Ασφαλώς για τον κάθε συνειδητό χριστιανό πρέπει να τεθεί κάποια στιγμή το ερώτημα πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι η δική του θρησκεία είναι η αληθινή. Φυσικά για να βρει την απάντηση οφείλει να εξετάσει την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, αν και ταπεινός μέχρις άκρων, είχε δηλώσει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού». Ο Πέτρος και ο Ιωάννης είπαν μετά την ανάστασή Του στους άρχοντες των Ιουδαίων: «Μόνον ο Ιησούς Χριστός μπορεί να μας λυτρώσει και κανένας άλλος. Ούτε ο Θεός φανέρωσε στους ανθρώπους το όνομα άλλου προσώπου με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε». Ο δε Παύλος έγραφε στους Κολοσσαείς: «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού… γεννημένος πριν από κάθε πλάσμα και τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν». Τα ίδια πίστεψαν και μαρτύρησαν από τότε αμέτρητες γενιές χριστιανών, ανώνυμοι και επώνυμοι. Αλλά άλλο μαρτυρία και άλλο απόδειξη. Είναι δυνατόν όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Λογικά όχι. Γιατί για να αποδείξουμε τη δήλωση του Χριστού ότι είναι η ύψιστη Αρχή, θα έπρεπε να επικαλεστούμε μία ακόμη «πιο ύψιστη» Αρχή, πράγμα παράλογο. Η πιο ισχυρή απόδειξη είναι να εξετάσει ο καθένας μόνος του την προσωπικότητα του Χριστού και αυτή καθαυτήν τη διδασκαλία του και εάν είναι καλόπιστος εκεί θα βρει ήδη τα εχέγγυα. Και έπειτα, εφόσον έχει πειστεί ως ένα βαθμό, πρέπει να ακολουθήσει αφ’ εαυτού έμπρακτα και με συνέπεια τη διδασκαλία, ούτως ώστε ή να πειστεί ολοκληρωτικά ή να την απορρίψει.
Ένα μέρος μίας τέτοιας εξέτασης απαιτεί ενδεχομένως να συγκρίνει κανείς ή να ανατρέξει και σε άλλες θρησκείες. Και παντού θα συναντήσει ίχνη από τη διδασκαλία του Χριστού. Γιατί παντού «ο Θεός έδωσε μαρτυρίες για τον εαυτό του» και «δόθηκε και στους αλλόπιστους η δωρεά του Αγίου Πνεύματος» (Πραξ. Απ. 14,17 και 10,45).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι το να πιστεύει κάποιος πως ο Ιησούς Χριστός είναι η ύψιστη Αρχή δεν σημαίνει ότι είναι φανατισμένος ή στενόμυαλος. Ίσα-ίσα, ακριβώς επειδή έχει αυτήν την πίστη, μπορεί να καταλάβει καλύτερα την πίστη αλλά και την πορεία των άλλων θρησκευόμενων. Άλλωστε ο ίδιος ο Ναζωραίος συγχρωτιζόταν με όλους, με εθνικούς, με αμαρτωλούς, με μη ορθόδοξους Ιουδαίους, όπως ήταν οι Σαμαρείτες.
Ωστόσο και σε αυτήν την απροκατάληπτη στάση και την ευρύτητα πνεύματος υπάρχει ένα «άριστον μέτρον» και ένα ανυπέρβλητο όριο λέει ο συνειδητός χριστιανός. Το όριο είναι η παραδοχή ότι ο Χριστός είναι η Υπέρτατη Αρχή και κανένας άλλος. Συνήθως οι επιφυλάξεις σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού βασίζονται σε κάποιες φιλοσοφικές σκέψεις ή κοινωνικοπολιτικές θεωρίες. Και όντως ο καθένας έχει χρέος να σκέφτεται και να εξετάζει κριτικά αυτά που (καλείται να) πιστεύει. Όμως η κρίση οφείλει να γίνει με ταπεινή στάση καρδιάς και νου. Γιατί μόνο έτσι οδηγεί στα σωστά συμπεράσματα και όχι στην αλαζονεία ή στην πλάνη.
Από τη στιγμή δε που κάποιος αντιλαμβάνεται την ουσία του θεϊκού Λόγου, δεν βρίσκει πια νόημα στο να τον κρίνει με βάση κάποια ανθρώπινα κριτήρια, όσο βαθύτατα φιλοσοφικά κι αν είναι αυτά.
Με άλλα λόγια, τον Ιησού Χριστό δεν μπορεί να τον κρίνει κανείς σαν οποιαδήποτε άλλη ιστορική φυσιογνωμία. Είτε τον αρνείται είτε τον υπακούει. Είτε τον προσεγγίζει με την καρδιά ανοικτή είτε τον κρατά σε απόσταση. Άλλωστε έχει πολλές σημασίες το γεγονός ότι η χριστική διδασκαλία απαιτεί πρώτα από όλα την αγάπη. Η αγάπη είναι επίσης αφοσίωση, εμπιστοσύνη και πίστη. Πίστη, όχι απλή ευσέβεια. Πίστη εσωτερική, όχι εξωτερική. Ο Ναζωραίος κατηγορούσε τους Ιουδαίους ότι η ευσέβειά τους δεν ήταν από καρδιάς, παρά ήταν επιφανειακή, υποκριτική, ιδιοτελής και εγωιστική. Η κριτική αυτή του Ιησού απευθύνεται σε κάθε θεσμοποιημένη θρησκεία και αφορά και το μεταγενέστερο χριστιανισμό.
Η πολεμική του Ιησού Χριστού είχε και έχει στόχο της πρωταρχικά το ιερατείο. Με τις κατηγορίες του σε βάρος γραμματέων και Φαρισαίων δεν ήθελε να διαλύσει την ιουδαϊκή θρησκεία – παρόμοια κριτική έκαναν κι άλλοι ραβίνοι – αλλά να δείξει πού ήταν η πηγή της διαφθοράς και της διαστρέβλωσης, ποια ήταν τα προβλήματα και ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτά.
Το κακό, η αμαρτία, η αδυναμία, ο πόνος, η δυστυχία, δεν είναι εξωτερικά πράγματα παρά εσωτερικά και γι’ αυτό δεν εξαφανίζονται εν είδει μαγείας με εξωτερικά μέσα όπως είναι οι τελετές, τα έθιμα, τα λείψανα, οι εικόνες, οι νηστείες, τα προσκυνήματα κλπ. Γι’ αυτό έλεγε ο Χριστός ότι: «Οι κακές σκέψεις που οδηγούν στο φόνο, στη μοιχεία, στη λαγνεία, στην κλοπή, στη συκοφαντία και στην προσβολή έρχονται από την καρδιά. Αυτές κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο κι όχι το αν πλένει τα χέρια του πριν φάει ή όχι».
Έτσι μία κεντρική διδασκαλία του Χριστού είναι ότι οι θρησκείες δεν μπόρεσαν ούτε μπορούν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την εγγενή αδυναμία και την αμαρτία του με όλες τις τελετές τους και τα άλλα βοηθητικά μέσα που χρησιμοποιούν. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Χριστός καταδικάστηκε και σταυρώθηκε επειδή το ήθελε η θρησκευτική ηγεσία.
Ο χριστιανισμός επίσης ως θεσμός, σε οποιαδήποτε ιστορική του μορφή, δεν είναι αλάθητος. Είναι γεμάτος λάθη και αμαρτίες όπως καθετί ανθρώπινο κι όποιος δεν το παραδέχεται εθελοτυφλεί για δικούς του προφανείς λόγους.
Ένα παράθεμα από το Εγχειρίδιο Παγκόσμιων θρησκειών, εκδ. Brockhaus λέει: «Οι χριστιανοί λένε “ναι” στο θεσμικό χριστιανισμό, εφόσον μεταφέρει το μήνυμα του Ιησού. Λένε όμως “όχι” όταν το προδίδει, όπως γίνεται συχνά. Ο χριστιανισμός δεν είναι μοναδικός και ανυπέρβλητος, παρά μόνο ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό όταν ο χριστιανισμός παύει να μαρτυρεί για τον Ιησού Χριστό, χάνει κάθε αξία για την ανθρωπότητα».
Ωστόσο ο χριστιανισμός έχει το αποκλειστικό προνόμιο να κηρύσσει τη μία θεμελιακή αλήθεια: ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η υπέρτατη Αρχή για όλους τους ανθρώπους και η μοναδική σωτηρία για έναν διεφθαρμένο κι ανέλπιδο κόσμο.
Ο Σούνταρ Σινγκ Ινδός μυστικός του 20ού αι. που προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό, έλεγε: «Ο ινδουισμός και ο βουδισμός άνοιξαν βαθείς αύλακες, όμως δεν έχουν το ζωντανό νερό να τρέξει εκεί μέσα… Ο Χριστός είναι το νερό της Ζωής που πρέπει να τρέξει μέσα σε αυτούς τους αύλακες».
Ο Χριστός καλεί όλους, σε όποια θρησκεία κι αν βρίσκονται, να αφήσουν τις άκαρπες προσπάθειές τους να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και αμαρτίες τους και να τις εμπιστευτούν σε αυτόν. Είναι η πρόσκληση για μία μελλοντική, αλλά εφικτή κοινωνία όπου όλοι θα βιώνουν από κοινού την αξία της αγάπης.
Από το βιβλίο
Οι Παγκόσμιες Θρησκείες και τα Μεγάλα Ρεύματά τους