Ας θυμηθούμε εδώ ορισμένα από την «Παιδική Ηλικία του Ιησού» Jug. 25-26: Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Βγαίνοντας η Αγία Οικογένεια από το ναό μετά την τελετή της Περιτομής του Ιησού, δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα σπίτι που να τους δεχτεί, μια και ήταν παραμονή Σαββάτου. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Ιωσήφ και οι δικοί του να βρουν διαμονή στην Ιερουσαλήμ. Τελικά, έρχεται κοντά τους κάποιος νεαρός Ισραηλίτης από τους προύχοντες, λέγοντας: «Ελάτε μαζί μου. Θα σας νοικιάσω ένα καταφύγιο μιας νύκτας στην τιμή ενός νομίσματος ή ισότιμου ανταλλάγματος!»
Το πρωί λοιπόν, ενώ ο Ιωσήφ ετοιμαζόταν για αναχώρηση προς τη Βηθλεέμ, ήρθε ο νεαρός Ισραηλίτης να εισπράξει το νόμισμα. Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο ένιωσε μεγάλο φόβο και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο Ιωσήφ του είπε: Κοίταξε φίλε. Πάρε οτιδήποτε από μένα νομίζεις πως αξίζει ιο νόμισμά σου, γιατί δεν έχω λεφτά.» Ο Ισραηλίτης απάντησε φοβισμένα: «Ναζαρηνέ, τώρα σε έχω αναγνωρίσει! Είσαι ο Ιωσήφ ο ξυλουργός και είσαι ο ίδιος που πήρε από το Ναό με κλήρο πριν εννιά μήνες τη Μαρία, την Παρθένα του Κυρίου. Πώς έλεγες πως θα την προστατεύεις, αφού τώρα είναι μητέρα στα δεκαπέντε της χρόνια; Τι έχει συμβεί;» Ο Ιωσήφ απάντησε: «Τώρα σε έχω κι εγώ αναγνωρίσει. Είσαι ο Νικόδημος, ο γιος του Βενιάμ από τη φυλή του Λεβί. Πώς τολμάς όμως να με ανακρίνεις για κάτι που δεν σε αφορά; Πήγαινε στο Ναό και το μεγάλο Συνέδριο θα σου δώσει μια αληθινή μαρτυρία για ολόκληρη την οικογένειά μου.»
Τα λόγια αυτά μπήκαν βαθιά στην καρδιά του Νικόδημου, και είπε: «Για τ’ όνομα του Θεού. Πες μου πώς έγινε και γέννησε αυτή η παρθένα; Έγινε με τρόπο φυσικό ή μήπως πρόκειται για θαύμα;» Εδώ παρενέβη η μαμμή (που βοήθησε στη γέννηση του Ιησού) και είπε στο Νικόδημο: «Άνθρωπε. Πάρε το νόμισμά σου για το ενοίκιο αυτού του φτωχικού δωματίου και μη μας καθυστερείς άλλο άδικα. Σκέψου όμως ποιον άφησες να διανυκτερεύσει στο φτωχικό αυτό δωμάτιο, για ένα νόμισμα! Με την ιδιότητά μου, έχω το δικαίωμα να σου επιτρέψω να αγγίξεις το παιδί. Κάνε το, για να πέσει από τα μάτια σου το χοντρό πέπλο και να δεις Ποιος σε επισκέφθηκε!» Άγγιξε λοιπόν ο Νικόδημος το παιδί και αμέσως άνοιξε η εσωτερική του όραση για λίγο, ώστε να μπορέσει να δει τη Δόξα του Κυρίου. Και γονάτισε μπροστά στο παιδί προσευχόμενος, λέγοντας: «Πόσο Έλεος και πόση Ευσπλαχνία πρέπει να βρίσκεται μέσα Σου Κύριε, για να επισκέπτεσαι το λαό Σου! Τι πρέπει να γίνει τώρα όμως με μένα και ολόκληρη τη γενιά μου, που δεν αναγνώρισα τη Θεϊκή σου Δόξα;» Επέστρεψε λοιπόν το νόμισμα ο Νικόδημος και βγήκε έξω κλαίγοντας. Αργότερα, στόλισε το δωμάτιο εκείνο με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
Μ.Ε.Ι. (Gr. Εν. I/18) … Την προτελευταία νύκτα της παραμονής Μου στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, ήρθε κοντά Μου κάποιος Νικόδημος, ένας από τους προεστούς της Ιερουσαλήμ. Ήταν Φαρισαίος, και σαν πλούσιος κάτοικος της Ιερουσαλήμ, ήταν επίσης και η κεφαλή των Ιουδαίων στην πόλη.
Ιωάν. 3, 1&2: Κάποιος από τους Φαρισαίους που λεγόταν Νικόδημος, άρχοντας των Ιουδαίων, ήρθε στον Ιησού νύκτα και Του είπε: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως ο Θεός σε έστειλε να διδάξεις. Γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει αυτά τα θαύματα που κάνεις εσύ, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του.»
Ήρθε λοιπόν ο Νικόδημος σε Μένα τη νύκτα και είπε: «Διδάσκαλε! Συγχώρα με που έρχομαι τόσο αργά μέσα στη νύκτα και σου ταράζω την ησυχία. Επειδή όμως άκουσα πως αύριο κιόλας θα φύγεις από την περιοχή μας, δεν μπορούσα να μην έρθω για να σου δώσω το σεβασμό που σου αξίζει. Γιατί τόσο εγώ, όσο και πολλοί άλλοι της Επιτροπής μας, γνωρίζουμε τώρα πως είσαι ένας αληθινός Προφήτης και Απεσταλμένος του Θεού! Γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει τα θαύματα που κάνεις εσύ, εκτός κι αν είναι ο ίδιος ο ΙΕΧΩΒΑ μέσα του. Αφού λοιπόν είναι φανερό πως είσαι προφήτης και βλέπεις πόσο άσχημη είναι η κατάσταση, αλλά παρ’ όλα αυτά οι προφήτες πριν από σένα μας υποσχέθηκαν τη Βασιλεία του Θεού, πες μου: πότε θα ’ρθει, και αν θα έρθει, πώς πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να την αποκτήσει;»
Στ 3: Ο Ιησούς του είπε: «Σε βεβαιώνω πως αν δεν γεννηθεί κανείς ξανά, δεν θα δει τη Βασιλεία του Θεού.»
Στην ερώτηση του Νικόδημου απάντησα με συντομία, όπως ακριβώς αναφέρεται στο στ. 3, δηλαδή: «Σε βεβαιώνω πως αν δεν γεννηθεί κανείς ξανά, δεν θα δει τη Βασιλεία του Θεού.» Που σημαίνει: «Αν δεν ξυπνήσεις το Πνεύμα σου με τον τρόπο ζωής που σας έδειξα με τη Διδασκαλία και τα έργα Μου, δεν θα μπορέσεις ποτέ να αναγνωρίσεις τη Θεϊκή Ζωή του Λόγου Μου, πόσο μάλλον να μπορέσεις να διεισδύσεις μέσα στα βάθη της Ζωής Του (Λόγου)!»
Το ότι ο Νικόδημος δεν κατάλαβε τα λόγια Μου, πως δηλαδή δεν μπορεί κανείς να καταλάβει χη Θεϊκή Ζωή του Λόγου Μου, αν δεν έχει αφυπνισμένο Πνεύμα, φαίνεται καθαρά από το επόμενο εδάφιο.
Στ. 4: Τον ρώτησε ο Νικόδημος: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος να γεννηθεί ξανά; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί για άλλη μια φορά;»
Αναστατωμένος ο Νικόδημος από τα λόγια Μου, ρωτά: «Μα αγαπητέ Διδάσκαλε, τι είναι αυτά τα παράξενα πράγματα που ακούγονται στα αυτιά μου; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ξαναγεννηθεί; Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος μεγάλος, γέρος, άκαμπτος, να περάσει ξανά από τη μικρή έξοδο του σώματος της μητέρας του και να γεννηθεί για δεύτερη φορά; Κοίταξε, αγαπημένε μου διδάσκαλε, αυτό είναι κάτι το αδύνατο! Ή λοιπόν δεν ξέρεις τίποτε γιο το ερχόμενο Βασίλειο του Θεού ή πραγματικά γνωρίζεις, αλλά δεν θέλεις να μου πεις από φόβο μήπως σε συλλάβω και σε ρίξω στη φυλακή… Είσαι ένας μεγάλος ευεργέτης της φτωχής ανθρωπότητας και έχεις θεραπεύσει σχεδόν όλους τους αρρώστους της Ιερουσαλήμ με τρόπο θαυμάσιο, με τη Δύναμη του Κυρίου που βρίσκεται μέσα σου. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μπορώ εγώ να σε βλάψω;
Πίστεψέ με όμως αγαπημένε μου Διδάσκαλε, για μένα είναι πολύ σοβαρό θέμα η Βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό, αν ξέρεις κάτι πιο συγκεκριμένο, πες μου το με τρόπο που να μπορώ και γω να καταλάβω! Δώσε το Ουράνιο νόημα με λόγια Ουράνια και το γήινο με λόγια γήινα, αλλά και με εικόνες κατανοητές. Γιατί αλλιώς, η Διδασκαλία σου θα μου είναι λιγότερο χρήσιμη και από την αρχαία Αιγυπτιακή γραφή (ιερογλυφικά), που ούτε να τη διαβάσω, αλλά ούτε και να την καταλάβω μπορώ. Από τους υπολογισμούς μου ξέρω με ακρίβεια πως η Βασιλεία του Θεού πρέπει να έχει ήδη έρθει. Δεν ξέρω όμως ακόμα, πού και πώς μπορεί να εισέλθει κανείς και να γίνει αποδεκτός σ’ Αυτή. Θα ήθελα να μου δώσεις μια καθαρή και κατανοητή απάντηση.»
Στ. 5:Ο Ιησούς του απάντησε: «Σε βεβαιώνω, αν κανείς δεν γεννηθεί από το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη Βασιλεία του Θεού.»
Στις επίμονες ερωτήσεις του Νικόδημου, έδωσα ακριβώς την απάντηση που δίδεται στον πιο πάνω στ. 5. Εδώ όμως γίνεται πιο συγκεκριμένη η απάντηση στο ερώτημα: από τι πρέπει να ξαναγεννηθεί κάποιος για να μπει στη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή, από το νερό και από το Πνεύμα, που σημαίνει:
Η Ψυχή πρέπει να καθαριστεί με το νερό της Ταπείνωσης και της Αυταπάρνησης και μετά από το Πνεύμα της Αλήθειας. (Το νερό είναι το αρχαιότερο σύμβολο της ταπείνωσης. Επιτρέπει να το χρησιμοποιείς όπως θέλεις, είναι πάντα έτοιμο να υπηρετήσει και αποφεύγει τα ύψη της γης, γυρεύοντας πάντα τα πιο χαμηλά της σημεία). Γιατί μια ακάθαρτη Ψυχή ποτέ δεν μπορεί να συλλάβει την Αλήθεια, αφού η ίδια είναι όπως τη νύκτα σε αντίθεση με την Αλήθεια, που είναι ένας Ήλιος λαμπρός που γύρω του χαρίζει το Φως της ημέρας.
Όποιος λοιπόν δεχτεί και αναγνωρίσει την Αλήθεια, αφού έχει ήδη καθαρίσει την Ψυχή του με την Ταπείνωση, ελευθερώνεται στο Πνεύμα του από την ίδια την Αλήθεια. Και αυτή η ελευθερία του Πνεύματός του, η είσοδος δηλαδή του Πνεύματος μέσα σε τέτοια Ελευθερία, είναι η πραγματική είσοδος στη Βασιλεία του Θεού.
Δεν έδωσα φυσικά μια τέτοια απάντηση στο Νικόδημο, γιατί μέσα στη σφαίρα της γνώσης του θα καταλάβαινε ακόμα λιγότερα. Γι’ αυτό και Με ρώτησε ξανά, τι σημαίνουν όλα αυτά.
Στ. 6: «Ό,τι γεννιέται από τη σάρκα, είναι σάρκα και ό,τι γεννιέται από το Πνεύμα, είναι Πνεύμα.»
Του απάντησα όπως αναφέρεται πιο πάνω: «Ας μη σε εκπλήττει που σου μιλώ με τον τρόπο αυτό! Γιατί αυτό που προέρχεται από τη σάρκα είναι σάρκα, είναι δηλαδή νεκρή ύλη ή το εξωτερικό περίβλημα της Ζωής. Αυτό όμως που προέρχεται από το Πνεύμα είναι Πνεύμα, είναι η Αιώνια Ζωή και η ίδια η Αλήθεια!»
Ο Νικόδημος δεν μπόρεσε ακόμα να καταλάβει. Σήκωνε τους ώμους και παραξενευόταν, όχι τόσο για την ίδια την υπόθεση, όσο για το ότι ο ίδιος, σαν ένας σοφότατος Φαρισαίος και γνώστης των Γ ραφών, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει το νόημα των όσων άκουσε. Γιατί είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τη σοφία του, για την οποία τον είχαν ονομάσει ανώτατο των Ιουδαίων.
Γι’ αυτό θαύμαζε πολύ το γεγονός, πως αναγνώριζε στο πρόσωπό Μου εντελώς απροσδόκητα έναν πραγματικό δάσκαλο που του πρόσφερε παράξενες προκλήσεις Σοφίας. Μην μπορώντας λοιπόν να ανταπεξέλθει, Με ρώτησε ξανά:
«Πώς μπορώ να το πάρω πάλι αυτό που Μου είπες; Μπορεί άραγε ένα Πνεύμα να συλλάβει και να γεννήσει ένα άλλο Πνεύμα, όμοιο του;»
Στ. 7: Μην απορείς που σου είπα: «Πρέπει να γεννηθείτε ξανά».
Είπα στο Νικόδημο: «Σου έχω ήδη πει να μην παραξενεύεσαι τόσο όταν σου λέω πως πρέπει να αναγεννηθείτε!»
Στ. 8: «Ο άνεμος πνέει όπου θέλει. Ακούς τη βοή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Έτσι συμβαίνει και με τον καθένα που γεννιέται από το Πνεύμα».
«Γιατί, κοίταξε, ο άνεμος πνέει όπου θέλει, ακούς τη βοή του κι όμως δεν ξέρεις από πού έρχεται. Έτσι συμβαίνει και με εκείνον που έρχεται από το Πνεύμα και σου μιλά. Τον βλέπεις και τον ακούς, αλλά επειδή σου μιλά με τρόπο πνευματικό, δεν μπορείς να καταλάβεις ή να αντιληφθείς από πού φέρνει αυτή τη Γνώση και τι εννοεί με τα όσα λέει. Επειδή όμως έχεις Σοφία, θα σου δοθεί στον κατάλληλο χρόνο η Χάρη να μπορείς να τα συλλάβεις και να τα καταλάβεις.»
Στ. 9: Τότε ρώτησε ο Νικόδημος: «Πώς μπορούν να γίνουν αυτά τα πράγματα;»
Ο Νικόδημος κούνησε σκεφτικά το κεφάλι και σε λίγο είπε: «Θα ήθελα πραγματικά να μου πεις, πώς θα γίνει κάτι τέτοιο. Γιατί όλα όσα ξέρω και αντιλαμβάνομαι, τα ξέρω και τα αντιλαμβάνομαι με τη σάρκα μου. Εάν μου αφαιρεθεί η σάρκα, δεν θα μπορώ να καταλαβαίνω πια τίποτε. Πώς, πώς θα γίνω εγώ από σάρκα, Πνεύμα και πώς κάποιο Πνεύμα θα δεχτεί μέσα του το Πνεύμα μου για να το γεννήσει ξανά; Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;»
Στ. 10: Κι ο Ιησούς απάντησε: «Εσύ είσαι δάσκαλος του λαού Ισραήλ και δεν τα ξέρεις αυτά τα πράγματα;»
Του απάντησα: «Είσαι ένας σοφός Δάσκαλος του Ισραήλ και δεν μπορείς να τα αντιληφθείς όλα αυτά; Αν λοιπόν εσύ, που είσαι ένας γνώστης των Γραφών, δεν μπορείς να ια αντιληφθείς, τι θα γίνει τότε με όλους εκείνους που δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε από τις Γραφές, παρά μόνο πως υπήρξαν κάποτε κάποιος Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ;»
Στ. 11: «Σε βεβαιώνω πως εμείς λέμε αυτό που ξέρουμε από πείρα και μεταδίδουμε στους άλλους αυτό που έχουμε δει με τα μάτια μας. Τη μαρτυρία μας όμως εσείς δεν τη δέχεστε.»
«Σε βεβαιώνω στ’ αλήθεια και πίστεψέ Με! Εμείς, Εγώ και οι Μαθητές Μου, που προερχόμαστε από το Πνεύμα, δεν μιλούμε εδώ μαζί σου καθαρά πνευματικά αλλά απλά στο φυσικό επίπεδο. Σου μεταφέρουμε με φυσικές εικόνες της γης αυτά που είδαμε και ξέρουμε εμπειρικά από το Πνεύμα, τα οποία εσείς ούτε να συλλάβετε αλλά ούτε και να καταλάβετε μπορείτε!»
Στ. 12: «Α ν δεν με πιστέψετε όταν σας μιλώ για πράγματα που συμβαίνουν στη γη, πώς θα με πιστέψετε αν σας πω για πράγματα που συμβαίνουν στον Ουρανό;»
«Αν λοιπόν δεν μπορείτε να συλλάβετε αυτά τα εύκολα πράγματα που σας λέω, μιλώντας για τα πνευματικά με τρόπο γήινο, προσαρμόζοντάς τα σε γήινες καταστάσεις, τότε θάθελα να ξέρω πώς θα συμπεριφερόταν η πίστη σας αν σας μιλούσα για τον Ουρανό με τρόπο καθαρά ουράνιο! Σου λέω: Μόνο το Πνεύμα μπορεί να ξέρει τι βρίσκεται μέσα στο Πνεύμα και τι είναι η δική του Ζωή. Αντίθετα, η σάρκα δεν είναι παρά ένας εξωτερικός φλοιός και τίποτα δεν γνωρίζει από τα πνευματικά εκτός αν το ίδιο το Πνεύμα το αποκαλύψει στο περίβλημά του, στο φλοιό (σάρκα). Το δικό σου όμως Πνεύμα διοικείται ακόμα από τη σάρκα και κρύβεται μέσα της, γι’ αυτό το λόγο η σάρκα σου δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτε ακόμα για το Πνεύμα. Θα έρθει όμως ο καιρός που το Πνεύμα σου, όπως σου έχω πει, θα ελευθερωθεί. Μόνο τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις και να δεχτείς τη μαρτυρία μας!»
Λέει ο Νικόδημος: «Αγαπημένε μου Διδάσκαλε, εσύ που είσαι ο σοφότερος όλων των σοφών! Πές μου σε παρακαλώ με τρόπο που να μπορώ να καταλάβω, πότε, πότε θα έρθει αυτός ο ευλογημένος χρόνος;»
Του απάντησα με τα ακόλουθα: «Φίλε μου, δεν μπορώ να σου δώσω αυτή τη στιγμή συγκεκριμένο χρόνο, μέρα και ώρα, γιατί ακόμα δεν έχεις την ωριμότητα για να μπορείς να δεχτείς κάτι τέτοιο! Κοίταξε: Όσο το καινούργιο κρασί δεν έχει ωριμάσει αρκετά, είναι ακόμα θολό. Κι αν ακόμα το βάλεις μέσα σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι και το σηκώσεις απέναντι στον ήλιο, όσο δυνατό κι αν είναι το φως του, δεν θα μπορέσει να διαπεράσει το θάμπωμα του καινούργιου κρασιού. Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Αν πρώτα δεν ωριμάσουν αρκετά κι αν δεν απομακρυνθεί κάθε ακαθαρσία μέσα από τη διεργασία της ζύμωσης, δεν μπορεί να τους διαπεράσει το Ουράνιο Φως. Θα σου πω όμως κάτι. Αν το καταλάβεις, τότε μέρα με τη μέρα θα αρχίσεις να ξεκαθαρίζεις τα πράγματα!»
Στ 13-15: «Κανένας βέβαια δεν ανέβηκε στον Ουρανό παρά μόνον εκείνος που κατέβηκε από τον Ουρανό. Και όπως ο Μωυσής ύψωσε το χάλκινο φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του ανθρώπου, ώστε όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν να έχει την Αιώνια Ζωή.»
«Κοίταξε, κανένας δεν ανέβηκε στον Ουρανό παρά μόνον εκείνος που έχει κατέβει από τον Ουρανό, δηλαδή ο Υιός του Ανθρώπου που βρίσκεται παντοτινά μέσα στην ουράνια κατάσταση. Και όπως ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του Ανθρώπου, ώστε όποιος πιστεύει σ’ αυτόν να μη χαθεί, αλλά να έχει Ζωήν Αιώνια! Πες Μου, το καταλαβαίνεις αυτό;»
Λέει ο Νικόδημος: «Αγαπημένε μου Δάσκαλε! Πώς μπορώ να το καταλάβω; Σε σένα υπάρχει ένα παράξενο είδος Σοφίας… Αν δεν με έδεναν επάνω σου τα πανίσχυρα έργα σου, θα έλεγα πως πρέπει να είσαι ή τρελός ή τσαρλατάνος, γιατί κανένας άνθρωπος δεν έχει μιλήσει ποτέ με τον τρόπο που μιλάς! Τα έργα σου όμως δείχνουν πως είσαι Διδάσκαλος απεσταλμένος σε μας από το Θεό και πως μέσα σου πρέπει vu κατοικεί μια πληρότητα Θεϊκής Σοφίας και Δύναμης. Γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει τα έργα σου.
Εκεί όπου το πρώτο είναι καθαρά Θεϊκό, πρέπει και το δεύτερο να είναι επίσης Θεϊκό. Οι πράξεις σου, αγαπητέ Διδάσκαλε, είναι Θεϊκές. Πρέπει λοιπόν και η Διδασκαλία σου για ιη Βασιλεία του Θεού στη γη να είναι επίσης Θεϊκή, έστω και αν μου είναι ακατανόητη! Αγαπημένε μου Δάσκαλε. Από τον καιρό του Ενώχ και του Ηλία, κανένας άνθρωπος της γης δεν είχε την τύχη να ανέβει ορατός στον Ουρανό. Ίσως μπόρέσεις εσύ να είσαι ο τρίτος! Κι αν ακόμα γίνεις ο τρίτος, θα βοηθήσει αυτό κανέναν άλλο άνθρωπο; Πώς θα μπορέσει κανείς από τους άλλους να υψωθεί ποτέ στον Ουρανό, αφού κανένας απ’ αυτούς δεν κατέβηκε από τον Ουρανό;
Είπες επίσης, πως αυτός που κατέβηκε από τον Ουρανό βρίσκεται μόνο εικονικά στη γη. Στην πραγματικότητα όμως συνεχίζει να βρίσκεται στον Ουρανό! Σύμφωνα λοιπόν με όλα αυτά, μπορούν κατά πρώτο λόγο να εισέλθουν στην ερχόμενη Βασιλεία του Θεού μόνο ο Ενώχ και ο Ηλίας, κατά δεύτερο δε λόγο ίσως και συ. Όλα όμως τα άλλα εκατομμύρια των ανθρώπων δεν μπορούν παρά να καταλήξουν αιώνια στους σκοτεινούς τους τάφους, να γίνουν με το Έλεος του Θεού σιγά-σιγά χώμα και να καταλήξουν τελικά στο τίποτα.
Αγαπητέ Διδάσκαλε, εμείς τα φτωχά σκουλήκια της γης είμαστε πανευτυχείς για το τέλος μας… Τι έκαναν δηλαδή ο Ενώχ και ο Ηλίας για να μπορούν να μπουν στους Ουρανούς; Βασικά τίποτε περισσότερο από αυτό που βρισκόταν ήδη στην Ουράνιά τους Φύση. Δεν κέρδισαν λοιπόν κανένα μισθό. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την εξήγησή σου, μπήκαν στον Ουρανό απλά και μόνο επειδή κατέβηκαν από τον Ουρανό στη γη!…
Αυτό όμως που εννοείς με την ανύψωση του Υιού του Ανθρώπου όπως ανύψωσε ο Μωυσής το χάλκινο φίδι στην έρημο, όπως επίσης το πώς και γιατί θα έχουν την Αιώνια Ζωή όλοι όσοι θα πιστεύσουν στον ανυψωμένο Υιό του Ανθρώπου, ξεπερνά κάθε λογική και κινείται μέσα στα όρια του καθαρού παραλογισμού. Ποιος είναι αυτός ο Υιός του Ανθρώπου;…»
Του απάντησα: «Είπες πολλά λόγια και μίλησες σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για τα Ουράνια. Δεν θα μπορούσες όμως να μιλήσεις διαφορετικά. Γιατί βρίσκεσαι μέσα στο σκοτάδι του κόσμου και δεν μπορείς να δεις το Φως που έχει έρθει από τον Ουρανό για να φωτίσει το σκοτάδι και τη νύκτα του κόσμου τούτου.»
Στ. 16: «Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια.»
«Σου λέω λοιπόν: Ο Θεός είναι η Αγάπη και ο Υιός είναι η Σοφία Του. Τόσο πολύ λοιπόν αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, που του έστειλε τον μονογενή Του Υιό, δηλαδή την Σοφία που εκπέμπεται από τον Εαυτό Του προαιώνια. Έτσι δεν θα χάνονται πια όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν (Υιόν), αλλά θα μπορούν να έχουν την Αιώνια Ζωή. Πες Μου, ούτε αυτό το καταλαβαίνεις;»
Λέει ο Νικόδημος: «Μου φαίνεται πως το καταλαβαίνω, αλλά στην πραγματικότητα δεν το έχω καταλάβει. Ας μπορούσα μόνο να ξέρω τι σημαίνει ο Υιός του Ανθρώπου! Μίλησες τώρα για τον μονογενή Υιό του Θεού που έστειλε η Αγάπη του Θεού στον κόσμο. Ο “μονογενής Υιός” και ο “Υιός του Ανθρώπου” είναι το ίδιο άτομο;»
Του λέω: «Κοίταξε: έχω ένα κεφάλι, ένα σώμα, πόδια και χέρια. Το σώμα, το κεφάλι, τα πόδια και τα χέρια είναι σάρκα και αυτή η σάρκα είναι ο Υιός του ανθρώπου. Γιατί αυτό που είναι σάρκα, προέρχεται από τη σάρκα. Μέσα όμως σ’ αυτόν τον Υιό του ανθρώπου που είναι σάρκα, κατοικεί η Σοφία του Θεού και αυτός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Δεν θα υψωθεί λοιπόν ο Υιός του Θεού όπως ύψωσε ο Μωυσής στην έρημο το χάλκινο φίδι, παρά μόνο ο Υιός του ανθρώπου και τότε θα γκρεμιστεί η πίστη πολλών. Αυτοί όμως που δεν θα χάσουν την πίστη τους, αλλά θα παραμείνουν πιστοί στο όνομά Του, θα τους δοθεί η εξουσία να ονομάζονται Παιδιά του Θεού. Και η ζωή και το βασίλειό τους δεν θα τελειώνουν ποτέ, θα είναι αιώνια.»
17: «Γιατί ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος μέσω αυτού.»
«Δεν πρέπει όμως να περιμένεις την καταδίκη του κόσμου, όπως π.χ. πολέμους, πλημμύρες ή φωτιά από τον ουρανό που να κατακαίει τους ειδωλολάτρες. Γιατί ο Θεός δεν έστειλε στον κόσμο (στην ανθρώπινη σάρκα) τον μονογενή του Υιό (τη Θεϊκή Σοφία) για να καταδικάσει και να καταστρέψει τον κόσμο, αλλά για να του χαρίσει την Αιώνια Ευτυχία. Δηλαδή, να κάνει και τη σάρκα άφθαρτη και να την αναστήσει με το Πνεύμα σε ζωή αιώνια. (Σαν σάρκα δεν εννοείται τόσο το σαρκικό σώμα του ανθρώπου αλλά περισσότερο οι σαρκικές επιθυμίες της ψυχής του). Αλλά για να μπορέσει να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να καταστρέψει η Πίστη κάθε υλική επιθυμία της περηφάνιας μέσα στο σώμα. Και μάλιστα η Πίστη αυτή, πρέπει να είναι προς τον Υιό του Ανθρώπου. Ότι δηλαδή πραγματικά γεννήθηκε από τον ίδιο το Θεό προ αιώνων και ήρθε στον κόσμο, για να μπορούν όλοι όσοι πιστεύουν στο Όνομά Του να έχουν την Αιώνια Ζωή!»
Στ.18: «Όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, δεν κρίνεται. Αυτός όμως που δεν πιστεύει, έχει κιόλας καταδικαστεί, γιατί δεν πίστεψε στον μονογενή Υιό του Θεού.»
Όποιος πιστέψει σ’ Αυτόν, ανεξάρτητα αν είναι Ιουδαίος ή όχι, δεν θα καταδικαστεί ποτέ και ούτε θα φθαρεί. Όποιος όμως απορρίψει τον Υιό του Ανθρώπου και δεν τον πιστέψει, αυτός έχει ήδη κριθεί. Γιατί το ότι δεν θέλησε και δεν μπόρεσε να πιστέψει στο Όνομα και τη Φύση του Υιού του Ανθρώπου λόγω της δικής του περηφάνιας, αυτό ακριβώς είναι και η καταδίκη ενός τέτοιου ανθρώπου. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
Λέει ο Νικόδημος: «Ναι, έχω κάπως καταλάβει το νόημα του πολύ μυστικιστικού λόγου σου. Αλλά τα λόγια αυτά θα είναι σαν να λέχθηκαν στον αέρα όσο δεν είναι εδώ ο Υιός του Ανθρώπου, στον οποίο κατοικεί η πληρότητα της Θεϊκής Σοφίας, και όσο εσύ δεν μπορείς ή δεν θέλεις να προσδιορίσεις το πότε και πού θα εμφανισθεί.
Το ίδιο μυστήρια είναι και η “Κρίση” ή “Καταδίκη’ που ανάφερες. Τι είναι λοιπόν στην πραγματικότητα η “Κρίση”, ποιο είναι το καινούργιο νόημα που θέλεις να δώσεις με τον όρο αυτό;»
Του λέω: «Φίλε Μου, θα μπορούσα και γω να σου πω: Δεν μπορώ πια να καταλάβω πώς μπορείς να μην αντιλαμβάνεσαι το εντελώς καθαρό νόημα του Λόγου Μου. Δεν μπορείς να καταλάβεις τον όρο “Κρίση” και όμως σου τον εξήγησα καθαρά και με λεπτομέρεια.»
Στ 19: «Και να ποια είναι η Κρίση: Το Φως ήρθε στον κόσμο, οι άνθρωποι όμως αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το Φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές.»
«Κοίταξε. Η Καταδίκη, η Κρίση, είναι το ότι το Φως του Θεού έχει έλθει από τον Ουρανό στον κόσμο τούτο. Οι άνθρωποι όμως, επειδή προέρχονται από το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν τώρα μέσα στο Φως, αγαπούν το σκοτάδι περισσότερο από το Φως του Θεού που το βλέπουν τώρα μπροστά τους! Τα ίδια τα έργα τους είναι αυτά που αποδεικνύουν πως δεν θέλουν το Φως, γιατί τα έργα αυτά είναι γεμάτα με κακία…»
Στ 20: «Κάθε άνθρωπος που κάνει έργα κακά μισεί το Φως και δεν έρχεται στο Φως, γιατί φοβάται μήπως φανούν τα έργα του και κριθούν.»
«Όποιος κάνει τέτοια έργα, εχθρεύεται το Φως. Το μισεί και θα κάνει οτιδήποτε να μη φανερωθούν τα έργα του στο Φως, για να μην αναγνωριστούν και τιμωρηθούν σε όλη τους την ασχήμια. Γιατί το ξέρει πως τα κακά του έργα απαγορεύονται και καταδικάζονται από το Φως. Και κοίταξε, ακριβώς εδώ βρίσκεται η πραγματική Κρίση. Αυτό όμως που εννοείς εσύ με τη λέξη “κρίση”, δεν είναι η ίδια η Κρίση αλλά απλά μια τιμωρία που ακολουθεί την κρίση σαν φυσική συνέπεια.
Το ότι ακόμα αγαπάς να περπατάς στο σκοτάδι, αποτελεί ήδη μια κρίση για την Ψυχή σου, γιατί αγαπάς τη νύκτα περισσότερο από τη μέρα. Αν όμως περπατώντας στο σκοτάδι σκοντάψεις, κτυπήσεις και πονέσεις ή πέσεις μέσα σε λάκκο ή ακόμα σε τάφο, δεν θα αποτελεί το γεγονός αυτό τη δική σου «Κρίση» αλλά απλά το φυσικό αποτέλεσμα της κρίσης μέσα σου– γιατί αγάπησες τη νύκτα και μίσησες τη μέρα!»
Στ.21: «Όποιου όμως οι πράξεις είναι σύμφωνες με την Αλήθεια του Θεού, αυτός έρχεται στο Φως. Έτσι θα φανεί πως οι πράξεις του έχουν γίνει κατά το Πνεύμα του Θεού.»
«Αν όμως είσαι φίλος του Φωτός, της μέρας, της Αλήθειας του Θεού, τότε θα συμπεριφέρεσαι και ανάλογα και θα ποθείς να γίνουν τα έργα σου φανερά στα μάτια των ανθρώπων. Γιατί θα ξέρεις πως τα έργα σου αξίζουν αναγνώριση και δίκαιη αμοιβή, αφού έγιναν μέσα στο Φως της Θεϊκής Αλήθειας και είναι καλά και δίκαια.
Αυτός όμως που είναι φίλος του φωτός δεν θα περπατά μέσα στη νύκτα αλλά στη μέρα και θα αναγνωρίσει το Φως αμέσως, γιατί κι αυτός προέρχεται απ’ το Φως και αυτό το Φως λέγεται Πίστη της Καρδίας. Όποιος λοιπόν πιστεύει στον Υιό του Ανθρώπου σαν Θείο Φως, αυτός έχει ήδη τη Ζωή μέσα του. Αυτός όμως που δεν πιστεύει, έχει μέσα του ήδη την κρίση και η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από την απιστία του.
Νομίζω πως τώρα θα έχεις καταλάβει τα λόγια Μου.»
Λέει ο Νικόδημος: «Τώρα μου φαίνονται όλα καθαρά εκτός από ένα. Και αυτό είναι πάλι αυτός ο παράδοξος ορισμός του Υιού του Ανθρώπου. Σε τι με ωφελεί η πίστη ή ακόμα η καλύτερη θέληση να πιστέψω στον Υιό του Ανθρώπου, όταν Αυτός ο ίδιος απουσιάζει; Δεν μπορεί κανένας να πλάσει τον Υιό του Ανθρώπου ούτε με αέρα αλλά ούτε και από μια απλή ιδέα. Πες μου λοιπόν πού θα βρω αυτόν τον Αιώνιο Υιό του Θεού; Να είσαι σίγουρος πως θα τον αντικρίσω με τη μεγαλύτερη πίστη!»
Του λέω: «Αν δεν το έβλεπα αυτό μέσα σου, να είσαι σίγουρος πως ποτέ δεν θα έπαιρνες από Μένα μια τέτοια διδασκαλία! Ήρθες όμως σε Μένα κατά τη νύκτα και όχι τη μέρα, παρόλο που είδες και άκουσες τόσα για τα έργα Μου! Αφού όμως ήρθες σε Μένα κατά τη νύκτα της φύσης και στην αντίστοιχη νύκτα της Ψυχής σου, είναι πολύ κατανοητό το να μην μπορείς να έχεις ξεκάθαρη εικόνα για τον Υιό του Ανθρώπου.
Σου το λέω: Αυτός που ζητά τον Υιό του Ανθρώπου μέσα στη νύκτα γιατί φοβάται να κάνει κάτι τέτοιο τη μέρα μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, για να μην αποκτήσει κακή φήμη, δεν θα βρει φυσικά αυτό που γυρεύει. Γιατί σαν ο σοφότερος των Ιουδαίων, θα ξέρεις πως η νύκτα είναι ο πιο ακατάλληλος χρόνος για να ψάξει κάποιος να βρει κάτι. Όποιος λοιπόν γυρεύει τον Υιό του Ανθρώπου, θα πρέπει να Τον ζητήσει τη μέρα και όχι τη νύκτα. Τότε, μπορεί να είναι σίγουρος πως ο Υιός του Ανθρώπου θα τον αφήσει να Τον βρει.
Μόνο αυτό σου λέω: Πήγαινε, βρες τον Ιωάννη που βρίσκεται κοντά στη Σαλήμ όπου υπάρχει άφθονο νερό και εκείνος θα σου πει αν ο μονογενής Υιός του Θεού έχει ήδη έρθει ή όχι! Εκεί θα Τον γνωρίσεις!»
Λέει ο Νικόδημος: «Αγαπημένε μου διδάσκαλε, αυτό θα είναι δύσκολο! Γιατί είμαι πνιγμένος μέχρι το λαιμό με καθημερινές εργασίες που δεν μπορώ να αποφύγω!… Κάθε φορά όμως που έρχεσαι στην Ιερουσαλήμ με τους μαθητές σου, να έρχεσαι σε μένα και εγώ θα σας δώσω καλή φιλοξενία! Τόσο εσύ, όσο και οι μαθητές σου θα βρείτε στο πρόσωπό μου έναν καλό φίλο και θαυμαστή. Ό,τι βρίσκεται κάτω από την εξουσία μου, θα βρίσκεται εκεί έτοιμο να σας υπηρετήσει!
Γιατί κοίταξε. Μέσα μου έχει γίνει μια μεγάλη αλλαγή! Σε αγαπώ, αγαπημένε μου Διδάσκαλε, πιο πολύ από οτιδήποτε μου ήταν αγαπητό μέχρι σήμερα. Και αυτή η αγάπη, μου λέει: Εσύ ο ίδιος είσαι Εκείνος τον οποίο με στέλνεις στον Ιωάννη για να βρω! Μπορεί να μην είναι έτσι όπως το αισθάνομαι. Αλλά όπως κι αν έχουν τα πράγματα, σε αγαπώ με όλη την καρδιά μου και αναγνωρίζω σε Σένα ένα Μεγάλο Διδάσκαλο της γνήσιας Θεϊκής Αλήθειας. Τα έργα σου, που κανένας μέχρι τώρα δεν έκανε, με έχουν γεμίσει με τον πιο βαθύ θαυμασμό. Όμως η μεγάλη σου Σοφία έχει σκλαβώσει την καρδιά μου σε Σένα, αγαπημένε μου Διδάσκαλε! Σ’ αγαπώ! Πες μου όμως. Είναι αληθινή η μαρτυρία της καρδιάς μου;»
Του λέω: «Κάνε για λίγο ακόμα υπομονή, και θα δεις καθαρά τα πάντα. Σε λίγο καιρό θα είμαι και πάλι κοντά σου και θα είμαι φιλοξενούμενός σου. Τότε θα τα μάθεις όλα!
Ακολούθα όμως τα μηνύματα της καρδιάς σου. Αυτή θα σου πει μέσα σε μια στιγμή περισσότερα από τα πέντε τεύχη του Μωυσή και όλους τους Προφήτες μαζί! Γιατί κοίταξε· το μόνο Αληθινό πράγμα μέσα στον άνθρωπο είναι η Α γ ά π η! Κρατήσου σ’ αυτήν και θα περπατάς στο Φως της ημέρας!»