«Ο όρος Ισλάμ δεν αποτελεί το όνομα κάποιας θρησκείας, όπως π.χ. ο χριστιανισμός ή ο βουδισμός. Απλά σημαίνει «υποταγή» και απόλυτη παράδοση στον Θεό. Με την έννοια αυτή το Ισλάμ παρουσιάζεται σαν κάτι πιο τέλειο και απόλυτο από τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Οι δύο αυτές θρησκείες κατηγορούνται έμμεσα από το Ισλάμ ότι είναι μερικές αλήθειες τις οποίες οι πιστοί τους δεν ακολουθούν με όλη τους την καρδιά και οι Γραφές τους έχουν αλλοιώσει το «πραγματικό» μήνυμα του Θεού. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής και ο Ιησούς ήταν αληθινοί μουσουλμάνοι, αλλά οι πιστοί τους διαστρέβλωσαν τα λεγόμενά τους και παραποίησαν τις αλήθειες τους. Για το λόγο αυτόν, σύμφωνα με τη μουσουλμανική πίστη, ο Θεός έστειλε τον Προφήτη Μωάμεθ στους ανθρώπους, δίνοντάς τους έτσι μια τελευταία ευκαιρία να επιστρέψουν σε Αυτόν και να ακολουθήσουν πιστά το θέλημά του, όπως αυτό αποκαλύπτεται στο Κοράνι, τον αυτούσιο λόγο του Θεού». (Θρησκειολογικό Λεξικό)
Ένας ειδήμονας για το Ισλάμ, ο Γκλάζεναπ, γράφει επίσης τα εξής: «Οι μουσουλμάνοι επιμένουν στο ότι ο Μωάμεθ δεν ίδρυσε μία νέα θρησκεία, αλλά έδωσε την ανώτερη και οριστική μορφή σε μία θρησκεία που υπήρχε από την εποχή του Αδάμ. Πράγματι, κατά το Κοράνιο (6,84) ο Αδάμ, ο Νώε, ο Λωτ, ο Αβραάμ, ο Ισμαήλ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ααρών, ο Δαυίδ, ο Σολομών, ο Ηλίας, ο Ελιέζερ, ο Ιώβ, ο Ιωνάς, ο Ζαχαρίας, ο Ιωάννης, και ο Ιησούς ήταν δίκαιοι άνθρωποι που γνώρισαν την αληθινή πίστη και προετοίμασαν τη διδασκαλία του Μωάμεθ. Ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σ’ αυτούς κατέχει ο Αβραάμ, γιατί υπήρξε ο κύριος αντιπρόσωπος του καθαρού μονοθεϊσμού. (Δεν είναι απ’ αυτούς που δίνουν στο θεό έναν σύντροφο), και η πίστη του δεν ήταν ούτε εβραϊκή ούτε χριστιανική, αλλά η πιο κοντινή προς την πίστη των μεταγενεστέρων Μουσουλμάνων (Κ,3, 60 κτλ). Ήταν πατέρας του Ισμαήλ, από τον οποίο κατάγονται οι Άραβες, και του Ισαάκ προγόνου των Εβραίων. Για τον Ισμαήλ ίδρυσε ένα τέμενος στη Μέκκα, την Κάαβα, και για τον Ισαάκ τον ναό της Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα μ’ αυτά ο Ισλαμισμός θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί σαν αραβική μορφή του πρωταρχικού μονοθεϊσμού και σαν εκδήλωση παράλληλη με τον Ιουδαϊσμό. Ωστόσο κατέληξε να τον ξεπεράσει με το πέρασμα του χρόνου γιατί ο Μωάμεθ προσέθεσε καινούργιες, ανώτερης αξίας, αποκαλύψεις. Από ιστορικής πλευράς είναι πιο σωστό να τον θεωρήσει κανείς σαν αραβική μορφή του Ιουδαϊσμού, όπως εξελίχθηκε μετά την εξορία, πλουτισμένη με χριστιανικά και ειδωλολατρικά στοιχεία. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί (όπως νόμισαν πολλοί) σαν μορφή του χριστιανισμού (προσαρμοσμένη στον αραβικό κόσμο) γιατί, αν και ο Μωάμεθ θεωρεί τον Χριστό ως προφήτη και του δίνει έναν ρόλο στην ανάσταση, ο ισλαμισμός δεν έχει αυτό που από την εποχή του Αποστόλου Παύλου αποτελεί το νόημα του Χριστιανισμού. Στο Κοράνιο ( 5, 116) ο θεός (κατά την τελευταία κρίση) αναγκάζει τον Ιησού να δηλώσει επίσημα ότι ποτέ δεν δίδαξε πως Αυτός και η Μητέρα Του είναι δύο θεότητες δίπλα στον Αλλάχ, και αλλού (4,169) αποκλείεται ρητά η «τριπλή θεότης» του χριστιανικού δόγματος της Αγίας Τριάδος. Η διδασκαλία λοιπόν, του ισλαμισμού μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη διδασκαλία του Χριστού για τον Θεό και για το τέλος του κόσμου. Και εδώ όμως ακόμη παρατηρείται μία ανυπερπήδητη διαφορά που έχει τεράστια σημασία. Ο Μωάμεθ δεν κήρυξε μία τόσο υψηλή ηθική όσο ο Ιησούς στην επί του Όρους Ομιλία και δεν εδήλωσε : «Το βασίλειό μου δεν είναι επίγειο». Αντίθετα έγινε ο ιδρυτής ενός ισχυρού κοσμικού κράτους.
Για να εκτιμήσει κανείς δίκαια την ιδιαίτερη ιστορική αξία του Προφήτη πρέπει να φανταστεί τι ήταν η πατρίδα του πριν από τον ερχομό του και τι της πρόσφερε αυτός.
Η πνευματική ζωή των Αράβων καθορίζεται από την κοινή συνείδηση πως ανήκουν σε μία φυλή. Η συνείδηση αυτή εκδηλωνόταν με τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν για την παράδοση αυτής της φυλής και για την αρετή των προγόνων τους, με τα κοινά συμφέροντά τους, με την αυστηρή απομόνωση από τους ξένους, και με την έννοια του καθήκοντος της αιματηρής εκδικήσεως (βεντέτας). Μπροστά σ’ αυτούς τους φυλετικούς και ηθικούς παράγοντες φαίνεται πως η θρησκεία έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο. Την αποτελούσε η λατρεία πολλών αρσενικών και θηλυκών θεοτήτων, που εικονίζονταν με πέτρινα ή ξύλινα σύμβολα. Τη θρησκευτική σκέψη απασχολούσαν ακόμα πολλά πνεύματα και πολλοί δαίμονες καθώς και μαγικές πράξεις διαφόρων τύπων. Αντίθετα οι αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή δεν φαίνεται να ήταν τόσο ανεπτυγμένες στους Άραβες της εποχής εκείνης. Η Κάαβα στην Μέκκα, ήταν ένα περίφημο τέμενος, ένας ναός σε σχήμα κύβου μέσα στον οποίο ήταν εντοιχισμένες ιερές πέτρες. Ανάμεσα σε αυτές αντικείμενο ιδιαίτερης λατρείας ήταν μια μαύρη πέτρα. Χιλιάδες προσκυνητές κατευθύνοντο κάθε χρόνο προς αυτήν την πέτρα για να κάνουν το γύρο της και να την σκεπάσουν με φιλιά.
Αυτός ο τόπος, μακριά από τα κέντρα του πολιτισμού και την πολιτική ιστορία, που κατοικείτο από πολλές φυλές κι ήταν ελάχιστα καλλιεργημένος και σε πρωτόγονη κατάσταση από θρησκευτικής απόψεως έγινε, τον VII μ.Χ. αιώνα, το λίκνον μίας πίστεως που σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Έγινε επίσης το σπέρμα ενός κράτους που ένωσε τους Άραβες και η αφετηρία ενός πολιτισμού που κοντά στο Δυτικό, τον Ινδικό και τον Κινέζικο πολιτισμό, αποτελεί μία τέταρτη μεγάλη και ανεξάρτητη μονάδα».
Ως γνωστόν ο ιδρυτής του Ισλάμ ήταν ο προφήτης Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ γεννήθηκε το 570 μ.Χ. στη Μέκκα σε μία φτωχική οικογένεια και στα νιάτα του δεν παρουσίασε κανένα δείγμα που να προοιώνιζε το ρόλο που έμελλε να παίξει αργότερα. Γύρω στο 610 μ.Χ. δηλώνει ότι έχει λάβει από έναν άγγελο «θεϊκές αποκαλύψεις» και αρχίζει να τις κηρύσσει στη γενέτειρά του. Καθώς όμως οι συμπολίτες του τον αντιμετωπίζουν αρνητικά, το 622 μ.Χ. καταφεύγει στη Μεδίνα, ακολουθούμενος από λίγους οπαδούς που πιστεύουν στη θεϊκή του αποστολή. Χειραγωγώντας έξυπνα τους τοπικούς άρχοντες, κατορθώνει να πάρει στα χέρια του την ηγεσία της πόλης και αμέσως μετά αρχίζει να ενοποιεί την Αραβία, κυρίως με πολεμικά μέσα. Ύστερα από δύο αποφασιστικές νίκες στο στρατιωτικό πεδίο, εισέρχεται θριαμβευτής στην ηττημένη Μέκκα, οκτώ χρόνια μετά από τον ταπεινωτικό διωγμό του. Έτσι επιστρέφει στη γενέτειρά του με τη δόξα του επιτήδειου πολέμαρχου και πολιτικού, αλλά και ως ο νέος θρησκευτικός ηγέτης των Αράβων. Όπως διαβάσαμε στον Glasenapp, οι Άραβες ήταν μέχρι τότε ανιμιστές ειδωλολάτρες. Ο Μωάμεθ επηρεασμένος από την επαφή του με Ιουδαίους και χριστιανούς γείτονες, εισάγει το μονοθεϊσμό και επίσης άλλα στοιχεία που υιοθέτησε από αυτούς.
Είναι ίσως πιθανό αυτή η εισαγωγή να είχε πολιτική σκοπιμότητα, δεδομένου ότι ενώ τα αραβικά φύλα ήταν καταδιαιρεμένα από πολιτική και θρησκευτική άποψη, στους γείτονες λαούς η πίστη λειτουργούσε ως συνεκτικός παράγοντας. Πράγματι τότε η Παλαιστίνη, η Συρία, η Αίγυπτος και η Αιθιοπία ήταν κατά κύριο λόγο χριστιανικές. Ο Μωάμεθ είχε έρθει σε επαφή με τους χριστιανικούς πληθυσμούς και εικάζεται ότι είχε επισκεφθεί τουλάχιστον δύο φορές τη Συρία. Είναι γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με δύο χριστιανούς μοναχούς, τον Βαχίρα και τον Νέστωρα. Λέγεται ότι αυτοί οι δύο πρέπει να ήταν νεστοριανοί, δηλαδή δεν δέχονταν την πραγματική ενότητα της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι πως οι δυο τους επηρέασαν την αντίληψη του Μωάμεθ για τον Χριστό, είναι γεγονός πως το Κοράνι πολεμά με έμφαση τη θειότητα του Ιησού Χριστού. Αρχικά ο Μωάμεθ είναι θετικός απέναντι στους χριστιανούς, αλλά καθώς η κατ’ αυτόν θεϊκή του αποστολή συναντά την αντίστασή τους, αρχίζει και αυτός να απορρίπτει το χριστιανισμό. Σαν αιτία της απόρριψης προβάλλει τη «θεοποίηση του ανθρώπου Ιησού» που αποτελεί «βλασφημία κατά του θεού». (Σούρες 9, 30 και 31).
Ο Glasenapp γράφει σχετικά: «Αν και είναι βέβαιο ότι ο Μωάμεθ παρακινήθηκε από το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό στην ίδρυση του μονοθεϊσμού του, δεν πρέπει να παραδεχτούμε ότι εγνώριζε ακριβώς και αρκετά τότε τις διδασκαλίες τους. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί στην αρχή, ότι στο βάθος αυτές οι θρησκείες διδάσκουν τα ίδια μ’αυτόν. Αφού γνώρισε μόνο σιγά-σιγά την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, απομακρύνθηκε απ’ αυτές. Πάντως οι γνώσεις του πάνω στη χριστιανική και ιουδαϊκή θρησκευτική ιστορία έμειναν πάντοτε τόσο ατελείς που φαίνεται αδύνατο να είχε μελετήσει τα ιερά βιβλία.
Αν συγκρίνουμε τις βιβλικές διηγήσεις μ’ αυτές που δίνει ο Μωάμεθ για τους πατριάρχες, τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ή για τον Χριστό, παρατηρούμε πολλά ερμηνευτικά λάθη. Αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο αν παραδεχθούμε ότι ο Μωάμεθ γνώριζε από διηγήσεις διάφορους μύθους και δεν είχε μελετήσει τη Βίβλο. Καταλαβαίνουμε ότι έτσι οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι επέμεναν, αργότερα πάνω σ’ αυτά, όταν ήλθαν σε επαφή μαζί του και τον έφεραν σε δύσκολη θέση. Γιατί είχε βεβαιώσει ότι όλα τα κηρύγματα του Κορανίου είχαν θεία προέλευση, ενώ αναγνώριζε επίσης ότι η Βίβλος ήταν μία αγία Γραφή, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με το προσωπικό του κήρυγμα. Μοναδικό μέσο για να ξεφύγει απ’ αυτό το δίλημμα υπήρξε ο ισχυρισμός ότι οι «Καταχραστές της Γραφής» έκρυβαν το αληθινό περιεχόμενο των αποκαλύψεων ή το είχαν νοθεύσει. Αν κι αυτή η κατηγορία αντιμετωπίστηκε εύκολα από τους Χριστιανούς και τους Εβραίους η υπεράσπισή τους δεν είχε κανένα αποτέλεσμα πάνω στον Προφήτη και τους οπαδούς του, γιατί οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν τη Βίβλο και δεν είχαν κανένα συμφέρον να αναζητήσουν το αληθινό περιεχόμενό της.
Για να κερδίσει το παιχνίδι και να κάνει να συμφωνήσουν η εβραϊκή με τη μουσουλμανική λατρεία εφάρμοσε στην Μεδίνα μια σειρά καινοτομιών που είχαν για πρότυπο τους εβραϊκούς τύπους.
Ωστόσο όταν ο Προφήτης αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι οι Εβραίοι έμεναν δεμένοι με την παλιά διδασκαλία και δεν ακολουθούσαν την δική του, άλλαξε πάλι αυτές τις οδηγίες του. Η προσευχή δεν γινόταν πια με το πρόσωπο προς την Ιερουσαλήμ αλλά προς την Μέκκα και η νηστεία του πρώτου μηνός αντικατεστάθη από μια νηστεία που διαρκούσε όλο το μήνα (από την αυγή ως τη δύση του ηλίου), το Ραμαζάνι. Οι ρητορικοί αγώνες με τους Εβραίους και οι κοροϊδίες τους πρόσβαλλαν τόσο πολύ την υπερηφάνεια του και τον γέμισαν με τόσο μίσος που στο μέλλον θεώρησε τους Εβραίους σαν τους χειρότερους εχθρούς του και επωφελήθηκε από κάθε ευκαιρία για να τους εκδικηθεί.
Ο χριστιανισμός με το δόγμα της Αγίας Τριάδος, τη διδασκαλία του για τον Υιό του Θεού που πέθανε για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τη λατρεία των εικόνων και τον ασκητισμό ήταν πολύ μακρύτερα από την πίστη του προφήτη απ’ όσο ήταν ο Ιουδαϊσμός. Το ότι ο Μωάμεθ στην Μεδίνα (5.85) χαρακτηρίζει τους χριστιανούς σαν τους καλύτερους φίλους των δικών του και λέει ότι οι ιερείς τους και οι μοναχοί τους δεν είναι υπερήφανοι, οφείλεται ίσως στην προσωπική του πείρα. Γνωρίζοντας ωστόσο καλύτερα τη διδασκαλία των χριστιανών, διαπίστωνε όλο και πιο καθαρά την άβυσσο που την χώριζε από τη δική του διδασκαλία. Έτσι στο κεφάλαιο 9,30 και συνέχεια τους χαρακτηρίζει, όπως και τους Εβραίους, σαν άπιστους και περιμένει να τους τιμωρήσει ο Θεός για τα ψέματά τους. Σαν κύριο σφάλμα των χριστιανών θεωρεί το ότι προσβάλλουν τον μοναδικό και ανώτατο Αλλάχ βεβαιώνοντας ότι ο Θεός γέννησε έναν γιο. Παρά την πολεμική του κατά των χριστιανικών δογμάτων ο Μωάμεθ δίνει στον Ιησού μια ξεχωριστή θέση μεταξύ των προφητών. Λέει πως γεννήθηκε από τη Μαρία, χωρίς την επέμβαση ενός γήινου πατέρα (3,42 και 52). Ολόκληρη η ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια, είναι πλούσια σε θαύματα που επραγματοποίησε (2,254). Δεν πέθανε σταυρωμένος. Οι Εβραίοι δεν σκότωσαν Αυτόν αλλά κάποιον άλλον που του έμοιαζε. Ο Θεός τον ύψωσε κοντά του και όταν θα γίνει η παγκόσμια ανάσταση των νεκρών, θα παρασταθεί μπροστά του σαν μάρτυρας υπερασπίσεων των πιστών (4,156 και συνέχεια). Επομένως, ενώ ο προφήτης αντιτίθετο στα χριστιανικά δόγματα, αναγνώριζε απολύτως το μέγεθος του Ιησού και τον τιμούσε σαν έναν από τους προδρόμους του.
Η μεγάλη αξία του Μωάμεθ στη θρησκευτική πρόοδο των Αράβων δεν οφείλεται στη δημιουργία νέων μεγάλων ιδεών αλλά αποκλειστικά στην προσαρμογή ιδεών που υπήρχαν σύμφωνα με το πνεύμα του λαού του και στον τρόπο με τον οποίο τις εκήρυττε και που εξήγειρε τα πνεύματα. Επειδή ήταν μια βαθειά αραβική φύση και απευθύνετο στην καρδιά των συμπατριωτών του, κατάφερε, παρ’ όλη τη μέχρι τότε αδιαφορία τους για τα θρησκευτικά ζητήματα να τους επιβάλλει μια καινούργια και βαθύτερη αντίληψη για την ανθρώπινη τύχη.
Απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του υπήρξε το ότι ξεκίνησε με βάση τον συναισθηματικό κόσμο και τις δοξασίες των Αράβων, και μπόρεσε να προσαρμόσει σ’ αυτά ό,τι τους πρότεινε. Όσο και αν ήταν πιστός στην αρχή της χωρίς εικόνες λατρείας του Θεού προχώρησε με μετριοπάθεια στο νέο του κατασκεύασμα: Ανεκήρυξε την Κάαβα, από όπου είχε καταργήσει τα είδωλα σπουδαιότερο ναό του κόσμου, γιατί είχε πειστεί πως ποτέ δεν θα έπαυαν οι Άραβες να λατρεύουν τη μαύρη πέτρα. Ενσωμάτωσε έτσι στο σύστημά του ένα δεδομένο του πιο εξόφθαλμου παγανισμού που, όπως φαίνεται από την αυστηρή του μεταρρύθμιση πρέπει να του ήταν τόσο ξένο όσο και η λατρεία των ειδώλων ή άλλων ιερών αντικειμένων. Κάνοντας την Κάαβα το κέντρο του αραβικού κόσμου, το κέντρο των δοξασιών του, ο Μωάμεθ μπόρεσε να υποτάξει στην κίνησή του τις δυνάμεις της εθνικής αραβικής συνειδήσεως που τότε ξυπνούσαν. Η εξαιρετική επιτυχία του Μωάμεθ στο πεδίο της κοσμικής ιστορίας οφείλεται κυρίως στο ότι ξύπνησε, ένωσε και έκανε να ξεπηδήσουν πολιτικές δυνάμεις, που ως τότε ήσαν διασπαρμένες και σε λήθαργο.
Όσο μεγάλος και αν πρέπει να θεωρηθεί ο πολιτιστικός και πολιτικός ρόλος του Μωάμεθ για τον αραβικό κόσμο, η διδασκαλία του δεν θα μπορούσε να συγκριθεί από μεταφυσικής και ηθικής πλευράς με τη διδασκαλία των άλλων τεσσάρων μεγάλων θρησκειών του κόσμου. Σε σύγκριση μ’ αυτές είναι ελάχιστες οι απαιτήσεις που θέτει ο Μωάμεθ στους οπαδούς του».
Τι πιστεύει το Ισλάμ;
Σε αντιστοιχία με τη Βίβλο των χριστιανών, ο Μωάμεθ έδωσε στους πιστούς του το Κοράνι ως θεμέλιο της θρησκείας του. Παρόλο που το Κοράνι δεν ακολουθεί μία αυστηρή θεματική ή χρονική ταξινόμηση, περιγράφει σε 114 κεφάλαια (σούρες) την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, αρχίζοντας με τη δημιουργία του κόσμου και κλείνοντας με τη διδασκαλία του Μωάμεθ. Ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν τα εσχατολογικά δόγματα του Ισλάμ, δηλαδή οι διδαχές για την έσχατη κρίση του κόσμου και για τη μεταθανάτια μοίρα του κάθε ανθρώπου που είναι ανάλογη με τον επίγειο βίο του. Το κέντρο βάρους στο Κοράνι είναι οι λεπτομερέστατες οδηγίες για την παραμικρή πλευρά της καθημερινότητας και της συνύπαρξης των ανθρώπων. Το σύστημα των αξιών και υποχρεώσεων είναι τόσο αυστηρά προκαθορισμένο, που δεν απομένει πολύς χώρος στον πιστό για την ανάπτυξη προσωπικών επιλογών.
Είναι αλήθεια ότι ο Μωάμεθ υιοθέτησε σχεδόν πλήρως την παράδοση, τη νοοτροπία, τα ήθη, το ιδίωμα και την αντίληψη περί δικαίου των τότε Αράβων προκειμένου να γίνει αποδεκτή η διδασκαλία του. Έτσι το Κοράνι είναι γεμάτο με αναφορές, διηγήσεις, μεταφορές και συμβολισμούς που αντικατοπτρίζουν πιστά τον παραδοσιακό ιστό του τότε αραβικού κόσμου.
Ο πιστός οφείλει να διαβάζει δυνατά το Κοράνι για να αισθανθεί την παρουσία του Αλλάχ και να τιμήσει τον προφήτη του Μωάμεθ και γενικά να το συμβουλεύεται σε κάθε ενέργειά του. Εκτός από το Κοράνι όμως υπάρχει άλλο ένα θεμέλιο της πίστης, η Σούννα. Η Σούννα είναι μία συλλογή από προφορικές παραδόσεις – που καταγράφηκαν αργότερα – σχετικά με τα πεπραγμένα και τις διδαχές του Μωάμεθ.
Με βάση τη Σούννα προβάλλεται η ζωή του ως πρότυπο προς μίμηση για τους πιστούς, επιπλέον ερμηνεύονται τα εδάφια από το Κοράνι, προκειμένου να καθοριστούν τα θρησκευτικά καθήκοντα των μουσουλμάνων, όπως και το τι επιτρέπεται ή απαγορεύεται να κάνουν στη ζωή τους.
Άλλωστε πίστη στο Ισλάμ σημαίνει πιστή εφαρμογή των δογμάτων στην πράξη της καθημερινής ζωής. Έτσι πίστη (αραβικά iman) και Ισλάμ (υποταγή, αφοσίωση) στην ουσία σημαίνουν ένα και το αυτό. Με άλλα λόγια όποιος πιστεύει, υποτάσσεται. Ας δούμε λοιπόν τι πιστεύουν οι μουσουλμάνοι.
Το πιστεύω του Ισλάμ είναι απλό: «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του».
Οι ουλαμάδες, οι ισλαμιστές θεολόγοι, με βάση αυτό το δόγμα διαμόρφωσαν στην πάροδο των αιώνων ένα ολόκληρο οικοδόμημα. Αυτό περιλαμβάνει έξι τομείς: περί θεού, περί αποκαλύψεως, περί προφητών, περί αγγέλων, περί έσχατης κρίσης και περί προκαθορισμού της μοίρας (κισμέτ).
Ο θεός των μουσουλμάνων ονομάζεται Αλλάχ, όπως η κεντρική θεότητα των παγανιστών Αράβων ως τον ερχομό του Μωάμεθ. Ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του:
Η σούρα 112 λέει: «Να πεις: Ένας είναι ο Θεός. Ούτε τεκνοποίησε, ούτε γεννήθηκε από κανέναν. Δεν έχει όμοιό του».
Το γεγονός ότι το Κοράνι τονίζει τόσο εμφατικά πως ο Θεός είναι ένας και μοναδικός εξηγεί γιατί στους μωαμεθανούς συναντά τόσο μεγάλη αντίδραση η χριστιανική διδασκαλία για τον τριαδικό θεό.
Το άλλο κύριο γνώρισμα του Αλλάχ είναι η παντοδυναμία, την οποία το Κοράνι εξυμνεί με ενθουσιώδεις τόνους. Ο Αλλάχ έχει σύμφωνα με το Κοράνι και άλλες ιδιότητες, με τις οποίες μπορεί να τον γνωρίσει ο πιστός μουσουλμάνος. Ένας ερευνητής του Κορανίου κατέταξε τις ονομασίες του Αλλάχ – οι οποίες εν μέρει επαναλαμβάνουν βιβλικούς χαρακτηρισμούς, όπως Άγιος, Βασιλεύς της ειρήνης κ.ά. – σε έξι κατηγορίες: 36 ονομασίες για την παντοδυναμία του Αλλάχ, 24 ονομασίες για την ευσπλαχνία και το έλεός του, 7 για τη μοναδικότητά του, 5 για το έργο της δημιουργίας του, 5 για τη ζηλοτυπία του, 4 για τον Αλλάχ ως Κριτή.
Οι πιστοί και ιδιαίτερα οι μυστικιστές συνηθίζουν να απαγγέλουν μετρώντας τις χάντρες σε ένα κομπολόι τα 99 ωραιότερα ονόματα του Αλλάχ. Εντύπωση προκαλεί το ότι ανάμεσα σε όλους τους χαρακτηρισμούς και τις ονομασίες του Αλλάχ δεν συμπεριλαμβάνεται η αγάπη. Όντως στο Κοράνι δεν φαίνεται καμία δυνατότητα προσωπικής σχέσης με τον Θεό.
Το Κοράνι είναι η ανώτερη αποκάλυψη του θεού προς την ανθρωπότητα, σύμφωνα με τους μουσουλμάνους. Αρχικά ο Μωάμεθ δίδασκε ότι η αποκάλυψη του Αλλάχ φυλάγεται στον Ουρανό (σούρα 85,22) γραμμένη πάνω σε μία πλάκα. Αυτή είναι το προαιώνιο πρωτότυπο, ενώ οι Γραφές των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών αποτελούν απλώς αντίγραφα, τα οποία διαφέρουν ελαφρά λόγω των εθνικών χαρακτηριστικών των λαών που τα έλαβαν.
Και οι 114 σούρες του Κορανίου αρχίζουν με την επίκληση του Αλλάχ, με εξαίρεση την ένατη σούρα. Ένας θετός γιος του Μωάμεθ, ο απελευθερωμένος σκλάβος Ζαΐντ (Zaid), υπήρξε ο κύριος καταγραφέας των υπαγορεύσεων του προφήτη. Μετά το θάνατο του προφήτη, ο Zaid συγκέντρωσε τα διάσπαρτα κεφάλαια και τα ταξινόμησε με βάση το μέγεθός τους, προοδευτικά από τα μεγαλύτερα ως τα μικρότερα. Ως αποτέλεσμα είναι πολύ δύσκολο να γίνει μία χρονική κατάταξη, ωστόσο είναι φανερή η σταδιακή αλλαγή στις θέσεις και στο ρόλο του Μωάμεθ, ιδίως μετά τη φυγή στη Μεδίνα. Για τους μουσουλμάνους πάντως το Κοράνι αποτελεί τον αλάθητο λόγο του θεού και απορρίπτουν κάθε κριτική προσέγγιση του περιεχομένου του.
Τα βασικά σημεία της ισλαμικής διδασκαλίας
Το Κοράνι το παρέδωσε στον Μωάμεθ ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Οι άγγελοι είναι οντότητες από φως που έχουν όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά εκτός από τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά είναι θνητοί όπως οι άνθρωποι, αλλά είναι κατώτεροί τους γιατί πρέπει να τους υπηρετούν. Έτσι, για παράδειγμα, κατά διαταγήν του Αλλάχ προσκυνούν τον Αδάμ στην ισλαμική Γένεση. Καθήκοντά τους είναι να λατρεύουν τον Αλλάχ, να είναι οι απεσταλμένοι του, να μεσολαβούν για τους ανθρώπους και να βοηθούν τους ισλαμιστές πολεμιστές. Κάθε άνθρωπος έχει δύο άγγελους προστάτες, οι οποίοι μεταξύ άλλων φροντίζουν να καταγραφεί ο βίος και η πολιτεία του σε βιβλία, τα οποία θα ανοίξει ο Αλλάχ την Ημέρα της Κρίσης για να κρίνει την ανθρωπότητα.
Το Κοράνι αναφέρει επίσης τα δαιμόνια και τα γνωστά τζίνια, ένα είδος ξωτικών, τα οποία μπορεί να είναι καλά ή κακά, έχουν ανάγκη από τροφή, αναπαράγονται και πεθαίνουν. Υπάρχει επίσης ο διάβολος, που είναι ένα έκπτωτο ον που με την πτώση του έγινε ο αντίπαλος του Αλλάχ. Η πτώση του οφείλεται στο ότι αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αδάμ επειδή τον θεωρούσε κατώτερό του. (Σούρα 2,32)
Οπωσδήποτε είναι ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να σχηματίσει μία σφαιρικότερη αντίληψη για το Ισλάμ, διαβάζοντας την κοσμογονία του όπως την παρουσιάζει ο Glasenapp στο κεφάλαιο Ο κόσμος και οι δημιουργίες.
Σύμφωνα με το Κοράνι, ο Αλλάχ στέλνει σε κάθε λαό έναν προφήτη (rasul) για να αποκαλύψει τη βούλησή του. Έτσι και ο Μωάμεθ αρχικά πίστευε ότι ήταν ο θεϊκός απεσταλμένος για τους Άραβες, αλλά αργότερα επέκτεινε την αποστολή του σε ολόκληρο τον πλανήτη και επίσης συμπεριέλαβε τα τζίνια. Οι σημαντικότεροι προφήτες στο Ισλάμ πλην του Μωάμεθ, που θεωρείται ο μεγαλύτερος και τελικός απόστολος του Αλλάχ, η «επισφράγιση των προφητών» (σούρα 33,40), είναι όλοι βιβλικοί. Συγκεκριμένα ο Αδάμ χαρακτηρίζεται ο εκλεκτός του Αλλάχ, ο Νώε, ο κήρυκας του Αλλάχ, ο Αβραάμ, ο φίλος του Αλλάχ, ο Μωυσής, ο συνομιλητής του Αλλάχ και τέλος ο Ιησούς, ο Λόγος και το Πνεύμα του Αλλάχ.
Εκτός των rasul, υπάρχουν επίσης οι nabi, κατώτεροι προφήτες που λαμβάνουν μεν αποκαλύψεις, αλλά δεν έχουν την αποστολή να τις κηρύξουν.
Οπωσδήποτε κάνει εντύπωση πόσο εξυμνητικοί είναι οι χαρακτηρισμοί στο Κοράνι για τον Ιησού, που η αποστολή του ήταν να γίνει nabi (σούρα 19,31) και rasul (σούρα 5,79) του Αλλάχ. Επιπλέον τον χαρακτηρίζει μεσσία (σούρες 3,40 και 4,169), Ευλογημένο του θεού (σούρα 19,32) και Πνεύμα του Αλλάχ (σούρα 4, 171).
Εύλογα αυτή η εξύμνηση του Χριστού καθώς και το ότι οι μαθητές του αναγνωρίζονται ως αληθινοί μουσουλμάνοι (σούρες 5, 111. 3,45), δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ισλαμική θεολογία και εξακολουθεί να θέτει πολλά ερωτηματικά. Προφανώς οι πιστοί στο Ισλάμ θα είχαν δυσκολία να καταλάβουν ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο θρησκείες που ίδρυσαν Ιησούς και Μωάμεθ με σχετικά μικρή χρονική διαφορά.
Το Κοράνι περιέχει επίσης πολλά σημεία που είναι ανιστόρητα ή και παράδοξα, τα οποία προφανώς ο Μωάμεθ είχε ακούσει από διηγήσεις για τη ζωή του Ιησού και από απόκρυφες παραδόσεις. Γίνεται λόγος π.χ. για την επιστροφή του Χριστού, όμως κατά πολύ παραμορφωμένο τρόπο. Βασικά το Κοράνι αρνείται τις δύο θεμελιακές διδασκαλίες για τον Ναζωραίο και μάλιστα δεν τις αποσιωπά απλώς, αλλά πολεμά ανοιχτά τόσο τη θεία φύση όσο και το σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού. Καμία άλλη παγκόσμια θρησκεία δεν επιτίθεται τόσο σφοδρά όσο το Ισλάμ κατά της διδασκαλίας ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού.
Το Κοράνι λέει για τη θειότητα του Ιησού Χριστού: «Λένε πως ο Φιλεύσπλαχνος έχει γιο και αυτό είναι τρομερή βλασφημία. Παρ’ ολίγο να σχιστούν οι ουρανοί σε αυτά τα λόγια, να ανοίξει η γη στα δύο και τα βουνά να γκρεμιστούν γιατί αποδίδουν στον Φιλεύσπλαχνο έναν γιο που δεν είναι δυνατόν να έχει» (σούρα 19, 91-93).
Η εμφατικότητα αυτών των στίχων οφείλεται πιθανότατα σε παρανόηση. Ο Μωάμεθ γνώριζε τη χριστιανική διδασκαλία μόνο από την προφορική – και προφανώς αρκετά διαστρεβλωμένη – παράδοση. Έτσι είχε τη γνώμη ότι η Αγία Τριάδα αποτελείται από την οικογένεια Πατέρας, Υιός και Παρθένος Μαρία (σούρα 5, 77). Το Κοράνι επίσης λέει ότι δεν σταυρώθηκε ο Ιησούς αλλά στη θέση του σταυρώθηκε ένα φανταστικό σώμα ή ανάλογα με την ερμηνεία του στίχου, «ένας που του έμοιαζε» (σούρα 4,156). Μάλιστα αυτός ο στίχος εξηγεί ότι ο Ιησούς δεν πέθανε παρά ανυψώθηκε από τον Θεό ζωντανός στους ουρανούς. Εδώ υπάρχει μία ανακολουθία, αφού στη σούρα 19,34 ο Ιησούς (ως βρέφος) μιλάει για την ημέρα του θανάτου και της ανάστασής του. Επίσης στη σούρα 3,48 ο Θεός λέει στον Ιησού: «Θα σε θανατώσω και θα σε υψώσω ως Εμένα».
Είναι γεγονός ότι αντιπαραβάλλοντας κανείς τη Βίβλο με το Κοράνι διαπιστώνει ήδη με την πρώτη ματιά πολυάριθμες αντιφάσεις που δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά σε ζητήματα ουσίας. Εν μέρει το Κοράνι διηγείται τα ίδια με τη Βίβλο, αλλά συχνά με εντελώς διαφορετική κατάληξη. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι ο Μωάμεθ, όντας μάλλον αγράμματος (σούρα 7, 156), δεν είχε διαβάσει ο ίδιος τη Βίβλο.
Εικάζεται ότι οι αποσπασματικές γνώσεις του περιεχομένου της προέρχονταν από την ελλιπή ίσως ανάμνηση από συζητήσεις του με Εβραίους και χριστιανούς που πιθανόν να είχαν και οι ίδιοι αλλοιώσει τις βιβλικές διδασκαλίες. Η Encyclopedia Britannica υποστηρίζει ότι επειδή ως φαίνεται ο Μωάμεθ δεν ήξερε ανάγνωση και βασιζόταν στις προφορικές διηγήσεις άλλων, γι’ αυτό οδηγήθηκε σε τέτοια λάθη παρανόησης ή σύγχυσης. Έτσι π.χ. ο Μωάμεθ δίδασκε ότι ο Αβραάμ κατοικούσε κοντά στη Μέκκα και ήταν παρών στη θεμελίωση του ειδωλολατρικού τεμένους της Κάαμπα. Επίσης συγχέει τη Μαρία με τη Μίριαμ την αδελφή του Μωυσή και του Ααρών, τη γέννηση του Ιησού με τη φυγή της Αγάρ και άλλα τέτοια.
Γενικά οι κρίσεις του Κορανίου για τη Βίβλο αποτελούν στην ουσία μία μετωπική επίθεση ενάντια στα ιερά κείμενα Ιουδαίων και χριστιανών καθώς υποστηρίζει ότι και οι μεν και οι δε παραχάραξαν τη Βίβλο (σούρες 2,70. 4,47-48. 5,18). Επιπλέον ισχυρίζεται ότι Ιουδαίοι και χριστιανοί εξάλειψαν από τις Γραφές τους τα σημεία που προανήγγειλαν τον ερχομό του Μωάμεθ. Πράγματι το Κοράνι έχει μία δική του αντίληψη για το έργο του Ιησού και κατηγορεί τους χριστιανούς ότι διαστρέβλωσαν τη Γραφή. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι ο Ιησούς δεν υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο κατά το ευαγγέλιο του Ιωάννη 14,16-26, για να διαιωνίσει τη ζωντανή παρουσία του μέσα στον άνθρωπο, αλλά ήρθε για να ανοίξει το δρόμο για τον Μωάμεθ. Γιατί λέει ότι ο Ιησούς είχε υποσχεθεί να στείλει όχι τον Παράκλητο, αλλά τον Περίκλητο (τον περικλεή, ένδοξο) για να τελειώσει το έργο του και Περίκλητος είναι μία απόδοση του αραβικού ονόματος Αχμέτ, που ήταν ένα από τα ονόματα του Μωάμεθ. Εννοείται πως το έργο του Χριστού υποβαθμίζεται τελείως από τη στιγμή που περιορίζεται στο να προαγγείλει τον ερχομό του περίκλητου Μωάμεθ. Γι’ αυτό και το Κοράνι πολεμά την πίστη στο σταυρικό θάνατο και στη θειότητα του Ιησού ως παραχάραξη και τονίζει: «Ο γιος της Μαρίας δεν είναι παρά ο υπηρέτης του Ύψιστου» (σούρα 43,59).
Έτσι ενώ από τη μία πλευρά το Κοράνι στολίζει τον Ιησού Χριστό με θεϊκές ιδιότητες από την άλλη επιτίθεται μετωπικά στην κεντρική χριστιανική διδασκαλία για το λυτρωτικό έργο του μεσσία. Προκειμένου να εξηγήσει αυτήν την αντίφαση η ισλαμική θεολογία στράφηκε στη μελλοντική αποστολή του Χριστού. Έτσι υπάρχουν μουσουλμάνοι που πιστεύουν ότι ο Χριστός θα επιστρέψει, αλλά για να πάρει θέση υπέρ του Ισλάμ. Θα ιδρύσει το βασίλειό του στην Ιερουσαλήμ, όπου θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια για να ταφεί μετά το θάνατό του στη Μεδίνα δίπλα στον Μωάμεθ.
***
Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σημασία του Μωάμεθ στο Ισλάμ, θα πρέπει να διαχωρίσουμε την προσωπικότητά του, όπως περιγράφεται στο Κοράνι, από την εικόνα που διαμόρφωσαν οι μωαμεθανοί στο πέρασμα των αιώνων. Στο Κοράνι ο προφήτης χαρακτηρίζεται ως ένας άνθρωπος με αδυναμίες, ελαττώματα και αμαρτίες (σούρες 40,57. 47,21). Ο Αλλάχ τον επέλεξε ως απεσταλμένο του παρόλο που δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερες θεϊκές ιδιότητες. Αντίθετα αργότερα η παράδοση τον προικίζει με θαυματουργικές δυνάμεις ή πλέκει γύρω από το πρόσωπό του ιστορίες που συχνά θυμίζουν τον Ιησού στην Καινή Διαθήκη. Φαίνεται λοιπόν ότι η ανάγκη των μωαμεθανών να έχουν έναν δικό τους μεσσία και να μπορούν να τον αντιπαρατάξουν σε αυτόν των χριστιανών, τους οδήγησε να προσδώσουν στον Μωάμεθ ιδιότητες θεϊκού σωτήρα, εκτός από αυτές του προφήτη.
Πάντως αν και ο Αλλάχ κάνει γνωστό το θέλημά του μέσω του προφήτη του στους ανθρώπους, όμως τη μοίρα τους την προκαθορίζει έτσι κι αλλιώς αυτός.
Σύμφωνα με το Κοράνι, η μοίρα του καθενός είναι προαποφασισμένη και προδιαγεγραμμένη από τον Αλλάχ. Η έκφραση «ινς Αλλάχ», «αν θέλει ο Αλλάχ», αποτυπώνει την πλήρη εγκατάλειψη του μουσουλμάνου στο γραφτό του, στο καλό ή στο κακό που έχει προκαθορίσει ο Θεός για αυτόν και που δεν μπορεί να αλλάξει ό,τι κι αν κάνει ο ίδιος (σούρες 14,4. 54, 49.3,139 κ.α.).
Με λίγα λόγια η ισλαμική παράδοση το συνοψίζει έτσι: «Ο Αλλάχ έχει προκαθορίσει για τους υπηρέτες του τη διάρκεια της ζωή τους, τις ενέργειές τους, την κατοικία τους, τα ταξίδια τους και το μερίδιό τους στη σωτηρία». Εξυπακούεται ότι απότοκο αυτής της διδασκαλίας είναι η βαθιά ριζωμένη μοιρολατρία των μουσουλμάνων.
Ένα ιδιαίτερο βάρος για τη ζωή των πιστών έχουν οι διδασκαλίες που αφορούν την ώρα της κρίσης, το θάνατο και την ανάσταση, το τέλος των ημερών και τη ζωή στον παράδεισο ή στην κόλαση. Ο Γκλάζεναπ γράφει στο κεφάλαιο Τα τελευταία γεγονότα: «Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει εξετάζεται από τους αγγέλους Μούνκαρ και Νακίρ και σε περίπτωση που χρειάζεται τιμωρείται τρώγοντας ξύλο. Κατά την κυριαρχούσα γνώμη, οι απλοί θνητοί κατοικούν από τότε στον τάφο απ’ όπου οι καλοί μπορούν να διευθύνουν το βλέμμα τους προς τον παράδεισο ενώ οι κακοί υφίστανται βασανιστήρια. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη αντίληψη, οι προφήτες, οι μάρτυρες, οι αγωνιστές της πίστεως και άλλα προνομιούχα πρόσωπα μπορούν παρ’ όλα αυτά αμέσως μετά τον θάνατό τους να μπουν στους ουράνιους κήπους. Οι μάρτυρες πρέπει να περιμένουν την ανάσταση στη γούσα πράσινων πουλιών που γεύονται τις χαρές και το νερό του παραδείσου. Αυτές οι αντιλήψεις ωστόσο δεν είναι γενικά διαδεδομένες. Έτσι πολλοί πιστεύουν πως περιμένοντας το τέλος του κόσμου οι ψυχές των πιστών ζουν στην πηγή του Ζεμζέν στην Μέκκα, και των Απίστων στην πηγή του Μπαραχύτ στο Χαντραμάουτ. Άλλοι πιστεύουν πως διαλέγουν πρόσκαιρα κατοικία στα δεξιά και στα αριστερά του Αδάμ στον κατώτερο ουρανό. Η Κρίση στην κυριολεξία της δεν θα γίνει παρά στο τέλος των ημερών.
Η προσέγγιση του τέλους του κόσμου θα γίνει αντιληπτή, γιατί οι γενικές συνθήκες ζωής δεν θα πάψουν να χειροτερεύουν και ο ισλαμικός νόμος δεν θα είναι σεβαστός. Με την εμφάνιση ενός «Μάχντι» (δηλαδή ενός ανθρώπου «οδηγουμένου» από τον θεό) η τάξη δικαίου της χρυσής εποχής των χαλιφών θα αναστηλωθεί πρόσκαιρα και η απιστία θα απωθηθεί. Με τον καιρό όμως η κατάπτωση δεν θα μπορεί να σταματήσει. Ένας αντίχριστος Αλ Νταζάλ θα εμφανισθεί και θα οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στην πλάνη. Ένα τέρας της αποκαλύψεως θα φανερωθεί και οι φιλοπόλεμοι λαοί Γωγ και Μαγώγ θα προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές. Η επιστροφή του Ιησού θα φέρει τη λύτρωση: Ο Ιζά (Ιησούς) ο οποίος μετά την ανάληψή του παρέμεινε στον ουρανό, θα κατέβει και θα σκοτώσει τον Αντίχριστο με τη λόγχη του, θα εκμηδενίσει τον Γωγ και τον Μαγώγ και θα εγκαταστήσει για μια σειρά ετών το βασίλειό του της Ειρήνης και της δικαιοσύνης. Η επιστροφή του Χριστού, στο τέλος των χρόνων δεν σημαίνει την κατάργηση του Ισλαμικού Νόμου, γιατί ο Χριστός θα παραδεχτεί τον Ισλαμισμό, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, θα λέει την ισλαμική προσευχή, θα σφάξει όλους τους χοίρους και έπειτα θα ακυρώσει τους κεφαλικούς φόρους όσων δεν είναι Μουσουλμάνοι. Επάνω σ’ αυτό αυτοί (οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί) θα τεθούν μπροστά στο δίλημμα του να εκλέξουν ή τον Ισλαμισμό ή τον πόλεμο. Επομένως όλοι οι εν ζωή άνθρωποι θα δεχτούν τότε ή θα έχουν δεχθεί τον Ισλαμισμό.
Ο Χριστός θα παραμείνει σαράντα χρόνια στην γη, έπειτα θα πεθάνει και θα ταφεί στην Μεδίνα δίπλα στον Μωάμεθ. Η προσέγγιση της τελικής κρίσεως θα αναγγελθεί από τον άγγελο Ισραφήλ με τον ήχο σάλπιγγας. Όλες οι υπάρξεις θα χαθούν τότε και ο κόσμος θα καταστραφεί. Τότε ο Θεός θα αποκαταστήσει την τάξη, θα ξυπνήσει τους αγγέλους σε μια νέα ζωή και ο Ισραφήλ θα κάνει πάλι τη σάλπιγγα να ηχήσει. Έτσι όλες οι υπάρξεις θα κληθούν στη ζωή και η ψυχή τους θα ενωθεί με το προηγούμενο σώμα τους.
Όλες θα συγκεντρωθούν τότε στον τόπο της Κρίσεως, «στην μεταμορφωμένη γη της Ιερουσαλήμ». Η τελική κρίση, αρχίζοντας έτσι θα διαρκέσει μέχρις ότου μπουν στον ουρανό όλοι οι μακάριοι και στην κόλαση όλοι οι καταδικασμένοι. Τότε ο θεός θα κατέβει από τον ουρανό στη γη και θα φαίνεται τόσο καθαρά όσο η πανσέληνος τη νύχτα.
Κάθε άνθρωπος τότε θα πάρει το βιβλίο του που σ’ αυτό οι άγγελοι θα έχουν καταγράψει τις καλές και τις κακές του πράξεις (Κ 17,14). Ο Θεός θα ζητήσει λογαριασμό από κάθε ον. Τα έργα του καθενός θα ζυγισθούνε σε μια μεγάλη ζυγαριά (Κ 7,7), και η πίστη θα είναι αντίβαρο όλων των αμαρτιών.*
Όταν ο Θεός αναγγείλει την κρίση του όσοι θα έχουν κριθεί θα διαβούνε το μεγάλο γεφύρι που είναι πάνω από την κόλαση. Οι καταδικασμένοι θα πέσουν στις κολάσεις ενώ οι δίκαιοι θα ανέβουν στα ουράνια, όπου θα αναπαυθούνε στην αρχή πίνοντας στο «ρυάκι του Προφήτη». Ενώ οι άπιστοι και οι υποκριτές θα είναι αιώνια στην κόλαση (Κ 2,75 και 57), πολλοί από τους αμαρτωλούς θα μπορούν να ελευθερωθούνε και πάλι αφού περάσει ένας ορισμένος χρόνος καθαρμού. Όσοι θα είναι στις κολάσεις θα βασανίζονται από τη φωτιά, το κρύο, τα φίδια, τους σκορπιούς, τα χτυπήματα, τις δυσωδίες. Οι καλοί θα περάσουν για πάντα στον παράδεισο όπου τρέχουν δροσεροί χείμαρροι και όπου φυτρώνουν θαυμάσια καρποφόρα δέντρα. Θα πίνουν εκεί κρασί που δεν θα τους μεθάει και θα χαρούν παρθένες με μεγάλα στήθη (Κ 78,33) που λέγονται ουρί, και που την αιδώ τους κανείς δεν την επείραξε πρωτύτερα (Κ 55,72).
Ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο είναι κάτι διάμεσοι χώροι, διαμονή των παιδιών και των ταραγμένων πνευμάτων που δεν έκαναν ούτε καλό ούτε κακό. Για πολλούς αυτό το διάμεσο βασίλειο είναι κάτι σαν καθαρτήριο, όπου οι άνθρωποι που έζησαν σε χρόνια που δεν είχαν προφήτες και όσοι έκαναν αφέσιμα αμαρτήματα εξαγνίζονται πριν περάσουν οριστικά στον παράδεισο.
Οι χονδροειδείς υλιστικές αναπαραστάσεις της ευτυχίας των πιστών συνέτειναν όχι λίγο στο να αυξήσουν την ορμή των μουσουλμάνων πολεμιστών. Ωστόσο, δεν ερμηνεύονται κατά γράμμα απ’ όλους τους Μωαμεθανούς αυτές οι επαγγελίες. Οι μυστικιστές τις ερμηνεύουνε σαν συμβολικές μορφές των όσων χαρίζει η ευσπλαχνία του Θεού».
Ο δρόμος των θεϊκών εντολών
Στο Ισλάμ οι πιστοί κατευθύνονται στη ζωή τους από δύο θεσμούς. Ο ένας είναι το Κοράνι (και η ερμηνεία του από τους θεολόγους) που καθορίζει τα της πίστης. Ο άλλος, ο οποίος παίζει και τον πιο σημαντικό ρόλο στην πραγματικότητα, είναι η Σαρία, ο ιερός νόμος που καθορίζει τους κανόνες του θεάρεστου βίου.
Η βαρύτητα της Σαρία είναι τέτοια, επειδή στο Ισλάμ ανέκαθεν το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στο να προσδιοριστούν τα καθήκοντα των πιστών με κάθε ακρίβεια. Το ερώτημα για το ποια είναι η φύση του Θεού ήταν πάντα δευτερεύον, καίτοι η αιώνια μοίρα των πιστών κρέμεται από τις αποφάσεις του, άσχετα από το αν θα έχουν τελικά να επιδείξουν καλά ή κακά έργα. Μπορεί τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια με την επέκταση των Δυτικών ιδεωδών, η βασιλεία της Σαρία να μην είναι πια απόλυτη, όμως εξακολουθεί να αποτελεί «το θεμέλιο της ισλαμικής σκέψης, την πιο χαρακτηριστική αποτύπωση της ισλαμικής ζωής, με άλλα λόγια τον καθαυτό πυρήνα του Ισλάμ».
Για τους μουσουλμάνους η Σαρία είναι αλάθητη και θεόπνευστη επειδή τέτοιες είναι οι τέσσερις πηγές της. Πρώτη, κύρια πηγή είναι το Κοράνι, το οποίο υπήρχε από προαιώνια στον Ουρανό και το οποίο αποκαλύφθηκε τμηματικά στον Μωάμεθ όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Για τις υπόλοιπες τρεις πηγές γράφει ο Glasenap:
«Ο σκοτεινός και αντιφατικός χαρακτήρας του Κορανίου χρειάστηκε από νωρίς ερμηνεία. Έτσι γεννήθηκε η θεολογική εξήγηση (ταφσίρ). Πήρε μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί οι περιστάσεις άλλαξαν και έγινε αισθητή η ανάγκη να αναζητήσουν στο ιερό αυτό Βιβλίο απαντήσεις σε ερωτήσεις που ποτέ δεν είχαν απασχολήσει τον Προφήτη. Όταν με όλη την καλή θέληση δεν μπόρεσαν να βγάλουν τίποτα σίγουρο από τα λόγια της Γραφής, αναφέρθηκαν σε ρητά του Προφήτη που μεταδόθηκαν προφορικά ή πήραν σαν πρότυπο τα έργα του ίδιου. Αυτές οι παραδόσεις γράφτηκαν σε μεγάλες συλλογές που λέγονται χαντίθ. Σαν «άγια συνήθεια» (σούνα) του Προφήτου αποτελούν δίπλα στο Κοράνιο, τη μεγάλη πηγή πίστεως του ισλαμισμού. Είναι αλήθεια πως αυτή η «Σούννα» δεν αναγνωρίστηκε απ’ όλους. Οι τάσεις που δεν θεωρούν σαν δογματική αυτήν τη γενική σούννα θεωρούνται κόμμα ή αίρεση (σχία). Αυτές οι χαντίθ βρίσκονται στη βάση των συζητήσεων των θεολόγων των οποίων η συμφωνία (ίζμα) θεωρείται σαν απόδειξη της ακριβείας μιας γνώμης. Επειδή ο Μωάμεθ υποτίθεται ότι δίδαξε ότι ποτέ οι οπαδοί του δεν θα συμφωνούσαν πάνω σε μία εσφαλμένη θεωρία και αντίστροφα επειδή οι ασήμαντες διαφωνίες εθεωρούντο σαν επιτρεπτές από τον Θεό, αφού ο Αλλάχ με την ευσπλαχνία του προβλέπει τις ανάγκες των ανθρώπων, το ίζμα ως προς τα ζητήματα πίστεως αποτελεί μια έγκυρη πηγή που προσφέρει το σχετικό περιθώριο το οποίο επέτρεψε την προσαρμογή στις διάφορες αντιλήψεις και την κατοπινή ανάπτυξη του δόγματος. Έτσι, και με έναν τρόπο ανάλογο προς το «consensus patrum» του καθολικισμού η συμφωνία των σοφών μπόρεσε να θεωρηθεί σαν έκφραση της θελήσεως του Θεού».
Η Σαρία δεν αποτελεί ένα συστηματοποιημένο, ούτε ομοιογενές δίκαιο. Αν και θεωρείται θεόπνευστος κώδικας δικαίου, προέκυψε με το πέρασμα των αιώνων από τα χέρια αναρίθμητων θεολόγων. Ο βασικός σκελετός της Σαρία προέρχεται από το εθιμικό δίκαιο που ίσχυε προ του Μωάμεθ ή από τις πρώτες διοικητικής φύσης αποφάσεις του νεοσύστατου Ισλάμ. Οι ανατολιστές που έχουν ανιχνεύσει τις απαρχές της Σαρία απέδειξαν ότι οι λόγιοι (ουλαμάδες) απλώς προσάρμοσαν στην ισλαμική ηθική τους μέχρι τότε ισχύοντες κανόνες που απολάμβαναν γενικής αποδοχής. Διάφοροι ερευνητές εκφράζουν επίσης την άποψη ότι η Σαρία με τη σειρά της προσαρμόστηκε στο δίκαιο των κατακτημένων λαών ή αφομοίωσε στοιχεία που έφεραν οι προσήλυτοι από το εκάστοτε πολιτισμικό τους υπόβαθρο.
Η Σαρία προσδιορίζει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, όπως και ανθρώπου με άνθρωπο. Οι κανόνες της από άποψη δεσμευτικότητας καλύπτουν ένα ολόκληρο φάσμα ανάμεσα στη ρητή εντολή και στη ρητή απαγόρευση από τον Αλλάχ. Καθώς η Σαρία, επομένως, περιέχει διατάξεις που δεν αφορούν μόνο την κοσμική ζωή αλλά και την πνευματική, και μάλιστα ως την τελευταία της λεπτομέρεια, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Δυτική έννοια του Δικαίου.
Αν και στη θεωρία η ισχύς της είναι δεσμευτική για τον κάθε μουσουλμάνο, περιλαμβάνει διατάξεις που είναι αδύνατο να εφαρμοστούν ή να ελεγχθούν από γήινα δικαστήρια και εναπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Αλλάχ. Ας σημειωθεί ότι η κοσμική εξουσία δεν είχε ποτέ ανάμιξη στη διαμόρφωση της Σαρία που ήταν πάντοτε στα χέρια των λογίων.
***
Τα κύρια θρησκευτικά καθήκοντα του μουσουλμάνου, όπως τα καθόρισε ο Μωάμεθ, είναι πέντε: α. η ομολογία της πίστης β. η προσευχή γ. η ελεημοσύνη δ. το προσκύνημα και ε. η νηστεία. το Ραμαζάνι.
α. Το πιστεύω των μουσουλμάνων είναι απλό και αρκεί να το απαγγείλει κάποιος ενσυνείδητα για να γίνει μωαμεθανός: «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός του Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του». Η ομολογία αυτή μπορεί επίσης να επαναλαμβάνεται ρυθμικά σαν προσευχή.
β. Η προσευχή πρέπει να γίνεται πέντε φορές την ημέρα με το πρόσωπο στραμμένο προς τη Μέκκα. Η υποχρεωτική αυτή προσευχή ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό με την αφαίρεση των παπουτσιών, τον ευπρεπή ρουχισμό, τον τελετουργικό καθαρισμό κ.ο.κ. Επιπλέον πρέπει να γίνεται σε έναν ειδικό χώρο, έστω κι αν είναι π.χ. μέσα σε ένα τρένο ή τουλάχιστον πάνω σε ένα ειδικό χαλάκι. Εκτός αυτού, είναι δυνατόν να γίνεται κατά μόνας ή ομαδικά, όμως τότε οι γυναίκες πρέπει να βρίσκονται πίσω από τους άνδρες. Εξάλλου μόνο άνδρες επιτρέπεται να συμμετάσχουν στην κεντρική προσευχή της εβδομάδας που γίνεται το μεσημέρι της Παρασκευής. Μετά την κοινή προσευχή ακολουθεί το κήρυγμα, το οποίο ιδίως τα τελευταία χρόνια αφορά ολοένα και περισσότερο κοινωνικά ή πολιτικά θέματα παρά αυστηρά θρησκευτικά.
γ. Στο Ισλάμ υποχρεωτική είναι επίσης η ελεημοσύνη με τη μορφή ετήσιας φορολογίας των πιστών.
δ. Υποχρεωτικό είναι επίσης το χατζ, το προσκύνημα στη Μέκκα, στους αγίους τόπους των μουσουλμάνων τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Το Κοράνι λέει ότι το χατζ το καθιέρωσε ο Αβραάμ. Ο χατζής (προσκυνητής) πρέπει να ακολουθήσει πιστά ορισμένους κανόνες λατρείας προκειμένου να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Εφόσον έχει απαλλαγεί από τις αμαρτίες του με το χατζ, μπορεί να μεσολαβήσει στον Αλλάχ για άλλους πιστούς.
ε. Η νηστεία γίνεται το μήνα Ραμαντάν, τον ένατο μήνα του ισλαμικού ημερολογίου, σε ανάμνηση της αποκάλυψης του Κορανίου στον Μωάμεθ που έγινε το μήνα αυτόν.
Η νηστεία είναι πολύ αυστηρή αφού απαγορεύει κάθε τροφή, ποτό, σεξουαλική επαφή και κάπνισμα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Από τη δύση μέχρι την ανατολή δεν ισχύει κανένας περιορισμός.
Πολλοί μουσουλμάνοι και μη συμπεριλαμβάνουν στα καθήκοντα του Ισλάμ τον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων ώστε να γίνει όλη η Γη ισλαμική, όπως ζητά το Κοράνι.
Ο κεντρικός κορμός του Ισλάμ και οι παραφυάδες του
Όπως σε κάθε άλλη θρησκεία, έτσι και στο Ισλάμ έχουν προκύψει ομαδοποιήσεις, αιρέσεις, μυστικιστικές τάσεις και μεταρρυθμιστικά κινήματα που στη διάρκεια της ιστορίας αλληλοπολεμήθηκαν θρησκευτικά ή και πολιτικά ή αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν. Σε γενικές γραμμές τα κύρια ρεύματα είναι οι σουννίτες, που αποτελούν το παραδοσιακό Ισλάμ, οι σιίτες και οι σούφι.
Οι σιίτες αμφισβήτησαν από νωρίς, ήδη μετά το θάνατο του Αλή, γαμπρού του Μωάμεθ ,και του Χουσεΐν, γιου του Αλή, την αξίωση των χαλιφών να θεωρούνται διάδοχοι του προφήτη στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας. Έτσι αρνούμενοι αναφανδόν το χαλιφάτο, αναγνωρίζουν μόνο τους ιμάμηδες που είναι απλώς πνευματικοί ηγέτες της κοινότητας των πιστών. Για τους σιίτες κάθε ιμάμης λαμβάνει το μυστικό «φως του Μωάμεθ». Πιστεύουν μάλιστα ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ θα ενσαρκωθεί ή έχει ήδη ενσαρκωθεί μυστικά σε έναν ιμάμη. Αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους σιίτες υπάρχει διχογνωμία σχετικά με διάφορες ενσαρκώσεις «μυστικών ιμάμηδων». Οι γνωστότερες σέκτες των σιιτών είναι οι Ισμαηλίτες, οι Δρούζοι στον Λίβανο και οι Ασσασίνοι. Οι περισσότεροι σιίτες ζουν στο Ιράν, όπου το δόγμα τους είναι θρησκεία του κράτους, στο Ιράκ, κυρίως στο νότο, στον Λίβανο, στο Τατζικιστάν και στο Αζερμπαϊτζάν.
Οι σούφι μπορεί να είναι είτε σουννίτες είτε και σιίτες. Αποτελούν το μυστικιστικό ρεύμα στο Ισλάμ, καθώς με ειδικές ασκήσεις επιδιώκουν την έκσταση και τη μυστικιστική ένωση με τον θεό. Αρχικά πιθανότατα επηρεάστηκαν από χριστιανούς ασκητές, δεδομένου ότι ακολουθούν παραπλήσιες μεθόδους όπως ο ερημιτισμός, η νηστεία και η συνεχής επίκληση του ονόματος του θεού. Οι πιο γνωστοί σούφι είναι οι δερβίσηδες που χορεύοντας και στριφογυρίζοντας ρυθμικά με τη συνοδεία οργάνων περιέρχονται σε ελαφρά έκσταση την οποία θεωρούν εμπειρία της θείας παρουσίας.
Οργανωμένοι σε αδελφότητες συνιστούν μόλις το 3% των μουσουλμάνων σήμερα. Επειδή αποτελούν τη μυστικιστική οδό στο Ισλάμ, συχνά ήρθαν σε σύγκρουση με το κατεστημένο του. Πολλές φορές έχουν καταδικαστεί από την ισλαμική ορθοδοξία για το λόγο ότι οι πρακτικές τους είναι πολύ κοντά στη μαγεία, στον παγανισμό ή στον πανθεϊσμό. Ωστόσο θεωρούνται οι άγιοι του Ισλάμ, αν και η έννοια της αγιότητας εκεί διαφέρει.
Στον ισλαμικό χώρο υπήρξαν σχεδόν εξαρχής μεταρρυθμιστικά κινήματα, των οποίων η επιδίωξη ως επί το πλείστον ήταν η εγκαθίδρυση ενός όσο το δυνατόν πιο ορθόδοξου Ισλάμ. Τα πιο γνωστά μεταρρυθμιστικά κινήματα είναι ο βαχαβισμός ή ουαχαβισμός και ο μπαχαϊσμός. Ο βαχαβισμός είναι το επίσημο θρήσκευμα του κράτους στη Σαουδική Αραβία, ενώ στον ευρύτερο κύκλο επιρρόης του βρίσκονται πάρα πολλές ισλαμικές αδελφότητες σε άλλες χώρες. Ο βαχαβισμός πρεσβεύει ένα ιδιαίτερα συντηρητικό Ισλάμ με ακραία πουριτανική ηθική. Ο ιδρυτής του Μωχάμετ ιμπν Αμπντ-αλ-Ουχάμπ (1703-1787) επιδίωκε να επαναφέρει το αρχικό Ισλάμ και πολέμησε κάθε νεωτερισμό. Γι’ αυτό απαγόρευσε τη μουσική, τον καπνό, ορισμένα είδη ενδυμασίας κ.ά.
Προς την αντίθετη μεταρρυθμιστική κατεύθυνση κινείται ο μπαχαϊσμός. Προπάτορας του κινήματος υπήρξε ο ιδρυτής του μπαμπισμού Πέρσης Σαγίντ Άλη Μοχάμετ Σιράζι (1819-1850), ένας θρήσκος σιίτης που αυτοονομαζόταν Μπαμπ, δηλαδή πύλη.
Ο Μπαμπ κατέγραψε τις αποκαλύψεις του σε ένα βιβλίο, το Μπαγιάν, στο οποίο εξυμνεί τον εαυτό του αποκαλώντας τον «αντανάκλαση της πνοής του Θεού» και φορέα του πνεύματος του προφήτη και του μάχντι. Στο βιβλίο του κηρύσσει ένα γενικό μονισμό και προτείνει αρκετές μεταρρυθμίσεις στο Ισλάμ, κυρίως κοινωνικού και ηθικού χαρακτήρα. Ο Μπαμπ εκτελέστηκε ως αιρετικός για την ανορθόδοξη εικόνα του Θεού που πρέσβευε, αλλά η διδασκαλία του συνεχίστηκε από έναν άλλον Πέρση οπαδό του, τον Μίρζα Χουσεΐν Άλη Νούρι (1817-1892). Ο Νούρι ανακήρυξε τον εαυτό του Baha Allah (Ullah), δηλαδή Δόξα του Θεού, εξού και η ονομασία μπαχαϊσμός. Η διδασκαλία της θρησκείας αυτής εμπνέεται από τον απόλυτο ισλαμικό μονοθεϊσμό και κηρύττει βασικές ανθρωπιστικές αξίες ισότητας και ενότητας μεταξύ των ανθρώπων. Επιπλέον προτείνει παγκόσμια όργανα και θεσμούς (όπως ένα διεθνές δικαστήριο, μία νέα παγκόσμια γλώσσα) για την επίτευξη του σκοπού της ενότητας του ανθρώπινου γένους. Ο Νούρι έλεγε για τον εαυτό του ότι ήταν εκδίπλωση της θεότητας και ότι είχε ενανθρωπιστεί για να γίνει ο συνεχιστής του Μωάμεθ, αν και όχι μόνο για τους μουσουλμάνους, μα για όλη την ανθρωπότητα. Έτσι θεωρούσε ότι ήταν «ο επιστρέφων Χριστός, η επανενσάρκωση του Κρίσνα, ο πέμπτος βούδας και η ενσάρκωση του μάχντι».
Το Ισλάμ στη νεότερη εποχή
Ως γνωστό και μετά το θάνατο του Μωάμεθ το Ισλάμ εξακολούθησε να εξαπλώνεται διεξάγοντας κατακτητικούς πολέμους. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του προφήτη (636-637 μ.Χ.) κατακτήθηκε η Δαμασκός και η Ιερουσαλήμ. Σύντομα είχαν την ίδια τύχη η Αίγυπτος, η Περσία και η Κύπρος. Ενώ δεν είχαν συμπληρωθεί ακόμη εκατό χρόνια από τη φυγή του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα το 622 μ.Χ., που σηματοδοτεί την αρχή του ισλαμικού ημερολογίου, το Ισλάμ είχε ήδη καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, φόβόλη τη βόρεια Αφρική, την Ισπανία, την κεντρική Ασία μέχρι τα σύνορα της Ινδίας και απειλούσε τη χριστιανική Ευρώπη στο Βυζάντιο και στη Γαλλία. Η τεράστια αυτή αυτοκρατορία για ένα πολύ μεγάλο διάστημα υπήρξε από άποψη πολιτική και πολιτισμική ένας βασικός πρωταγωνιστής στην παγκόσμια σκηνή και ο κύριος αντίπαλος της χριστιανικής Ευρώπης.
Καρπός της επέκτασης του Ισλάμ σε ένα τέτοιο πολυπολιτισμικό περιβάλλον ήταν μία πληθωρική και συναρπαστική κουλτούρα που άνθισε σε πολλούς τομείς, ιδίως της τέχνης και των γραμμάτων. Μεταξύ 1220 και 1405 οι Μογγόλοι σταματούν την εξάπλωση των μουσουλμάνων στην Ευρώπη και τότε αρχίζει ο εξισλαμισμός των Μογγόλων που ζουν στις δυτικές περιοχές. Το 1258-1370 μ.Χ. οι μουσουλμάνοι Μογγόλοι καταλαμβάνουν την Περσία και έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για την αυτοκρατορία.
Από το 1380 μ.Χ. ιδρύεται η δεύτερη ισλαμική αυτοκρατορία, αυτή των Οθωμανών. Όμως η οθωμανική αυτοκρατορία δεν έφθασε ποτέ στην ίδια ακμή που υπήρχε τη χρυσή εποχή του Ισλάμ. Τα κέντρα του πολιτισμού περιορίζονται πλέον μόνο στην Ευρώπη, γεγονός που αποτελεί μεγάλο πλήγμα για την αυτοεκτίμηση των μουσουλμάνων. Σύμφωνα με τη δική τους πίστη το Κοράνι συνιστά την πρωταρχική και συνάμα τελική αποκάλυψη του θεού, ο δε Μωάμεθ αποτελεί την «επισφράγιση όλων των προφητών». Έτσι κατά την αντίληψή τους υπερείχαν των άλλων θρησκειών, αφού μόνο αυτοί κατείχαν την ορθή πίστη, την τελική αποκάλυψη του Αλλάχ, και ζούσαν θεάρεστα.
Η εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798 ήταν η πρώτη σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που κατέρριψε την εικόνα που είχαν οι μουσουλμάνοι για τον εαυτό τους και για τον πολιτισμό τους. Η στρατιωτική υπεροχή των Δυτικών –ιδίως Γάλλων και Βρετανών –, η αποικιοκρατία, η εκβιομηχάνιση και η γενική πρόοδος της Ευρώπης έδωσαν τη χαριστική βολή στην αυτοεκτίμηση του ισλαμικού κόσμου. Γιατί αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι όχι μόνο υστερούσε στους περισσότερους τομείς, αλλά επιπλέον εξαρτιόταν από τους κατακριτέους άπιστους, ακόμη και όταν δεν ήθελε να υιοθετήσει το δικό τους τρόπο ζωής. Ευνόητα η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του απέναντι στην ανήθικη, άπιστη Δύση και η εισβολή του μοντερνισμού ως τα τελευταία προπύργιά του προκάλεσε πολλούς κλυδωνισμούς και αναθεωρήσεις στον ισλαμικό τρόπο σκέψης.
Μία μερίδα των μουσουλμάνων προσπαθεί ακόμη να γεφυρώσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ισλαμικά ιδεώδη και στη δυτικοκρατούμενη πραγματικότητα, προωθώντας έναν ελεγχόμενο συμβιβασμό και αναζητώντας το ίδιο όφελος. Μία άλλη πιο ριζοσπαστική μερίδα εξεγείρεται εναντίον των ντόπιων εκπροσώπων των Δυτικών συμφερόντων με τρόπους μέσα και έξω από τα πλαίσια της νομιμότητας. Οι σημερινές τριβές στις ισλαμικές κοινωνίες εντείνονται από το γεγονός ότι στη δική τους κλίμακα αξιών δεν περιλαμβάνονται θεσμοί που είναι αυτονόητοι για τις χριστιανικές κοινωνίες, όπως ο χωρισμός της θρησκευτικής από την εκτελεστική εξουσία, η ανεξάρτητη κοσμική δικαιοσύνη, η ελευθερία του ατόμου και το απαραβίαστο της ιδιωτικής του σφαίρας κ.ο.κ.
Βέβαια τα περισσότερα ισλαμικά κράτη σήμερα έχουν οργανωθεί με πρότυπο τα ευρωπαϊκά συντάγματα και έχουν εισαγάγει τον τριμερή διαχωρισμό των εξουσιών, ο οποίος δεν ταιριάζει με τη μουσουλμανική αντίληψη περί κράτους. Αρχηγός του κράτους είναι είτε ο βασιλιάς, όπως στη Σαουδική Αραβία, στην Ιορδανία και στο Μαρόκο είτε ο πρόεδρος, όπως σε Αίγυπτο, Συρία, Αλγερία, Ινδονησία και αλλού, αλλά και ο πρόεδρος αν και τυπικά εκλεγμένος, συχνά παραμένει επί μακρόν στο αξίωμά του. Υπάρχει επίσης ένα είδος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως οι όροι εκλογής των εκπροσώπων και της λειτουργίας του κοινοβουλίου διαφέρουν σημαντικά από τα πρότυπα των Δυτικών δημοκρατιών.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα 1915 και 1923, οι νικήτριες ευρωπαϊκές δυνάμεις μοιράζονται τα υπολείμματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ιδρύει το πρώτο λαϊκό κράτος στην Τουρκία, προωθώντας τον εξευρωπαϊσμό και την εκκοσμίκευση των θεσμών. Τον ίδιο δρόμο παίρνουν αργότερα και άλλα ισλαμικά κράτη, κυρίως μετά την ανεξαρτησία από τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις που επισπεύστηκε με τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Έκτοτε ο ισλαμικός κόσμος έχει διαμελιστεί σε πολυάριθμα μεμονωμένα κράτη. Έτσι ναυάγησε τουλάχιστον προσωρινά το ιδανικό της Ούμμα (Umma), δηλαδή να υπάρξει μία παγκόσμια κοινότητα των πιστών με υπερεθνική πολιτική ενότητα.*
Εννοείται φυσικά πως αυτά τα νέα εθνικά κράτη σε ένα μεγάλο βαθμό προήλθαν από τη χάραξη των συνόρων που επέβαλαν οι νικήτριες – και ως επί το πλείστον πρώην αποικιοκρατικές – δυνάμεις κατά το δοκούν. Ασφαλώς ο πρώτιστος σκοπός τους ήταν η εξασφάλιση πηγών ενέργειας για τη βιομηχανική Δύση. Δεύτερον, να εξασθενίσουν τα κράτη αυτά ούτως ώστε να μην υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος μελλοντικής ενοποίησης και απειλής για τις ίδιες. Τρίτον, να υπάρχουν οι ελεγχόμενες ισορροπίες στο εσωτερικό της κάθε χώρας (οικονομικές, φυλετικές κ.λπ.), ώστε να μην προκύψει ο κίνδυνος να ανατραπεί το status quo στην ευρύτερη περιοχή. Μπορεί να πει κανείς ότι το κριτήριο της διαίρεσης ήταν όντως το «διαίρει και βασίλευε» και όχι της εθνικής ομοιογένειας.
Στην αυθαίρετη οριοθέτηση των συνόρων από τους πρώην αποικιοκράτες προστέθηκε η ίδρυση του Ισραήλ το 1948, που έγινε με τις ευλογίες τους, ιδίως των Βρετανών. Έτσι ενώ η λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σήμαινε την πλήρη ανεξαρτησία για τις περισσότερες αραβικές χώρες, δεν έφερε όμως παράλληλα την πολυπόθητη ενοποίηση.
Με βάση αυτήν τη σύντομη επισκόπηση της σχέσης των μωαμεθανών με τη Δύση εύκολα καταλαβαίνει κάποιος γιατί αυτή η σχέση παραμένει τραυματική για τους πρώτους, ώστε αντιμετωπίζουν τη δεύτερη με ανάμεικτα αισθήματα δυσπιστίας, φόβου, φθόνου, αγανάκτησης και μίσους. Και ενώ ήδη από την εποχή του Μωάμεθ προσδοκούσαν ότι Ισραηλίτες και χριστιανοί θα αναγνώριζαν την ανώτερη θεόσταλτη αποστολή του προφήτη και θα ασπάζονταν μαζικά τη θρησκεία του, στην πραγματικότητα έχουν αυτοί την ανωτερότητα σε όλα τα πεδία, αν και δεν έχουν τον Αλλάχ με το μέρος τους.
Οι σταυροφορίες καταρχάς, αργότερα η εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, η αποικιοκρατική εξάρτηση από τη Δύση, η υπό δυτικούς όρους παραχωρηθείσα ανεξαρτησία, η ίδρυση και η στρατιωτική υπεροχή του κράτους του Ισραήλ έδειχναν κατά καιρούς την αναγκαιότητα μίας πειστικής απάντησης από τους μουσουλμάνους ότι έχουν πράγματι την ανώτερη θρησκεία. Η ανάγκη αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους έγινε πιο επιτακτική από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα, με τη δε νεότερη θριαμβευτική προέλαση της παγκοσμιοποίησης τίθεται ακόμη πιο έντονα επί τάπητος.
Άλλωστε οι φόβοι των μουσουλμάνων κάθε άλλο παρά καθησυχάζονται από την εισβολή στο Ιράκ και άλλα γεωπολιτικά παιχνίδια στο χώρο τους. Αυτοί οι φόβοι εντείνονται από την αμερικανική στρατηγική που στοχεύει σε μία νέα τάξη πραγμάτων στην εγγύς Ανατολή σε συνεργασία με εγκάθετες ή πειθήνιες κυβερνήσεις.
(Αναλυτικά για το ίδιο θέμα βλ. Τα Σημεία των Καιρών στο κεφ. Η Νέα Παγκόσμια Τάξη.)
Η γέννηση του φονταμενταλισμού
Όπως είδαμε, ενώ στη χριστιανική Δύση η ελευθερία και η αυτόνομη ανάπτυξη του ατόμου θεωρούνται ύψιστα αγαθά, στο Ισλάμ δεν ισχύει το ίδιο. Σε πολλούς τομείς το Κοράνι περιορίζει σημαντικά την ελευθερία του πιστού να διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις προσωπικές του επιλογές. Επίσης το ατομικό καλό πρέπει να έρχεται πάντοτε σε δεύτερη μοίρα, μετά το γενικό καλό της Ούμμα, της κοινότητας των πιστών. Αυτή η διαφορά των αντιλήψεων μεταξύ χριστιανικού και μουσουλμανικού κόσμου γίνεται ακόμη πιο έντονη αν ληφθεί υπόψη η δυτική –κυρίως αμερικανική – κυριαρχία στην παγκόσμια σκηνή και οδηγεί τον δεύτερο σε αμυντικές αντιδράσεις.
Ας σημειωθεί επιπλέον ότι την ήττα του Ισλάμ σε αυτήν την αντιπαράθεση με τη Δύση πολλοί μουσουλμάνοι την εξηγούν ως τιμωρία από τον Αλλάχ για την απομάκρυνσή τους από την αυθεντική διδασκαλία. Έτσι από το 18ο αιώνα και ύστερα παρουσιάστηκαν μεταρρυθμιστικά κινήματα με στόχο την επιστροφή στο πρώιμο, ανόθευτο Ισλάμ. Τα φονταμενταλιστικά αυτά κινήματα είχαν αφενός στο στόχαστρο την κατά την άποψή τους εκκοσμίκευση της θρησκείας και αφετέρου έθεταν πολιτικά αιτήματα.
Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να τα κατατάξει σε δύο ρεύματα, στους συντηρητικούς και στους ριζοσπάστες φονταμενταλιστές. Οι πρώτοι εκπροσωπούν τη θρησκευτική ορθοδοξία και υποστηρίζουν ότι η απάντηση στην πρόκληση του Δυτικού πολιτισμού είναι η επιστροφή στις αξίες και στην οργάνωση της ζωής όπως ήταν τον καιρό του Μωάμεθ. Έτσι ζητούν την απομόνωση του ισλαμικού από τον υπόλοιπο κόσμο με ειρηνικά μέσα.
Οι ριζοσπάστες φονταμενταλιστές αντίθετα μπορεί να μετέρχονται βία, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα. Σε αυτούς θρησκευτικά και πολιτικά αιτήματα είναι συνυφασμένα. Κυρίως η οργή τους στρέφεται κατά Δυτικών αλλά και ντόπιων κυβερνήσεων που πρακτορεύουν κατά την εκτίμησή τους ξένα συμφέροντα. Γενικά απορρίπτουν κάθε επιρροή από τη Δύση, γιατί την θεωρούν υπεύθυνη για την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτιστική καταδυνάστευση των λαών τους.
Φυσικά υπάρχει και ένα μετριοπαθέστερο ρεύμα, ως επί το πλείστον διανοουμένων, που ζητούν να συμβιβάσουν τις πατροπαράδοτες ισλαμικές αξίες με την ανάγκη εκσυγχρονισμού της κοινωνίας τους. Ένα βασικό αίτημα των φονταμενταλιστών είναι η αυστηρή εφαρμογή της Σαρία. Τα τελευταία διακόσια χρόνια, υπό την πίεση των εξελίξεων της σύγχρονης εποχής, μουσουλμάνοι λόγιοι προσπάθησαν με αρκετή επιτυχία να εκμοντερνίσουν τις παλαιές διατάξεις της , προσαρμόζοντάς τες στο σύγχρονο πνεύμα. Η τάση αυτή έχει αντιστραφεί, αφού οι φονταμενταλιστές ζητούν ή έχουν ήδη επιτύχει (π.χ. στο Ιράν ή στη Νιγηρία κατά τόπους) την πλήρη επαναφορά της Σαρία. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν σε όλα τα ισλαμικά κράτη έχει γίνει επιτακτικό το ερώτημα για το πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η σφαίρα ισχύος της Σαρία και της θρησκείας γενικότερα. Γιατί, όπως είδαμε στο Ισλάμ, η θρησκεία δεν περιορίζεται στα πνευματικά καθήκοντα του πολίτη, αλλά υπαγορεύει και ελέγχει και όλα τα άλλα όπως η ένδυση, η διατροφή, η υγιεινή, το επάγγελμα, το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο κ.λπ.
Κατά την άποψη των φονταμενταλιστών το Ισλάμ αποτελεί ένα τέλειο σύστημα που δίνει τις άριστες οδηγίες και λύσεις για όλα τα θέματα. Εφόσον ακολουθούνται με ακρίβεια οι επιταγές του, αυτόματα έρχεται κοινωνική ειρήνη, δικαιοσύνη και ευημερία για όλους. Η ουτοπία αυτή βασίζεται στην αντίληψη ότι στους χρόνους του Μωάμεθ επικρατούσαν ιδανικές συνθήκες. Για τούτον το λόγο ζητούν την κατά γράμμα εφαρμογή της Σαρία, που θεωρείται νόμος του θεού και άρα γενικής, διαχρονικής ισχύος. Ουσιαστικά η διαφορά μεταξύ μετριοπαθών και ριζοσπαστών φονταμενταλιστών έγκειται στον τρόπο εγκαθίδρυσης του ισλαμικού θεοκρατικού καθεστώτος, αν δηλαδή πρέπει να γίνεται με την πειθώ ή με βίαια πολιτικά μέσα.
Η Σαρία καθορίζει επίσης τη θέση και τα δικαιώματα των αλλόθρησκων καθώς και των γυναικών. Ισραηλίτες και χριστιανοί, για τους οποίους πιστεύεται ότι έχουν κοινές θρησκευτικές ρίζες με το Ισλάμ, διαθέτουν κάποια δικαιώματα, αν και θεωρούνται κατώτεροι των μουσουλμάνων. Για τις γυναίκες, που «έχουν τη μισή αξία από έναν άντρα», η Σαρία ορίζει ποια είναι η – αμετάβλητη στο χρόνο – θέση τους στην οικογένεια και στην κοινωνία. Υπό την επίδραση των φονταμενταλιστών σε ορισμένες ισλαμικές χώρες τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί τα βασικά δικαιώματα των γυναικών και των μη μουσουλμάνων. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις η μαρτυρία τους δεν έχει νομικό κύρος.
Εκτός αυτού, απαγορεύεται το κήρυγμα άλλων θρησκειών όπως και ο προσηλυτισμός, καθώς ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να αλλάξει θρησκεία. Οι φανατικοί μουσουλμάνοι έχουν επίσης πετύχει ή επιδιώκουν να εξαλειφθούν όλα τα «μη ισλαμικά» χαρακτηριστικά από προοδευτικούς νόμους του παρελθόντος, οι οποίοι π.χ. θέσπιζαν ευνοϊκές διατάξεις για την οικογένεια και για τη γυναίκα. Συχνά η κατάργηση των προοδευτικών νόμων ή η εξισλαμοποίησή τους βασίζεται στην πολύ στενή, δογματική ερμηνεία της Σαρία.
***
Για το πόσο σημαντική είναι τελικά για τους μουσουλμάνους η πεποίθηση ότι αυτοί μονάχα κατέχουν την ορθή πίστη και ότι όλοι οι αλλόθρησκοι πρέπει να ασπαστούν το Ισλάμ με κάθε τρόπο, δείχνουν οι παρακάτω σημειώσεις του Glasenapp: «Η εξαιρετική σημασία που δίνεται στο να κατέχει κανείς την αληθινή πίστη βρίσκει τη σαφέστερη εκδήλωσή της στο ότι μόνο η επικράτεια του Ισλάμ θεωρείται σαν επικράτεια του δικαίου. Όλες οι άλλες χώρες σχηματίζουν την επικράτεια του «πολέμου». Σε περίπτωση συνθήκης, οι κάτοικοι στις χώρες αυτές θεωρούνται σαν νομοκανονικά πρόσωπα. Στις άλλες περιπτώσεις πρέπει να τους κάνουν πόλεμο μέχρι που να τους υποτάξουν. Πρέπει να πολεμούν τους άπιστους μέχρι να ασπαστούν το Ισλάμ. Ωστόσο οι «κάτοχοι της Γραφής», δηλαδή οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί, μπορούν, όταν υποταχθούν, να συνεχίσουν να έχουν τη θρησκεία τους, αν πληρώνουν ένα χαράτσι.
Ο επιθετικός χαρακτήρας του Ισλάμ φαινόταν προπάντων στην εντολή του Ιερού Πολέμου που πρέπει να επεκτείνει τη διάδοση της θρησκείας του Προφήτη. Και εδώ, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, είναι προφανές πως το Ισλάμ δεν μπορεί να κριθεί μόνο σαν θρησκευτικό φαινόμενο, αλλά ακόμη σαν πολιτική πραγματικότητα. Ο Μωάμεθ δεν ίδρυσε μόνο μία θρησκευτική κίνηση και μία θρησκευτική κοινότητα, ίδρυσε επιπλέον ένα κράτος. Αν πολύ συχνά μετά το θάνατο του “Απεσταλμένου του Θεού”, το ιδανικό που εκείνος καθιέρωσε, μιας άρρηκτης ένωσης ανάμεσα στη θρησκεία και στο αραβικό κράτος, δεν μπόρεσε να μπει σε εφαρμογή, τουλάχιστον σαν αξίωμα που θέλει απόδειξη, έμεινε ζωντανό μέχρι σήμερα».
Ένας όρος που ακούγεται πολύ συχνά σε σχέση με τους φανατικούς ισλαμιστές είναι το τζιχάντ. Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα που επέβαλε ο προφήτης στους μουσουλμάνους ήταν το τζιχάντ που σε ακριβή μετάφραση σημαίνει «προσπάθεια προς έναν συγκεκριμένο στόχο». Συνήθως το τζιχάντ με βάση το Κοράνι (π.χ. 9,24 και 60,1), ερμηνεύεται ως «ζήλος στο δρόμο του Θεού», όπου άλλοτε έχει την έννοια του ηθικού αγώνα και άλλοτε του ένοπλου. Οι μωαμεθανοί έχουν καθήκον να υπερασπίζονται το χώρο τους από τις επιθέσεις των απίστων και συγχρόνως να καθυποτάξουν τον κόσμο των απίστων, ώσπου στο τέλος το Ισλάμ να ηγεμονεύσει σε όλη την υφήλιο. Ο αγώνας του Ισλάμ θα τερματιστεί μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι ασπαστούν την ισλαμική πίστη ή υποκύψουν στην ηγεμονία του. «Τα όρια του Ισλάμ είναι τα όρια του κόσμου», λέει ο ισλαμολόγος Άχμετ Ταχέρι.
* Σ.τ.μ. Πίστη θεωρείται μόνο η πίστη στον Μωάμεθ γιατί θα είναι ο μοναδικός προφήτης κατά την έσχατη κρίση που θα μαρτυρήσει υπέρ των πιστών του. Ως συνέπεια μόνο οι μουσουλμάνοι θα σωθούν την Ημέρα της Κρίσης.
* Σ.τ.μ. Η κοινότητα της Umma θεωρεί ότι είναι ο φορέας της θείας βούλησης σε αυτόν τον κόσμο. Συγκεκριμένα πιστεύει ότι είναι ένα εργαλείο της που έχει αποστολή να διαδώσει την πίστη στον θεό και στον απεσταλμένο του Μωάμεθ σε όλον τον πλανήτη, ούτως ώστε ολόκληρη η Γη να γίνει μία Umma (Lexicon der Religionen).