τη γνώμη τους είχε βυθιστεί στον πιο βαθύ λήθαργο να ηρεμήσει και περίμεναν τί θα φανερώσει η φύση από μόνη της. Όμως περίμεναν μάταια, γιατί η φύση δεν έφερε τίποτε περισσότερο στο προσκήνιο από το σωματικό θάνατο που ακολούθησε σύντομα πραγμα­τικά.

Όπου όμως για τη φύση που γνωρίζουν οι γιατροί έχει πραγ­ματοποιηθεί ο «τελευταίος στόχος των πραγμάτων», εκεί απέρχονται. Κι εμείς απερχόμαστε, όμως όχι σαν τους για­τρούς, αλλά σαν πνεύματα που μπορούν να ακολουθήσουν στο επέκεινα τον άνθρωπο που πέθανε γι’ αυτή τη γη για να παρακολουθούν τι θα ξεκινήσει εκεί και προς τα πού θα πορευ­τεί.

Κοιτάξτε, εκεί είναι ακόμη όπως στον κόσμο, στο κρεβάτι του και δίπλα του κανείς εκτός από τους τρεις αγγέλους που ήδη γνωρίζετε. Κι εκεί πίσω από τους τρεις αγγελιοφόρους, Κά­ποιος ακόμη!

Ακούστε, ακόμη μιλάει και λέει:

«Τώρα δεν ακούω πάλι τίποτε. Μα τι ακουστικές ψευδαισθή­σεις ήταν πριν αυτές; Χμ, χμ, τώρα δεν ακούω τσιμουδιά. Να υπάρχω ακόμη ή έχω τελειώσει; Σε καμία περίπτωση δεν έχω τελειώσει, γιατί αισθάνομαι τον εαυτό μου, έχω με τη μέγιστη καθαρότητα τη συνείδηση του εαυτού μου, σκέφτομαι, θυμάμαι τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, ό, τι έπραξα ποτέ, μό­νο η νύχτα, η αχρεία νύχτα δεν θέλει να φύγει! Θέλω μια φορά χάριν αστείου ν’ αρχίσω να φωνάζω κι αυτό όσο πιο δυνατά γίνεται. Ίσως έτσι μ’ ακούσει κάποιος;! Ε, εκεί! Δεν υπάρχει κανείς κοντά μου που θα με βοηθούσε να βγω από αυτή τη νύ­χτα;! Βοήθεια, εάν κάποιος βρίσκεται τυχαία κοντά μου!»

Τώρα μιλάει ο αγγελιοφόρος Α και λέει στο Β: «Αδελφέ, σήκωσέ τον από τον τάφο του!» Και ο αγγελιοφόρος Β σκύβει πάνω από τον αστρονόμο και λέει: «Ας σου συμβεί όπως το θέλει πάντα ο Κύριος κάθε ζωής και ύπαρξης, σήκω από το γήινο τάφο σου, γήινε αδελφέ!».

Δείτε, τώρα σηκώνεται στη στιγμή ο αστρονόμος και το σώμα του πέφτει προς τα πίσω σαν καταχνιά που διαλύεται. Αλλά ο αστρονόμος φωνάζει: «Αδελφέ, με τράβηξες από το μνήμα, τράβηξέ με κι από το σκότος μου!» Και ο αγγελιοφόρος λέ­ει: «Αυτή είναι η προαιώνια θέληση του Κυρίου, να έχουν όλα τα δημιουργήματά του και ιδιαίτερα τα παιδιά Του φως και να πο­ρεύονται στο φως βλέποντας καθαρά. Γι’ αυτό άνοιξε τα αθά­νατα μάτια σου και δες και κοίταξε τι σου αρέσει. Γενηθήτω!»

Τώρα ανοίγει ο αστρονόμος τα μάτια του για πρώτη φορά στον πνευματικό κόσμο. Βλέπει καθαρά το περιβάλλον του και χαίρεται πραγματικά που, σύμφωνα με την ιδέα του, αντικρύζει πάλι ανθρώπους κι ένα έδαφος, στο οποίο στηρίζεται.

Τώρα όμως ρωτάει: «Μα ποιοι είστε αγαπητοί φίλοι; Και πού είμαι; Γιατί εν μέρει μου φαίνεται πολύ οικείο το μέρος κι εν μέρει πάλι πολύ ξένο. Επίσης είμαι τόσο ελαφρύς και ασυνήθιστα υγιής και δεν καταλαβαίνω και τόσο καλά πώς ήρθα εδώ και πώς μ’ έκανε να βλέπω η δύναμη των λόγων σας. Γιατί ή­μουν στ’ αλήθεια τελείως τυφλός!»

Ο άγγελος Α λέει: «Για τον κόσμο πέθανες κατά το σώμα και είσαι τώρα αιώνια ζωντανός κατά την ψυχή σου και κατά το πνεύμα σου εδώ στον καθεαυτό αληθινό κόσμο της ζωής των πνευμάτων. Εμείς οι τρεις είμαστε άγγελοι του Κυρίου που έ­χουμε σταλεί να σε αφυπνίσουμε και να σε οδηγήσουμε στον ορθό δρόμο προς τον Κύριο, το Θεό σου και δικό μας Θεό, στον Πατέρα σου που είναι γεμάτος αγάπη, υπομονή και ευσπλαχνία, ο οποίος είναι και ο δικός μας Πατέρας, άγιος, υπεράγιος. Αυτό το Θεό εσύ κατά την τελευταία σου επίγεια ώρα ονόμασες «αδύναμη θεότητα», μιας και ήσουν τυφλός. Εκείνος όμως σου τα συγχώρεσε όλα κι αυτό, επειδή ήσουν τυφλός και αδύναμος! Τώρα τα ξέρεις όλα, πράξε σύμφωνα μ’ αυτά και θα είσαι υπερευτυχής αιώνια το ίδιο με μας!».

Ο αστρονόμος μιλάει: «Αδέλφια, φίλοι του Θεού, οδηγήστε με όπου θέλετε, σας ακολουθώ! Αλλά, αν πρόκειται να μου δο­θεί η ατέλειωτη χάρη ν’ αντικρύσω το Θεό, τότε δώστε μου αμέτρητη δύναμη! Γιατί αισθάνομαι παντοτινά πολύ άθλιος, ντροπιασμένος και ανάξιος ν’ αντέξω αυτή την αγιότατη όψη! Όμως εκεί βλέπω ακόμη Κάποιον που μας κοιτάζει πολύ φιλικά! Ποιά είναι αυτή η λαμπρή μορφή; Σίγουρα είναι κι αυτή ένας αγγελιοφόρος των ουρανών;»

Ο άγγελος Α λέει: «Ναι, ένας αγγελιοφόρος όλων των ουρανών! Πήγαινε σ’ Αυτόν, ο δρόμος είναι σύντομος. Αυτός ο ίδιος θα σου το αποκαλύψει».

Ο αστρονόμος πηγαίνει και ο συγκεκριμένος Κάποιος πηγαί­νει προς το μέρος του και λέει: «Μα δε Με γνωρίζεις, αδελφέ; Κι ο αστρονόμος απαντάει: «Πώς να σε γνωρίζω, αφού σε βλέ­πω για πρώτη φορά;! Ποιος είσαι όμως, αγαπητέ, λαμπρέ αδελφέ;»

Η φιλική μορφή λέει: «Δες τα σημάδια των πληγών Μου! Είμαι ο αδύναμος Ιησούς σου κι έρχομαι να σε συναντήσω, για να βοηθήσω με την αδυναμία Μου τη δική σου αδυναμία γιατί, αν ερχόμουν με τη δύναμή Μου να σε συναντήσω, τότε δεν θα είχες ζωή! Γιατί κάθε ζωή που αρχίζει είναι ένα ευαίσθητο φυτό που δεν ευδοκιμεί χωρίς αέρα, ο τυφώνας όμως σκοτώ­νει τη ζωή του! Έτσι είμαι κι εγώ τώρα μόνο ένα αεράκι που έρχεται να σε συναντήσει, για να σε ζωντανέψει τελείως, και όχι τυφώνας, για να σε καταστρέφει. Αγάπα με, όπως σε αγαπώ Εγώ προαιώνια, έτσι θα έχεις την αληθινή αιώνια ζωή!»

Αποκρίνεται ο αστρονόμος: «Πολυαγαπημένε μου Ιησού! Εσύ είσαι λοιπόν Εκείνος που έδωσε τη ν πιο λαμπρή διδασκα­λία στους κατοίκους της γης και οι κάτοικοι της γης σε σταύ­ρωσαν γι’ αυτό!; Δίδαξε κι εμένα τον ορθό δρόμο που οδηγεί στο Θεό, αυτόν που δίδαξες εσύ. Από μένα δεν θα σταυρωθείς ποτέ γι’ αυτό! Όμως, εάν σου είναι δυνατόν, άφησέ με κατά τη διδασκαλία να δω και τη μεγάλη δημιουργία στην καθαρότητά της, πράγμα που με απασχόλησε σ ‘ όλη μου τη ζωή τόσο πολύ!

Λέει ο Ιησούς: «Ο δρόμος προς το Θεό δεν θα είναι μακρύς, εάν θέλεις να τον βαδίσεις αμέσως- εάν όμως θέλεις πριν από αυτό να περιεργαστείς τα άστρα σου, τότε θα έχεις έναν μακρύ δρόμο. Διάλεξε τώρα τι θέλεις περισσότερο!»

Απαντάει ο αστρονόμος: «Αγαπημένε μου Ιησού, απέχω πο­λύ μακριά από το να είμαι ώριμος για το Θεό. Γι’ αυτό, εάν σου είναι δυνατόν, βοήθησέ με να ωριμάσω στα άστρα».

Λέει ο Κύριος: «Να γίνει σύμφωνα με την αγάπη σου! Από αυτούς τους τρεις Αγγέλους διάλεξε έναν που θα σε οδηγή­σει και που θα σου δείξει στο τέλος του ταξιδιού σου Ποιος είναι ο υποτιθέμενος Ιησούς, τον Οποίο γνωρίζεις ως έναν άνθρωπο που σταυρώθηκε!»

Δείτε τώρα πάλι πως αυτός ο αστρονόμος ψάχνει το «στοι­χείο» του και μόνο μέσα από αυτό θέλει να ’ρθει προς το μέρος Μου χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται πως Εγώ ήμουν ήδη κοντά του κι αυτός κοντά μου! Γι’ αυτό αποφεύγετε την υπερβολικά διανο­ούμενη γνώση των αστρονόμων και των γεωλόγων, γιατί αυτή η γνώση δεν ελκύεται προς Εμένα, αλλά προς την αγάπη της επιστήμης! Γι’ αυτό το σκοπό σας έδωσα αυτό το παράδειγμα.

Αμήν.»

Ένα νέο άφθαρτο σώμα

Τι συμβαίνει όμως κατά την ώρα του θανάτου όταν το πνευματικά ώριμο μέρος της ψυχής αποχωρίζεται το σώμα και συναθροίζεται γύρω από τον πνευματικό οδηγό του; Μόλις ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο πνευματικός οδηγός βάζει σε τάξη όλους τους ψυχικούς σπινθήρες που αποσπάστηκαν από το σώμα. Σχηματίζει ένα καινούργιο αιθερικό ψυχικό σώμα δίνοντάς του την αρχετυπική μορφή του ανθρώπου, όπου ο ίδιος λαμβάνει πάλι τη θέση του στην καρδιά αυτού του σώματος ως το κέντρο ζωής του.

Στο έργο του Λόρμπερ, «Η θεία Οικονομία» διαβάζουμε ότι «όταν το πνεύμα, σύμφωνα με το θεϊκό θέλημα εγκαταλείπει την ύλη, δεν την εγκαταλείπει σαν ένα ολοκληρωτικά καθα­ρό, ελεύθερο (δηλ. ασώματο) πνεύμα, αλλά πάντοτε με ένα καινούργιο αιθερικό σώμα (που αποτελείται από τους πνευματοποιημένους σπινθήρες της ψυχής), το οποίο δεν μπορεί να εγκαταλείψει ξανά».

Αυτή την αναμόρφωση εννοεί και ο Παύλος με τα λόγια: σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν έστι σώμα ψυχικόν, και έστι σώμα πνευματικόν» (Κορινθ. Α΄ 15, 44).

Αυτός ο καινούργιος άνθρωπος δεν αποτελείται πλέον από την τριαδικότητα πνεύματος, ψυχής και σώματος, αλλά μόνο από μια διαδικότητα, όπου η ψυχή αποτελεί το αιθερικό σώμα του πνεύματος. Προφανώς αυτός ο καινούργιος άνθρωπος εξακολουθεί κατ’ αρχήν να έχει τις ίδιες σκέψεις, επιθυμίες, επιδιώξεις και συναισθήματα που είχε στην επίγεια ζωή του. Γι’ αυτό στην πραγματικότητα η όλη υπόθεση είναι σαν ο άν­θρωπος αποχωρώντας από το υλικό του σώμα, να έβγαλε α­πλά από πάνω του ένα παλιό ρούχο.

Σε γενικές γραμμές ο νέος πνευματικο-ψυχικός άνθρωπος διατηρεί την ανθρώπινη μορφή ως προς το σχήμα και τον ορ­γανισμό. Μόνο που τώρα δεν αποτελείται από συμπαγή ύλη, αλλά από αιθέρια ουσία. Ο Ζορίλος, ένας Έλληνας επαίτης τον οποίον ένας μαθητής του Ιησού έχει υπνωτίσει μαγνητικά, περιγράφει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αυτά που αντιλαμβά­νεται κατά την ύπνωσή του:

«Η ψυχή έχει βέβαια κι αυτή ένα σώμα, που αν και αιθέριο, για εκείνη συνιστά ένα εξίσου τέλειο σώμα. Από αυτό το ψυχικό σώμα δεν λείπει ούτε ένα αισθητήριο όργανο. Εσύ βέβαια δεν το βλέπεις με τα φυσικά σου μάτια, αλλά εγώ μπορώ να τα δω όλα αυτά, να τ’ ακούσω, να τα αισθανθώ, να τα μυρίσω και να τα γευθώ. Γιατί η ψυχή έχει τις ίδιες αισθήσεις επίσης που έχει το σώμα για να επικοινωνεί μαζί της.

Οι αισθήσεις του σώματος είναι τα ηνία στα χέρια της ψυχής με τα οποία κατευθύνει το σώμα στις λειτουργίες του μέσα στον εξωτερικό κόσμο. Αν δεν διέθετε αυτές τις αισθήσεις το σώμα, θα ήταν εντελώς άχρηστο και ένα αβάσταχτο βάρος για την ψυχή… Από την άλλη όμως, ακόμη και οι πιο οξείες αι­σθήσεις δεν θα ωφελούσαν καθόλου την ψυχή, εάν δεν διέθε­τε ακριβώς τις ίδιες στο αιθερικό της σώμα. Επειδή λοιπόν η ψυχή διαθέτει τις ίδιες αισθήσεις με το σώμα, γι’ αυτό αντιλαμ­βάνεται εύκολα με ακρίβεια με τις δικές της λεπτές αισθήσεις, αυτά που έχουν προσλάβει προηγουμένως οι σωματικές αι­σθήσεις από το περιβάλλον.

Τώρα ξέρεις επομένως ότι και η ψυχή διαθέτει μια σωματική μορφή. Βέβαια εσύ το ξέρεις επειδή σου το είπα εγώ, όπως το βλέπω, το αισθάνομαι και το αντιλαμβάνομαι σωματικά. Όταν όμως θα ξυπνήσω πάλι, δεν θα θυμάμαι πια τίποτα, γιατί τώρα βλέπω, αισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι με τις λεπτές αισθή­σεις της ψυχής μου, χωρίς να ενεργοποιούνται ταυτόχρονα εκείνες του σώματος.

Αν τα αντιλαμβανόμουν όλα αυτά και με τις αισθήσεις του σώματος, εκείνες θα χάραζαν ορισμένα σημάδια επάνω στα νεύρα του εγκεφάλου μου κι αντίστοιχα στα ζωτικά νεύρα ε­πίσης της φυσικής καρδιάς μου. Τότε εγώ, η ψυχή, θα τα ξα­νάβρισκα αυτά τα σημάδια όταν θα ήμουν μέσα στο φυσικό μου σώμα και θα τα αναγνώριζα. Όμως τώρα όλοι σχεδόν οι δεσμοί μου με το σώμα μου έχουν διακοπεί και δεν ασκώ κα­μία επίδραση ή ανάδραση επάνω στις αισθήσεις του. Γιαυτό, όταν επιστρέψω πάλι στο σώμα μου, δε ν θα θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά που βλέπω, ακούω, αισθάνομαι και συζητώ τώρα και από όσα μου συμβαίνουν αυτή την ώρα.

Ωστόσο η ψυχή διαθέτει μια δική της μνήμη επίσης. Ως εκ τούτου μπορεί να θυμηθεί το παραμικρό, ακόμη και το πιο ασήμαντο πράγμα που της έχει συμβεί. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο όταν είναι σ’ ελεύθερη κατάσταση*. Όσο όμως βρίσκε­ται μέσα στο σώμα, που τη συσκοτίζει ολοκληρωτικά, τότε βλέ­πει, ακούει και αισθάνεται μόνο τις χονδροειδείς, εκκωφαντικές εντυπώσεις του κόσμου, που καλύπτουν με το θόρυβό τους καθετί το πνευματικό. Συχνά δεν έχει συνείδηση ούτε του ίδιου της του εαυτού, πώς λοιπόν να αντιληφθεί τις ανώ­τερες πνευματικές εντυπώσεις που βρίσκονται σε αδράνεια μέσα της.

Κι εσύ ο ίδιος έχεις μια ψυχή, όπως εγώ τώρα που είμαι μια τελείως ελεύθερη ψυχή, αλλά δεν ήξερες παρά πολύ λίγα ή σχεδόν τίποτα για τον εαυτό σου. Αυτό οφείλεται στη σκοτει­νή σάρκα, με την οποία περιβάλλεται για ένα διάστημα κάθε ψυχή. Εγώ με τη φωνή του φυσικού μου στόματος αποτύπωσα μερικές εντυπώσεις πάνω στα νεύρα του δικού σου νωτιαίου μυελού. Εσύ ως ψυχή αναγνώρισες, μέσω αυτών των εντυπώ­σεων, τα ίδια αρχέτυπα σημάδια μέσα σε σένα την ίδια. Γι’ αυτό τώρα γνωρίζεις επίσης, σαν ψυχή και όχι σαν σάρκα, ότι λόγω της σκέψης και της θέλησής σου κι εσύ είσαι ψυχή, η οποία μάλιστα σαν αιθερική – σωματική υπόσταση έχει την ίδια μορ­φή όπως το σώμα σου». (Μ.Ε.Ι. IV)

Ένας ενορατικός περιγράφει τη διαδικασία του θανάτου

Ο Μαθαήλ, ένας πνευματικά αφυπνισμένος μαθητής του Ιη­σού, περιγράφει το θάνατο ενός ανθρώπου, που παρακολού­θησε με την πνευματική όρασή του:

«Παρατήρησα τότε από πιο κοντά τη γυναίκα που ψυχορρα­γούσε. Κάτι σαν άσπρη άχνα αναδυόταν από το ηλιακό πλέγμα, τη συνήθη έξοδο της ψυχής από το σώμα. Αυτή η άχνα απλώ­θηκε πάνω από το στήθος της πυκνώνοντας διαρκώς περισσό­τερο. Ωστόσο δεν έβλεπα να σχηματίζεται καμία ανθρώπινη μορφή. Καθώς το παρατηρούσα αυτό στοχαστικός, μου είπε το πνεύμα – φύλακας που ήταν παρόν: “Πρόσεξε να δεις τώρα πώς μια ψυχή εγκαταλείπει για πάντα τη γήινη κατοικία της!” Εγώ αμέσως το ρώτησα: “Γιατί όμως αυτή δεν έχει καμία μορ­φή, ενώ εσείς, που είσαστε επίσης ψυχές, έχετε εντελώς κα­νονικές ανθρώπινες μορφές;” Τότε απάντησε το πνεύμα: “Πε­ρίμενε λίγο ακόμη! Όταν η ψυχή θα έχει βγει εντελώς από το σώμα, θα πάρει μια σωστή μορφή και τότε θα είναι πραγματικά ευχάριστη και φιλική στην όψη”.

Ενόσω εγώ παρατηρούσα εκείνη την άχνα να απλώνεται και να πυκνώνει πάνω από το στήθος της άρρωστης, το σώμα της ζούσε ακόμα. Από καιρό σε καιρό αναστέναζε σαν κάποιον που τον βασανίζει ένα κακό όνειρο.

Μετά από ένα τέταρτο περίπου μιας ρωμαϊκής ώρας, η άχνα αιωρείτο γύρω στις δύο πιθαμές πάνω από το σώμα της ετοι­μοθάνατης, έχοντας πάρει το μέγεθος ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού.

Μόνο μια ατμώδης στήλη, λεπτή σαν ένα δάκτυλο, τις συνέ­δεε πια. Η στήλη που είχε ένα κοκκινωπό χρώμα, πότε επιμη­κυνόταν και πότε συμπτυσσόταν πάλι. Αλλά μετά από κάθε ε­πιμήκυνση και σύμπτυξη, η ατμώδης στήλη γινόταν όλο πιο λε­πτή, ενώ όσο επιμηκυνόταν, το σώμα το τάραζαν οδυνηροί σπασμοί.

Ύστερα από δυο περίπου ρωμαϊκές ώρες, η ατμώδης στήλη απελευθερώθηκε εντελώς από το ηλιακό πλέγμα- το κατώτατο άκρο της έμοιαζε σαν ένα φυτό με πάρα πολλά ριζίδια. Τη στιγ­μή δε που η στήλη διαχωρίστηκε από το σώμα, πρόσεξα δυο φαινόμενα. Κατ’ αρχήν ότι το σώμα νεκρώθηκε τελειωτικά και την ίδια στιγμή ολόκληρη η αχνόλευκη ατμώδης μάζα με­ταμορφώθηκε στη γυναίκα του γείτονα που γνώριζα».

Ωστόσο το νέο ψυχικό σώμα δεν έχει πάντα την ίδια μορφή με το προηγούμενο φυσικό σώμα. Στον πνευματικό κόσμο ι­σχύει ακόμη περισσότερο ο κανόνας που λέει ότι η εξωτερική μορφή ενός όντος παριστάνει μια αντίστοιχη εικόνα του εσω­τερικού είναι του. Αυτή η αντιστοιχία παρουσιάζεται πολύ πιο γρήγορα και ολοκληρωμένα στον άλλο κόσμο, έτσι ώστε το αιθερικό σώμα αποτυπώνει πληρέστερα την ιδιοσυστασία της ψυχής.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη», τόμος IV, ο ενορατικός Μαθαήλ περιγράφει δυο άλλες σχετικές εμπειρίες του. Το ένα αναφέρεται στο σταυρικό θάνατο ορισμένων αρχιληστών, όπου έγι­ναν ολοφάνερα τα τιγροειδή χαρακτηριστικά της ψυχής τους. Στην άλλη περίπτωση αντίθετα ήταν παρών στο θάνατο του ηλικιωμένου Λάζαρου, πατέρα του γνωστού μας Λάζαρου της Βηθανίας. Ο Ιησούς του αναλύει αυτά που είδε με την πνευματική όραση σ’ εκείνη την περίπτωση:

«Όταν πέθανε ο Λάζαρος, αυτό που είδες να αιωρείται πάνω από το σώμα του δεν ήταν μία κακοσχηματισμένη, σαν ξεφτισμένη, αχνώδης μορφή, αλλά αποτελούσε ήδη μια πλήρη αν­θρώπινη μορφή. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη αγάπη του Λάζα­ρου για τη δραστηριότητα, πράγμα που υποδεικνύει ότι ήδη διέθετε εσωτερικά μια τέλεια, πνευματική ζωή, η οποία δεν αντιμετωπίζει με φόβο την επικείμενη έντονη δραστηριότητα στο ουράνιο βασίλειο. Σε αυτή την περίπτωση η ψυχή δεν δονείται από το φόβο. Σαν αποτέλεσμα, η ψυχική ανθρώπινη μορ­φή εμφανίζεται στα μάτια εκείνου που έχει τη σπάνια ικανότη­τα να δει κάτι τέτοιο, σαν ενιαία, καλοσχηματισμένη και εντε­λώς γαλήνια ήδη αμέσως μετά την έξοδό της από το σώμα.

Ο μικρός και εξαιρετικά λεπτός συνδετικός λώρος που διέκρινες ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα της, μαρτυρούσε το μηδαμινό ενδιαφέρον του Λάζαρου για τα εγκόσμια, με απο­τέλεσμα η ψυχή του να αποχωρισθεί εύκολα και ανώδυνα από το σώμα της.

Επιπλέον η φωτεινή οπτασία πάνω από το κεφάλι της ψυχής, μαρτυρούσε πάνω από όλα την ισχυρή θέλησή της και το γε­γονός ότι υπήρξε εξαιρετικά δραστήρια σύμφωνα με την ου­ράνια τάξη».

Οι ψυχές παρουσιάζουν διαφορές επίσης ως προς τη χρω­ματική και φωτεινή ακτινοβολία τους, ανάλογα με το βαθμό συνειδητότητας και αλτρουιστικής αγάπης που έχουν να επιδείξουν.

Η Ανάσταση

Όσο αινιγματικό είναι το μυστήριο του θανάτου, άλλο τόσο μυστηριώδης είναι για πολλούς χριστιανούς η έννοια της ανά­στασης. Όλοι ξέρουν ότι ο Ιησούς αναστήθηκε σαν μεταμορ­φωμένο πνεύμα την τρίτη ημέρα μετά το σωματικό του θάνατο και ότι η ανάσταση είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Αλλά οι γνώμες διίστανται σημαντικά γύρω από το πότε, το πώς και ποιος μπορεί να ελπίζει στην ανάσταση.

Τα νεοαποκαλυπτικά κείμενα τονίζουν ότι ο Θεός, όντας η υπερτέλεια Αγάπη και απέραντα στοργικός Πατέρας, αποβλέ­πει στην πνευματική τελείωση και την αιώνια μακαριότητα των παιδιών του και όχι στο θάνατο ή την αιώνια καταδίκη τους.

Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για θεία δίκη, ούτε σε αυτό τον κόσμο, ούτε στον άλλον.

Δεν είναι δυνατόν όσοι ήταν πιστοί στη σύντομη διάρκεια της γήινης ζωής τους να κατακτήσουν μια για πάντα την αθανασία και τα παραδείσια αγαθά, ενώ όσοι δεν πιστεύουν, να βασανί­ζονται απερίγραπτα σε όλη την αιωνιότητα.

Τι τρομερός εκδικητής και τιμωρός θα ήταν ένας Θεός που θα αντιμετώπιζε με αυτόν τον τρόπο τα αδύναμα και ατελή πλά­σματα που έχει φέρει ο ίδιος στον κόσμο; Ο ίδιος που έδωσε την εντολή στους ανθρώπους να αγαπούν τους εχθρούς τους, να ευλογούν όσους τους αναθεματίζουν, (Ματθ. 5, 44) και να συγχωρούν «εβδομήντα φορές επί επτά» όσους τους αδικούν (Ματθ. 18,22).

Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι μέσα στο πνεύμα του Δημιουρ­γού που θέλει να οδηγήσει στην αιώνια ζωή και στην πλήρη υιοθεσία, τόσο τον δίκαιο, που κινείται μέσα στα πλαίσια της Τάξης του, όσο και το «σκεύος εις ατιμίαν» (Ρωμ. 9, 21), που η ψυχική ιδιοσυστασία τον κάνει να τείνει προς την ανομία.

Ο Ιησούς είχε κατά νου όλους τους ανθρώπους όταν είπε: «πρέπει να γίνετε τέλειοι όπως είναι τέλειος ο ουράνιος Πα­τέρας σας», και άμα συγχωρείτε στους ανθρώπους τα σφάλμα­τά τους, θα σας συγχωρέσει ο Πατέρας σας για τα δικά σας».

Στο Λόρμπερ διαβάζουμε σε παρόμοιο πνεύμα: «Ανόητοι άνθρωποι! Υπάρχει μήπως κανένας πατέρας που ν’ αγαπάει έστω και λίγο τα παιδιά του, ο οποίος να ρίχνει ισόβια στη φυλακή ένα παιδί του και επιπλέον να το τιμωρεί καθημερινά για όλη του τη ζωή, επειδή παράκουσε μια εντολή του; Εφόσον όμως κανένας πατέρας δεν θα κάνει κάτι τέτοιο, παρ’ όλο που σαν άνθρωπος έχει κακία μέσα του, πόσο μάλλον απο­κλείεται να το κάνει ο Πατέρας στους ουρανούς, ο οποίος εί­ναι η ίδια η αιώνια, πάναγνη Αγάπη και Καλοσύνη!».

Υπάρχει «αιώνια καταδίκη»;

Τα σχετικά κείμενα στη νέα αποκάλυψη μας οδηγούν σε ε­ντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά που έχουν επι­κρατήσει σαν εκκλησιαστικό δόγμα στον χριστιανικό κόσμο λόγω της στενής, κατά γράμμα ερμηνείας ορισμένων ευαγγε­λικών περικοπών.

Στον λορμπερικό «Ρόμπερτ Μπλουμ» ρωτά στον άλλο κόσμο ένα πνεύμα τον Κύριο:

«Ένα μόνο πράγμα με απασχολεί ακόμη χωρίς να αφήνει την καρδιά μου να ησυχάσει. Πρόκειται για έναν όρο που απαντά­ται σχεδόν σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες, τη λεγόμενη αιώνια καταδίκη. Υπάρχει κάτι τέτοιο ή όχι; Γιατί εφόσον ο άνθρωπος ανταμείβεται αιώνια για κάθε λεπτό χρηστής ζωής ε­πάνω στη γη, κανονικά συνεπάγεται ότι πρέπει να υπάρχει ε­πίσης αντίστοιχα μια αιώνια τιμωρία για την κοινή ζωή. Αυτό το συλλογισμό τον θεωρώ εντελώς λογικό.»

«Εσύ ίσως, Εγώ όμως όχι! Πώς μπορεί να έχω δημιουργήσει ένα ον για τον αιώνιο θάνατο, τη στιγμή που Εγώ είμαι η ίδια η αιώνια Ζωή! Ως εκ τούτου αυτό που λέγεται τιμωρία, όπου κι αν προκύπτει, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένα μέσον για την επίτευξη του βασικού και κύριου σκοπού (δηλ. τη μακάρια τε­λειοποίηση των όντων). Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να εξυπηρετεί τον ακριβώς αντίθετο και εχθρικό σκοπό.»

«Μάλιστα, τώρα το καταλαβαίνω! Όμως στη Γραφή υπάρχουν κάποια λόγια και μάλιστα από το δικό σου το υπεράγιο στόμα, που μιλούν σαφέστατα για «ένα αιώνιο πυρ το οποίο δεν σβή­νει ποτέ», και για «ένα σκουλήκι που δεν πεθαίνει ποτέ!». Υ­πάρχει μάλιστα γραμμένο κι αυτό το «μακριά από Εμένα κατα­ραμένοι, στο πυρ το αιώνιο που περιμένει το Σατανά και τους υπηρέτες του!». Κύριε, γνωρίζω ένα σωρό περικοπές όπου η κόλαση και το αιώνιο πυρ περιγράφονται με τα πιο ζωηρά χρώ­ματα. Εάν όμως δεν υπάρχει αιώνιa καταδίκη, δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να γίνεται λόγος στη Γραφή για ένα αιώνιο πυρ που ποτέ δεν σβήνει και για ένα σκουλήκι που ποτέ δεν πεθαίνει.»

«Καλέ μου φίλε! Είναι βέβαια γραμμένο για έναν αιώνιο θά­νατο, που είναι μια παντοτινή, μόνιμη καταδίκη, η οποία προκύ­πτει από την αιώνια αμετάβλητη Τάξη Μου. Αυτή είναι η λεγό­μενη φωτιά της οργής ή ακόμη καλύτερα ο ζήλος της θέλησής Μου, η οποία προφανώς πρέπει να μείνει αιώνια αμετάβλητη, γιατί αλλιώς θα εξαφανίζονταν όλα τα δημιουργήματα με μιας.

Όποιος λοιπόν παρασύρεται από τον κόσμο και την ύλη του (ο οποίος αναγκαστικά πρέπει να είναι και να παραμένει κατα­δικασμένος, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ο «κόσμος»), πρέπει να θεωρείται νεκρός και χαμένος για όσο διάστημα δεν θέλει να αποκοπεί από την καταδικασμένη ύλη. Συνεπώς είναι απαραί­τητο να υπάρχει μια αιώνια καταδίκη, ένα αιώνιο πυρ και ένας αιώνιος θάνατος για χάρη των δημιουργημάτων. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένα πνεύμα που βρίσκεται σε καταδίκη, πρέ­πει να μείνει καταδικασμένο για όσο διάστημα μπορεί να διαρ­κέσει αυτή η καταδίκη. Κατά το ίδιο μέτρο, κτίζοντας στη γη μια φυλακή που θα κρατήσει, αυτό δεν σημαίνει πως οι φυλακισμέ­νοι θα πρέπει να μείνουν έγκλειστοι εκεί μέσα για όσο καιρό θα υπάρχει η φυλακή.

Δεν είναι άραγε φανερό για τον καθένα ότι «φυλακή» και «φυλάκιση» σημαίνει δυο διαφορετικά πράγματα; Βέβαια η φυ­λακή είναι και παραμένει αιώνια, όπως η φωτιά της θέλησής Μου δεν μπορεί να σβήσει ποτέ αλλά οι φυλακισμένοι παρα­μένουν στη φυλακή μόνο ώσπου να δείξουν μεταμέλεια και να βελτιωθούν.

Εξάλλου δεν υπάρχει ούτε μια συλλαβή σε ολόκληρη τη Γραφή που να μιλάει για μια αιώνια απόρριψη ή καταδίκη ενός πνεύματος. Γίνεται μόνο λόγος για μια αιώνια καταδίκη της αταξίας απέναντι στην αιώνια Τάξη Μου. Η αμαρτία, ως παρε­κτροπή από τάξη ή ανομία, είναι πραγματικά καταδικασμένη αιώνια όμως ο αμαρτωλός είναι υπό καταδίκη μόνο όσο διατη­ρεί την αμαρτία!

Κατά συνέπεια υπάρχει στ’ αλήθεια μια αιώνια κόλαση, όμως δεν υπάρχει κανένα πνεύμα που να είναι καταδικασμένο αιώ­νια, παρά μόνο ώσπου να βελτιωθεί! Είπα βέβαια στους Φαρι­σαίους ότι η καταδίκη τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά δεν είπα σε καμία περίπτωση ότι θα καταδικασθούν αιώνια! Κα­ταλαβαίνεις τώρα λοιπό ν τί θέλουν να πουν αυτές οι περικοπές που σου φαίνονται τόσο τρομερές;»

Λέει το πνεύμα: «Κύριε, ό, τι είπες τώρα, το κατάλαβα πάλι, πάρα πολύ καλά. Αλλά ένα μοναδικό σημείο στη γραφή δεν καταλαβαίνω ακόμη εντελώς. Και αυτό είναι το αγεφύρωτο χάσμα στην παραβολή του φτωχού Λαζάρου και του πλούσιου άσωτου…».

Ο Κύριος: «Volenti non fit iniuria, όποιος το θέλει ο ίδιος έτσι, δεν αδικείται! Το χάσμα όμως σημαίνει πάλι την αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στην ελευθερότατη τάξη Μου στους ουρα­νούς και στην αταξία στην κόλαση που της είναι τελείως αντί­θετη, δηλαδή την αδυναμία συμβιβασμού της τάξης και της αταξίας, όχι όμως ένα αιώνιο φράγμα γι’ αυτόν που βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν.»

Η ανάσταση του σώματος

Άλλη μια αμφιλεγόμενη, παρεξηγημένη έννοια είναι αυτή της ανάστασης της σάρκας. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιη­σούς διαλύει τις σχετικές παρανοήσεις των μαθητών του:

«Είναι αυτονόητο, πως όταν εγκαταλείψει η ψυχή το γήινο σώμα, δεν πρόκειται ποτέ πια αυτό να αναστηθεί και να ξανα­ζωντανέψει στο σύνολό του. Γιατί αν υπήρχε μια τέτοια περί­πτωση, τότε την «ημέρα της κρίσης» θα έπρεπε να αφυπνισθούν και να ζωντανέψουν ταυτόχρονα όλα τα μέρη του σώ­ματος επίσης, τα οποία είχε αποβάλλει κατά την – καμιά φορά μάλιστα μακρόχρονη – διάρκεια της επίγειας ζωής του. Και όχι μόνο τα μαλλιά, τα νύχια, τα χαμένα δόντια, τα κομμάτια της επιδερμίδας που έφυγαν με το πλύσιμο, αλλά επιπλέον το αί­μα που χύθηκε σε ορισμένες δύσκολες καταστάσεις, ο ιδρώ­τας και διάφορα άλλα.

Φαντασθείτε λοιπόν μια τέτοια ανθρώπινη μορφή που θα είχε αναστηθεί την ημέρα της κρίσης, τι αστεία όψη που θα είχε!

Εκτός αυτού υπάρχει επίσης κάτι άλλο το οποίο δεν συμφω­νεί με την αιώνια Τάξη του Θεού. Από την άποψη ότι ο ίδιος ο Θεός είναι ένα αγνότατο πνεύμα και όλοι οι άνθρωποι έχουν τον αποκλειστικό προορισμό να γίνουν στο τέλος αγνά πνεύ­ματα, όμοια με το Θεό για την αιωνιότητα. Σε τί θα τους εξυ­πηρετούσαν τότε τα σώματα; Βέβαια οι άνθρωποι θα διαθέτουν και τότε σώματα. Όμως δεν πρόκειται να είναι αυτά τα χονδροκομμένα, υλικά σώματα της γης, παρά εντελώς καινούργια πνευματικά. Αυτά τα πνευματικά σώματα θα έχουν προέλθει από τα καλά έργα που θα έχουν κάνει εδώ, ακολουθώντας όσα διδάσκει η διδασκαλία που σας δίνω τώρα».

Η πνευματοποίηση του σώματος

Τι σημαίνει όμως «ανάσταση της σάρκας», το κατανοούμε εφόσον γνωρίζουμε τη φύση και τη δομή της ύλης, ιδίως αυ­τής του ανθρώπινου σώματος.

Όλη η ύλη είναι κατά βάση πνεύμα, το οποίο έχει φυλακισθεί μέσα σ’ αυτήν, καταδικασμένο σε ακινησία και αδυναμία λόγω της αντίθεης στάσης του που επέφερε την πτώση των αγγέ­λων.*

Το ίδιο ισχύει επίσης για τα υλικά άτομα του σώματός μας. Όπως και η ύλη όλων των ουράνιων σωμάτων, βρίσκονται σε ένα αναμορφωτήριο όπου πρέπει, αποβάλλοντας τη σατα­νική φιλαυτία, να αποκτήσουν τη φιλαλληλία και την αγάπη για το Θεό.

Ενόσω υπηρετούν με αυτή την υλική μορφή σαν δομικά στοι­χεία του σώματος, επηρεάζονται διαρκώς από το πνεύμα και τους ψυχικούς σπινθήρες που έχουν ήδη συνετισθεί, ώστε να επιστρέφουν κι αυτά στο τέλος εκούσια από την ανομία στο Νόμο του Θεού.

Αυτή η πνευματική διεργασία στα υλικά στοιχεία του σώμα­τος συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην ώριμη ηλικία, ιδίως την ώρα του θανάτου, αλλά όπως είδαμε επίσης κατά τη διάρκεια της αποσύνθεσης του σώματος. Το πνεύμα προσπαθεί να συ­νετίσει με αγάπη όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτά τα αρνητικά στοιχεία και να τα αποδώσει στην καθαρισμένη ψυ­χή. Έτσι η ψυχή ολοκληρώνεται όλο πιο πολύ, σχηματίζοντας ένα πληρέστερο και λαμπρότερο αιθερικό σώμα για το πνεύ­μα.

Στο «Γη και Σελήνη» διαβάζουμε σχετικά:

«Και το ανθρώπινο σώμα επομένως αποτελείται καθαρά από ψυχικά συστατικά, μόνο που το αποτελούν αυτά που όπως εί­παμε εξακολουθούν να είναι χονδροειδή, ακάθαρτα και κακοή­θη. Γι’ αυτό πρέπει να ξαναεπιστρέψουν στη γη, ώστε να απο­συντεθούν και στη συνέχεια να ανυψωθούν με τον τρόπο που σας είναι ήδη γνωστός, προκειμένου να συντείνουν στην ολο­κλήρωση εκείνης της οντότητας της οποίας κάποτε αποτελού­σαν το σώμα της. Αυτό συνήθως γίνεται (όπως σας είναι γνωστό) στο πεδίο της τρίτης ατμοσφαιρικής ζώνης, όπου κάθε καθαρό πνεύμα ολοκληρώνεται μόνον εφόσον ενσωματώσει όλα εκείνα τα συστατικά που κάποτε ήταν δικά του. Αυτή η εν­σωμάτωση είναι η λεγάμενη ανάσταση της σάρκας και δικαιο­λογεί τη γνωστή ρήση του Παύλου που λέει: «Με το σώμα μου θα βλέπω το Θεό».

Ψυχές που παραμένουν κοντά στον τόπο της ταφής τους

Προφανώς δεν είναι ανάγκη το πνεύμα και η ψυχή να βρίσκο­νται κοντά στον τόπο όπου αποσυντίθεται το σώμα για να ελκύσουν και τα τελευταία στοιχεία που θα μετατραπούν σε πνεύμα. Το πνεύμα, ως προικισμένο με θεϊκή δύναμη, έχει την ικανότητα να ελκύει από οποιαδήποτε απόσταση τα πνευματοποιημένα στοιχεία του σώματος που επιθυμούν να επανασυνδεθούν μαζί του και με την ψυχή.

Ωστόσο οι ψυχές που είναι ιδιαίτερα προσδεμένες με την ύλη, δεν το συνειδητοποιούν αυτό. Γι’ αυτό υπάρχουν οι λεγόμενες «ψυχές των νεκροταφείων», όπως διαβάζουμε στα «Δώρα του Ουρανού»:

«Οι ψυχές που η καρδιά τους είναι ιδιαίτερα δεμένη με τα εγκόσμια, για πολύ καιρό μετά την αποδήμησή τους παραμέ­νουν στη γη, συχνάζουν δε κατά προτίμηση στον τόπο όπου σήπεται το σώμα τους. Μερικές μάλιστα παραμένουν στα νεκροταφεία, αιωρούμενες πάνω από τον τάφο του σώματός τους, ώσπου η αποσύνθεση να διαλύσει και το τελευταίο άτο­μό του. Μετά το θάνατο η ψυχή είναι μόνιμα συνδεδεμένη με το πνεύμα της και αποτελεί το σώμα του. Γι’ αυτό δεν εξασκείται καν ενός είδους πίεση σε αυτά τα όντα, λόγω της ελευθερίας της θέλησης, η οποία είναι πάντα σεβαστή. Από καιρό σε καιρό παίρνουν κάποιο μάθημα, αλλά κατά βάση μπορούν να κάνουν ό, τι θέλουν, ακριβώς όπως όταν ζούσαν στον κόσμο.

Η κύρια αιτία που οι ψυχές αυτές παραμένουν στα νεκροτα­φεία, είναι σίγουρα η εσφαλμένη διδασκαλία για την ανάσταση της σάρκας. Οι ψυχές διδάσκονται βέβαια επανειλημμένα ότι το νεκρό σώμα δεν έχει πια καμιά σχέση μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά πολλές ψυχές επιμένουν να θέλουν να μπουν στον «πα­ράδεισο». Τότε οι δάσκαλοί τους (τα πνεύματα-φύλακες) τις απομακρύνουν από εκεί και τις διδάσκουν για τον αληθινό πα­ράδεισο. Τους δείχνουν ότι ο αληθινός παράδεισος θα πρέπει να προέλθει από αυτές τις ίδιες, ότι δεν μπορούν να έρθουν στον παράδεισο, παρά ο παράδεισος να έρθει μέσα σε αυ­τές. Κι αυτό χάρη στη φλογερή, ειλικρινή θέληση να κάνουν όλο πιο πολύ το καλό, με συνέπεια να ταπεινώνονται όλο και περισσότερο, ώστε να έχουν ακόμη μεγαλύτερη δυνατότη­τα να υπηρετούν τον καθένα».

Μετουσίωση και μεταμόρφωση

Ανάλογα με την πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου, η πνευματοποίηση του σώματος συμβαίνει λίγο ως πολύ κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής και ολοκληρώνεται αντίστοιχα αργά ή γρήγορα μετά το σωματικό θάνατο.

Στην περίπτωση του Ιησού είχε πριν ολοκληρωθεί ως το πρωινό της τρίτης ημέρας, όπου η Μαγδαληνή μπόρεσε να δει με την πνευματική όραση το ανεστημένο ψυχικό σώμα του στην είσο­δο του τάφου. Στον τάφο είχε απομείνει μόνο το σάβανο χωρίς κανένα ίχνος από το σώμα.

Το θεϊκό πνεύμα και η θεοποιημένη ψυχή είχαν πνευματοποιήσει όλα τα υλικά στοιχεία, μεταμορφώνοντάς τα στο ψυχικό σώμα που ήταν ορατό μόνο με την πνευματική όραση.

Μια παρόμοια «μεταμόρφωση του σώματος» έχουν ζήσει λί­γο μετά το φυσικό τους θάνατο πολλοί οι οποίοι είχαν αποβάλ­λει τελείως τα εγωιστικά στοιχεία κατά την επίγεια ύπαρξή τους και είχαν πληρωθεί από αγάπη και ταπεινοσύνη όπως ο Ιησούς Χριστός.

«Με αυτόν τον τρόπο αγιοποιείται επίσης το ευγενέστερο τμήμα του σώματος. Έτσι σχεδόν όλη η σάρκα μαζί με την ψυ­χή και το ενωμένο μαζί της πνεύμα, φθάνει σε ένα είδος μετα­μόρφωσης και ανάστασης, αποτελώντας πια για πάντα με την ψυχή και το πνεύμα ένα απόλυτα ενωμένο ον. Βέβαια, επάνω στη γη αυτό το κατορθώνουν ελάχιστοι, αλλά λίγο μετά το θά­νατο του σώματος είναι πραγματικά πολλοί». («Μεγάλο Ευαγ­γέλιο», τόμος 5, κεφ. 184).

Στον λορμπερικό «Επίσκοπο Μάρτιν» διαβάζουμε επίσης σχετικά:

«Ο Κύριος: Όποιος Με αγαπάει πιο πολύ από όλα, αγνά και φλογερά, θα μεταμορφωθεί χάρη σε αυτή την ισχυρή αγάπη, όσο βρίσκεται ακόμη στο σώμα του. Η σάρκα του θα διαλυθεί αμέσως από τη φωτιά του πνεύματός του, θα καθαρθεί και θα αφομοιωθεί στη ζωή και το είναι του Πνεύματος…

Υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα μεταμόρφωσης στη γη, τόσο στους αρχαίους καιρούς, όσο και στους μεταγενέ­στερους χρόνους.

Αλλά για να υπάρξει ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να προηγηθεί η ανάλογη, απαραίτητη αιτία. Όταν δεν υπάρχει αρκετή θερμότητα δεν λιώνει ούτε το κερί, πόσο μάλλον το σίδε­ρο! Το καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα;

Μάρτιν: Βέβαια, το καταλαβαίνω. Γιατί κι εγώ είμαι ένα τέτοιο κερί ή σίδερο. Έχω τόσο πολύ λίγη θέρμη μέσα μου που δεν φθάνει καν για να μαλακώσει λίγο το κερί, για να λειώσει δε το σκληρό σίδερο της ύλης μου ούτε καν γίνεται λόγος. Αναμφισβήτητα θα υπάρχουν πολλοί επίσης αδελφοί στη γη που η ύλη τους δεν θα είναι μόνο σίδερο, παρά διαμάντι! Γι’ αυτό σίγουρα θα είναι δύσκολο για όλους μας να μεταμορφωθούμε με τον τρόπο που λες Εσύ.

Ο Κύριος: Το ξέρεις πως για Εμένα πολλά πράγματα είναι δυνατά που εσένα σου φαίνονται αδύνατα. Σε βεβαιώνω πως ακόμα και μέσα στους τάφους συμβαίνουν θαύματα που τα μάτια των ανθρώπων στη γη δεν μπορούν να δουν και να τα παρατηρήσουν».

Η Αγία Γραφή αναφέρει ορισμένες περιπτώσεις πνευματι­κής διάλυσης του σώματος μετά το φυσικό θάνατο, όπως του Ενώχ (Μωυσή Α’ 5, 24) και του Ηλία (Βασ. Β’ 2,11). Επίσης στα νεοαποκαλυπτικά έργα αναφέρονται πολλά τέτοια παραδείγματα (π.χ. στα «Μεγάλα Ευαγγέλια» 3, 110-8, 10-9, 174 κ.ά.).

Γενικά πάντως η πλήρης πνευματοποίηση του σώματος απαι­τεί πολύ περισσότερο καιρό για να επιτευχθεί. Εφόσον η ψυχή χρειάζεται συχνά αιώνες ολόκληρους μέχρι να την κερδίσει ολοκληρωτικά η αγάπη, πόσο πιο δύσκολη θα είναι η μετουσίω­ση των συστατικών του σώματος! Γι’ αυτό όσα περισσότερα κατακτάει κανείς στην επίγεια ζωή από αυτή την άποψη, τόσο ευκολότερη και ταχύτερη είναι η πρόοδος και η τελειοποίησή του στον άλλο κόσμο.

Η Ψυχή στον Πνευματικό Κόσμο

«Κοίτα, εάν ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο μόνο γι’ αυτή τη γη, τότε η όλη υπόθεση δεν θα ήταν παρά ένας περίερ­γος ερασιτεχνισμός από πλευράς του, καθώς από τη μια μεριά διαρκώς θα δημιουργούσε και από την άλλη θα κατάστρεφε πάλι οτιδήποτε θα είχε δημιουργηθεί.

Αλλά ακριβώς επειδή ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους για μια ανώτερη, αιώνια ζωή, γι ’ αυτό τους αφήνει να παραμέ­νουν στη γη, μόνο για όσον καιρό είναι απαραίτητο, προ κειμέ­νου να ολοκληρώσουν την αναγκαία δοκιμασία της θέλησής ιούς, ή τουλάχιστον προκειμένου να περάσουν από το δρόμο της ενσάρκωσης. Γι’ αυτό από πλευράς του είναι μια πράξη πραγματικής και ζωντανής αγάπης προς τους ανθρώπους, ιούς οποίους κρατάει σε αυτό τον τόπο της δοκιμασίας μόνο για όσο διάστημα είναι απολύτως απαραίτητο. Εγκαταλείποντας ο άνθρωπος αυτή τη γη, οδηγείται στον άλλο κόσμο σε κατάλληλα σχολεία όπου του δίνεται η ευκαιρία να κατακτήσει την πραγματική πληρότητα της ζωής».

«Η ζωή της ανθρώπινης ψυχής, μετά από την αποχώρησή της από το σώμα, είναι μια διαδικασία διαρκούς ανέλιξης, καθώς η τελειοποίηση δεν μπορεί ποτέ να είναι αποτέλεσμα μιας στιγ­μής. Και αυτό επειδή η ψυχή, (παρόμοια με τον προηγούμενο σωματικό φορέα της), συνιστά μια οντότητα η οποία είναι πε­ριορισμένη τόσο στο χώρο όσο στο χρόνο και επιπλέον είναι κατά κάποιον τρόπο συμπιεσμένη μέσα στην ανθρώπινη μορ­φή. Ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά μόνο σταδιακά να αφομοιώ­σει το άπειρο και το αιώνιο, τόσο ως προς το χώρο και το χρό­νο, όσο και ως προς την απεριόριστη δύναμη του θεϊκού Πνεύ­ματος.

Εξαρτάται λοιπόν από το επίπεδο της εσωτερικής ηθικής που έχει κατακτήσει μια ψυχή όταν εγκαταλείπει το σώμα. Εάν είναι σύμφωνη με τους θεϊκούς νόμους, τότε η κατάσταση στην ο­ποία θα βρεθεί η ψυχή στον άλλο κόσμο θα είναι τέτοια, ώστε να μεταπηδήσει απευθείας σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλή­ρωσης της ελεύθερης ζωής της, από το οποίο θα μπορεί αδιά­κοπα να εξελίσσεται προς μια ολοένα υψηλότερη βαθμίδα ύπαρξης.

Εάν πάλι η ψυχή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σώμα της χωρίς να μπορέσει κατά την επίγεια ζωή της να στραφεί έστω και λίγο προς κάτι καλύτερο και την αλήθεια, είτε από ελλιπή διαπαιδαγώγηση, ή στη χειρότερη περίπτωση από έλλειψη κα­λής θέλησης, τότε είναι φανερό ότι μια τέτοια παραμελημένη ψυχή θα βρεθεί σε μια όχι τόσο ζηλευτή κατάσταση στον άλλο κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητο η ψυχή να καθαρισθεί σύμφωνα με την Αγάπη και τη Σοφία του Θεού από τη ζωώδη ακατέργαστη φύση της, ώστε έτσι θεραπευμένη να α­νέβει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ύπαρξης».

Την καθοδήγηση των ψυχών στο επέκεινα την αναλαμβά­νουν όπως στη γη, άγγελοι και πνεύματα φύλακες. Αυτή η κα­θοδήγηση πρέπει, όπως εξάλλου στην επίγεια ζωή των ανθρώ­πων, να συμβαίνει με μεγάλη επιφύλαξη και διακριτικότητα, λόγω του απαραβίαστου της ελεύθερης βούλησης των ανθρώ­πων. Ξεπερνώντας την κατάσταση ατέλειας και περιορισμών στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι επειδή είναι δημιουργημένα, συνεπώς εξαρτημένα όντα, οφείλουν να κατακτήσουν τον υψηλότερο βαθμό ανεξαρτησίας και αυτόβουλης δράσης μέ­σα στα πλαίσια του καλού. Είναι φανερό ότι γι’ αυτό το λόγο είναι αδύνατον να διαπαιδαγωγηθούν με έναν εξωτερικό εξα­ναγκασμό, αλλά πρέπει να καθοδηγηθούν αδιόρατα, ούτως ώ­στε να μη δεσμεύεται η ελευθερία τους.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» διαβάζουμε για έναν Ρωμαίο μαθητή του Ιησού, ο οποίος θα ήθελε οι ψυχές να βρί­σκουν πιο άνετα το φως, όπως και την απάντηση του τελευταίου:

«Δεδομένου ότι γνωρίζω πιο καλά από όλους πως πρέπει να είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος ώστε να είναι άνθρωπος και όχι ανθρώπινο ζώο, σε βεβαιώνω πως μόνο το σώμα του ανθρώ­που είναι μια μηχανή, την οποία μπορεί να επισκευάσει εύκολα στην περίπτωση μιας βλάβης ο Τεχνίτης της με την παντοδύ­ναμη θέλησή του, χωρίς να βλάψει στο παραμικρό την ελευθε­ρία επίγνωσης, πίστης και θέλησης του ανθρώπου. Εάν έκανα ό­μως το ίδιο επίσης με την ψυχή και το πνεύμα του, τότε η δύ­ναμη που έχει για να ζει (η οποία συνίσταται στην ελευθερία να επενδύει την αγάπη της όπου θέλει, την εξίσου απεριόριστη ελευθερία της σκέψης, της έρευνας και γνώσης, της πίστης και της ελεύθερης βούλησης) θα ήταν σαν να είχε κατακερματισθεί και καταστραφεί, μαζί με κάθε ατομική ανεξαρτησία. Ποιο θα ήταν τότε το όφελος για μια τέτοια ψυχή ή στο τέ­λος-τέλος για Εμένα τον ίδιο;

Επομένως, η ανθρώπινη ψυχή πρέπει χάρη σε ένα καλό μά­θημα κατ’ αρχήν και στη συνέχεια χάρη στη δική της έρευνα, έλεγχο, επίγνωση, πίστη και θέληση, να φθάσει να βρει το εσωτε­ρικό, ζωντανό φως του πνεύματός της που έχει εμφυτεύσει ο Θεός μέσα της. Τότε έχει πραγματικά βοηθηθεί για πάντα. Κά­θε άλλος, βίαιος τρόπος βοήθειας, όπως θα ήθελες εσύ, θα επιδρούσε μόνο καταστροφικά, αλλά σε καμία περίπτωση θε­ραπευτικά επάνω στα ζωτικά στοιχεία της».

«Από τα ίδια σου τα παιδιά μπορείς να καταλάβεις πόσο δύ­σκολα και με τι κόπο είναι σε θέση να συλλάβει το καλό και το αληθινό μια ψυχή που τείνει στη νωθρότητα και στις επίγειες απολαύσεις, στο βαθμό που να αποφασίσει να συμμορφώσει τις πράξεις της με αυτά. Γι’ αυτό το λόγο, μια ψυχή που παρα­μέλησε (στην επίγεια ζωή) την εξέλιξή της, συναντάει κατ’ αρ­χήν πολύ πιο μεγάλες δυσκολίες όταν περάσει στον άλλο κό­σμο, δεδομένου ότι θεμελίωσε την ενσώματη ζωή της επάνω σε χίλια δύο λάθη και σαν συνέπεια βασίστηκε στο ψέμα και στο κακό. Αυτό το πράγμα φέρνει όμως σαν αποτέλεσμα μια σκλήρυνση στην αγάπη και στη θέληση της ψυχής, οι οποίες αμφότερες συνιστούν τη ζωή και την ατομική ύπαρξη του αν­θρώπου. Έτσι και αποφάσιζα να αφαιρέσω ξαφνικά από μια τέ­τοια ψυχή την αγάπη και τη θέλησή της, θα εξαφανιζόταν επί­σης και ολόκληρη η ψυχή.

Με τέτοιες ψυχές επομένως πρέπει κανείς να προχωρήσει πολύ προσεκτικά, ώστε να τις φέρει σιγά-σιγά στο σωστό δρό­μο. Γι’ αυτό το έργο όμως απαιτείται ο ύψιστος βαθμός θεϊκής αγάπης σοφίας και υπομονής. Γιατί μόνο εξωτερικά μπορεί να επιδράσει κανείς σε μια τέτοια ψυχή, μέσα από τη θέληση, τις επιδιώξεις και τις πράξεις της. Να την οδηγήσει δηλαδή σε τέτοιες καταστάσεις, χάρη στις οποίες να αντιληψθεί από μό­νη της σε πόσο μεγάλη πλάνη βρίσκεται.

Εάν λοιπόν αρχίσει να το συνειδητοποιεί αυτό το πράγμα η ψυχή, τότε ξυπνάει μέσα της η επιθυμία να ανακαλύψει γιατί δεν βρίσκει χλωρό χορτάρι να πατήσει, όπως λέγεται, παρά διαρκώς καταλήγει σε σκοτεινές και άγονες ερήμους.

Εφόσον λοιπόν φθάσει πια σε μια τέτοια κατάσταση, είναι πλέον καιρός να της σταλεί ένας καθοδηγητής. Πρόκειται για ένα σοφό πνεύμα, που φαίνεται να είναι σαν κι αυτήν την ίδια, δίνοντάς της έτσι τη δυνατότητα να συζητήσει μαζί του για το ένα ή το άλλο που την απασχολεί. Με αυτή τη δια­δικασία η παραπλανημένη ψυχή αρχίζει να φωτίζεται και συνειδητοποιεί σαν εντελώς από μόνη της, ότι βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη.

Έτσι αρχίζει να επιθυμεί πλέον όλο και πιο πολύ να βρει το αληθινό φως. Εφόσον φθάσει σε αυτό το σημείο, όσο μεγάλο κι αν ήταν το σκοτάδι της πρωτύτερα, θα βρει γρήγορα κι εύκολα το αληθινό φως στη ζωή. Αλλά μια ξαφνική μεταστροφή της ψυχής, όπως τη φαντάζεσαι εσύ, θα ισοδυναμούσε με την ολοκληρωτική καταστροφή της».

Ένα στοιχείο που αξίζει να σημειωθεί, είναι ότι όσες ψυχές φθάνουν ανώριμες στην αντίπερα όχθη – και οι οποίες αποτε­λούν τη συντριπτική πλειοψηφία – κατ’ αρχήν στερούνται λίγο ως πολύ τα κατάλληλα αισθητήρια όργανα για να αναγνωρί­σουν το περιβάλλον τους.

Ως εκ τούτου, στην αρχή τουλάχιστον βρίσκονται εντελώς μόνες τους σαν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο. Με τον αποχωρισμό από το σώμα έχουν χάσει όλες τις εξωτερι­κές αισθήσεις, όραση, ακοή κ.λπ., γι’ αυτό μοιάζουν με έναν άνθρωπο που βρέθηκε ξαφνικά τυφλός και κουφός.

Από την άλλη παράλληλα, η ανώριμη υλιστική ψυχή δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη την επικοινωνία με το πνευματικό της όργανο αντίληψης, το θεϊκό πνεύμα (ή «πνευματικό σπινθήρα») που κατοικεί μέσα της.

Κατά συνέπεια η ατελής ψυχή βρίσκεται εντελώς απομονωμένη μέσα στο απέραντο υπερπέραν. Οι σκέψεις και οι εσωτερικές διεργασίες της περιορίζονται σε αυτά που κατέκτησε στην επίγεια πορεία της, όπως επίσης σε όσα κατέγραψε ο ψυχικός εγκέφαλος, αυτό το αρχείο μνήμης, το οποίο ονομάζουμε υποσυνείδητο.

Σε ένα μικρό βιβλίο του Λόρμπερ, με τον τίτλο «Αθανασία και αντάμωση, συναντάμε τα εξής ενδιαφέροντα:

«Όποιος στην επίγεια ζωή του δεν αναγεννηθεί πνευματικά έστω κατά το ήμισυ, περνάει στο επέκεινα λίγο ως πολύ στην κατάσταση που περιγράφτηκε προηγουμένως, ανήμπορος όπως το έμβρυο μέσα στη μητέρα του…

Πού οφείλεται όμως αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κάνουν παρά ελάχιστα έως τίποτα απολύτως σε αυτό τον κόσμο για να ζωντανέψουν και να καλλιεργήσουν εκείνο το φως που υπάρχει κρυμμένο μέσα στην καρδιά της ψυχής τους. Αντίθετα, χρησιμοποιούν μόνο την εξωτερική νοημοσύνη προκειμένου ν’ αποκτήσουν κάθε λογής επίγειους θησαυρούς για να μπορούν να χαρίσουν στον εαυτό τους τις μεγαλύτερες απολαύσεις και ηδονές. Σαν αποτέλεσμα, ο θά­λαμος με το θεϊκό φως που κρύβει μέσα της, όπως κάθε ψυ­χή, όταν περάσει μια μέρα στον άλλο κόσμο, είναι ολοσκότεινος και κλειδωμένος. Το φως της επίγειας νοημοσύνης ωστόσο, στην πραγματικότητα είναι απλά μια συνένωση των εξωτερικών υλικών φωτεινών εικόνων, οι οποίες αποτυπώνονται πάνω στις μυριάδες από μικρά πινακίδια που σχη­ματίζουν τον εγκέφαλο.

Γι’ αυτό το λόγο τούτο το φως, όπως η πινακοθήκη ενός φι­λότεχνου συλλέκτη όταν πεθάνει, μένει πίσω στον κόσμο όπου ανήκει.

Το αποτέλεσμα είναι ό τι μια τέτοια ψυχή περνάει στον κόσμο των πνευμάτων σε πλήρες σκοτάδι χωρίς να διατηρεί άλλο από τη συνείδηση της ζωής. Οι αναμνήσεις δε που διατηρεί από τις συνθήκες και τις καταστάσεις της επίγειας ζωής της, είναι μοναχά όσες αποτυπώθηκαν σαν αντίστοιχες εντυπώσεις στους θαλάμους του ψυχικού εγκεφάλου, οι οποίοι είναι αντίστοιχοι με εκείνους του εγκεφάλου του σώματος».

Η δημιουργική δυνατότητα της ψυχής

Αποδίδοντας διαισθητικά αυτή την κατάσταση των ανώριμων ψυχών, ο λαός μιλάει για «αιώνιο ύπνο».

Η δε Παλαιά Διαθήκη περιγράφει το βασίλειο των νεκρών σαν ένα «βασίλειο σκιών και σκότους».

Αυτή η περιγραφή είναι αληθινή, από την άποψη ότι οι ατε­λείς ψυχές περνούν στο πνευματικό βασίλειο σαν τυφλές. Κατ’ αρχήν ζουν σε αυτή την αυτοδημιούργητη κατάσταση μό­νο μια εσωτερική ζωή, αποκλειστικά προϊόν της φαντασίας τους, που μοιάζει με τα όνειρα που βλέπει κανείς στη γη.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιησούς αναλύει στους μαθητές του τη δημιουργική δύναμη της φαντασίας:

«Το σώμα Μου αυτό, το οποίο αποτελείται από σάρκα και αίμα όπως και το δικό σας και είναι στην ουσία αυτό σ’ Εμένα που ονομάζεται Υιός του Θεού, βρίσκεται τώρα εδώ μαζί σας, χωρίς να είναι κάπου αλλού ταυτοχρόνως. Όμως η Δύναμη του θείου Πνεύματος που πηγάζει από Εμένα, πλημμυρίζει όλο το άπειρο, ενεργώντας σύμφωνα με την προαιώνια Θέλησή μου, την ίδια στιγμή που θα πω το «γενηθήτω» (που βέβαια δεν χρειάζεται να το πω δυνατά, παρά μόνο στο εσώτατό Μου κέ­ντρο). Γι’ αυτό όλα όσα βλέπεις, κατά βάση δεν είναι άλλο από τη σταθερή και απαράλλακτη Θέλησή Μου.

Αυτή την ιδιότητα τη διαθέτουν επίσης όλα τα αγνότερα πνεύματα σε ένα πιο ολοκληρωμένο βαθμό από ό, τι τα κατώ­τερα και λιγότερο εξελιγμένα πνεύματα, κατά κύριο λόγο δε οι άγγελοί Μου, οι οποίοι είναι πάντα έτοιμοι να Με υπηρετήσουν.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις απόλυτα αυτά που σου λέω, γιατί ο κόσμος κρατάει δέσμια ακόμη την ψυχή σου. Αλλά όταν η ψυχή σου ελευθερωθεί, χάρη στο πνεύμα Μου που κατοικεί μέσα της, αυτός ο ορατός κόσμος θα πάψει να υπάρχει για σένα. Θα μπορείς βέβαια να τον βλέπεις, εάν θα το θέλεις. Όμως η ύλη του, που εσένα τώρα σου φαίνεται παντού συμπαγής, καθώς και οι δυνάμεις που κατοικούν μέσα της, δεν θα είναι πια σε θέση να σου προβάλουν την παραμικρή αντίσταση.

Εσύ ωστόσο θα μπορείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο μόνος σου που θα βγαίνει εσωτερικά από σένα. Και για όσο διάστημα η θέλησή σου θα θέλει να διατηρήσει τον κόσμο εκείνο, θα σου προσφέρει μια τέλεια κατοικία, όπως αυτή εδώ η Γη Μου, προσφέρει στο σώμα σου το υπόβαθρο όπου κατοικεί και ασκεί τις τις δραστηριότητές του».

«Μπορώ να σου δώσω ένα μικρό παράδειγμα: Βλέπεις π.χ. τη νύχτα ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Σε αυτό το όνειρο έχεις πλήρη συνείδηση του τι σου συμβαίνει και ότι είσαι εσύ που ονειρεύεσαι και κανένας άλλος στη θέση σου. Όμως ποτέ στη ζωή σου δεν είχες κάποιο όνειρο στο οποίο να μην έβλεπες την περιοχή όπου βρισκόσουν ή τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσες, ανάλογα πάντα με τη γνώση και τη νοοτροπία σου. Πού ήταν λοιπόν αυτή η περιοχή, όπου βρέθηκες στον ύπνο σου, πού και ποιοι ήταν οι άνθρωποι που σου μίλησαν ή είχαν να κάνουν μαζί σου; Πουθενά αλλού παρά μέσα σε σένα τον ίδιο.

Κατά τη διάρκεια του ύπνου η ψυχή σου αισθάνεται για ένα μικρό διάστημα ελεύθερη κατά το μεγαλύτερο βαθμό από τα δεσμά του σώματος. Τότε εκείνο που μπορεί να κάνει, είναι να βλέπει αυτά που βρίσκονται μέσα της, με την ίδια μορφή, αλλά σαν να είναι έξω από την ίδια.

Το οποιοδήποτε πράγμα η ψυχή το βλέπει εντελώς πραγματικό μπροστά της και βρίσκεται σαν στο σπίτι της στη «δική της περιοχή», ακριβώς όπως νιώθει όταν ξυπνήσει στο γήινο περιβάλλον της.

Στο όνειρό της μπορεί να συναντήσει ανθρώπους που άλλοι ζουν ή άλλοι είναι ήδη πεθαμένοι. Η αιτία είναι η εξής: η ψυχή του κάθε ανθρώπου (χάρη στο θεϊκό πνεύμα μέσα της που γνωρίζει τα πάντα), περιλαμβάνει σε πολύ μικρή κλίμακα μέσα της όλους τους ανθρώπους, εκείνους που έχουν ζήσει, που ζουν και που θα ζήσουν στη γη. Με τον ίδιο τρόπο απεικονίζεται ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος μέσα της, όπως ένας καθρέφτης αντανακλά τις εξωτερικές εικόνες, χωρίς να είναι αυτές οι εικόνες πραγματικότητα. Βέβαια αυτή είναι μια μάλλον αδύνατη παρομοίωση, γιατί ο καθρέφτης είναι άψυχος και ε­πομένως μπορεί να καθρεφτίσει μόνο τις άψυχες μορφές των αντικειμένων που βρίσκονται απέναντι του.

Αντίθετα η ψυχή είναι ένας ζωντανός καθρέφτης του πνεύ­ματος γιαυτό έχει ιη δυνατότητα να ζωντανεύει τις εικόνες που είναι εντυπωμένες μέσα της και να συναναστρέφεται και να συμπεριφέρεται μαζί τους σαν να ήταν τέλεια πραγματικό­τητα.

Διαθέτει επίσης το ασύγκριτο πλεονέκτημα ότι μπορεί να έρθει σ’ επαφή χωρίς κανέναν κόπο με τις πραγματικές εικό­νες (τους απεικονιζόμενους)χάρη σε αυτές τις ζωντανές ει­κόνες που φέρει μέσα της.

Όσο η ψυχή ζει ακόμη στη γη, αυτή η ικανότητα παραμένει ατελής μέσα της, έτσι ώστε τελικά δεν ξέρει καν πώς να τη χρησιμοποιήσει.

Όταν όμως απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από αυτόν τον κό­σμο, συνειδητοποιεί σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τι πρέπει να κάνει με αυτό τον πλούτο. Μοιάζει με έναν νεαρό κληρονόμο που παρέλαβε μια μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του και στην αρχή δεν ξέρει σε τί συνίσταται και πώς πρέπει να τη χρη­σιμοποιήσει. Όμως με τον καιρό θα γνωρίσει όλα του τα αγαθά και θα μάθει πώς να τα χρησιμοποιεί και να τα εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει με την κάθε κάπως πιο ώριμη ψυχή. Σταδιακά αντιλαμβάνεται όλο πιο πολύ τί κρύβεται μέσα της και πώς πρέπει να χρησιμοποιήσει την έμφυτη πνευματική της ικανότητα».

Ο πνευματικός κόσμος της κατοικίας της ψυχής

Ο Ιησούς στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» καλεί το πνεύμα του Ιούλιου Καίσαρα, προκειμένου να πληροφορήσει έναν Ρωμαίο πα­τρίκιο για τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο της ψυχής, και τον βάζει να περιγράψει στο Ρωμαίο συμπολίτη του τη δική του οδό της ταπεινοφροσύνης μέσα στο αιώνιο βασίλειο.

Το πνεύμα περιγράφει το λιτό κόσμο της κατοικίας του, στον οποίο μέσω της συναναστροφής του με πιο προχωρημένες ψυ­χές, του δόθηκε η ευκαιρία να φτάσει σταδιακά στο αληθινό φως. Τότε, ο πατρίκιος λέει κατάπληκτος: «Μα πού βρίσκε­ται, λοιπόν, πάνω στη γη η περιοχή που περιγράφεις;»

Το πνεύμα του Ιούλιου Καίσαρα απαντά: «Βέβαια, δεν βρί­σκεται πουθενά πάνω στη γη. Παρολαυτά, μπορεί να υπάρχει σε οποιονδήποτε τόπο. Γιατί όπου βρίσκομαι, εκεί είναι και αυτός ο τόπος. Με τον καιρό αντιλήφθηκα ότι ο τόπος, η ευ­ρύτερη περιοχή και όλα όσα με περιβάλλουν ως φαινομενική ύλη στον πνευματικό μας κόσμο, πηγάζουν από μένα, κάπως έτσι όπως ξεφυτρώνει ένα δέντρο από το έδαφος. Ή, με άλλα λόγια, ότι εγώ ο ίδιος είμαι ο δημιουργός του κόσμου, στον οποίο κατοικώ. Γι’αυτό, άλλωστε, εγώ και οι φίλοι μου διαμέ­νουμε σε παρόμοιο τοπίο, επειδή έχουμε τις ίδιες προτιμή­σεις, την ίδια θέληση και συνεπώς τον ίδιο τρόπο σκέψης. Μπορούν, όμως, στο ίδιο σημείο να κατοικούν επίσης αναρίθμητα άλλα πνεύματα, και μάλιστα το καθένα σε έναν άλλο τόπο. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς τα πνεύματα και σ’ εσάς, που είσαστε ακόμη γήινοι άνθρωποι.»

Ο πατρίκιος απαντά: «Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Πώς μπο­ρούν, λοιπόν, να υπάρχουν στο ίδιο σημείο πολλές περιοχές και τόποι;»

Ο Ιούλιος Καίσαρας απαντά: «Μα αυτό είναι πολύ εύκολο και σε τελική ανάλυση πολύ φυσικό! Κοίτα, στο ίδιο δωμάτιο κοι­μούνται, για παράδειγμα, εκατό άνθρωποι, και όλοι ονειρεύο­νται. Ο ένας βρίσκεται στη Ρώμη, ο άλλος στην Αθήνα, κάποιος τρίτος στην Ιερουσαλήμ, ένας άλλος στην Αλεξάνδρεια, ο κα­θένας σε διαφορετικό μέρος, κι όλων τα όνειρα είναι τόσο ζω­ντανά, που την άλλη μέρα να έχουν να διηγηθούν ένα σωρό πράγματα γι’ αυτά. Πώς μπορεί, άραγε, να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Να βρίσκονται και οι εκατό στο ίδιο δωμάτιο, κι όμως ο καθένας τους να είναι σ’ έναν άλλο τόπο;

Κάπως έτσι, όμως, είναι τα πράγματα στον πνευματικό μας κόσμο. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στο δικό μας και στο δικό σας κόσμο βρίσκεται στο εξής: Εμείς τα πνεύματα μένουμε ουσιαστικά στον απόλυτα δικό μας κόσμο, ενώ εσείς μένετε στον κόσμο του Θεού. Γιατί ο δικός μας κόσμος είναι το έργο των σκέψεων, των ιδεών, των επιθυμιών και της βούλησής μας. Ο δικός σας κόσμος, όμως, είναι έργο της Αγάπης, των Σκέψε­ων, των Ιδεών και της Βούλησης του Θεού.

Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι καθ’ ομοίωσιν του Θεού, γιατί φέ­ρει μέσα του ικανότητα δημιουργίας, και μπορεί στην καθαρά πνευματική κατάσταση να δημιουργήσει ο ίδιος τον κόσμο του και, επομένως, να κατοικεί στην προσωπική ιδιοκτησία του. Αυτό, λοιπόν, ελπίζω πως το κατάλαβες, έτσι;»

Ο πατρίκιος απαντά: «Τότε, βέβαια, και οι άνθρωποι που σε περιστοιχίζουν ή τους οποίους συναναστρέφεσαι δεν είναι παρά δικά σου έργα και δική σου ιδιοκτησία μέσα στον κόσμο εκείνο, που εκπορεύθηκε από σένα σαν ονειρική εικόνα.»

Ο Ιούλιος Καίσαρας απαντά: «Είναι και έτσι, αλλά εν μέρει. Όμως, χωρίς τη συγκατάθεσή τους δεν θα μπορούσα να δη­μιουργήσω την εικόνα τους, κι ακόμα λιγότερο να τους συνα­ναστρέφομαι, να τους βλέπω, να τους ακούω, να τους μιλάω. Αλλά και σ’ αυτό υπάρχει μία σημαντική ομοιότητα με τον τρό­πο που βλέπει, ακούει κι αισθάνεται κανείς το συνάνθρωπο στο γήινο κόσμο. Γιατί ούτε κι εκεί βλέπεις τον πραγματικό άνθρω­πο, παρά μόνο την εικόνα του μέσα σου, τον αισθάνεσαι μόνο μέσα από τις δικές σου αισθήσεις και ακούς τον τόνο της ομι­λίας του μέσα από το αυτί σου, που είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε ν’ αναπαράγει τους ήχους που του μεταφέρει ο αέρας. Αν όμως είσαι τυφλός, κουφός, χωρίς αισθήσεις, τότε δεν υπάρ­χει για σένα συνάνθρωπος, ακόμη κι αν αυτός βρίσκεται πολύ κοντά σου. Αντίθετα, αν διαθέτεις ακοή, όραση, αισθήσεις, ό­σους ανθρώπους κι αν δημιουργήσεις στη φαντασία σου, δεν θα δεις ούτε θ’ ακούσεις ούτε θα αισθανθείς κανέναν, αν κα­νένας δεν βρίσκεται εκεί.

Έτσι και στον πνευματικό κόσμο πρέπει το πνεύμα, με το ο­ποίο θέλεις να έχεις επικοινωνία, να είναι εκεί – τουλάχιστον με τη βούλησή του, την αγάπη του και την αντίληψή του. Αν λείπουν αυτά, είσαι μόνος, ή οι άνθρωποι που θα έβλεπες κά­ποιες στιγμές δεν θα ήταν παρά πλάσματα της φαντασίας σου, δεν θα είχαν καθ’ εαυτά καμία ύπαρξη, καμία πραγματικότητα και, επομένως, ούτε θα μπορούσαν να έχουν επικοινωνία και συναναστροφή μαζί σου. Γιατί κάθε τί δικό τους θα ήσουν εσύ ο ίδιος.

Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η αιώνια και τεράστια διαφορά ανά­μεσα στον Θεό και σ’ εμάς τους ανθρώπους, που του μοιάζου­με, δηλαδή στο ότι μόνο ο Θεός μέσα από τις μεγάλες σκέψεις του μπορεί να δημιουργήσει ανθρώπους με τέλεια, αυτόνομη και απόλυτα ελεύθερη ύπαρξη, ενώ εμείς τα πνεύματα μπορούμε, βέβαια, να δώσουμε φαινομενική ύπαρξη σε πλάσματα της φαντασίας μας, δεν μπορούμε όμως να τα κάνουμε πραγ­ματικά. Έτσι και ο κόσμος, που κατοικεί ένα πνεύμα (που δεν έχει ακόμη φτάσει στην τελείωση), είναι περισσότερο ένα φά­ντασμα παρά μία πραγματικότητα. Γιατί πνεύματα πιο τέλεια από μένα με άφησαν να δω τον δικό τους κόσμο που βρίσκεται στο ίδιο σημείο, και οι κόσμοι αυτοί παρουσίαζαν μία τελείως διαφορετική εικόνα από αυτόν, όπου κατοικώ. Όμως αυτό θα το καταλάβεις τελείως μόνο όταν κατοικήσεις κι εσύ τον εσω­τερικό σου πνευματικό κόσμο.»

Στο πνευματικό σχολείο των ψυχών

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζει κανείς τη φύση της εσωτερικής πνευματικής ζωής και του πνευματικού κόσμου, όπου κατοικούν οι νεκροί στον άλλο κόσμο, προκειμένου να κατανοήσει την παραπέρα εκπαίδευση των ψυχών στον πνευματικό κόσμο.

Ο Δημιουργός θέλει να ωριμάσουν όλα τα παιδιά του προς την τελείωση, την ελευθερία και το μεγαλείο των παιδιών του Θεού . Κι έτσι δεν αφήνει για πάντα μόνες μέσα στη σκο­τεινή ονειρική ζωή τους τις ατελείς ψυχές, παρά στέλνει, όπως ήδη είπαμε, σε κάθε ψυχή πνεύματα- προστάτες και φύλακες αγγέλους. Αυτοί έχουν ως αποστολή να διδάξουν την ψυχή εισδύοντας με ήπιο τρόπο στην πνευματική εσωτερική ζωή της και να την οδηγήσουν να εγκαταλείψει την αντίθετη προς το Θείο, εγωιστική φύση της και να φθάσει στην αιώνια τάξη της ζωής, την ταπεινοφροσύνη και την ανιδιοτελή αγάπη.

Αυτή η διείσδυση των προστατευτικών πνευμάτων γίνεται με τη μέσω της υποβολής διαμόρφωση των εσωτερικών, ονειρι­κών βιωμάτων της ψυχής, έτσι ώστε η ψυχή να επηρεαστεί βα­θιά και να διδαχθεί από αυτές τις κατά κάποιον τρόπο εμπνευσμένες από τα πνεύματα αυτά εικόνες και εσωτερικά γεγονό­τα.

Στο μικρό βιβλίο «Αθανασία και αντάμωση» αναφέρεται για το θέμα αυτό: Σ’ αυτήν την κατάσταση σκότους, στην οποία βρίσκονται οι αισθησιακές – εγωιστικές και γενικά αλλοτριωμέ­νες ψυχές, τις πλησιάζουν μόνο οι άγγελοι «με τη βοήθεια α­ντιστοιχιών, τις οποίες εκείνοι μπορούν να εμφυσήσουν στον κόσμο της φαντασίας αυτών των τυφλών ψυχών…»

Αν μία ψυχή απορρίψει τις διδασκαλίες που της προσφέρθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε θα παραμείνει για πολύν καιρό στον ονειρικό της κόσμο, που θα γίνεται όλο και χειρότερος. Και τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για πρόοδο, ούτε για ανώτερη αντίληψη και ζωή. Αν, αντίθετα, η ψυχή αποδεχθεί τη διδασκαλία που της προσφέρεται μέσα από τα εσωτερικά της βιώματα και την χρησιμοποιήσει για την αληθινή της πρόοδο, «τότε αυτό που αποκτά, διατηρείται. Έτσι αρχίζει να αναπτύσσεται για την ψυχή μέσα από το όνειρο ένας σταθερός και μό­νιμος κόσμος. Όσο περισσότερο προσλαμβάνει η ψυχή αυτά που της προσφέρει το πνεύμα, τόσο περισσότερο ενώνεται με αυτό και έτσι, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, εισχωρεί στο ίδιο της το πνεύμα και, ταυτόχρονα, μαζί μ’ αυτό στο προαιώ­νιο φώς κάθε αλήθειας.»

Αυτή η εκπαίδευση της ψυχής, όπως και όλα στη θεία Δη­μιουργία, γίνεται μέσα από μία βαθμιαία και προοδευτική εξέ­λιξη. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς περιγράφει συνοπτι­κά το γενικό κατευθυντήριο κανόνα της και τονίζει:

«Είναι αυτονόητο ότι εδώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ει­δικές περιπτώσεις, αλλά για έναν βασικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η ψυχή καθοδηγούμενη, τόσο στον άλλο κόσμο, όσο και -ιδιαίτερα- εδώ, πρέπει να ανυψωθεί απομακρυνόμενη από την προσκόλλησή της στην ύλη, που εμποδίζει τη ζωή της.

Υπάρχουν παράλληλα αναρίθμητες παρεκκλίσεις, που η κα­θεμιά τους απαιτεί μία ελαφρά διαφοροποιημένη μεταχείριση. Όμως, ανεξάρτητα απ’ αυτό, είναι απαραίτητος ένας βασικός κανόνας, με τον οποίο να συμμορφώνονται όλες οι άλλες πε­ριπτώσεις, όπως το χώμα πρέπει να γονιμοποιηθεί με μία βρο­χή, ώστε να μπορέσουν να βλαστήσουν οι σπόροι. Ο τρόπος όμως, με τον οποίο οι διάφοροι σπόροι που βρίσκονται μέσα στη γη θα προσλάβουν από τις σταγόνες της βροχής ο καθένας ό,τι του ταιριάζει, αφορά την ιδιαίτερη νοημοσύνη των πνευ­μάτων που κατοικούν τους σπόρους και που είναι σαφώς ικα­νά να φροντίσουν καλά για την κατοικία τους!»

** Πρόκειται γι’ αυτό που οι ψυχολόγοι σήμερα ονομάζουν «υποσυνείδη­το». Κάτω από αυτό βρίσκεται το θεϊκό «βαθύ συνειδός» του πνεύματος που έχει εμφυτευθεί στην ψυχή.

** Σ.τ.μ. για μια διεξοδική πληροφόρηση γύρω από αυτό το θέμα βλ. στον α’ τόμο των «Μεγάλων Ερωτημάτων» με τίτλο «Θεός και Δημιουργία».



Η συνέχεια στο βιβλίο….



Μυστικά του άλλου κόσμου

Πολλοί άνθρωποι απορούν για ποιο λόγο άραγε ο Δημιουρ­γός αποκαλύπτει τόσο λίγα για το κατ’ εξοχήν σημαντικό γε­γονός ότι στον άλλο κόσμο συνεχίζεται η ανάπτυξη και συμβαί­νει συνήθως η τελειοποίηση της ψυχής.

Ασφαλώς είναι, κατά κανόνα, για κάθε ταξιδιώτη μεγάλο πλε­ονέκτημα να γνωρίζει ακριβώς τον προορισμό του και το δρό­μο του. Αλλά σ’ αυτή τη ζωή, ο άνθρωπος πρέπει κυρίως να μάθει να είναι ανεξάρτητος και να δραστηριοποιείται. Πρέπει να θέτει ερωτήματα, να αναζητά και στο τέλος μέσα από πολύ­πλευρες εμπειρίες να καταλήξει μόνος του σε βαθιές γνώσεις που θα τον ωριμάσουν. Και αυτό ιδιαίτερα στην παρούσα εξε­λικτική φάση, που αντιστοιχεί στην ωθούμενη από ορμέμφυτα νεανική φάση και στη φάση ενηλικίωσης του ανθρώπου, στην οποία βρίσκονται ακόμη μέχρι σήμερα όλοι οι μεγάλοι λαοί αυτής της γης.

Σ’ αυτή την «περίοδο μέσης εκπαίδευσης», κατά κάποιον τρόπο ο Θεός αποσύρεται από το γένος των ανθρώπων που ωριμάζουν, κρύβει τις σκέψεις και τα σχέδιά του πίσω από «σύννεφα» (όπως αυτό υπονοείται από το Μωυσή στην ιστο­ρία της Δημιουργίας, όταν αναφέρεται στην εξαφάνιση του Κυρίου από τον Κήπο της Εδέμ). Σκοπός του είναι ν’ αφήσει τώρα μόνο με τον εαυτό του τον άνθρωπο, που στην πρώτη παιδική του ηλικία τον δίδασκε πατρικά, ώστε εκείνος να έ­χει, δρώντας ελεύθερα και εκτονώνοντας τις σύμφυτες ορ­μές του, καλές και κακές εμπειρίες, που τελικά θα ξυπνήσουν μέσα του τη νοσταλγία ενός ανώτερου φωτός. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η αγάπη και η σοφία του Θεού καλύπτει μ’ ένα πέπλο τις οδούς τελείωσης του ανθρώπου στον άλλο κόσμο.

Σ’ ένα βιβλίο του Λόρμπερ για το επέκεινα, τον «Μάρτιν», διαβάζουμε σχετικά: «Το ξέρετε όλοι σας πόσο ά­σχημα είναι τα πράγματα στη γη. Έτσι, που θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ο Κύριος δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό τον κόσμο που Αυτός ο ίδιος τον κατέστησε τον πιο σημαντικό και άγιο τόπο σε όλο το σύμπαν με την ενανθρώπισή του, και ότι τον έχει εγκαταλείψει εντελώς. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα! Λάβετε υπ’ όψιν σας ότι οι άνθρωποι της γης είναι ολότελα ελεύθεροι και μπορούν να κάνουν ό,τι θέ­λουν, το καλό σύμφωνα με την εντολή του Θεού ή, αντίθε­τα, το κακό. Τίποτα δεν τους ωθεί ή δεν τους παρασύρει προς το καλό ή το κακό, παρά μόνο η τελείως ελεύθερη βού­λησή τους. Γι αυτό το λόγο, άλλωστε, σ’ εκείνο τον κόσμο όλες οι συνθήκες της ζωής που επικρατούν είναι τόσο φτω­χικές, ώστε να μην παρασυρθεί η ελεύθερη βούληση κανενός και καταλήξει στο κακό. Από την άλλη, όμως, και η ουράνια πλευρά είναι καλά κρυμμένη, έτσι που ούτε να εξαναγκάζε­ται να διαλέξει ο άνθρωπος το καλό, επειδή βλέπει καθαρά τη μελλοντική ευτυχία που τον περιμένει. Από τη διδασκαλία του Θεού, ο καθένας γνωρίζει τις συνέπειες της καλής ή κα­κής ζωής του, μπορεί ωστόσο να ενεργεί όπως θέλει, διότι ούτε η μία, ούτε η άλλη πλευρά του προσφέρουν καμία από­λυτη βεβαιότητα που να τον εξαναγκάζει στις επιλογές του.»

Όμως, ποτέ δεν αφέθηκε η γήινη ανθρωπότητα εντελώς στο σκοτάδι σχετικά με όλα αυτά. Για τη μετά θάνατον ζωή πάντοτε αποκαλύπτονταν κάποια πράγματα, σε όλους τους λαούς της γης. Αυτό το αποδεικνύουν τα θρησκευτικά βιβλία των Κινέ­ζων, Ινδών, Περσών, Αιγυπτίων κλπ. Άλλωστε, και στη Βίβλο γίνονται νύξεις για τη συνέχιση της πνευματικής ανάπτυξης των ψυχών, όπως δείχνει η γνωστή παραβολή του Κυρίου για τον πλούσιο και το φτωχό Λαζαρο (Κατά Λουκάν 16, 19 κ. ε).

Το αδιάβατο χάσμα

Ένας μακάριος λέει στον Ιησού: «Αφού ανάμεσα σ’ εκείνους που βρίσκονται στους ουρανούς στους κόλπους του Αβραάμ και σ’ εκείνους που η φοβερή τους μοίρα είναι η κόλαση υπάρχει ένα χάσμα που πια δεν γεφυρώνεται, τότε πώς είναι άραγε δυνατή η λύτρωση από την κόλαση; Άλλωστε, το ότι η λύτρωση από την κόλαση είναι κάτι δύσκολο, φαίνεται καθαρά και από ένα άλλο κομμάτι της Γραφής, εκεί δηλαδή όπου εκείνοι που αμάρτησαν απέναντι στο Άγιο Πνεύμα προειδοποιούνται ότι η λύτρωσή τους είναι είτε πάρα πολύ δύσκολη είτε αδύνατη. Κι αυτό, Κύριε, το διαβεβαίωσες εσύ ο ίδιος! Πώς, λοιπόν, έχει η κατάσταση σχετικά με το αγεφύρωτο χάσμα και με όσους α­μάρτησαν απέναντι στο Άγιο Πνεύμα;»

Ο Κύριος απαντά: «Το χάσμα εδώ και πάλι συνίσταται στην αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στη δική Μου, απόλυτα ελεύθε­ρη Τάξη στους ουρανούς και στην καθ’ όλα αντιτιθέμενη προς αυτήν αταξία στον κάτω κόσμο. Το κείμενο αυτό, συνεπώς, ε­πισημαίνει απλώς το ασύμβατο της τάξης και της αταξίας, όχι όμως και μία αιώνια κλειστή πύλη για όσους βρίσκονται μέσα στην κόλαση.

Είναι, όμως, αυτονόητο ότι κάποιος τόσο κακός, ώστε να έχει γίνει ο ίδιος εσωτερικά ήδη μία κόλαση, μόνο μετά από πολύ καιρό και με μεγάλη δυσκολία μπορεί να βγει απ’ αυτήν. Γιατί πρέπει να έχεις ήδη καταλάβει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι για έναν κακό, περήφανο άνθρωπο, δέσμιο της υπεροψίας και της μανίας για κυριαρχία, να περάσει από αυτά στην ηπιότητα και την ταπεινοφροσύνη των ουρανών. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι και εντελώς αδύνατον, ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκο­λο. Στο μέλλον θα διαπιστώσεις πολλές φορές ακόμα πόσο δύσκολα κατορθώνεται το να ανασύρεις κάποιον από την κό­λαση. Ο περήφανος επιστρέφει πάντα στην περηφάνεια του, ο λάγνος στη λαγνεία, ο οκνηρός στην οκνηρία, ο φθονερός στο φθόνο, ο φιλάργυρος στη φιλαργυρία, ο ψεύτης στο ψέμα, ο άνθρωπος της απόλαυσης στην απόλαυση, ο κλέφτης στην κλοπή, ο ληστής στη ληστεία, ο φονιάς στο φόνο, ο βίαιος στη βία, ο φιλήδονος στη φιληδονία κ.ο.κ. Και χίλιες φορές ακόμη αν τους επιπλήξεις για την εκτός τάξεως ιδιότητά τους, και πάλι αυτοί ξαναπέφτουν στα ίδια πάθη, μόλις τους δοθεί, όπως είναι απαραίτητο για την αιώνια ζωή, η ελευθερία να κατευθύνουν μόνοι τον εαυτό τους. Και όσο συχνότερα υ­ποτροπιάζουν, τόσο πιο αδύναμοι γίνονται και τόσο δυσκολό­τερο γίνεται γι αυτούς να απαλλαγούν από τα πάθη τους και να περάσουν ως εξαγνισμένα πνεύματα στη δική Μου, αληθινή, θεία ελευθερία. Αλλά προφανώς πολλά που για Μένα είναι, παρόλ’ αυτά, τελικά δυνατά, είναι αδύνατα για τα πνεύματα των ανθρώπων. Το καταλαβαίνεις αυτό;»

Τότε λέει το πνεύμα: «Ναι, Κύριε! Τώρα είναι σαφή όλα εκεί­να τα κείμενα, που στη γη τα πίστευα, βέβαια, μου φαίνονταν όμως όχι και πολύ ευεργετικά. Αλλά είναι περίεργο το ότι εγώ πάντοτε (ως ηγέτης στην γη) στο βάθος της καρδιάς μου δεν συμπαθούσα τους σκληρούς και αυστηρούς δικαστές. Όποιος από τους πολλούς δικαστές μου δίκαζε με μεγάλη αυστηρότητα, ποτέ δεν είχε την εύνοιά μου. Όποιος, αντίθετα, δίκαζε τους παραβάτες ανάλογα με το παράπτωμά τους, δείχνοντας με ακρίβεια στον παραβάτη το μέγεθος και τη βαρύτητα του αδικήματος του, λέγοντάς του ακόμη με βάση τον ποινικό νό­μο ποια τιμωρία του αρμόζει, αλλά δίνοντας χάρη στ’ όνομά μου σε όσους μετανοούσαν και επιβάλλοντας αντί για ποινή πέντε χρόνων κάθειρξης μόνο έναν χρόνο φυλάκισης με σκο­πό τη βελτίωσή του, αυτόν τον σημείωνα στο λευκό βιβλίο και ήμουν πάντα σίγουρος φίλος του.

Έτσι συνέβαινε και όταν διάβαζα το Ευαγγέλιο! Όταν διάβα­ζα τους στίχους για τον άσωτο υιό, τον καλό ποιμένα, όταν παρατηρούσα τη μοιχαλίδα να στέκεται μπροστά σου στο Ναό, όταν Σε άκουγα να φωνάζεις το Ζακχαίο να κατέβει από το δέντρο, όταν άκουγα τον τελώνη να λέει στο ναό: “Κύ­ριε, δεν είμαι άξιος να σηκώσω τα μάτια μου πάνω Σου!”, όταν σε άκουγα, ω Κύριε, ν’ ανταλλάσσεις γεμάτα νόημα, άγια λόγια με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ, ποτέ δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τι δυνατό συναίσθημα ξυπνού­σαν μέσα μου πάντοτε τα λόγια σου πάνω στο σταυρό: “Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τί ποιούσιν!” Όμως, στα σημεία εκείνα όπου Εσύ, αν και απόλυτα δίκαια, έστελνες τους αμαρ­τωλούς στην κόλαση εκστομίζοντας βαριά αναθέματα, και που γενικά αντιλαμβανόμουν μέσα στα λόγια Σου μία κάποια άρνη­ση συμφιλίωσης, ( Κύριε, συγχώρησέ με που τολμώ να Σου μιλήσω έτσι ελεύθερα!), πραγματικά, δεν μου έκαναν μέσα στην καρδιά μου καθόλου καλή εντύπωση. Ναι μεν έβλεπα μέ­σα σ’ αυτά έναν δίκαιο, παντοδύναμο Θεό, αλλά απέναντι του δεν έβλεπα παρά εντελώς αδύναμα πλάσματα, που είναι ανα­γκασμένα να υποστούν το άπειρο βάρος της εξουσίας του Δη­μιουργού και αιώνιου Δικαστή τους.

Τώρα, όμως, Κύριε, – για Σένα όλη η αγάπη, όλη η δόξα – βρίσκομαι πια στο σωστό δρόμο. Τώρα καταλαβαίνω τον άγιο λόγο Σου. Κι Εσύ, Κύριε, τώρα είσαι για μένα η ύψιστη αγάπη! Με δυο λόγια, τώρα είμαι πια εντελώς μακάριος, και θα ήθελα να είναι έτσι όλοι οι άνθρωποι!»

Δυσκολίες της εξέλιξης στον άλλο κόσμο

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» επισημαίνεται: «Όπως κατά την ε­πί γεια ζωή, οι ψυχές κάποιων ανθρώπων μόνο μέσα από μεγάλη δυστυχία και πόνο – που οι ίδιες επιφέρουν στον εαυτό τους με το να μην ζουν σύμφωνα με την Θεία τάξη – γίνονται νηφάλιες, υπομονετικές, μετριόφρονες, καθαρές και η δράση τους σχετικά με την εσωτερική τους ζωή αποκτά περισσότερη δύναμη, σοβαρότητα και βάθος, έτσι και στον άλλο κόσμο, οι ψυχές εξαγνίζονται με τον καιρό μέσα από διάφορες ταλαιπω­ρίες, αντιξοότητες, αλλά και πόνους, που μόνες τους δημιουρ­γούν. Αυτό επιτυγχάνεται με το να γεννιέται μέσα τους απέ­χθεια προς την άτακτη ζωή τους, ώστε να τους απωθεί, με αποτέλεσμα να αλλάζουν ριζικά τον τρόπο που βλέπουν και ε­κτιμούν τα πράγματα, κι έτσι να περνούν βαθμιαία (χάρη στο φως του πνεύματος) σε μια ύπαρξη πιο φωτεινή και πιο ευτυ­χισμένη.

Όμως, στον άλλο κόσμο όλα αυτά γίνονται πιο δύσκολα και κοπιαστικά απ’ ό, τι εδώ, και για πάρα πολλές ψυχές που έχουν πέσει πολύ χαμηλά, προφανώς θα χρειαστεί χρόνος ασύλλη­πτα μακρός για τα δικά σας μέτρα, μέχρι να βρουν το δρόμο προς την αιώνια και αναλλοίωτη Τάξη Μου!

Πάνω στη γη αυτή, κάθε άνθρωπος πατάει σε σταθερό έδα­φος· μπροστά του ανοίγεται πλήθος δρόμων, καλών και κακών, και ο ίδιος περιβάλλεται από διάφορους συμβούλους, οδη­γούς και δασκάλους. Μπορεί, λοιπόν, εύκολα και με μικρό μόνο έλεγχο να επιλέγει το καλό, να αλλάζει αυτό που θέλει και προτιμά κι έτσι, ενώ θα βλέπει όλο και καθαρότερα τη δική Μου Τάξη, η δράση του θα γίνεται πιο τέλεια. Αλλά στην άλλη ζωή, η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό και είναι η ίδια δημιουργός του κό­σμου της, όπως γίνεται στα όνειρα. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, δεν μπορούν, πάλι, να υπάρξουν άλλοι δρόμοι εκτός απ’ αυτούς που ανοίγει η ίδια η ψυχή με τις προτιμήσεις, τη βούληση και τη φαντασία της.

Αν οι προτιμήσεις και η θέληση μιας τέτοιας ψυχής είναι, έστω και μόνο κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, καλές και δί­καιες σύμφωνα με την Τάξη Μου, τότε αυτή, αφού ζήσει μερι­κές πικρές εμπειρίες ακολουθώντας τον ένα ή τον άλλο εκτός ηθικής τάξεως δρόμο, θα επιλέξει, φυσικά, ευκολότερα το σω­στό δρόμο και θα προχωρήσει σ’ αυτόν, περνώντας έτσι από τη φανταστική και ονειρική της ύπαρξη σε μια ύπαρξη αληθινή και πραγματική, στην οποία όλα θα της γίνονται όλο και πιο κατα­νοητά χάρη σ’ ένα όλο και πιο δυνατό φως. Μια τέτοια ψυχή προοδεύει γρηγορότερα και ευκολότερα. Αντίθετα, μία αλλο­τριωμένη, ισχυρογνώμων ψυχή, που στον ονειρικό κόσμο της συχνά δεν υπάρχει ούτε ένα δρομάκι που να οδηγεί στην τάξη, ασφαλώς πολύ δύσκολα και μετά από πολύ καιρό θα αποφασί­σει να βαδίσει, σ’ έναν δρόμο σύμφωνο με την Τάξη, προς το αληθινό φως της ζωής και, αφού παλέψει με κάποια εμπόδια ακόμη, να ανυψωθεί στην τέλεια Τάξη Μου.

Πόσο δύσκολα, όμως, θα είναι τα πράγματα στον άλλο κόσμο για μια ψυχή που δεν έχει προχωρήσει ούτε μισό ή, έστω, ένα τέταρτο του δρόμου που οδηγεί στην Τάξη Μου και, επομένως, δεν θα μπορέσει να βρει έναν τέτοιο δρόμο! Κοίτα, αυτό ου­σιαστικά είναι ήδη η κόλαση! Μία τέτοια ψυχή θα βαδίσει όλους τους συχνά αμέτρητους κακούς δρόμους του σκοτεινού ονει­ρικού και φανταστικού κόσμου της, και θα θελήσει να κυριαρ­χήσει ακόμη και πάνω Μου. Μια και, όμως, με όλα αυτά όχι μόνο δεν θα πετύχει τίποτα, αλλά αντίθετα θα χάνει όλο και περισ­σότερο, γι αυτό θα οργίζεται όλο και πιο πολύ έτσι ώστε, μέσα στην οργή της, θα γίνεται διαρκώς εκδικητικότερη, και συνάμα σκοτεινότερη και πιο αδύναμη.

Φαντάσου, λοιπόν, όλους αυτούς τους αναρίθμητους κα­κούς δρόμους μέσα στον τρελό φανταστικό κόσμο μιας τέ­τοιας ψυχής! Πόσος καιρός πιστεύεις ότι θα χρειαστεί για να τους διατρέξει όλους, μέχρι που επιτέλους ν’ αρχίσει κά­πως να υποψιάζεται ότι όλες της οι βλέψεις, οι επιδιώξεις και οι προσπάθειες δεν είναι παρά μία ματαιόδοξη ανοησία, για να ξυπνήσει τότε μέσα της κάποια επίγνωση του ότι μελ­λοντικά καλύτερο θα είναι να υπακούει, παρά να κυριαρχεί η ίδια πάνω σε όλα;

Η μοίρα των αυτοχείρων

Επίσης, ο Ιησούς λέει σχετικά με την μοίρα που περιμένει τους αυτόχειρες: «Άραγε ο Θεός τους έδωσε τη ζωή πάνω στη γη για να την καταστρέψουν; Η ζωή του σώματος είναι το μέσον που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο, για να μπορέσει να κερδίσει την αληθινή, πνευματική ζωή της ψυχής, πράγμα που οφείλει να κάνει. Αν, όμως, αυτός καταστρέψει προηγου­μένως αυτό το μέσον, πώς μπορεί πια να αποκτήσει και να δια­τηρήσει τη ζωή της ψυχής; Αν ένας υφαντής πρώτα καταστρέ­ψει τον αργαλειό του, πού θα υφάνει ύστερα το ύφασμα; Σας λέω: Οι αυτόχειρες, αν δεν είναι τρελοί ή δεν τελούν υπό κα­τάληψη, πάρα πολύ δύσκολα θα κατακτήσουν το βασίλειο της αιώνιας ζωής! Γιατί όποιος είναι τέτοιος εχθρός της ίδιας του της ζωής, δεν έχει αγάπη για τη ζωή γενικά. Όμως, μια ζωή χωρίς αγάπη δεν είναι ζωή, είναι ο θάνατος.»

Βέβαια ο Δημιουργός για κάθε πράξη, και για την αυτοκτονία, δεν εξετάζει την εξωτερική άποψη, αλλά την καρδιά, δηλαδή τα κίνητρα. Κι έτσι, αναφέρεται στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο»: «Βέ­βαια, πάντοτε θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους αυτόχειρες να γνωρίσουν τον Θεό και να ενταχθούν στην Τάξη του, – αλλά υπάρχουν και διαφορές ανάμεσα στις διάφορες περι­πτώσεις. Αν, για παράδειγμα, κάποιος δέχθηκε ένα μεγάλο πλήγμα στην περηφάνια του και δεν έχει δυνατότητα να εκδι­κηθεί, γι αυτό δε το λόγο αυτοκτονεί, αυτό είναι μία εξαιρετικά κακή περίπτωση αυτοκτονίας. Μία τέτοια πράξη ποτέ δεν μπο­ρεί να επανορθωθεί τελείως.» Επίσης κακή είναι και η αυτοκτο­νία από ποταπή ζήλεια. «Τέτοιες ψυχές παίρνουν στον άλλο κόσμο τη μορφή του σκελετού ενός ζώου που να αντιστοιχεί με το εσωτερικό τους φρόνημα, και πολύ δύσκολα πετυχαί­νουν την ολοκλήρωση της ζωής.»

«Υπάρχουν, όμως, και πολλές άλλες περιπτώσεις αυτοκτο­νίας, που δεν έχουν τόσο κακές συνέπειες για τις ψυχές.»

Κυρίως ας σκεφτούμε εδώ ότι άνθρωποι που εξ αιτίας ασθε­νικής προδιάθεσης ή λανθασμένης αγωγής γνωρίζουν πολύ λίγα ή τίποτα σχετικά με τον Θεό, συχνά δεν βρίσκουν άλλη διέξοδο από ασθένειες, οικονομική εξαθλίωση ή άλλες μεγά­λες κακοτυχίες από το ν’ αυτοκτονήσουν. Εδώ, όπου κατά βά­ση δεν λείπει η αγάπη προς τη ζωή, παρά μονάχα οι συνθήκες είναι πιο δυνατές από τις ψυχές αυτές, που είναι ολομόναχες όντας αποξενωμένες από τον Θεό, σίγουρα εφαρμόζονται άλ­λα κριτήρια.

Οι ψυχές των παιδιών στον άλλο κόσμο

Μια και, σύμφωνα με το Λόρμπερ, η ζωή πάνω στη γη έχει τόσο μεγάλη σημασία για την τελείωση των ψυχών, είναι δι­καιολογημένο το ερώτημα: Πώς είναι άραγε η κατάσταση στον άλλο κόσμο για όσους πεθαίνουν κατά την παιδική τους ηλικία;

Ως προς αυτό, η νέα αποκάλυψη παρέχει εκτενείς πληροφο­ρίες. Πρώτα-πρώτα, μαθαίνουμε ότι οπωσδήποτε πίσω από τον πρόωρο θάνατο κάποιων ανθρώπων υπάρχουν πολύ σοφές προθέσεις. Μερικές φορές πρόκειται για τρυφερές και ήδη πολύ προχωρημένες αστρικές ψυχές, που δηλαδή έχουν ζήσει ήδη μία ή περισσότερες ζωές πάνω σε κάποιον πλανήτη και που τους αρκεί για την ανεξαρτητοποίηση και την τελείω­σή τους ένα σύντομο πέρασμα από τη γήινη ζωή. Άλλοτε πρό­κειται για κάποιους που, απλώς, είχαν να εκπληρώσουν μία α­ποστολή (προς τους γονείς τους ή προς άλλους κατοίκους της γης).

Άλλες, πάλι, παιδικές ψυχές εξ αιτίας της τρυφερής φύσης τους δεν είναι αρκετά ισχυρές για ν’ ανταπεξέλθουν στις σκληρές γήινες συνθήκες και γι αυτό αποσύρονται όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω στον πνευματικό κόσμο. Και για άλλους πάλι, ο Κύριος της Ζωής βλέπει ότι οι ακατάλληλοι γονείς και παιδαγωγοί τους τους κακομαθαίνουν και τους παραχαϊ­δεύουν, πράγμα που θέτει σε τόσο μεγάλο κίνδυνο τα πλάσμα­τα αυτά, ώστε το μόνο που μπορεί να σώσει τέτοιες ψυχές από τη διαφθορά είναι το να φύγουν γρήγορα από τη γη.

Έτσι, λοιπόν, σε κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα που φαίνο­νται από την γήινη σκοπιά τόσο θλιβερά, ενυπάρχουν πολύ σο­φοί λόγοι.

Οι παιδικές αυτές ψυχές μεταφέρονται από τις δυνάμεις που τις προστατεύουν μακριά από τη σκληρή γη, στη φωτεινή και ζεστή πνευματική σφαίρα του ηλίου και εκεί μεγαλώνουν υπό την προστασία ειδικών πνευμάτων.

Στο έργο του Λόρμπερ «Ο πνευματικός ήλιος» περιγράφεται αναλυτικά αυτό το «ηλιακό βασίλειο των παιδιών»*, καθώς και ο γεμάτος περίσκεψη και αγάπη τρόπος που προχωρεί η πνευ­ματική τους αγωγή. Στο τέλος της περιγραφής αυτής αναφέρεται: Όταν οι νεαρές αυτές ψυχές θα έχουν περάσει απ’ όλα αυτά τα θαυμαστά σχολεία κι ύστερα, έχοντας γίνει οι ίδιοι δά­σκαλοι και οδηγοί, έχουν ασκηθεί σε πολλά καθήκοντα του πνευματικού κόσμου κι έχουν ενδυναμωθεί, τότε θα γίνουν κι εκείνες πολίτες της ιερής πόλης του θεού.

Μία νέα συνάντηση – Πού και πότε;

Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν πού άραγε να είναι ο τόπος διαμονής των ψυχών όσων έχουν πεθάνει, δηλα­δή το «βασίλειο των πνευμάτων». Κι όμως, η ερώτηση αυτή είναι εύκολο να απαντηθεί, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την εμπει­ρική πρόταση ότι το όμοιο έλκεται προς το όμοιο.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ένας Ρωμαίος που διδάσκεται από τον Χριστό για τον πνευματικό κόσμο, τον παρακαλεί: «Κύριε, σ’ ευχαριστώ για το φως που μου χάρισες! Όμως θα ήθελα, σε παρακαλώ, να μας πεις και πού εντοπίζεται ο καθαυτό κόσμος των πνευμάτων.»

** Στα ελληνικά με τον τίτλο «Η εξέλιξη των Παιδιών Μετά τη Γήινη Ζωή» εκδόσεις Πύρινος Κόσμος βλ. επίσης πιο πάνω στην ιστοσελίδα το απόσπασμα «Οι Δώδεκα Εντολές».

ι σημαίνει παράδεισος ή κόλαση;

Μέσω του Λόρμπερ μας αποκαλύφθηκε ότι η περαιτέρω ωρίμανση των ψυχών, που έφυγαν ατελείς από τη γη, συνίσταται αρχικά στον πνευματικό κόσμο σε μια ονειρική εσωτερική πνευματική ζωή, που επηρεάζεται και κατευθύνεται από τις δυνάμεις, που προστατεύουν την ψυχή. Τι συμβαίνει, όμως, με τις έννοιες καθαρτήριο, παράδεισος, κόλαση; Ποιά είναι η σημασία των σταθμών αυτών;

Σύμφωνα με τις διδασκαλίες της νέας αποκάλυψης, οι έν­νοιες αυτές χαρακτηρίζουν πνευματικές αναπτυξιακές βαθμί­δες του άλλου κόσμου και όχι συγκεκριμένους τόπους – αν και, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πάντοτε υπάρ­χει μία καθοριστική σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της ψυχής και τον τόπο παραμονής της.

Πώς φτάνει όμως κανείς στον παράδεισο ή στην κόλαση; «Δεν θα πρέπει να φαντάζεστε την κόλαση σαν ένα συγκεκρι­μένο κάτεργο, στο οποίο μπορεί να καταλήξει κανείς, αλλά μόνο σαν μία κατάσταση στην οποία μπορεί να φθάσει ένα ε­λεύθερο ον συνεπεία των προτιμήσεων και των πράξεών του. Και καθένας που μπορεί να σκεφτεί κάπως ώριμα, εύκολα θα καταλάβει ότι κάθε άνθρωπος ανήκει στην κόλαση για όσο διά­στημα δρα σύμφωνα με τις αρχές της. Αυτές οι αρχές, η περηφάνια, ο εγωισμός και η φιλαυτία, είναι αντίθετες με τις ου­ράνιες αρχές που είναι η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη στο Θεό και η αγάπη για το συνάνθρωπο. Όποιος θέλει να μάθει αν α­νήκει στην κόλαση ή στον παράδεισο, ας ρωτήσει με προσοχή την ίδια την ψυχή του. Αν η βασική της τάση είναι να λέει: Αυτό είναι δικό μου, κι εκείνο επίσης – θέλω κι ετούτο κι εκείνο – δώστε μου τα όλα, γιατί τα θέλω όλα!”, τότε ακόμη ο πόλος έλξης είναι για την ψυχή αυτή η κόλαση.

Αν όμως η ψυχή λέει: “Τίποτα δεν είναι δικό μου, ούτε τούτο, ούτε εκείνο – όλα ανήκουν στον Ένα, κι εγώ δεν αξίζω το πα­ραμικρό. Κι αν τύχει να έχω κάτι, τότε αυτό δεν θα είναι δικό μου, αλλά των αδελφών μου!”, τότε ο ισχυρότερος πόλος είναι ο παράδεισος.

Αν, επομένως, κάποιος διάλεξε μία κοπέλλα, που την έχει διαλέξει και κάποιος άλλος, βλέπει δε ότι ο δεύτερος είναι καλοδεχούμενος απ’ αυτήν και αυτό τον γεμίζει με ωμή ζή­λεια, τότε ήδη σ’ αυτόν ο επικρατέστερος πόλος είναι η κόλα­ση. Μπορεί, όμως, να πει: Αγαπημένη μου, εσύ είσαι η μονα­δική κυρίαρχος της καρδιάς σου. Σ’ αγαπώ αληθινά, και γι’ αυτό δεν θέλω από σένα καμία θυσία, όμως είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσία θα ήταν για το καλό σου. Γιατί δεν αγαπώ μέσα σε σένα τον εαυτό μου, αλλά εσένα μέσα μου. Έτσι, λοι­πόν, από μένα έχεις την πλήρη ελευθερία να πάρεις οτιδήποτε θεωρείς καλύτερο για την ευτυχία σου.”

Μέσα απ’ τα λόγια αυτά ξεχωρίζει ήδη ο πολίτης του ουρα­νού, γιατί έτσι μιλούν στον ουρανό. Όποιος μπορεί να μιλάει έτσι μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς του, σ’ αυτόν δεν υπάρχει πια ούτε σταγόνα από το δηλητήριο της κόλασης. Γιατί όποιος μπορεί να απαρνείται τον εαυτό του σ’ αυτόν τον ευαίσθητο τομέα, αυτός θα μπορέσει να τον απαρνηθεί ακόμη πιο εύκολα σε άλλους τομείς. Όποιος, αντίθετα, νιώσει ζήλεια και διακόψει αμέσως τη σχέση του με την αγαπημένη του και την κατα­ριέται μέσα στην καρδιά του με περιφρόνηση, οργή και μνησικακία, αντιμετωπίζοντας με τον ίδιο τρόπο και τον αντίζηλό του, αυτός ήδη δρα σύμφωνα με την κόλαση, που παριστά γι αυτόν σαφέστατα τον επικρατέστερο πόλο.

Νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά προκειμένου να καταλάβει ο καθένας πότε ενεργοποιείται μέσα του ως θετικός πόλος η “κόλαση” και πότε ο “παράδεισος”. Έτσι, ποτέ ξανά δεν θα θέ­σει κανείς τη γελοία ερώτηση πώς και πότε πηγαίνει κανείς στην κόλαση ή στον παράδεισο. Γιατί κανείς δεν πηγαίνει ού­τε στην κόλαση ούτε στον παράδεισο, παρά ο καθένας τα φέρει και τα δύο μέσα του.»

Ο Ιησούς Χριστός λέει επίσης στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο»: «Στο ίδιο σπίτι μένουν δύο άνθρωποι. Ο ένας είναι ευχαριστη­μένος με όσα βγάζει από τη γη με τον ιδρώτα του προσώπου του και την ευλογία του Θεού. Η μεγαλύτερη χαρά του είναι να μοιράζεται τις προμήθειές του με τους ακόμη φτωχότερους αδελφούς του. Α ν έρθει σ’ αυτόν κάποιος πεινασμένος, χαίρε­ται να μπορεί να του δώσει φαγητό, ποτέ δεν τον ρωτάει θυ­μωμένα γιατί είναι φτωχός και δεν του απαγορεύει να ξανάρθει, αν ξαναπεινάσει.

Με δυο λόγια, τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την αγάπη και την εμπιστοσύνη του προς τον Θεό, ούτε την αγάπη του για τους αδελφούς του πάνω στη γη. Η οργή, ο φθόνος, η φιλονι­κία, το μίσος και η έπαρση του είναι άγνωστα.

Αντίθετα, ο αδελφός του είναι ο πιο ανικανοποίητος απ’ ό­λους τους ανθρώπους. Δεν πιστεύει σε Θεό και λέει: “Ο Θεός είναι μία κενή έννοια με την οποία οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν τον υψηλότερο βαθμό της επίγειας εξουσίας. Μόνο ένας πολύ κουτός άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος μέσα στην ανέχεια, όπως και τα χωρίς νόηση ζώα είναι ευτυχισμένα, ό­ταν αποκτούν αυτά τα λίγα που απαιτεί το αμβλύ φυσικό τους ένστικτο”. Ο άνθρωπος που σκέφτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταριέται τη φτωχική ζωή του μέσα απ’ την καρδιά του και αναζητεί τρόπους για ν’ αποκτήσει μεγάλα πλούτη, για να υλο­ποιήσει μ’ αυτά τις αρχομανείς ιδέες του. Περιφρονεί τον ευ­χαριστημένο αδελφό του, και κάθε άνθρωπος ακόμη φτωχότε­ρος του προξενεί φρίκη. Α ν έρθει σ’ αυτόν ένας φτωχός, τον αποπαίρνει λέγοντας: “Φύγε μακριά μου, τεμπέλη! Δούλεψε αν θέλεις να φας! Πήγαινε στον ανεπρόκοπο αδελφό μου. Εκεί­νος, που είναι ο ίδιος ένα κοινό υποζύγιο, δουλεύει για κάτι τέτοιους σαν κι εσένα!”

Για κοίτα! Αυτοί οι δύο, παιδιά των ίδιων γονέων, ζουν στο ίδιο σπίτι. Ο πρώτος είναι ένας άγγελος, ο δεύτερος σχεδόν ένας τέλειος διάβολος! Για τον πρώτο, η φτωχική καλύβα του είναι ο παράδεισος, για τον δεύτερο η ίδια ακριβώς καλύβα είναι σκέτη κόλαση γεμάτη πικρά βάσανα. Βλέπεις τώρα πώς μπορεί να συνυπάρχουν η κόλαση κι ο παράδεισος στο ίδιο μέρος;»

«Μετά το σωματικό θάνατο, θα βγεις με την καρδιά σου στον άπειρο θεϊκό χώρο, κι ανάλογα με το ποιόν της, ο χώρος αυτός θα είναι για σένα κόλαση ή παράδεισος!

Γιατί πουθενά δεν υπάρχει ένας ειδικά δημιουργημένος πα­ράδεισος, ούτε κόλαση, αλλά όλ’ αυτά προέρχονται από την καρδιά του ανθρώπου. Κι έτσι ο κάθε άνθρωπος προετοιμάζει μέσα στην καρδιά του τον παράδεισο ή την κόλαση, ανάλογα με το αν πράττει καλά ή κακά. Θα ζήσει όπως πιστεύει, θέλει και δρα, γιατί από την πίστη θρέφεται η βούληση που οδηγεί στην πράξη. ‘

Ο καθένας, λοιπόν, ας ερευνήσει τις κλίσεις της καρδιάς του. Τότε εύκολα θα διαπιστώσει ποιο πνεύμα την διακατέχει. Αν οι τάσεις αυτές τραβούν την καρδιά και την αγάπη της προς τα εγκόσμια, αν νιώθει την επιθυμία να γίνει μεγάλος και επιφα­νής, αν η αλαζονική καρδιά αισθάνεται αποστροφή για τη φτω­χή ανθρωπότητα και νιώθει μέσα της την τάση να κυριαρχεί πάνω στους άλλους, χωρίς να την έχει ορίσει γιαυτόν το ρό­λο ο Θεός, τότε μέσα της έχει κιόλας φυτευτεί ο σπόρος του κακού. Κι αν αυτός δεν καταπολεμηθεί και δεν καταστραφεί, τότε είναι φανερό ότι μετά το θάνατο του σώματος δεν επιφυ­λάσσεται στον άνθρωπο τίποτ’ άλλο από την κόλαση.

Αν, όμως, η καρδιά του ανθρώπου είναι γεμάτη ταπεινοφρο­σύνη κι αν αυτός αισθάνεται ευτυχισμένος με το να είναι ο ε­λάχιστος μεταξύ των ανθρώπων, να υπηρετεί τους πάντες α­γνοώντας τον εαυτό του από την αγάπη του για τους αδελφούς και τις αδελφές του, να υπακούει τους προϊσταμένους του σε οποίο έργο είναι καλό και ωφέλιμο για τους αδελφούς του, κι αν αγαπάει πάνω απ’ όλα τον Θεό, τότε ο ουράνιος σπόρος μεγαλώνει στην καρδιά του και γίνεται ένας αληθινός αιώνια ζωντανός παράδεισος. Και ένας άνθρωπος, που κρύβει ήδη έτσι ολόκληρο τον ουρανό στην καρδιά του γεμάτος αληθινή πίστη, αγνή ελπίδα και αγάπη, μετά θάνατον είναι αδύνατον να βρεθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από το ουράνιο θεϊκό βασί­λειο, αφού αυτό είναι που βλάσταινε από πολύ καιρό μέσα στην καρδιά του!»

«Κόλαση» σημαίνει αυτοκαταδίκη

Ο Κύριος λέει σε ένα πνεύμα που δεν συμφωνεί με τη θεία αγάπη και δικαιοσύνη:

«Σε όλη την αιωνιότητα, δεν θα βρεις ούτε μια περίπτωση καταδίκης έστω κι ενός μόνο πνεύματος από τον Θεό! Μπορώ όμως να σου επισημάνω αναρίθμητες περιπτώσεις πνευμάτων που, συνέπεια της πλήρους ελευθερίας τους, μισούν και κατα­ριούνται τη Θεότητα και δεν θέλουν με κανένα τίμημα να εξαρτώνται από την άπειρη αγάπη της, αφού πιστεύουν ότι τάχα είναι οι ίδιοι κύριοι, και μάλιστα ανώτεροι από τη Θεότητα!

Όμως, εφ’ όσον η Θεότητα μπορεί να δώσει απεριόριστα την άπειρη αγάπη της μόνο σ’ εκείνους που την θέλουν, είναι φα­νερό ότι εκείνοι που μισούν περισσότερο από κάθε τι άλλο, περιφρονούν και ειρωνεύονται χονδροειδώς τη Θεότητα και την άπειρη αγάπη της, δεν μπορούν να την λάβουν, ακριβώς επειδή οι ίδιοι δεν το θέλουν.

Τέτοια πλάσματα αγαπούν μονάχα τον εαυτό τους και μισούν οτιδήποτε δεν θεωρούν απόλυτα χρήσιμο και υποταγμένο στον εγωιστικό εαυτό τους. Η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον είναι γι αυτούς κάτι που σιχαίνονται φρικτά, μια κατάρα μέσα στην καρδιά τους! Γι’ αυτούς, ο Θεός είναι μονάχα η καθαρή φλυαρία του παραμορφωμένου πνεύματος ενός ζηλωτή, μία ανοησία ενός εντελώς αποβλακωμένου νου, ο δε πλησίον δεν αξίζει ούτε καν να του ρίξεις μια ματιά.

Αν, όμως, πνεύματα ελεύθερα παραμένουν προσκολλημένα σ’ αυτά και δεν μπορούν να θεραπευθούν από τις χίμαιρές τους με κανένα από τα μέσα που τους διατίθενται μέσα στην ελευ­θερία τους, προτιμώντας να υποστούν όλη την πίκρα και τα δεινά που μόνοι τους προ καλούν – παρά να δεχθούν ακόμη και τον ηπιότερο θείο νόμοπες μου, πώς μπορεί η Θεότητα να ευθύνεται γι αυτή την αυτό-καταδίκη τους; Και αφού η πα­ντοδύναμη και σοφή Θεότητα από καθαρή αγάπη απομονώνει αυτούς τους αποστάτες από τους μακάριους φίλους τους, α­φήνοντάς τους εν τούτοις στα μέρη της απομόνωσής τους πλήρη ελευθερία, πώς τότε μπορεί να κατηγορηθεί ότι είναι σκληρή και δεν έχει αγάπη;»

«Αν η παντοδύναμη Θεότητα κατεύθυνε τα πνεύματα, που ο προορισμός τους είναι να γίνουν απόλυτα ελεύθερα, τότε αυ­τά θα έχαναν για πάντα την ελευθερία τους. Τότε, η Θεότητα θα είχε δημιουργήσει μαριονέτες αντί για ελεύθερα πνεύματα, αντί για πνεύματα με αυτεξούσιο, τελείως ελεύθερα και ανε­ξάρτητα απ’ αυτήν, που όταν φθάσουν στην τελείωση θα γίνουν τα ίδια θεοί! Για το λόγο αυτό, η Θεότητα βάζει τους ανθρώ­πους που έχουν ξεφύγει μέσα σε συνθήκες τέτοιες, που να μπορούν να τους φέρουν πίσω στο δρόμο που οδηγεί στο σω­στό στόχο. Βέβαια, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο μια κα­ταδίκη και ένας καταναγκασμός, που όμως αγγίζει μόνο τον εξωτερικό άνθρωπο, για να ξυπνήσει γρηγορότερα και ευκολότερα ο εσωτερικός και να ακολουθήσει και πάλι τον αληθινό του προορισμό».

Παράδεισος και αναγέννηση

Αν στο κατώτερο και μέσο επίπεδο του άλλου κόσμου γεν­νηθεί μέσα σε μια ψυχή μέσα από τις εμπειρίες της εκεί, η νο­σταλγία για το ουράνιο φως, την ειρήνη και τη μακαριότητα κι αν αυτή στραφεί προς το Θεό ζητώντας βοήθεια, τότε πολύ σύντομα θα της δοθούν μέσω των πνευμάτων που την προστα­τεύουν ανώτερες γνώσεις, ενώ παράλληλα θα της υποδει­χθούν δρόμοι που θα την οδηγήσουν σε καλύτερες συνθή­κες. Οι ψυχικές καταστάσεις που θα προκύψουν θα φωτίζο­νται από πνεύμα καθαρότερης αγάπης και θα δημιουργήσουν αντίστοιχα και στην ψυχή έναν πιο ευχάριστο κόσμο παραστά­σεων, ονομάζονται δε «παράδεισοι» ή «προθάλαμος του ου­ρανίου βασιλείου».

«Σας λέω, στ’ αλήθεια αρκεί μία γεμάτη μετάνοια ματιά προς τον Πατέρα για να ξεφύγει κανείς από την κόλαση. Δείτε το ληστή και φονιά πάνω στο σταυρό! Κοίταξε τον Κύριο και είπε με συντετριμμένη καρδιά: Κύριε, όταν έρθεις στο βασίλειό σου και περάσεις από κρίση εμάς τους αμαρτωλούς, θυμήσου με και μη με τιμωρήσεις πολύ σκληρά για τα μεγάλα εγκλήματα που έχω κάνει!» Και ο παντοδύναμος κριτής του απάντησε: «Στ’ αλήθεια, από σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδει­σο!»

Σ’ αυτή την εξελικτική κατάσταση, οι ψυχές βλέπουν συνή­θως ότι βρίσκονται σε θαυμάσιους κήπους γεμάτους ειρήνη και φως και σε τοπία ουράνιας ομορφιάς. Τους περιστοιχί­ζουν άλλα, παρόμοια, ευτυχισμένα πλάσματα, που απολαμβάνουν μαζί τους τη συναναστροφή και τη διδασκαλία ανώτερων αγγέλων που κατέρχονται από τους ουρανούς ως αγγελιαφόροι του Πατέρα και τους διδάσκουν με φιλικό τρόπο για τα μυστικά του ουρανού. Στα οράματα των ενορατικών έχουν περιγραφεί συχνά αυτοί οι παραδείσιοι κόσμοι.

Οι δραστηριότητες των κατοίκων του Παραδείσου

Ένα σχετικά εξελιγμένο πνεύμα στη σφαίρα του παραδείσου «προετοιμάζει το δρόμο για τους καινούργιους που θ’ ανέλθουν ως εκεί και τους δείχνει τον τόπο όπου θα μείνουν, κα­θώς και το τι πρέπει να κάνουν. Ακόμη, είναι ο διδάσκαλος των σχετικά καθαρών πνευμάτων της κατώτερης περιοχής. Και ό­ταν δημιουργηθούν εκεί προστριβές, κατέρχεται όπως και ό­λοι οι όμοιοι του, ως ειρηνοποιός και ενεργεί αποφασιστικά



Η συνέχεια στο βιβλίο….



Η πνευματική αναγέννηση

Λέει ο Κύριος: «Ο κάθε άνθρωπος έχει μία αθάνατη ψυχή, και μέσα σ’ αυτήν ένα αθάνατο πνεύμα. Όμως, για να γίνει απόλυτα ένα η ψυχή ως πνεύμα που εξελίσσεται μέσα από την ύλη με το αρχέγονο πνεύμα του Θεού που ονομάζεται «αγάπη», πρέπει η ψυχή αυτόβουλα να κατευθύνει προς τα κει κάθε της επιδίωξη: πρώτα να διαφύγει από την ύλη και τις απαιτήσεις της, κατευθύνοντας κάθε της προσπάθεια και δράση αποκλειστικά στο καθαρά πνευματικό και έπειτα να φροντίζει διαρκώς να ενω­θεί με το πνεύμα της καθαρής θείας αγάπης που κοιμάται μέ­σα της.

Πώς, όμως, ένας άνθρωπος μπορεί να μάθει εάν η ψυχή του έχει ενωθεί με το αληθινό πνεύμα του Θεού που βρίσκεται μέ­σα της; Αυτό είναι εξαιρετικά εύκολο! Αν νιώθεις αληθινά και ζωντανά ότι δεν υπάρχουν μέσα σου ούτε εγωισμός, ούτε πε­ριττή φιλοδοξία, ούτε μεγαλομανία, ούτε φθόνος, ούτε μανία να κατέχεις και να διακρίνεσαι, ούτε φιλαυτία, αλλά αντί γι αυ­τά μεγαλύτερη αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον, αν χαίρεσαι να μοιράζεις στην ανάγκη την περιουσία σου σε όσους αδελ­φούς και αδελφές πάσχουν, αν αισθάνεσαι μεγάλη λύπη όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις κάποιον φτωχό, αν πια για σένα ο Θεός είναι τα πάντα και η γη με όλους τους θησαυρούς της τίποτα, τότε η ψυχή σου θα είναι πια απόλυτα ενωμένη με το πνεύμα του Θεού που φέρει μέσα της. Θα έχει φθάσει στην τέλεια, αιώνια ζωή, θα είναι σοφή και, όταν είναι ανάγκη, θα κάνει θαύματα με τη βούλησή της και μόνο!»

Φυσικά, μπορεί κανείς να φθάσει σ’ αυτή την κατάσταση τε­λειότητας μόνον όταν το επιδιώξει αγνά και με ταπεινοφροσύ­νη:

«Όποιος θέλει να φθάσει την αναγέννηση για ν’ αποκτήσει κάποιες θαυματουργές ικανότητες (από μεγαλομανία και εγω­ιστικούς λόγους), αυτός ας είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να του δοθεί τέτοια χάρη. Γιατί αυτό θα σήμαινε κυριολεκτικά ότι ρίχνονται “τα άγια τοις κυσίν”.

Η αγάπη για Μένα, η μεγάλη καλωσύνη της καρδιάς, η αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αυτά αποτελούν, ως σύνολο, το σωστό σημάδι της αναγέννησης. Όπου όμως αυτά λείπουν και η ταπεινότητα δεν είναι ακόμη ακλόνητη, εκεί δεν ωφελούν ούτε το φωτοστέφανο, ούτε το ράσο ούτε οι οπτασίες πνευμά­των. Συχνά οι εν λόγω άνθρωποι είναι πολύ πιο μακριά από το βασίλειο του Θεού από κάποιους άλλους, που έχουν πολύ πιο εγκόσμιο παρουσιαστικό. Γιατί το βασίλειο του Θεού δεν έρ­χεται με εξωτερική, θεαματική επίδειξη, αλλά εσωτερικά, μέσα στη σιγή, απαρατήρητα, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.»

Τα κείμενα του Λόρμπερ δίνουν πολύπλευρη ενημέρωση για τη σημασία της αναγέννησης εδώ και στον άλλο κόσμο:

«Όταν η ψυχή έχει ανυψωθεί μέχρι κάποιο βαθμό πνευματι­κής τελειότητας, τότε το καθαρό της πνεύμα φωτός και αγάπης ενώνεται μαζί της, ο συνολικός άνθρωπος γίνεται ένα πλάσμα παρόμοιο με τον Θεό και μπορεί να δώσει στα πάντα ύπαρξη, καθώς και να τα διατηρήσει με σοφία.»

Όμως, με την αναγέννηση δεν αφαιρείται από την ψυχή η ατομική της γνώση και η ελεύθερη βούλησή της. Διαβάζουμε για τη σχέση που υπάρχει τότε μεταξύ ψυχής και πνεύματος:

«Μετά την αναγέννηση, η ψυχή θα έχει πάντα την ίδια σχέση προς το πνεύμα μ’ αυτήν που έχει το γήινο σώμα προς τη ν ψυ­χή. Το σώμα ακόμη και της πιο τέλειας ψυχής έχει κατά κάποιο ν τρόπο και μια δική του επιθυμία απολαύσεων, που μπορεί να διαφθείρει την ψυχή, αν παραδοθεί στην επιθυμία αυτή. Ό­μως, μία σωστά εξελιγμένη ψυχή προφανώς ποτέ δεν θα υποκύψει στη λαιμαργία του σώματος και πάντοτε θα είναι κυρία του σώματός της, στις κακά ανεπτυγμένες ψυχές όμως μπορεί βέβαια να συμβεί το αντίθετο.

Μεταξύ ψυχής και σώματος ενός επαναγεννημένου όμως, πάντα επικρατεί μία σχέση σαν αυτή μιας τέλειας ψυχής με το σώμα της. Μπορεί το σώμα να έχει επιθυμίες και να προκαλεί την ψυχή με έντονα ερεθίσματα να τις πραγματοποιήσει, όμως, η τέλεια ψυχή πάντοτε απαντά μ’ ένα κοφτό όχι. Και α­κριβώς το ίδιο κάνει το καθαρό πνεύμα στην ψυχή, με την οποία έχει ενωθεί πλήρως.

Όσο η ψυχή δέχεται τη θέληση του πνεύματος, όλα γίνονται ακριβώς κατά τη βούληση του πνεύματος, που είναι και η δική Μου βούληση. Όταν όμως η ψυχή εξ αιτίας των αναμνήσεών της επιθυμήσει κάτι που αφορά τις αισθήσεις, τότε το πνεύμα αποσύρεται και αφήνει την ψυχή να ικανοποιήσει μόνη της την επιθυμία της, πράγμα που συνήθως δεν οδηγεί πουθενά, ιδιαί­τερα όταν έχει μερικώς μόνο ή και καθόλου πνευματικό στόχο. Η ψυχή που σύντομα καταλαβαίνει την εγωιστική αδυναμία της, αφήνει τις ονειροπολήσεις ηδονής, ξαναενώνεται με το πνεύμα και αφήνεται να την οδηγήσει. Τότε, φυσικά, επανέρ­χονται η τάξη, η δύναμη και η ισχύς.»



Η συνέχεια στο βιβλίο….



Η στοιχειώδης προ-ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής*

Η ανθρώπινη ψυχή αποτελείται από μυριάδες σπινθήρων ζω­ής, που κάποτε έπεσαν μαζί με τον Εωσφόρο, στερεοποιήθηκαν στην υλικότητα και ελευθερώνονται από τα καθαρά πνεύ­ματα του Θεού για να περάσουν σε μια νέα ζωή μέσα στη Θεία Τάξη. Αυτές οι στοιχειώδεις μορφές ζωής οδηγήθηκαν βήμα- βήμα μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής του φυσικού βασι­λείου, από το ορυκτό μέχρι το ζώο, ως «φυσικές ψυχές», ενώ παράλληλα τους διδασκόταν πώς να ξεπεράσουν τον εγωισμό και να ασκηθούν πρόθυμα, κατά τη δόμηση και τη χρήση της υλικής μορφής μέσα στην οποία ζουν, στην υπηρεσία προς τον Θεό και τα άλλα πλάσματα.

Όταν, λοιπόν, πρόκειται να δημιουργηθεί ένας νέος άνθρω­πος, τότε οι άγγελοι του Θεού καλούν μία ώριμη φυσική ψυχή που αποτελείται από αρκετές ψυχές ζώων, ενώνουν μ’ αυτή και σπινθήρες ζωής του ζευγαριού που έχει επιλεγεί για τη σύλληψη, καθώς και σπινθήρες που έρχονται κατ’ ευθείαν από τα άστρα και δημιουργούν έτσι μία ανθρώπινη ψυχή.

Στην πραγματικότητα, επομένως, κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει ήδη διατρέξει ολόκληρη την κλίμακα του φυσικού βασιλείου πριν γίνει άνθρωπος, όχι όμως σαν ανθρώπινη ψυχή, αλλά μό­νον με τα ξεχωριστά στοιχεία που την αποτελούν, τους ζωτι­κούς σπινθήρες της σε μικρές και όλο και καλύτερα διαμορ­φωμένες φυσικοψυχικές ομάδες.

Μέσα σ’ όλα αυτά βλέπουμε το πρώτο θεμελιώδες, και γι αυτό και συνήθως πολύ μακράς διάρκειας, στοιχειώδες σχο­λείο της ψυχής, στο οποίο ήδη υπάρχουν πολλές επανενσαρκώσεις των συστατικών της στοιχείων. Αυτή η προκαταρκτική ωρίμανση των στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής δεν συμβαίνει μόνο πάνω στη γη, αλλά και, σύμφωνα με παρόμοιους νόμους, πάνω σε όλα τα άλλα ουράνια σώματα (ήλιους, πλανήτες και δορυφόρους). Και παντού είναι ο άνθρωπος η κορωνίδα αυ­τής της δημιουργικής εξέλιξης, με μια ψυχή σύνθετη από ό­λων των ειδών σπινθήρες ζωής.

Η ψυχή στην ανθρώπινη βαθμίδα

Στην ανθρώπινη βαθμίδα εμφυτεύεται στην ψυχή ένας σπιν­θήρας θεϊκού πνεύματος ως μυστικός οδηγός που της δίνει τη δυνατότητα να τελειοποιηθεί. Εκεί η ανθρώπινη ψυχή πρόκει­ται να μάθει ν’ αναζητά τον Θεό μέσα σ’ ένα φαινομενικό χωρισμό απ’ αυτόν και τον καθαρά πνευματικό του κόσμο, ν’ ανα­γνωρίζει το θέλημά του και να ζει με δική της ελεύθερη από­φαση, σύμφωνα με την αιώνια, ουράνια τάξη, την αγάπη προς τον Θεό και τις άλλες ψυχές.*

Όλες οι διδασκαλίες και όλη η καθοδήγηση που δεχόμαστε εκ των άνω κατά τη ζωή μας πάνω στη γη κατά τρόπο που δια- φυλάσσει την αυτονομία της βούλησής μας και που μας ωθεί σε δράση, εξυπηρετούν αυτό τον σκοπό. Εξ αιτίας της επίμο­νης εωσφορικής φύσης των ψυχικών μας σπινθήρων, σχεδόν ποτέ δεν επιτυγχάνεται σε μια μόνο ζωή ο στόχος του τέλειου εξαγνισμού και πνευματικοποίησης, γι’ αυτό πρέπει να γίνουν και άλλες εκπαιδεύσεις της ψυχής.

Προς τον σκοπό αυτό, όλοι οι άνθρωποι αυτής της γης, κα­θώς και των άλλων ουρανίων σωμάτων, αφού αφήσουν πεθαίνοντας το υλικό τους περίβλημα, φθάνουν στις πνευματικές σφαίρες του άλλου κόσμου ως ψυχές-πνεύματα με αιθερική μορφή, για να συνεχίσουν να ωριμάζουν, και μάλιστα αρχικά μέσα σε μια ονειρική, εσωτερική πνευματική ζωή, όπως δείχθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια.

Η βαθμίδα αυτή της τελειοποίησης της ψυχής είναι εξ ίσου σημαντική με αυτή στο υλικό πεδίο. Συχνά, διαρκεί περισσότε­ρο και είναι τελικά περισσότερο αποτελεσματική από την ανά­πτυξη μέσα στο υλικό σώμα.

Μόνον αφού εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για εξαγνι­σμό και τελειοποίηση, που προσφέρονται στον πνευματικό κό­σμο, και φανεί ότι δεν επιτελείται πια πρόοδος μ’ αυτή τη μορ­φή ζωής, εκείνες οι ψυχές που ακόμη έχουν υλικότητα, δηλαδή εωσφορικό πνεύμα φιλαυτίας, ξαναενσαρκώνονται στο υλικό πεδίο. Γιατί τα όμοια έλκουν τα όμοια. αυτός είναι ο ευνόητος, βασικός κανόνας!

Ο χρόνος και ο τόπος της επανενσάρκωσης φυσικά δεν αφήνεται στην τύχη ούτε στην ατελή ψυχή, παρά και πάλι καθορίζεται από τις δυνάμεις που προστατεύουν και καθοδηγούν την ψυχή. Αυτές επιλέγουν το χρόνο, τον τόπο, τους γονείς και τις συνθήκες ζωής που φαίνονται καταλληλότερες για να προωθήσουν την ψυχή πνευματικά και να την κάνουν, συχνά μέσο από πικρές εμπειρίες, να δεχθεί ένα ανώτερο φως γνώσης και να μεταστραφεί.

Οι ίδιες προστατευτικές δυνάμεις καθορίζουν εάν κατά την επανενσάρκωση η ψυχή θα προσλάβει από τα φυσικά βασίλεια, από τις ψυχές των γονέων και από τα άστρα νέους σπινθήρες ζωής και ποιους. Αυτά τα νέα στοιχεία, με την πρόσληψη των οποίων η ψυχή συμμετέχει στο έργο της λύτρωσης της ύλης, είναι συχνά εξαιρετικά σημαντικά για το πεπρωμένο των ανθρώπων στο νέο αυτό δρόμο της ύπαρξής τους.

Ειδικότερα, οι προστατευτικές δυνάμεις καθορίζουν επίσης και τον πλανήτη, στον οποίο θα επανενσαρκωθεί η ψυχή, στον ίδιο όπου ζούσε πριν, σε έναν άλλο, σ’ έναν ήλιο ή σε έναν δορυφόρο. Κι εδώ, το κριτήριο επιλογής του χώρου ζωής εί ναι η μέγιστη καταλληλότητα. Άλλωστε, οι άγγελοι του Θεού και μόνο έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ποιο από τα πολλά σχολεία της υλικής δημιουργίας αντιστοιχεί στις ανάγκες της ψυχής για ωρίμανση και τελειοποίηση.

Απώλεια της ανάμνησης

Ένα ειδικό μέτρο της θείας σοφίας είναι ότι, πάνω στη γη, οι άνθρωποι χάνουν τελείως την ανάμνηση των προηγούμενων καταστάσεων ύπαρξής τους.

Ο Ιησούς λέει στο Λόρμπερ: «Συγκριτικά, πολύ λίγα πνεύματα έρχονται σ’ αυτή τη γη, γιατί η οδός της σάρκας εδώ τους φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αφού αφήνουν κάθε ανάμνηση της προηγούμενης κατάστασής τους και πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή μία νέα ύπαρξη. Αυτό δεν συμβαίνει στα άλλα ουράνια σώματα. Εκεί, τα ενσαρκωμένα πνεύματα διατηρούν μία ονειρώδη ανάμνηση των προηγουμένων καταστάσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι άνθρωποι σε άλλους πλανήτες και ουράνια σώματα είναι από την αρχή κατά πολύ σοφότεροι και διαυγέστεροι απ’ ό, τι σ’ αυτή τη γη. Όμως, γι’ αυτό δεν είναι και ικανοί να προοδεύσουν σε μία ανώτερη βαθμίδα ελεύθερης ζωής. Μοιάζουν περισσότερο με τα ζώα αυτής της γης, που διαθέτουν από τη φύση τους τα ένστικτα που χρειάζονται για την ύπαρξή τους, και πάντοτε είναι ως προς αυτά πολύ επιδέξια και τελειοποιη­μένα. Αν, όμως, δοκιμάσετε να διδάξετε σ’ ένα ζώο κάτι που υπερβαίνει τα ένστικτά του, θα δείτε ότι δεν θα βγουν και πολλά πράγματα απ’ αυτό. Η αιτία είναι ότι οι ψυχές των ζώων διατηρούν μία θαμπή ανάμνηση των προηγουμένων καταστάσεών τους, η οποία τα απασχολεί και τα κρατάει δέσμια, κάπως σαν μία καταδίκη, και εξ αιτίας αυτού ζουν σε μία κατάσταση σαν νάρκη. Τώρα πια, μόνο στους ανθρώπους αυτής της γης συμβαίνει να απογυμνώνονται από κάθε ανάμνηση και ν’ αρχίζουν μία νέα τάξη και διαμόρφωση ζωής, που είναι τέτοια ώστε κάθε άνθρω­πος μπορεί μέσα απ’ αυτήν να αναπτυχθεί μέχρι να μοιάσει α­πόλυτα στον Θεό.»

Ένας γιατρός πάλι παραπονιέται γι’ αυτή την ιδιαιτερότητα της γήινης ζωής λέγοντας σ’ έναν άγγελο: «Χωρίς καμία ανά­μνηση, θεωρώ κάθε μελλοντική και κάθε περασμένη ύπαρξη, συγκρίνοντάς την με την παρούσα, ως μη-ύπαρξη. Γιατί εάν δεν είμαι πια αυτό που ήμουν, κι αν σε μια μελλοντική ύπαρξη που αφαιρείται η ανάμνηση των οποιωνδήποτε προηγουμένων, τότε κάθε ύπαρξη είναι για μένα σαν να μην υπάρχει… Τί ω­φελεί να έχει μία αλυσίδα χιλιάδες κρίκους, αν αυτοί ποτέ δεν ενώνονται ώστε να στηρίζουν ο ένας τον άλλο; Κοίτα, λαμπρέ μου φίλε, το ερώτημα αυτό είναι μεγάλης σημα­σίας για τον άνθρωπο που περνάει τη ζωή του μέσα σε θλιβε­ρές συνθήκες, συχνά σκέφτεται καθαρά και γι αυτό βασανίζε­ται από το φόβο ενός θανάτου γεμάτου πόνο. Δεν σου έθεσα το ερώτημα αυτό για να δοκιμάσω τη μεγάλη σου σοφία, αλλά απλώς γιατί θέλω να με διαφωτίσεις.»

Ο άγγελος απαντά: «Άκου φίλε μου! Αν συνειδητοποιούσες καθαρά όλες τις προηγούμενες καταστάσεις, στις οποίες έ­χεις προϋπάρξει χωριστά με τα διάφορα τμήματα που σήμερα αποτελούν την ψυχή σου, τότε αυτό θα δημιουργούσε τέτοιο διαχωρισμό και τέτοια διάσπαση στη σκέψη, την κρίση και τη θέλησή σου, ώστε δεν θα σου ήταν δυνατόν να προσλάβεις την ηθική ενότητα, ισχύ και δύναμη από το πνεύμα αγάπης του Θεού (που τώρα είναι η μόνη αληθινή εσωτερική ζωή σου) κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να ενωθείς με το πνεύμα του Θε­ού.

Όταν όμως η ψυχή ενωθεί μ’ αυτό, τότε θα φθάσει στην κα­θαρή θέαση και ανάμνηση σε ό, τι αφορά στον εαυτό της, και μέσα από αυτό θα αναγνωρίσει με σαφήνεια και θα θαυμάζει αιώνια και με ευγνωμοσύνη την άπειρη αγάπη και σοφία του ενός και μεγάλου αρχιτέκτονα. Τότε αυτή η ανάμνηση που εσύ ζητάς σήμερα θα της είναι αιώνια χρήσιμη για τη ζωή της, ενώ τώρα θα ήταν πάρα πολύ επιζήμια.»

Ο Κύριος τονίζει κι άλλον έναν σημαντικό λόγο της συσκό­τισης της συνείδησης.

Το πνεύμα και η συνειδητότητα του ενσαρκωμένου ανθρώ­που δεν είναι διαυγή ούτε τέλεια, μας λέει, «για να αναγκά­σουν τον άνθρωπο στην εσωτερική σκέψη και αναζήτηση, ε­πειδή τίποτε δεν είναι πιο ανυπόφορο για την ψυχή, που συγγενεύει με το αρχέγονο θείο φως, από το ακαθόριστο όλων όσων αντιλαμβάνεται. Επομένως, η ψυχή διαρκώς επιθυμεί την πλήρη αλήθεια και αδιάκοπα σκέφτεται, ρωτάει και αναζη­τεί. Σ’ αυτήν δε τη δραστηριότητά της συνίσταται και η αυξα­νόμενη αφύπνιση και ενδυνάμωση του εσωτερικού, πνευματι­κού νου, τόσο αναφορικά με την όραση, την ακοή και την αντί­ληψη, όσο και με το συναίσθημα.

Αν όμως η ψυχή ερχόταν στον κόσμο αυτό με εντελώς αφυ­πνισμένο εσωτερικό νου, θα βυθιζόταν σε πλήρη αδράνεια και απραξία, και αυτό θα ήταν το ίδιο σαν να μην ζει καθόλου. Γιατί η ευτυχία της ζωής συνίσταται κυρίως στη δραστηριότητα. Έ­τσι, είναι πιο ωφέλιμο για την ψυχή να ασκείται δρώντας από του να διαθέτει από την αρχή πλήρη διαύγεια εσωτερικής αντίληψης προς κάθε κατεύθυνση της ζωής.»

Τέλος, τα γραπτά της νέας αποκάλυψης μας δείχνουν έναν επιπλέον λόγο της συσκότισης της μνήμης. Αυτός είναι ότι η ψυχή που θα διέθετε πολύ καθαρή και συγκεκριμένη γνώση των συνθηκών του πνευματικού κόσμου, θα αισθανόταν έντονο εξαναγκασμό να ακολουθήσει τυφλά τη θεία τάξη και βούληση. Ο πνευματικός αυτός εξαναγκασμός θα της αφαιρούσε την αληθινή ελευθερία και αυτονομία της σκέψης, της βούλησης και της δράσης της. Όμως, το σχέδιο του Δημιουργού για τη διαμόρφωση των ψυχών θέλει, όπως είπαμε, να ωριμάσουμε αργά μέσα από τις εμπειρίες της ζωής και να δεχθούμε ελεύθερα την ύψιστη γνώση, ώστε ν’ αποκτήσουμε απόλυτη ελευθερία βούλησης και δράσης. Έτσι, ο βασικός λόγος του ότι ειδικά πάνω στη γη, το πανεπιστήμιο αυτό των «μεγάλων παι­διών» του Θεού, οι προηγούμενες υπάρξεις τους καλύ­πτονται από ένα πέπλο, είναι ο στόχος της αγωγής προς την αυτονομία και ανεξαρτησία της ψυχικής και πνευματικής μας υπόστασης.

Βέβαια, δεν είναι σπάνιο πότε-πότε να αναδύεται στη συνεί­δηση ενός ανθρώπου, με τη θεία έγκριση και με σκοπό την εν­δυνάμωση της ψυχής, μία ομιχλώδης ιδέα για την προηγούμενή του ύπαρξη. Οι ψυχικά χαρισματικοί, κατά καιρούς βλέπουν α­κόμη καθαρότερα και μπορούν ν’ αποκαλύψουν στοιχεία για την προηγούμενη ύπαρξη ενός ανθρώπου, όμως για τους λό­γους που προαναφέρθηκαν σπάνια όλα αυτά είναι εντελώς πει­στικά και σίγουρα. Μόνον όταν φθάσουμε στην πνευματική τε­λειότητα, θα μπορούμε να δούμε συνολικά, χωρίς αυτό να βλά­πτει, τους θαυμαστούς δρόμους μέσα απ’ τους οποίους έχουμε οδηγηθεί και αναπτυχθεί.

Επικοινωνία μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου

Πολλούς ανθρώπους απασχολεί το ερώτημα αν υπάρχει κάποια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου κι αν εμείς οι κάτοικοι του γήινου πεδίου μπορούμε να τη χρη­σιμοποιήσουμε. Επίσης, αν είναι θεμιτό να αναζητήσουμε και να διαβούμε μια τέτοια γέφυρα. Σε κάθε εποχή και σε όλους τους λαούς, πολλοί άνθρωποι δέχονταν ότι υπάρχει επικοινω­νία με τον κόσμο των πνευμάτων και την επιχειρούσαν. Σήμε­ρα, επίσης, υποστηρίζεται, όχι μόνο από τους αποκρυφιστές και τους πνευματιστές, αλλά από όλους γενικά που έχουν πνευματικές εμπειρίες και γνώσεις, ότι υπάρχει μία «διείσδυ­ση» του πνευματικού κόσμου στον δικό μας.

Από τον Γιάκομπ Λόρμπερ μαθαίνουμε ότι ο Δημιουργός έχει καλύψει με ένα πέπλο μυστηρίου στους ανθρώπους του γήι­νου επιπέδου τις συνθήκες που επικρατούν στον πνευματικό κόσμο και τη σχέση του με τον υλικό κόσμο, καθώς και γιατί συμβαίνει αυτό.

Εδώ αρκεί να τονίσουμε συνοψίζοντας ότι για τον φυσικό και ακόμη ατελή άνθρωπο παραμένει σοφά αφανέρωτος όχι μόνο ο πνευματικός κόσμος, αλλά και το ίδιο του το πνευματικό και ψυχικό είναι, καθώς και η φύση και η δράση του ίδιου του Δημιουργού. Αυτό γίνεται για να νιώθει ο άνθρωπος την ανάγκη όλο και περισσότερης γνώσης και να ερευνά με δική του θέληση μέχρι τελικά να γίνει τελείως ανεξάρτητος αποκτώντας ελεύθερα καλή θέληση. Όλες αυτές οι δυνατότητες μίας ανώτερης τελειοποίησης της ζωής θα ήταν αδιανόητες χωρίς την απόκρυψη αυτή που οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν συμβολικά «το πέπλο της Ίσιδας».

Από τον Λόρμπερ μαθαίνουμε όμως επίσης ότι το πέπλο αυτό ανασηκώνεται όλο και πιο πολύ, όσο πιο πρόθυμα και σεμνά ο άνθρωπος ερευνά κι αφουγκράζεται τη φωνή του Θεού κι όσο πιο πρόθυμα εναρμονίζεται με την αποκαλυπτόμενη σ’ αυτόν θεία τάξη. Στην ψυχή που έχει καθαρθεί εντελώς από τον εγω­ισμό τελικά ανοίγεται, χάρη στην πλήρη ένωσή της με το θείο πνεύμα που φέρει μέσα της, όλη η Δημιουργία. Ένας τέτοιος αναγεννημένος άνθρωπος μπορεί τότε να αντικρύσει όλους τους κόσμους και τις σφαίρες μαζί με τους υλικούς και πνευ­ματικούς κατοίκους τους, μπορεί επίσης να φανερωθεί στους κατοίκους αυτούς και να επικοινωνεί μ’ αυτούς κατά βούλησιν. Μάλιστα είναι προορισμός των τελείων αυτών πλασμάτων να έρχονται σ’ επαφή με τους κατοίκους των πνευματικών σφαι­ρών και των υλικών κόσμων και ν’ αφυπνίζουν τους αδελφούς και τις αδελφές που ακόμη βρίσκονται σε νάρκη, ανεξέλικτοι μέσα στην ύλη. Και σήμερα ακόμη εξακολουθούν οι άνθρωποι σε όλους τους πλανήτες, στη γη, σε όλους τους λαούς, να καθοδηγού­νται και να ωριμάζουν με τη βοήθεια ανώτερων και περισσότε­ρο προοδευμένων πνευμάτων.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς λέει στους τρεις Μάγους που είχαν τότε έρθει στη Βηθλεέμ για να θαυμάσουν το θείο Βρέφος και που αργότερα, οδηγούμενοι από τα πνεύματα που τους προστάτευαν, είχαν επιστρέψει για να προσκυνή­σουν το παιδί που είχε πια μεγαλώσει και γίνει ο «θαυμαστός Βασιλέας»:

«Όλοι οι άνθρωποι που είναι από τη φύση τους σχετικά καλοί, διδάσκονται από πνεύματα με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο αντιληπτό σ’ αυτούς, διάφορες πνευματικές και φυσικές επι­στήμες. .. Και όσο πιο σύμφωνα με τη φύση, απλά και με εσω­στρέφεια ζουν στον κόσμο αυτό, τόσο ζωηρότερη επαφή έ­χουν και με τα καλά πνεύματα του άλλου κόσμου. Έτσι συνέβη και σ’ εσάς. Όταν, όμως, χάρη στα πολλά σας ταξίδια περιπλανηθήκατε περισσότερο μέσα στον κόσμο, τότε τα πνεύματα που σας φώτιζαν και σας καθοδηγούσαν σας εγκατέλειψαν, αφήνοντάς σας να στηρίζεστε στις δικές σας γνώσεις, στη λογική, στη νόηση και στην ελεύθερή σας βούληση. Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, ξύπνησαν μέσα σας τον πόθο και την ανάγκη να Με αναζητήσετε και τελικά να Με βρείτε, κι έτσι αυτά τα τρία πνεύματα φρόντισαν σωστά για σας, τα παιδιά σας και τους λαούς σας.»

Φύση και λειτούργημα των προστατευτικών πνευμάτων και αγγέλων

Οι κύριοι οδηγοί των ανθρώπων όσο ζουν στη γη είναι τα λεγόμενα προστατευτικά πνεύματα και οι φύλακες – άγγελοι. Στο «Γη και Σελήνη» περιγράφονται οι αόρατες πνευματικές διαδικασίες κατά τη δημιουργία των ανθρώπων, η επιλογή της σύνθεσης, η σύλληψη και η τακτοποίηση των στοιχείων της ψυχής ως έργο σοφών και καθαρών πνευμάτων. Επιπλέον αναφέρεται: «Τα πνεύματα αυτά είναι εκείνα που εσείς αποκαλείτε προστατευτικά πνεύματα. Είναι πνεύματα, άγγελοι και μεγάλοι άγγελοι που επηρεάζουν τη δημιουργία κάθε ανθρώ­που. Και δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην έχει του­λάχιστον τρία, συν δύο άγγελους κι έναν μεγάλο άγγελο, που επιβλέπονται από έναν Έβδομο, που σίγουρα ήδη τον γνωρί­ζετε! Αυτά τα προστατευτικά πνεύματα και οι άγγελοι βρίσκο­νται από τη σύλληψη κι ύστερα διαρκώς κοντά στην ψυχή και φροντίζουν ασταμάτητα να διαμορφωθεί αυτή όπως πρέπει.»

Το λειτούργημα του προστατευτικού πνεύματος είναι ένα από τα πρώτα σημαντικά καθήκοντα που εμπιστεύονται στους παραδείσους στην πνευματικά αναγεννημένη ψυχή. Σύμφωνα με τη φυσική κλίση της καρδιάς, συνήθως πρόκειται για την επίβλεψη παλιότερων εξ αίματος συγγενών τους επάνω στη γη, όπως των παιδιών, συζύγων ή γονέων που έμειναν πίσω, ή ανθρώπων που τα πνεύματα αγαπούσαν πολύ ή είχαν φί­λους. Έτσι ο Άβελ έγινε για παράδειγμα το πρώτο προστατευ­τικό πνεύμα των γονέων και των αδελφών του μετά τον φόνο του από τον Κάιν.

Φυσικά, το αξίωμα αυτό δεν είναι από τα πιο ευχάριστα, αντί­θετα απαιτεί πολλή ταπεινοφροσύνη, αγάπη, σοφία και υπομο­νή. Γιατί σύμφωνα με τη μεγάλη βασική αρχή της ελευθερίας της βούλησης, τα προστατευτικά πνεύματα δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν διδάσκοντας ή καθοδηγώντας παρά μόνο χωρίς να εξαναγκάζουν και χωρίς να γίνονται αντιληπτά, ώστε να δια­τηρείται η ανεξαρτησία του προστατευομένου τους. Επομέ­νως, πρέπει να έχουν μάθει καλά πώς πρέπει να ασκούν το λειτούργημα αυτό της προστασίας, και στον «Πνευματικό Ή­λιο» μαθαίνουμε με πόση προσοχή εκπαιδεύονται στις πνευ­ματικές σφαίρες του ήλιου τα πνεύματα που έχουν επιλεγεί για το ακανθώδες αυτό λειτούργημα.

Στον «Πνευματικό Ήλιο» πρώτα γίνεται λόγος για τις βασι­κές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να οδηγούνται οι νεοφερμένες ψυχές από τα προστατευτικά πνεύματα στον άλ­λο κόσμο. Καμία ψυχή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με βία. Ο δρόμος της καθορίζεται από την ελεύθερή της βούληση σε συνδυασμό με τις γνώσεις της, και οι προτιμήσεις της καθορί­ζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα οδηγηθεί στο δρόμο αυ­τό. Μόνον όταν η ψυχή βρεθεί στον τόπο που αντιστοιχεί με τις προτιμήσεις της και φερθεί εκεί κακά, είναι καιρός πια να αντι­μετωπιστεί με τιμωρία ανάλογη με το είδος της κακίας της.

«Δείτε λοιπόν», αναφέρεται πιο κάτω, «όλα αυτά οι μαθητές τα διδάσκονται πρακτικά και με μεγάλη ακρίβεια (στις πνευμα­τικές σφαίρες του ήλιου). Όταν έχουν αποκτήσει αρκετές ικα­νότητες σ’ αυτά, παίρνουν τη μύηση της τελειοποίησης και ύ­στερα ορίζονται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προ­στάτες των ανθρώπων που ζουν πάνω στη γη. Αυτό συνήθως γίνεται για να ασκηθούν με την ευκαιρία αυτή στην αληθινή υπομονή του Κυρίου. Γιατί είναι σχεδόν αδύνατον να φαντα­στείτε πόσο δύσκολο πέφτει σε ένα τέτοιο ουράνια εκπαιδευ­μένο πνεύμα να αντιμετωπίσει τους ξεροκέφαλους γήινους ανθρώπους με την απαραίτητη επιείκεια, ώστε αυτοί ποτέ να μην αντιληφθούν ότι ένα τέτοιο προστατευτικό πνεύμα τους συνοδεύει σε κάθε δρόμο τους και τους καθοδηγεί σύμφωνα με τις δικές τους προτιμήσεις.

Στ’ αλήθεια, δεν είναι μικρό πράγμα να διαθέτει κανείς όλη την εξουσία και τη δύναμη, αλλά ως αρχάριος να μην έχει το δικαίωμα να καλέσει το πυρ εξ ουρανών παρά να πρέπει, έχο­ντας συνείδηση της εξουσίας και της δύναμής του, να παραμέ­νει διαρκώς θεατής και μόνο τού πώς ο άνθρωπος που του έ­χουν εμπιστευτεί βυθίζεται στα διάφορα κακά του κόσμου και ξεχνά όλο και πιο πολύ τον Κύριο. Όλη κι όλη η επιρροή τους δεν πρέπει να ξεπερνά ένα πολύ σιγανό ψιθύρισμα στη συνεί­δηση του προστατευόμενου ή το πολύ-πολύ και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις στην αποτροπή κάποιων ατυχημάτων που η κόλαση σχεδιάζει για τους θνητούς της γης. Σε οτιδήποτε άλλο δεν επιτρέπεται να παρέμβουν!

Τώρα, λοιπόν, φανταστείτε τη συχνά πικρή μοίρα ενός παι­δαγωγού, όταν του αναθέτουν την αγωγή δύστροπων και κακομαθημένων παιδιών. Δεν θα ήταν προτιμότερο να είναι ξυ­λοκόπος; Ασφαλώς, γιατί το ξύλο μπορεί να κοπεί, ενώ το ά­ξεστο παιδί χλευάζει τη θέληση του δασκάλου του. Η κατάστα­ση αυτή είναι, όμως, μόνο μικρογραφία εκείνης, όπου βρίσκεται το πνεύμα που έχει ως προστατευόμενο έναν φιλάργυρο, έναν κλέφτη ή ληστή, έναν φονιά, έναν παίκτη ή έναν μοιχό. Όλες τους τις φρικτές πράξεις το πνεύμα είναι αναγκασμένο να τις παρακολουθεί παθητικά και δεν επιτρέπεται να κάνει τίπο­τα αντίθετο, παρ’ όλη του την ισχύ. Κι αν σε μερικές περιπτώ­σεις επιτρέπεται μία προληπτική ενέργεια, πρέπει αυτή να γί­νει τόσο έξυπνα, ώστε να μην παρεμποδιστεί σε τίποτα η ελεύ­θερη βούληση του προστατευόμενου, παρά μόνο, το πολύ-πο­λύ, η εκτέλεση της πράξης.

Αυτό είναι, λοιπόν, το πρακτικό καθήκον που μέσα απ’ αυτό οι μυημένοι μας μαθητές πρέπει ν’ ασκηθούν στην αγάπη προς τον πλησίον και στη θεία υπομονή.»

Επικοινωνία με τα πνεύματα της φύσης

Ως δάσκαλοι και βοηθοί των ανθρώπων μπορεί να παρουσια­στούν, εκτός από τα ουράνια πνεύματα και τους φύλακες-αγγέλους, επίσης εκείνα τα πνεύματα της φύσης ή φυσικές ψυ­χές που έχουν ήδη φθάσει σε κάποιο εξελικτικό επίπεδο αρκε­τά ώριμο. Στον πρώτο τόμο για τα «Μεγάλα ερωτήματα της ζωής» αναφέρθηκαν αρκετά γι αυτά τα όντα που δημιουργούνται μέσα από το βασίλειο των ορυκτών, των φυτών και των ζώων. Οι ανώτεροι εκπρόσωποι αυτού του είδους, που ήδη είναι αρκετά ώριμοι για να εισέλθουν μέσω της σύλληψης στην ανθρώπινη ζωή, είναι πνευματικά δημιουργήματα με αρ­κετή νοημοσύνη και πλούσια σε σπινθήρες φυτικής και ζωικής ζωής. Αποδεσμευμένα από το φυτικό ή ζωικό σωματικό τους περίβλημα ζουν συχνά για πολλά χρόνια ως πνεύματα του α­έρα, του νερού, των βουνών και της γης μια ελεύθερη και α­δέσμευτη ζωή, μέχρι να αποφασίσουν τελικά να μπουν με τη σύλληψη στη δύσκολη κατάσταση της ανθρώπινης ενσάρκω­σης για να γίνουν παιδιά του Θεού, που μόνο με τον τρόπο αυτό γίνεται δυνατή. Στο «Γη και Σελήνη» διαβάζουμε για τα όντα αυτά, που στην υλιστικά προσανατολισμένη ανθρωπότη­τα σήμερα δεν είναι πια γνωστά παρά μέσα από διηγήσεις και λαϊκά παραμύθια παλιότερων εποχών:

«Αυτό το είδος πνευμάτων μετά από όλ’ αυτά έχει αποκτή­σει πλέον μια ολοκληρωμένη ευφυΐα. Διαθέτουν πια μια μεγά­λη γνώση όσον αφορά όλους τους τομείς της φύσης και μπο­ρούν να βλέπουν και να ακούν όλα όσα συμβαίνουν και όσα λέγονται πάνω στη γη. Επίσης μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους ανθρώπους και μάλιστα να τους προσφέρουν σημα­ντικές υπηρεσίες. Μόνο που θα πρέπει κανείς να αποφεύγει να τα παρενοχλήσει με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί εκνευρίζο­νται πάρα πολύ εύκολα και μπορούν να προκαλέσουν σημα­ντική ζημιά σε όποιον τα ενοχλεί. Κι αυτό γιατί, αν και κατοι­κούν στην ύλη, ωστόσο είναι ορκισμένοι εχθροί της. Αυτές οι οντότητες επιλέγουν για τη διαμονή τους τα ήσυχα και από­μερα μέρη. Σε τέτοια μέρη θα πρέπει κανείς να αποφεύγει να φωνάζει, να σφυρίζει κι ακόμη περισσότερο να βρίζει ή να διαπληκτίζεται, γιατί αυτό μπορεί να ωθήσει τα πνεύματα που είναι ακόμη δέσμια της ύλης να εξεγερθούν. Αυτό με τη σειρά του θα είχε βλαβερές συνέπειες για τα πνεύματα που έχουν αποκτήσει ήδη μεγαλύτερη ελευθερία. Για να το αποφύγουν αυτό, προσπαθούν να τρομάξουν και να διώξουν όσους οδοιπορούν σ’ εκείνες τις περιοχές, προκαλώντας διάφορα τρομακτικά φαινόμενα. Ιδιαίτερα καταστροφικά εί­ναι εκείνα που βρίσκονται στα βουνά, κυρίως στις στοές και τις γαλαρίες των ορυχείων. Εκεί, έχουν προκαλέσει μερι­κά από τα μεγαλύτερα δυστυχήματα σε βάρος όσων δου­λεύουν στα ορυχεία. Πολλές από τις ξαφνικές καταβυθίσεις στις σήραγγες, η διαφυγή αερίων και οι πλημμύρες στα ορυ­χεία, οι κατολισθήσεις και οι χιονοστιβάδες στα ψηλά βουνά, καθώς και πολλά άλλα παρόμοια φαινόμενα είναι συνήθως έργο τέτοιων πνευμάτων.

Η «δεύτερη» και «τρίτη» όραση και ακοή

Μερικοί άνθρωποι έχουν το χάρισμα να αντιλαμβάνονται τις ψυχές των πεθαμένων και τα πνεύματα της φύσης – όχι με το φυσικό οφθαλμό, αλλά με την πνευματική όραση. Αυτό λέγεται «δεύτερη όραση».

Από πού προέρχεται ο χαρακτηρισμός αυτός; Ο άνθρωπος είναι, ως γνωστόν, μία τριπλή ενότητα ή καλύτερα αποτελείται από τρεις οντότητες που κατά κάποιον τρόπο είναι η μία μέσα στην άλλη: το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα. Συνεπώς έχει και τρεις δυνατότητες αντίληψης. Γενικά, η ψυχή μας αναγνωρίζει μόνον ό,τι της μεταβιβάζεται, ως επίδραση του υλικού κόσμου, μέσα από τα όργανα του σώματος. Και αυτό είναι ό,τι συμβαίνει γύρω μας αναφορικά με τις υλικές μορφές του ορατού κόσμου. Αυτή η «σωματική όραση» που σχετίζεται με το σώμα και κατευθύνεται προς το υλικό επίπεδο, μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως γενική ή πρώτη όραση.

Όμως, η ψυχή μας μπορεί, με τη μεσολάβηση του καθαρού πνεύματος που ενυπάρχει σ’ αυτήν ή των πνευμάτων που την προστατεύουν ή άλλων καθαρών πνευμάτων, να αντιληφθεί επίσης το αιθερικό σώμα άλλων όντων, και μάλιστα τόσο μέσα, όσο και έξω από το υλικό τους σώμα. Επομένως μπορεί η ψυχή να δει π. χ. την ψυχή ενός φυτού, ενός ζώου ή ενός αν­θρώπου, όσο η ψυχή αυτή βρίσκεται ακόμη ως φορέας ζωής μέσα στο υλικό σώμα, αλλά και μετά, όταν η ψυχή, είτε προσω­ρινά είτε μόνιμα, έχει εγκαταλείψει το υλικό σώμα και βρίσκε­ται στον αέρα ως καθαρά αιθερικό ον. Αυτή η αντίληψη η οφειλόμενη στη βοήθεια καθαρών πνευμάτων, η προερχόμενη δη­λαδή από το πνεύμα, ονομάζεται «πνευματική όραση» ή «δεύ­τερη όραση». Κατ’ αυτή, η ψυχή δεν βλέπει – ή βλέπει μόνο φαινομενικά – με τα μάτια του σώματος, αντίθετα βλέπει με το πνευματικό μάτι, κάτι που πολλές φορές το ίδιο το άτομο το αισθάνεται να βρίσκεται στην περιοχή της καρδιάς. Μερι­κοί άνθρωποι, ιδιαίτερα σε πρωτόγονους, φυσικούς λαούς, έχουν το χάρισμα να βλέπουν με τον τρόπο αυτό και τις ψυχές των νεκρών.

Τέλος, υπάρχει και μία τρίτη αντιληπτική δυνατότητα της ψυ­χής: μερικοί άνθρωποι μπορούν με τη βοήθεια του ενυπάρχοντος σ’ αυτούς θείου σπινθήρα να αντιλαμβάνονται και τον κα­θαρά πνευματικό κόσμο, δηλαδή τόσο τα καθαρά πνεύματα και σπινθήρες που υπάρχουν ως εσώτατα κέντρα ζωής μέσα στα ζωντανά πλάσματα του υλικού επιπέδου, όσο και τα ελεύθερα, δηλαδή τα καθαρά πνεύματα και τους αγγέλους που δεν είναι πουθενά ενσαρκωμένοι. Όμως, αυτή την ανώτατη, τρίτη μορφή αντίληψης μπορούν να την έχουν διαρκώς μόνον οι άνθρωποι εκείνοι που είναι εξαγνισμένοι και πνευματικά αναγεννημένοι, που έχουν γίνει ένα με το καθαρό πνεύμα τους. Στο πνεύμα των ψυχών αυτών, χάρη στην ένωσή του με την ψυχή, αναπτύσ­σεται ένα νέο αντιληπτικό όργανο που επεκτείνεται στα πάντα και τους χαρίζει πρόσβαση σε ολόκληρο το υλικό και πνευμα­τικό σύμπαν. Στους λιγότερο ώριμους ανθρώπους, όμως, αυτή η καθαρά πνευματική αντίληψη δίδεται μόνον κατ’ εξαίρεσιν και για σύντομο χρονικό διάστημα.

Όμως, ό,τι συμβαίνει με την όραση, συμβαίνει και με την α­κουστική αντίληψη. Και αυτή είναι τριών ειδών: υλική-σωματική, για τα ηχητικά κύματα, ψυχική για την επικοινωνία με τις ψυχές και πνευματική για την επικοινωνία με τα καθαρά πνεύ­ματα. Αυτή η τελευταία και ανώτερη αντιληπτική ικανότητα, που μπορεί να φθάσει μέχρι τη συνειδητή σύλληψη των μηνυ­μάτων του Θεού, ονομάζεται «εσωτερικός, ζωντανός Λόγος».

Η προδιάθεση του διαμέσου

Φυσικά, σε κάποιο μέτρο μπορεί η πνευματική όραση και α­κοή να είναι καθαρά κληρονομική ή και αρρωστημένη προδιά­θεση της ψυχής ή «του πνεύματος των νεύρων της. Το «πνεύ­μα των νεύρων» είναι ένα κατά το ήμισυ υλικό, κατά το ήμισυ ψυχικο-αιθερικό ρευστό που σχηματίζεται από το αίμα και τους λεπτότερους χυμούς του σώματος και που συνδέει ως ενδιάμεσος κρίκος (αιθερικό σώμα) το σώμα και την ψυχή, και από το οποίο επίσης η ψυχή ανά πάσαν στιγμή αντλεί νέες φυσικές δυνάμεις. Εξ αιτίας κληρονομικής προδιάθεσης, αλλά και μέσω νοσηρής εκλέπτυνσής του, το νευρικό αυτό πνεύμα μπορεί να γίνει τόσο ευαίσθητο, ώστε να μεταβιβάζει στην ψυχή σαν πνευματικο-σωματικό αισθητήριο όργανο, τις εντυπώ­σεις και επιδράσεις από τον περιβάλλοντα πνευματικό κόσμο. Ένας άνθρωπος με τέτοια προδιάθεση μπορεί να αντιληφθεί, δηλαδή να δει, ν’ ακούσει ή να αισθανθεί με άλλο τρόπο, τις ψυχές και τα πνεύματα παρόμοια όπως ο ώριμος και εσωτερι­κά ανεπτυγμένος επαναγεννημένος άνθρωπος. Αυτό αποκαλείται προδιάθεση του διαμέσου. Κληρονομείται συχνά στα μέλη διαφόρων φυλών, ωστόσο δεν σημαίνει πολλά πράγμα­τα για την εσωτερική, πνευματική τελειοποίηση ενός ανθρώ­που.

Στο «Γη και Σελήνη» διαβάζουμε γι αυτά: «Άνθρωποι οι ο­ποίοι βλέπουν οράματα δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως πνευματικά αναγεννημένοι απλά και μόνο λόγω αυτής της ικανότητας. Γιατί μια τέτοια ικανότητα δεν είναι παρά μία συνέπεια του ευερέθιστου νευρικού συστήματος τους, στο οποίο η ψυχή προβάλλει ορισμένες εντυπώσεις από τον ψυχικό κόσμο μέσω του πνεύματος των νεύρων. Στους ανθρώ­πους που έχουν γερά νεύρα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, ως εκ τούτου τέτοιοι άνθρωποι σπάνια βλέπουν οπτασίες και οράματα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, αυτή η ιδιότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σαν κάτι το καλό, ούτε σαν κάτι το κακό. Μπορεί μάλλον να θεωρηθεί σαν μια ασθέ­νεια του σώματος, η οποία συνήθως έρχεται σαν συνέπεια κά­ποιων δυσάρεστων γεγονότων που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια της γήινης ενσάρκωσης. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι μια μεγάλη στενοχώρια, μια εκτεταμένη περίοδος φόβου, μια ιδιαίτερα τρομακτική εμπειρία ή και κάποια τεχνητά μέσα, όπως η μαγνητική ύπνωση, η μέθη και η χρήση ναρκωτικών ου­σιών.

Κατά συνέπεια, τα οράματα δεν είναι απαραίτητο να είναι δείγμα της πνευματικής αναγέννησης. Αυτό αποδεικνύεται εξ’ άλλου από το γεγονός ότι τέτοιου είδους οραματιστές συ­νήθως οραματίζονται ένα σύνολο εικόνων που δεν έχουν κά­ποιο υπόβαθρο ή κάποια βασική συνάρτηση μεταξύ τους.

Ο λόγος γι’ αυτή την ασυναρτησία έγκειται στο γεγονός ότι σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει ακόμα επιτευχθεί μια στα­θερή σύνδεση ανάμεσα στην ψυχή και το πνεύμα τους.

Σαν συνέπεια, δεν φαίνεται πίσω από τα οράματά τους να υπάρχει κάποιο εμφανές υπόβαθρο. Αντίθετα, όταν γίνεται μία παρουσίαση κάποιων πνευματικών πραγμάτων από το στό­μα ενός αναγεννημένου ανθρώπου, τότε τα πάντα εμφανίζο­νται κάτω από το φως μιας σωστής, ολοκληρωμένης πνευμα­τικής συνάρτησης.»

Για να κατέχει κανείς δικαιωματικά την πνευματική όραση, πρέπει να διαθέτει εντελώς υγιή και ισχυρή ψυχή, της οποίας ο σπινθήρας ζωής να ακτινοβολεί και να επιδρά σε μία «αύρα» ή, σύμφωνα με τον Λόρμπερ, εξωτερική σφαίρα ζωής πολύ ευρύτερη από το περίγραμμα του υλικού σώματος. Αυτό το εξηγεί ο Κύριος στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ως εξής:

«Όποιος χάρη στην πληρότητα της εσωτερικής του ζωής α­ποκτά μια σφαίρα ζωής και πέρα από το σώμα του, αυτός μπο­ρεί να δει τις ψυχές των νεκρών και να μιλήσει μαζί τους για τα πιο σημαντικό πράγματα της ζωής όποτε και όσο συχνά θέλει. Αλλά φυσικά γι αυτό απαιτείται μία σχεδόν ολοκληρωμένη ε­σωτερική τελειοποίηση.»

Μία βασική προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής όρασης και των άλλων εσωτερικών μορφών αντίληψης είναι, εκτός από μια πορεία κατευθυνόμενη προς τον Θεό γεμάτη αγάπη, ένας απλός και μετρημένος τρόπος ζωής που κρατάει καθαρά και ελαφρά το σώμα και την ψυχή. Στο «Γη και Σελήνη» αναφέρεται:

«Στις παλαιότερες εποχές, όταν οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη με απλό τρόπο, υπήρχαν πολύ συχνά κάποιοι οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να βλέπουν και τους δύο κόσμους, τον κόσμο που και σήμερα ονομάζεται φυσικό’ περιβάλλον, όσο και τον λεγό­μενο κόσμο των πνευμάτων. Ακόμη και οι σημερινοί άνθρωποι θα μπορούσαν να φθάσουν εύκολα στα ίδια αποτελέσματα, αλλά τους εμποδίζει κυρίως ο περίπλοκος σύγχρονος τρόπος διατροφής. Με τη σημερινή διατροφή καταστρέφουν τη φύση τους έτσι ώστε η ψυχή τους μοιάζει με ένα πουλί που πιάστηκε σε ξώβεργα. Έτσι αδυνατεί πλέον ν’ αποκτήσει την ευκινησία που θα της επέτρεπε την ελεύθερη πτήση προς τα πάνω και προς τα έξω. Η διατροφή αυτών των παλαιοτέρων απλοϊκών ανθρώπων αποτελείτο στη συνηθισμένη της μορφή κυρίως από καλομαγειρεμένα και ελαφρά αλατισμένα όσπρια που τρώγονταν σε χλιαρή θερμοκρασία. Μία επίσης παλαιά τροφή ήταν το απλό ψωμί από αλεύρι ολικής αλέσεως, το γάλα και το μέλι, με την οποία οι άνθρωποι έφταναν σε μία αρκετά προχω­ρημένη ηλικία διατηρώντας παράλληλα τη διπλή τους όραση. Βέβαια, μπορεί κανείς να γεύεται που και που με μέτρο το κρα­σί, χωρίς όμως να φθάνει στο σημείο της μέθης. Επίσης μπορεί κανείς να τρώει σε κάποιες εποχές κρέας, αλλά ποτέ για πε­ρισσότερο από επτά συνεχόμενες ημέρες και εφ’ όσον τηρεί το μέτρο και το κρέας προέρχεται από φρέσκα σφάγια. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι το ψάρι είναι πο­λύ πιο υγιεινό από το περιστέρι, το περιστέρι υγιεινότερο από το κοτόπουλο, αυτό από το αρνί, το αρνί από το κατσίκι κα αυτό με τη σειρά’ του από το μοσχάρι και το βόδι, ενώ από τα διάφο­ρα είδη ψωμιού, το καλύτερο είναι το σταρένιο. Αυτές οι τρο­φές δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται μεταξύ τους, και va τρώ­γονται μαζί με λίγο ψωμί, συνθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πλήρες γεύμα. Επίσης τα φρούτα θα πρέπει να τρώγονται με μέτρο και μόνον όταν είναι πραγματικά εντελώς ώριμα. Επί­σης μπορεί κανείς να τρώει ορισμένους βολβούς και λαχανικά που φυτρώνουν κάτω από την επιφάνεια της γης, αλλά πάντοτε μόνον ένα είδος τη φορά. Με αυτόν τον τρόπο διατροφής το σώμα δεν θα καταντούσε ποτέ βαρύ, νωθρό και νυσταλέο. Στην αντίθετη περίπτωση, η ψυχή έχει να επιτελέσει ένα πολύ βαρύ έργο προκειμένου να κρατήσει σε λειτουργία έναν τέτοιο μη­χανισμό, πάσο μάλλον ν’ ασχοληθεί και με άλλα πράγματα. Στο παρελθόν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ζούσαν με αυτόν το μετρημένο τρόπο. Ιδιαίτερα δε όσοι ζούσαν στις ορεινές πε­ριοχές, παρά εκείνοι των πόλεων. Γι’ αυτόν το λόγο, εκείνοι οι άνθρωποι διέθεταν διαρκώς τη διπλή όραση. Έτσι σαν φυσική συνέπεια είχαν καθημερινή σχέση με τα πνεύματα, από τα ο­ποία διδάσκονταν πολλά χρήσιμα πράγματα. Αυτά τα πνεύματα τους δίδασκαν την επίδραση που έχουν τα βότανα, πού θα μπορούσαν ν’ ανακαλύψουν πλούσιες φλέβες μεταλλευμάτων καθώς και πώς να τα εξορύξουν και να τα επεξεργασθούν. Ελάχιστα ήταν τα σπίτια στα βουνά που δεν διέθεταν τα δικά τους οικιακά πνεύματα. Έτσι υπήρχαν πάρα πολλοί σοφοί οι οποίοι ήταν γνώστες και χειριστές των κρυφών δυνάμεων της φύσης. Αυτές οι δυνάμεις ή πνεύματα βρίσκονταν σχεδόν διαρκώς στην υπηρεσία εκείνων των ανθρώπων.»

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ένας απλός βαρκάρης λέει στον Ιησού Χριστό: «Αγαπημένε μου Κύριε, γιατί λοιπόν δεν επιτρέ­πεται στις ψυχές των νεκρών να εμφανιστούν ορατοί τουλά­χιστον στους συγγενείς τους; Ειδικά μάλιστα όταν αυτοί κιν­δυνεύουν να καταβροχθιστούν από τον κόσμο, για να τους προειδοποιήσουν και να τους δείξουν τον άλλο κόσμο, οπότε η πίστη των ανθρώπων για τη συνέχιση της ζωής της ψυχής μετά το θάνατο θα ήταν αληθινή και θεμελιωμένη σε προσωπι­κή εμπειρία ώστε θα διευκόλυνε τους ανθρώπους να πιστέ­ψουν και στον έναν Θεό.»

Ο Ιησούς του απαντά: «Φίλε Μου, αυτό που είπες ότι επιθυ­μείς, πάντα ήταν πραγματικότητα σε κάθε λαό, όσο αυτός ζούσε σύμφωνα με τη θεία θέληση που αποκαλυπτόταν σε κάθε εποχή! Όμως, όταν οι άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν σιγά-σιγά από τις εγκόσμιες απολαύσεις και τις επιθυμίες της σάρκας τους, τότε σκοτείνιασε και η πνευματική τους όραση. Οι άν­θρωποι άρχισαν να περιφρονούν τις προειδοποιήσεις από τον άλλο κόσμο, άρχισαν να τον φοβούνται και να τρέπονται σε φυγή, και τότε έχασαν και την ικανότητα να επικοινωνούν σε κατάσταση εγρήγορσης με τις ψυχές που εξακολουθού­σαν να ζουν και να δρουν στον άλλο κόσμο. Οι κάπως καλύτε­ροι ανάμεσά τους δέχονταν μόνο μέσα σε όνειρα την επίσκεψη και τη διδασκαλία των κατοίκων του άλλου κόσμου, εν μέρει για τον ίδιο τους τον εαυτό και εν μέρει χάριν άλλων προσώ­πων, που βρίσκονταν στα χείλη του γκρεμού της ηθικής πτώ­σης και που τις περισσότερες φορές σώζονταν με τον τρόπο αυτό.

Για πήγαινε, όμως, εσύ σ’ έναν άνθρωπο προσκολλημένο στον υλικό κόσμο και πες του ότι εμφανίστηκε σε σένα το ένα ή το άλλο πνεύμα και σου είπε τούτο ή εκείνο, φαντάζεσαι ότι θα σε πιστέψει; Με τίποτα! Θα σε περιγελάσει και θα πει ότι είσαι τρελός και φαντασιόπληκτος.

Όταν δόθηκαν στο όρος Σινά στο Μωυσή οι εντολές με πα­ρόντα όλα τα σημάδια της παρουσίας Μου, ο λαός κάτω στην κοιλάδα χόρευε γύρω από ένα χρυσό μοσχάρι. Γιατί λοιπόν δεν Με σεβόταν; Αυτό είναι αποτέλεσμα του εγκόσμιου πνεύ­ματος! Τώρα βρίσκομαι ορατός και δρω στον κόσμο αυτό, για­τί ο λαός δεν πιστεύει σε Μένα; Και πάλι το εγκόσμιο πνεύμα ευθύνεται. Και τόσο που ωθεί ακόμη και τους ιερείς να Με καταδιώκουν, μάλιστα προτίθενται να Με συλλάβουν και να Με θανατώσουν σαν έναν κοινό εγκληματία!. . . Το ίδιο δεν έγινε και με το Ζαχαρία; Μήπως δεν εμφανίστηκε ένας άγγε­λος, όταν εκείνος θυσίαζε και προσευχόταν στο Ναό, και τον είδαν κι όσοι ήταν εκεί; Για το λόγο αυτό τον στραγγάλισαν οι βυθισμένοι στα εγκόσμια Φαρισαίοι. Την ίδια μοίρα είχαν πολλοί σοφοί και προφήτες, που αντέταξαν στο εγκόσμιο πνεύμα των ανθρώπων την πιο φωτεινή αλήθεια.

Η αξιέπαινη επιθυμία που εκφράζεις με την ερώτησή σου πάντοτε ικανοποιείτο σε όλες τις εποχές. Και οι απλοί άνθρω­ποι της αρχαίας εποχής, που τα ήθη τους δεν είχαν ακόμη διαβρωθεί, διδάσκονταν σε όλα τα θέματα από τα καθαρά πνεύ­ματα, αφού είχαν διαρκή επαφή μαζί τους. Τα πνεύματα δίδα­ξαν στους ανθρώπους να εξάγουν τα μέταλλα από τη γη και με τη βοήθεια του πυρός, που τα πνεύματα τους έμαθαν να το παράγουν, να κατασκευάζουν διάφορα χρήσιμα εργαλεία και σκεύη. Γιατί από ποιον άλλον θα μπορούσαν οι άνθρωποι, που είχαν μυαλό μικρού παιδιού, να τα μάθουν όλα αυτά αν όχι από εκείνα τα γεμάτα σοφία όντα που γνωρίζουν τα πάντα χάρη στο θείο φως που υπάρχει μέσα τους;…

Όμως, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι είχαν γίνει σοφοί και γνώστες, και αυτό τους έκανε ματαιόδοξους, φαντασμέ­νους και περήφανους, πράγμα που με τη σειρά του τους έκανε όλο και πιο προσανατολισμένους και προσκολλημένους στα εγκόσμια. Δεν είχαν πια ανάγκη την ουράνια διδασκαλία και άρχισαν μάλιστα να ντρέπονται γι’ αυτήν. Έφτιαξαν οι ίδιοι σχολεία και τα επάνδρωσαν με διάφορους δασκάλους και ιε­ρείς, που νοιάζονταν περισσότερο για το δικό τους εγκόσμιο συμφέρον παρά για κείνο του λαού… Αφού λοιπόν τώρα είναι φανερό πως έτσι έχουν τα πράγματα και πως ο άνθρωπος αυτού του κόσμου δεν πιστεύει πια σε τίποτα το πνευματικό, είναι, τότε, παράξενο που τα καθαρά πνεύματα παρουσιάζονιαι όλο και σπανιότερα στους προσκολλημένους στον υλικό κόσμο ανθρώπους; Φίλε μου, η δυνατότητα για επαφή δεν έχει αλλάξει, μόνο οι άνθρωποι δεν είναι πια σαν τους παλιούς που είχαν μόνιμη επικοινωνία με τα ουράνια καθαρά πνεύματα! Αν οι άνθρωποι ακολουθώντας τη διδασκαλία Μου γίνουν ξανά αγνοί και πνευματικοί, τότε θα αποκτήσουν ξανά στενό δεσμό και επικοινωνία με τα πνεύματα και τις ψυχές των νεκρών.»

Αποκρυφισμός και Πνευματισμός

Η έρευνα στον πνευματικό αυτό τομέα της γνώσης άρχισε, όπως είναι γνωστό, στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα μας να παρουσιάζει νέα άνοδο και χρησιμοποιούνται συχνά οι όροι «αποκρυφισμός» και «πνευματισμός».

Με τον όρο «αποκρυφισμός» εννοούμε τη διδασκαλία για τα ασυνήθιστα, κρυμμένα φαινόμενα και δυνάμεις της ψυχικής ζωής του ανθρώπου. Με τη λέξη «πνευματισμός» εννοούμε δύο πράγματα; πρώτον τη θεωρητική ερμηνεία πολλών ασυνήθιστων φαινομένων της ψυχικής ζωής του ανθρώπου με τη δράση ασώματων πνευματικών όντων και ύστερα, πρακτικά, την πνευματική επικοινωνία με τέτοια όντα.

Φυσικά, οι γνώμες γύρω από τη σημασία, το δικαίωμα ύπαρξης και τη σκοπιμότητα των διδασκαλιών αυτών αφίστανται πολύ. Πολλοί επιστήμονες παραδέχονται σήμερα τον αποκρυφισμό και σε κάποιες περιπτώσεις δεν αρνούνται ούτε τις πνευματιστικές ερμηνείες.

Άλλοι πάλι, ειδικοί και μη, που άγονται είτε από το υλιστικό είτε από το στενό εκκλησιαστικό πνεύμα, καταδικάζουν περισσότερο ή λιγότερο κάθε τι αποκρυφιστικό και πνευματιστικό και εκτοξεύουν προειδοποιήσεις και απειλές χαρακτηρίζοντάς τα έδαφος απατηλό κι επικίνδυνο στο οποίο λένε ότι ο άνθρωπος πέφτει θύμα των παρανοϊκών ιδεών του. Έτσι, έχει ξεσπάσει ένας μεγάλος αγώνας αντεγκλήσεων.

Εμείς εκτιμούμε τον αποκρυφισμό και τον πνευματισμό ως μία πρώτη βαθμίδα για τον άπιστο και ακόμη δέσμιο υλιστικών πεποιθήσεων άνθρωπο, βαθμίδα που οδηγεί στη γνώση του Πνευματικού κόσμου και της αιώνιας εν θεώ ζωής. Υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα ανθρώπων που μπόρεσαν από την βαθμίδα αυτή να ανέλθουν από την απιστία και την αδιαφορία προς το θαυμαστό φως.

Ο πρακτικός πνευματισμός, δηλαδή η ενεργή επικοινωνία με ψυχές ανθρώπων που έχουν πεθάνει, φυσικά δικαιολογεί μία σοβαρή αντίρρηση, αφού παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα και κινδύνους.

Αυτό που οπωσδήποτε είναι απορριπτέο, είναι ο κατώτερος πνευματισμός, που γίνεται για διασκέδαση ή χάριν του κέρ­δους ή άλλων όχι τόσο καθαρών σκοπών. Η δραστηριότητα αυτή έλκει μόνο τα ανώριμα πνεύματα του λεγομένου μέσου βασιλείου ή και τα φανερά κακόβουλα, δαιμονικά πνεύματα και έχει τις βλαβερότερες συνέπειες, από δύο απόψεις:

Πρώτα-πρώτα, αυτό το είδος πνευματισμού βλάπτει τα ανώρι­μα πνεύματα του άλλου κόσμου, που έχουν προορισμό να αναπτυχθούν υπό την καθοδήγηση ανώτερων πνευμάτων προς μια φωτεινότερη γνώση και αναζήτηση του θείου. Με το να καλού­νται και να επιστρέφουν στους γήινους ανθρώπους και σε κοσμικές συνθήκες, αυτά χάνουν την εκπαίδευσή τους στον άλλο κόσμο, και στην ανώριμη κατάσταση που βρίσκονται, η επαφή τους με τους ανθρώπους τους παρασύρει σε ανοησίες και μόνο. Μάλιστα τα πιο κακά ανάμεσά τους δράττονται της ευκαιρίας αυτής για να προκαλέσουν ζημιές και να κάνουν το κακό.

Έτσι, ο κατώτερος πνευματισμός παρουσιάζει επίσης κινδύ­νους για όσους τον ασκούν, επειδή οι πνευματιστές πολύ εύ­κολα εκτίθενται στις διαβρωτικές επιρροές των ανώριμων και κακών πνευματικών οντοτήτων. Τα πνεύματα αυτά του άλλου κόσμου καταφέρνουν πολύ καλά να κάνουν δέσμιούς με διάφορα λόγια γεμάτα αρετή ή με προφητείες και υποσχέσεις υλικού και πνευματικού περιεχομένου τους ανθρώπους και να κυριαρχήσουν εντελώς πάνω τους, χωρίς αυτοί να το αντιληφθούν. Ιδιαίτερα βίαια πνεύματα, μάλιστα, συχνά καταλαμβά­νουν τελείως τους ανθρώπους, που παρουσιάζουν τότε όλα εκείνα τα φαινόμενα που συνοδεύουν την κατάληψη.

Αλλά και ο αποκαλούμενος ανώτερος πνευματισμός, ο οποίος επιδιώκει το καλό πάνω σε θρησκευτική βάση, επιζητώντας από τα πνεύματα διδασκαλία σχετικά με τις συνθήκες στον άλλο κόσμο και τους στόχους της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου και επίσης προσπαθεί να διδάξει ακάθαρτα πνεύματα του άλλου κόσμου μέσω της διδασκαλίας και της προσευχής, δεν είναι απαλλαγμένος κινδύνων. Κι αν ακόμη μπορεί να επιτευχθεί κάτι θετικό για τη μια ή την άλλη ομάδα ατόμων μέσα από μία τέτοια επικοινωνία με τα πνεύματα και υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου δάσκαλου ένας όχι τόσο έμπειρος πνευματιστής πάντα μπορεί να πέσει θύμα πλάνης κατά την επικοινωνία αυτή, η δε πλάνη αυτή η περιβεβλημένη με ένα φωτεινό περίβλημα μπορεί, ακριβώς για το λόγο αυτό, να κρύβει ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους.

Γι’ αυτό, η ευθύνη ακόμη και για την ανώτερη πνευματιστική επικοινωνία είναι μεγάλη και βαριά. Ο Θεός δεν θέλει αυτή η ανώτερη επικοινωνία που γίνεται μέσω διαμέσων να γίνει μία συνήθης απασχόληση των μη ειδικών ανθρώπων, παρά να γί­νεται μόνο κάτω από πραγματικά διαυγή και έμπειρη καθοδή­γηση, με μοναδικό σκοπό τη σοβαρή αναζήτηση της γνώσης. Στα βιβλία της νέας αποκάλυψης ακούμε για παράδειγμα τον Κύριο να προειδοποιεί κάποιες περίεργες γυναίκες: «Γι αυτό από δω και πέρα να μην ζητάτε κάποιο πνεύμα για να σας καθοδηγήσει, παρά να ζείτε σύμφωνα με τη διδασκαλία Μου, ώστε να γίνετε ικανές να ενωθείτε με δεσμό ζωής με το πνεύμα Μου και τότε εύκολα θα μπορείτε να κάνετε χωρίς τη διδασκαλία τέτοιων πνευμάτων!»

Ο πρακτικός πνευματισμός είναι λοιπόν ένα προστάδιο γνώ­σης για εκείνους που δεν πιστεύουν και είναι δέσμιοι του υλι­σμού. Όμως, εν όψει των κινδύνων και μειονεκτημάτων του, δεν θα πρέπει να αποτελεί για κανέναν μία διαρκή ενασχόληση.

Η προσευχή για τους νεκρούς

Μία μορφή επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων είναι και η προσευχή για τους νεκρούς ή για άλλες ψυχές του άλλου κόσμου. Βέβαια, δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι οι παρακλήσεις μας είναι που αφυπνίζουν την αγάπη και την ευσπλαγχνία του Θεού, που είναι απείρως μεγαλύτερες από τη δική μας. Και τα όσα ξέρουμε για την κυριαρχία του Θεού σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, πρέπει να μας εμπνέουν την απόλυτη πίστη ότι και χωρίς τη δική μας σύμπραξη οι άγγελοι στον πνευματικό κόσμο κάνουν τα πάντα για να φέρουν ακόμη και την πιο δύ­σκολη ψυχή στην ωρίμανση. Επομένως, η σωστή προσευχή για τους νεκρούς δεν είναι μία παράκληση προς τον Θεό για το έλεος και την ευσπλαχνία του. Ο Ιησούς λέει σχετικά στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο».

«Είναι καλό να προσεύχεστε για τις φτωχές ψυχές. Γιατί η προσευχή μιας ψυχής γεμάτης αγάπη και συμπόνια και με εμπιστοσύνη σε Μένα έχει καλή επίδραση πάνω σε μια τέτοια ψυχή στον άλλο κόσμο. Δημιουργεί γύρω της μία ορισμένη ζωτική αιθερική ουσία μέσα στην οποία εκείνη βλέπει, σαν σε καθρέφτη, τα ελαττώματα και τις ελλείψεις της, βελτιώνε­ται και ανέρχεται έτσι ευκολότερα στο φως της ζωής. Σας προ­σφέρω Εγώ ο ίδιος αυτή τη δυνατότητα, για να μπορείτε να φανείτε πραγματικά χρήσιμοι στους αδελφούς και τις αδελ­φές σας που έχουν πεθάνει.

Πώς, όμως, πρέπει να προσεύχεστε γι αυτούς; Αυτό είναι πολύ εύκολο! Δεν πρέπει όταν προσεύχεστε να νομίζετε ότι πρέπει να Με παρακινήσετε σε μεγαλύτερη ευσπλαχνία, μια κι Εγώ στην πραγματικότητα είμαι απείρως πιο φιλεύσπλαγχνος από όλους μαζί τους γεμάτους αγάπη ανθρώπους όλου του κόσμου. Μιλήστε στις ψυχές με πίστη και αγάπη από τα βάθη της καρδιάς σας για το Ευαγγέλιο*, κι αυτές θα το ακούσουν και θα συμμορφωθούν προς αυτό.

Με τον τρόπο αυτό πρέπει να κηρύσσετε το Ευαγγέλιο και στους «.πτωχούς τω πνεύματι» πράγμα που θα είναι γι αυτούς εξαιρετικά ωφέλιμο. Κάθε άλλη προσευχή και λόγια, όμως, δεν ωφελεί ούτε στο παραμικρό την ψυχή του νεκρού, αντίθετα μάλιστα τη βλάπτει, γιατί ακούγοντάς τη θυμώνει, γιατί τέτοιες προσευχές πρέπει να ακριβοπληρωθούν, όπως μάλιστα είναι νομοθετημένο στους Φαρισαίους. Ο τρόπος που σας υ­πέδειξα για να προσεύχεστε για τους νεκρούς και να φροντί­ζετε για την πνευματική πενία τους είναι ασφαλώς γι αυτούς ευλογία, ενώ μία ακριβοπληρωμένη προσευχή είναι κατάρα γι αυτούς, την οποία αποφεύγουν όσο μπορούν. Αυτό θεωρείστε το μία καλή συμβουλή από Μένα, προσέξτε την και σεβαστείτε την. Με τον τρόπο αυτό θα αποκτήσετε στον άλλο κόσμο φί­λους αληθινούς, μεγάλους και πολύ ευγνώμονες, που δεν θα σας εγκαταλείψουν αν βρεθείτε σε ανάγκη, ούτε εδώ, ούτε στον άλλο κόσμο! Τέτοιοι φίλοι γίνονται αργότερα αληθινά προστατευτικά πνεύματα που πάντα θα νοιάζονται να είναι κα­λά οι ευεργέτες τους. Όμως, μπορείτε να τους αποκτήσετε μόνον αν φροντίζετε γι αυτούς με τον τρόπο που σας υπέδει­ξα. Αυτό μπορείτε να το κάνετε παντού και πάντοτε, για όσο πολλές ψυχές μπορείτε να φανταστείτε. Γιατί η πίστη σας, η αληθινή σας αγάπη και συμπόνια και η αλήθεια που πηγάζει από Μένα φθάνουν μακριά, μέχρι το άπειρο.»

Ο Ιησούς στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» διαφωτίζει αυτές τις δι­δασκαλίες για την επικοινωνία μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου και από τη σημαντική άποψη της ανθρώπινης ελευθε­ρίας της βουλήσεως. Μας λέει:

«Κανένας άνθρωπος, ούτε και κανένα πνεύμα νεκρού, δεν μπορεί να σου δείξει και να σου αποδείξει τη ζωή της ψυχής. Αυτή πρέπει να τη βρεις μέσα σου, κι αυτό δεν γίνεται παρά μόνο μέσα από την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον.

Πιστεύεις ότι η επιστροφή μιας ψυχής ενός νεκρού θα ενίσχυε περισσότερο από κάθε τι άλλο την πίστη στην αθανασία της ψυχής και στον Θεό. Σου λέω όμως ότι κάνεις ένα βασικό σφάλμα! Πρώτα-πρώτα, η ψυχή ενός νεκρού στον άλλο κόσμο έχει να κάνει πάρα πολλά πράγματα για τον εαυτό της και για τους πλησίον της εκεί πέρα. Δεν έχει αρκετόν καιρό ώστε να επανεμφανίζεται συχνά στους υλικούς ανθρώπους περιβεβλημένη με ένα σώμα που πρέπει να κατασκευάσει από τη γή­ινη ατμόσφαιρα, και να τους διδάσκει για το πώς είναι ο άλλος κόσμος και τί συμβαίνει εκεί. Δεύτερον, κάθε τέλειο πνεύμα μπορεί να επιδράσει ούτως ή άλλως με τον καλύτερο τρόπο στους ανθρώπους, όταν δεν περιορίζει την ελεύθερη βούλησή τους, και μία τέτοια αόρατη επίδραση είναι πολύ πιο σωτήρια για τον άνθρωπο από το να δει ή να ακούσει το πνεύμα ενός νεκρού. Γιατί εάν ένα ήδη πολύ φωτισμένο πνεύμα βάλει στην καρδιά σου καλές και αγνές σκέψεις και συναισθήματα, είναι το ίδιο σαν να τα είχες ανακαλύψει εσύ ο ίδιος μέσα σου. Ε­νώνονται με τη ζωή σου και καθορίζουν τη δράση σου.

Αν, όμως, εμφανιζόταν μπροστά σου ένα πνεύμα, ας πούμε του Μωυσή, και σου έλεγε: “Πρέπει να κάνεις αυτό κι εκείνο, αν θέλεις να κερδίσεις τη ζωή. Α ν δεν το κάνεις, θα περάσεις από την κρίση του παντοδύναμου Θεού, και από το θάνατο που θα προκύψει από αυτή την κρίση δύσκολα θ ‘ αναστηθείς!”, εσύ θα τρόμαζες από μία τέτοια προειδοποίηση και δεν θα τολμού­σες να κάνεις τίποτ’ άλλο απ’ ό,τι σε διέταξε το πνεύμα του Μωυσή. Τι θα κέρδιζες, όμως, έτσι; Απολύτως τίποτα, γιατί τό­τε δεν θα ήταν η δική σου γνώση που θα είχε οδηγήσει την ελεύθερή σου βούληση ν’ αποφασίσει μία καλύτερη δραστη­ριότητα, αλλά η εξουσία του πνεύματος που ήρθε σε σένα, κι αυτό για την ψυχή σου δεν έχει σχεδόν καμία αξία.

Οι άνθρωποι αυτής της γης έχουν ως προορισμό να γίνουν ελεύθερα και τελείως ανεξάρτητα παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό, πρέπει να καθοδηγούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εξα­ναγκάζεται ούτε στο ελάχιστο η υποχρεωτικά ελεύθερη βού­λησή τους από κάποιο ισχυρότερο πνεύμα, παρά να φθάνουν μόνο μέσω της αποκάλυψης μίας διδασκαλίας και μέσω εξω­τερικών νόμων στο σημείο να προσεγγίζουν το αληθινό και το καλό από μέσα τους και με ελεύθερη βούληση κι ύστερα να δρουν αυτόβουλα με βάση αυτό. ..

Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει ο άνθρωπος να γεννηθεί σ’ αυτό ντον κόσμο σχεδόν εντελώς αδύναμος και μέσα στη ν με­γαλύτερη εγκατάλειψη και να πάρει σταδιακά τα μαθήματά του από τον εξωτερικό κόσμο. Όταν έχει συγκεντρώσει κάποιες γνώσεις και ικανότητες, τότε μόνο επιδρούν πάνω του, χωρίς να γίνονται αντιληπτά, τα καλά, αλλά και τα κακά πνεύματα που βρίσκονται στο περιβάλλον του – τα καλά στην ψυχή του και τα κακά στην φυσική του πλευρά, ώστε να διατηρείται πάντοτε η ψυχή στην τελειότερη ελευθερία.

Aν ένας άνθρωπος έχει ελεύθερα στραφεί προς τις καλές διδασκαλίες και συμβουλές παρά τις απαιτήσεις των αισθήσεών του και ζει σύμφωνα με αυτές, τότε η αόρατη επιρροή των καλών πνευμάτων γίνεται όλο και πιο ισχυρή, όμως πρέπει ο άνθρωπος να νιώθει αυτή την επιρροή σαν να πρόκειται για τα δικά του ελεύθερα έργα. Όταν, πάλι, η επιρροή του ουρά­νιου καλού ενισχυθεί από την ίδια τη θέληση του ανθρώπου τόσο, ώστε η ψυχή να έχει αφομοιωθεί με αυτό, τότε αφυπνί­ζεται μέσα της το θείο πνεύμα της αγάπης. Αυτό διαποτίζει εντελώς την ψυχή, και τότε πια αυτή εισέρχεται στην πρώτη βαθμίδα της τελειοποίησης, η ελευθερία της πια είναι ακατά­λυτη και η ψυχή μπορεί τότε, αν είναι ακόμη ενσαρκωμένη, να δεχθεί οράματα και αποκαλύψεις από τα πνεύματα, ακόμη δε και από τους ανώτατους αγγέλους.

Τότε είναι που συμβαίνει συχνά οι άνθρωποι να έχουν ορά­ματα, να μιλούν με τις ψυχές του άλλου κόσμου και να διδά­σκονται από αυτές, και επίσης να μπορούν να μεταφέρουν τις πληροφορίες αυτές πιστά και αληθινά στους συνανθρώ­πους τους. Όποιος τους πιστεύει, ασφαλώς καλά κάνει, μόνο που δεν πρέπει αμέσως να ζητάει να έχει τις ίδιες εμπειρίες. Γιατί αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν να αποκτήσει την πνευμα­τική ωριμότητα, την οποία περιγράψαμε.

Ο κάθε άνθρωπος πρέπει πρώτα να συμμορφωθεί με πίστη προς τις ορθές διδασκαλίες που έχει δεχθεί και να προσέχει την ψυχή του, καθώς και τα πάθη που συχνά κοιμούνται μέσα στη σάρκα του, τα οποία φανερώνονται σαν αδράνεια, φιληδονία, εγωισμός, πείσμα, υπεροψία, φθόνος, φιλαργυρία και αρ­χομανία. Αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίσει με τη δύναμη της αγάπης για τον Θεό και το συνάνθρωπο, με υπομονή, ταπεινό­τητα και ηπιότητα, και τότε δεν θ’ αργήσουν να φανερωθούν και σ’ αυτόν με την όραση και τις άλλες αισθήσεις τα καλά πνεύματα.»

** Αναλυτικά βλ. στα «Μεγάλα ερωτήματα της ζωής», 1ος τόμος, «Ο Θεός και η Δημιουργία»

** «Το ευαγγέλιο θα κηρυχθεί σε όλη την Κτίση» μέχρι που «όλα τα πλάσμα­τα στον ουρανό, στη γη, κάτω από τη γη, στη θάλασσα και όλα όσα ζουν μέσα σ’ αυτά» θα πουν: «Εις τον καθήμενον επί του θρόνου και εις το Αρνίον έστω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώ­νας των αιώνων.» (Αποκάλυψη Ιωάννου, 5, 13) Αυτή τη μεγάλη πνευμα­τική διαδικασία εννοεί και ο Παύλος με τα λόγια: «Επειδή η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά δια τον υποτάξαντα αυτήν, επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της δου­λείας της φθοράς και μεταβή εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Προς Ρωμαίους, 8, 20-21)

** δηλ. το χαρούμενο μήνυμα ότι ο Θεός είναι η απεριόριστη αγάπη και καλοσύνη και ότι στο πρόσωπο του Ιησού έδειξε σε όλους μας, ακόμη και στο μεγαλύτερο αμαρτωλό, το δρόμο για το πατρικό μας σπίτι. Εκεί κάθε ψυχή που επιστρέφει με ταπεινότητα, εμπιστοσύνη και αγάπη είναι καλο­δεχούμενη. Εφ’ όσον συγκεντρωθεί κανείς με σοβαρότητα στις ψυχές των αγαπημένων του, μπορεί να τους αναπτύξει αυτό το μήνυμα με α­πλά, κατανοητά λόγια.



Η συνέχεια στο βιβλίο….



 

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Τι σχέδια έχει ο Θεός για τη γη και τον ουρανό;

Η σύνοψη των γνώσεων της νέας αποκάλυψης, που παρου­σιάστηκε σ’ αυτό το βιβλίο, μας έδειξε μέχρι τώρα τις σκέψεις Δημιουργίας, που εκπορεύθηκαν από τη θεμελιώδη φύση του Θεού, δηλαδή την αγάπη και τη σοφία του, καθώς και τις διδα­σκαλίες, που δείχνουν το δρόμο προς την αληθινή ελευθερία και τελειότητα.

Τώρα απομένει να διερευνήσουμε πώς διεξήχθη μέχρι σήμε­ρα αυτό το έργο ωρίμανσης και τελειοποίησης των παιδιών του Θεού επί της γης υπό την αόρατη καθοδήγηση των ουρανίων δυνάμεων, και τί προβλέπεται ακόμη στο θείο σχέδιο για την παραπέρα υλοποίησή του σύμφωνα με τις αποκαλύψεις αυτές.

Φυσικά, δεν είναι θέλημα του Θεού να παραερευνά ο άνθρω­πος το μέλλον. Ξέρουμε, άλλωστε, για ποιο λόγο πρέπει, όσο είμαστε ακόμη περισσότερο ή λιγότερο σ’ αυτή την κατάσταση ανωριμότητας, κάποια μεγάλα και σημαντικά πράγματα να πα­ραμένουν απρόσιτα για τη συνείδησή μας. Η Πρόνοια καλύπτει τα σχέδιά της από καθαρή σοφία και αγάπη, αφού μόνο χάρη στην κάλυψη αυτή η ψυχή μας παραμένει χωρίς καταναγκα­σμούς, αισθάνεται δε την ώθηση να σκέφτεται, να ερευνά, να κρίνει και να δρα ανεξάρτητα. Γι αυτό, δεν είναι σκόπιμο ο άνθρωπος να επιδιώκει να διεισδύσει στα μυστικά του μέλ­λοντος από διάφορους δρόμους αντίθετους προς την τάξη.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς λέει: «Δεν ευνοεί ιδιαί­τερα το καλό του ανθρώπου να ξέρει πάρα πολλά, όσο βρίσκεται επί της γης χωρίς να έχει ακόμη αναγεννηθεί τελείως πνευματικά. Αν του αποκαλυπτόταν το μέλλον πολύ καθαρά, αυτό θα συνέθλιβε την ψυχή του, που δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατή, και θα τον έριχνε εύκολα στην απελπισία….

Σκέψου μονάχα πώς θα ένιωθαν οι άνθρωποι, αν γνώριζαν με απόλυτη σιγουριά τον καιρό και την ώρα του σωματικού τους θανάτου. Ήδη τους είναι δυσάρεστο να ξέρουν ότι είναι σίγου­ρο πως θα πεθάνουν. Πόσο πιο δυσάρεστο θα ήταν γι αυτούς να ξέρουν ποιο χρόνο, ποιά μέρα και ποια ώρα θα τους βρει ο σωματικός θάνατος.

Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για τον άνθρωπο που έχει ήδη πλήρως αναγεννηθεί μέσα στο πνεύμα κάθε ζω­ής, γιατί αυτός φέρει ήδη μέσα του μία σαφέστατη εικόνα της μελλοντικής του ζωής, που την αισθάνεται ζωντανά κι αληθινά! Αυτός μπορεί να ξέρει από πριν ακριβώς το σκοπό και το τέλος του σώματός του. Γιατί ο καιρός, που θ’ απαλλαγεί από το με­γάλο αυτό βάρος, δεν θα τον γεμίσει λύπη, αλλά μεγάλη χαρά. Όμως, η επίδραση μίας τέτοιας ακριβούς εκ των προτέρων γνώσης πάνω σ’ έναν συνηθισμένο άνθρωπο σίγουρα θα ήταν πολύ οδυνηρή.

Γι’ αυτό, ούτε και σεις πρέπει να διερευνάτε με μεγάλο ζήλο το πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον, αλλά ν’ αρκεστείτε σ’ αυτά που ξέρετε πως είναι αναγκαία για τη σωτηρία της ψυχής σας, καθώς και στο ότι Εγώ μέσα στην αγάπη Μου και στη σοφία Μου γνωρίζω γι αυτά και σίγουρα θα κάνω να γίνουν όλα όπως είναι κάθε φορά καλύτερο για την καλή ή και τη διεφθαρμένη ανθρωπότητα. Τότε, θα σας φαίνεται ανεκτό κάθε καλό ή και κακό μέλλον.

Όταν, όμως, θα έχετε αναγεννηθεί μέσα στο πνεύμα της ζωής, τότε θα μπορείτε να δείτε το μέλλον χωρίς αυτό να σας θλίβει ή να σας κάνει να νιώθετε αδύναμοι.» (Μεγ. Ευαγγ. τόμος 8, κεφ. 30, 5-9)

Το κοσμικό γίγνεσθαι και η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου

Άλλωστε, οι δρόμοι που ακολουθεί η ανάπτυξη ενός ανθρώ­που, ενός λαού, καθώς και της ανθρωπότητας στο σύνολό της, δεν είναι καθόλου προκαθορισμένοι από τον Θεό σε όλες τους τις λεπτομέρειες, σταθερά και αναπόδραστα. Αντίθετα, μάλιστα, κατευθύνονται ανάλογα με τις μεταβολές των προθέσεων και της βούλησης των ανθρώπινων ψυχών. Και γι αυτό, δεν υπάρ­χει καμία απόλυτα σταθερή και υπεύθυνη πρόβλεψη του μέλ­λοντος. Αυτό ο Ιησούς το τονίζει σοβαρά στο «Μεγάλο Ευαγ­γέλιο» με τα λόγια:

«Στη γη αυτή όπου αναθρέφονται τα παιδιά του Θεού, η πρό­βλεψη του μέλλοντος δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο απόλυτη, όπως μπορεί να συμβαίνει σε κάποιο άλλο ουράνιο σώμα. Χάρη στην πλήρη ελευθερία της βούλησης των ανθρώπων αυτής της γης το πρωταρχικό είναι αυτό που οι ίδιοι οι άνθρωποι θέλουν και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί ενεργούν, σύμφωνα με τη γνώση και τη βούλησή τους. Αν, λοιπόν, τώρα Εγώ έλεγα: “Ο,τι και να θέλεις και ό, τι και να κάνεις, σίγουρα θα γίνει μονάχα αυτό, που Εγώ θέλω και που σου προαναγγέλλω!” – αν έτσι συνέβαινε, τότε στ’ αλήθεια θα ήταν εντελώς άχρηστο για σας τους ανθρώ­πους το ότι κατέβηκα σε σας από τους ουρανούς, και όλη η δι­δασκαλία Μου προς εσάς θα ήταν μάταιη. Αλλά θα σας πω και περισσότερα: Αν από ηθικής και πολιτικής άποψης συνέβαινε αναγκαστικά μόνον ό,τι Εγώ προαναγγέλλω κατά τρόπο απαρά­βατο, τότε εσείς οι άνθρωποι δεν θα είχατε καθόλου ανώτερο προορισμό από τα ζώα. Τότε, για ποιο λόγο να έχετε τη λογική σας, τη νόησή σας και την αγάπη σας και ως απόρροια αυτής την απόλυτα ελεύθερη βούληση; Το μόνο που μπορώ να σας προαγγείλω με απόλυτη βεβαιότητα, είναι το ότι θα σας συμβεί ετούτο ή εκείνο, εάν θελήσετε και ενεργήσετε με τον α ή β τρόπο. Αλλά εάν ποτέ Εγώ προανάγγελλα σε έναν λαό ή, έστω, σε έναν μόνο άνθρωπο ότι θα συμβεί οπωσδήποτε αυτό ή εκείνο, τότε εσείς δεν θα είσασταν προορισμένοι να γίνετε παιδιά του Θεού και Εγώ δεν θα ήμουν ο πνευματικός πατέρας σας.

Ανατρέξτε σε όλους τους προφήτες που ανήγγειλαν μελλο­ντικά γεγονότα και δείτε εάν ποτέ κανείς τους τα προφήτευσε σαν αναπότρεπτα! Όλοι τους διατύπωσαν τις προφητείες τους πάντοτε υπό ορισμένους όρους, που αφορούσαν τη βελτίωση ή τη χειροτέρευση των ανθρώπων. Μόνο η ενσάρκωσή Μου είχε προφητευθεί στους ανθρώπους ως απόλυτα βέβαιη ανε­ξάρτητα από τη βούληση και τις πράξεις τους, για τη δική τους σωτηρία, αφού αυτή είναι αποκλειστικά δικό Μου έργο. Και παρ’ όλο που έτσι είναι, επιτρέπω σε όποιον το θέλει να συμμετάσχει σ’ αυτό το μέγιστο έργο Μου.

Ο Ιωνάς αναγκάστηκε να πάει στους Νινευίτες, ωθούμενος από το πνεύμα Μου, και να τους προφητέψει το τέλος τους, εφ’ όσον θα παρέμεναν μέσα στην κακία τους. Δεν το έκανε ευχα­ρίστως, αφού βέβαια ως προφήτης γνώριζε ότι οι προειδοποι­ήσεις Μου πάντοτε συνοδεύονται από όρους. Όμως, ο λαός της Νινευί βελτιώθηκε και, φυσικά, η απειλή που είχα εκφράσει δεν έγινε πραγματικότητα, κάτι που δυσαρέστησε ακόμη και τον Ιωνά…

Παρόμοια και όλα όσα σας προείπα και θα σας προαγγείλω στο μέλλον, χωρίζονται αναγκαστικά σε δύο κατηγορίες: είτε στην πραγματοποίηση του καλού, είτε σ’ εκείνη του κακού. Επομέ­νως, ούτε ο χρόνος προσδιορίζεται συγκεκριμένα, παρά πά­ντοτε προσαρμόζεται στη βούληση και τη δράση του ανθρώ­που. Γιατί πώς θα μπορούσα να πω ακόμη και στον πιο παραστρατημένο λαό: “Επειδή έγινες τόσο κακός και δεν έδωσες σημασία στις σοβαρές προειδοποιήσεις Μου, γι αυτό σε επτά μέρες από σήμερα θα εξαφανιστείς από τη γη με κεραυνό, βροντή, πίσσα και θειάφι!”, κι αν ο λαός αυτός το έπαιρνε αυτό κατάκαρδα και μετανοούσε οδυρόμενος και επέστρεφε σε Μένα, τότε Εγώ θα έπρεπε να πραγματοποιήσω υπό αυτές τις συνθήκες την έβδομη ημέρα την απειλή Μου, μόνο και μό­νο επειδή Εγώ ο ίδιος την είχα ανακοινώσει; Όχι βέβαια, αντί­θετα, θα δείξω έλεος στο λαό που συνετίστηκε, θα τον ευλο­γήσω, δεν θα τον τιμωρήσω!…»

Στις εξηγήσεις αυτές του Ιησού, ένας Φαρισαίος απαντά: «Όμως, Κύριε, εσύ θα πρέπει να μπορείς να προβλέψεις με κάθε ακρίβεια, το εάν οι Ιουδαίοι και οι Ναΐτες θα βελτιωθούν ή όχι, και μετά από αυτό να πεις με βεβαιότητα εάν θα φθάσει σ’ αυτούς ή όχι η αναγγελθείσα τιμωρία».

Ο Κύριος απαντάει: «Ναι, εσύ ως άνθρωπος έτσι σκέφτεσαι, αλλά Εγώ ως προς αυτό σκέφτομαι τελείως διαφορετικά! Δεν διάβασες ποτέ στη Γραφή το σημείο, όπου λέει: “Και ο Θεός απέστρεψε το πρόσωπό του από το λαό αυτό”; Για δες, αυτό σημαίνει: Αφού προειδοποιήσω μια, δύο, τρεις, μέχρι επτά φο­ρές έναν λαό, ύστερα δεν ασχολούμαι με το τί θέλει και τί πράττει σύμφωνα με τη βούλησή του. Ο λαός αυτός, ή και ο κάθε άνθρωπος, μπορεί μετά από αυτό να θέλει και να πράττει ό, τι επιθυμεί, κι Εγώ δεν κοιτάζω τίποτα από αυτά, μέχρι εκεί­νος είτε να βελτιωθεί πλήρως είτε να εξαντλήσει το όριο της αμαρτίας του. Τότε πια, ο κάθε λαός, ή και ο κάθε άνθρωπος, θα βρει μπροστά του τα πράγματα έτσι, όπως καθορίζονται απ’ αυτά που θέλει κι απ’ αυτά που πράττει. Γιατί ήδη Εγώ έχω κα­νονίσει ώστε πάνω στη γη για κάθε πράξη του ανθρώπου να έρχεται από μόνος του και ο μισθός της.»

Φυσικά, η κύρια κατεύθυνση του δρόμου, από τον οποίο ένα πλάσμα ή μία κοινότητα πλασμάτων πρέπει να οδηγηθεί στην τελειότητα έχει προβλεφθεί από το Θεό μέσω των προδιαθέ­σεων που Αυτός έχει δώσει σε κάθε δημιούργημα, κάθε άν­θρωπο, κάθε λαό, καθώς και στην ανθρωπότητα κάθε πλανή­τη, και συνεπώς έχει προκαθορισθεί κατά τα κύρια χαρακτηρι­στικά της ακριβώς από αυτές τις βασικές προδιαθέσεις. Γιατί είναι σαφές ότι ένας άνθρωπος ή ένας λαός που έχει μια καλή ή μια δύσκολη βασική προδιάθεση πρέπει να οδηγηθεί εκ των άνω ανάλογα με την ιδιαιτερότητά του, για να επιτύχει το στό­χο της τελειοποίησης. Μέσα από διαφορετικούς δρόμους ε­μπειρίας πρέπει να οδηγηθεί ένας «αμαρτωλός» στη γνώση και στην αποδοχή ενός ανώτερου Φωτός και μέσα από άλλους ένας «δίκαιος», που δεν έχει ανάγκη μετάνοιας. Τις πιο πολλές φορές, ο δρόμος του «αμαρτωλού» θα είναι μακρύτερος και σκληρότερος. Σε αντάλλαγμα, όταν ένας τέτοιος αναζητητής τελικά επιτύχει τον στόχο του, θα εισέλθει στον ουρανό ως ένα ισχυρό πνεύμα, που έγινε με τη βοήθεια του Θεού κύριος του εαυτού του. Εκεί, θα είναι ικανός χάρη στις γνώσεις και τις δυνάμεις που ελεύθερα απέκτησε να κάνει μεγάλα πράγματα και θα μπορεί να συνεργαστεί καλύτερα για τη σωτηρία των άλλων που έχουν μείνει πίσω.

Ακριβώς εδώ είναι που μπορούμε να δούμε ένα ικανοποιη­τικό αντιστάθμισμα ανάμεσα στην οδό του αμαρτωλού και σ’ εκείνη του δικαίου. Κι ακόμη, θα μας ικανοποιήσει η σκέψη ότι και των δύο οι δρόμοι διαμορφώνονται σύμφωνα με τα όσα επιδιώκει και πράττει ο άνθρωπος με την ελεύθερη βού­λησή του.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς λέει: «Μη νομίζετε ότι υπάρχει τίποτα τέτοιο σαν αυτό που οι τυφλοί σοφοί του κό­σμου αποκαλούν “προκαθορισμό της μοίρας”, λες και έχει προκαθορίσει ήδη ο Θεός για κάθε άνθρωπο τι πρέπει αυτός να πραγματο­ποιήσει στη σύντομη ή μακροχρόνια ζωή του. Μια τέτοια σκέψη μπορεί να φέρει στην ψυχή το θάνατο, γιατί είναι αποκύημα του κάτω κόσμου και παριστά το ακριβές αντίθετο των αληθινών αρχών ζωής που έχει θεσπίσει ο Θεός για τους ανθρώπους. Τον προκαθορισμό τον δημιουργούν μόνοι τους οι άνθρω­ποι, με το να διαστρέφουν την ελεύθερη βούληση και με το ότι δεν θέλουν να αφυπνίσουν μέσα τους τα επτά πνεύματα της ζωής, πράγμα που δεν τους επιτρέπει με τη σειρά του να επιτύχουν την αληθινή θέαση του εσωτερικού, αιώνιου θη­σαυρού της ζωής τους. Γι’ αυτό επιζητούν να βρουν το εσωτε­ρικό φως της ζωής μέσα στο φως της εγκοσμιότητας και απροβλημάτιστοι να πορευθούν σύμφωνα μ’ αυτό.

Όταν, όμως, μια ανθρώπινη ψυχή κολλήσει για τα καλά μέσα στη νύχτα της εγκόσμιας υπεροψίας, που μόνη της δημιούρ­γησε, δεν μπορούν, αφήνοντάς της βέβαια την εσωτερική της ελευθερία βουλήσεως, ούτε όλοι ο άγγελοι του ουρανού να της αλλάξουν κατεύθυνση. Κανείς τότε δεν μπορεί να πει: Για δες, αυτός ήταν από πάντα ο προκαθορισμός της μοίρας αυτού του ανθρώπου!’ Ναι, βέβαια ήταν προκαθορισμός, αλλά όχι από τον Θεό, παρά από τον ίδιο τον άνθρωπο! Ο Θεός απλά το ε­πέτρεψε, ως συνέπεια της ελεύθερης βούλησης του ανθρώ­που. Και όλα όσα είπα για έναν άνθρωπο μόνο, ισχύουν και για έναν ολόκληρο λαό. Είναι και παραμένει ο ίδιος δημιουρ­γός των εγκόσμιων και των αιώνιων πεπρωμένων του.

Έτσι, θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε ότι ο Θεός από την αιωνιότητα είχε ήδη προκαθορίσει πως όλα αυτά, που Εγώ τώρα σας φανέρωσα και σας προφήτευσα, πρέπει αναγκαστικά να γίνουν έτσι. Όχι, καθόλου δεν είναι έτσι! Αλλά παρ’ όλ αυτά, έτσι θα γίνουν όλα, γιατί οι άνθρωποι το θέλουν και γιατί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος τους βρίσκεται ευχαρί­στως, επίμονα και οικειοθελώς μέσα στη νύχτα της κόλασής του και δεν θέλει να εγκαταλείψει αυτή τη νύχτα του θανάτου ούτε καν όταν ακούει το πιο δυνατό Μου κάλεσμα» (Μεγ. Ευαγ. Τόμος 7, κεφ. 52, 1-4)

«Αυτό μόνο είναι προκαθορισμένο από τον Κύριο εδώ και αιωνιότητες, ότι κάθε ζωή (ως προς τη γενική, κύρια γραμ­μή της) έχει το συγκεκριμένο δρόμο της, που δεν μπορεί πια ποτέ να τον εγκαταλείψει. Όμως, ο δρόμος αυτός είναι τόσο στενά συνυφασμένος με τη φύση της εν λόγω ζωής, ώ­στε να αποτελούν για το κάθε πλάσμα την ίδια την ευτυχία στη ζωή. Κι αν κάποιος απέκλειε από ένα ον το δρόμο του, θα του περιέστειλε την ελευθερία του και, κατά συνέπειαν, και τη ζωή του. Και κάτι τέτοιο θα ήταν μία τιμωρία, που θα επέφερε το θάνατο σε κάθε πνεύμα.» (Πνευμ. Ήλιος, τόμος 2, κεφ. 121, σελ. 480)

Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει, ειδικά κατά την αγωγή του αν­θρώπου επί της γης, να συνδυαστεί η αρχή της ελευθερίας της βουλήσεως με την αναγκαιότητα μίας καθοδήγησης και ανά­πτυξης της ψυχής, που να κατευθύνεται συνειδητά προς την προβλεπόμενη ωρίμανσή του.

Βαθμίδες εξέλιξης και ωρίμανσης

Μία βασική σκέψη, της οποίας η σημασία διασαφηνίζεται στα κείμενα της νέας αποκάλυψης, είναι η αρχή της σταδιακής ε­ξέλιξης. Η όλη Δημιουργία μας αποκαλύπτεται ως μία πνευμα­τική εξελικτική διαδικασία που επιτελείται σε αναρίθμητες φά­σεις (περίοδοι της Δημιουργίας) και μικρότερες υποδιαιρέ­σεις τους (ημέρες της Δημιουργίας).

Επομένως, και ολόκληρη η ζωή της ανθρωπότητας του πλα­νήτη μας, καθώς και των άλλων ουρανίων σωμάτων, υπόκειται σε αυτήν την αρχή της πνευματικής εξέλιξης. Μαθαίνουμε ότι εδώ, όπως και στη ζωή κάθε ανθρώπου, αλλά και κάθε λαού, υπάρχουν τρεις βασικές φάσεις, και συγκεκριμένα η εποχή της παιδικής ηλικίας, η μέση εποχή εκπαίδευσης και η εποχή της ωρίμανσης και της τελειοποίησης.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς εξηγεί σε κάποιον αναζητητή του Φωτός αυτά τα πράγματα παίρνοντας ως παράδειγ­μα την ιστορία του λαού των Ισραηλιτών. Παρακάμπτει την παι­δική ηλικία του λαού αυτού και περιορίζεται σε μία σύντομη μόνο νύξη, αποκαλώντας την «οι καιροί του Σαμουήλ», δηλα­δή μία εποχή, κατά την οποία ο απλός αυτός λαός των ποιμέ­νων και γεωργών ακολουθούσε πρόθυμα την καθοδήγηση τωνθεόκλητων και φωτισμένων ενορατικών και λαϊκών ηγετών, που στη Βίβλο ονομάζονται Κριτές.

Προσπερνώντας αυτήν την παιδική ηλικία των Ισραηλιτών, συνετίζει, διαφωτίζοντας τις περαιτέρω βαθμίδες ανάπτυξης του λαού αυτού:

«Ήδη από τον καιρό του Σαμουήλ, οι άνθρωποι έγιναν νωθρότεροι και αγαπούσαν λιγότερο την εργασία. Άρχισαν να ντρέπονται να κάνουν ορισμένες δουλειές, και τις ανέθεταν πλέον μόνο σε πληρωμένους υπηρέτες και υπηρέτριες. Οι πλούσιοι πολίτες σταύρωναν τα χέρια τους και άφηναν τους άλλους να εργάζονται για λογαριασμό τους. Όποιος δούλευε περισσότερο γι’ αυτούς, έπαιρνε επίσης την καλύτερη αμοιβή, πράγμα που ήταν βέβαια δίκαιο. Όμως παράλληλα, σιγά-σιγά οι ιδιοκτήτες έγιναν ένα είδος μικρών κυριάρχων που δεν ήθε­λαν πια να αναλάβουν απολύτως καμιά εργασία από αυτές που εκτελούσαν οι υπηρέτες, όσο μικρή κι αν ήταν.

Τα παιδιά έγιναν, όπως κι οι γονείς τους, αργόσχολα, εγω­ιστικά και αρχομανή. Μάθαιναν να διατάζουν τους υπηρέτες, αλλά δεν ήθελαν ποτέ να βρωμίσουν τα τρυφερά τους χέρια με ταπεινή εργασία. Αυτό το κακό έφτασε σύντομα σε βαθμό τέτοιο όπου πια η ήδη καλά θρεμμένη υπεροψία τους δεν έβρισκε πλέον αρκετό κορεσμό. Ο Ιουδαίος ατένιζε νοσταλγικά τη λάμψη και τους υψηλούς αξιωματούχους των ειδωλολατρών, και στον τίτλο του βασιλέα έβλεπε μια από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες τιμές και αξιώματα. Με δύο λόγια, ή­θελε να έχει κι αυτός έναν εγκόσμιο βασιλέα και δεν τον ικα­νοποιούσε πια η καθαρή βασιλεία του Θεού μέσω των προφητών και των Κριτών. Όταν ο λαός, σε πείσμα όλων των προειδοποιήσεων των προφητών, ζήτησε παρ’ όλ’ αυτά από το Σαμουήλ έναν βασιλέα, ο πιστός αυτός υπηρέτης του Θεού μετέφερε σ’ Αυτόν την επιθυμία του ανόητου λαού.

Τότε, ο Ιεχωβά του είπε: “Κοίτα! Σε όλες τις αμαρτίες, που ο λαός αυτός ήδη διέπραξε ενώπιον Μου, προσθέτει τώρα και αυτήν εδώ: να ζητάει έναν βασιλέα. Πήγαινε και χρίσε βασιλέα το μεγαλύτερο άνδρα του λαού! Αυτός θα τον τιμωρήσει για την προσβολή που έκανε σε Μένα”. Μέρος των συνεπειών αυ­τής της υπεροψίας του λαού, που μ’ αυτό γινόταν όλο και με­γαλύτερη, μπορείς να διαβάσεις στο “Βιβλίο των Βασιλέων” και στο “Χρονικό”.

Φίλε μου, μόνο μέσα στην αληθινή ταπεινοφροσύνη βρίσκε­ται ο δρόμος προς την εσωτερική ζωή της ψυχής! Σου λέω: όσο οι λαοί δεν θα άγονται από την αληθινή, καθαρή αγάπη και τα­πεινοφροσύνη, άλλο τόσον καιρό θα συνεχίσει να θεριεύει σε όλες τις τάξεις των ανθρώπων ο σπόρος της υπεροψίας και της αρ­χομανίας. Και η νύχτα, το σκοτάδι, ο εγωισμός, ο φθόνος, η φιλαργυρία, η καταδίωξη κι η προδοσία, ως αληθινά στοιχεία της κόλασης, δεν θα υποχωρήσουν απ’ αυτήν τη γη, μέχρι την εποχή της μεγάλης Κρίσης, κατά την οποία θα εξαγνίσω και πάλι τη γη με τη φωτιά. Μετά απ’ αυτήν την εποχή, δεν θα άρχει πια κανένας βασιλιάς σε κανένα λαό της γης, παρά μονάχα το φως του Θεού. Εσείς δεν θα ζήσετε ενσαρκωμένοι αυτήν την εποχή, όμως θα τη βιώσετε φωτεινά και πεντακάθα­ρα εν πνεύματι, στο βασίλειό Μου.»

Κι αυτός που αναζητά το φως ρωτάει: «Κύριε, πότε θα έρθει αυτή η ευτυχισμένη εποχή;»

Και ο Κύριος λέει: «Αυτό το γνωρίζει μόνον ο Πατέρας και μετά από αυτόν το μαθαίνει μόνον εκείνος, στον οποίο ο Πα­τέρας θα θελήσει να το φανερώσει. Σ’ Εμένα ο Πατέρας Μου δεν το έχει αποκαλύψει ακόμη, παρά μόνον ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Όμως, αυτό που μπορείτε να αποδεχθείτε ως απόλυτα αληθινό, είναι ότι σχεδόν κάθε 2000χρόνια συμβαίνει μία με­γάλη μεταβολή πάνω στη γη. Και αυτό θα συμβεί μετρώντας από σήμερα.»

Σύμφωνα μ’ αυτά, λοιπόν, ο ισραηλιτικός λαός πέρασε μέχρι το Σαμουήλ την παιδική του ηλικία, κι από τότε μέχρι σήμερα τη μέση περίοδο της διάπλασής του. Και τώρα, φθάνει γι αυτόν και για όλους τους άλλους λαούς της γης – σχεδόν 2000 χρό­νια μετά την έλευση του Χριστού επί της γης – μέσα από με­γάλες αλλαγές, η εποχή της ωρίμανσης και της τελειοποίησης.

Με όλα αυτά, παίρνουμε μια ιδέα για το συνολικό σχέδιο του Θεού για την αγωγή των ανθρώπων αυτής της γης.

Η παιδική ηλικία (πρώτη αναπτυξιακή βαθμίδα)

Στην πρώιμη αυτή εποχή, οι άνθρωποι και οι λαοί αρχικά κι­νούνται σαφώς βάσει των σκέψεων, των συναισθημάτων και των ορμών που έλαβαν από το χέρι του Δημιουργού. Και αφού μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, ως πνευματικό πλάσμα που έπεσε μαζί με τον Εωσφόρο, το στοιχείο το αντιτιθέμενο στο θεϊκό, η λατρεία του εαυτού και ο εγωισμός επικρατούν των ουρανίων δυνάμεων της ψυχής, δηλαδή της αγάπης για τον Θεό και για τον πλησίον, αρχικά τίποτα καλό δεν θα προέκυπτε από έναν νέο άνθρωπο ή λαό, αν ο Θεός δεν οδηγούσε με σταθερό χέρι τα νεοδημιούργητα όντα.

Επομένως, τα νεαρά πλάσματα καθοδηγούνται μέσω μίας πνευματικής επιρροής και μέσω της διαμόρφωσης των συνθη­κών ζωής τους. Συνεπώς δίκαια λέει ο λαός ότι τα παιδιά έχουν από έναν φύλακα-άγγελο, διαφορετικά θα γίνονταν θύματα αμέτρητων κινδύνων. Την καθοδήγηση αυτή των ανώριμων ψυχών τη βλέπουμε επίσης στο βασίλειο της φύσης, στο αποκαλούμενο «ένστικτο» των ζώων, το οποίο δεν είναι, άλλωστε, παρά μια άμεση επίδραση του πνεύματος πάνω στη ζωική ψυ­χή.

Η θεϊκή επιρροή επί των ανθρώπων και των λαών όσο βρί­σκονται στην παιδική ηλικία ή φυσική κατάσταση, φανερώνε­ται κυρίως στις εσωτερικές αποκαλύψεις, που δέχονται από τον πνευματικό κόσμο όλοι οι λαοί που βρίσκονται σε φυσική κατάσταση, στα όνειρα, στα οράματα, στον εσωτερικό λόγο κλπ. και που παραδίδονται μέσα από τις θρησκείες τους σαν κοινό πνευματικό κτήμα του κάθε λαού. Στους λαούς αυτούς εμφανίζεται συχνά η ενόραση. Γνωρίζουν περισσότερα για την ανθρώπινη ψυχή, για τον προορισμό της και για τη συ­νέχιση της ύπαρξής της μετά το σωματικό θάνατο, για τον κόσμο των πνευμάτων και των αγγέλων και για το μεγάλο πνεύμα που είναι ο Πατέρας όλων, απ’ όσα γνωρίζει σχετικά ο άνθρωπος των πολιτισμένων εθνών. Αυτήν την πηγαία, αμόλυντη γνώση φέρει μαζί του κάθε παιδί στον κόσμο. Στην Αγία Γραφή, αυτή η κοντινή στο Θεό και αθώα παιδική ηλικία υπονοείται στη γεμάτη σχετικές αντι­στοιχίες διήγηση για τον Αδάμ και την Εύα στον «Παράδει­σο».

Η μέση εποχή της διάπλασης (δεύτερη αναπτυξιακή βαθμίδα)

Μόλις το πρώτο ζευγάρι ανθρώπων είχε φθάσει, με την κα­θοδήγηση του Θεού, σε μια κάποια ωριμότητα, εμφανίστηκε κάποια μέρα στον Παράδεισο το φίδι. Και αυτό είναι μία αντι­στοιχία που συμβολίζει ότι, μετά από κάποιο διάστημα εξέλιξης, μέσα στον άνθρωπο που έχει γίνει βιώσιμος, ισχυρο­ποιούνται τόσο περισσότερο οι απαιτήσεις της σάρκας, δηλα­δή του αντίποδα, ο οποίος ενυπάρχει στην ύλη του σώματος και στον περιβάλλοντα κόσμο, όσο περισσότερη από αυτήν την εγκόσμια ουσία προσλαμβάνει ο άνθρωπος μέσω της ψυ­χικής και σωματικής του ανάπτυξης.

Όσο περισσότερο οι άνθρωποι και οι λαοί μεγαλώνοντας ρι­ζώνουν στον «κόσμο», όσο περισσότερο απλώνουν τα χέρια τους για να οικειοποιηθούν τα επίγεια αγαθά και απολαύ­σεις, τόσο ισχυρότερες γίνονται οι ορμές τους της απλη­στίας, της απόλαυσης και της κυριαρχίας, καθώς και τα άλλα εγωιστικά πάθη. Σ’ αυτή τη μέση εποχή της διαμόρφωσης των ανθρώπων, στη δεύτερη εξελικτική βαθμίδα, συμβαίνει, λοιπόν, κάτι, το οποίο υποδηλώνεται στην ιστορία του πρώτου ζευγαριού ανθρώπων με το γεγονός ότι ο Κύριος απομακρύ­νεται από τον Κήπο της Εδέμ και γίνεται για ένα χρονικό διά­στημα αόρατος για το ζευγάρι, που είναι εκτεθειμένο στον πει­ρασμό.

Σκοπός της μέσης εξελικτικής βαθμίδας είναι, άλλωστε, να επιτρέψει στον ήδη ενδυναμωμένο άνθρωπο να αναπτύξει την ελεύθερη βούλησή του και να τον κάνει να ωριμάσει.

Σ’ αυτή τη μέση εποχή, λοιπόν, της ανθρώπινης εξέλιξης, η θεότητα αποσύρεται από τον άνθρωπο. Όντας πια αόρατη, τον αφήνει να ριχτεί όσο βαθιά θέλει στο στρόβιλο του κόσμου και τελικά να μάθει εδώ, συχνά μέσα από πικρές εμπειρίες, ότι η αγάπη για τον κόσμο και για τον εαυτό του μπορεί, βέβαια, να τον οδηγήσει σε μια φαινομενική ευτυχία σύντομων επίγειων απολαύσεων, ότι όμως η αληθινή ευτυχία μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα από την άμεση σύνδεση, που κάποτε την είχε ο άν­θρωπος, με την πρωταρχική Πηγή.

Αυτή η σχολή των εμπειριών της μέσης εξελικτικής βαθμίδας είναι συνήθως για τον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο και ακόμη περισσότερο για τους λαούς και για ολόκληρη την ανθρωπό­τητα μία δύσκολη και μακρά περίοδος. Σε κάθε άνθρωπο, διαρκεί συνήθως από την εφηβεία μέχρι τα γηρατειά του και παρατείνεται τις περισσότερες φορές μετά το σωματικό θάνα­το στον πνευματικό κόσμο. Για τους λαούς της γης, διαρκεί από πολύ παλιές εποχές μέχρι σήμερα. Για τη δική μας εποχή – σχεδόν 2000 χρόνια μετά από την ενανθρώπιση του Θεού στον Ιησού – έχει εξαγγελθεί μία αλλαγή, μία τροπή προς το φως και η είσοδος όλης της επίγειας κοινότητας σε μία ανώτερη εποχή ωριμότητας.

Η «τελευταία εποχή» πριν από τη μετάβαση στην εποχή της ωριμότητας και τελείωσης

Οι επτά ελεύσεις του Κυρίου

Το ουράνιο πνευματικό φως που αφυπνίζει, δίνει ζωή και ο­δηγεί στην ωρίμανση, δεν έρχεται πάντοτε ομοιόμορφα από πάνω, αλλά δίδεται – όπως και το φυσικό ηλιακό φως – σε συγκεκριμένες φάσεις, με μια κανονική εναλλαγή φωτός και σκότους.

Το γιατί είναι μάλλον ευνόητο. Ένα διαρκές, ομοιογενές· φως της ζωής θα έκανε σύντομα όλα τα πλάσματα να κορεσθούν, να γίνουν αδιάφορα και άπραγα. Το φως δεν θα το εκτι­μούσαν, ούτε θα το επιδίωκαν πια. Μόνο η έλλειψη δημιουργεί πείνα, μόνο η επιθυμία ωθεί σε αυτόνομη δραστηριότητα, που με τη σειρά της τελικά φέρνει την επιδιωκόμενη αληθινή αυ­τοτέλεια του ανθρώπου. Μια εξωτερική αντιστοιχία της περιοδικής μορφής παροχής πνευματικού φωτός προς τον άνθρωπο της γης μας μπορούμε να δούμε στην εναλλαγή παροχής του ζωογόνου φυσικού φωτός: έχουμε την ημέρα και τη νύχτα, το καλοκαίρι και το χειμώνα. Στο έργο του Λόρμπερ «Η θεία Οικονομία» αποκαλύπτονται στους πατριάρχες οι επτά προκαθορισμένες για τη γη μας μεγάλες παροχές φωτός, κατά τις ο­ποίες το ίδιο το Υπέρτατο Ον κατέβηκε ή θα κατέβει μελλοντι­κά στη γη: «Κοιτάξτε, μια φορά ήδη ήμουν εκεί, στην αρχή του κόσμου, για να δημιουργήσω όλα τα πράγματα, για χάρη σας, αλλά και για Μένα. Σύντομα θα (επιστρέψω με μεγάλα κύ­ματα πλημμύρας, για να ξεπλύνω τη γη από το μίασμα: γιατί τα βάθη της γης Μού δημιουργούν φρίκη έτσι γεμάτα που είναι από βρώμικο βούρκο και μιάσματα, που δημιουργήθηκαν από την ανυπακοή σας. Τότε θα έρθω για χάρη σας, για να μην καταστραφεί ολόκληρος κόσμος και να υπάρξει μία δια­δοχή, της οποίας Εγώ θα είμαι ο τελευταίος γόνος.

Και θα επιστρέψω επανειλημμένα για τρίτη φορά, όπως τώ­ρα, αμέτρητες φορές, άλλοτε ορατός κι άλλοτε πάλι αόρατος μέσα στον πνευματικό λόγο για να προετοιμάσω τις οδούς Μου. Και θα επιστρέψω σωματικά για τέταρτη φορά όταν θα είναι μεγάλη ανάγκη, στη μεγάλη Εποχή των Εποχών. Κι αμέ­σως μετά θα έρθω και πάλι για πέμπτη φορά μέσα στο πνεύμα της αγάπης και της αγίασης των πάντων. Και θα έρθω για έκτη φορά, εσωτερικά σε όποιον έχει στην καρδιά του αληθινή και σοβαρή επιθυμία για Μένα, αι τότε θα είμαι ένας οδηγός ε­κείνου που, γεμάτος πίστη και αγάπη, θ’ αφεθεί να τον οδηγή­σω στην αιώνια ζωή. Κι ύστερα θα απομακρυνθώ από τον κό­σμο, όμως όποιος γίνει τότε δεκτός, θα ζει, και το βασίλειό Μου θα είναι αιώνια μαζί του. Και τέλος θα έρθω και πάλι για έβδομη φορά μέσα στο πυρ της αγιότητάς Μου. Αλίμονο, τότε, σ’ αυτούς που θα βρεθούν ακάθαρτοι. Αυτοί από τότε δεν θα υπάρχουν πια παρά μέσα στο αιώνιο πυρ της οργής Μου. Αυτή η τελευταία έλευση θα είναι τελεσίδικη για ό­λους, είτε έτσι, είτε αλλιώς!

Ακούστε και καταλάβετε καλά: Μείνετε μέσα στην αγάπη, γιατί αυτή θα είναι η σωτηρία σας! Αγαπάτε Με πάνω απ’ όλα – αυτό θα είναι η αιώνια ζωή σας. Αγαπάτε, όμως, και ο ένας τον άλλο, για να απαλλαγείτε από την κρίση! Αμήν.»

Η τελευταία εποχή

Η εποχή που προηγείται της έβδομης και τελευταίας έλευ­σης «μέσα στο πυρ της αγιότητας του Θεού» ονομάζεται «τε­λευταία» ή «.έσχατη εποχή» επειδή τότε γίνεται η χειρότερη κορύφωση του εγωιστικού, εγκόσμιου πνεύματος στην ανθρω­πότητα, ενώ από τότε κι ύστερα, μέσω της νικηφόρας διείσδυ­σης του ουράνιου πνεύματος αυτό θα απωθείται όλο και πε­ρισσότερο μέχρι τελικά να πάψει για πάντα να υπάρχει. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (13, 37), ο I η σ ο ύ ς λέει για την εποχή αυτή:

«Ο Υιός του Ανθρώπου είναι που θα σπείρει τον καλό σπόρο. Ο αγρός είναι ο κόσμος. Ο καλός σπόρος είναι τα παιδιά του βασιλείου, τα δε ζιζάνια είναι τα παιδιά του κακού. Ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος. Ο δε θερισμός είναι η συντέ­λεια του αιώνα, και οι θεριστές είναι άγγελοι. Όπως, λοιπόν, μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει και στη συντέλεια αυτού του αιώνα. Ο Υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του, κι αυτοί θα μαζέψουν από το βασίλειό του όλους εκείνους που παρέσυραν άλλους στην α­μαρτία και που οι ίδιοι παρέβησαν το νόμο και θα τους ρίξουν στην κάμινο του πυρός. Εκεί θα ακούγονται δυνατοί θρήνοι και τρίξιμο δοντιών. Τότε, οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στο βασίλειο του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούσει!»

Και στα κείμενα της νέας αποκάλυψης του Γιάκομπ Λόρμπερ περιγράφεται επίσης αναλυτικά αυτή η μεγάλη πνευματική αλ­λαγή του κόσμου. Από αυτά προκύπτει, ότι ειδικά εμείς, η γενιά του παρόντος, ζούμε σ’ αυτήν τη μοιραία «τελευταία εποχή».

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», η πνευματική και ηθική εικόνα αυ­τής της εποχής χαρακτηρίζεται με τα παρακάτω λόγια:

«Όταν οι άνθρωποι ενδίδουν υπερβολικά στις αισθησιακές προκλήσεις του κόσμου και πιστεύουν ότι ο μόνος λόγος, για τον οποίο υπάρχουν, είναι να κατακτήσουν ως έλλογα ό­ντα όλες τις απολαύσεις που προσφέρει σε πληθώρα ο κό­σμος, και δεν συνειδητοποιούν καθόλου τον ουσιαστικό σκο­πό, για τον οποίο βρίσκονται στον κόσμο – τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για μία ανώτερη αποκάλυψη του Θεού και της γε­μάτης αγάπη βούλησής του. Κι αυτό τουλάχιστον μέχρι οι άνθρωποι, περνώντας από διάφορες δυστυχίες και αθλιότητες, ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται: “Γιατί αναγκαστήκαμε να έρθου­με σ’ αυτόν τον άθλιο κόσμο και είμαστε υποχρεωμένοι να βα­σανιζόμαστε και ν’ αφήνουμε να μας βασανίζουν μέχρι να έρ­θει ο θάνατος σαν το άθλιο τέλος της απελπισίας μας;”

Τότε θα είναι η εποχή, όπου ο Θεός θ’ αρχίσει να αποκαλύ­πτεται και πάλι στους ανθρώπους: πρώτα δια στόματος αφυ­πνισμένων ανθρώπων, με άλλα σημάδια, κι ακόμη περνώντας από διάφορες κρίσεις εκείνους τους ανθρώπους, που έγιναν εξαπατώντας και καταπιέζοντας τους φτωχούς πλούσιοι και ισχυροί, περήφανοι και χωρίς αγάπη και γεμάτοι υπεροψία, που δεν σκέφτονται πια κανέναν Θεό, ακόμη δε λιγότερο τον πιστεύουν στην καρδιά τους ρίχνονται σε όλες τις απολαύσεις του κόσμου αυτού, ποδοπατώντας τους φτωχούς, στους οποίους πια δεν αποδίδουν καθόλου την αξία ανθρώπου, παρά μόλις και μετά βίας την αξία ζώου.

Όταν όλα αυτά πλέον θα έχουν υπερβεί το μέτρο στον κόσμο αυτό, τότε θα έρθει και μία μεγάλη Κρίση και μαζί μ’ αυτήν μία μεγάλη και άμεση Αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους ε κείνους, που θα έχουν ακόμη διατηρήσει στην καρδιά τους πίστη στο Θεό κι επίσης αγάπη προς Αυτόν και προς τον πλησίον.

Τότε θα σαρωθούν από τη γη οι αρνητές του Θεού κι οι περήφανοι δυνάστες, οι πιστοί και οι φτωχοί θ’ ανορθωθούν και θα φωτιστούν από τους ουρανούς – όπως συμβαίνει τώρα και όπως θα ξανασυμβεί μετά από περίπου 2000χρόνια. Όμως ο καιρός όπου θα συμβεί αυτό, είναι τόσο εύκολο να αναγνωριστεί, όσο εύκολα διακρίνετε στο τέλος του χειμώνα την άνοιξη να πλησιάζει, όταν τα νεαρά μπουμπούκια στα δέντρα φουσκώ­νουν όλο και περισσότερο και από τα κλαδιά σταλάζει ο χυμός του δέντρου στη γη όμοια με τα δάκρυα των ανθρώπων, κι η γη πάλι ικετεύει να λυτρωθεί από τη δοκιμασία του χειμώνα. Όταν, λοιπόν, κάποτε η καρδιά των φτωχών αρχίσει να φωτίζεται από το φως της θείας αλήθειας, ενώ συγχρόνως η γη μουσκέψει από τα δάκρυά τους εξ αιτίας της ανελέητης καταπίεσης, τότε θα έχει φθάσει πολύ κοντά η μεγάλη πνευματική άνοιξη.» (Μεγ. Ευαγ. Τόμος 9 κεφ. 23, 3-7)

«Εκείνον τον καιρό, οι άνθρωποι θα προχωρήσουν πολύ σε πολλές επιστήμες και τέχνες, ερευνώντας και υπολογίζοντας ακούραστα κάτω από τα πολλά και μεγάλα κλαδιά του δέντρου της γνώσης. Θα πετύχουν θαυμαστά πράγματα, χρησιμοποιώ­ντας όλες εκείνες τις φυσικές δυνάμεις, που τώρα είναι ακόμη κρυφές για τους ανθρώπους, και θα πούνε: “Κοιτάξτε, αυτό είναι ο Θεός, εκτός από αυτό δεν υπάρχει άλλος!” Συνεπώς, η πίστη αυτών των ανθρώπων θα είναι πια ανύπαρκτη. Ένα άλλο, επίσης μεγάλο τμήμα τους θα βρίσκεται μέσα σε μια δει­σιδαιμονία κατά πολύ σκοτεινότερη και πιο απομακρυσμένη από τον Θεό απ’ ό, τι είναι σήμερα όλοι οι ειδωλολάτρες της γης. Για αρκετό καιρό, δάσκαλοι και προστάτες τους θα βρίσκο­νται στις τάξεις των μεγάλων και ισχυρών της εποχής. Αλλά τα παιδιά του κόσμου, άριστα εξοπλισμένα με όλες τις επιστή­μες, θα καταστείλουν βίαια τη σκοτεινή δεισιδαιμονία, φέρνο­ντας μ’ αυτόν τον τρόπο τους ισχυρούς σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, γιατί χάρη στις κάθε είδους επιστήμες και τέχνες ο κοι­νός λαός, που τον κρατούσαν με τη βία τυφλό, θα κατανοήσει ότι αναγκαζόταν να παραμένει στη σκληρή αυτή δουλεία μόνο για χάρη της εγκόσμιας φήμης και ευημερίας των μεγάλων, που οι ίδιοι δεν πίστευαν σε τίποτα…

Όταν, όμως, οι τυφλοί ξαναρχίσουν μ’ αυτόν τον τρόπο να βλέπουν, τότε θα γίνουν και οπαδοί αυτών που τους απελευ­θέρωσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη σκληρή δουλεία. Κι αν Εγώ τότε ερχόμουν και έλεγα: “Ακούστε, λαοί της γης, θα σας δείξω το σωστό δρόμο προς την αιώνια ζωή!”, να Μου πουν αυτοί οι άνθρωποι οι απογυμνωμένοι από κάθε πίστη;

Θα Μου έδιναν την απάντηση: “Φίλε, όποιος κι αν είσαι, άσε την παλιά, ξοφλημένη κι ευτυχώς ξεθυμασμένη βλακεία, για την οποία, από τότε που δημιουργήθηκε, χύθηκαν πολλά ποτά­μια αθώου αίματος! Αν ο λεγόμενος καλός “ουράνιος πατέ­ρας”, που δεν τον γνωρίζουμε και για τον οποίο δεν νιώθουμε πλέον καμία νοσταλγία, αγαπάει τόσο πολύ το αίμα, τότε μπο­ρεί εύκολα να μετατρέψει σε αίμα τον μεγάλο ωκεανό και να ευφρανθεί έτσι όσο θέλει. Εμείς, όμως, καθόλου δεν χρειαζό­μαστε μία τέτοια διδασκαλία για τη ζωή, που έφερε, αντί για το βασίλειο του Θεού που υποσχόταν, την ίδια την κόλαση στους ανθρώπους. Θα σταθούμε στις επιστήμες και την τεχνολογία και θα ζήσουμε έτσι με ειρήνη και ηρεμία, έστω και όχι αιώ­νια. Γιατί εμείς προτιμάμε πολύ περισσότερο μία πρόσκαιρη, αλλά ειρηνική ζωή από έναν ουρανό κερδισμένο με άπειρες δυστυχίες και ποτάμια αθώου αίματος και παρ’ όλ’ αυτά αμφι­σβητούμενο, μαζί με όλες τις μακαριότητες που υπόσχεται!»

Εφ’ όσον οι άνθρωποι της τελευταίας εποχής λόγω της αυτο­λατρείας τους αποδεσμεύονται τελείως από τον Θεό κατευθύνοντας όλες τις σκέψεις και τις επιδιώξεις τους στην απόλαυ­ση των εφήμερων επίγειων αγαθών, στο ίδιο μέτρο χάνουν και το φως του πνεύματος. Γι’ αυτό, προσπαθούν με αντίστοιχη αδηφαγία να εξερευνήσουν με το φως της εγκεφαλικής κατα­νόησης τις δυνάμεις της φύσης και να θέσουν στη δική τους υπηρεσία ολόκληρη τη γη μέσα από διάφορες επιστημονικές και τεχνολογικές μεθόδους. Έτσι, στην τελική εποχή έχει επιτευχθεί μία μεγάλη, αλλά καταστροφική άνθιση της τεχνολογίας, της επιστήμης και του τεχνικού τομέα γενικά.

Ο ενορατικός Μαθαήλ εξαγγέλλει στους μαθητές του Ιησού «Θα έρθει κάποτε μία εποχή, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να καθορίσουν την ισχύ των ατμών του νερού σε βαθμούς και να τη χρησιμοποιήσουν για κάθε είδος απίστευτα βαριάς εργασίας. Τη δύναμη την κρυμμένη στο νερό θα της ζέψουν επίσης μπροστά από τα αμάξια τους και θα φεύγουν μ’ αυτά τόσο γρήγορα όπως εκτοξεύεται ένα βέλος. Μ’ αυτή θα κινούν επίσης τα πλοία πιο γρήγορα απ’ ό, τι κινείται ο άνεμος της καταιγίδας, στο τέλος μάλιστα θα αντιστέκονται σε κάθε καταιγίδα και θα διασχίζουν το θυμωμένο της πρόσωπο χωρίς να παθαίνουν καμία σημαντική ζημιά. Για πλοία τόσο γρήγορα, μόνο οι βράχοι και οι ξέρες θ’ αποτελούν πια κίνδυνο.

Όμως σύντομα ύστερα η κατάσταση για τους ανθρώπους πάνω στη γη θ’ αρχίσει να γίνεται πολύ δύσκολη. Γιατί η γη θα γίνει πιο άγονη, θα συμβούν μεγάλες ανατιμήσεις, πόλεμοι και πείνα. Η φωτιά της αγάπης θα παγώσει, και τότε θα έρθει η τελευταία Κρίση πυρός στη γη!»

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς ανακοινώνει στους μαθητές για την εποχή μας: «Στο τέλος, θα έρθει μία εποχή που οι άνθρωποι θα φθάσουν σε μεγάλη εξυπνάδα και επιδεξιότητα σε όλα τα πράγματα και θα κατασκευάσουν πολλών ειδών μηχανήματα, που θα κάνουν οποιαδήποτε εργασία σαν ζωντανοί, λογικοί άνθρωποι και ζώα. Εξ αιτίας αυτού, πολλοί θα χάσουν τη δουλειά τους και οι φτωχοί θα υποφέρουν από την πείνα και την ένδεια. Σαν συνέπεια, η δυστυχία θα κορυφωθεί σε απίστευτα ύψη. Τότε θα αφυπνίσω και πάλι ανθρώπους, που για 200 χρόνια θα διακηρύσσουν την αλήθεια του ονόματος Μου. Ευτυχισμένοι όσοι θα μεταστραφούν χάρη σ’ αυτό, αν και ο αριθμός τους θα είναι μικρός!»

Μια και η ανθρωπότητα της τελευταίας εποχής δεν γνωρίζει Θεό ούτε αιώνιο σκοπό ζωής αλλά λαμβάνει υπ’ όψη της μονάχα τον ορατό κόσμο και τις απολαύσεις του, η εσωτερική της στάση συνίσταται κι αυτή στο να αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις για τα αγαθά αυτά και στην ανάγκη να δίνει μάχη ζωής και θανάτου ενάντια στο συνάνθρωπο προκειμένου να τα εξασφα­λίσει.

Οι πνευματικές και ηθικές αιτίες αυτής της τραγικής εξέλι­ξης διαφωτίζονται στο έργο του Λόρμπερ «Ο Πνευματικός Ή­λιος» μέσα από μία εξέταση της εντολής για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εκεί γράφει: «Όταν η εντολή αυτή γίνεται αποδε­κτή και σεβαστή εσωτερικά (δηλαδή σύμφωνα με το θείο πνεύ­μα και σκοπό), τότε το εξωτερικό γράμμα του νόμου από μόνο του ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή θεϊκή τάξη. Αν δεν συμβαίνει αυτό, αν κανείς κολλήσει στο εξωτερικό νόημα και μόνο, τότε καταργούνται όλα τα βασικά δικαιώματα του αληθινού αν­θρώπου: οι κυβερνώντας γίνονται τύραννοι, οι υπήκοοι φιλάρ­γυροι και οι κουτοί και καλόβολοι που υπάρχουν μεταξύ τους γίνονται όργανα για το ύπουλο παιχνίδι των ισχυρών και των εκμεταλλευτών. Οι επιπτώσεις είναι λαϊκές εξεγέρσεις, επα­ναστάσεις, ολοκληρωτικές ανατροπές και καταστροφές κρα­τών, πικρία μεταξύ των λαών, και ακολουθούν μακρόχρονοι, αιματηροί πόλεμοι, πείνα, επιδημίες και θάνατος.

Πώς όμως όλοι οι λαοί θα βρουν ακατάλυτη ευτυχία, τόσο επίγεια όσο και αιώνια;

Να σέβεστε ο ένας τον άλλο από αληθινά αδελφική αγάπη, και κανένας να μην φθονεί τον άλλο, εάν εκείνος ευνοήθηκε περισσότερο από Μένα, το Δημιουργό, εξ αιτίας της μεγαλύ­τερης αγάπης που είχε. Αλλά και ο ευνοημένος ας αφήνει ό­λους τους αδελφούς του να ωφεληθούν όσο γίνεται περισσό­τερο από τα πλεονεκτήματά του. Με τον τρόπο αυτό θα ε­δραιώσετε μεταξύ σας έναν αιώνιο δεσμό ζωής, που ποτέ κα­μία δύναμη δεν θα μπορέσει να καταστρέψει!»*

Μία εποχή καταστροφών κάθε είδους

Όμως, το βίαιο πνεύμα των ανθρώπων της τελευταίας επο­χής, που απέχει πολύ από μία τέτοια εφαρμογή της έννοιας περί ιδιοκτησίας, έχει άλλο ένα επακόλουθο: Επιδρά και στον πνευματικό κόσμο σαν επιδημική ασθένεια, και μάλιστα όχι μό­νο στον κόσμο των δαιμόνων και των ακάθαρτων ψυχών των πεθαμένων, που επισκιάζουν τη γήινη σφαίρα σαν σκοτεινό νεφέλωμα. Η ανωριμότητα και το πνεύμα βίας της ανθρωπότη­τας δρα και επί του κατώτερου κόσμου των φυσικών πνευμά­των του αέρα, των υδάτων, και της πυκνότερης γήινης ύλης και τα διεγείρει ώστε να προξενήσουν πολλές έντονες φυσικές καταστροφές, στις οποίες επίσης προστίθενται τα πολυάριθ­μα ατυχήματα που προέρχονται από την υπέρμετρη χρήση της τεχνολογίας.

Η εικόνα αυτής της εποχής, όπως προκύπτει από αυτήν την εξωτερική άποψη, χαρακτηρίζεται με τούτα τα λόγια:

«Τότε θα γίνουν μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ των λαών και ο ένας λαός θα εκστρατεύει εναντίον του άλλου. Ακόμη, τότε θα γί­νουν μεγάλες ανατιμήσεις και θα δημιουργηθούν διάφορες ασθένειες επιδημικής μορφής, που παρόμοιες δε ν είχα ν πο τέ μέχρι σήμερα εμφανιστεί στους ανθρώπους. Θα προηγηθούν μεγάλοι σεισμοί, ώστε να παρακινηθούν οι άνθρωποι απ’ αυτό σε μετάνοια και πράξεις αγάπης. Ευτυχισμένοι όσοι θα θελήσουν να συμμορφωθούν μ’ αυτά! Αλλά πολλοί δεν θα μετα­στραφούν και θα τα αποδώσουν όλα αυτά στις τυφλές δυνά­μεις της φύσης, και θα βρίζουν τους προφήτες ότι είναι απα­τεώνες. Πολλοί θα ριχτούν στα κάτεργα για χάρη του ονόμα­τος Μου και θα τους απαγορευτεί με την απειλή μεγάλης τιμω­ρίας να μιλούν εξ ονόματος Μου και ν’ αναγγέλουν την Κρίση που έρχεται.»

Η μεγάλη αλλαγή

Όταν, όμως, η πνευματική και εξωτερική εξαθλίωση θα έχει φθάσει στο μέγιστο σημείο της, τότε σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο θα συμβεί η μεγάλη, τελευταία Κρί­ση, δηλαδή θα εγκατασταθεί μία νέα τάξη πραγμάτων.

Ο Ιησούς λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αναφορικά με τις σκοτεινές συνθήκες της τελευταίας εποχής που περιγράφηκαν και με τις μάταιες προειδοποιήσεις πολλών προφητών:

«Όλα αυτά πρέπει να προηγηθούν, σχεδόν για 700χρόνια, προ της τελευταίας Κρίσης, για να μην μπορεί κανείς να πει στο τέλος ότι δεν δόθηκαν αρκετές προειδοποιήσεις. Δεν θα πε­ράσουν καν ακριβώς 2000 χρόνια από σήμερα, μέχρι να διεξαχθεί η τελευταία Κρίση. Κι αυτή τότε θα είναι η τελευταία Κρίση σε τούτη τη γη. Μόνο μετά από αυτό θα εγκατασταθεί ο παρά­δεισος επί της γης, και ένας λύκος με ένα πρόβατο θα μένουν ειρηνικά στον ίδιο σταύλο και θα τρώνε από το ίδιο πιάτο.

Όταν η Κρίση θα πλησιάζει, θα φανεί στον ουρανό και το ση­μάδι του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή το φως της καρδιάς μέσα στον άνθρωπο θα Με αναγνωρίσει ως τον μοναδικό Κύριο του ουρανού και της γης και η ψυχή του ανθρώπου θα Με εξυμνεί και θα Με δοξάζει. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί ακόμη την τε­λείωση του ανθρώπου. Όμως, όταν θα παρουσιαστώ λαμπρός και φωτεινός μέσα από τα νέφη του ουρανού, μαζί με όλες τις ουράνιες δυνάμεις, με έναν ήχο που θα μοιάζει σαν να προέρ­χεται από πολλές σάλπιγγες πολέμου και Κρίσης, ως ζων Λό­γος μπροστά στους ανθρώπους, στον αληθινό ουρανό, που βρίσκεται στην καρδιά των ανθρώπων, τότε θα έχει φθάσει η Κρίση του κόσμου.

Τότε, ο σωστός άνθρωπος θα εισέλθει στη Λαμπρότητά Μου, και όσοι διέπραξαν το κακό θ’ αναλωθούν από το πυρ της δί­καιας οργής Μου και θα εισέλθουν στο βασίλειο των κακών τους έργων, που έχει ετοιμαστεί για όλους τους αδιόρθωτους διαβόλους. Γιατί όποιος επιλέγει μόνος του εκούσια την κόλα­ση, αυτός θα είναι πια καταραμένος να μείνει εκεί, όπως και η ίδια η κόλαση είναι καταραμένη. Όπως, όμως, το καλό θα παραμείνει αιώνια καλό, έτσι και το κακό θα παραμείνει αιώνια φυλακισμένο στον εαυτό του και θα είναι καταδικασμένο να είναι εκείνη η βάση, που θα πρέπει αιώνια να Με υπηρετεί ως σκαμνί κάτω από τα πόδια Μου.

Εγώ ο ίδιος δεν θα περάσω κανέναν από κρίση με την προ­αιώνια θεία προσωπικότητά Μου, παρά όλα αυτά θα το κάνει ο Λόγος Μου, με τον οποίο σας μίλησα. Γιατί όταν θα έχω αναληφθεί πια στο βασίλειό Μου, τότε ποτέ πια δεν θα επιστρέψω ενσαρκωμένος σ’ αυτή τη γη, παρά μόνον ως πνεύμα, ως Λό­γος. Και θα είναι όπως ήταν στην αρχή, για την οποία λένε: Εν αρχή ή ν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν παρά τω Θεώ, και Θεός ήν ο Λόγος.

Όταν, όμως, αργότερα δεν θα είμαι μαζί σας ενσαρκωμένος όπως τώρα, αλλά μόνον εν πνεύματι, τότε θα μπορώ να σας μεταβιβάσω όλη τη δύναμη και την ισχύ του πνεύματός Μου, το οποίο είμαι Εγώ ο ίδιος προαιώνια. Ως πνεύμα, όμως, και με τη δύναμη του πνεύματος Θα μείνω κοντά σας μέχρι το τέλος των καιρών που θα ζήσει ακόμη αυτή η γη, μέχρι να έχει ωριμάσει και το τελευταίο δεσμευμένο πνεύμα. Όμως κατόπιν θα σβήσει αιώνια και το λίκνο των παιδιών του Θεού Από τότε κι ύστερα, όλα θα συμβαίνουν στο πνευματικό επίπεδο.»

** βλ. «Η Εξέλιξη των Παιδιών μετά τη Γήινη Ζωή», Οι Δώδεκα Εντολές

Η επάνοδος του Ιησού Χριστού

Εδώ και χιλιετηρίδες, το πνεύμα της Χριστιανοσύνης είναι γε­μάτο από την ελπίδα της επανόδου του Ιησού. Είναι γνωστή η προσδοκία, που εκφράζει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Θεσσαλονικείς επιστολή του (4,15): «Εμείς, που θα είμα­στε ζωντανοί μέχρι την επιστροφή του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε σε τίποτα των νεκρών. Γατί ο ίδιος ο Κύριος, μόλις ακου­στεί το πρόσταγμα, μόλις ακουστεί η φωνή του αρχαγγέλου και η σάλπιγγα του Θεού, θα κατεβεί από τον ουρανό. Και όσοι πέθαναν πιστεύοντας στον Χριστό θ’ αναστηθούν πρώτοι. Έπειτα εμάς, που θα είμαστε ακόμη ζωντανοί, θα μας αρπάξουν σύννε­φα μαζί μ’ αυτούς για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα, και έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο.»

Αυτές οι προσδοκίες της Χριστιανοσύνης στηρίζονται σε μία προφητεία του Ιησού, την οποία παραθέτει ο Ματθαίος (κεφ. 24, 4), και την οποία, φυσικά, ο Ευαγγελιστής μεταφέρει με αρκετή ασάφεια. Οι μαθητές είχαν ρωτήσει το Δάσκαλό τους, ο οποίος μιλούσε για την καταστροφή του Ναού: «Πες μας πότε θα συμβεί αυτό και ποιο θα είναι το σημάδι της επι­στροφής Σου και του τέλους του κόσμου;» Συνεπώς οι μαθη­τές συνδύαζαν στην ερώτησή τους δύο πράγματα: την κατα­στροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού που θα συνέβαιναν μέ­σα σε σύντομη, ιστορική προθεσμία, και την αναμενόμενη για το «τέλος του κόσμου» «επάνοδο του Κυρίου». Το εάν αυτές οι δύο ερωτήσεις πραγματικά τέθηκαν μαζί από τους μαθητές ή εάν απλώς έτσι τις μεταφέρει ο Ματθαίος, παραμένει αναπάντητο.

Οπωσδήποτε βλέπουμε ότι στο κατά Ματθαίον στα λόγια του Ιησού που ακολουθούν την ερώτηση είναι, επίσης, αναμεμιγμένες και οι απαντήσεις. Έτσι, ειδικά αυτή η πρόβλεψη προκάλεσε πολλές ασάφειες, σύγχυση και πολλές πρόωρες προσδοκίες. Αναμφίβολα, αυτή η ελλιπής μεταφορά δεν έγινε χωρίς τη θεία έγκριση. Προφανώς ήταν μέσα στο σχέδιο του Θε­ού για τον κόσμο να αφήσει την ανθρωπότητα κατά τη μέση εξελικτική περίοδο αρχικά ως προς αυτό το σημείο σε ένα ημίφως αβεβαιότητας.

Σήμερα, στο τέλος του χρόνου αυτού του συγκεκριμένου κό­σμου, είναι πια θέλημα Θεού να χαρίσει στους ανθρώπους μέ­σα από τις νέες αποκαλύψεις μεγαλύτερη σαφήνεια. Γιατί τώ­ρα βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη εποχή, κατά την οποία από τη μια θα γίνει αισθητός πάνω σ’ ολόκληρη τη γη ο τρόμος της γενικής κρίσης, από την άλλη όμως στη συνείδηση των πιο αφυπνισμένων ανθρώπων διαφαίνονται καθαρά οι ακτίνες μιας πνευματικής τροπής. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιησούς μιλάει για την επιστροφή του: «Δεν μπορώ να σας ορίσω με ακρίβεια το έτος, την ημέρα και την ώρα, για το λόγο ότι όλα πάνω σ’ αυτήν τη γη εξαρτώνται από την απόλυτα ελεύθε­ρη βούληση των ανθρώπων. Γι αυτό, δεν τα ξέρει αυτά ούτε κανένας άγγελος στον ουρανό, παρά μόνον ο Πατέρας, κα­θώς επίσης και εκείνος, στον οποίο Αυτός θέλει να τα αποκαλύψει. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου απαραίτητο για τη σωτηρία της ψυχής να γνωρίζει από πριν και με μεγάλη ακρίβεια.

Θα ήταν, άραγε, καλό για τον άνθρωπο, αν ήξερε με ακρίβεια εκ των προτέρων την ημέρα και την ώρα του θανάτου του; Για πολύ λίγους, που πνευματικά έχουν αναγεννηθεί πλήρως, ναι. Αλλά για αμέτρητους άλλους θα ήταν μάλλον ένα μεγάλο κακό. Γιατί η επερχόμενη ώρα που θα φύγουν από τη ζωή θα τους γέμιζε τόσο πολύ με τρόμο, φόβο και απελπισία, ώστε ή θ’ αυτοκτονούσαν πριν την ώρα τους, για να γλυτώσουν έτσι από το άγχος του θανάτου, ή θα έπεφταν σε πλήρη αδράνεια, από την οποία πραγματικά λίγο μόνο καλό θα μπορούσε να περιμένει η ψυχή τους. Κι έτσι, είναι καλύτερα για τον άνθρωπο να μην τα ξέρει όλα ακριβώς εκ των προτέρων, πότε δηλαδή και πώς μπορεί και πρέπει να του συμβεί τούτο ή εκείνο στον κόσμο αυτό.»

Μία συνοπτική επισκόπηση για τη μακρόχρονη εξέλιξη της πνευματικής του επιστροφής δίνει ο Ιησούς σε μερικές μαθήτριές του σε άλλο σημείο του «Μεγάλου Ευαγγελίου». Κι εδώ, τονίζει ότι εκείνη η κρίσιμη εποχή θα είναι σαν την εποχή του Νώε:

«Η αγάπη θα μειωθεί και θα παγώσει τελείως. Η πίστη σε μία αποκεκαλυμμένη από τους ουρανούς, καθαρή διδασκαλία για τη ζωή και θεογνωσία θα μεταμορφωθεί σε μια σκοτεινή, νεκρή δεισιδαιμονία γεμάτη απάτη. Οι κατέχοντες την εξουσία γι’ άλ­λη μια φορά θα χρησιμοποιούν τους ανθρώπους όπως τα ζώα και θα διατάσσουν ψύχραιμα και ανάλγητα να σφαγιάζονται, όταν αυτοί δεν υποτάσσονται αναντίρρητα στη θέληση της ε­ξουσίας. Οι ισχυροί θα ασκήσουν διάφορες πιέσεις στους φτωχούς και θα καταδιώξουν και θα καταπιέσουν με κάθε μέ­σο κάθε σχετικά ελεύθερο πνεύμα. Εξ αιτίας όλων αυτών θα απλωθεί στους ανθρώπους τέτοια θλίψη, που ποτέ πριν δεν υπήρξε πάνω στη γη! Αλλά μετά θα λιγοστέψουν οι ημέρες, χάρη στους πολλούς εκλεκτούς που θα βρίσκονται ανάμεσα στους φτωχούς, γιατί όπου δεν θα συνέβαινε αυτό, θα μπορού­σαν να καταστραφούν ακόμη και οι εκλεκτοί!

Μέχρι τότε, όμως, θα περάσουν χίλια και σχεδόν άλλα χίλια χρόνια από σήμερα! Τότε θα στείλω αμέσως τους ίδιους αγγέ­λους, όπως τους βλέπετε εδώ, με μεγάλες σάλπιγγες που θα καλούν τους φτωχούς ανθρώπους! Αυτοί θα ξυπνήσουν από τον τάφο της νύχτας τους τους ανθρώπους εκείνους της γης, των οποίων το πνεύμα είναι σκοτωμένο.



Η συνέχεια στο βιβλίο….



Η Νέα Εποχή

Μία νέα εποχή ανατέλλει, που ουσιαστικά τα θεμέλιά της έ­χουν τεθεί από τον ίδιο τον Ιησού πριν από 2000 χρόνια:

«Από τη γέννησή Μου κιόλας άρχισε η Κρίση των ειδωλολατρών σε όλον τον κόσμο (δηλαδή ο διαφωτισμός των άπιστων), τώρα δε εξακολουθεί και θα συνεχίζεται μέχρι να φωτιστούν πλήρως, σε περίπου 2000 χρόνια, όλοι οι άνθρωποι αυτής της γης. Όπως, όμως, βλέπετε στην Ανατολή να μαζεύονται στον ορίζοντα διάφορα σύννεφα, σαν να ήθελαν να εμποδί­σουν τον ήλιο να ανατείλει, έτσι θα ορθωθεί μια σειρά εμπο­δίων ενάντια στη μεγάλη Ανατολή του πνευματικού, αιώνιου ήλιου της Αλήθειας που θα έρθει κάποτε και αυτό θα ζημιώσει πολύ τους ανθρώπους. Όμως αυτό δεν θα μπορέσει τελικά να εμποδίσει τη μεγάλη Ανατολή του Ήλιου της Αλήθειας.* Είδατε προηγούμενα πολλά άστρα να φέγγουν στον ουρανό, και στη Δύση είδατε επίσης άστρα που φώτιζαν μέσα στη βαθιά νύχτα. Αυτά, λοιπόν, ήταν οι καλοί αγγελιοφόροι των ορατών προάγγελων της Ανατολής, γιατί δρούσαν μέσα στη νύχτα. Αυ­τή είναι τώρα η δική σας αποστολή!

Όταν όμως θα ανατείλουν στον ουρανό οι ακόμη φωτεινότε­ροι προάγγελοι της Ανατολής, αυτό θα είναι το σημάδι ότι σύ­ντομα θα τους ακολουθήσει ο μεγάλος Ήλιος της ζωής και της αλήθειας. Το λαμπρότατο φως του θα αποτελέσει την κρίση κάθε ψεύδους και κάθε απάτης, και το ψέμμα μαζί με τους ο­παδούς του θα εκσφενδονιστεί στην άβυσσο της περιφρόνη­σης, της δίκαιης οργής και της λήθης, γιατί ύστερα πια οι άν­θρωποι δεν θα σκέφτονται την απάτη και τη μακρόχρονη δοκι­μασία.

Όπως, όμως, ήδη μπορείτε να διακρίνετε καλά ότι το κάποτε τόσο απειλητικό σύννεφο αρχίζει να χρυσίζει στις άκρες του, έτσι και σ’ εκείνο τον καιρό θα αντιληφθείτε πώς οι άνθρωποι, που πριν λίγο ήταν τελείως σκοτεινιασμένοι και εχθροί του φωτός της αλήθειας, φωτίζονται ολοένα και περισσότερο από παντού απ’ αυτό και, φωτισμένοι οι ίδιοι, γίνονται εχθροί του παλιού ψεύδους. Και το σημάδι Μου ως Υιού του Ανθρώ­που θα είναι για όλους τους γνήσιους ανθρώπους πάνω στη γη ένα φως πριν από την πλήρη Ανατολή του ήλιου της Αλήθειας από τον ουρανό και αυτό θα είναι η αρχή της μεγάλης Κρίσης της πόρνης της νέας Βαβέλ.

Τότε, όσοι αγαπούν την αλήθεια θα αγαλλιάσουν και θα Με εξυμνούν, γιατί τους είχα στείλει από πριν τα σημάδια της Α­νατολής Μου στον εσωτερικό πνευματικό ουρανό. Όμως οι εχθροί της αλήθειας θα ουρλιάζουν και θα τρίζουν τα δόντια τους και θα προσπαθούν, όσο είναι δυνατόν ακόμη, να κρυ­φτούν σε σκοτεινές γωνιές μαζί με τους ολοένα και λιγότερους πιστούς τους, πράγμα που, βέβαια, καθόλου δεν θα τους ωφελήσει. Γιατί όταν ανατείλει για τα καλά ο ήλιος της Αλή­θειας, οι ακτίνες του θα φωτίσουν κάθε σκοτεινή τρύπα, γωνιά και σπηλιά, κι έτσι δεν θα μπορούν πια οι εχθροί του φωτός να βρουν καταφύγιο πουθενά πάνω σε ολόκληρη τη νέα γη. Εγώ όμως θα βρίσκομαι, ως αιώνια Αλήθεια, μέσα στον ήλιο αυτό και θα είμαι μέσα από το φως του κύριος των ανθρώπων και οδηγός της ζωής τους και του πεπρωμένου τους, τόσο του εφήμερου, όσο και του πνευματικού και αιώνιου.»

Η χιλιόχρονη βασιλεία

«Τότε Εγώ ο ίδιος θα βρίσκομαι πάνω σ’ αυτή τη “νέα γη “και θα κυβερνώ τους δικούς Μου, που θα έχουν επαφή μαζί Μου και ποτέ πια δεν θα Με χάσουν από τα μάτια τους.

Για ρίξτε όμως και μια ματιά στην παλιά γη! Δείτε πως όλο και πυκνότερες ακτίνες φωτός αιωρούνται αργά από τη νέα προς την παλιά γη και την κάνουν ν’ αναφλεγεί έτσι, ώστε μοιάζει διάπυρη. Βλέπετε τότε αναρίθμητους νεκρούς να βγαίνουν από τα μνήματα και να κατευθύνονται προς το φως, κι ύστερα να ντύνονται με το ένδυμα της αλήθειας και να ανεβαίνουν αιωρούμενοι προς το βασίλειο της νέας γης.

Συγχρόνως όμως βλέπετε και μια σκοτεινή μερίδα που προ­σπαθεί να ρίξει πάνω από το μαύρο της ένδυμα εκείνο του φω­τός, με κίνητρο την ιδιοτέλεια. Όμως η οργή Μου θα ξεσπάσει πάνω τους, κι αυτό θα είναι το πυρ της αλήθειας Μου. Και οι άγγελοί Μου της νέας γης θα τους επιτεθούν σαν να κρατούν σπαθιά από φλόγες, θα τρέψουν σε φυγή κάθε σκοτεινή επι­δίωξη και θα την στείλουν στην άβυσσο της ολοκληρωτικής καταστροφής. Αυτό τότε θα είναι, χίλια χρόνια αργότερα, η μεγαλύτερη και τελευταία Κρίση.

Αυτό το διάστημα (από την αρχή της “νέας γης” μέχρι την “ύστατη Κρίση”) θα ονομαστεί η χιλιετής βασιλεία Μου επί της γης, που θα διακοπεί σύντομα από έναν πόλεμο κατά την τελευταία αυτή Κρίση. Όμως η νίκη θα έρθει γρήγορα και θα είναι ολοκληρωτική και διαρκής. Από τότε κι ύστερα, η γη και ο ουρανός θ’ αποτελέσουν ένα ποίμνιο κι έναν ποιμέ­να. Ο ποιμένας θα είμαι, όπως πάντα, Εγώ, το δε ποίμνιο θα είναι οι άνθρωποι επί της γης, απόλυτα ενωμένοι με τους μα­καρίους των ουρανών Μου, γιατί αυτοί οι τελευταίοι θα επικοινωνούν πάλι με ορατή μορφή με τους ανθρώπους, όπως συνέβαινε στην πολύ παλιά εποχή πάνω στη γη.

Πριν όμως συμβούν όλ’ αυτά, πρέπει και η φυσική γη να υ­ποστεί μεγάλες μεταμορφώσεις. Θα ανέλθουν από τα βάθη των ωκεανών, όπου βρίσκονται τώρα, μεγάλες χώρες και βα­σίλεια, και θα γίνουν εύφορο έδαφος, ενώ πολλά όρη που σή­μερα ακόμη είναι πολύ ψηλά, θα χαμηλώσουν, οι δε κορυφές τους θα κατακρημνιστούν γεμίζοντας βαθιά ρήγματα και κοι­λάδες και σχηματίζοντας εύφορο έδαφος.»

Επομένως το προαναφερθέν χιλιετές βασίλειο πρέπει να διακρίνεται από το καθ’ αυτό βασίλειο της τελείωσης ή «αιώ­νιο βασίλειο της ειρήνης», που θα δημιουργηθεί μετά από αυτή τη χιλιετή προθεσμία και την «ύστατη κρίση πυράς».

Στην εποχή του χιλιετούς βασιλείου, στης οποίας το κατώφλι βρισκόμαστε τώρα, ο σατανάς, δηλαδή η δύναμη του σκότους και του κακού, έχει μόνο δεσμευθεί να ριχθεί στην «άβυσσο», «κλεισμένος και σφραγισμένος», «ώστε να μην βάζει πια σε πειρασμό τους λαούς μέχρι να περάσουν τα χίλια χρόνια». (Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 20)

Η γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον άλλο κόσμο

Λέει ο Κύριος στον «Ρόμπερτ Μπλουμ»: «Τώρα θέλω ν’ α­παλλάξω τη γη από κάθε ζιζάνιο! Αμέσως μετά δε θα δημιουργηθεί μία γέφυρα ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, ώστε οι κά­τοικοι της γης να μπορούν ευκολότερα να έρχονται σε μας απ’ ό, τι μέχρι τώρα μέσω της παλιωμένης και σαθρής πια κλί­μακας του Ιακώβ, την οποία μόνον οι άγγελοι μπορούσαν να ανεβοκατέβουν. Η γέφυρα αυτή θα είναι πολύ πλατιά και τόσο επίπεδη σαν την επιφάνεια μιας λίμνης. Και δεν θα τοποθε­τηθούν φρουροί ούτε στην αρχή της, ούτε στη μέση, ούτε στο τέλος της για να ελέγχουν τους εξαθλιωμένους, τους αδύνατους και όσους μειονεκτούν, παρά ο καθένας θα περ­νάει ελεύθερα και θα μπορεί κάθε στιγμή να ζητήσει συμβου­λή και πλήρη βοήθεια από εδώ που είναι η αληθινή του πατρί­δα. Αλλά από τη γέφυρα αυτή θα έρθουμε κι εμείς ξανά στη για πολύ καιρό εγκαταλειμμένη γη και θα αναθρέφουμε, θα διδάξουμε, θα καθοδηγήσουμε και θα κυβερνήσουμε εκεί οι ίδιοι τα παιδιά μας, κι έτσι θα ξαναφτιάξουμε τον χαμένο παράδεισο!»

«Αφού την εποχή εκείνη οι άνθρωποι δεν θα επιθυμούν πια γήινους και εφήμερους θησαυρούς, πάνω στη γη θα ζουν εκα­τό ή χίλιες φορές περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό, τι τώρα, ευτυ­χισμένοι και σε ευημερία. Συγχρόνως δε θα εξαλειφθούν από τη γη όλες οι κακές αρρώστιες που βασανίζουν τη σάρκα. Οι άνθρωποι θα φθάνουν ευτυχισμένοι σε μεγάλη ηλικία και θα μπορούν να κάνουν πολλά καλά ενώ κανείς δεν θα φοβάται το θάνατο του σώματος, γιατί θα βλέπει καθαρά μπροστά του την αιώνια ζωή της ψυχής.

Το σημαντικότερο καλό θα είναι την εποχή εκείνη η σωστή αγωγή των παιδιών και η υποστήριξη των ασθενέστερων ηλι­κιών από μέρους των δυνατών με όλη τους την αγάπη και τις δυνάμεις. Στη νέα, ευτυχισμένη γη θα γίνονται και γάμοι, αλλά όπως στον ουρανό, σύμφωνα με την Τάξη Μου. Επίσης, θα συλλαμβάνονται παιδιά σε μεγάλο αριθμό, αλλά όχι μέσω της κα­θαράς σαρκικής απόλαυσης, παρά μέσω της αληθινής, σοβα­ρής αγάπης, κι έτσι θα γίνεται μέχρι το τέλος του χρόνου της γης αυτής.»

«Οι άνθρωποι δε ν θα κυβερνώνται πια με άδικα καθεστώτα και από εγωιστές δυνάστες, παρά σύμφωνα με τη θεία Τάξη, από φωτισμένους ηγέτες, οι οποίοι θα θεωρούν ως μόνο δεσμευ­τικό κανόνα της δράσης τους το θεμελιώδη νόμο της αγάπης.

Τον καιρό αυτό “δεν θα βασιλεύει πια κανένας (εγκόσμιος) βασιλιάς σε κανένα λαό της γης, παρά μόνον το θείο φως” δη­λαδή το πνεύμα της αληθινής, ανιδιοτελούς αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον».

Λέει ο Ιησούς: «.Επειδή δε οι έτσι εξαγνισμένοι άνθρωποι θα βρίσκονται μέσα στο φως Μου και θα σέβονται πάντοτε έμπρα­κτα και ειλικρινά τις εντολές της αγάπης, γι αυτό και η ιδιοκτη­σία γης θα είναι έτσι κατανεμημένη στους ανθρώπους, ώστε ο καθένας να έχει τόση, που αν είναι αρκετά εργατικός να μην βρίσκεται ποτέ σε ανάγκη. Οι πρόεδροι των κοινοτήτων, κα­θώς και οι βασιλείς που θα βρίσκονται απόλυτα μέσα στο φως και στη θέλησή Μου, θα φροντίζουν να μην παρουσιάζο­νται ανάγκες σε κανένα λαό. Κι Εγώ ο ίδιος θα επισκέπτομαι σε διάφορα σημεία τους ανθρώπους, θα ενδυναμώνω και θα ανορθώνω εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη επιθυμία και αγάπη για Μένα.»

«Όταν επιστρέψω στη γη… τότε δεν πρέπει πια να μετριέται η γη με κανένα μέτρο προς αποκλειστικό όφελος κανενός, πα­ρά πρέπει όπου ζει κανείς, εκεί και να μαζεύει τη σοδειά και να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες του. Οι άνθρωποι θα υποστη­ρίζουν φυσικά ο ένας τον άλλο, μα κανείς δεν θα λέει: “Κοίτα, αυτή είναι η περιουσία Μου και Εγώ είμαι ο κύριός της”. Γιατί τότε οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι μόνον Εγώ είμαι ο Κύριος, ενώ εκείνοι είναι αδελφοί και αδελφές…

Από τον Θεό, η γη ανήκει εξ ίσου σε όλους τους ανθρώπους, όπως άλλωστε συνέβαινε στην αρχή. Οι σοφοί οφείλουν να τη μοιράζουν σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων και να τους διδάσκουν πώς να την καλλιεργούν. Οι καρποί πρέπει ύστερα να μοιράζονται από τους σοφούς ανάλογα με τις ανάγκες και το περίσσευμα να αποθηκεύεται στις κατασκευασμένες γι αυτό αποθήκες, ώστε κανείς στην κοινότητα να μην αντιμετωπίζει πρόβλημα.»

Η θρησκεία του βασιλείου της ειρήνης

Για την πίστη και τις γνώσεις γύρω από τη σωτηρία που θα έχουν οι άνθρωποι της Νέας Εποχής, ο προφήτης της Πάτμου λέει περιγράφοντας την ιερή πόλη Ιερουσαλήμ, που ο Θεός θα φέρει από τον ουρανό στη γη:

«Και δεν είδα κανέναν ναό μέσα σ’ αυτήν. Γιατί ναός της είναι ο Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ και το Αρνίον (ο Πατέρας μέσα στον Ιησού). Και η πόλη δεν έχει ανάγκη του ηλίου ούτε της σελήνης (κλήρου και αυτόκλητων δασκάλων) για να την φωτίζουν. Γιατί η δόξα του Θεού (η στρατιά αγγέλων του Θε­ού) την φώτισε και ο λύχνος της είναι το Αρνίον (Ιησούς). Και τα έθνη της γης θα πορεύονται στο φως της (δηλαδή της θείας διδασκαλίας). Και οι βασιλείς της γης θα συνεισφέρουν τη λα­μπρότητα και την τιμή τους σ’ αυτήν (θα υπηρετούν την ανθρω­πότητα με τη θεία σοφία και δύναμή τους). Και οι πύλες της δεν θα κλείνουν την ημέρα, γιατί νύχτα δεν θα υπάρχει εκεί (δεν θα υπάρχει δογματική προσκόλληση προερχόμενη από συσκότι­ση του πνεύματος). Και η δόξα και η τιμή των εθνών θα μετα­φερθεί σ’ αυτήν (όλες οι πραγματικές τέχνες και επιστήμες θα συμφωνούν με τη διδασκαλία, θα την επιβεβαιώνουν και θα την εμπλουτίζουν). Και δεν θα μπει σ’ αυτήν τίποτα που να τη μιάνει και να προξενεί βδέλυγμα και ψεύδος, παρά μόνον αυτοί που είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνιού». (Δεν θα υ­πάρχει καμία ψευδής και εσωτερικά ακάθαρτη, εξωτερική λα­τρεία, παρά μόνον η ισχύουσα από τον Χριστό, ζωντανή πίστη που δρα μέσα στην αγάπη). (Αποκάλυψη Ιωάννη 21)

Ο Ιησούς δείχνει στους μαθητές του στο «Μεγάλο Ευαγγέ­λιο» αυτή τη συμβολική εικόνα της «Αγίας Πόλης» που κατε­βαίνει από τον ουρανό στη γη:

Μετά από μία μεγάλη καταιγίδα, βουβαίνονται ξαφνικά τα μανιασμένα στοιχεία της φύσης, διαλύονται τα σύννεφα, τα άστρα λάμπουν με την παλιά τους μεγαλοπρέπεια. «Και ακρι­βώς από πάνω μας» αναφέρεται εν συνεχεία, «έλαμψε ένα με­γάλο αστέρι που ήταν σε όλους άγνωστο.» Τότε ρώτησε ο Λά­ζαρος: «Κύριε, τί είναι αυτό το άστρο και τί σημαίνει;»

Ο Κύριος απάντησε: «Ησύχασε, όλοι σας θα το γνωρίσετε σύντομα καλύτερα.»

Τότε ο Κύριος άνοιξε την εσωτερική όραση όλων για λίγο, και το αστέρι έγινε ένας κόσμος γεμάτος φως. Και στη μέση του βρισκόταν μία νέα Ιερουσαλήμ, που είχε δώδεκα πύλες. Τα τείχη ήταν από τόσα είδη πολύτιμων λίθων όσες και οι πύ­λες της πόλης. Από όλες τις πύλες μπαινόβγαιναν άγγελοι, επίσης παρουσιάστηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας και πολλοί άλ­λοι προφήτες.

Για όλα αυτά οι Ιουδαίοι απόρησαν πάρα πολύ. Όμως ο Κύ­ριος τους εξήγησε: «Αυτό που είδατε είναι η νέα Μου διδασκα­λία, που σας τη δίνω από τον ουρανό. Αυτή είναι η αληθινή Νέα Ιερουσαλήμ από τους ουρανούς. Γιατί η παλιά, η γήινη, θα σας είναι πια άχρηστη. Οι δώδεκα πύλες συμβολίζουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Οι δώδεκα πολύτιμοι λίθοι των ψηλών τει­χών συμβολίζουν τις δέκα εντολές του Μωυσή και οι δυο επά­νω σειρές ρουμπινιών και διαμαντιών τις δύο εντολές Μου για αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Οι άγγελοι που μπαινο­βγαίνουν από τις πύλες συμβολίζουν πώς πρέπει οι άνθρωποι να αφήνουν να μπαίνει η αγάπη στην καρδιά τους κι ύστερα να πράττουν σύμφωνα μ’ αυτήν. Έτσι θα φθάσουν στην αληθινή πνευματική αναγέννηση και θα οδηγηθούν στην αλήθεια και στη σοφία.

Αυτή είναι η σημασία του φαινομένου αυτού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο αληθινός Ήλιος του Ελέους για όποιον ακούει το Λόγο Μου και ζει σύμφωνα μ’ αυτόν. Και μέσα σ’ αυτό ντον Ήλιο, όλοι όσοι πιστεύουν και θα πιστέψουν σ’ Εμένα θα είναι και θα κατοικούν αιώνια μαζί Μου και μαζί Μου θα κατευθύνουν όλα όσα έχουν δημιουργηθεί στον αιώνιο χώρο.»

Η ύστατη Κρίση πυρός

Ο Ιησούς συνεχίζει: «Αλλά μετά απ’ αυτό το διάστημα το λίγο μεγαλύτερο από χίλια χρόνια, η γη θα περάσει από ακόμα μία μεγάλη δοκιμασία πυρός. Τότε τα βουνά αυτής της γης θα γίνουν πεδινή και εύφορη γη, η θάλασσα σε πολλά σημεία θα πρέπει να φανερώσει τη νεκρή γη που ακόμη είναι κρυμμένη στα βάθη της, θα την πάρουν δε ως ιδιοκτησία οι καλύτεροι από τους ανθρώπους και θα τη μεταμορφώσουν σε μία Εδέμ. Εκεί θα βασιλεύει πια για πάντα, μέχρι την κατάλυση όλης της γης, αληθινή ειρήνη και ο θάνατος δεν θα έχει πια λόγο ύπαρξης.»

Με την πρόβλεψη αυτή της ύστατης και πιο μεγάλης δοκιμα­σίας πυρός, ο Χριστός αναφέρεται στο πολυτάραχο τέλος του χιλιετούς βασιλείου και τη μετάβαση στο αιώνιο βασίλειο της ειρήνης, που περιγράφει και ο απόστολος Ιωάννης με τα λόγια:

«Και όταν τελειώσουν τα χίλια χρόνια, θα ελευθερωθεί ο σα­τανάς από τη φυλακή του και θα βγει για να παραπλανήσει τα έθνη που βρίσκονται στις τέσσερις γωνιές της γης, τον Γωγ και τον Μαγώγ, για να τους συγκεντρώσει σε πόλεμο. Ο αριθμός τους είναι σαν την άμμο της θαλάσσης. Και τότε ανέβηκαν στο υψίπεδο της γης και περικύκλωσαν το στρατόπεδο των αγίων και την αγαπημένη πόλη. Και κατέβηκε πυρ από τον Θεό από τον ουρανό και τους κατέφαγε. Και ο διάβολος που τους πλανούσε ρίχθηκε στη λίμνη του πυρός και του θειαφιού.» (Απο­κάλυψη Ιωάννη κεφ. 20)

Στα γραπτά της νέας αποκάλυψης του Γιάκομπ Λόρμπερ, αυ­τή η τελευταία δοκιμασία ελευθερίας των δυνάμεων του σκό­τους επί της γης αναφέρεται πολλές φορές, εξ αιτίας της με­γάλης σημασίας της, ως η κορύφωση της δραματικής πάλης μεταξύ Θεού και σατανά. Έτσι, στο σημείο που περιγράφει τη θυελλώδη νίκη των εκατομμυρίων αφυπνισμένων και στην παραδείσια κατάσταση που δημιουργείται έτσι στη γη, ανα­φέρει:

«Αλλά όταν περάσουν χίλια χρόνια από τότε, ο κύριος της νύχτας θα ελευθερωθεί ξανά, για χάρη του ίδιου και για σύντο­μο μόνο διάστημα, επτά χρόνια και μερικά ακόμη φεγγάρια και ημέρες, είτε για την ολοκληρωτική πτώση του είτε για την τυ­χόν μεταστροφή του…»

Έτσι μας αποκαλύπτεται με τα παραπάνω λόγια η πνευματική αιτία της απελευθέρωσης του σατανά κατά το τέλος του χιλιε­τούς βασιλείου: «για χάρη του ιδίου, είτε για την ολοκληρωτική πτώση του, είτε για την τυχόν μεταστροφή του.»

Πρόκειται, λοιπόν, για μία ακόμη τελευταία δοκιμασία ελευ­θερίας, μετά από τη χιλιετή δέσμευση που έδειξε στη δύναμη του σκότους την αδυναμία της. Τότε θα εμφανισθούν τα χειρό­τερα πνεύματα της κόλασης τα οποία, όπως λέει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη, θα προσεγγίσουν τους ανθρώπους που θα ζουν εκείνη την εποχή και θα παρακινούν τους στραμμένους προς την ύλη εναντίον των ανθρώπων του Θεού.

Ο αγώνας ανάμεσα στο φως και στο σκότος είναι, βέβαια, σύντομος, αλλά θα είναι εξαιρετικά κρίσιμος για τους ανθρώ­πους που θα είναι περικυκλωμένοι από μεγάλο αριθμό ενα­ντίων. Οι «άγιοι» δεν θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν με τις δι­κές τους δυνάμεις στην αποδεσμευμένη δύναμη του σκότους. Όταν, όμως, η ανάγκη θα κορυφωθεί, τότε ο Θεός θα βοηθήσει. Ο Ιωάννης λέει: «Τότε έπεσε πυρ από τον ουρανό και τους κατέφαγε» – τους αποπλανητές και τους αποπλανημένους.

Οι αποπλανητές, οι πιο αλύγιστοι δαίμονες και διάβολοι, που ο Ιωάννης αποκαλεί περιληπτικά «σατανά», θα ριχθούν στη «λίμνη από πυρ και θειάφι» και «θα τιμωρούνται εκεί αιώνια».

Όμως οι γήινοι άνθρωποι που έχουν σκληρυνθεί από την ίδια τους την κακή ψυχική υπόσταση και αποπλανηθεί από τις δυ­νάμεις της κόλασης, θα περάσουν από ένα τελευταίο και πα­νίσχυρο φυσικό πυρ εξαγνισμού και Κρίσης.

Αυτή η τιμωρία που θα έχουν προκαλέσει μόνοι τους, προ­φανώς δεν θα είναι τιμωρία με την κυριολεκτική έννοιά της, αλλά θα έχει ένα βαθύτερο, πνευματικό νόημα. Γιατί: «Ο Θεός είναι η αγάπη και όποιος μένει μέσα στην αγάπη, αυτός μένει μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν.»

(Η συνέχεια στο βιβλίο…)

** Τα σύννεφα- εμπόδια εκφράζουν τον Αντίχριστο, δηλαδή τον πόλο τον αντίθετο από τον Θεό: τον Εωσφόρο, το αποστατημένο αρχέγονο πνεύ­μα. Αυτό το πνεύμα της εξαπάτησης και του κακού θα φανεί κατά την τελευταία εποχή μέσα σε διάφορες συσκοτιστικές, βίαιες και καταστρε­πτικές επιδιώξεις των τυφλωμένων ανθρώπων και ομάδων.

2018-06-08T18:21:56+00:00