Loading...

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

2

«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή ∙

κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα αν δεν περάσει

από Εμένα».

(Κατά Ιωάννη 14,6)

Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχτηκε καταρχήν ο χριστιανισμός ήταν ο ιουδαϊσμός. Την εποχή του Ιησού Χριστού οι κεντρικές αρχές του ιουδαϊσμού με βάση την Π. Διαθήκη ήταν οι εξής :

  • Η μονοθεΐα, η πίστη σε έναν Θεό που είναι δημιουργός και άρχων των πάντων.

  • Η πίστη ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και ομοίωση αλλά επειδή επαναστάτησε εναντίον του οδηγήθηκε αφ’ εαυτού στην αυτοκαταδίκη του.

  • Η πίστη ότι ο Θεός, αν και δίκαιος κριτής, είναι επίσης φιλεύσπλαχνος. Γι’ αυτό δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ξεφύγει από την καταδίκη του, εάν προσφέρει καθορισμένες θυσίες ως εξιλέωση και συμμετέχει στα λατρευτικά τυπικά.

  • Η πίστη ότι ο Ισραήλ είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού στον οποίον αποκαλύφθηκε κατ’ αποκλειστικότητα.

  • Η πίστη ότι κατά θεία αποκάλυψη δόθηκε ο νόμος της Π. Διαθήκης, ο οποίος καθορίζει επακριβώς τους ηθικούς και τους θρησκευτικούς κανόνες (τελετουργίες-θυσίες).

  • Η πίστη ότι ο Θεός θα έστελνε έναν Μεσσία στο λαό του για να τον σώσει από τους εχθρούς του και για να τον κυβερνά αιώνια και ότι έτσι θα εγκαθιδρυόταν η ουράνια βασιλεία επί γης.

Ωστόσο η εμφάνιση και το έργο του Ιησού δεν σήμαινε μία αδιάρρηκτη συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης. Ανάμεσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη (ή συμφωνία του Θεού με τον άνθρωπο) υπάρχει μία βασική διάσταση που έγκειται στο ότι οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Ιησού Χριστό ως τον υπεσχημένο Μεσσία.

Οι Ιουδαίοι περίμεναν ότι ο Μεσσίας θα ήταν ένας πολιτικός-στρατιωτικός ηγέτης που θα κατατρόπωνε τους εξωτερικούς εχθρούς του Ισραήλ ώστε θα γινόταν το ισχυρότερο, κυρίαρχο έθνος στον κόσμο. Όμως ο Ιησούς αντ’ αυτού επιτέθηκε με ειρηνικά μέσα κατά του τυπολατρικού, διεφθαρμένου ιερατείου και κυρίως κατά της αμαρτίας στην καρδιά και στη σκέψη των ανθρώπων. Επιπλέον δίδαξε ότι η εγκαθίδρυση της ουράνιας βασιλείας επί γης είναι προσωπικό έργο του καθενός, το οποίο απαιτεί την ακολουθία του δικού του παραδείγματος.

Αντίθετα με τους Ιουδαίους, οι οπαδοί του είδαν εξαρχής τον Χριστό ως την ενσάρκωση του αναμενόμενου Μεσσία, που είναι η εισαγωγική πράξη για τη βασιλεία του Θεού. Η αμαρτία που χωρίζει τον άνθρωπο από τη θεία πηγή του και τον οδηγεί στην αδυναμία και τον πνευματικό θάνατο νικήθηκε από το σταυρικό θάνατο του Χριστού. Αυτός ο θάνατος είχε προφητευτεί επανειλημμένα και προεικονιστεί στην Π. Διαθήκη, π.χ. με τη θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ. Για τους Χριστιανούς η εθελούσια εξιλαστήρια θυσία του Ιησού ήταν το μέσο που πρόσφερε ο ίδιος ο Θεός από την αγάπη τους στους ανθρώπους για να μπορούν να συμφιλιωθούν μαζί του και να έχουν τη δύναμη να επιστρέψουν κοντά του.

Η αντιπροσωπευτική θυσία του Χριστού σήμαινε μεταξύ άλλων την κατάργηση της ιουδαϊκής λατρείας και κυρίως της ζωοθυσίας και της τυπολατρίας. Ιδίως η αυστηρή τήρηση των περίπου 600 «ιερών» καθηκόντων που είχε επιβάλει το ιερατείο στο λαό είχε απονεκρώσει τη ζωντανή θρησκευτικότητα. Στη θέση του απολιθωμένου οικοδομήματος της λατρείας που είχαν κτίσει οι «ναΐτες», ο Ιησούς έδωσε τις δύο εντολές της αγάπης που συνοψίζουν τις δέκα εντολές του Μωυσή. Ενώ οι Εβραίοι πίστευαν πως με την αυστηρή τήρηση των λατρευτικών καθηκόντων θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία, η χριστική διδασκαλία τόνιζε ότι δεν αρκεί η συνεπής τήρηση του νόμου και των τυπικών της λατρείας για να εξιλεωθεί κάποιος ενώπιον του Θεού.

Ο Ναζωραίος στηλίτευε με αυστηρότητα τους γραμματείς και τους Φαρισαίους επειδή επιβάλλοντας στο λαό υπέρογκες υποχρεώσεις, τον κρατούσαν στο σκοτάδι και επιδίωκαν το ίδιον συμφέρον για να ικανοποιήσουν τη φιλαργυρία και την αρχομανία τους.

Σε αντίθεση ο Ιησούς κήρυσσε ότι ο Θεός δίνει την αγάπη και το έλεός του ελεύθερα σε όλους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ούτε τα τυπικά προσόντα ούτε τα τυπικά έργα των πιστών, η δε λατρεία του μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε κι οποτεδήποτε χωρίς τη μεσολάβηση του ιερατείου. Δίδασκε ότι ο Πατέρας ελεεί ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, τις γνώσεις ή και τις αμαρτίες ακόμη του καθενός. Μάλιστα δίνει άφεση ακόμη και στον πιο μεγάλο αμαρτωλό, στον πιο πωρωμένο εγκληματία, αρκεί να μετανοήσει ειλικρινά για τις ανομίες του, όπως έγινε με το ληστή στο σταυρό. Από τη στιγμή δε που δείχνει κάποιος αυθεντική ταπεινοσύνη, μετάνοια και υποταγή στην ανώτερη βούληση, μεταμορφώνεται. Σπάει τα δεσμά της απομόνωσης και της αδυναμίας και μεταμορφώνεται σταδιακά και συνειδητά σε παιδί του Θεού που απολαμβάνει την πλήρη θεϊκή πατρότητα. Αλλά γι’ αυτό δεν αρκεί η πίστη στα λόγια, παρά χρειάζεται η ζωντανή ακολουθία του παραδείγματος του Ιησού Χριστού.

Έτσι για τους Χριστιανούς η σημασία των ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού δεν περιοριζόταν στη διακήρυξη μίας άκαμπτης τήρησης του νόμου. Στα μάτια τους η ιδιαίτερη σημασία τους ήταν το ότι είχαν προφητέψει τον ερχομό του Μεσσία. Πράγματι η Π. Διαθήκη έχει τουλάχιστον τριακόσιες προφητείες που αναφέρονται στη γέννηση, στο έργο και στο θάνατο του αναμενόμενου Χριστού.* Όλες αυτές, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό με ιστορικά γεγονότα της εποχής, επαληθεύτηκαν μέχρι κεραίας στο πρόσωπο του Ναζωραίου.

Έτσι για παράδειγμα, σε συμφωνία με τις προφητείες, ο Ιησούς γεννήθηκε πριν αφαιρεθεί από τον Ιούδα το σκήπτρο του (Μωυσή Γένεση 49,10), πριν γκρεμιστεί ο Ναός (Μαλαχίας 3,1), και πριν καταστραφεί η Ιερουσαλήμ (Δανιήλ 9,26). Επιπλέον έπρεπε να γεννηθεί ενόσω υπήρχαν ακόμη μητρώα των γεννήσεων, ώστε να μαρτυρείται η καταγωγή του από το γένος του Δαβίδ (Ψαλμός 89, Σαμουήλ Β΄ 7,12 κ.ά.).

Τα μητρώα αυτά χάθηκαν με την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. γεγονός που προφήτεψε και ο ίδιος ο Ναζωραίος (Ματθαίος 24,2). Εκτός αυτού ο Ψαλμός 22,17 προφήτευε τη σταύρωσή του πολύ πριν καθιερωθεί ένας τέτοιος τρόπος δημόσιας εκτέλεσης. Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να γίνει η έλευση του Μεσσία ήταν συγκεκριμένο και χρονικά πολύ περιορισμένο. Μετά από αυτήν τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο δεν θα ίσχυαν πια πολλές από τις προφητείες για το πρόσωπό του.

Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία που αποδεικνύουν την επαλήθευση των προφητειών, υπήρχαν επίσης πολλά άλλα. Ενδεικτικά ας σημειωθεί ότι είχαν προφητευθεί τα τριάντα αργύρια (Ζακχ. 11,12), οι ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του (π.χ. Ψαλμός 2,1-2.27,12), η διαπόμπευση, τα βασανιστήρια και η στωική του στάση (Ψαλμός 22,8-9 και 19). Επιπλέον στον Ησαΐα 53,9 αναφέρεται η παράλληλη σταύρωση των δύο ληστών, στον Ψαλμό 22,18 ο κλήρος μεταξύ των στρατιωτών που μοιράστηκαν τα ρούχα του Χριστού, στον Ψαλμό 69,22 το ξύδι και η χολή που τον πότισαν και πολλά άλλα.

Άρα για τους χριστιανούς ήταν αυτονόητο ότι τα κείμενα για το βίο και την πολιτεία του Χριστού θα αποτελούσαν αδιάσπαστη συνέχεια της Π. Διαθήκης. Έτσι τα ευαγγέλια θεωρήθηκαν εξαρχής θεόπνευστα έργα και σε αυτά προστέθηκαν με την πάροδο του χρόνου οι επιστολές των προϊσταμένων της νέας θρησκευτικής κοινότητας.

Σε καμία από τις άλλες παγκόσμιες θρησκείες δεν συναντάται προφητεία που να αναφέρει τον ερχομό του ιδρυτή της, αλλά και μία άλλη εντελώς χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού είναι η ανάσταση του θεμελιωτή του.

Η ανάσταση είναι η απόδειξη ότι ο Χριστός ήταν όντως όπως ισχυρίστηκε ένας ξεχωριστός απεσταλμένος και γιος του Θεού και ότι είχε όντως τη δύναμη να νικήσει το θάνατο. Ενώ οι Ιουδαίοι τον οδήγησαν στο θάνατο, ο Θεός τον ανέστησε για να τους δείξει το τρομερό τους σφάλμα.

Πάνω σε αυτό το σημείο διαφορίζεται η χριστιανική από την ιουδαϊκή πίστη. Ο διαφορισμός προέκυψε αναγκαστικά, διότι για τους χριστιανούς η λογική συνέπεια ήταν να πιστέψουν στη θειότητα του αναστημένου. Μετά την ανάσταση και την ανάληψη έγινε κοινή συνείδηση στους οπαδούς του ότι ο Χριστός είχε όλες τις ιδιότητες του Θείου Όντος. Επίσης ήταν ζωντανή η πεποίθηση ότι ο ίδιος θα ερχόταν και πάλι για να κρίνει το ανθρώπινο γένος και να φέρει την αιώνια Ειρήνη. Με την ανάσταση και την ανάληψη υποδήλωσε ότι είναι μεν ο Κύριος, αλλά ότι ο καθένας μπορεί να έχει αδελφική σχέση μαζί του, αφού πέρασε από τη Γη ως άνθρωπος και έτσι εκπροσωπεί τους ανθρώπους στον Ουρανό. Παράλληλα, με την ανάληψή του καταδείχτηκε ότι είναι ο Κύριος, τον οποίο πρέπει να αγαπάει, να πιστεύει και να μιμείται ο άνθρωπος. Κάνοντας αυτά τα τρία μεταμορφώνεται σε έναν νέο άνθρωπο που σταδιακά γίνεται επίσης μέτοχος των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού. Όπως ο Ιησούς αναστήθηκε με τη δύναμη του Θεού, έτσι και ο αληθινός πιστός ανασταίνεται σε μία νέα ζωή καθώς κόβει παλιές συνήθειες και ξεπερνάει τις αδυναμίες του με τη βοήθεια του Χριστού.

3

Αυτή η νέα, πνευματική τώρα γέννηση σηματοδοτείται από την παρουσία της θείας ενέργειας στη ζωή του πιστού, από την έκχυση του Αγίου Πνεύματος. Την Πεντηκοστή όλοι οι μαθητές του Χριστού έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και έκτοτε όλοι οι χριστιανοί έχουν τη δυνατότητα να το λάβουν, εφόσον εναρμονίζουν τη ζωή τους με τη διδασκαλία του. Οι καρποί είναι πλούσιοι. Στο μεν ατομικό επίπεδο προσφέρονται στον χριστιανό δύναμη για να αντιμετωπίσει τις προσωπικές του ατέλειες και σθένος για να προχωρήσει ενεργητικά στο καλό.

Στο δε σύνολο των πιστών, το Άγιο Πνεύμα, η θεία Ενέργεια, μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα, όπως της προφητείας ή της θεραπείας, ώστε να υπηρετεί ο ένας τον άλλον και να αποτελούν όλοι μαζί τα μέλη του πνευματικού σώματος του Χριστού.

Μετά από κάποιες αρχικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πρώτων μαθητών, τελικά ο ιουδαϊκός νόμος και τα έθιμα, όπως η περιτομή και οι εβραϊκές γιορτές, δεν ίσχυαν πια για τους νέους πιστούς. Αντί για τα πολύπλοκα τελετουργικά τυπικά των Ιουδαίων η νέα παγκόσμια θρησκεία εισήγαγε δύο βασικές μορφές δήλωσης πίστης, τη βάπτιση και την ευχαριστία.

Η νέα κοινότητα υπήρξε εξαρχής πολυεθνική καθότι το μήνυμα του Ιησού είχε απήχηση σε όλα τα έθνη πολύ περισσότερο από όσο στους Ισραηλίτες.

Ιδίως η διδασκαλία για την ενανθρώπηση του Θεού δημιούργησε προβλήματα στη διάδοση του χριστιανισμού και αποτέλεσε πέτρα σκανδάλου. Για τους Ιουδαίους λ.χ. ήταν ασύμβατη με την αντίληψή τους περί ενός μοναδικού Θεού. Η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, την οποία διαμόρφωσαν οι χριστιανοί θεολόγοι περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα, αφού ήταν δυσνόητη για πολύ κόσμο. Στα δύο αυτά θέματα θα εμβαθύνουμε αργότερα.

Ο χριστιανός και οι άλλες θρησκείες

Ασφαλώς για τον κάθε συνειδητό χριστιανό πρέπει να τεθεί κάποια στιγμή το ερώτημα πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι η δική του θρησκεία είναι η αληθινή. Φυσικά για να βρει την απάντηση οφείλει να εξετάσει την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, αν και ταπεινός μέχρις άκρων, είχε δηλώσει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού». Ο Πέτρος και ο Ιωάννης είπαν μετά την ανάστασή Του στους άρχοντες των Ιουδαίων: «Μόνον ο Ιησούς Χριστός μπορεί να μας λυτρώσει και κανένας άλλος. Ούτε ο Θεός φανέρωσε στους ανθρώπους το όνομα άλλου προσώπου με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε». Ο δε Παύλος έγραφε στους Κολοσσαείς: «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού… γεννημένος πριν από κάθε πλάσμα και τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν». Τα ίδια πίστεψαν και μαρτύρησαν από τότε αμέτρητες γενιές χριστιανών, ανώνυμοι και επώνυμοι. Αλλά άλλο μαρτυρία και άλλο απόδειξη. Είναι δυνατόν όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Λογικά όχι. Γιατί για να αποδείξουμε τη δήλωση του Χριστού ότι είναι η ύψιστη Αρχή, θα έπρεπε να επικαλεστούμε μία ακόμη «πιο ύψιστη» Αρχή, πράγμα παράλογο. Η πιο ισχυρή απόδειξη είναι να εξετάσει ο καθένας μόνος του την προσωπικότητα του Χριστού και αυτή καθαυτήν τη διδασκαλία του και εάν είναι καλόπιστος εκεί θα βρει ήδη τα εχέγγυα. Και έπειτα, εφόσον έχει πειστεί ως ένα βαθμό, πρέπει να ακολουθήσει αφ’ εαυτού έμπρακτα και με συνέπεια τη διδασκαλία, ούτως ώστε ή να πειστεί ολοκληρωτικά ή να την απορρίψει.

Ένα μέρος μίας τέτοιας εξέτασης απαιτεί ενδεχομένως να συγκρίνει κανείς ή να ανατρέξει και σε άλλες θρησκείες. Και παντού θα συναντήσει ίχνη από τη διδασκαλία του Χριστού. Γιατί παντού «ο Θεός έδωσε μαρτυρίες για τον εαυτό του» και «δόθηκε και στους αλλόπιστους η δωρεά του Αγίου Πνεύματος» (Πραξ. Απ. 14,17 και 10,45).

Θα πρέπει να τονιστεί ότι το να πιστεύει κάποιος πως ο Ιησούς Χριστός είναι η ύψιστη Αρχή δεν σημαίνει ότι είναι φανατισμένος ή στενόμυαλος. Ίσα-ίσα, ακριβώς επειδή έχει αυτήν την πίστη, μπορεί να καταλάβει καλύτερα την πίστη αλλά και την πορεία των άλλων θρησκευόμενων. Άλλωστε ο ίδιος ο Ναζωραίος συγχρωτιζόταν με όλους, με εθνικούς, με αμαρτωλούς, με μη ορθόδοξους Ιουδαίους, όπως ήταν οι Σαμαρείτες.

Ωστόσο και σε αυτήν την απροκατάληπτη στάση και την ευρύτητα πνεύματος υπάρχει ένα «άριστον μέτρον» και ένα ανυπέρβλητο όριο λέει ο συνειδητός χριστιανός. Το όριο είναι η παραδοχή ότι ο Χριστός είναι η απόλυτη Αρχή και κανένας άλλος. Συνήθως οι επιφυλάξεις σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού βασίζονται σε κάποιες φιλοσοφικές σκέψεις ή κοινωνικοπολιτικές θεωρίες. Και όντως ο καθένας έχει χρέος να σκέφτεται και να εξετάζει κριτικά αυτά που (καλείται να) πιστεύει. Όμως η κρίση οφείλει να γίνει με ταπεινή στάση καρδιάς και νου. Γιατί μόνο έτσι οδηγεί στα σωστά συμπεράσματα και όχι στην αλαζονεία ή στην πλάνη.

1

Από τη στιγμή δε που κάποιος αντιλαμβάνεται την ουσία του θεϊκού Λόγου, δεν βρίσκει πια νόημα στο να τον κρίνει με βάση κάποια ανθρώπινα κριτήρια, όσο βαθύτατα φιλοσοφικά κι αν είναι αυτά.

Με άλλα λόγια, τον Ιησού Χριστό δεν μπορεί να τον κρίνει κανείς σαν οποιαδήποτε άλλη ιστορική φυσιογνωμία. Είτε τον αρνείται είτε τον υπακούει. Είτε τον προσεγγίζει με την καρδιά ανοικτή είτε τον κρατά σε απόσταση. Άλλωστε έχει πολλές σημασίες το γεγονός ότι η χριστική διδασκαλία απαιτεί πρώτα από όλα την αγάπη. Η αγάπη είναι επίσης αφοσίωση, εμπιστοσύνη και πίστη. Πίστη, όχι απλή ευσέβεια. Πίστη εσωτερική, όχι εξωτερική. Ο Ναζωραίος κατηγορούσε τους Ιουδαίους ότι η ευσέβειά τους δεν ήταν από καρδιάς, παρά ήταν επιφανειακή, υποκριτική, ιδιοτελής και εγωιστική. Η κριτική αυτή του Ιησού απευθύνεται σε κάθε θεσμοποιημένη θρησκεία και αφορά και το μεταγενέστερο χριστιανισμό.

Η πολεμική του Ιησού Χριστού είχε και έχει στόχο της πρωταρχικά το ιερατείο. Με τις κατηγορίες του σε βάρος γραμματέων και Φαρισαίων δεν ήθελε να διαλύσει την ιουδαϊκή θρησκεία – παρόμοια κριτική έκαναν κι άλλοι ραβίνοι – αλλά να δείξει πού ήταν η πηγή της διαφθοράς και της διαστρέβλωσης, ποια ήταν τα προβλήματα και ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτά.

Το κακό, η αμαρτία, η αδυναμία, ο πόνος, η δυστυχία, δεν είναι εξωτερικά πράγματα παρά εσωτερικά και γι’ αυτό δεν εξαφανίζονται με εξωτερικά μέσα, εν είδει μαγείας. Γι’ αυτό έλεγε ο Χριστός ότι: «Οι κακές σκέψεις που οδηγούν στο φόνο, στη μοιχεία, στη λαγνεία, στην κλοπή, στη συκοφαντία και στην προσβολή έρχονται από την καρδιά. Αυτές κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο κι όχι το αν πλένει τα χέρια του πριν φάει ή όχι».

Έτσι μία κεντρική διδασκαλία του Χριστού είναι ότι οι θρησκείες δεν μπόρεσαν ούτε μπορούν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την εγγενή αδυναμία και την αμαρτία του με όλες τις τελετές τους και τα άλλα βοηθητικά μέσα που χρησιμοποιούν. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Χριστός καταδικάστηκε και σταυρώθηκε επειδή το ήθελε η θρησκευτική ηγεσία.

Ο χριστιανισμός ως θεσμός, σε οποιαδήποτε ιστορική του μορφή, δεν είναι αλάθητος. Είναι γεμάτος λάθη και αμαρτίες όπως καθετί ανθρώπινο κι όποιος δεν το παραδέχεται εθελοτυφλεί για δικούς του προφανείς λόγους.

Ένα παράθεμα από το θρησκειολογικό λεξικό Εγχειρίδιο Παγκόσμιων θρησκειών λέει: «Οι χριστιανοί λένε “ναι” στο θεσμικό χριστιανισμό, εφόσον μεταφέρει το μήνυμα του Ιησού. Λένε όμως “όχι” όταν το προδίδει, όπως γίνεται συχνά. Ο χριστιανισμός δεν είναι μοναδικός και ανυπέρβλητος, παρά μόνο ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό όταν ο χριστιανισμός παύει να μαρτυρεί για τον Ιησού Χριστό, χάνει κάθε αξία για την ανθρωπότητα».

Ωστόσο ο χριστιανισμός έχει το αποκλειστικό προνόμιο να κηρύσσει τη μία θεμελιακή αλήθεια: ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η υπέρτατη Αρχή για όλους τους ανθρώπους και η μοναδική σωτηρία για έναν διεφθαρμένο κι ανέλπιδο κόσμο.

Ο Σούνταρ Σινγκ Ινδός δάσκαλος, προσήλυτος στο χριστιανισμό, έλεγε: «Ο ινδουισμός και ο βουδισμός άνοιξαν βαθείς αύλακες, όμως δεν έχουν το ζωντανό νερό να τρέξει εκεί μέσα… Ο Χριστός είναι το νερό της Ζωής που πρέπει να τρέξει μέσα σε αυτούς τους αύλακες».

Ο Χριστός καλεί όλους, σε όποια θρησκεία κι αν βρίσκονται, να αφήσουν τις άκαρπες προσπάθειές τους να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και αμαρτίες τους και να τις εμπιστευτούν σε αυτόν. Είναι η πρόσκληση για μία μελλοντική, αλλά εφικτή κοινωνία όπου όλοι θα βιώνουν από κοινού την αξία της αγάπης.

Η ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας δίνεται με σαφήνεια στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και ιδίως συνοπτικά στις δύο εντολές για την αγάπη. Ωστόσο οι απόψεις διίστανται ως προς την ερμηνεία της και επίσης έχουν παρεισφρύσει πολλά λάθη, πλάνες κι ανθρώπινοι εγωισμοί, όπως μαρτυρεί η κατάτμηση της χριστιανοσύνης σε αμέτρητες εκκλησίες, ομολογίες κι ομάδες.

Στο δεύτερο μέρος θα αναφέρουμε απλώς τη γέννηση και την εξέλιξη των διαφορετικών απόψεων που δίχασαν το χριστιανικό κόσμο καθώς και τα σημαντικά λάθη που προέκυψαν με το χρόνο. Ακριβώς με αυτά τα λάθη θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στο τρίτο μέρος αυτού του κεφαλαίου.

P-189

P-189

Μία σύντομη ιστορία του χριστιανισμού

«Πηγαίνετε σε ολόκληρο τον κόσμο και κηρύξτε

το χαρμόσυνο μήνυμα σε όλη την κτίση».

(Κατά Μάρκον 16,15)

Η διάδοση του χριστιανισμού

Η ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού χωρίζεται σε δύο διακριτές περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει τον πρώτο, κοινοτικό χριστιανισμό ενώ η δεύτερη τον πρώιμο χριστιανισμό.

Η πρώτη περίοδος χωρίζεται σε δύο φάσεις, την αποστολική και τη μεταποστολική εποχή. Στην αποστολική εποχή υπάρχουν οι μαθητές του Χριστού που έχουν ακόμη ζωντανή την ανάμνηση των πεπραγμένων του και περιοδεύουν για να μεταδώσουν τη διδασκαλία Του. Την πιο σημαντική δραστηριότητα σε τούτον τον τομέα αναπτύσσει ο Παύλος, καθώς αυτός κυρίως κινούμενος προς δυσμάς μεταφέρει το χριστικό μήνυμα σε όλες τις περιοχές που θεωρούνταν τότε πολιτισμένες. Με την κίνησή του αυτή υπερέβη τα γεωγραφικά όρια στα οποία κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο και έτσι η νέα θρησκεία μπόρεσε σταδιακά να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.

Κατά τη μεταποστολική εποχή η νέα θρησκεία συνεχίζει να εξαπλώνεται σταθερά, ενώ αρχίζει να υποχωρεί η πίστη ότι θα ερχόταν σύντομα η επιστροφή του Χριστού. Η απομάκρυνση από αυτήν την πίστη οδηγεί τους χριστιανούς σε μία νέα αυτοσυνείδηση και συναίσθηση του ιστορικού τους ρόλου. Παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των χριστιανικών κοινοτήτων αλλάζει το οργανωτικό τους σχήμα. Ενώ αρχικά ήταν μικρές και με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους, με την πάροδο του χρόνου η οργάνωση γίνεται πιο σφικτή και εξειδικευμένη. Σε κάθε κοινότητα επιστατεί ένας επίσκοπος, αλλά ο προσηλυτισμός είναι έργο του καθενός, αν όχι ενεργά τουλάχιστον παθητικά με το προσωπικό του παράδειγμα.

Ιδιαίτερα στην αρχή η νέα θρησκεία διαδίδεται κυρίως στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεδομένου ότι το μήνυμα της συναδέλφωσης και της δικαιοσύνης βρίσκει εύλογα εκεί τη μεγαλύτερη απήχηση. Ενδεικτικά, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι σκλάβοι, αφού οι χριστιανοί τους αντιμετωπίζουν ως ισότιμους αδελφούς και όχι ως αντικείμενα με εμπορική μόνο αξία, όπως οι άλλοι.

Για τον ίδιο λόγο της ισότητας έλκονται επίσης οι γυναίκες στη νέα θρησκεία. Αυτή η ισοτιμία των γυναικών όμως δεν κρατάει για πολύ, καθότι οι καθιερωμένοι ρόλοι είναι πολύ βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση των ανθρώπων, όπως βλέπουμε από την επιστολή του Παύλου προς τους Κορίνθιους, ο οποίος εκφράζει πολλές φορές μία συντηρητική ιουδαϊκή παράδοση.

Από το 2ο αι. μ.Χ., καθώς έχουν φύγει οι γενεές που είχαν άμεση επαφή με το Χριστό ή τους μαθητές του, εμφανίζονται όλο και περισσότερες αιρετικές ομάδες, προερχόμενες κυρίως από το χώρο του γνωστικισμού.

Ωστόσο η εμφάνιση των αιρετικών ομάδων συμβάλλει στο να διεξαχθούν έντονες θεολογικές συζητήσεις, ούτως ώστε αποκρυσταλλώνεται το πιστεύω και αυξάνεται η συνοχή της κοινότητας των πιστών. Η ενωτική αυτή τάση ενισχύεται ακόμη περισσότερο λόγω των συστηματικών διωγμών κατά των χριστιανών, ιδίως τον 3ο αι. μ.Χ. που θεωρείται ο αιώνας των μαρτύρων. Η πίστη των χριστιανών είναι τόσο ζωντανή και με τέτοια ακτινοβολία, που τελικά οι διωγμοί βοηθούν πολλές φορές να πυκνώσουν οι γραμμές τους.

Στη μεταποστολική εποχή αρχίζει να γίνεται ο διαχωρισμός των λειτουργημάτων στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας (εκκλησίας) και η σύσταση κανόνων λειτουργίας.

Περίπου το 200 μ.Χ. ο χριστιανισμός ανακηρύσσεται πρώτη φορά επίσημη θρησκεία του κράτους σε ένα μικρασιατικό κρατίδιο. Αυτό γίνεται στην Οσροένη, ένα μικρό, υποτελές στους Ρωμαίους κράτος, με πρωτεύουσα την Έδεσσα, επί βασιλέως Άβγαρου Η΄. * Τον 3ο αι. μ.Χ. ο χριστιανισμός έχει πλέον επεκταθεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αποτελεί την ανερχόμενη θρησκεία

*Σ.τ.μ. : Για την προϊστορία αυτού του γεγονότος βλ. το βιβλίο του Γ. Λόρμπερ με τίτλο Η Αλληλογραφία του Ιησού με το Βασιλιά Άβγαρο εκδόσεις Πύρινος Κόσμος

.

Η ζωή στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες

Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. το να ανήκει κάποιος σε μία χριστιανική κοινότητα ήταν μία ιδιαίτερη απόφαση που συνεπαγόταν συγκεκριμένες συνειδητές επιλογές στη ζωή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ηθικής εμπνέονταν από την επί του Όρους Ομιλία. Συγχρόνως όμως είχαν αφομοιωθεί από την αρχαιοελληνική και την εβραϊκή ηθική στοιχεία που θεωρήθηκαν συγγενή με το χριστιανικό πνεύμα.

Οι βιβλικές επιστολές σε πολλά σημεία μαρτυρούν το υψηλό ήθος που επιδιώκουν ή και χαρακτηρίζει τους πρώτους χριστιανούς, πράγμα που τους δημιουργεί προβλήματα με τον αλλόθρησκο περίγυρο στην καθημερινή τριβή. Όποιος σε μια στιγμή αδυναμίας παρεκκλίνει από το σωστό δρόμο, οφείλει να υποβληθεί σε μία αυστηρή περίοδο μετάνοιας προκειμένου να του επιτραπεί να μείνει στην «κοινότητα των αγίων», όπως αυτοαποκαλούνται οι πρώτοι χριστιανοί, πράγμα που δείχνει τις μεγάλες απαιτήσεις που είχαν από τον εαυτό τους.

Αυτές οι αυστηρές ηθικές απαιτήσεις χαλαρώνουν προοδευτικά στη διάρκεια του 3ου αιώνα, όπου οι εκκλησίες αντιλαμβάνονται ότι η αποστολή τους είναι να προσφέρουν το μήνυμα της σωτηρίας στους αμαρτωλούς. Ωστόσο το ήθος παραμένει υψηλό και γι’ αυτό π.χ. δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να ασκήσουν ορισμένα επαγγέλματα. Επιπλέον οι σχέσεις μεταξύ των μελών μίας εκκλησίας ή μεταξύ των εκκλησιών χαρακτηρίζονται από παραδειγματική αλληλεγγύη.

Παρά τους στενούς δεσμούς μεταξύ τους, φροντίζουν ωστόσο να μην αποκοπούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Έτσι διαφυλάχτηκαν από το σεκταριστικό πνεύμα και την αυταρέσκεια που χαρακτηρίζουν συχνά μειονότητες που έχουν τη συναίσθηση ότι ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Χριστός δεν είχε εφαρμόσει κανένα σχήμα οργάνωσης των πιστών του. Οι σχετικές οδηγίες που έδωσε στους μαθητές του θα μας απασχολήσουν αργότερα. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να προκύπτουν ποικίλες μορφές χαλαρής οργάνωσης, καταρχάς ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και αργότερα όλο και πιο ομοιογενείς.

Τους πρώτους χρόνους η οργάνωση ακολουθεί δύο μοντέλα, όπως μπορούμε να δούμε στην Καινή Διαθήκη. Το ένα οργανωτικό σχήμα βασίζεται σε μία ηγεσία που αποτελείται από τους πρεσβύτερους της τοπικής εκκλησίας. Ένα τέτοιο σχήμα διαθέτει η εκκλησία της Ιερουσαλήμ και εκείνες στις οποίες απευθύνεται η επιστολή του Ιακώβου και η πρώτη του Πέτρου.

Το δεύτερο σχήμα είναι χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που ίδρυσε ο Παύλος. Το σχήμα εδώ είναι το χαρισματικό, καθώς βασίζεται στην πεποίθηση των πρώτων χριστιανών ότι έχουν λάβει όλοι ελεύθερα την κλήση από το Άγιο Πνεύμα να συναποτελέσουν το σώμα του Χριστού ως κοινότητα των πιστών. Μέσα σε αυτήν ο καθένας έχει μία ορισμένη λειτουργία που εξυπηρετεί το κοινό καλό. Ενδεικτικά η α΄ επιστολή προς τους Κορίνθιους αναφέρει μία σειρά από λειτουργήματα όπως της προφητείας, της θεραπείας, της διδασκαλίας κ.λπ. που κατανέμει ο Θεός στο σύνολο των πιστών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτόν τον κατάλογο των χαρισμάτων η ηγεσία της εκκλησίας είναι ένα από τα τελευταία που αναφέρονται και συνεπώς λιγότερο σημαντική.

Από ποιμαντορικές επιστολές των αρχών του 2ου αιώνα μ.Χ. προκύπτει ότι γίνεται ήδη ένας διαχωρισμός σε επίσκοπους, πρεσβύτερους και διακόνους. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία κλιμακωτή ιεραρχία, καθώς ο καθορισμός των καθηκόντων των λειτουργών είναι ελαστικός.

Άλλωστε τα απαιτούμενα προσόντα ενός επισκόπου δεν είναι διαφορετικά από εκείνα του κάθε χριστιανού, δηλαδή να είναι ηθικός, φιλόξενος, μονογαμικό κ.λπ. (Προς Τιμοθ. Α΄ 3,2-7 και Προς Τίτο 1,7-9). Το βασικότερο καθήκον του είναι να καθοδηγεί στη σωστή πίστη και να φροντίζει την εικόνα της εκκλησίας προς τα έξω.

Ενώ στις αρχές του 2ου αι. οι ηγεσίες των εκκλησιών είναι συνήθως πολυκέφαλες και έχουν διάφορες μορφές, από τα μισά του ίδιου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο ενός μοναδικού επισκόπου, κυρίως στη Μ. Ασία.

Μία πρώτη μαρτυρία γι’ αυτήν την τάση μας δίνει ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας ήδη γύρω στο 115 μ.Χ., ο οποίος χαρακτηρίζει τον επίσκοπο εκπρόσωπο και εικόνα του Θεού επί γης.

Αντίθετα της εκκλησίας της Ρώμης ηγείται ένα συμβούλιο. Ο Κλήμης της Ρώμης είναι ο πρώτος που πρεσβεύει την αντίληψη ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι απευθείας διάδοχοι των αποστόλων.

Ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει μία κάθετη οργάνωση με μία κεντρική διοίκηση. Απλώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ιερουσαλήμ ως μητρική εκκλησία έχει μία ορισμένη πρωτοκαθεδρία.

Το 2ο και ιδίως τον 3ο αιώνα σχηματίζονται οι εκκλησιαστικές επαρχίες. Στην Ανατολή ο επίσκοπος της εκάστοτε πρωτοϊδρυθείσας εκκλησίας ηγείται όλων των άλλων εκκλησιών της ίδιας επαρχίας που ιδρύθηκαν στη συνέχεια. Στη Δύση, η εκκλησία της Ρώμης προεξάρχει όλων των άλλων στην ιταλική χερσόνησο, αυτή της Καρχηδόνας προΐσταται σε όλη την Αφρική.

Ομοίως η επιρροή της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της επαρχίας όπου είναι πρωτεύουσες. Πάνω σε αυτήν τη βάση σχηματίστηκαν αργότερα τα επιμέρους πατριαρχεία.

Τον 3ο αιώνα, καθώς οι εκκλησίες στην επαρχία πληθαίνουν, οι πρεσβύτεροι, αντί απλώς για το συμβουλευτικό ρόλο που είχαν ως τότε, αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερα ποιμαντορικά καθήκοντα και έτσι διαμορφώνονται σταδιακά οι πρώτες ενορίες. Ωστόσο οι πρεσβύτεροι είναι ακόμη αυτοσυντήρητοι, ενώ επίσκοποι και διάκονοι πληρώνονται από το ταμείο της εκκλησίας για να ζήσουν και έτσι ασχολούνται αποκλειστικά με τα συναφή καθήκοντα. Οι διάκονοι μάλιστα, που τότε ήταν ανώτεροι των πρεσβυτέρων, διοικούν τα οικονομικά της εκκλησίας, τα οποία τον 3ο αιώνα αυξήθηκαν θεαματικά. Συγχρόνως όμως αυξάνεται η επιρροή των πρεσβυτέρων, καθώς διευρύνονται τα ποιμαντορικά και τελετουργικά καθήκοντά τους.

Έτσι πραγματοποιείται προοδευτικά ο διαχωρισμός μεταξύ λαού και κλήρου, όπως φαίνεται μεταξύ άλλων και από την εκλογή των επισκόπων∙ ενώ αρχικά γινόταν από τη σύναξη των πιστών, από τον 3ο αιώνα και ύστερα έγκειται στη δικαιοδοσία των πρεσβύτερων και των άλλων επισκόπων της περιοχής.

Ο λαός απλώς παρίσταται και επικροτεί. Έτσι ενώ το σύνολο των πιστών στην α΄ επιστολή του Πέτρου 2,9 και στην Αποκάλυψη 1,6 αποκαλείται «εκλεκτό γένος και βασιλικό ιερατείο», σταδιακά επέρχεται ο χωρισμός σε ποίμνιο και ποιμένες.

Οι διωγμοί των χριστιανών και η ιστορική στροφή του Μ. Κωνσταντίνου

Αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη δοκιμασία του χριστιανικού κόσμου αλλά και το εντυπωσιακότερο κεφάλαιο στη δισχιλιετή ιστορία του υπήρξε η περίοδος των διωγμών.

Οι διασωθείσες γραπτές μαρτυρίες είναι λιγοστές και όχι ακριβείς, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι δεν είναι γνωστό πόσοι χριστιανοί έπεσαν θύμα και σε ποια μέρη της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η έναρξη των διωγμών χρονολογείται στην εποχή του Νέρωνα με το κάψιμο της Ρώμης το 64 μ.Χ. και η λήξη επί Μ. Κωνσταντίνου (306-337).

Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αρχικά αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα τους χριστιανούς, ενώ μόνο οι Ιουδαίοι είχαν εχθρική στάση απέναντί τους. Είναι πάντως γεγονός ότι ο χριστιανισμός διώχθηκε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη θρησκευτική μειονότητα της εποχής. Αφορμή υπήρξε η συστηματική άρνηση των χριστιανών να συμμετέχουν στη λατρεία των θεών, του αυτοκράτορα και της Ρώμης. Στα μάτια των Ρωμαίων η άρνηση προκαλούσε τη μήνι των θεών και συνεπώς διακύβευε την ειρήνη και την ευημερία του κράτους. Έτσι διαδόθηκε η φήμη ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε στασιαστικό κίνημα κατά του αυτοκράτορα και του κράτους. Ιδίως σε περιόδους φυσικών ή άλλων καταστροφών σημειωνόταν έξαρση των διωγμών ή και μεμονωμένα περιστατικά λυντσαρίσματος των χριστιανών που θεωρούνταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά. Επιπλέον η αυστηρότητα των ηθών τους και ο κοινός βίος αγάπης τους έκανε να ξεχωρίζουν και να προκαλούν την καχυποψία των αρχών.

Η αναστροφή του κλίματος αυτού ήρθε με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με ένα θρύλο ο Caius Flavius Constantinus πριν από μία αποφαστιστική μάχη είχε ένα όραμα όπου είδε το σταυρό στον ουρανό και άκουσε μία φωνή που του έλεγε : «Εν τούτω νίκα!»

Μετά τη νίκη του επί του αντιπάλου του αυτοκράτορα Μαξεντίου το 312 μ.Χ. προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό. Στη συνέχεια πολλοί άλλοι αυτοκράτορες μεταπήδησαν στο χριστιανισμό και έτσι αναδείχτηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Κωνσταντίνος με το έδικτο του Μιλάνου καθιέρωσε ήδη το 313 την ανεξιθρησκία και την ισότητα των θρησκειών.

Έκτοτε άρχισε η αντιστροφή των όρων. Ενώ προηγουμένως ήταν διακινδυνευμένο και θαρραλέο να δηλώσει κάποιος χριστιανός, τώρα συρρέουν στην εκκλησία πολλοί συνοδοιπόροι που ακολουθούν το συρμό.

Εύλογα έπεσε τότε το επίπεδο της πνευματικότητας και των ηθικών απαιτήσεων μέσα στο πλήρωμα. Συγχρόνως, ενώ οι ειδωλολατρικές θρησκείες ανέχονταν κάθε άλλη δίπλα τους, αφού πρέσβευαν έτσι κι αλλιώς την πολυθεΐα, η χριστιανική εκκλησία απαιτούσε να έχει το μονοπώλιο στο κράτος.

Έτσι δυστυχώς δεν περιορίστηκε στο να οριοθετηθεί απέναντι στις άλλες θρησκείες προβάλλοντας την πίστη της στον έναν Θεό. Όλο και πιο συχνά τα πλήθη προέβαιναν σε πράξεις βίας, βανδαλισμού και κατέστρεφαν ειδωλολατρικούς ναούς. Όποιος ήταν μέχρι πρότινος εθνικός, θεωρούσε καθήκον του να συμμετάσχει σε τέτοιους βανδαλισμούς για να αποδείξει τη μεταστροφή του.

Η αναγνώριση της εκκλησίας από το κράτος της απέφερε πολλά ανώριμα νέα μέλη. Επιπλέον απέκτησε μία μεγάλη εξουσία και ισχύ, που ασφαλώς δεν ταίριαζε με τις επιταγές και τα ιδεώδη του απλού Ναζωραίου, και ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με τα κοσμικά πράγματα. Ως παρεπόμενο της σύνδεσής της με την κρατική εξουσία η εκκλησία άρχισε να έχει πρόσβαση σε τομείς του πολιτισμού όπως η εκπαίδευση και η επιστήμη και να τους συνδιαμορφώνει καθοριστικά.

Ενώ ο Κωνσταντίνος επεφύλαξε μία προνομιακή μεταχείριση για τη χριστιανική εκκλησία διατηρώντας παράλληλα την ανεξιθρησκία, οι διάδοχοί του δεν κράτησαν μία τέτοια ισορροπία. Το 341 μ.Χ. απαγορεύονται επί ποινή θανάτου οι θυσίες και η δεισιδαιμονία, μία κατηγορία που μέχρι πρότινος στρεφόταν κατά των χριστιανών. Το 346 επιβάλλεται σε όλη την επικράτεια το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών.

Σταδιακά οι πρώην διωκόμενοι μετατρέπονται σε διώκτες. Τελικά με το έδικτο του 380 μ.Χ. σηματοδοτείται το τέλος των θρησκευτικών ελευθεριών για τους μη χριστιανούς. Η εκκλησία ανακηρύσσεται σε εκκλησία του κράτους και ταυτόχρονα ορίζεται ότι η μόνη έγκυρη εκδοχή του δόγματος είναι εκείνη που εκπροσωπεί ο επίσκοπος της Ρώμης. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να είναι κάποιος χριστιανός, αλλά πρέπει και να ακολουθεί την εκκλησιαστική γραμμή. Παρεκκλίσεις από αυτήν τη γραμμή, όπως και η αλλοθρησκία, τιμωρούνται ως εγκλήματα κατά του κράτους. Το 385 μ.Χ. λαμβάνει χώρα η πρώτη εκτέλεση “αιρετικού” χριστιανού στην Τριρ της Γερμανίας, γεγονός που σύμφωνα με τον Walter Nigg αποδεικνύει ότι η Ιερά Εξέταση είχε πολύ παλιές ρίζες.

Η συνέπεια του θρησκευτικού εδίκτου του 380 μ.Χ. ήταν να εξαφανιστεί μέσα σε λίγο καιρό η επίσημη ειδωλολατρία, ενώ καταστράφηκαν σημαντικοί ναοί και καλλιτεχνήματα.

Η εκκλησία από την πλευρά της, για να δικαιολογήσει τον εναγκαλισμό της με το κράτος, άφησε να κυκλοφορήσει ο θρύλος ότι ενώ αρχικά ο Κωνσταντίνος καταδίωκε τους χριστιανούς, άλλαξε πίστη όταν τον θεράπευσε από τη λέπρα ο επίσκοπος Ρώμης Συλβέστρος.

Ο θρύλος λέει μάλιστα ότι από ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του παραχώρησε την πολιτική εξουσία επί του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας στον πάπα της Ρώμης. Έτσι πολύ αργότερα, στα μισά του 8ου αιώνα, ο πάπας Στέφανος Β΄ στηριζόμενος σε αυτόν το θρύλο, παρουσίασε ένα ψεύτικο έγγραφο που υποτίθεται ότι αποδείκνυε αυτήν την παραχώρηση εξουσίας που έμεινε γνωστή ως «κωνσταντίνεια δωρεά».

Τα πρώτα βήματα της χριστιανικής θεολογίας

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το τι ακριβώς δίδασκαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι. Ένα είναι βέβαιο, όπως συνάγεται από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ότι η διδασκαλία τους περιστρεφόταν γύρω από το απολυτρωτικό έργο, το θάνατο, την ανάσταση και τη μελλοντική επιστροφή του Χριστού. Εύλογα είχαν να αντιμετωπίσουν τη βασική ερώτηση: «Ποιος είναι αυτός ο Ιησούς και τι διδάσκει;» Βλέπουμε ότι στα ευαγγέλια και ιδίως στις επιστολές του Παύλου καταβάλλεται προσπάθεια να απαντηθεί με σύστημα και σφαιρικότητα αυτό το ερώτημα. Είναι αναγκαίο να δοθούν σύνθετες απαντήσεις προκειμένου να διδαχθούν τόσο οι εκχριστανισμένοι Ιουδαίοι όσο και οι εθνικοί.

Ιδιαίτερα ο Παύλος ανέπτυξε μία ιδιάζουσα θεολογία προσαρμοσμένη στις εκάστοτε τοπικές ιδιομορφίες και ανάγκες. Πρέπει να σκεφτούμε ότι κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές δοξασίες, απόψεις και εκδοχές της διδασκαλίας∙ στις νεοσύστατες κοινότητες υπήρχε ένας πληθωρισμός και πλουραλισμός ιδεών. Στο πλαίσιο αυτό της ζύμωσης των διιστάμενων απόψεων διεξαγόταν έντονη συζήτηση για το ποια ήταν σωστή και ποια όχι. Ωστόσο δεν υπήρχε εξαρχής ένα κοινά αποδεκτό κριτήριο ή μία αρχή που να αποφάσιζε το ορθό ή όχι μίας άποψης.

Ήδη οι απόστολοι είχαν διαφορετικές απόψεις, όπως διαβάζουμε λ.χ. στην επιστολή προς τους Γαλάτας 2,11. Επίσης στις περισσότερες επιστολές γίνεται κριτική σε λανθασμένες διδασκαλίες και αντιλήψεις που αναφύονται σχεδόν σε κάθε εκκλησία. Αυτό είναι λογικό καθόσον οι νέοι πιστοί προέρχονται από ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και φέρνουν μαζί τους διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις στη νεοσύστατη θρησκεία.

Έτσι ανάλογα με το τι είναι από πολιτισμική άποψη ο περίγυρος της κάθε εκκλησίας διαμορφώνει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ελληνιστικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από την ελληνική και τη ρωμαϊκή φιλοσοφία και βιοσοφία. Επίσης η τριβή με το γνωστικισμό συνεπιφέρει άλλου είδους αντιπαραθέσεις και επιδράσεις. Ως επακόλουθο οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες δεν παρουσιάζουν ιδεολογική ομοιογένεια. Σε αντιστάθμισμα ωστόσο υπάρχει πολύ έντονο συναίσθημα ότι όλοι είναι αδελφοί, ενωμένοι στο πνεύμα του Χριστού. Όλοι ομολογούν την πίστη τους στο όνομά του, αλλά ο καθένας με το δικό του τρόπο.

Την περίοδο μεταξύ 90 και 160 μ.Χ. η σκυτάλη της θεολογίας παραλαμβάνεται από τους λεγόμενους αποστολικούς πατέρες, υπό την έννοια ότι έπονται της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής. Τα δικά τους κείμενα δεν θα συμπεριληφθούν αργότερα, στο τέλος του 2ου αιώνα, στο σώμα της Καινής Διαθήκης και άρα δεν έχουν κανονική ισχύ. Ωστόσο συνιστούν συνεπείς προσπάθειες των συντακτών τους να συνεχίσουν στο δρόμο που είχαν χαράξει οι ευαγγελιστές και οι επιστολογράφοι της Καινής Διαθήκης, επεξεργαζόμενοι παραλλήλως θέματα που αφορούν σε νέες καταστάσεις. Η διαφορά των αποστολικών πατέρων είναι ότι επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στην καθαρά οργανωτική πλευρά των εκκλησιαστικών καθηκόντων. Ο ενθουσιασμός των πρώτων χριστιανών έχει υποχωρήσει σημαντικά και έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πραγματισμό και την καθημερινότητα.

Το πλήρωμα των πιστών δεν εκζητά πια με τον ίδιο ζήλο τα χαρίσματα του Πνεύματος, όπως συνιστούσε ο Παύλος. Το αίτημα των καιρών είναι τώρα να υπάρχουν άξιοι λειτουργοί της εκκλησίας. Καθώς προχωρεί ο επαγγελματισμός στην εκκλησία, πρεσβύτεροι, διάκονοι και επίσκοποι κερδίζουν σε κύρος και επιρροή. Είναι η περίοδος όπου οι εκκλησίες αποκτούν οργάνωση και συνοχή χάρη στην εισαγωγή καταστατικών αρχών και τις προσπάθειες των επισκόπων τους.

Ενώ το πρωταρχικό μέλημα πολλών αποστολικών πατέρων είναι η εξωτερική, οργανωτική οχύρωση των εκκλησιών, άλλοι πατέρες επικεντρώνονται στην εσωτερική οχύρωση, πραγματευόμενοι βασικά θεολογικά ζητήματα που απασχολούν εκείνη την εποχή τους χριστιανούς.

Κυρίως είναι διάχυτη η ανάγκη να συμφωνηθεί ποια βιβλία θα πρέπει να θεωρηθούν ισότιμα με τις «Γραφές», δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Στη συνείδηση των χριστιανών πολλά πρωτοχριστιανικά κείμενα είναι ιερά, παρ’ όλο που μόνο εκείνα της Π. Διαθήκης θεωρούνται αυθεντικά. Στην πράξη παράλληλα με αυτά στις εκκλησίες διαβάζονται επίσης τα ευαγγέλια, έργα του Ερμά και του Βαρνάβα κ.ά.

Οι προτάσεις για το ποια κείμενα πρέπει να συμπεριληφθούν σε έναν γενικής αποδοχής κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι πολλές. Μία από αυτές τις προτάσεις είναι του Μαρκίωνα στα μέσα του 2ου αιώνα, που εγκρίνει μόνο το ευαγγέλιο του Λουκά και τις επιστολές του Παύλου, ενώ αποκλείει τα υπόλοιπα. Το πρόβλημα όμως με την πρόταση του Μαρκίωνα είναι ότι η αντίληψή του για τον Χριστό είναι αντίθετη με την αντίληψη που έχει διαμορφωθεί ήδη στην εκκλησία. Ως απάντηση στην κίνηση του Μαρκίωνα αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται από όλες τις εκκλησίες ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης και έτσι συγκροτείται για πρώτη φορά ένα κριτήριο χριστιανικής ορθοδοξίας πάνω στο οποίο πρέπει να συμφωνούν όλοι.

Ένα δεύτερο κοινό κριτήριο είναι η ομολογία της πίστης που έρχεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πολλών διαφορετικών ερμηνειών που δίνονται στις Γραφές.

Τέλος, άλλο ένα καθοριστικό βήμα για τη θεμελίωση της ομογνωμοσύνης είναι οι επισκοπικές σύνοδοι που συγκαλούνται από τα τέλη του 2ου αιώνα κι έπειτα για να αντιμετωπιστεί ο μοντανισμός.

Ο Μοντανός ανέπτυξε ένα ασκητικό δόγμα που αφενός απαιτούσε έναν αυστηρό χριστιανικό βίο και αφετέρου αρνιόταν τη θεσμική ιεραρχική διοίκηση της εκκλησίας, ένα δόγμα που ήταν καθ’ όλα συμβατό με τη βασική χριστική διδασκαλία. Όμως οι εκκλησίες προτίμησαν να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι τον 3ο αιώνα από τη μία πλευρά οι πιο αυστηρές πρακτικές εξαγνισμού και μετάνοιας χάνουν έδαφος, ενώ από την άλλη ενισχύεται η εξουσία και το κύρος του κλήρου. Το τελευταίο στοιχείο δείχνει την τάση της εκκλησίας προς μία πιο συγκεντρωτική και συντηρητική κατεύθυνση.

Τελικά, η μόνη αποδεκτή άποψη είναι αυτή που εκπροσωπείται από μία θεσμική, συγκεκριμένη επίσημη εκκλησία. Όλες οι άλλες απόψεις θεωρούνται αιρετικές. Κατ’ επιταγήν μάλιστα του -μετέπειτα αγίου- Αυγουστίνου οι αντιαιρετικοί νόμοι εφαρμόζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα εις βάρος των Δονατιστών, οι οποίοι απαιτούν κυρίως ένα ηθικό άμεμπτο κλήρο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκρυσταλλώνεται η θρησκευτική πίστη που έχει τις ευλογίες της εκκλησίας. Επιπλέον, αυτή η πίστη προωθείται κι από το κράτος μετά τον 4ο αιώνα, από τον Θεοδόσιο Α΄, τον πρώτο ορθόδοξο, δηλαδή έχοντα την “ορθή πίστη”, αυτοκράτορα.

Ως συνέπεια της κρατικής υποστήριξης δεν έχουν πια καμία δυνατότητα ύπαρξης οι αιρετικές απόψεις εντός και εκτός της επίσημης εκκλησίας.

Η εξέλιξη της αρχέγονης εκκλησίας

Αρχές του 4ου αιώνα ο χριστιανισμός γίνεται επίσημα θρησκεία του κράτους. Έτσι η εκκλησία αποκτά απροσδόκητα τη δυνατότητα να έχει μείζονα λόγο στο θρησκευτικό, ηθικό και πολιτιστικό βίο της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Επιπλέον, όπως είδαμε, η ανακήρυξη σε θρησκεία του κράτους δίνει στην εκκλησία τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα ενιαίο δόγμα και να το υπερασπίσει με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας.

Την ίδια περίοδο που αρχίζουν τα πρώτα συμπτώματα διάλυσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αρχίζουν επίσης στην Ανατολή οι θεολογικές έριδες για τον Ιησού Χριστό και την Αγία Τριάδα. Οι χριστιανοί, πλήρωμα και ιεραρχία, χειροδικούν αναμεταξύ τους ερίζοντας περί της φύσης του Χριστού, σε βαθμό που καταντούν περίγελως και αντικείμενο σαρκασμού στα θέατρα των εθνικών.

Στο τέλος επιβάλλεται ένα ενιαίο δόγμα, όμως πολλές ανατολικές κοινότητες θεωρούν ότι πρόκειται για λανθασμένο συμβιβασμό μεταξύ ηγετικών κύκλων και εκκλησιαστικών κέντρων.

Από τη μία πλευρά ο μονομερής τονισμός της θεϊκής φύσης του Χριστού από τους Ανατολικούς και από την άλλη οι τάσεις τους για εθνική ανεξαρτησία, οδηγούν στην πρώτη διάσπαση της εκκλησίας. Αίγυπτος, Συρία, Αιθιοπία και Αρμενία, όπου επικρατούν οι μονοφυσυτικές εκκλησίες, είναι οι πρώτες που ανεξαρτοποιούνται από τη Ρώμη. Τα πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ αποκόπτονται από την ένωση των εκκλησιών της αυτοκρατορίας ήδη κατά τα τέλη του 5ου αιώνα. Έτσι μόνο τα πατριαρχεία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης μένουν ενωμένα, όμως μεταξύ τους υποβόσκει εξαρχής περισσότερο ή λιγότερο ανοικτά ένας ανταγωνισμός. Είναι πολυάριθμες οι προσπάθειες από την πλευρά του πάπα να χειραγωγήσει τον πατριάρχη της Νέας Ρώμης και να επιβάλλει την άποψή του σε σημαντικά θεολογικά ή εκκλησιαστικά θέματα, αλλά και για το αντίθετο υπάρχουν μαρτυρίες. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο ότι οι δύο αδελφές εκκλησίες δεν συμπεριφέρονται σαν αδελφές. Μετά τα προσωρινά σχίσματα του Ακάκιου (484-519) και του Φώτιου (867-880), τελικά το 1054 οι δύο εκκλησίες, η ελληνική και η λατινική, χωρίζουν οριστικά, ενώ τον ίδιο χρόνο ιδρύεται η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.

Μετά το σχίσμα, η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ακολουθεί το δικό της δρόμο. Τονίζει με έμφαση ότι ο Χριστός είναι η μοναδική κεφαλή και ο μόνος ποιμένας όλης της χριστιανικής εκκλησίας, η οποία από την Πεντηκοστή κι ύστερα καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα. Η Ρώμη μπορεί μεν να έχει τα πρεσβεία τιμής, όμως ούτε ο πάπας, ούτε κανένας άλλος, είναι εκπρόσωπος του Θεού επί γης.

Για την ελληνορθόδοξη εκκλησία ισχύει μόνο το τριαδικό δόγμα, όπως διαμορφώθηκε στις επτά πρώτες οικουμενικές συνόδους. Τα μεταγενέστερα δόγματα, λ.χ. για το πρωτείο του πάπα, για το καθαρτήριο και για τη Θεοτόκο, δεν τα αναγνωρίζει.

Επίσης, θεωρεί ότι διατηρεί αδιάκοπα την Αποστολική διαδοχή, καθώς δια του Αγίου Πνεύματος είναι συνδεδεμένη με την Αποστολική παράδοση.

Ένα πρόβλημα που δίχασε για πολλούς αιώνες τις εκκλησίες, ήταν η εικονομαχία. Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία και η εκκλησία υποστηρίχτηκε από τους αυτοκράτορες, η χριστιανική λατρεία μπολιάστηκε με αναρίθμητα ειδωλολατρικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να προκύψουν αναγκαστικά αντιδράσεις. Τέτοιες αντιδράσεις υπήρξαν από νωρίς ήδη, π.χ. από τη σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ. όπως και από τον Ευσέβειο Καισαρείας.

Οι διαφωνούντες τόνιζαν το ασύμβατο της χρήσης εικόνων με τη δεύτερη εντολή του μωσαϊκού Δεκαλόγου, αλλά και με την παράδοση της εκκλησίας.

Ωστόσο με τον εκχριστιανισμό ευρύτερων εθνικών μαζών μεταφυτεύτηκαν όλο και περισσότερα ειδωλολατρικά στοιχεία, ενώ τα όρια ανοχής της εκκλησίας γίνονταν όλο και πιο ελαστικά. Η ειδωλολατρική λατρεία θεών και ηρώων μεταμορφώθηκε σε λατρεία των αγίων. Τα δε «θαύματα» των «αγίων» αποδόθηκαν σύντομα και στις εικόνες τους.

Η λατρεία των εικόνων έφτασε σε σημείο τέτοιο που τον 6ο και 7ο αιώνα είχαν κατακλύσει το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν περιοριζόταν μόνο μέσα στους ναούς, αλλά συχνά πήρε διαστάσεις υπερβολής και δεισιδαιμονίας, όπως κατήγγειλαν ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες.

Παραδόξως την πρώτη απαγόρευση της προσκύνησης των εικόνων, η οποία σφράγισε τον 8ο και τον 9ο αιώνα, την επέβαλε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄, ο οποίος προηγουμένως είχε επικροτηθεί επειδή είχε διατάξει τον αναγκαστικό εκχριστιανισμό των Εβραίων.

Η απαγόρευση προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας της Ρώμης και κυρίως των μοναχών ολόκληρης της αυτοκρατορίας, οι οποίοι αντλούσαν μεγάλα χρηματικά οφέλη και επιρροή πάνω στο χριστεπώνυμο πλήθος από την εικονολατρία. Από την άλλη πλευρά οι εικονοκλάστες κινούνταν επίσης από εξουσιαστικά κίνητρα, ιδίως ελέγχου των μοναχών. Εκτός αυτού όμως υπήρχε βέβαια η θέληση να επανέλθει σε πνευματικότερες μορφές η χριστιανική λατρεία χωρίς χρήση υλικών ή απεικονιστικών μέσων, όπως υπαγόρευε η Π. Διαθήκη και οι ρήσεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και όπως ίσχυε στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ.

Οι εικονολάτρεις πάλι υποστήριζαν ότι η λατρεία αποδίδεται στο αναπαριστώμενο πρόσωπο και όχι στην εικόνα του και συνεπώς αυτό δεν αποτελεί ειδωλολατρία.

Εκτός αυτού θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός για να λυτρώσει τον άνθρωπο επέτρεπε την απεικόνισή του.

Γεγονός είναι ότι με την τελική νίκη των εικονόδουλων βγήκε κερδισμένος ο μοναχισμός καθώς ενισχύθηκε ο θεσμός του μοναχισμού και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της λατρείας.

Στο τρίτο τμήμα αυτού του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη μεταφύτευση ειδωλολατρικών πρακτικών στο χριστιανισμό, και με τη λατρεία λειψάνων και αγίων.

Ο Παπισμός

Την πρωτοχριστιανική εποχή πίστευαν ότι όλοι οι απόστολοι και όσοι τους διαδέχθηκαν στη συνέχεια ήταν εξίσου αρμόδιοι να μεταφέρουν τη διδασκαλία του Χριστού και να καθοδηγούν τους πιστούς, χωρίς διαφορές μεταξύ τους. Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα όλες οι τοπικές εκκλησίες ήταν αυτόνομες, απλώς εκείνη της Ρώμης ήταν μία από τις σημαντικότερες και πολυπληθέστερες, ο δε επίσκοπος της Ρώμης εθεωρείτο «primus inter pares», πρώτος μεταξύ ίσων. Όμως, σύντομα ο επίσκοπος της Ρώμης ισχυρίστηκε ότι είναι ο διάδοχος του αγίου Πέτρου και διεκδίκησε τα πρωτεία στη χριστιανοσύνη, πρωτεία που πραγματικά απέκτησε μετά από πολλούς αιώνες, αν και όχι τελείως.

Η αύξουσα δύναμη της εκκλησίας συνετέλεσε στην αίγλη των αξιωματούχων της, αλλά είχε και μία άλλη συνέπεια: Οι άρχοντες της εκκλησίας ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις που δεν είχαν σχέσεις με το ποιμαντορικό τους λειτούργημα και οφείλονταν σε ανίερες κοσμικές αιτίες.

6

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγνωρίζοντας τη χριστιανική θρησκεία την υπέταξαν στην εξουσία τους, πράγμα που χαρακτηριστικά εκδηλώθηκε και σε συνόδους με αποφάσεις επεξεργασμένες από τα παρασκήνια.

Κατά τη διάρκεια της μισής χιλιετίας που κύλησε από τη γέννηση του Σωτήρα, η εκκλησία είχε ξαναπάρει την εξωτερική μορφή κατά της οποίας ο θεμελιωτής της είχε εξεγερθεί και είχε διαμορφώσει έναν κλήρο του οποίου η σημασία ξεπερνούσε κατά πολύ τη σημασία του ιερατείου των Εβραίων και των ειδωλολατρών.

Ο Λέων ο Μέγας, που υπήρξε πάπας από το 440 ως το 461μ.Χ., επεξεργάστηκε το θεωρητικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε την πρωτοκαθεδρία του επισκόπου της Ρώμης έναντι των άλλων. Γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκε κατά της απόφασης της Συνόδου της Χαλκηδόνας που όριζε ισότιμους τους επισκόπους Ρώμης και Νέας Ρώμης.

Σύμφωνα, με την παπική αιτιολόγηση, ο Χριστός είχε δώσει στον Πέτρο κάθε εξουσία βάσει των χωρίων 16,18 από το ευαγγέλιο του Ματθαίου και 22,32 από του Λουκά κάνοντάς τον έτσι ανώτερο από τους υπόλοιπους αποστόλους. Καθώς υποτίθεται ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, η πρωτοκαθεδρία του μεταβιβάστηκε στους διαδόχους του, που ως «εκπρόσωποι του Χριστού» δικαιούνται να ηγούνται του συνόλου της εκκλησίας.

Τον 5ο αιώνα κυριαρχούν η παρακμή της Ρώμης και οι λεηλασίες της αιώνιας πόλης από τους βαρβάρους. Ο Λέων ήθελε σε αντίβαρο απέναντι στην αναρχία της εποχής να προβάλει την εκκλησία ως το μοναδικό πόλο σταθερότητας και ως πολιτική δύναμη και ήταν ο εμπνευστής της θεσμικής κατοχύρωσης του πρωτείου του επισκόπου της Ρώμης.

Το 476 έρχεται το τέλος του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους όταν ο τελευταίος ηγεμόνας εκθρονίζεται από τους Γερμανούς εισβολείς. Μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους οι πάπες ανέλαβαν ολοένα και περισσότερο πολιτικές αρμοδιότητες, ενώ από την άλλη πλευρά η ισχύς τους περιορίστηκε στα όρια της Ευρώπης.

Ενώ ο χριστιανισμός εξάπλωνε έτσι την κυριαρχία του στην Ευρώπη, υφίστατο σοβαρές απώλειες στην Ασία και την Αφρική. Με την προέλαση των Αράβων στην Εγγύς Ανατολή και όλη την Β. Αφρική, κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η Παλαιστίνη, η Συρία και η Αίγυπτος απεσπάσθηκαν από το Βυζάντιο προοδευτικά και εξισλαμίσθηκαν κατά το τέλος του ίδιου αιώνος. Το ίδιο έγινε το 711 και με το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας που επανήλθε στον χριστιανισμό μόλις μετά από επτά αιώνες (1492).

Στην αρχή αυτής της εποχής τοποθετείται η άνθηση της εκκλησίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το Βυζαντινό κράτος λιγότερο επηρεασμένο από τις μεταναστεύσεις των λαών μπόρεσε να συνεχίσει την παράδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που στο μεταξύ είχε πάρει εξελληνισμένη μορφή. Η εκκλησία συνδέθηκε πολύ στενά με την Αυτοκρατορία. Σαν «Νέα Ρώμη» πρωτεύουσα και αυτοκρατορική διαμονή, η Κωνσταντινούπολη είχε τέτοια βαρύτητα που ο επίσκοπός της, δεχόμενος από τον Αυτοκράτορα το 500 μ.Χ. τον τίτλο του «Οικουμενικού Πατριάρχη», ισχυρίσθηκε ότι κατέχει την ίδια θέση με τον επίσκοπο της Ρώμης.

Στο μεταξύ η παπική ισχύς αυξανόταν συνεχώς καθώς με επιδέξιους χειρισμούς οι πάπες απέσπασαν αρκετά προνόμια από τους Φράγκους ηγεμόνες. Με έναν τέτοιο χειρισμό ο πάπας Στέφανος Β΄ παρακίνησε τον βασιλιά των Φράγκων Πεπίνο τον Βραχύ να εκδιώξει τους Λομβαρδούς από τις κατακτήσεις τους στην Ιταλία, που σημειωτέον ανήκαν στο Βυζάντιο. Μετά τη νίκη του ο Πεπίνος τις δώρισε στον πάπα, ο οποίος κατόπιν τούτου ίδρυσε το παπικό κράτος. Συγχρόνως προκάλεσε τη ρήξη των σχέσεων με την Κωνσταντινούπουλη παρουσιάζοντας ένα φαλκιδευμένο έγγραφο. Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε παραχωρήσει στον πάπα τη Ρώμη μαζί με το δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τη γνωστή ως ψευδο-κωνσταντίνεια δωρεά.

Η εξάπλωση του χριστιανισμού στην υπόλοιπη Ευρώπη ευνοήθηκε από τις πολιτικές συγκυρίες αλλά και από την τακτική του αναγκαστικού εκχριστιανισμού που είχε τις ευλογίες της Αγίας Έδρας. Αυτή εφαρμόστηκε επίσης στη διάρκεια των Σαξονικών Πολέμων, όπου ο Κάρολος ο Μέγας επέβαλε μαζικά το βαπτισμό των ευγενών, ενώ όσοι Σάξονες δεν βαπτίζονταν θανατώνονταν ή εξορίζονταν. Μπροστά πήγαιναν τα νικηφόρα στρατεύματα του Καρλομάγνου που έκανε υποτελείς τους Σάξονες, Σλάβους και Αβάρους και πίσω ακολουθούσαν οι ιεραπόστολοι. Το 800 μ.Χ. ο πάπας Λέων Γ΄ στέφει τον Καρλομάγνο πρώτο αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Η ρωμαϊκή εκκλησία συντελεί τα μέγιστα στη δημιουργία της αυτοκρατορίας και σε αντάλλαγμα απολαμβάνει εξαιρετικών προνομίων. Έτσι μπόρεσε τους επόμενους αιώνες να επεκτείνει την εξουσία της και να κυριαρχήσει στο δυτικό τμήμα της Ευρώπης.

Στο απώγειο της δύναμής τους βρέθηκαν οι πάπες μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα όπου με βάναυσες μεθόδους τιμωρούσαν κάθε απόκλιση από την εκκλησιαστική ορθοδοξία.

1

Το έτος 1302 ο πάπας Βονιφάτιος Η΄ επιβάλει το δόγμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την καθολική εκκλησία. Το δόγμα αυτό είχε διατυπώσει πρώτος ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνας, εννοώντας τότε την αδιαίρετη εκκλησία. Μάλιστα ο Βονιφάτιος το διευρύνει προσθέτοντας ότι κάθε κοσμικός άρχοντας οφείλει άνευ όρων υπακοή στον πάπα. Εξέλιξη αυτού του δόγματος υπήρξε το «αλάθητο του πάπα», το οποίο επικυρώθηκε επίσημα το 1870 στην Α΄ σύνοδο του Βατικανού. Σύμφωνα με αυτό ο πάπας «είναι εκπρόσωπος του Χριστού επί γης και ο μοναδικός, απόλυτος ηγέτης όλης της χριστιανοσύνης».

Στις αρχές του 14ου αιώνα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη μέχρι τότε ανοδική πορεία της παποσύνης. Ακόμη και εκκλησιαστικοί κύκλοι κατήγγειλαν τον πολυτελή και έκλυτο βίο στη Ρώμη, ενώ τα οικονομικά βάρη που επέβαλε στους λαούς ήταν δυσβάσταχτα. Αυτές οι προκλήσεις και οι αξιώσεις κοσμικής υπερεξουσίας αποξένωναν το πλήρωμα από την εκκλησία. Οι μαιτρέσες διοικούσαν από τα παρασκήνια ή προωθούσαν νόθους απογόνους του πάπα σε υψηλά αξιώματα. Η σιμονία ήταν διαδεδομένη, ενώ πριν την εκλογή ενός νέου πάπα προηγούνταν αναγκαστικά χρηματισμοί και εγγυήσεις για την παραχώρηση επικερδών αξιωμάτων με αντάλλαγμα την ψήφο στον επίδοξο πάπα. Ο τιμοκατάλογος που ίσχυε για την εξαγορά της ψήφου προς όφελος του ενός ή του άλλου υποψήφιου ήταν κοινό μυστικό στη Ρώμη.

Ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ Γάλλων και Γερμανών για ένα διάστημα υπήρχαν δύο πάπες, ένας στη Ρώμη και ένας στην Αβινιόν. Συνεπεία τούτου προέκυψε το προσωρινό Δυτικό Σχίσμα το οποίο έληξε με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-1418). Παρ’ όλα αυτά τα σκάνδαλα η εκκλησία αισθανόταν πολύ ισχυρή χάρη στην απόλυτη ηγεμονία της και αγνοούσε επιδεικτικά τις φωνές διαμαρτυρίας και τις εκκλήσεις για αυτοκάθαρση. Ωστόσο αντιφρονούντες πιστοί που είχαν αρχίσει δειλά-δειλά σποραδικές κινήσεις διαμαρτυρίας δυνάμωναν ολοένα τη φωνή τους. Ο θεολόγος Τζων Γουίκλιφ (περ. 1330-1384) στην Αγγλία, πολέμιος του πάπα και του κλήρου, κάλεσε την εκκλησία να επιστρέψει στα πρωτοχριστιανικά ιδεώδη της πενίας, κατηγορώντας την ότι παραμόρφωσε τη χριστική διδασκαλία και τον πάπα ότι ήταν ο αντίχριστος.

Το παράδειγμα αυτού του προδρόμου της μεταρρύθμισης ακολούθησε ο Γιαν Χους (1369-1415) στη Βοημία, με ακόμη πιο ριζοσπαστικές ιδέες. Ο Χους επέμενε στην καυστική κριτική του παρά την τρομακτική πίεση που υφίστατο. Έτσι τελικά η καθολική εκκλησία τον κάλεσε να υπερασπίσει τις ιδέες του στη Σύνοδο της Κωνσταντίας το 1415, εγγυώμενη την ασφάλειά του. Ωστόσο μόλις έφθασε εκεί συνελήφθη και εκτελέστηκε χωρίς καν να ανακριθεί. Ως επακόλουθο ξέσπασαν οι χουσιτικοί πόλεμοι, που ταλάνισαν από το 1419 ως το 1436 τη Βοημία και τις γείτονες χώρες, γιατί ο πάπας και ο αυτοκράτορας έστειλαν στρατό εναντίον των οπαδών του.

Αρχικά η εκκλησία περιοριζόταν σε καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις και αναθεματισμούς για να εξοστρακίσει τους αντιφωνούντες. Καθώς όμως γιγάντωνε η λαϊκή αντίσταση, η εξουσιομανής «Αγία» Έδρα κατέφυγε σε ένα μέσον ισάξιο των ρωμαϊκών διωγμών για να επιβάλει με την τρομοκρατία τη μονοφωνία, την ιερά εξέταση. Η ιερά εξέταση θα μας απασχολήσει πιο αναλυτικά αργότερα.

Τα τρομακτικά μέτρα καταστολής από την πλευρά των εκκλησιαστικών αρχών δεν μπόρεσαν να ανακόψουν το ρεύμα της εξέγερσης των καταδυναστευμένων λαών. Τα κινήματα διαμαρτυρίας αποτέλεσαν απλώς τον προάγγελο ριζοσπαστικότερων εξελίξεων στη χριστιανική Ευρώπη το 16ο αιώνα. Ωστόσο η αμφισβήτηση του παπισμού και το αίτημα για μεταρρύθμιση της εκκλησίας αντιμετωπίστηκε από αυτήν με σιωπή ή με καταπίεση.

3

Η ηθική παρακμή στο Βατικανό μεγάλωσε την περίοδο της Αναγέννησης, καθώς οι τότε πάπες αφοσιώθηκαν στη λατρεία του ωραίου προωθώντας τις καλές τέχνες, την κατασκευή επιβλητικών ναών και απολαμβάνοντας έναν τρυφηλό βίο. Για την πολυτελή διαβίωσή τους, που δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη των κοσμικών αρχόντων με τους οποίους διαπλέκονταν με κάθε είδους δεσμούς, χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, ομοίως και για τα μεγαλεπίβολα αναγεννησιακά έργα, όπως ήταν η κατασκευή του ναού του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Για να χρηματοδοτηθούν όλα αυτά η Αγία Έδρα εκπόνησε διάφορες μεθόδους. Για παράδειγμα για να αναλάβει κάποιος ένα εκκλησιαστικό αξίωμα, έπρεπε να καταβάλει ένα καθορισμένο, υψηλό αντίτιμο. Επίσης οι πιο εύποροι των πιστών είχαν τη δυνατότητα να «εξαγοράζουν» την απαλλαγή τους από ένα θρησκευτικό καθήκον όπως φερ’ ειπείν τη νηστεία. Ωστόσο το προκλητικότερο όλων ήταν το έγγραφο που εξέδιδε επί πληρωμή η επίσημη εκκλησιαστική αρχή για να δώσει άφεση αμαρτιών. Μάλιστα το συγχωρητήριο αυτό έγγραφο μπορούσε να το αγοράσει κάποιος και για τα αγαπημένα του πρόσωπα που είχαν πεθάνει. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τα συγχωροχάρτια στάθηκαν η κύρια αφορμή για τη Μεταρρύθμιση.

Ωστόσο το γεγονός που άλλαξε κυριολεκτικά το ρου της ιστορίας ήταν η εφεύρεση της τυπογραφίας περί το 1440. Χάρη στην τυπογραφία είχε πλέον και ο πολύς λαός – τουλάχιστον όσοι δεν ήταν αναλφάβητοι – πρόσβαση σε προσιτά αντίτυπα βιβλίων. Αυτό έπαιξε έναν καταλυτικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση των μεταρρυθμιστών. Σημαντικό υπήρξε επίσης το γεγονός ότι τα λατινικά, που τα μιλούσαν μόνον οι διανοούμενοι, αντικαταστάθηκαν στον εκκλησιαστικό βίο, από την καθομιλουμένη σε κάθε λαό.

Ο Γκλάζεναπ γράφει γι’ αυτήν την περίοδο: «Τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά το 1500 έχουν για την ιστορία του Χριστιανισμού ιδιαίτερα εξαιρετική σπουδαιότητα, καθοριστική για το πεπρωμένο. Τα χρόνια αυτά δημιουργείται το μεγάλο σχίσμα στο ζήτημα της πίστεως που διαίρεσε σε δύο τελείως διαφορετικά στρατόπεδα τη βόρεια και μέση Ευρώπη, η οποία κατά τους τελευταίους αιώνες ήταν βασικά ενωμένη από θρησκευτικής απόψεως. Όταν εκδηλώνεται μία ισχυρή αντίδραση εναντίον ενός εγκατεστημένου θρησκευτικού ή κοινωνικού συστήματος, συνήθως δεν εκφράζεται από μία μοναδική κίνηση αλλά και από μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Όπως κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Γκοσάλα, ο Μαχαβίρα και ο Βούδας εμφανίστηκαν συγχρόνως, διδάσκοντας τις αντιβραχμανικές σωτηριολογίες τους, έτσι και τα Χριστιανικά μεταρρυθμιστικά κινήματα, που ο δρόμος τους είχε ανοιχθεί από τους Ουίκλιφ, Χους και άλλους ακόμη, επήραν με τους Μαρτίνο Λούθηρο, Χούλντραϊχ Ζβίγκλι και Ιωάννη Καλβίνο τρεις διαφορετικές όψεις, αν και στο πνεύμα τους συγγένευαν.

4

Αφετηρία των μεταρρυθμιστών υπήρξε η αντίθεσή τους όχι μόνο με τις διάφορες ατέλειες που είχε η Εκκλησία, όπως κάθε ανθρώπινο ίδρυμα, αλλά ο ισχυρισμός της ότι ο προορισμός της είναι μεσολαβητικός μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Αυτοί δίδασκαν αντίθετα ότι η ψυχή του ατόμου είναι τοποθετημένη κατ’ ευθείαν απέναντι στον Θεό. Δεν συνδέεται με καμία ορατή Εκκλησία, εννοουμένη σαν δεσμό σωτηρίας φτιαγμένο από τον Χριστό, ή με κανένα από τα όργανά της. Το άτομο δεν μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος της αμαρτίας με την άφεση από έναν ιερέα ή με τις πράξεις του (συγχωροχάρτια κ.λπ.), αλλά μόνον από τον Θεό, στον οποίο απευθύνεται έχοντας την ελευθερία να παίρνει την ευθύνη των πράξεών του. Αν απ’ αυτή την πλευρά η Μεταρρύθμιση δίνει αξία στην ελευθερία της συνειδήσεως και διδάσκει έναν ατομικισμό που έχει για ιδανικό την ευσυνείδητη προσωπικότητα, υπεύθυνη απέναντι του Θεού της, από μία άλλη πλευρά προσκολλάται στερεά στο απόλυτο κύρος της Αγίας Γραφής και δίνει μάλιστα στη Βίβλο ακόμη μεγαλύτερη αξία απ΄ αυτήν που είχε πριν. Γιατί, για τους μεταρρυθμιστές αποτελεί το μόνο προσιτό μέσο για να γνωρίσει κανείς τη φανερωμένη Αλήθεια. Αποκρούοντας σαν αδικαιολόγητους νεωτερισμούς όλες τις αντιλήψεις και τους θεσμούς που δεν αναφέρονται στη Βίβλο (η Μεταρρύθμιση) ήθελε να αποκαταστήσει την αρχική αγνότητα της πίστεως και της λατρείας των πρώτων Χριστιανών. Όπως όλες οι ανάλογες κινήσεις επιστροφής στις ρίζες επέτυχε αυτό τον σκοπό σε περιορισμένο μόνο βαθμό. Μπόρεσε βέβαια να απορρίψει θρησκευτικές αντιλήψεις (όπως την πίστη στους αγίους), ιερουργικές πράξεις (λειτουργία, προφορική εξομολόγηση) σαν ξένες προς την Καινή Διαθήκη και εκκλησιαστικούς θεσμούς (μοναστήρια, αναγνώριση του πάπα). Ήταν όμως τόσο βαθειά ριζωμένη μέσα της η προηγούμενη δογματική εξέλιξη, που παραδέχτηκε χωρίς δισταγμούς σαν ιδρυμένα από τον Χριστό δόγματα και τύπους που η προέλευσή τους είναι μεταγενέστερη. Ακόμη κι εκεί όπου μπόρεσε να βασισθεί κυριολεκτικά στο Ευαγγέλιο ή στις αποστολικές επιστολές, παρ’ όλη τη ρητή πιστότητα εμφανίσθηκε αναγκαία η ανυπέρβλητη διαφορά που ξεχωρίζει τις αντιλήψεις τόσο απομακρυσμένων εποχών από τον νεώτερο τρόπο του σκέπτεσθαι και για το νόημα της ζωής.

Ελευθερία συνειδήσεως και πιστότητα στις άγιες γραφές είναι μία αντινομία που μόνο προσωρινά και σύμφωνα με τις ατομικές αντιλήψεις μπορεί να υπερπηδηθεί. Γι’ αυτόν το λόγο βλέπουμε αυτές τις δύο αρχές διαφορετικά εφαρμοσμένες από τους διάφορους αντιπροσώπους του προτεσταντισμού κατά διάφορες εποχές. Και σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μεταγενέστερη ιστορία του προτεσταντισμού λέγοντας ότι η πίστη στην αυθεντία της Βίβλου συνεχώς περιορίζεται προς όφελος μιας ανεξάρτητης σκέψεως. Σημειώνεται έτσι μια διαρκώς αυξανόμενη απομάκρυνση από τη χριστιανική παράδοση.

Ο Λούθηρος άρχισε το μεταρρυθμιστικό του έργο το 1517 στην Βυτεμβέργη, ο Ζβίγκλιος το 1524 στην Ζυρίχη και ο Καλβίνος το 1536 στην Γενεύη. Οι προσπάθειές τους βρήκαν τόσο μεγάλη απήχηση ώστε η νέα διδασκαλία, με διάφορες αποχρώσεις εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Πολλοί άρχοντες ενώ τους προσφερόταν η προοπτική να αυξήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και να πετύχουν προσωπικά οφέλη (όπως έκανε ο Ερρίκος ο VIII στην Αγγλία) ιδρύοντας ανεξάρτητες τοπικές εκκλησίες, έμειναν πιστοί στην παλιά πίστη κι έγιναν πρωτεργάτες της, αντιμετωπίζοντας το ορμητικό κύμα που ανέβαινε ασταμάτητα.

Σ’ αυτό τον αγώνα ο καθολικισμός ξαναδυνάμωσε. Το Τάγμα των Ιησουιτών που ιδρύθηκε το 1540 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα, αναζωογόνησε τις εκκλησιαστικές δυνάμεις και η Σύνοδος του Τριδέντου, που συνήλθε το 1545 με 1563, έδωσε στην διδασκαλία της εκκλησίας νέα κέντρα βάρους. Η καθολική αντιμεταρρύθμιση κατάφερε να απωθήσει τον Προτεσταντισμό έξω από την Βαυαρία και τις κληρονομικές κτήσεις της Αυστρίας και να τον εμποδίσει να ριζωθεί μόνιμα στις ρομανικές χώρες (μεταξύ άλλων και στην Γαλλία, όπου για λίγο καιρό είχε μεγάλη επίδραση).

Αν και είχε εξασθενίσει από τις εσωτερικές δογματικές αντιθέσεις ο Προτεσταντισμός μπόρεσε να επιβληθεί στις περισσότερες γερμανικές περιοχές. Οι θρησκευτικές διαμάχες οδήγησαν στην Γερμανία, το 1618 στον Τριακονταετή πόλεμο, ο οποίος μετά από τεράστιες απώλειες αίματος και ανεκτίμητων αξιών δεν κατέληξε σε κανένα αποτέλεσμα ούτε και στην κατάργηση των διαφορών. Αργότερα οι αντιθέσεις ελαττώθηκαν, ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που ο διεθνής διαφωτισμός αντιτάχθηκε στις άκαμπτες δογματικές αντιλήψεις και οι έρευνες στα πεδία των φυσικών 2επιστημών και της φιλοσοφίας εκλόνισαν την πίστη στις υπερφυσικές επεμβάσεις του Θεού.

Η μεταβολή που μετά τη Μεταρρύθμιση επήλθε προοδευτικά στην πνευματικότητα των Δυτικών, μπορεί να χαρακτηρισθεί κατά τον Μαρξ Βέμπερ σαν “ξεμάγεμα του κόσμου” και σαν δράση “κοσμικοποίηση”. Η εξαφάνιση της πίστεως στη μαγική δύναμη των ιερών πράξεων της Εκκλησίας αφαίρεσε από τις θρησκευτικές τελετές του βαπτίσματος, του Μυστικού Δείπνου κ.τλ. κάθε αντικειμενική αξία ότι θα αντικαταστούσαν την ανθρώπινη ατέλεια και κατάργησε έτσι το ρόλο της Εκκλησίας που την πίστευαν σαν θείο ίδρυμα σωτηρίας. Το άτομο έτσι στις σχέσεις του με τον Θεό περιορίσθηκε στον εαυτό του. Η «εκκοσμίκευση» ωστόσο πραγματοποιήθηκε σε αρκετά στάδια. Οι πρώτοι Χριστιανοί θεωρούσαν την γήινη ύπαρξη σαν μια προπαρασκευή για το υπερπέραν. Στα μάτια τους η εργασία είχε τη σημασία της τιμωρίας (Γεν. 3,19 και 23) της ανθρωπότητας για την Πτώση της. Γι’ αυτό ο μεσαίων θεωρούσε τη μοναχική ζωή σαν ιδεώδη στάση μέσα σ’ αυτόν τον κυριαρχούμενο από τον Σατανά κόσμο. Με τη μεταρρύθμιση γεννήθηκε η ιδέα ότι η εξάσκηση ενός κοσμικού επαγγέλματος πρέπει να θεωρείται σαν φιλανθρωπική πράξη προς τον πλησίον και σαν καθήκον ευγνωμοσύνης προς τον Δημιουργό.

Απέκτησε έτσι μια ιδιαίτερη ηθική αξία. Στον μοναστικό ασκητισμό «έξω από τον κόσμο», αντιπαρατέθηκε ο ασκητισμός «μέσα στον κόσμο» ως ευσεβής πράξη με αυτοέλεγχο και πίστη στο καθήκον, και θεωρούμενος προληπτική άμυνα κατά των υλικών πειρασμών. Οι Πουριτανοί υιοθέτησαν το «To make the best of both worlds».

Ο θεός θα διαθέσει γήινα αγαθά σε όποιον εργάζεται πιστά εδώ κάτω και μετά τον θάνατο θα έχει την προοπτική της αιωνίας ευτυχίας. Με τα χρόνια, ωστόσο το κέντρο του βάρους της σκέψεως πολλών μετατοπίσθηκε όλο και περισσότερο προς τον εδώ κόσμο. Και η ελπίδα σε μία αιώνια ζωή που επί τόσους αιώνες ήταν ο οδηγός και η διευθύνουσα αρχή των χριστιανών διανοητών έχασε όλο και πιο πολύ στη συνείδηση της εποχής τη δύναμη που είχε στις ψυχές».

Για την εξέλιξη της ανατολικής εκκλησίας σε αυτό το διάστημα ο Γκλάζεναπ γράφει :

«Η Ελληνική Εκκλησία προσβλήθηκε καίρια από την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους στα 1453, ωστόσο, καθώς στα μουσουλμανικά κράτη οι χριστιανοί απολάμβαναν ως ένα σημείο της προστασίας της κυβερνήσεως μπόρεσε να συνεχίσει την εξάσκηση της δραστηριότητάς της κατά τρόπο περιορισμένο. Φύλακας των παλιών παραδόσεων διατήρησε τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στα διάφορα Βαλκανικά Κράτη την πίστη των πατέρων της και την αναμετάδωσε. Στάθηκε, κατά συνέπεια, ένας από τους πιο σημαντικούς συντελεστές, από τους οποίους ξεπήδησαν οι πνευματικές δυνάμεις που έτειναν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και να θεμελιώσουν Εθνικά Βαλκανικά Κράτη».

5

Η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία είχε επικεφαλής ένα μητροπολίτη και υπαγόταν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Όμως μετά την άλωση το 1453 οι τσάροι και η εκκλησία της Ρωσίας θεώρησαν ότι σε αυτούς εναπόκειται η ηγεσία της ορθοδοξίας. Μάλιστα για να το επιβεβαιώσουν οι τσάροι υιοθέτησαν το δικέφαλο αετό στη σημαία τους και το βυζαντινό πρωτόκολλο στην αυλή τους. Ρώσοι ιεράρχες ανακήρυξαν τη Μόσχα με τη σειρά τους «Νέα Ρώμη». Στη συνείδηση των τσάρων ήταν πλέον αυτοί οι προστάτες και θεματοφύλακες της ορθοδοξίας. Τέλος, το 1589 η ρωσική εκκλησία διακήρυξε ότι θα αποτελούσε στο εξής πατριαρχείο ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη.

Οι εκκλησίες, οι λατρευτικές κοινότητες

και οι αιρέσεις

Είναι τραγικό το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος είναι κατακερματισμένος σε απίστευτα πολλές ομαδοποιήσεις που οι περισσότερες διαφέρουν μεταξύ τους σε πολύ λίγα σημεία. Δεδομένου ότι πολλές από αυτές με την εμφάνισή τους επηρέασαν την εξέλιξη του χριστιανισμού, γι’ αυτό είναι σκόπιμο να τις δούμε από πιο κοντά.

Οι διαμαρτυρόμενες εκκλησίες, κοινότητες και αιρέσεις:

Το 1529 το συνέδριο του Σπάγιερ έθεσε τέλος στην περαιτέρω εξάπλωση της μεταρρύθμισης. Κατά της απαγόρευσης αυτής διαμαρτυρήθηκαν τότε πέντε ηγεμόνες και όλοι οι οπαδοί του Λούθηρου που έκτοτε ονομάστηκαν διαμαρτυρόμενοι. Επίσης οι ίδιοι αυτοαποκαλέστηκαν «ευαγγελικοί» για να υποδηλώσουν ότι η μόνη αυθεντία που αναγνωρίζουν είναι το Ευαγγέλιο. Ο προτεσταντισμός δεν είναι ωστόσο μία ενιαία εκκλησία, αλλά περιλαμβάνει πολλές εκκλησίες, ομολογίες και αιρέσεις που διαφωνούν σε αρκετά σημεία

Εντούτοις έχουν επίσης πολλά κοινά σημεία και το πιο βασικό είναι η απόρριψη της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την εκκλησία, επειδή αυτή θεωρεί ότι έχει την αποκλειστικότητα να μεσολαβεί μεταξύ Θεού και πιστών.

Αντίθετα, το σύνολο των διαμαρτυρομένων πιστεύει ότι η κάθε ψυχή που πιστεύει συνδέεται άμεσα και όχι έμμεσα με τον Θεό και επίσης δέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η μοναδική πηγή σωτηρίας.

Η δε σωτηρία κερδίζεται μόνο διά της θείας χάριτος, που δόθηκε μέσω του Ιησού Χριστού και που ενεργεί μέσα στον άνθρωπο χάρη στην πίστη του.

Επειδή οι διαμαρτυρόμενες κοινότητες είναι πάρα πολλές, εδώ θα αναφερθούν μόνο οι σημαντικότερες. Η διάσπαση άρχισε από νωρίς ήδη από τις αρχές της Μεταρρύθμισης, μεταξύ Γερμανών και Ελβετών μεταρρυθμιστών. Βασικά συμφωνούσαν στα κύρια σημεία, δηλαδή απέρριπταν ό,τι δεν περιέχεται στη Βίβλο, όπως π.χ. η ιερά παράδοση, η λατρεία των εικόνων και των αγίων.

Επίσης απέρριπταν : α) το δόγμα ότι τα μυστήρια οπωσδήποτε ενεργούν χωρίς περιορισμούς και σε κάθε περίπτωση, β) τη μεσολαβητική λειτουργία και την ιεραρχία της εκκλησίας και γ) το ρόλο του πάπα. Ωστόσο διαφωνούσαν ριζικά σε αρκετά σημεία όπως η Θεία Ευχαριστία και ο απόλυτος προορισμός. Έτσι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να ενωθούν, αλλά και εμπλέκονταν συχνά σε ατέρμονες έριδες. Πάντως τόσο ο Λουθηρανισμός με έδρα τη Γερμανία, όσο και ο Καλβινισμός με βάση την Ελβετία διαδόθηκαν ύστερα και σε άλλες χώρες.

Οι Αγγλικανοί : Τη Μεταρρύθμιση εισήγαγε στην Αγγλία ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄, αποκόπτοντας το 1534 την Αγγλικανική Εκκλησία από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ορμώμενος από καθαρώς πολιτικά κίνητρα.

Ωστόσο η πρόθεσή του δεν ήταν να απαρνηθεί την καθολική πίστη. Έτσι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην Αγγλικανική Εκκλησία έγιναν μετά το θάνατο του Ερρίκου το 1547.

Ο Αγγλικανισμός είναι ο πιο κοντινός στον καθολικισμό και στην ορθοδοξία ως προς τη διδασκαλία, τη λατρεία και την ιεραρχική διάρθρωση της εκκλησίας.

Οι Μεννονίτες: Είναι μία κίνηση που ιδρύθηκε από τον Ολλανδό, πρώην καθολικό ιερέα Μέννο Σίμονς (Menno Simons, 1496-1561). Αυτός ανήκε στο κίνημα των Βαπτιστών, οι οποίοι πίστευαν πως το βάπτισμα των παιδιών έρχεται σε αντίθεση με τις βιβλικές διδασκαλίες. Γι’ αυτόν το λόγο ζητούσαν το βαπτισμό ή επαναβαπτισμό των ενήλικων. Οι κοινότητες που ίδρυσε ο Menno Simons είχαν μία αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία. Διακρίσεις εις βάρος τους και διωγμοί ανάγκασαν ένα μεγάλο μέρος τους να μεταναστεύσουν το 17ο και 18ο αιώνα στη Βόρεια Αμερική. Πιστεύουν ότι ως οπαδοί του Χριστού οφείλουν να τηρούν λιτή ζωή, χρηστά ήθη, να κάνουν φιλανθρωπικά έργα, να αρνούνται τη βία και τον όρκο. Ως εκ τούτου αρνούνται να στρατευθούν και να αναλάβουν υπεύθυνα αξιώματα.

Ο Πουριτανισμός: Προήλθε από ριζοσπαστικές καλβινιστικές-πρεσβυτεριανές ομάδες στην Αγγλία του 16ου αιώνα, που απαιτούσαν από την Αγγλικανική Εκκλησία να αποβάλει όλα τα καθολικά υπολείμματα και να επιστρέψει στην «πούρα», ανόθευτη βιβλική διδασκαλία. Έμεναν αυστηρά προσηλωμένες στο γράμμα των Γραφών και ζητούσαν οι πρεσβύτεροι και όχι οι επίσκοποι να ηγούνται της εκκλησίας. Καθώς από το 1570 άρχισαν να υφίστανται διώξεις από τη μοναρχία και τους φιλοβασιλικούς, μετανάστευσαν μαζικά στην Ολλανδία και στη Β. Αμερική. Πουριτανοί ήταν οι Pilgrim Fathers, οι Πατέρες Προσκυνητές που το 1620 έφθασαν στην Αμερική και ίδρυσαν την πρώτη πουριτανική κοινότητα.

Οι Βαπτιστές: Προήλθαν από τον πουριτανισμό και αρνούνται επίσης το νηπιοβαπτισμό, αφού μόνο ένας ενήλικος είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει το μυστήριο της βάπτισης, να το επιλέξει ελεύθερα και να μετανοήσει. Η πρώτη κοινότητα Βαπτιστών ιδρύθηκε το 1609 στο Άμστερνταμ. Για τους Βαπτιστές ο κάθε πιστός είναι ιερέας και γι’ αυτό δεν έχουν εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι περισσότεροι Βαπτιστές (27 εκ. περίπου) είναι στις ΗΠΑ.

Οι Κουάκεροι: Ως αντίδραση στον κομφορμισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας ο πιετιστής νεαρός παπουτσής Τζορτζ Φοξ ίδρυσε τη «Θρησκευτική Εταιρεία των Φίλων». Τα μέλη της πήραν την ειρωνική επονομασία Κουάκεροι από το ρήμα to quake, επειδή στις συγκεντρώσεις τους πολλοί καταλαμβάνονταν από ταραχή και τρέμουλο. Το ενδιαφέρον είναι ότι στις συναθροίσεις τους μένουν βουβοί περιμένοντας να τους δοθεί το «εσωτερικό φως». Πιστεύουν ότι, σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη 1,9, ο Θεός είναι παρών ως εσωτερικό Φως σε κάθε άνθρωπο.

Η μόνη αρχή που αναγνωρίζουν είναι αυτό το Φως, καθώς αρνούνται κάθε δογματισμό και θεσμοποίηση της χριστιανικής πίστης. Είναι πολύ δραστήριοι σε φιλανθρωπικά έργα και στους αγώνες για ίσα δικαιώματα των μειονοτήτων και για την ισότητα των γυναικών. Από το 1681 οι ιδέες τους μεταφυτεύτηκαν στην Πενσυλβανία της Αμερικής, όπου βρίσκεται τώρα το κέντρο τους.

Οι Μεθοδιστές: Είναι άλλο ένα παρακλάδι του Αγγλικανισμού. Ιδρυτές του μεθοδισμού υπήρξαν δύο ιερείς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, οι αδελφοί Charles και John Wesley που προέβησαν στην κίνησή τους με σκοπό να αφυπνίσουν την επίσημη εκκλησία.

Ως φοιτητές στην Οξφόρδη είχαν οργανώσει έναν κύκλο μελέτης της Βίβλου. Επειδή καθοδηγούσαν τα μέλη του κύκλου αυτού σε έναν θεάρεστο βίο με μία αυστηρά συστηματική μέθοδο πήραν το όνομα Μεθοδιστές. Καθήκον κάθε πιστού είναι να αγαπά τον Θεό και τον πλησίον, ώστε να έχει τη δύναμη να νικά την αμαρτία και επίσης να βοηθάει κι άλλους να βρουν τη σωτηρία. Γι’ αυτόν το λόγο οι Μεθοδιστές επιδόθηκαν με επιτυχία στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και στην ιεραποστολή, ιδίως σε πληθυσμούς εγχρώμων. Πολλοί εξ αυτών μετανάστευσαν στην Αμερική και το 1784 οργανώθηκαν σε κοινότητες που αργότερα συναποτέλεσαν τη Μεθοδιστική Εκκλησία. Σήμερα αριθμούν περί τα 30 εκ. σε όλον τον κόσμο.

Τι είναι αιρέσεις και γιατί υπάρχουν;

Κατά κανόνα όποτε υπάρχουν βαθιές κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις, στις οποίες η επίσημη εκκλησία αδυνατεί να προτείνει μία πειστική διέξοδο, ή όποτε η ίδια η εκκλησία βρίσκεται σε κρίση αλλά δεν έχει τη θέληση ή τη δύναμη να την αντιμετωπίσει, προκύπτουν αποσχιστικές τάσεις. Αυτές αρχικά μπορεί να αποβλέπουν απλώς στην ανανέωση και στην αφύπνιση της εκκλησίας. Εάν τα αιτήματα αυτά δεν ικανοποιηθούν, είναι δυνατόν οι τάσεις αυτές να αυτονομηθούν και να αναζητήσουν έναν χώρο εκτός εκκλησίας για να αναπτυχθούν. Όταν οι απόψεις της σχισματικής ομάδας είναι πολύ πιο «αιρετικές», αφού αρνούνται βασικές θέσεις της επίσημης εκκλησίας ενώ αμφισβητούν και την ίδια, μιλάμε για αίρεση.

Επομένως η αμφισβήτηση στους κόλπους μίας εκκλησίας ή ομολογίας δεν αποτελεί πάντα αίρεση, αλλά μπορεί να είναι έκφραση ανικανοποίητων αιτημάτων. Όταν ο μητρικός οργανισμός δεν το λάβει σοβαρά υπόψη του και δεν διορθώσει τα κακώς κείμενα, τότε συχνά οι αμφισβητίες εξωθούνται στην απόσχιση. Αυτό το κριτήριο είναι σημαντικό για να κατανοήσει κάποιος γιατί έγιναν τόσες πολλές διασπάσεις των μεγάλων εκκλησιών.

Βέβαια στο μεταξύ ο κατακερματισμός έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλος και οι διαφορές μεταξύ της μίας ή της άλλης οργάνωσης είναι συχνά μηδαμινές. Έτσι πολλές φορές είναι πια δύσκολο να πει κάποιος με σιγουριά ποια κίνηση αποτελεί αίρεση και ποια όχι. Κατ’ αρχήν πρέπει πάντα να την κρίνει με βάση το αν δέχεται τον Ιησού Χριστό ως ενανθρωπισμένο Θεό και Σωτήρα που είναι και το μόνο κριτήριο αιρετικότητας που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη.

Το άλλο κριτήριο είναι κατά πόσον τα καινούρια στοιχεία που φέρνει μία νέα κίνηση είναι συμβατά με τη χριστική διδασκαλία ή όχι. Ας σημειωθεί εδώ η θέση του Ωριγένη, σύμφωνα με τον οποίον «η αίρεση συνιστά μια μορφή ανάλυσης του περιεχομένου της πίστης καιείναι απαραίτητη προκειμένου να μείνει η διδασκαλία ζωντανή. Εξάλλου “αίρεση” είναι ένας σχετικός όρος, δεδομένου ότι κανένας δεν καταλαβαίνει πλήρως τη μαρτυρία του Χριστού». Για τον Ωριγένη πάντοτε προκύπτουν διαφορετικές τάσεις στην πνευματική ζωη και «γι’ αυτό αναγκαστικά παρουσιάστηκαν αιρέσεις, όχι από φιλεριστικότητα και αποσχιστική διάθεση, αλλά επειδή αρκετοί διανοούμενοι επιδίωξαν να εισχωρήσουν βαθύτερα στις αλήθειες του χριστιανισμού…γιατί σκέφτονται βαθύτερα, αλλά όχι πιο αληθινά». (Κατά Κέλσου ΙΙΙ , 12)

Στη σύγχρονη εποχή, ο 19ος αιώνας υπήρξε γενικά ένας αιώνας αναβρασμού και αναταραχής, από οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και βέβαια και θρησκευτική άποψη. Στον τελευταίο τομέα κυριάρχησε η επιθυμία πολλών χριστιανών, εντός και εκτός εκκλησιών, να βιώσουν σχεδόν με το «έτσι θέλω» την αφύπνιση διά του Αγίου Πνεύματος.

Σε τέτοια αφυπνιστικά ή χαρισματικά κινήματα δεν ήταν σπάνια τα θεαματικά «θαύματα», όπως η θεραπεία των ασθενών, με αποτέλεσμα μερικά από αυτά να γνωρίσουν μεγάλη δημοτικότητα.

(Σημ. Για την εξήγηση αυτών των «θεραπειών από θαύμα» βλ. Υγεία και Ζωή σελ.87-96).

Μία άλλη αιτία για τον πολλαπλασιασμό των αιρέσεων το 19ο αιώνα ήταν η συρροή ενδείξεων ότι πλησίαζε η Δευτέρα Παρουσία, σύμφωνα με την αντίληψη πολλών πιστών. Το γεγονός δε ότι οι εκκλησίες δεν συμμερίζονταν αυτήν την εσχατολογική αντίληψη τις έκανε ακόμη πιο κατακριτέες στα μάτια των πιστών και αποτελούσε άλλη μία απόδειξη ότι ήταν πολύ κοντά το τέλος του κόσμου.

Γενικά, μία άλλη αιτία εμφάνισης νέων διδασκαλιών είναι η άνωθεν αποκάλυψη που δίνεται – αληθινά ή υποτιθέμενα – από το Άγιο Πνεύμα. Εδώ η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί δεν είναι πάντα εμφανής η αυθεντικότητα ή όχι της αποκάλυψης. Εμφανής είναι π.χ. στην περίπτωση της Βίβλου του Μορμόν που εκδόθηκε το 1830, έργο του Τζόζεφ Σμιθ, και κατά τους Μορμόνους ισότιμο της Αγ. Γραφής.

Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό – που έχει αποδειχθεί πλαστό – ο Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε υποτίθεται στις φυλές του Ισραήλ που ζούσαν στην Αμερική για να τις εκχριστιανίσει. Κατά τους Μορμόνους οι άνθρωποι μετά θάνατον γίνονται θεοί, γι’ αυτό είχαν θεσπίσει την πολυγαμία, προκειμένου να μεγαλώσει ο αριθμός τους. Στη δική τους δοξασία το Ύψιστο Όν υπήρξε επίσης κάποτε ένας κοινός θνητός που με τη μελέτη των κοσμικών νόμων έφθασε ως τη θέωση. Παρά τις παράδοξες αυτές διδασκαλίες η Εκκλησία των Μορμόνων, γνωστή επίσης με την ονομασία Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Εσχάτων Ημερών, εξαπλώθηκε γρήγορα, ιδίως στην Πολιτεία της Γιούτα, την οποία κατά μεγάλο βαθμό αποίκισε, εισάγοντας μάλιστα δικούς της νόμους, όπως την πολυγαμία.

Για μας οι Μορμόνοι έχουν ενδιαφέρον από την άποψη ότι είναι χαρακτηριστικοί του θρησκευτικού κλίματος που επικρατούσε, κυρίως στις ΗΠΑ, το 19ο αιώνα.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά: Από το γεγονός ότι αυτοαποκαλούνται «Οργάνωση του Θεού επί Γης» γίνεται φανερό ότι θεωρούν εαυτούς ως τη μοναδική οδό σωτηρίας. Διοικούνται από ένα συμβούλιο που απαρτίζεται από έντεκα άντρες, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού. Χαρακτηριστικό τους, όπως και κάθε άλλης αίρεσης, είναι η πεποίθηση πως αυτοί αποκλειστικά κατέχουν τη μοναδική θεϊκή αλήθεια. Ενώ οι ίδιοι αποτελούν την επίγεια «Οργάνωση του Θεού», ο υπόλοιπος κόσμος παριστάνει «το σύστημα του κακού». Οι άλλοι χριστιανοί –εννοείται επίσης οι οπαδοί κάθε άλλης θρησκείας – ανήκουν στη Βαβέλ της Αποκάλυψης του Ιωάννη (17,5). Γι’ αυτό θα τιμωρηθούν από τον Θεό την Ημέρα της Κρίσης («Η Σκοπιά», Έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, 1.3.1996).

Οι ηγέτες των Μαρτύρων του Ιεχωβά μεταβάλλουν συχνά τη διδασκαλία τους, όπως π.χ. όσον αφορά στη Δευτέρα Παρουσία, με τη δικαιολογία ότι ο Ιεχωβά τούς δίνει νέο φως.

Ο οπαδός οφείλει τυφλή υπακοή στην ηγεσία και στους κατά τόπους υπεύθυνους της οργάνωσης, καθότι κατ’ επέκταση υπακούει στον ίδιο τον Χριστό.

Η ηγεσία θεωρεί ότι εκπροσωπεί τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Γης, η οποία συστήθηκε το 1914 και απαρτίζεται από το Βασιλέα Χριστό και τους 144.000 συγκυβερνήτες του. Από αυτόν τον αριθμό, που προέρχεται βέβαια από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το 1992 βρίσκονταν ακόμη εν ζωή 8683 Μάρτυρες.

Μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα επιβιώσουν μετά τον Αρμαγεδδώνα, την εξολόθρευση όλων των αντίθεων δυνάμεων την Ημέρα της Κρίσης. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, θα αφανιστούν για πάντα.

Κατόπιν ο Θεός θα μετατρέψει πάλι τη Γη σε παράδεισο, όπου θα εγκαταστήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αφού πρώτα τους ξαναδώσει τα νεανικά τους σώματα.

Από το 1874 που ιδρύθηκε η οργάνωση στις ΗΠΑ από τον Τσαρλς Τέιζ Ράσελ, έχουν δημοσιοποιηθεί πάνω από δέκα προφητείες σχετικά με τη συντέλεια του κόσμου και την επιστροφή του Χριστού. Ούτε μία από αυτές δεν εκπληρώθηκε.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι προσηλωμένοι αυστηρά στο γράμμα της Γραφής, αλλά ερμηνεύουν αυθαίρετα και ιδιότυπα το νόημά της. Ενώ διαβάζουν με ζήλο τη Βίβλο, ουσιαστικά δεν την μελετούν παρά αποσπούν επιλεκτικά κομμάτια ή στίχους όπως τους διδάσκουν οι ηγέτες τους. Αυτά τα χρησιμοποιούν μετά ξεκομμένα από το υπόλοιπο κείμενο για να στηρίξουν τις δικές τους ερμηνείες. Επιπλέον η ερμηνεία που δίνουν στα βιβλικά κείμενα είναι πάντα στενή, κατά γράμμα, καθότι αδυνατούν να δουν τη συμβολική διάσταση ή τη μεταφορική έννοιά τους. Εκτός αυτού έχουν μία δική τους μετάφραση της Βίβλου, η οποία σε πολλά σημεία παρεκκλίνει από το αυθεντικό κείμενο για να υποστηρίξει τις δικές τους θέσεις. Εξάλλου θεωρούν ότι οι αποκαλύψεις τους είναι η μοναδική, τελευταία λέξη του Θεού για την ανθρωπότητα. Ως εκ τούτου πιστεύουν πως είναι οι μόνοι που έχουν την αλήθεια και πως είναι οι μόνοι αληθινοί χριστιανοί.

Ο Ιησούς Χριστός είναι γι’ αυτούς απλώς η ενανθρώπηση του Αρχάγγελου Μιχαήλ, που ήταν ο πρώτος γιος που δημιούργησε ο Θεός. Καθώς δεν πιστεύουν στο ομοούσιο του Χριστού με τον Πατέρα, δεν τον λατρεύουν ούτε προσεύχονται σε αυτόν. Μάλιστα θεωρούν τη λατρεία του Χριστού ισοδύναμη με ειδωλολατρία (Η Σκοπιά 15.12.1984, σελ. 7).

Ας σημειωθεί όμως ότι πουθενά στη Βίβλο δεν γίνεται λόγος για μία αποκλειστική «Οργάνωση του Θεού», όπως ούτε γίνεται πουθενά λόγος ότι δεν υπάρχει σωτηρία εκτός εκκλησίας.

Η Καινή Διαθήκη παρομοιάζει το σύνολο των χριστιανών με το «σώμα» ή τη «νύμφη» του Χριστού, ή «τη μία ποίμνη υπό τον Έναν Ποιμένα». Και αυτή η «ποίμνη» περιλαμβάνει όλους τους γνήσιους πιστούς όλων των εποχών, ανεξαρτήτως ομολογίας.

Γι’ αυτό λέγεται στην πρώτη επιστολή προς τους Κορίνθιους ότι ο Χριστός είναι το σώμα που αποτελείται από πολλά μέλη, από όλους όσους τον πιστεύουν και τον αγαπούν. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός δίδαξε πως τα “ζιζάνια” θα αποβληθούν όταν θα έρθουν τα τέλη των καιρών.

Συνήθως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι απλοϊκές αγαθές ψυχές με καλές προθέσεις, και με την τάση να βλέπουν στον κόσμο υπεραπλουστευμένα σχήματα του τύπου: «Ο Θεός είναι μόνο μαζί μας και όλοι οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι να χαθούν». Γι’ αυτό το πρώτιστο καθήκον του Μάρτυρα του Ιεχωβά προς το συνάνθρωπο και ύψιστη απόδειξη της αγάπης του γι’ αυτόν είναι να τον προσηλυτίσει στη δική του πίστη και να τον κάνει μέτοχο της επίγειας βασιλείας του Χριστού που χρονολογείται από το 1914. Για το σκοπό αυτό θυσιάζει τα πάντα, προσωπική ζωή, οικογένεια, επάγγελμα κ.λπ. Επιπλέον, από τη νηπιακή ηλικία ως την τελευταία τους πνοή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν πιστά έναν αυστηρό ηθικό κώδικα που επιβάλει ενιαίες απόψεις και συμπεριφορές.

Μετά το 19ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται μαζικότερα παραθρησκευτικές οργανώσεις των οποίων οι φιλοσοφίες δανείζονται μεν στοιχεία από το χριστιανισμό, όμως παραμορφωμένα, και απομακρύνονται αισθητά από το έδαφος της Βίβλου.

Και πάλι το κύριο φυτώριο τέτοιων κινημάτων είναι οι ΗΠΑ. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Christian Science. Η ιδρύτρια της Χριστιανικής Επιστήμης Mary Baker Eddy πρέσβευε τη θεωρία ότι η ασθένεια είναι απότοκο λανθασμένης σκέψης. Συνεπώς ο ασθενής, που είναι ο μόνος υπεύθυνος για την πάθησή του, όταν λυτρωθεί από τη λανθασμένη σκέψη λυτρώνεται και από το κακό. Ο στόχος του ανθρώπου είναι να αναγνωρίσει ότι είναι ήδη τέλειος και αθάνατος. Με άλλα λόγια, η αμαρτία, η ασθένεια και ο θάνατος είναι απλώς ψευδαισθήσεις του ατόμου που δεν έχει ακόμη αφυπνιστεί.

Χαρακτηριστικό του πνεύματος του 19ου αιώνα είναι το κίνημα της Μεγάλης Αφύπνισης στην Αμερική, από το οποίο προέκυψαν πολλά αφυπνιστικά –ενθουσιαστικά – πνευματιστικά ρεύματα όπως οι Χαρισματικοί και οι Πεντηκοστιανοί.

Τα συνήθη χαρακτηριστικά αυτών των ρευμάτων είναι η βίωση της αφύπνισης που συνοδεύεται από «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», σαν τη γλωσσολαλία και την προφητεία, οι εκστατικές συγκεντρώσεις, και η ιεραποστολική πεποίθηση ότι οφείλουν να οδηγήσουν πλατιές μάζες στην αφύπνιση.

Η πιο γνωστή τέτοια κίνηση είναι της Πεντηκοστής, ένας όρος που περιλαμβάνει αμέτρητες θρησκευτικές κοινότητες ενθουσιαστικού χαρακτήρα. Κοινή πεποίθηση όλων αυτών είναι ότι μία νέα έκχυση του Αγίου Πνεύματος έχει αφυπνίσει μέσα τους εκ νέου τα χαρίσματα των πρώτων χριστιανών. Αισθάνονται ότι το καθήκον τους είναι να μεταδώσουν στα πλήθη το μήνυμα του Χριστού, επειδή επίκειται η επιστροφή του.

Η εμφάνιση της κίνησης της Πεντηκοστής χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Υπήρξε παρακλάδι της αφυπνιστικής κίνησης των Ευαγγελικών και της Κίνησης Αγίωσης που σημάδεψαν τις ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Η προοπτική ότι θα βίωναν την «έκχυση του Πνεύματος» όπως στη βιβλική Πεντηκοστή, προσέλκυσε γρήγορα ευρύτερα στρώματα, που γι’ αυτό εγκατέλειψαν μαζικά τις παραδοσιακές εκκλησίες, ομολογίες και άλλες αιρέσεις.

Ο ενθουσιαστικός-ιεραποστολικός και μεσσιανικός χαρακτήρας της κίνησης υπήρξε ένα ισχυρό δέλεαρ κυρίως για τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια συσπείρωσε μεγάλη πλήθη σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Ασία.

Στη σημερινή κίνηση περιλαμβάνονται πολλά διαφορετικά ρεύματα, από συντηρητικά φονταμενταλιστικά έως πολύ ακραία. Παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία φιλοσοφίας, λατρείας και οργανωτικής δομής και δεν υπάρχει ένα κοινό πιστεύω.

Σε γενικές γραμμές θεωρούνται Πεντηκοστιανά τα ρεύματα που διδάσκουν δύο ξεχωριστά (από άποψη χρόνου και ουσίας) βιώματα θρησκευτικού τύπου. Το ένα είναι το βίωμα της ανάνηψης ή πνευματικής αναγέννησης. Το δεύτερο είναι η βάπτιση με το Πνεύμα, την οποία ως επί το πλείστον ταυτίζουν με τη γλωσσολαλία.

(Για τη λανθασμένη αντίληψη των Πεντηκοστιανών όσον αφορά τη γλωσσολαλία και για την αληθινή αιτία αυτού του φαινομένου βλ. Οι Πνευματικοί Κόσμοι σ.229 έως 232).

Παρ’ όλο που οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες πολέμησαν εξαρχής με σφοδρότητα τους Πεντηκοστιανούς, το κίνημά τους παρουσίασε τον 20ο αιώνα τη μεγαλύτερη αύξηση οπαδών σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομολογίες. Λόγω του ενθουσιαστικού-εκστατικού χαρακτήρα των συγκεντρώσεων στις εκκλησίες της Πεντηκοστής, (πέφτουν θεληματικά και μαζικά σε «έκσταση»), είχαν και έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση στη Νότια Αμερική και στην Αφρική.

Δομή και Ψυχολογία της σέκτας

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να παρεμβληθούν μερικά κριτήρια διάκρισης των αιρέσεων, οι οποίες έχουν αφετηρία τους τη Βίβλο. Το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι αποκλίνουν από την ορθή ερμηνεία ή διδασκαλία του Ευαγγελίου, πράγμα που εν μέρει παρατηρείται και στις μεγάλες εκκλησίες. Συνήθως πρόκειται για μία μίξη του Ευαγγελίου με ανθρώπινες αξίες, απόψεις και δοξασίες. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα κράμα που έχει ωστόσο έναν πυρήνα αλήθειας, είναι δύσκολο για όποιον δεν έχει μελετήσει σοβαρά κι εμπνευσμένα τη Βίβλο να διακρίνει τις ανθρώπινες προσθήκες.

Κατά κανόνα οι επικεφαλής απομονώνουν επιλεκτικά ορισμένα σημεία της Αγίας Γραφής από τον υπόλοιπο κορμό της και τα αναδεικνύουν σε κεντρική διδασκαλία τους, πάνω στην οποία στηρίζουν μετά μονόπλευρα ολόκληρη την ιδεολογία τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι φερ’ ειπείν η γλωσσολαλία και τα χαρίσματα του πνεύματος στους Πεντηκοστιανούς.

Έτσι προκύπτουν μία ιδιαίτερη ορολογία και κοσμοθεωρία χαρακτηριστικές της συγκεκριμένης ομάδας. Οι απλοί οπαδοί οφείλουν να τις εγκολπιστούν χωρίς αντίλογο. Εξάλλου οι ηγέτες και τα ανώτερα στελέχη της οργάνωσης θεωρούνται αυθεντίες με αδιαμφισβήτητο κύρος, με το αλάθητο και με απόλυτη εξουσία. Μάλιστα συχνά οι οπαδοί τους αποδίδουν υπερφυσικές ικανότητες, δηλαδή ότι θεραπεύουν, προφητεύουν κ.λπ.

Κάθε αίρεση αποτελεί έναν κλειστό κύκλο που θεωρεί ότι είναι ο μοναδικός κάτοχος της αλήθειας, ενώ όλες οι άλλες χριστιανικές κοινότητες σφάλλουν. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει το δρόμο της σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους, άσχετα από την πνευματική τους τοποθέτηση ή τη θρησκεία τους, αλλά η αίρεση υπόσχεται μόνο στους δικούς της οπαδούς τη σωτηρία.

Ως συνέπεια οι οπαδοί έχουν την πεποίθηση ότι αποτελούν κάτι το ξεχωριστό, μία ελίτ με μεσσιανική αποστολή. Συχνά τους καλλιεργούν την αντίληψη ότι αυτοί κρατούν στα χέρια τους τη σωτηρία της ανθρωπότητας, γιατί είναι οι μόνοι που έχουν τη σωστή διδασκαλία και μπορούν να την σώσουν από την ολική καταστροφή, την προσεχή συντέλεια του κόσμου.

Πολλές φορές η αίρεση παρουσιάζει μία σφικτή, σχεδόν στρατιωτική οργάνωση. Η ιεραρχία μεταξύ των μελών γίνεται αυστηρά σεβαστή, οι ανώτεροι διατάσσουν και οι απλοί οπαδοί υπακούν. Συνήθως κάθε υπο-ομάδα έχει έναν επιτηρητή που φροντίζει να ακολουθείται η σωστή γραμμή, ενώ δεν είναι σπάνιος και ο χαφιεδισμός μεταξύ των μελών.

Η στρατιωτική δομή στηρίζεται επίσης σε ένα εκτεταμένο σύστημα κανόνων και εντολών που επιβάλλουν μία ενιαία, μονοδιάστατη πίστη και συμπεριφορά. Έτσι επιβάλλεται η ομαδική πειθαρχία καθώς το σύστημα δεν ανέχεται αμφισβητήσεις, ερωτήματα και συνειδησιακές αντιρρήσεις από τα μεμονωμένα μέλη.

Αν και συνήθως δεν συναντάται η λατρεία στο πρόσωπο του αρχηγού της αίρεσης, όπως συμβαίνει στις οργανώσεις της Ανατολής, μπορεί και εδώ να υπάρχουν στοιχεία ειδωλοποίησης-θεοποίησης του «χαρισματικού» ηγέτη, δασκάλου ή θεραπευτή, όπως παρατηρείται π.χ. σε αρκετές κινήσεις Ευαγγελικών ή Πεντηκοστιανών.

Βασικά, όσο πιο αυταρχική δομή έχει μία ομάδα, τόσο περισσότερο έλεγχο και πίεση ασκεί στα μέλη της. Σε ακραίες περιπτώσεις ο συνειδησιακός έλεγχος και η ψυχολογική πίεση που ασκείται στα μέλη μπορεί να πάρει μορφή ψυχολογικών βασανιστηρίων και να οδηγήσει στην ισοπέδωση της προσωπικότητάς τους. Τα μέλη που θα τολμήσουν να αποχωρήσουν από την οργάνωση έχουν να αντιμετωπίσουν εκβιασμούς, πιέσεις και μία δυσφημιστική εκστρατεία εις βάρος τους. Γεγονός είναι πως όσο εύκολο είναι να μπει κάποιος σε μία αίρεση, τόσο δύσκολο είναι να βγει.

Γενικά μπορεί να πει κανείς ότι οι περισσότεροι αποζητούν εκεί προσανατολισμό και σταθερές αξίες σε μία εποχή κρίσης. Πάρα πολλοί άνθρωποι προσχωρούν σε μία λατρευτική κοινότητα ή οργάνωση επειδή πραγματικά αναζητούν την αλήθεια και θεωρούν ότι δεν την βρίσκουν αλλού, ιδίως στις παραδοσιακές εκκλησίες. Τέτοιοι αναζητητές της αλήθειας αποχωρούν πιο εύκολα από μία οργάνωση όταν διαπιστώσουν ότι τα ερωτήματά τους μένουν αναπάντητα.

Για μία μεγάλη μερίδα όμως το ζητούμενο είναι να βρουν στην ομάδα ένα υποκατάστατο της οικογένειας ή και των άλλων προσωπικών σχέσεων.

Μεθοδικά τους καλλιεργούν την εντύπωση ότι η οργάνωση είναι η πνευματική τους οικογένεια και ότι η κοσμοθεωρία της δίνει τη λύση σε όλα τα προβλήματά τους. Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η αίσθηση που τους δίνουν ότι έχουν πλέον αξία, αποστολή και σκοπό στη ζωή τους.

Σήμερα συνηθίζεται η διάκριση ανάμεσα σε αιρέσεις γενικά και σε αιρέσεις ή σέκτες με ολοκληρωτικό χαρακτήρα, αν και τα όρια είναι ρευστά. Στις ολοκληρωτικές οργανώσεις τα συστήματα ελέγχου των μελών είναι σχεδόν τέλεια. Πολλές φορές τα μέλη ζουν σε κοινόβια με αυστηρά επιτηρούμενες συνθήκες και απομονωμένα από τον εξωτερικό κόσμο, παθητικά υποταγμένα στους κοινοβιακούς κανόνες. Σε αυτήν την περίπτωση ως επί το πλείστον ασκείται ψυχολογική τρομοκρατία που είναι δυνατό να καταλήξει σε απώλεια της προσωπικότητας.

Μερικές φορές, ιδίως όταν στην ιδεολογία περιέχονται εσχατολογικές δοξασίες, ο έλεγχος των μελών είναι τέτοιος που δέχονται να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Παραδείγματα τέτοια έχουν υπάρξει σποραδικά στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ουγκάντα και αλλού.

Σε άλλες σέκτες, όπως είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, η Νεοαποστολική Εκκλησία ή οι Μορμόνοι, η πλύση εγκεφάλου και ο έλεγχος που υφίστανται τα μέλη είναι λιγότερο ολοκληρωτικοί.

Σε αυτές τις περιπτώσεις ο έλεγχος ασκείται κυρίως με την αυταρχική επιβολή ενός άκαμπτου ηθικού κώδικα. Μόνο εάν επιδεικνύει το μέλος τυφλή υπακοή σε αυτόν τον κώδικα αναγνωρίζεται από την υπόλοιπη ομάδα.

Οι ολοκληρωτικές σέκτες με εξειδικευμένες ψυχολογικές πιέσεις επιδιώκουν να διαλύσουν την προσωπικότητα του μέλους και ειδικά τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις σχέσεις και τη συμπεριφορά του, ώστε να αντικατασταθεί από μία νέα.

Με το νέο προγραμματισμό της προσωπικότητας η σέκτα καθορίζει όχι μόνο το χαρακτήρα του ατόμου, αλλά και το ποιες πληροφορίες προσλαμβάνει. Έτσι το πρώτο μέλημα της οργάνωσης είναι να κοπούν οι δεσμοί του μέλους με την οικογένεια και με τον φιλικό κύκλο του.

Για να καμφθεί η ατομική βούληση του μέλους ορισμένες οργανώσεις επιβάλλουν παρατεταμένες νηστείες, στέρηση ύπνου, ακόμη και ηλεκτροσόκ (π.χ. η οργάνωση του Γιαπωνέζου Αούν). Ο ελεύθερος χρόνος είναι λιγοστός και συνήθως καλύπτεται από κοινές δραστηριότητες της ομάδας. Έτσι ο οπαδός υφίσταται αδιάλειπτα την ίδια επιρροή, ακούει την ίδια ορολογία και την ίδια φιλοσοφία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού είναι η Scientology. Ο ιδρυτής της Ρον Χάμπαρτ (Ron Hubbard) δημιούργησε δικούς του όρους για να δώσει τη διδασκαλία του. Λόγου χάριν «engrams», είναι οι επαχθείς αναμνήσεις από αυτήν ή από μία υποτιθέμενη άλλη ζωή. Για να απαλλαγεί ο οπαδός από αυτές πρέπει να κάνει ένα είδους εξομολόγησης, “auditing”, όπου επιστρατεύεται και ένας ανιχνευτής ψεύδους.

Το άτομο που δεν έχει σωματικά ή ψυχικά προβλήματα θεωρείται “clear”. Αλλά για να γίνει κάποιος clear πρέπει να συμμετάσχει σε μία σειρά από σεμινάρια. Ο φωτισμένος άνθρωπος με τη διευρυμένη συνειδητότητα είναι ένας “operating thetan” που μπορεί να αναπτύσσει επ’ άπειρον τις ικανότητές του, ώστε να γίνει ικανός να ελέγχει πλήρως το περιβάλλον του.

Σχεδόν σε όλες τις σέκτες οι οπαδοί τους πιστεύουν ότι τους επέλεξε ο Θεός για να προειδοποιήσουν τον υπόλοιπο κόσμο για την επικείμενη θεία δίκη. Είναι πεισμένοι δε πως μόνο η δική τους οργάνωση θα γλυτώσει από την τιμωρία του Θεού.

Για να γίνει πλήρης ο έλεγχος του ατόμου εκτός από τις σκέψεις χειραγωγούνται επίσης τα αισθήματα. Για το σκοπό αυτόν αρχικά αφυπνίζουν στα μέλη την προσδοκία ενός αυριανού καλύτερου κόσμου, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι μόνο η συγκεκριμένη οργάνωση έχει τον τρόπο να το πραγματοποιήσει.

Επιπλέον στον οπαδό καλλιεργούνται τεχνηέντως συνεχώς εναλασσόμενα συναισθήματα που ποικίλουν από τη χαρά ως την ενοχή και το φόβο. Έτσι δεν μπορεί να έχει εσωτερική συναισθηματική ισορροπία.

Μια άλλη μέθοδος ελέγχου επιτυγχάνεται με τον έλεγχο των πληροφοριών. Ο οπαδός πληροφορείται μόνο τα θετικά για την ομάδα ή αυτά που συμφωνούν με την ιδεολογία της. Φυσικά οφείλει να διαβάζει μόνο το ιδεολογικό υλικό που εκδίδει ή επικροτεί η οργάνωση για να μην κινδυνέψει να μολυνθεί από τις πλάνες των άλλων θεωριών.

Όλοι αυτοί οι έλεγχοι αποσκοπούν στο να αναγκάσουν το άτομο να αποβάλει την προσωπική γνώμη και την υγιή κριτική αντίληψη. Γιατί από κάποια στιγμή χάνει κάθε μέτρο σύγκρισης ή έχει διαπαιδαγωγηθεί να καταπνίγει κάθε αμφιβολία εν τη γενέσει της. Ως επακόλουθο όλοι οι οπαδοί σκέφτονται το ίδιο και έτσι οι ηγέτες της οργάνωσης μπορούν να τους ποδηγετήσουν κατά βούληση πνευματικά και οικονομικά.

***

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο για τον κατακερματισμό του χριστιανισμού σε αναρίθμητες παραφυάδες, ας παρατεθεί η παρακάτω αποκάλυψη του Ιησού Χριστού στον προφήτη Γιάκομπ Λόρμπερ:

«Όποιος θέλει να ζήσει σωστά, μπορεί να το κάνει σ’ οποιαδήποτε εκκλησία. Γιατί ένας βασικός κανόνας είναι : Ελέγχετε τα πάντα και κρατάτε ό,τι είναι καλό! Εγώ δεν λέω σε κανένα να γίνει καθολικός ή προτεστάντης ή ελληνορθόδοξος. Ο καθένας ας μείνει αυτό που είναι, άμα θέλει. Ό,τι όμως και να’ ναι, πρέπει να είναι χριστιανός με έργα εν πνεύματι και εν αληθεία. Γιατί ο καθένας μπορεί να έχει τον καθαρό Λόγο του Θεού, αν το θέλει.

Εγώ δεν είμαι όπως ένας Πάπας, Πατριάρχης ή Προτεστάντης Επίσκοπος, αλλά είμαι όπως ένας καλός και δικαιότατος πατέρας για όλα τα παιδιά Μου, και χαίρομαι μόνο όταν συναγωνίζονται στα έργα αγάπης∙ όχι όμως όταν ο ένας αποκαλεί τον άλλον ανόητο, θέλοντας να δείξει με τις αμπελοφιλοσοφίες του ότι είναι εκείνος ο πιο σοφός κι αλάνθαστος, χωρίς όμως να κάνει τίποτα έμπρακτα.

Το βασίλειό Μου είναι βασίλειο της μέγιστης δραστηριότητας κι όχι βασίλειο τεμπέληδων και αργόσχολων. Δεν είπα στους Αποστόλους: “Μείνετε σπίτι σας, σκεφτείτε και διαλογιστείτε πάνω στη διδασκαλία Μου!” παρά “Πηγαίνετε σ’ ολόκληρο τον κόσμο!”

Γι’ αυτό και για σας τους ανθρώπους είναι καλύτερο να είσαστε ενεργοί μέσα σε κάποια τάξη παρά να έχετε μονάχα πολύ αγνή πίστη. Γιατί είναι απείρως καλύτερο να ενεργείτε σύμφωνα με τη διδασκαλία Μου από το να ξέρετε απέξω όλη τη Βίβλο και να την πιστεύετε».

Στη δε Ντούντε λέγεται: « Τη μεγαλύτερη ανοησία της ζωής του κάνει όποιος εγκαταλείπει την εκκλησία στην οποία ανήκει… Δεν είναι εύκολη η θέση του κλήρου σήμερα. Κάνει μεν ότι μπορεί να κρατήσει το ποίμνιο της εκκλησίας, όμως ο ένας πιστός μετά στον άλλον απομακρύνεται και συχνά δεν βρίσκει πια τον δρόμο της επιστροφής. Τότε είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο για τον κληρικό να ασκήσει μία επιρροή στην ψυχή ενός τέτοιου αποστάτη…Οποιος φεύγει από την μητρική του εκκλησία στερείται τη θεική χάρη, εάν δεν αγωνιστεί με τη δική του τη θέληση να βρεί μέσα στη καρδιά του τη θεική διδασκαλία.

Για αυτό μείνετε πιστοί στη μητρική σας εκκλησία και μην την εγκαταλείπετε, γιατί κάθε εκκλησία μπορεί να σας δώσει τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθείτε για να μπορέσετε να ανελιχθήτε υψηλότερα. Αυτό βέβαια υπό τη προυπόθεση ότι δεν ακούτε μόνο με τα αυτιά αλλά με την καρδιά».

Ο Διαφωτισμός και η Νεωτερικότητα

Η απολυταρχία υπήρξε η μορφή διακυβέρνησης που διαμόρφωσε το κλίμα στην Ευρώπη το 17ο και 18ο αιώνα. Επρόκειτο για ένα αυστηρά προσωποπαγές καθεστώς, όπου ο ηγεμόνας συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες και έλεγχε όλους τους τομείς της ζωής από την πολιτική και το δίκαιο ως την επιστήμη και την τέχνη. Επειδή ο ανώτατος άρχοντας αισθανόταν μόνο απέναντι στον Θεό υπεύθυνος, δεν δίσταζε να περιορίσει την ισχύ της εκκλησίας και να την κάνει να υποταχθεί στα συμφέροντά του. Υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, η εκκλησία υποχρεώθηκε από τον ηγεμόνα να ασχοληθεί με κοινωνικά έργα.

Καθώς ένα επίτευγμα της εποχής αυτής ήταν η ανοχή απέναντι στις πεποιθήσεις των άλλων, έστω κι αν αντιγνωμούσαν, η εκκλησία έχασε την προνομιακή, δεσπόζουσα θέση στην κοινωνία. Ως επακόλουθο σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου επικράτησε σταδιακά η εκκοσμίκευση.

Ο Διαφωτισμός υπήρξε ουσιαστικά, αν και με καθυστέρηση, παιδί της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση ήθελε να αποτινάξει τα δεσμά από τη μακραίωνη κυριαρχία της εκκλησίας, επιστρέφοντας με τον επιστημονισμό πίσω στις πηγές της γνώσης. Παράλληλα ο Διαφωτισμός πρέσβευε την επιστροφή στη φύση. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για μία αντίδραση απέναντι στο σχολαστικισμό και στον εκκλησιαστικό δογματισμό. Η γαλλική επανάσταση ενίσχυσε αυτήν την κατεύθυνση.

Το θεολογικό-μεταφυσικό κοσμοείδωλο έπρεπε να αντικατασταθεί από μία ορθολογική, επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι Διαφωτιστές δεν ήθελαν πια να τους υπαγορεύει δογματικά η εκκλησία τι να σκεφθούν και μάλιστα με βάση ένα μεταφυσικό υπόβαθρο.

Ο άνθρωπος της εποχής του Διαφωτισμού αισθανόταν ότι είχε ενηλικιωθεί πνευματικά και δεν χρειαζόταν πια την κηδεμονία της εκκλησίας ούτε στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό βίο. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις και η αλματώδης πρόοδος σε μαθηματικά, φυσική και τεχνολογία προωθούσαν αυτήν τη χειραφέτηση. Η εκκλησία, αμήχανη, δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την προέλαση της επιστήμης και προσπάθησε είτε να την αγνοήσει είτε να την πολεμήσει, όπως στην περίπτωση του Γαλιλαίου. Εκτός από τον Γαλιλαίο άλλοι σημαντικοί διανοητές και επιστήμονες της εποχής ήταν οι Ρουσώ, Βολταίρος, Νεύτων, Κέπλερ, Καντ κ.ά.

Για τους μορφωμένους της εποχής, που μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα επιστημονικά ευρήματα, η απάντηση στο δίλημμα πίστη ή επιστήμη ήταν υπέρ της δεύτερης. Εγκαταλείποντας δε τη μεταφυσική εξήγηση του κόσμου, απογαλακτίστηκαν ταυτόχρονα από την εκκλησιαστική διδασκαλία και ηθική και σε άλλους τομείς.

Οι λιγότερο μορφωμένοι έμειναν συσπειρωμένοι γύρω από την εκκλησία τους, που επέμενε να αντιστέκεται στην εξέλιξη. Από τη δική τους την πλευρά οι αστικές και πιο μορφωμένες τάξεις στη δυτική και κεντρική Ευρώπη ταύτιζαν πλέον τις εκκλησίες με το μεσαιωνικό σκοταδισμό και τη δεισιδαιμονία. Χωρίς να εγκαταλείψουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού, απομακρύνθηκαν από τις εκκλησίες.

Έχοντας αποκλείσει το μεταφυσικό υπόβαθρο, πολλοί ταύτιζαν πλέον τη θρησκεία μόνο με την ηθική και γι’ αυτό επιδίωκαν έναν ηθικό βίο χωρίς όμως τις υποχρεώσεις που επέβαλλε η εκκλησία.

Άλλοι πιο ριζοσπάστες, όπως ο Βολταίρος, θεωρούσαν ότι μόνο ο ορθός λόγος οφείλει να καθοδηγεί το άτομο, ενώ η θρησκεία χρειάζεται μόνο για να κρατά τους αμόρφωτους εντός των ηθικών φραγμών.

Καθώς η κοινή χριστιανική πίστη παύει να είναι ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας, αντικαθίσταται από άλλες αξίες που διευκολύνουν τη συμβίωση, όπως η ανεξιθρησκία και τα ατομικά δικαιώματα.

Στα παιδαγωγικά βιβλία του ο φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσώ ζητά η παιδεία να προωθεί τις φυσικές ικανότητες του ανθρώπου. Ο πολιτισμός και ο κόσμος γίνονται ανθρωποκεντρικοί. Ο Ρουσώ υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά είναι λογική και φυσική και μόνο η απομάκρυνση από τη φύση, όχι από τον Θεό, κάνει τον άνθρωπο να σφάλλει.

Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, ακόμη κι όταν περιστρέφονται γύρω από τον Θεό, βασίζονται κυρίως στον ορθό λόγο. Ως επακόλουθο τα περισσότερα εκκλησιαστικά δόγματα καταρρίπτονται. Μόνο η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής παραμένουν αδιαμφισβήτητες. Η θρησκεία περιορίζεται στη λειτουργία του θεματοφύλακα της ηθικής. Οτιδήποτε είναι άλογο ή υπερφυσικό, όπως τα θαύματα, απορρίπτεται. Για τους φιλοσόφους ο Θεός δημιούργησε μεν τον κόσμο, όμως μετά αποσύρθηκε από αυτόν. Το σύμπαν ακολουθεί απλώς τους νόμους που δημιουργήθηκαν στην αρχή. Υπάρχει στην ουσία μία μόνο αληθινή θρησκεία, η φυσική (κατά άλλους λογική) θρησκεία.

Οι ιστορικές θρησκείες αποτελούν απλώς εκφάνσεις της φυσικής θρησκείας που για κάποιους λόγους απέκλιναν από αυτήν. Επιπλέον λένε ότι ο Χριστός δίδαξε τη φυσική-λογική θρησκεία η οποία όμως παραχαράχτηκε από τους οπαδούς του είτε εμπρόθετα είτε από άγνοια και ακατανοησία.

Η σύγκριση του χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες έπαψε να είναι ταμπού και έτσι άνοιξε ο δρόμος για μία κριτική τοποθέτηση απέναντί του. Η θεολογία δεν περιορίστηκε πλέον στο να ασχολείται με την ανάλυση των κειμένων και των βασικών αρχών της πίστης. Η μεθοδολογία και οι στόχοι της έγιναν πιο επιστημονικοί καθώς επικεντρώθηκε στη γένεση και στην ιστορική πορεία του χριστιανισμού και των γραφών του. Η κριτική αντιπαράθεση με τα ιερά κείμενα ήταν κάτι το άγνωστο μέχρι τότε αφού κάθε μελέτη είχε μόνο απολογητικό χαρακτήρα. Μάλιστα η καθολική εκκλησία απειλώντας με αφορισμό απαγόρευε μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα στους καθολικούς διανοούμενους να ασκούν μία ανεξάρτητη κριτική της Βίβλου.

Οι εκτός της καθολικής εκκλησίας ερευνητές επιδόθηκαν το 19ο και 20ο αιώνα σε μία ιστορική κριτική έρευνα της Βίβλου. Με μεγάλο ζήλο, επιμονή και οξύτητα νου προσπάθησαν να αναλύσουν και να κατανοήσουν λογικά τη χριστική διδασκαλία. Έτσι μπόρεσαν να ανιχνεύσουν προσθήκες που έγιναν εκ των υστέρων και αλλοίωσαν το αρχικό κείμενο.

Πολλοί ερευνητές είχαν αγνά κίνητρα και επιδίωκαν πραγματικά να βρουν την αλήθεια, επιδιώκοντας την αναδόμηση της θρησκείας και όχι την απόρριψή της (Γιώργος Μουστάκης).

Πάρα πολλοί ωστόσο, έκαναν πολεμική προς χάριν της πολεμικής, και η κριτική τους μαρτυρεί προκατάληψη, μονομέρεια και φανατισμό. Ναι μεν διαπίστωσαν σωστά ότι ο λόγος του Ευαγγελίου έχει υποστεί αλλοιώσεις εκ των υστέρων, όμως υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Κατά την απόρριψη των αυθαίρετων προσθηκών στο Ευαγγέλιο, απέρριψαν επίσης αυθαίρετα πολλά σωστά χωρία. Μαζί με τα ζιζάνια ξερίζωσαν επίσης πολλούς καλούς καρπούς, σύμφωνα με την έκφραση του Κουρτ Εγκενστάιν (Kurt Eggenstein). Η επονομαζόμενη ιστορική κριτική ή «φιλελεύθερη κριτική θεολογία» ξεπέρασε τα όρια, με συνέπεια να καταρρίψει σχεδόν τα πάντα και να αφήσει σχεδόν μόνο ερείπια.

Ξεκινώντας από την αμφισβήτηση της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μυθολογικό έργο. Πρώτος διδάξας υπήρξε ο Γερμανός θεολόγος Καρλ Μπούλτμαν που υποστήριζε ότι δεν είναι δυνατόν να πιστεύει η ανθρωπότητα από τη μία μεριά στη σύγχρονη επιστήμη κι από την άλλη στα πνεύματα, στα δαιμόνια και στα θαύματα της Καινής Διαθήκης και άρα οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως μύθους και να αναρωτιόμαστε κατά πόσον είναι πραγματικά.

Όντως κριτικοί θεολόγοι θεώρησαν ότι πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, όπως αυτά για τα θαύματα, ανήκουν στο χώρο των προλήψεων, της δεισιδαιμονίας και της λαϊκής μυθοπλασίας. Όντας οι ίδιοι υλιστές-ορθολογιστές ήταν ανίκανοι να συλλάβουν το μεταφυσικό βάθος της Καλής Αγγελίας. Έτσι επιχείρησαν λ.χ. να εξηγήσουν τα θαύματα του Ιησού Χριστού με βάση νόμους της φυσικής.

Η μέθοδός τους στηρίζεται στο να επιλέγουν χωρία της Γραφής ξεκομμένα από τον υπόλοιπο κορμό και, εάν δεν συμφωνούν με τις θεωρητικές υποθέσεις τους, τα απορρίπτουν σαν ψεύτικες προσθήκες. Ασφαλώς με αυτήν τη μέθοδο μπορεί ο καθένας να αποδείξει ό,τι θέλει με οποιοδήποτε κείμενο, εφόσον καθορίζει ο ίδιος αυθαίρετα τα κριτήρια ελέγχου. Το αξιοσημείωτο είναι πως ενώ τις υποθέσεις της επιστήμης, μολονότι καθαρά θεωρητικές, τις αφήνουν στο απυρόβλητο, απορρίπτουν το λόγο της Γραφής επειδή δεν συνοδεύεται από επιστημονικές αποδείξεις.

Προφανώς από το ένα άκρο της τυφλής πίστης στο γράμμα της Βίβλου που υπαγόρευαν επί αιώνες οι εκκλησίες, το εκκρεμές της αντίδρασης πήγε στο άλλο άκρο της σχεδόν ολοκληρωτικής απόρριψης. Οι κριτικοί θεολόγοι διαστρέβλωσαν το νόημα βιβλικών εννοιών όπως η αμαρτία, η λύτρωση, η χάρη κ.ο.κ.

Στη θέση του θεϊκού σχεδίου σωτηρίας του πεσμένου ανθρώπου και της λύτρωσής του μέσω του Ιησού Χριστού, αυτοί είδαν ανθρώπινους στόχους και σχέδια για την (κυρίως υλική) βελτίωση του κόσμου.

Επιπλέον ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς υπήρξε απλώς μία ιστορική προσωπικότητα και ότι δεν είπε όσα αναφέρουν τα ευαγγέλια. Κατ’ ακολουθία το έργο Του, η σταύρωση, η ανάσταση και ανάληψή Του εκμηδενίζονται, αφού είτε τις αρνούνται είτε τους δίνουν άλλο νόημα.

Το αποτέλεσμα αυτής της κριτικής ιδεολογίας με την υποτιθέμενη επιστημονική χροιά, ήταν θεωρίες που πολύ λίγη σχέση έχουν με τη διδασκαλία και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με την πάροδο του χρόνου παρουσιάστηκε ένα πλήθος από υποθέσεις για την προσωπικότητά Του. Τον θεώρησαν Εσσαίο, προφήτη, απλώς καλόν άνθρωπο ή πρότυπο ηθικής, θρησκευτικό διδάσκαλο, παράφρονα, κοινωνικό ή εθναπελευθερωτικό επαναστάτη. Το μόνο που δεν θέλησαν να δουν ήταν ποιος είναι πραγματικά : ο Θεάνθρωπος και ο λυτρωτής του ανθρώπου.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1842 στον προφήτη Ιάκωβο Λόρμπερ υπαγορεύτηκαν γι’ αυτό το θέμα τα εξής : «Τι και τι δεν έχουν πει οι άνθρωποι για Μένα! Πόσες φορές Με χαρακτήρισαν απατεώνα, λαοπλάνο, αργόσχολο χαραμοφάη, μπαγαπόντη, ονειροπαρμένο, τρελό, μάγο, ακόμη και υπηρέτη του Βελζεβούλ Με αποκάλεσαν. Αλλά ούτε και τώρα Με έχουν σε καλύτερη μοίρα στη Γη».

Οι έρευνες της «φιλελεύθερης κριτικής θεολογίας» ανακάλυψαν άγνωστες πλάνες της χριστιανικής θρησκείας αλλά περιέπεσαν και σε πολλά λάθη. Σήμερα οι επιστήμονες συμφωνούν ότι τα πορίσματα αυτά δεν είναι τόσο άξια λόγου ώστε να τους δίνεται σημασία.

Οι κριτικοί δεν αντιλήφθηκαν ότι καθετί βαθύ καλύπτεται από πολλά στρώματα και ότι το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει αλλά και κρύβει πολλά μυστικά. Ο Λόρμπερ γράφει ότι «η αλήθεια δίνεται μόνο κεκαλυμμένη στους ανθρώπους της Γης».

Επιπλέον, τα ιερά κείμενα και ιδίως η Γραφή, δεν μπορούν να αναλυθούν όπως γίνεται με ένα ιστορικό ή φιλολογικό έργο. Στον Λόρμπερ επισημαίνεται γι’ αυτό το ζήτημα: «Όποιος θέλει να βρει την εσωτερική, αληθινή σοφία του πνεύματος που είναι από τον Θεό κάνοντας απλώς συλλογισμούς και κρίνοντας μόνο με την κοσμική λογική του, πλανάται οικτρά. Γιατί έτσι οδηγείται σε λάθος δρόμους που είναι γεμάτοι γκρεμούς και επειδή το πνεύμα του βρίσκεται σε βαθύ σκοτάδι είναι πολύ εύκολο να πέσει και να τσακιστεί πολύ άσχημα».

Ο Θεός για τους δικούς του σοφούς λόγους έχει εμπρόθετα καλύψει την αλήθεια στη Βίβλο σκεπάζοντας με πέπλα το εσωτερικό της νόημα. Όποιος επιχειρεί να διεισδύσει στον εσωτερικό πυρήνα ανασηκώνοντας το πέπλο με λογικές αναλύσεις οδηγείται σε αδιέξοδο.

Η ανθρώπινη νόηση δεν αρκεί για να συλλάβει το μυστήριο. Γι’ αυτό λέγεται στον Λόρμπερ : «Όποιος κρίνει εξωτερικά τα Ευαγγέλια χρησιμοποιώντας τη λογική του για να κάνει μία καθαρά ιστορική ανάλυση, κι αν μάλιστα θέλει να ασκήσει μία σοφιστική κριτική, τι θα πρέπει να βρει άραγε εκ των πραγμάτων, αφού θα έχει να κάνει με τόσες διαφορετικές εξιστορήσεις;

Ή η λογική του θα βρει το θάνατο ή η πίστη του».

Η επιχειρηματολογία της ιστορικής κριτικής έρευνας και της λεγόμενης απομυθοποίησης επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα των εθνικών πολέμιων του χριστιανισμού όπως ήταν ο Κέλσος (2ος αιώνας) και ο Πορφύριος (3ος αιώνας). Παρόμοια με τους σημερινούς φιλελεύθερους θεολόγους οι νεστοριανοί τον 5ο αιώνα υποστήριζαν ότι στο σταυρό πέθανε ένας άνθρωπος και όχι ο Γιος του Θεού. Επίσης για τους Γνωστικούς, όπως ο Βαλεντίνος, ο «λυτρωτής Χριστός» έχει την έννοια του φωτισμένου διδασκάλου, την ίδια έννοια που του δίνουν σήμερα οι περισσότεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι.

Η σύγχρονη κριτική έρευνα βρίσκεται μπροστά στο ίδιο μυστήριο που αδυνατούσαν να συλλάβουν οι εθνικοί και οι Γνωστικοί φιλόσοφοι. Όποιος όμως δεν μπορεί να δεχθεί την ανάσταση και τη λυτρωτική δράση του Χριστού, αφήνει ολόκληρο το οικοδόμημα της διδασκαλίας του μετέωρο στον αέρα (Προς Κορ. Α΄ 15,14. Ιωάννη 5,23).

Είναι γεγονός ότι η θειότητα του Ιησού Χριστού αποτελεί ένα μυστήριο ασύλληπτο για τον άνθρωπο που δεν έχει ακόμη κατακτήσει την υιοθεσία από το Θεό. Όπως οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι έτσι και οι σημερινοί απομυθοποιητές είναι ανίκανοι να φανταστούν πως μπορεί ένας θεός να υποφέρει. Για να προσεγγίσουν το μυστήριο αυτό παίζουν τους αρχαιολόγους που προσπαθούν να λύσουν τα αινίγματα της ιστορίας ή καταφεύγουν σε συνεχώς μεταβαλλόμενες ερευνητικές μεθόδους με αστήρικτες υποθέσεις και εν μέρει αστεία, παράλογα συμπεράσματα. Ο στίχος του ευαγγελίου του Ιωάννη (1,5) «το φως ήρθε στο σκοτάδι, αλλά το σκοτάδι δεν το κατάλαβε» είναι επίκαιρο όσο ποτέ.

Οι χριστιανοί στη σύγχρονη Ευρώπη απέναντι σε αυτήν την υπονόμευση της θρησκείας τους βρίσκονται σε αμηχανία και σύγχυση. Δικαιολογημένα αναρωτιούνται αν όλα όσα διδάσκουν οι εκκλησίες είναι μύθος. Ευτυχώς ανέκαθεν υπήρχαν εμπνευσμένα πνεύματα που διόρθωναν ή εμπλούτιζαν τη διδασκαλία, όπως ο Ωριγένης, ο Meister Eckhart, οι Wycliff, και Hus, o Μπαίμε μ.α., και αργότερα οι εκπρόσωποι των Νέων Αποκαλύψεων.

Οι Νέες Αποκαλύψεις εξηγούν και συμπληρώνουν το Ευαγγέλιο

Οι περισσότερες σημερινές εκκλησίες, ομολογίες και αιρέσεις, όπως συνηθίζεται εξάλλου και στις άλλες θρησκείες, απαιτούν από τους οπαδούς τους μία απόλυτη, τυφλή πίστη στις θέσεις τους.

Οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων αναγνωρίζουν για παράδειγμα ότι το κύριο δόγμα τους, η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη βοήθεια της λογικής. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούν από όλα τα μέλη τους να δέχονται χωρίς όρους αυτό το δόγμα, το οποίο μάλιστα έχουν ανάγει σε κύριο θεμέλιο της διδασκαλίας τους. Πέρα από αυτό απαιτούν π.χ. την πίστη στο «προπατορικό αμάρτημα», στην «αιώνια ζωή της ψυχής», χωρίς να δίνουν άλλες αποδείξεις γι’ αυτά, εκτός από τα όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Πώς κρίνει όμως αυτήν τη γραπτή απόδειξη εκείνος που δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Αγία Γραφή έχει το χαρακτήρα αποκάλυψης, εκείνος που πρέπει πρώτα να του αποδειχθεί το θεόπνευστο αυτών των κειμένων; Οι Εκκλησίες δεν δίνουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους χαρακτηρίζει μεγαλύτερη κριτική διάθεση, κάποιες διαυγέστερες λογικές αιτίες για τις διάφορες διδασκαλίες τους. Την ανάγκη για πειστικές, λογικές επεξηγήσεις και εμβαθύνσεις στο Λόγο του Χριστού καλύπτουν οι νεότεροι προφήτες που είναι γνωστοί με το συλλογικό όρο Νέα Αποκάλυψη ( Ν.Α.), αν και δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Η διδασκαλία για την πίστη στα γραπτά της νέας αποκάλυψης, διαφέρει από τις εκκλησιαστικές χριστιανικές και πολλές άλλες θρησκείες στο γεγονός ότι απορρίπτει εντελώς κάθε τυφλή πίστη και προσπαθεί να κάνει σαφώς κατανοητά σε κάθε άνθρωπο όλα τα στοιχεία της πίστης, ανάλογα με την ωριμότητά του και την αντιληπτική του δυνατότητα. Δεν υπάρχει δηλαδή μυστικιστικό σκοτάδι, ούτε μυστικοπάθεια «μυημένων», δεν υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί, φωτισμένοι και κοινοί θνητοί, «εσωτερικός και εξωτερικός κύκλος», «εσωτερική» και «εξωτερική» σχολή. Αντίθετα, μέσα από τα γραπτά της νέας αποκάλυψης αποκαλύπτεται σε κάθε αναζητητή της αλήθειας όσο το δυνατόν πιο λογικά και σαφέστερα, η φύση και η δημιουργική δράση του Θεού, ο σκοπός και ο δρόμος της τελείωσης, αυτός και ο άλλος κόσμος.

Τα πολυάριθμα γραπτά της νέας αποκάλυψης που καταγράφτηκαν από τον κύριο εκπρόσωπό της, τον Γιάκομπ Λόρμπερ πραγματεύονται επίσης όλα εκείνα τα ερωτήματα για τη ζωή και την πίστη, που μέχρι την εποχή του βρίσκονταν, τόσο για τους Χριστιανούς, όσο και για τους μη Χριστιανούς, σε βαθύ σκοτάδι.

Η φύση του Θεού, τα στάδια της δημιουργίας, ο σκοπός της τελείωσης, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος προς την τελείωση σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, όλα αυτά αναλύονται βαθιά και διαφωτιστικά από το στόμα του Ιησού Χριστού, κυρίως στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αλλά και σε άλλα έργα του Λόρμπερ, ώστε ο κάθε αληθινός πνευματικός αναζητητής μπορεί να τα κατανοήσει εκ βαθέων και να πάρει ικανοποιητικές απαντήσεις.

Σύμφωνα με όσα κατέγραψε ο Λόρμπερ, οι νέες αποκαλύψεις μεταξύ άλλων αποκωδικοποιούν τα μυστικά του Ευαγγελίου. Μεταξύ άλλων αποσκοπούν στο να καθαρίσουν τη διδασκαλία του Χριστού από τις ανθρώπινες επεμβάσεις και συγχρόνως να αποκαλύψουν την πραγματική έκταση και σημασία της στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι ικανός να την καταλάβει.

Όπως γράφει ένας άλλος νεότερος μυστικός και προφήτης, ο Γκότφριντ Μαγερχόφερ, κατά θεία υπαγόρευση: «η Βίβλος διατηρήθηκε για να σας παρέχει τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη απόδειξη (ενν. υπέρ της χριστικής διδασκαλίας σ.τ.μ.), αφού σε αυτήν έχουν καταγραφεί ήδη όλα όσα θα εξελίσσονταν σταδιακά στις μεταγενέστερες εποχές».

Και ο Λόρμπερ σημειώνει : «Αυτή η μεγάλη ζωντανή δωρεά (σ.τ.μ. η νέα Αποκάλυψη) που σας δίνει η χάρη Μου προορίζεται βέβαια για να γίνει γνωστή στον (ευρύτερο) κόσμο. Τούτο θα γίνει όμως μόνο όταν ο διεφθαρμένος κόσμος αισθανθεί πάλι πείνα για τη δική Μου τροφή. Την πείνα την προετοιμάζει τώρα η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Πώς το κάνει; Με την κακή τροφή που προσφέρει, η οποία χαλάει το στομάχι της ανθρώπινης ψυχής. Ως αποτέλεσμα η ψυχή θα αποφεύγει κάθε τροφή για ένα διάστημα και έτσι αργότερα θα γνωρίσει πραγματική πείνα. Τότε, λοιπόν, θα αρπάξει με βουλιμία αυτόν τον ουράνιο άρτο που προσφέρω, για να χορτάσει με αυτόν και να μπορεί να κατακτήσει την αιώνια ζωή».

Αυτή η ώρα, λένε, έχει έρθει. Τα τελευταία χίλια εννιακόσια τόσα χρόνια η ανθρωπότητα εξελίχθηκε, ενηλικιώθηκε και χρειάζεται πλέον πιο δυναμωτική τροφή για τις πνευματικές της ανάγκες. Τα ευαγγέλια αποτελούν την πιο εξαιρετική τροφή, όμως αναφέρουν πολύ συνοπτικά τα λόγια και τα έργα του Χριστού, που κι αυτά έχουν πολλές φορές παρερμηνευτεί ή διαστρεβλωθεί.

Τελικά πολλά από αυτά που κάνει σήμερα ο οποιοσδήποτε χριστιανός πιστεύοντας ότι έτσι ακολουθεί τις οδηγίες του Χριστού έχουν πολύ λίγη σχέση με την αληθινή διδασκαλία του, πράγμα που θα διαπιστώσει ο καθένας που θα εξετάσει τις λατρευτικές απαιτήσεις της εκκλησίας του.

Γι’ αυτό μία άνωθεν απαγόρευση στον Μαγερχόφερ στα τέλη του 19ου αιώνα έλεγε: «Για να μην χαθούν όλοι οι άνθρωποι, έχω φροντίσει ώστε στο εφεξής μεμονωμένα άτομα να λαμβάνουν τη διδασκαλία και το Λόγο Μου ανόθευτα, όπως κάποτε τα έλαβαν οι μαθητές Μου. Και μάλιστα όχι καλυμμένα, όπως είχε γίνει με τους προφήτες, παρά σαφώς και κατανοητά, όπως δίδασκαν κάποτε οι μαθητές Μου τους λαούς… Πρόθεσή Μου τώρα είναι να ανοίξω τα μάτια σε εκείνους που δεν πιστεύουν και να εξηγήσω την πραγματική σημασία της Βίβλου Μου σε εκείνους που προσκολλημένοι στο γράμμα της την ερμηνεύουν μόνο κατά λέξη» .

Είναι προφανές ότι ο Θεός δεν έπαψε ούτε θα πάψει να αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και ικανότητές της. ‘Η όπως λέγεται στον Ιωάννη 14,26: «Θα σας στείλω τον Παράκλητο που θα σας διδάξει όλη την αλήθεια».

Στον Λόρμπερ μάλιστα λέγεται πως όταν μεγαλώσει κι άλλο ο γνωστικός ορίζοντας των ανθρώπων, «τότε θα δοθούν ακόμη μεγαλύτερες αποκαλύψεις και ακριβέστερες οδηγίες… Όποιος τότε δεχτεί ότι είναι αληθινή η αποκάλυψη, και την ακολουθήσει στην πράξη, θα αποκτά ολοένα διαυγέστερη γνώση και αληθινά ανεξάρτητη, ελεύθερη ζωή» (ΜΕΙ VI 204, 9-10).

Είναι γνωστό από τα πρωτοχριστιανικά κείμενα ότι στον αρχέγονο χριστιανισμό το χάρισμα της προφητείας ήταν αυτονόητο (Προς Τιμ. Β΄ 3, 16-17). Μάλιστα ο Παύλος προέτρεπε τους Κορίνθιους να επιδιώκουν πρωτίστως το χάρισμα της προφητείας. Όπως είδαμε στην ιστορική επισκόπηση, με την πάροδο του χρόνου και με τη διαμόρφωση της ιεραρχίας, οι επίσκοποι έγιναν οι πρώτοι τη τάξει και υποσκέλισαν τα άλλα λειτουργήματα. Από εκείνη την εποχή υποστήριξαν ορισμένοι ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αποκαλύψεις του Θεού, παρ’ όλο που στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται σαφώς ότι «Θα σας διδάσκει ο ίδιος ο Θεος» και «νέοι και νέες θα έχουν θεικά όνειρα και θα προφητεύουν» μέσω του “”Εμφυτου Λόγου” (Ιακώβου 1,21). Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βάλτερ Νιγκ (Walter Nigg) αυτήν την παράλογη αντίληψη την «πρέσβευαν μόνο εκείνοι οι θεολόγοι που δικαιολογημένα φοβόντουσαν ότι το έργο των προφητών θα έφερνε άνω-κάτω τις ταξινομημένες παραγράφους τους».

Την εποχή της ενανθρώπησής του ο Χριστός δεν είχε τη δυνατότητα να πει τα πάντα στα πλήθη, γιατί δεν θα τον καταλάβαιναν εάν τους μιλούσε λ.χ. για τη γένεση και τη δομή της δημιουργίας. Η μόρφωση και η ωριμότητα των τότε ανθρώπων δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο.

Ακόμη και οι κοντινοί μαθητές του, που διδάχτηκαν πολύ βαθύτερα θέματα, συχνά είχαν δυσκολία να τα καταλάβουν, αφού δεν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Γι’ αυτόν το λόγο πολλά πράγματα τα είπε ακόμη και σε αυτούς καλυμμένα ή συμβολικά.

Από τις νέες αποκαλύψεις είναι γνωστό ότι ο Ναζωραίος είχε δώσει επανειλημμένα την οδηγία στους μαθητές του να μην δημοσιοποιήσουν ορισμένες διδασκαλίες λέγοντάς τους: «Τα πιο ιδιαίτερα θέματα δεν χρειάζεται να τα πείτε σε όλους τους ανθρώπους παρά μόνο σε εκείνους που θα σας διαδεχθούν» (ΜΕΙ VIII 77,17).

«…Ωστόσο στο απώτερο μέλλον θα αφυπνίσω εργάτες στους οποίους θα υπαγορεύσω το Λόγο Μου μέσω του πνεύματος που είναι εμφυτευμένο στην καρδιά τους. Έτσι θα τους υπαγορεύσω να γράψουν όλα όσα έγιναν και όσα δίδαξα από τότε που άρχισα να διδάσκω… επίσης αυτά που θα ακολουθήσουν στο μέλλον και πολλά άλλα ακόμη» (ΜΕΙ VIII 79, 3-4).(Βλ. Επίσης Ιω. 14,21. 21,25. Ιω. Α’ 2,27).

Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το κύριο έργο του Λόρμπερ που εξιστορεί το βίο και την πολιτεία του Ιησού Χριστού με κάθε λεπτομέρεια, σε ένα σημείο οι μαθητές ρώτησαν το Δάσκαλο για ποιο λόγο δεν τους έδινε από τότε τη διδασκαλία του αποκαλυμμένη πλήρως και ο Ιησούς απάντησε: «Θα είχα πολλά ακόμη να σας πω και να σας αποκαλύψω, αλλά δεν μπορείτε ακόμη να τα αντέξετε». (ΜΕΙ ΙΧ 90,6) (Ιω. 16,12-15)

Στη συνέχεια τους εξήγησε ότι τους δίδασκε «σαν να ήταν από μία άποψη παιδιά και ότι τότε «ήταν ακόμη ανίκανοι να φανταστούν σε ποιο βαθμό θα ανέπτυσσαν οι άνθρωποι στο μέλλον επιστήμες και τεχνολογία» (ΜΕΙ ΙΧ 90,8).

Βέβαια η μερική κάλυψη του περιεχομένου του Ευαγγελίου και η διάνθισή του με συμβολισμούς επέτρεψε να γίνουν οι λανθασμένες ερμηνείες και οι επεμβάσεις στο κείμενο από την ανθρώπινη πλευρά. Σε μία σχετική ερώτηση του ευαγγελιστή Ιωάννη προς τον Ιησού Χριστό εκείνος απαντά:

«Είναι καλύτερο να δοθεί καλυμμένη η ουσία του Ευαγγελίου στον κόσμο. Γιατί έτσι μπορεί να ερίζει για το κάλυμμα, ενώ ο πυρήνας Ζωής στο εσωτερικό του παραμένει ακέραιος… Όταν θα είναι αναγκαίο μία μέρα θα αφυπνίσω εκ νέου ανθρώπους στους οποίους θα υπαγορεύσω όλα όσα συνέβησαν εδώ (στην Παλαιστίνη) και επίσης θα φανερώσω τι θα πρέπει να περιμένει ο κόσμος εφόσον παραμείνει κακός κι αδιόρθωτος» (ΜΕΙ Ι 216, 13-14).

Πριν την ανάληψή του ο Χριστός υποσχέθηκε στην ανθρωπότητα να στείλει τον Παράκλητο. Μιλώντας στον Μαγερχόφερ εξηγεί τη σημασία του Παράκλητου για τη σύγχρονη ανθρωπότητα ως εξής : « Ο “Παράκλητος” που υποσχέθηκα να στείλω στους μαθητές Μου βρισκόταν ήδη μέσα στα λόγια που κατέγραψε ο αγαπημένος Μου μαθητής, ο Ιωάννης. Οι μαθητές Μου τότε δεν τα καταλάβαιναν. Αλλά εσείς τώρα έχετε εκπαιδευτεί αρκετά και είσαστε προετοιμασμένοι να καταλάβετε τη διδασκαλία Μου, όπως θέλω Εγώ να την καταλάβετε και να την εφαρμόσετε. Εσείς μπορείτε τώρα σε αυτές τις διδασκαλίες που σας παραδίδω (σ.τ.μ. τις νέες Αποκαλύψεις) να βρείτε τον Παράκλητο που έχει τη δύναμη να σας φωτίσει, να σας ανυψώσει και να σας κάνει δυνατούς απέναντι σε όλα όσα πρόκειται να έλθουν. Με τον ίδιο τρόπο τότε το Πνεύμα Μου έδωσε δύναμη στους μαθητές να αντέξουν τις μελλοντικές τους δοκιμασίες με το ψυχικό σθένος που χρειάζονταν για την αποστολή τους».

Γι’ αυτό γράφει ο Γρηγόριος Λαρεντζάκης, καθηγητής ορθόδοξης θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, «να παρακαλούμε το Θεό να μας στείλει το Άγιο Πνεύμα Του, να μας φωτίσει ώστε να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη φωνή των προφητών και των Αγίων, και των συγχρόνων μας επίσης, που συχνά φωνάζουν ακούραστα στην έρημο».

2000 χρόνια αλήθειας και πλάνης

Σύμφωνα με τον Λόρμπερ, ο Ιησούς Χριστός είχε προείπει στους αποστόλους του ότι με τον καιρό η διδασκαλία του θα παραμορφωνόταν εξαιτίας των αλλαγών στο λόγο του Ευαγγελίου και των λανθασμένων ερμηνειών. Ωστόσο τους διαβεβαίωσε ότι το εσωτερικό πνεύμα θα έμενε αναλλοίωτο και τους εξήγησε τους λόγους της παραμόρφωσης : «Ιδίως οι επικεφαλής σε κάποιες εκκλησίες θα αρχίσουν να παραχαράσσουν τη διδασκαλία Μου και να την αναμειγνύουν με παλαιότερες ανοησίες, επειδή η ανόθευτη αλήθεια από τους Ουρανούς θα τους απέδιδε πολύ λίγα χρήματα» (ΜΕΙ Χ 25,4).

1

Γι’ αυτόν το λόγο ο Παύλος και ο Πέτρος στις επιστολές τους επισημαίνουν τα απαραίτητα προσόντα και προειδοποιούν τους προϊσταμένους των εκκλησιών να μην έχουν κίνητρο τις χρηματικές απολαβές (Α’ Κορ. 9,17-18. Α’ Πέτρου 5,2). Αλλά ήδη ο Ωριγένης χαρακτήριζε κάποιες εκκλησίες “άνδρο ληστών”.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξεταστούν βασικά δόγματα και διδασκαλίες των εκκλησιών με κριτήριο τη Βίβλο και τις νέες Αποκαλύψεις. Έτσι θα διαπιστωθεί πώς γεννήθηκαν και δρομολογήθηκαν παρανοήσεις, λάθη ή και εσκεμμένες πλάνες που έδωσαν λανθασμένες κατευθύνσεις σε αυτήν τη δισχιλιετή πορεία που χαρακτηρίζεται από καλά και από κακά.

Θα αρχίσουμε από το θεωρητικό θεμέλιο του χριστιανισμού, τα ευαγγέλια. Νεότεροι ερευνητές θεωρούν τα ευαγγέλια ψευδεπίγραφα, ότι δηλαδή οι συγγραφείς τους δεν ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Αντίθετα η εκκλησία ταυτίζει τον ευαγγελιστή Ιωάννη με τον αγαπημένο μαθητή του Ναζωραίου, πράγμα που επιβεβαιώνει η νέα Αποκάλυψη, χαρακτηρίζοντας το δικό του ευαγγέλιο ως το πιο έγκυρο αν και είχε λάβει την οδηγία από τον Ιησού να μην καταγράφει τα πάντα, αλλά μόνο τα πιο σημαντικά.

Δίκαια, λοιπόν, ο Κλήμης της Αλεξανδρείας χαρακτήριζε το κατά Ιωάννη ως «το πνευματικό ευαγγέλιο», «πεμπτουσία, κορύφωση και άγια των αγίων της Καινής Διαθήκης».

Είναι γεγονός πως υπάρχουν μερικές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων, πράγμα που διαπιστώνει εύκολα όποιος συγκρίνει τις εξιστορήσεις.

Ωστόσο εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης εκφράζεται εναργώς το κεντρικό μήνυμα της χριστικής διδασκαλίας, η τελείωση μέσω της αγάπης. Ή όπως λέγεται στη νέα αποκάλυψη: «Όσο ανόμοια και αν φαίνονται από έξω, εντούτοις στον εσώτατο πυρήνα τους τα πληροί το ίδιο Πνεύμα».

Όντως, ναι μεν οι ανθρώπινες επεμβάσεις δρομολόγησαν πολλά λάθη και πλάνες, όμως ο πυρήνας έμεινε αναλλοίωτος. Οι πληροφορίες της νέας αποκάλυψης (Ν.Α.) μιλούν λεπτομερώς για τη γένεση και την περαιτέρω μοίρα των βιβλικών ευαγγελίων και έτσι μπορούν να καταρριφθούν πολλές εσφαλμένες θεωρίες. Από την άλλη πλευρά η ιστορική έρευνα επιβεβαιώνει τις πληροφορίες της Ν.Α. για τις αυθαίρετες αλλοιώσεις του Ευαγγελίου που οφείλονται κυρίως σε ορισμένους επισκόπους των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, αλλά και σε λάθη αντιγραφής ή μετάφρασης.

Οι γνώσεις μας σχετικά με τους πρώτους αιώνες της χριστιανοσύνης είναι πολύ ελλιπείς. Ήδη περί το 200 μ.Χ. δεν υπήρχαν πια τα πρωτότυπα αυθεντικά χειρόγραφα των ευαγγελίων. Τα παλαιότερα ακέραια αντίγραφα κειμένων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα. Κατά την αντιγραφή από τα πρωτότυπα έγιναν πάρα πολλά λάθη.*

Εκτός των λαθών αντιγραφής υπάρχουν αναμφισβήτητα μεταξύ των ευαγγελίων αποκλίσεις έστω και αν αναφέρονται στα ίδια γεγονότα. Αυτό οφείλεται κατά τη Ν.Α. στο ότι οι ευαγγελιστές δεν είχαν πάντοτε να κάνουν με αξιόπιστους μάρτυρες. Ας σημειωθεί ότι οι ανθρώπινες προσθήκες και αλλοιώσεις του ευαγγελίου που απαριθμούνται στη Ν.Α. επιβεβαιώνονται από τους ειδήμονες. Το δεδομένο αυτό δεν είναι καινούριο, είναι γνωστό από παλιά, απλώς οι ιεράρχες το απέκρυπταν από τους λαϊκούς. Άλλωστε ήδη το 250 μ.Χ. ο Ωριγένης είχε συμπεράνει ότι μερικές βιβλικές διηγήσεις ήταν επινοήσεις.

Επίσης ο άγιος Αμβρόσιος τον 4ο αιώνα στα σχόλιά του είχε αναφερθεί στις διαφορετικές διηγήσεις των ευαγγελίων για τα ίδια περιστατικά. Παρ’ όλα αυτά επί αιώνες η καθολική εκκλησία απέκρυπτε από τους πιστούς αυτήν την πραγματικότητα με διάφορα μέσα. Μόνο μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965) απέκτησαν οι καθολικοί επιστήμονες τη δυνατότητα να μιλήσουν δημόσια γι’ αυτά τα πράγματα.

Ως τότε, ενώ η ιεραρχία γνώριζε από αιώνων για τις αντιφάσεις και τις αλλοιώσεις, απειλούσε με αιώνια καταδίκη στην κόλαση όποιον αμφισβητούσε το αλάθητο των ευαγγελίων λέξη προς λέξη.

Οι παραχαράξεις μετέτρεψαν το χαρούμενο μήνυμα του ευαγγελίου σε ένα απειλητικό μήνυμα. Ο Θεός της απέραντης αγάπης μετατράπηκε σε έναν Θεό τιμωρό που τιμωρεί με αιώνια καταδίκη στην κόλαση την παραβίαση κάποιων εκκλησιαστικών οδηγιών.

Για να προλάβει τις τυχόν αμφιβολίες και τα ερωτηματικά που θα αναδύονταν στο χριστεπώνυμο πλήρωμα διαβάζοντας την Αγία Γραφή, η καθολική εκκλησία απαγόρευε επί αιώνες την ανάγνωσή της. Μάλιστα στην Ισπανία η απλή κατοχή της Βίβλου επέσυρε την ποινή του θανάτου. Το πανεπιστήμιο της Σορβόννης απαγόρευε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας για να εμποδίσει την ανάγνωση του ελληνικού κώδικα της Καινής Διαθήκης, πράξη που θεωρείτο αιρετική και επέσυρε επίσης την ποινή του θανάτου. Η απαγόρευση της ανάγνωσης της Βίβλου ίσχυε μέχρι το 19ο αιώνα, αλλά σήμερα και οι καθολικοί πλέον έχουν το δικαίωμα να ξέρουν ότι στην Αγία Γραφή έχουν παρεισφρύσει ανθρώπινα λάθη.

Η αληθινή εκκλησία: Παραπάνω είδαμε πώς γεννήθηκε η θεσμική εκκλησία και η ιεραρχία της. Τα επόμενα αποσπάσματα θα δείξουν κατά πόσον η εξέλιξη αυτή ήταν σύμφωνη με τη θεϊκή βούληση, και πού έγιναν λάθη, με βάση την Αγία Γραφή και τη Ν.Α.

Γι’ αυτό το θέμα ο Ιησούς λέει στο έργο Η Οικονομία του Θεού στον Γιάκομπ Λόρμπερ: «Πες στα παιδιά Μου και σε όλους, σε όποια θρησκεία και αν ανήκουν – είτε ρωμαιοκαθολικοί είναι είτε προτεστάντες, Ιουδαίοι, Τούρκοι, Βραχμάνοι, ειδωλολάτρες – αυτό: Πάνω στη γη υπάρχει μία μόνον αληθινή εκκλησία, και αυτή είναι η αγάπη για Μένα στο πρόσωπο του Υιού Μου! Η αγάπη αυτή είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα σας και σας φανερώνεται με το ζωντανό Λόγο Μου. Έτσι, Εγώ βρίσκομαι μέσα σας, η δε ψυχή σας, που η καρδιά της είναι η κατοικία Μου, είναι η μοναδική αληθινή εκκλησία στη γη. Μόνον εκεί υπάρχει αιώνια ζωή και μόνον αυτή είναι που σας κάνει μακάριους!

Γιατί σκεφτείτε, Εγώ είμαι ο κύριος όλων όσων υπάρχουν. Εγώ είμαι ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, και ως τέτοιος είμαι ο Πατέρας σας, ο άγιος και γεμάτος αγάπη. Και Εγώ είμαι όλα αυτά μέσα στο Λόγο! Αν τον σεβαστείτε και πράττετε σύμφωνα με αυτόν, τον έχετε προσλάβει μέσα σας. Τότε αυτός θα ζωντανέψει μέσα σας, θα σας ανυψώσει ψηλότερα από τον εαυτό σας και θα σας ελευθερώσει. Δεν θα υπόκειστε τότε πια στο νόμο, θα βρίσκεστε πάνω από αυτόν, στο φως. Αυτό είναι η μακαριότητα ή η βασιλεία του Θεού μέσα σας ή η μόνη εκκλησία της γης που εξασφαλίζει την μακαριότητα. Σε καμία άλλη, εκτός από αυτήν, δεν υπάρχει αιώνια ζωή.

Ή μήπως πιστεύετε ότι κατοικώ μέσα σε τοίχους ή ότι βρίσκομαι στις τελετουργίες ή στις δεήσεις και στη θεία λατρεία; Όχι, κάνετε μεγάλο λάθος. Δεν βρίσκομαι σε τίποτα από αυτά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει αγάπη, εκεί είμαι και Εγώ»!

(Βλ. επίσης: Ιω. 4,21-24.6, 45.14, 16 και 23 και 26. Πράξ. Απ. 7,48. 14,16-17)

***

Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός λέει: «Δωρεάν λάβατε τη διδασκαλία μου, δωρεάν να την δώσετε». (Ματθ. 10,8) Στην αληθινή εκκλησία του Χριστού δεν χρειάζεται αμειβόμενο ιερατείο με υπαλληλική ιδιότητα, λέγεται επίσης στη Ν.Α. Το γιατί υποδηλώνεται με τα εξής λόγια του Χριστού: «Κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζει τον Θεό, τον αγαπάει πάνω απ’ όλα κι εκτελεί το θέλημά Του, είναι ένας αληθινός και σωστός ιερέας, είναι δε επίσης σωστός δάσκαλος, εφόσον μεταδίδει στο συνάνθρωπό του τη διδασκαλία που έλαβε από τον Θεό (με τα λόγια του και με το δικό του παράδειγμα)».

Βέβαια, παρόλα αυτά, πρέπει πάντα να υπάρχουν σε μια κοινότητα και «ελεύθεροι κι αληθινοί δάσκαλοι», για να κηρύσσουν το θείο Λόγο και να καλλιεργούν το θείο πνεύμα αγάπης. Γι’ αυτούς ισχύουν όσα λέει ο Χριστός στο Μεγάλο Ευαγγέλιο στον Ρωμαίο βετεράνο Μάρκο:

«Αν έχεις την καλή γνώμη ότι οι άνθρωποι πρέπει το Σάββατο να συγκεντρώνονται κάπου για να διδαχθούν ξανά για τον Θεό και το θέλημά Του, καθώς επίσης για να Τον θυμηθούν, τότε ας γίνει αυτό. Όμως ο δάσκαλος έχει, εκτός απ’ αυτήν, άλλες έξι εργάσιμες ημέρες! Αν είναι αφυπνισμένος ως προς το πνεύμα, τότε δεν χρειάζεται να περνά τις έξι αυτές ημέρες μόνο με κοπιαστική προετοιμασία για τη διδασκαλία του επόμενου Σαββάτου. Γιατί σε όποιον μιλάει μέσα από το πνεύμα του Θεού, τα λόγια θα τεθούν τη στιγμή που πρέπει στην καρδιά και στο στόμα του.

Πιστεύω ότι δεν θα ήταν και για τον ραβίνο κακό αν έκανε ως πρότυπο για την κοινότητά του, κάποια ωφέλιμη εργασία, κερδίζοντας έτσι τον επιούσιο, ώστε να μην είναι αναγκασμένος να συντηρείται από την κοινότητα. Τότε τα μέλη της ασφαλώς θα τον σέβονταν και θα τον μιμούνταν περισσότερο, γιατί στο γεγονός ότι συντηρεί μόνος τον εαυτό του, θα έβλεπαν την καλύτερη απόδειξη της ανιδιοτέλειας και της αγάπης του για την κοινότητα.»

Φυσικά κάθε πνευματική κοινότητα χρειάζεται μία ηγεσία. Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο ο Ιησούς διδάσκει τα εξής στους Αποστόλους, καθώς τους στέλνει να προσηλυτίσουν τον κόσμο: «Κάθε φορά που θα έχετε φέρει στην πίστη, θα έχετε σώσει και εδραιώσει στο όνομά Μου κάποια κοινότητα, να ορίζετε τον πιο έμπειρο πολίτη της να αναλάβει φιλικά την προστασία της. και να του μεταδώσετε (με επίθεση των χεριών) το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορεί να γίνει αληθινός ευεργέτης της κοινότητας που του εμπιστεύεστε. Όμως μην του επιβάλετε με έναν αναγκαστικό νόμο το τι πρέπει να τηρεί απέναντι στα μέλη της κοινότητας.

Μολονότι ένας τέτοιος προστάτης ορίζεται από σας στο όνομά Μου, δεν πρέπει να έχει επίγεια πρωτεία. Αντίθετα πρέπει να είναι, όπως εσείς, ένας πολύ ταπεινός υπηρέτης των αδελφών που του έχετε εμπιστευτεί, δεν πρέπει δε να επιτρέπει να τον τιμούν ή και να τον αμείβουν για τις υπηρεσίες που τους προσφέρει. Γιατί αυτά που ο ίδιος έλαβε δωρεάν, πρέπει επίσης να τα δώσει πάλι δωρεάν με αγάπη στους λιγότερο χαρισματικούς αδελφούς του. Αυτά, όμως, που θα του προσφέρει ελεύθερα και με αγάπη η κοινότητα, πρέπει να τα δέχεται, όπως το έχω επιτρέψει αυτό και σε εσάς».

Στην Οικονομία του Θεού, πάλι του Λόρμπερ, διευκρινίζεται ποια χαρακτηριστικά απαιτούνται από έναν τέτοιο “προστάτη”: «Πρέπει να διαλέγετε ανάμεσά σας ηγέτες που θα βρίσκετε την καρδιά τους γεμάτη αληθινή ταπεινοφροσύνη. Όμως, ποτέ δεν πρέπει να διαλέγετε κάποιον που επιδιώκει και επιθυμεί να γίνει μεγαλύτερος και σημαντικότερος από όλους τους αδελφούς του, αντί να είναι ο έσχατος μεταξύ τους. Ούτε, βέβαια, κάποιον που φαινομενικά κάνει τον ταπεινό, προκειμένου να εκλεγεί.(Ιω. 13,13-16. Λουκ. 22,25 κ.εξ.)

Αφού, λοιπόν επιλέξετε έναν αρχηγό για τις υποθέσεις σας, να προσεύχεστε και να ελέγχετε μήπως το αξίωμα αυτό δόθηκε σε κάποιον ανάξιο. Γιατί ένας κακός, ασύνετος αρχηγός είναι για την κοινότητα ό,τι ο κακός βοσκός για το κοπάδι. Μόλις δει το λύκο να φθάνει τρέπεται πρώτος σε φυγή, εγκαταλείποντας τα πρόβατα στο λύκο ή γίνεται στο τέλος ο ίδιος λύκος και σφαγιαστής του κοπαδιού του».

Ναοί και αληθινοί οίκοι του Θεού: Στη μελλοντική «Βασιλεία της ειρήνης», όπως λέει και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (21,22), δεν θα υπάρχει πια ναός, γιατί ο Θεός, Κύριος και Πατέρας μέσα στον Ιησού Χριστό, «θα είναι ο μόνος ναός των ανθρώπων». Ήδη για τον καιρό της «Καινής Διαθήκης» δηλώθηκε από τον πρώτο μάρτυρα Στέφανο, και επιβεβαιώθηκε επίσημα από τον Παύλο μπροστά στους Αθηναίους ότι «ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο δεν κατοικεί σε ναούς φτιαγμένους από χέρι ανθρώπου». Ο Ωριγένης έλεγε: «η καρδιά είναι η αγία τράπεζα» και ότι «δεν υπάρχει ιερός τόπος πάνω στη Γη, παρά μόνο στην καρδιά». Επίσης έγραφε ότι «το Ιερό δεν πρέπει να το αναζητούμε σε ένα συγκεκριμένο τόπο, αλλά στην πράξη, στη ζωή και στα ήθη, στο σπίτι μας, ακόμη και στο θέατρο». Έτσι και στα γραπτά της νέας αποκάλυψης διά του Γιάκομπ Λόρμπερ χαρακτηρίζεται επίσης ανόητη και άσκοπη η ανέγερση ναών και η λατρεία του Θεού σε τέτοιες επιδεικτικά πολυτελείς κατασκευές:

«Δεν πρέπει να Μου χτίζετε ναούς από ξύλο, πέτρα, χρυσό και ασήμι, ούτε να Με λατρεύετε σ’ αυτούς με διάφορες κενές, ανούσιες ιεροτελεστίες, που ποτέ δεν Μου άρεσαν, ούτε και θα Μου αρέσουν. Ο σωστός ναός, όπου πρέπει να Με λατρεύετε, είναι η καρδιά σας που Με αγαπά. Όποιος Μου προσφέρει θυσία μέσα στην καρδιά του, με έργα αγάπης προς Εμένα και το συνάνθρωπό του, αυτός μόνο προσφέρει θυσία που εκτιμώ. Θα τον ανταμείψω δε με την αιώνια και μακαριότατη ζωή στους ουρανούς Μου…».

«Αν, όμως θέλετε να χτίσετε έναν λεγόμενο “οίκο του Θεού”, τότε χτίστε νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα για την περίθαλψη των φτωχών αδελφών σας. Μέσα εκεί να τους υπηρετείτε, παρέχοντάς τους όσα χρειάζονται. Έτσι θα προσφέρετε την πιο αληθινή υπηρεσία στον Θεό, που θα είναι πολύ αρεστή σε Εκείνον. Από αυτήν την αληθινή και αυθεντική υπηρεσία, ο κόσμος θα καταλάβει ότι είσαστε πραγματικά μαθητές Μου…».

«…Επίσης καλό είναι μία ήδη συγκροτημένη κοινότητα να κατασκευάσει, εκτός από το σχολείο για τα παιδιά, ένα κτίριο συγκεντρώσεων, στο οποίο τα μέλη να μπορούν να μαζεύονται κατά καιρούς στο όνομά Μου. Όμως, σε ένα τέτοιο κτίριο δεν πρέπει μόνο ο ραβίνος να έχει το δικαίωμα να μιλάει και να κηρύσσει, αλλά και κάθε μέλος της κοινότητας, εάν παρακινείται από το πνεύμα Μου. Επίσης δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες μόνο για την Αγία Γραφή, τους Προφήτες κι Εμένα, αλλά και για άλλα θέματα, με σκοπό τη βαθύτερη και αληθινή γνώση για τον Θεό και την αναζωογόνηση της αγάπης γι’ Αυτόν και τον πλησίον. Πρέπει δε να μιλάει εκείνος μόνο που παροτρύνεται από το πνεύμα Μου, ενώ ολόκληρη η κοινότητα μαζί με το ραβίνο, οφείλει να τον ακούει. Αν η κοινότητα το κάνει αυτό, τότε οποιαδήποτε μέρα κι αν είναι, θα έχει κάνει μία αληθινή θεία λειτουργία».

Με το ίδιο πνεύμα ο Παύλος συμβουλεύει τους Κορίνθιους να επιδιώκουν όλα τα χαρίσματα και κυρίως αυτό της προφητείας.

Μέσα στον κόσμο, αλλά όχι με τον κόσμο: Στο άλλο άκρο της εκκοσμίκευσης της εκκλησίας βρίσκεται ένα άλλο κατά τη Ν.Α. αρνητικό φαινόμενο, η φυγή από τον κόσμο. “Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε” είναι η εντολή στην Παλαιά Διαθήκη. Εκτός αυτού ο ίδιος ο Χριστός έστειλε τους μαθητές του να βγουν στον κόσμο για να αναμετρηθούν μαζί του καιγια να κερδίσουν κι άλλες ψυχές.

Είναι κατανοητό ότι δεν μπορεί να αρέσει στον αέναο ενεργό Δημιουργό και συντηρητή του απείρου μία ζωή ασκητική, ούτε η μοναστική απόσυρση από τα εγκόσμια. Ο ίδιος ο Χριστός δεν αποσύρθηκε από τον κόσμο. αντίθετα μάλιστα, πήγε κοντά στους ανθρώπους για να φέρει το φως σε όλους όσους το χρειάζονταν και ήταν δεκτικοί. Έτσι η σκοτεινή θεώρηση του κόσμου από τους μεσαιωνικούς ασκητές ή άλλους φανατικούς είναι για τον αληθινό φίλο του Θεού και των ανθρώπων το ίδιο στείρα όσο και η αρνησικοσμία των χριστιανών ή βουδιστών ερημιτών και μοναχών.

Η ζωή του αληθινού χριστιανού είναι και τα δύο: vita contemplativa, ζωή περισυλλογής και vita activa, ζωή δραστηριότητας, ζωή με τον Θεό και ζωή με τα γήινα αδέλφια, ήσυχη προσευχή και ισχυρή μαρτυρία.

Ο Ινδός μυστικιστής Sundar Singh χρησιμοποιεί μία εύστοχη εικόνα για να το περιγράψει: «Τα σπουδαιότερα πράγματα που έχει να κάνει ένας χριστιανός είναι δύο και το ένα εξαρτάται από το άλλο: προσευχή και εργασία. Είναι σαν τα δύο πνευμόνια μας και πρέπει να χρησιμοποιούμε και τα δύο».

Αυτός ο διπλός χαρακτήρας της ζωής του χριστιανού σημαίνει ότι ζει τόσο στον Ουρανό όσο και στη Γη. Όποιος θέλει να ζει μόνο στον Ουρανό χωρίς να έχει σχέση με τον κόσμο, κινδυνεύει να χάσει και τον Ουρανό. αντίθετα όποιος ενδιαφέρεται μόνο για τη δουλειά που κάνει στον κόσμο και ξεχνά τον Θεό, όσο κι αν εργάζεται, δεν θα κατακτήσει τον Ουρανό.

Επομένως ο χριστιανός οφείλει να ζει μεν μέσα στους κινδύνους του κόσμου, αλλά η καρδιά του να βρίσκεται στον Ουρανό, στην αιώνια πατρίδα του. Όπως έλεγε ο γκουρού Νανάκ ο ιδρυτής του σιχισμού, (μίας παραφυάδας του ινδουισμού με ισλαμικές προσμείξεις): «Αν και είμαι μέσα στον κόσμο, δεν είμαι με τον κόσμο». Ανάλογα έλεγε και ο Λούθηρος: «αν και είμαι μακριά από τον κόσμο, ωστόσο είμαι μέσα στον κόσμο. Ο χριστιανός είναι ένα τίποτα μέσα στον κόσμο κι όμως είναι εντελώς μέσα στον κόσμο».

Και με τα λόγια του Sundar Singh: «Μολονότι είμαστε, και πρέπει να είμαστε μέσα στον κόσμο, δεν πρέπει ο κόσμος να είναι μέσα μας».

Ο Ιησούς λέει σχετικά στο Μεγάλο Ευαγγέλιο: «Όποιος προσλαμβάνει πλήρως μέσα του το Λόγο Μου, δρα και ζει απαρέκκλιτα βάσει αυτού, προσλαμβάνει έτσι μέσα του Εμένα τον ίδιο με όλη την αγάπη, τη σοφία, την ισχύ και τη δύναμή Μου, και έτσι γίνεται ένα αληθινό παιδί του Θεού, από το οποίο ο Πατέρας στον ουρανό δεν στερεί τίποτα από όσα έχει ο ίδιος. Αν το θυμόσαστε αυτό πάντοτε, τότε εύκολα θα νικήσετε τον υλικό κόσμο! Δεν θέλω να σας κάνω να αποθαρρυνθείτε και να καταραστείτε τον κόσμο, αλλά να τον χρησιμοποιείτε με σοφία!

Γιατί ο Θεός δεν έδωσε στους ανθρώπους τις διάφορες δυνάμεις, κλίσεις και ικανότητες για να κοιμούνται σε ένα κελί ως ερημίτες, παρά για να ενεργούν σύμφωνα με την αποκαλυμμένη θέλησή του και να ωφελούν έτσι τον εαυτό τους και τον πλησίον τους.

Επίσης ο Θεός ποτέ δεν είπε στον άνθρωπο: “Να ακρωτηριαστείς και να ευνουχιστείς, ώστε να μην σε ερεθίζει η σάρκα της γυναίκας και να μην γίνεις ακόλαστος ή μοιχός.” Αντίθετα ο Θεός είπε στον Αδάμ, όταν του έδωσε τη γυναίκα: “Πολλαπλασιαστείτε και αποικήστε τη γη!”

Οι άνθρωποι που αποσύρονται από τα εγκόσμα αμαρτάνουν, φυσικά, όσο και μία πέτρα, αλλά κερδίζει τίποτα με αυτό η πέτρα; Η ψυχή όμως θα αποβάλει κάποτε το ακρωτηριασμένο σώμα της. Τι θα κάνει λοιπόν, στον άλλο κόσμο μέσα στην πλήρη αδυναμία της και στην τέλεια αδράνειά της; Εκεί θα περάσει από κάθε είδους δοκιμασίες, που σκοπό έχουν να την παρακινήσουν να αναπτύξει πλήρη και αληθινή δραστηριότητα ζωής. Εκείνες οι δοκιμασίες του άλλου κόσμου θα είναι πιο δυνατές για την ψυχή απ’ ό,τι εδώ, επειδή στον πνευματικό κόσμο αυτό που σκέφτεται και θέλει η ψυχή, παρουσιάζεται αμέσως μπροστά της σαν να είναι πραγματικότητα. Όποιος, για παράδειγμα, στη γήινη ζωή καταλαμβανόταν από ισχυρό πάθος μόνο με τη σκέψη της όμορφης, νεαρής γυναίκας του γείτονα, πώς άραγε θα περάσει στον άλλο κόσμο, όπου η σκέψη αυτής της γυναίκας του γείτονα θα παρουσιάζεται μπροστά του όπως την θέλει, σε πλήρη, αν και μόνο φαινομενική, πραγματικότητα; Γι’ αυτόν το λόγο, δεν έχει νόημα η ευλαβής απραξία των ερημιτών και των αναχωρητών, γιατί δεν έχει καμία αξία για Μένα ως προς την αιώνια ζωή».

Τέλος στην Ντούντε λέγεται συμπληρωματικά : « H aγάπη των παιδιών μου στη γή για Εμένα τον δημιουργό τους ασφαλώς αποτελεί μια καλή μαρτυρία για όλους εκείνους που θέλουν να με υπηρετήσουν, όμως χωρίς αυτήν την αγάπη ο αναχωρητισμός δεν θα ήταν άλλο από απλή φυγή… Οταν ακριβώς αυτή η αγάπη είναι το κίνητρο για την παραίτηση από γήινες χαρές και απολαύσεις, τότε ο άνθρωπος κάνει μια θεάρεστη ζωή ήδη στη γή».

Όχι στον αυτοβασανισμό και στον ασκητισμό: Ορισμένοι άνθρωποι, για να πλησιάσουν τον Θεό ή για να αποκτήσουν υπερφυσικές δυνάμεις, παίρνουν έναν άλλο επικίνδυνο δρόμο, αυτόν της αυτοτιμωρίας. Ιδίως στους ανατολικούς λαούς, οι ασκητές ή οι μετανοητές έπαιζαν πάντα μεγάλο ρόλο. Και αυτή η μορφή «λατρείας του Θεού» έχει εμφανίσει στην Ινδία π.χ. με τον αυτοβασανισμό των γιόγκι, εξαιρετικά ακραίες μορφές. Αλλά κι η θρησκευτική ιστορία της Δύσης έχει να παρουσιάσει χτυπητά παραδείγματα με τους σκληρούς, εξοντωτικούς κανόνες των μοναστηριών και των μοναχικών ταγμάτων, με τις πρακτικές αυτομαστίγωσης με τους ερημίτες ή τους στυλίτες , παρ’ όλο που στην Αγία Γραφή το σώμα θεωρείται “ναός του Θεού”.

Ο Ιησούς κρίνει αυτήν τη θρησκευτική τάση ως εξής στο Μεγάλο Ευαγγέλιο: «Με τη σωστή νηστεία και προσευχή, η ψυχή γίνεται πιο ελεύθερη και πιο πνευματική. Αλλά κανένας δεν θα γνωρίσει τη μακαριότητα μόνο και μόνο επειδή νηστεύει και προσεύχεται, παρά μονάχα επειδή πιστεύει σ’Εμένα και ακολουθεί πάντα το θέλημα του Πατέρα στον Ουρανό. Αυτό όμως μπορεί να το κάνει ο καθένας, και χωρίς νηστεία ή εγκράτεια από συγκεκριμένες τροφές και ποτά.

Όποιος όμως έχει ένα κάποιο πλεόνασμα και ασκεί πραγματικά την αγάπη για τον διπλανό του, μοιράζοντάς το, αυτός νηστεύει αληθινά και ωφελεί την αιώνια ζωή της ψυχής του. Επιπλέον, αυτός που θέλει να νηστέψει ουσιαστικά μπροστά στον Θεό και με όφελος για την αιώνια ζωή του, ας αποφεύγει τις αμαρτίες, από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον, γιατί οι αμαρτίες βαραίνουν την ψυχή, που έτσι δυσκολεύεται να ανυψωθεί ως τον Θεό».

Ομοίως ο σωματικός βασανισμός στον οποίο υποβάλλεται κάποιος με σκοπό να διεισδύει με τη βία στον κόσμο των πνευμάτων, καταδικάζεται με έμφαση: «Όποιος νηστεύει την κατάλληλη στιγμή, κάνει καλύτερα απ΄αυτόν που ζει τρυφηλή ζωή και ασωτεύει συνέχεια. Γιατί οι άνθρωποι που βρίσκουν ευχαρίστηση σε ό,τι ερεθίζει τον αισθησιασμό τους μέσα στον κόσμο, σαν ψυχές κάθονται μέσα στη λάσπη και τις ακαθαρσίες μέχρι τ’ αυτιά. Γι’ αυτόν το λόγο είναι ολότελα τυφλοί και κουφοί πνευματικά. Γι’ αυτό να είσαστε πάντα μετρημένοι στο φαΐ και στο πιοτό, ώστε να μην αρρωστήσει η ψυχή σας. Ανάμεσα σε νηστεία και νηστεία υπάρχει διαφορά ωστόσο! Η πιο σωστή νηστεία είναι να αποφεύγει κανείς όλες τις αμαρτίες, να δείχνει αυταπάρνηση σε όλα τα εγκόσμια πράγματα, να σηκώνει το σταυρό του και να Με ακολουθεί. Χωρίς να παραπροσέχει πόσο πίνει ή τρώει, αλλά και χωρίς να ξεπερνάει το μέτρο. Κάθε άλλη νηστεία έχει λίγη ή και καμία αξία. Υπάρχουν π.χ. άνθρωποι οι οποίοι, βασανίζοντας το κορμί τους με έναν συγκεκριμένο τρόπο, εισχωρούν στον κόσμο των πνευμάτων και με τη βοήθειά τους επιδιώκουν να υποτάξουν τις δυνάμεις της φύσης. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν ωφελεί την ψυχή, αλλά αντίθετα την βλάπτει υπέρμετρα. Σ’ αυτήν την περίπτωση η ψυχή πέφτει από το δέντρο της ζωής σαν ένα είδος πρόωρα ωριμασμένου, χαλασμένου στον πυρήνα του και γι’ αυτό σάπιου, καρπού. Γι’ αυτόν το λόγο μια τέτοια νηστεία ή αυτοβασανισμός είναι μεγάλη αμαρτία. Όποιος θέλει να ζήσει σύμφωνα με τη σωστή τάξη, να ζει όπως Εγώ και όπως σας διδάσκω να ζείτε. Τότε θα δει να ωριμάζει μέσα του ένας καρπός που στο εσωτερικό του σχηματίζεται ο ολοζώντανος πυρήνας για την αιώνια ζωή».

Η τριαδικότητα του Θεού – Η εξήγηση του μυστηρίου: Μία βασική διαφορά του χριστιανισμού από τις άλλες θρησκείες είναι ο τριαδικός Θεός : Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Το ερώτημα γύρω από την ουσία και τη σχέση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της λεγόμενης Αγίας Τριάδας, απασχόλησε επανειλημμένα τη χριστιανοσύνη σ’ όλο τον κόσμο. Αμέσως μετά την ανάληψη του Χριστού, ξέσπασαν σφοδρές αντιπαραθέσεις γύρω από αυτό το θέμα. Οι ταραγμένες Σύνοδοι τον 4ο και 5ο αιώνα κατάφεραν μόνο επιφανειακά και με τη βία να καταπνίξουν τον αναβρασμό και τις αντιμαχόμενες απόψεις.

Στη Σύνοδο της Νίκαιας (325μ.Χ.) επιβλήθηκε με την απειλή του αναθέματος η κοινή ομολογία πίστης: «Πιστεύω εις έναν Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα, Ποιητή Ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις έναν Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα (ου ποιηθέντα), Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού… ομοούσιον τω Πατρί… Και πιστεύω εις το Πνεύμα το Άγιον…».

Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίστηκαν σαν τα τρία ξεχωριστά πρόσωπα της μίας θεϊκής Οντότητας, τα οποία όλα μαζί συνιστούν τον έναν Θεό. Με αυτή, όπως και με άλλες επίσημες συνοδικές αποφάσεις γύρω από το πρόσωπο του Ιησού, έλπιζαν να βρουν ένα κοινό, γενικά αποδεκτό υπόβαθρο πίστης. Τούτο όφειλε να ενώσει τη διχασμένη χριστιανοσύνη την οποία πρωτύτερα καθοδηγούσε και ενέπνεε το πνεύμα της Αγάπης. Επιπλέον, θα πρόσφερε το υπόβαθρο πίστης και ενότητας στην οργανωμένη εκκλησία, της Ανατολής και της Δύσης.

Αυτά τα περίπλοκα δόγματα γύρω από την τριαδικότητα του Θεού και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού όμως, δεν υπήρξαν ιδιαίτερα θετικά για την ανθρωπότητα. Συνεισέφεραν σε τέτοιο βαθμό στη σύγχυση σχετικά με τον έναν και μοναδικό Θεός της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, που εκατομμύρια άνθρωποι δεν ήξεραν ποιον να λατρέψουν.

Ως εκ τούτου, λέει η Ν.Α., ο Θεός έπρεπε να αποκαλυφθεί εκ νέου στους ανθρώπους της γης, οι οποίοι είχαν αποπροσανατολιστεί μέσα στους λαβύρινθους που δημιούργησαν οι διάφορες ερμηνείες της Γραφής και οι εγκεφαλικές αποφάσεις των Συνόδων που συχνά ήταν προϊόν πολιτικών συμβιβασμών.

Σε διάφορα σημεία της Γραφής και των νέων αποκαλύψεων αναφέρεται καθαρά πως στο πρόσωπο του Ιησού ενσαρκώθηκε ο μοναδικός Θεός και Πλάστης Ιεχωβά Σαβαώθ. Σ’ αυτόν είναι ενωμένοι Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα (Μαρκ. 12,29. Κολ. 2,8. Ιωαν. 10,30.14,10.1,1.3,13). Ένας τριπρόσωπος Θεός είναι αδύνατο να υπάρξει, λέγεται στον Λόρμπερ όπου ο Ιησούς Χριστός το εξηγεί ως εξής :

«Εγώ, ο Χριστός, είμαι ο μοναδικός Θεός που υπάρχει! Άνθρωποι, άγγελοι, εξουσίες και κυριότητες, όλα τα πράγματα στον ουρανό και στη γη, Με προσκυνούσαν πάντα και θα προσκυνούν στην αιωνιότητα μόνον Εμένα.

Αν υπήρχε ένας «Υιός» κι ένα «Άγιο Πνεύμα» σαν ξεχωριστά πρόσωπα από τον «Πατέρα», όπως υπάρχουν οι άγγελοι κι οι άνθρωποι, θα έπρεπε αναγκαστικά να είναι δημιουργήματά Του. Κι αυτό γιατί, όσο τέλεια κι αν θα ήταν η οντότητά τους, θα την χρωστούσαν σ’ αυτόν τον ένα Δημιουργό και όχι σε μια ολοδική τους Παντοδυναμία. Πώς γίνεται όμως να είναι ο ίδιος αυτός που χρωστάει την ύπαρξή του σε έναν άλλο, με εκείνον που οφείλει την ύπαρξή του στον ίδιο του τον εαυτό; Μπορεί ο εφήμερος χρόνος να είναι ίδιος με την αιωνιότητα; Ή ο περιορισμένος χώρος όμοιος με το άπειρο; … Και αφού ο «Υιός» υπήρχε , πώς ήταν δυνατό να γεννηθεί! Και αφού το «Άγιο Πνεύμα» υπήρχε κι εκείνο , πώς ήταν δυνατό να προέλθει από τον «Πατέρα» και τον «Υιό»; Με λίγα λόγια, αν τα τρία θεϊκά πρόσωπα είναι προαιώνια, δηλαδή δεν έχουν αρχή, πώς θα μπορούσε το ένα να δώσει την αρχή της ύπαρξης στο άλλο;

Δεν γίνεται βέβαια! Ακούστε Με και πιστέψτε ό,τι σας λέω: σαν άνθρωπος με σάρκα είμαι τώρα μπροστά σας ο Υιός. Δεν Με γέννησε ποτέ κανένας άλλος (σ’ αυτό το σώμα) εκτός από Εμένα τον Ίδιο, και είμαι, συνεπώς, ο προαιώνιος μοναδικός Πατέρας του Εαυτού Μου. Πού αλλού θα μπορούσε να είναι ο Πατέρας παρά μέσα στον Υιό και πού αλλού θα μπορούσε να είναι ο Υιός παρά μέσα στον Πατέρα»; (ΜΕΙ VIII κεφ. 26-27).

«Γι’ αυτό πάντα υπήρχε και θα υπάρχει στον αιώνα τον άπαντα μόνο ένας Θεός με ένα πρόσωπο! Τούτο εδώ το σώμα Μου είναι η ένδοξη μορφή του Πατέρα, η οποία υλοποιήθηκε για χάρη των ανθρώπων και των αγγέλων. Ο σκοπός ήταν να γίνω ένας Θεός χειροπιαστός και ορατός, για να μπορούν να Με βλέπουν, να Μ’ ακούνε και να Μου μιλούν χωρίς να πρέπει να χάσουν τη ζωή τους!

Γι’ αυτό Εγώ ο Ιησούς είμαι ο Θεός εξοκλήρου: Μέσα Μου είναι ο “Πατέρας” και η Δύναμη που πηγάζει από Εμένα, το ίδιο ισχυρή με την Αγάπη, τη Σοφία και την παντοδύναμη βούλησή Μου, είναι το “Άγιο Πνεύμα”! Αυτή είναι η Δύναμη που πλημμυρίζει το αέναο άπειρο, δρώντας απ’ άκρου εις άκρον.

Εγώ, όπως Με βλέπετε ανάμεσά σας ως θεάνθρωπο σ’ αυτήν την αίθουσα στο ‘Ορος των Ελαιών, βρίσκομαι ολόκληρος και αδιαίρετος μαζί σας, με όλο το προαιώνιο Κέντρο Μου. Δηλαδή, ως αληθινός Θεός και άνθρωπος συνάμα, δεν βρίσκομαι αυτοπροσώπως πουθενά αλλού αυτήν τη στιγμή, ούτε σ’ αυτήν τη γη ούτε σε κάποια άλλη. Όμως με τη Δύναμη που πηγάζει από Εμένα, που είναι το “Άγιο Πνεύμα”, γεμίζω με την Ενέργειά Μου όλους τους ουρανούς κι όλο το χώρο, τον άπειρο και τον γήινο υλικό.

Βλέπω τα πάντα, από το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό. Εποπτεύω και γνωρίζω και το παραμικρό. Βάζω όλα τα πράγματα σε Τάξη και δημιουργώ το καθετί. Κατευθύνω τις μοίρες όλων και κυβερνώ τα πάντα.

Τώρα που τ’ ακούσατε από το στόμα Μου, καταλαβαίνετε για ποιο λόγο πρέπει να δυναμώνετε τους ανθρώπους που πιστεύουν αληθινά σ’ Εμένα, ακουμπώντας τα χέρια σας πάνω τους στο όνομα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Άμα τους διδάσκετε παράλληλα την Αλήθεια σωστά, δεν πρόκειται να τους μπερδέψουν τα ονόματα από τις τρεις ιδιότητες του Θεού και να πιστέψουν λανθασμένα πως πρόκειται για τρεις εντελώς ξεχωριστές θεϊκές Οντότητες. Αλλά σας το τονίζω και θέλω να το βάλετε καλά μέσα στην καρδιά σας, πως πρέπει παντού και πάντα να λέτε την Αλήθεια γι’ αυτά τα πράγματα. Όπου λείψει η Αλήθεια από τους ανθρώπους, θα φτωχύνουν πνευματικά και θα παραστρατίσουν, ακολουθώντας κάθε λογής λανθασμένες δοξασίες. Και τότε θα είναι πολύ δύσκολο να τους ξαναφέρει κανείς στο δρόμο της Αλήθειας». (ΜΕΙ VIII κεφ.27)

Σύμφωνα λοιπόν με τη νέα Αποκάλυψη, υπάρχει μόνο ένας άναρχος και άπειρος Θεός, ο οποίος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλη τη θεία Αγάπη, Σοφία και Εξουσία. Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα δεν είναι παρά πλευρές ή κύριες ιδιότητες τού Είναι αυτού του μοναδικού Θεού. Ο Πατέρας είναι το Θεϊκό Κέντρο Δύναμης απ’ όπου πηγάζει η Αγάπη, ο Υιός είναι η Σοφία που απορρέει από αυτό και το Άγιο Πνεύμα είναι η Δύναμη που ακτινοβολεί. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ή η Αγάπη, η Σοφία και η Δύναμη ενώθηκαν στον Ιησού Χριστό και αποκαλύφθηκαν μέσα σε αυτόν με μία ορατή ανθρώπινη μορφή.

(Σημ. Σε όποιον θα ήθελε να εμβαθύνει σε αυτό το θέμα προτείνονται τα αντίστοιχα κεφάλαια από το βιβλίο του Β. Λουτς Θεός και Δημιουργία σ. 58-68 και από Το Μεγάλο Μυστήριο σ. 285-290).

Σύμφωνα με το ΜΕΙ ο Ιησούς είχε πει στους Αποστόλους, πλην του Ιούδα, ότι ήταν Γιος του Θεού, απαγορεύοντάς τους ταυτόχρονα να το αναφέρουν δημόσια. Μόνο σε αυτόν τον κλειστό κύκλο μίλησε ανοικτά για τη σχέση του με τον ουράνιο Πατέρα:

«Το σώμα Μου γεννήθηκε μεν από μία γήινη μητέρα, αλλά δεν το έσπειρε ένας γήινος πατέρας με το συνηθισμένο τρόπο. Εγώ ως άνθρωπος, όπως στέκομαι τώρα μπροστά σας, δεν είμαι Θεός, αλλά γιος του Θεού, αυτό που στην πραγματικότητα οφείλει να είναι ο κάθε ένας. Γιατί οι άνθρωποι αυτής της Γης, έχουν την αποστολή να είναι ή να γίνουν παιδιά του Θεού με το να ζουν σύμφωνα με την γνωστή τους Βούλησή Του.

Όμως ένας εξ αυτών έχει επιλεγεί πριν από την αιωνιότητα από τον Θεό να είναι ο Πρώτος, να έχει τη ζωή μέσα Του και να την δίνει σε όποιον Τον πιστεύει και ζει σύμφωνα με τη διδασκαλία Του. και αυτός ο Πρώτος είμαι Εγώ. Ωστόσο αυτήν τη ζωή από τον Θεό δεν την είχα απαρχής με το που ήρθα σε αυτόν τον κόσμο. Ναι μεν ο σπόρος υπήρχε μέσα Μου, μα έπρεπε πρώτα να αναπτυχθεί, πράγμα για το οποίο κοπίασα σχεδόν τριάντα χρόνια.

Τώρα βέβαια στέκομαι τελειωμένος μπροστά σας και μπορώ να σας πω πως Μου έχει δοθεί όλη η ισχύς και η εξουσία τόσο στον Ουρανό όσο και στη Γη.

Το πνεύμα εντός Μου είναι απολύτως ένα με το Πνεύμα του Θεού, για τούτο μπορώ και Εγώ να κάνω τέτοια θαύματα που δεν έκανε κανένας άλλος πριν από Εμένα.

Το πνεύμα που κατοικεί εντός Μου ασφαλώς είναι Θεός, ενώ Εγώ ως απλώς γιος ανθρώπου δεν είμαι. Γιατί όπως είπα ήδη, ως γιος ανθρώπου, έπρεπε και εγώ να κατακτήσω την αξία ενός Θεού με πολύ κόπο και άσκηση, όπως κάθε άλλος και μόνο τότε μπόρεσα να ενωθώ με το Πνεύμα του Θεού. Τώρα είμαι βέβαια ένα μαζί Του στο Πνεύμα, μα όχι στο σώμα. Αλλά και σωματικά θα γίνω απολύτως ένα μαζί Του. όμως πρώτα θα χρειαστεί να υποφέρω πολύ και να ταπεινωθεί βαθιά μέχρι αυταπάρνησης η ψυχή Μου» (ΜΕΙ VI 90,8-12).

Επίσης ο Πέτρος στο ίδιο έργο έθεσε μία ερώτηση που έχει απασχολήσει έκτοτε τους ερευνητές με τα πιο διαφορετικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα ρώτησε : «Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω γιατί τη μία φορά λες πως είσαι Υιός του Ανθρώπου, άλλη φορά πως είσαι Υιός του Θεού και άλλη φορά πάλι πως είσαι ο ίδιος ο Ιεχωβά».

Και ο Ιησούς Χριστός απάντησε: «Ούτε ο Ιεχωβά μέσα Μου, ούτε Εγώ η ψυχή Του ως ο αιώνιος Υιός Του θα σκοτωθεί στην Ιερουσαλήμ. Μόνο αυτό το σώμα που είναι ο Υιός του Ανθρώπου θα πεθάνει∙ αλλά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί τελείως μετουσιωμένο. Και τότε θα είναι εσαεί ένα με Αυτόν που είναι μέσα Μου και Μου αποκαλύπτει όλα όσα πρέπει να κάνω ή να πω ως Υιός του Ανθρώπου». Και άλλος μαθητής είχε θέσει μία άλλη διαδεδομένη απορία, πώς ο άπειρος Ιεχωβά μπόρεσε να χωρέσει σε μία πεπερασμένη ανθρώπινη μορφή, ενώ το άπειρο εξακολούθησε να υπάρχει. Σε αυτό ο Ιησούς απάντησε: «Είμαι παντού το Αιώνιο Εγώ. Όμως εδώ, μαζί σας τώρα, βρίσκομαι στο αιώνιο κέντρο της ύπαρξής Μου, από όπου συντηρείται αέναα και απαραμείωτα ολόκληρο το άπειρο με την ατελείωτη έκτασή του».

Για το ίδιο θέμα γράφει μία άλλη νεοαποκαλυπτική συγγραφέας, η Μπέρτα Ντούντε: «Αυτή η πλήρης διάχυση της θείας δύναμης μέσα σε μία ανθρώπινη μορφή συνέβη με τον άνθρωπο Ιησού. Γιατί Εκείνος ήταν συνεχώς γεμάτος αγάπη και η αγάπη είναι η πρωταρχική ουσία της Αιώνιας Θεότητας, την οποία ακτινοβολεί αέναα στο άπειρο για να δημιουργεί και να συντηρεί τα πάντα. Αυτή η θεία δύναμη αγάπης διαπότισε την ανθρώπινη μορφή του Ιησού και συνεπώς εκδηλώθηκε μέσα του πλήρως. Άρα το προαιώνιο θείο Ον κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο Ιησού, έτσι ώστε ο Θεός έγινε «άνθρωπος» κι ο Ιησούς, επειδή ήταν πλήρης ο ίδιος με την πρωταρχική ουσία του Θεού, έγινε κι αυτός «Θεός». Γιατί μετά το σταυρικό του θάνατο ακόμη και το ανθρώπινο εξωτερικό περίβλημά του μπόρεσε να ενωθεί με τον Θεό αφού είχε πνευματοποιηθεί πλήρως, ούτως ώστε ο Ιησούς έγινε η νοητή για όλους Θεότητα. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν μπορεί να συλλάβει αλλιώς τον Θεό παρά μόνο ως Ιησού Χριστό, αλλά ποτέ δεν μπορεί να γίνει λόγος για «δύο πρόσωπα».

Ο άνθρωπος Ιησούς κατόρθωσε στη Γη την πλήρη θέωση, το στόχο στον οποίο οφείλουν να φθάσουν όλα τα δημιουργημένα όντα. Γιατί ο Θεός ήθελε να δημιουργήσει ομοιώματα του Εαυτού Του, τα οποία όμως πρέπει να φθάσουν από μόνα τους στην τελική τελειοποίηση, με την ελεύθερη θέλησή τους. Ο άνθρωπος Ιησούς, όχι μόνο έφθασε σε αυτήν τη θέωση χάρη σε μία ζωή γεμάτη αγάπη, αλλά επιπλέον με το λυτρωτικό έργο που πραγματοποίησε, εξιλεώθηκε όλη η ανθρωπότητα για την ενοχή της. Για να το κατορθώσει αυτό έκανε χρήση της δύναμης της θείας Αγάπης, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ικανός να αντέξει τα τρομερά πάθη και το θάνατο στο σταυρό. Αυτή η δύναμη της Αγάπης είναι το πρωταρχικό στοιχείο του Θεού, επομένως μέσα στον άνθρωπο Ιησού ήταν ο Ίδιος ο Θεός με όλη Του την πληρότητα και ήταν Αυτός που πραγματοποίησε το λυτρωτικό έργο.

Όταν ωστόσο εσείς οι άνθρωποι μιλάτε για μία τριπρόσωπη Θεότητα, ο όρος αυτός είναι παραπλανητικός. Γιατί δεν μπορεί να προσωποποιηθεί η Αιώνια Θεότητα, η οποία είναι μόνο Αγάπη κι αυτή η Αγάπη εκδηλώθηκε μέσα στον Ιησού. Το αιώνιο θείο Πνεύμα ήταν που ενεργούσε μέσα στον Ιησού και έτσι μόνο μέσα στον Ιησού είναι νοητός ο Θεός για όλα τα όντα. Τα όντα που είχε δημιουργήσει ο Θεός αποστάτησαν από Αυτόν επειδή δεν μπορούσαν να Τον δουν, γι’ αυτό έγινε ορατός Θεός για όλους μέσα στον Ιησού.

Όταν γίνεται λόγος περί Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος, ο χαρακτηρισμός αυτός όντως ισχύει για τη θεία Οντότητα, εφόσον εννοείται ως Πατέρας η Αγάπη, ως Υιός η Σοφία και ως Άγιο Πνεύμα η Δύναμη, η Θέληση ή η Ισχύς του Θεού. Διότι η Οντότητα του Θεού είναι Αγάπη, Σοφία και Ισχύς. Εξάλλου ο στόχος που έθεσε ο Θεός στον Εαυτό Του όταν δημιούργησε τα όντα είναι η αυτόβουλη θέωση αυτών των όντων. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που κρύβεται πίσω από την ενανθρώπιση του Θεού, δηλαδή αυτός είναι ένας λόγος ακόμη που έγινε ορατή η Θεότητα μέσα στον Ιησού, για να μπορούν να φθάσουν στη θέωση οι άνθρωποι. Αντίθετα η «τριπρόσωπη» θεότητα δεν έχει καμία αληθινή βάση και εξήγηση.

Οι άνθρωποι κατασκεύασαν από μόνοι τους αυτές τις έννοιες, οι οποίες τελικά τους εμποδίζουν στην πνευματική τους ωρίμανση. Διότι ένα μόνο Θεό μπορεί να επικαλεστεί κανείς και δεν επιτρέπεται να προσεύχεται σε τρεις διαφορετικούς θεούς. Ο Ίδιος ο Θεός θέλει να Τον αναγνωρίζουν ως Ιησού και επομένως μόνο ως Ιησού μπορεί να Τον επικαλεστεί κανείς.

Και μάλιστα απαιτεί από όλους τους ανθρώπους αυτήν την αναγνώριση. Αφενός γιατί κάποτε στην αρχέγονη πνευματική δημιουργία αρνήθηκαν να Τον αναγνωρίσουν και αφετέρου γιατί πρέπει επίσης να αναγνωριστεί το λυτρωτικό έργο που πραγματοποίησε ο Ιησούς. Γιατί χωρίς τον Ιησού Χριστό κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πάρει άφεση για εκείνη την πρώτη ενοχή. Για το λόγο αυτόν πρέπει ο κάθε άνθρωπος να ομολογήσει ανοιχτά την πίστη του σ’ Αυτόν, πρέπει να πιστεύει ότι ο Θεός ο Ίδιος ανέλαβε τη σωτηρία της ανθρωπότητας και μέσα στον Ιησού πραγματοποίησε το έργο για τη λύτρωσή της. (Η Γέννηση της Νέας Γης)

Τα λάθη των εκκλησιών

«Ξέρουμε πως ο άνθρωπος δεν σώζεται επειδή κάνει τα έργα που του επιβάλλει ο νόμος, παρά μόνο επειδή πιστεύει στον Ιησού Χριστό… γιατί με τα έργα του νόμου δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος».

Προς Γαλάτες 2,16

Ο θρησκειολόγος Χ. Γκλάζεναπ γράφει στο μνημειώδες σύγγραμμα Η Παγκόσμιος Ιστορία των Θρησκειών για τον Ιησού Χριστό:

«Η καινούρια κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το μαρτύριο του Χριστού, δεν αξιοποιείται ολοκληρωτικά από τον άνθρωπο παρά μόνον αν την αναγνωρίσει και την χρησιμοποιήσει. Επίσης η πίστη είναι ένας απαραίτητος όρος για την απονομή της σωτηρίας. Ως «πίστη» η ρωμαϊκή εκκλησία και η ελληνική εκκλησία εννοούν την ακράδαντη πεποίθηση για τη γνησιότητα της χριστιανικής διδασκαλίας που βασίζεται στη θεία αποκάλυψη. Επειδή η χριστιανική αλήθεια της σωτηρίας κηρύσσεται αποκλειστικά από την Εκκλησία, η “ορθοδοξία” αποτελεί την προϋπόθεση για τη σωτηρία.

Αυτό απαιτεί την απόλυτη αναγνώριση των δογμάτων που συντάχθηκαν από την Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο ο πιστός να γνωρίσει όλη τη διδασκαλία λεπτομερώς. Αρκεί να θεωρεί στο σύνολό τους σαν αληθινά όλα όσα διδάσκει η Εκκλησία. Είναι γεγονός πως το να είσαι πεπεισμένος για την αλήθεια του εκκλησιαστικού δόγματος δεν αρκεί για να είσαι πραγματικός χριστιανός. Ο πιστός πρέπει να επικυρώσει την πίστη του με τις καλές του πράξεις, που συνίστανται στην εκτέλεση όλων των ηθικών καθηκόντων και με εφαρμογή θεάρεστων πράξεων (ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες, προσκυνήματα κ.λπ.).

Το σημαντικότερο προνόμιο που διεκδικούν οι διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες είναι η τέλεση των μυστηρίων, δηλαδή τα μέσα της χάρης που με ορατά σύμβολα προσφέρουνε μία αόρατη χάρη. Οι σχετικές με την φύση των μυστηρίων και τον αριθμό τους αντιλήψεις, ποικίλουν συχνά στις διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες.

Κατά την καθολική αντίληψη, τα μυστήρια επενεργούνε τη χάρη “ex opera operato”, δηλαδή δυνάμει της ίδιας της ιεροτελεστίας, δυνάμει μιας ισχύος που ενυπάρχει σ’ αυτά. Η ιεροτελεστία είναι από μόνη της αποτελεσματική. Δεν εξαρτάται ούτε από αισθήματα αυτού που την δέχεται, ούτε από το ποιόν αυτού που την εκτελεί. Ασφαλώς για να δώσεις και να δεχθείς τα μυστήρια, επαξίως, πρέπει να εκπληρώνονται μερικοί όροι και ιδιότητες σ’ αυτόν που τα δέχεται και σ’ αυτόν που τα διακονεί, όπως προ πάντων, η επιθυμία να δεχθείς ή να τελέσεις το μυστήριο. Ωστόσο, γίνονται με την επίνευση του Χριστού και μπορεί να τελεσθούν ακόμη και από έναν άπιστο και έναν ανήθικο ιερέα.

Ενώ σύμφωνα με την αντίληψη αυτή τα μυστήρια είναι έγκυρα από μόνα τους, για τους Προτεστάντες δεν είναι παρά μόνο όταν τελούνται με πίστη και με διάθεση μετάνοιας. Για τον Λούθηρο, η Θεία Χάρη δόθηκε αντικειμενικά στα μυστήρια. Ωστόσο σ’ αυτόν που τα δέχεται, η πίστη είναι ο απαραίτητος όρος για να κερδίσει τη θεία χάρη. Αντίθετα οι Μεταρρυθμιστές δεν θεωρούν πως η ενέργεια της θείας χάρης περιέχεται στα εξωτερικά σύμβολα. Για την αποτελεσματικότητα ενός μυστηρίου μόνη η πίστη είναι αποφασιστική. Αν αυτή λείπει, ο πιστός δεν δέχεται παρά έναν εξωτερικό τυπικό, χωρίς θείο περιεχόμενο.

Η ρωμαϊκή Εκκλησία και η ελληνική Εκκλησία υπολογίζουν επτά μυστήρια. Ο Λούθηρος στην αρχή, αναγνώριζε τρία (το βάπτισμα, την Κοινωνία, τον εξιλασμό των αμαρτιών). Σήμερα, οι Λουθηριανοί και οι Μεταρρυθμιστές δεν διατηρούνε παρά δύο (το βάπτισμα και την Κοινωνία).

Το βάπτισμα δημιουργεί μία σειρά πραγμάτων: κατά τους καθολικούς, το βάπτισμα εξαλείφει το προπατορικό αμάρτημα. Κατά τους προτεστάντες, δεν εξαλείφει παρά την ενοχή που οφειλόταν στην Πτώση και που οδηγεί στην τιμωρία. Αντίθετα, δεν εξαλείφει την ένοχη επιθυμία που παραμένει στους ανθρώπους. Στη χριστιανική σκέψη γενικά αυτός που βαπτίσθηκε ξαναγεννιέται σε μία καινούργια ζωή και «ενδυσάμενος» τον Χριστό (Γαλ. 3,27), γίνεται μέλος της Εκκλησίας που αντιπροσωπεύει, κατά κάποιο τρόπο, το σώμα του Χριστού.

Στα πρώτα χρόνια, επειδή πάρα πολλοί νεοφώτιστοι βαπτίζονταν, ο μεγαλύτερος αριθμός των βαπτιζομένων αποτελείτο από ενήλικες. Σήμερα βαπτίζουν τα βρέφη (στη θέση τους απαντούν γι’ αυτά οι νονοί και οι νονές). Όπως αποφασίσθηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν με το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος, κατεβαίνουν αμέσως στην κόλαση, για να τιμωρηθούνε. Το βάπτισμα των παιδιών είναι λοιπόν μία θρησκευτική αναγκαιότητα.

Το βάπτισμα των μικρών παιδιών καταδικάστηκε από πολλές αιρέσεις των παλιών και των νέων χρόνων (Αναβαπτιστές), γιατί δεν έπρεπε να γίνεται σε πρόσωπα που δεσμεύονται από ένα μυστήριο χωρίς να έχουν επίγνωση της προσωπικής ευθύνης. Την υπερφυσική ενέργεια του βαπτίσματος αρνήθηκε ένα μεγάλο μέρος από τους Προτεστάντες. Αυτοί το θεωρούνε αποκλειστικά σαν εξωτερικό σύμβολο που δεν μπορεί να αποδώσει μαγικά την σωτηρία. Η εξασφάλιση της χάρης επιτυγχάνεται μόνο με πνευματική εγρήγορση και μετάνοια, ανεξάρτητα από όλες τις τελετές.

Το πιο σπουδαίο μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας είναι η Αγία Κοινωνία, που λέγεται επίσης από τους Καθολικούς «Ευχαριστία». Η σημασία της Αγίας Κοινωνίας αμφισβητήθηκε σφοδρά. Για τον Ζβίγγλιο και για μερικούς άλλους προτεστάντες, η Κοινωνία είναι μόνο ένα σύμβολο της παρουσίας του Χριστού. Κατά τον Καλβίνο, ο Χριστός με αυτήν είναι παρών στη σκέψη μόνο, και είναι παρών αποκλειστικά με την επενέργειά του.

Ο Λούθηρος αντίθετα βεβαίωσε την αντικειμενική παρουσία του σώματος του Χριστού στον άρτο και τον οίνο, έτσι που όποιος δέχεται την Κοινωνία, είτε είναι άξιος είτε όχι, δέχεται το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Σχετικά με αυτό, ο Λούθηρος πλησιάζει τη θεωρία της καθολικής Εκκλησίας που κατέληξε στην εξομοίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και σε αίμα του Χριστού. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο Χριστός είναι παρών στον άρτο και τον οίνο «αληθινά, πραγματικά και ουσιαστικά».

Η καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι με την Ευχαριστία αυξάνεται η αγιωτική χάρη, διάφορες χάρες παρέχονται και τα μικρά αμαρτήματα παραγράφονται. Προφυλάσσει από τα θανάσιμα αμαρτήματα και είναι εγγύηση της αιώνιας λύτρωσης της ψυχής. Δίνεται άξια σε μία κατάσταση χάρης και νηφαλιότητας, δηλαδή ολοκληρωτικής αποχής από τροφές και ποτά μετά τα μεσάνυχτα.

Σε αντίθεση με τους Προτεστάντες η καθολική Εκκλησία προσδίνει στην Ευχαριστία όχι μόνο το χαρακτήρα ενός μυστηρίου, αλλά ακόμη μιας θυσίας. Με τη θυσία, εννοεί «μια ορατή προσφορά που προσφέρεται στον Θεό» σύμφωνα με το Νόμο, με σκοπό να τον τιμήσει και να τον λατρεύσει σαν ανώτατο Κύριο με μια ολοκληρωτική ή μερική ανάλωση αυτής της προσφοράς. Οι πιστοί της Παλαιάς συνήθιζαν να προσφέρουν έναν ορισμένο αριθμό θυσιών που εκφράζουνε τη λατρεία που έκαναν στον Θεό. Στο σημείο αυτό, οι πιστοί της Καινής Διαθήκης δεν μπορούσαν να δειχτούν κατώτεροι από αυτούς. Τη θυσία των ζώων, όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, αντικατέστησαν με τη θυσία της λειτουργίας, που την δέχονταν σαν αναίμακτη επανάληψη και σαν μία συνέχιση της αιματηρής θυσίας του Χριστού πάνω στο σταυρό.

Η θυσία της λειτουργίας προσφέρεται στον Θεό σαν θυσία δοξαστική, εξιλαστήρια, θυσία πράξεων χάριτος. Γίνεται από ένα ιερέα, που θεωρείται αντιπρόσωπος του Χριστού. Τα αποτελέσματά της αποβαίνουν για καλό, αφενός της Εκκλησίας, γενικά, των ζωντανών και των ψυχών που βρίσκονται στο καθαρτήριο, και αφετέρου του ιερέως και εκείνων που μετείχαν στη θυσία της Λειτουργίας, καθώς και των πιστών που έλαβαν μέρος.

Στη μέση της λειτουργίας, που διαβάζεται στα λατινικά, βρίσκεται η Μεταμόρφωση κατά την οποία ο Χριστός με τα λόγια του ιερέα είναι παρών στο θυσιαστήριο. Περιβάλλεται από μια σειρά τελετών. Πριν από αυτήν η Προσκομιδή με την οποία ο άρτος και ο οίνος καθαγιάζονται για τον ιερό τους σκοπό, μετά από αυτήν η Μετάληψη και η Θεία Ευχαριστία. Η ελληνική Εκκλησία διδάσκει επίσης τη μετουσίωση και θεωρεί το μυστήριο σαν θυσία».

Από την άλλη πλευρά ο Παύλος τονίζει ότι η θυσία του Χριστού είναι μοναδική και ανεπανάληπτη στους αιώνες (Εβρ. 10,5-14) κι ότι η ευλαβική τήρηση νόμων και τελετουργιών δεν σώζει τον άνθρωπο, παρά μόνο η πίστη. (Γαλ. 2,16 κ 8.9. Ρωμ. 3,28) Ένα παλιό ερώτημα είναι αν ο άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί με τις δικές του προσπάθειες ή αν χρειάζεται τη θεία χάρη. Στη σύγχρονη εποχή της «αυτοπραγμάτωσης» και του «ορθολογισμού» η απάντηση που δίνουν πολλοί είναι ανθρωποκεντρική, αφού πιστεύουν στην αυτολύτρωση. Αρκεί, λένε, να δείξει κάποιος στον άνθρωπο με σωστό τρόπο το ορθό και το αληθινό, για να πάρει από μόνος του το σωστό δρόμο. Χάρη στην ανώτερη αυτή γνώση, θα το επιδιώκει από μόνος του και θα εξελιχθεί προς το καλό και το αληθινό χωρίς σωτήρα και λυτρωτή. Αντίθετα στην Καινή Διαθήκη και στη Νέα Αποκάλυψη η λύτρωση είναι σαφώς χριστοκεντρική. «Εγώ είμαι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή» λέει ο Ιησούς Χριστός. Συγκεκριμένα στη νέα αποκάλυψη το ερώτημα γιατί η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί εξ ιδίων δυνάμεων, χωρίς τη θεία χάρη, χωρίς σωτήρα και λυτρωτή, να φθάσει στην τελείωση, απαντάται με βάση τη διδασκαλία για την πτώση του Εωσφόρου και για την εξέλιξη της ψυχής. (Πέτρου Β’ 2,4. Ιούδα 6)

Είναι γνωστό από τον Λόρμπερ π.χ. ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα πλάσμα σύνθετο που εξήλθε από την τάξη αγάπης του Θεού μαζί με τον Εωσφόρο και περιέπεσε σε εγωισμό και εγωλατρία, με αποτέλεσμα να γίνει αδρανής και στερεή – σκληρή σαν ύλη. Τα επί μέρους στοιχεία της, ή «σπινθήρες ζωής», μέσα στην καταδίκη που συνεπάγεται η εναντίωση προς την τάξη και η απομάκρυνση από τον Θεό, αναγκαστικά στερεοποιήθηκαν αποτελώντας έτσι την πρωταρχική ουσία της λεγόμενης ύλης. ‘Ετσι ο Παύλος μιλά για «όλη την κτίση που στενάζει περιμένοντας κι αυτή την απελευθέρωσή της» (Ρωμ. 8,18-22). Για τον ίδιο λόγο ο Ωριγένης πιστεύει ότι η λέξη “ψυχή” προέρχεται από την έννοια “ψυχρή”, εννοώντας την κατάσταση του έκπτωτου πνεύματος που απομακρύνθηκε από τον πύρινο κόλπο της Θείας Αγάπης (Σχόλια στο “Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον” ).

Αλλά κατά τη Ν.Α. η Αιώνια Αγάπη δεν άφησε τα όντα σε αυτήν την παρόμοια με το θάνατο κατάσταση. Ελευθερώνοντας διαδοχικά «σπινθήρες» από τη στερεοποίηση αυτή τους οδηγεί σταδιακά μέσω της ενσωμάτωσης μέσα από τις βαθμίδες του φυσικού βασιλείου μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα. Γι’ αυτόν το λόγο ο Ωριγένης μιλά για την «αποκατάσταση πάντων», δηλαδή όλης της κτίσης. Στο διάστημα αυτό περνώντας μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής , οι ψυχικοί σπινθήρες διδάσκονται πώς να ξεπεράσουν τον παλιό εγωισμό και την αρχομανία τους, για να γίνουν ταπεινόφρονες και γεμάτοι με καθαρή αγάπη. Στην ανθρώπινη βαθμίδα, οι επανασυγκροτημένες πλέον ψυχές έχουν καθήκον να βρουν με δική τους πρωτοβουλία τον Θεό και να μάθουν να τηρούν τις εντολές του με τη δική τους ελεύθερη θέληση. Για το σκοπό αυτόν, στην ανθρώπινη ψυχή εμφυτεύεται λίγο πριν τη γέννησή της ένα καθαρό θείο πνεύμα που χρέος του είναι να λειτουργεί ως μυστικός οδηγός που θα οδηγήσει την ψυχή στην τελείωση.

Επομένως ο Παύλος έχει δίκιο αντιπαραθέτοντας στον «κακό» νόμο της σάρκας του τον «καλό» νόμο του εσωτερικού του ανθρώπου. Με τον πρώτο εννοεί την ψυχή που έχει ανάγκη να τελειοποιηθεί. Με τον «καλό» νόμο ή τον εσωτερικό άνθρωπο εννοεί το καθαρό, θείο πνεύμα, χωρίς την καθοδήγηση του οποίου η ανθρώπινη ψυχή δεν θα μπορούσε να ανυψωθεί στο φως της θείας αλήθειας και στο νόμο της αγάπης, ούτε να φθάσει ποτέ στο στόχο της θέωσης. Για τον Ωριγένη επίσης, όπως για τους περισσότερους πρώτους Πατέρες, η ψυχή ταλαντεύεται μεταξύ σώματος και πνεύματος και η επιλογή του ενός ή του άλλου πόλου είναι αναπόφευκτη, αποτελεί δε τη μόνη θρησκευτική πράξη (Ησαϊας, Ομιλίες Ε’). Γι’ αυτό άλλωστε λέει ότι η σωτηρία είναι στο χέρι μας, καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη βούλησή μας. «Μετά την πτώση του το πνεύμα έγινε ψυχή , η δε ψυχή ασκούμενη στις αρετές θα γίνει πάλι πνεύμα» (Περι Αρχών 2,8. 1-3).

Στη διδασκαλία της νέας αποκάλυψης διασαφηνίζεται γιατί έχουμε ανάγκη τη θεία χάρη, καθώς επίσης τι από την εξελικτική πορεία μας είναι έργο της ίδιας της ψυχής και τι έργο του Θεού, πράγμα που εξηγεί διαφορές και φαινομενικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων.

Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες διδάσκουν την αναγκαιότητα της σωτήριας θείας χάριτος. Όμως ειδικά στην καθολική εκκλησία, η αληθινή διδασκαλία γι’ αυτήν τη χάρη έχει αλλοιωθεί και μετατραπεί σε ένα εκκλησιαστικό δόγμα μυστηρίων ή μέσων χάριτος.

Ενώ ο Παύλος για παράδειγμα λέει ότι ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε (Ρωμ. 5,1-2), η καθολική εκκλησία δηλώνει ότι ο άνθρωπος δεν δέχεται τη θεία χάρη άμεσα από τη θεία πηγή, παρά με τα μέσα χάριτος ή τα μυστήρια που προσφέρει ο ιερέας.

Από την πλευρά τους οι νέες αποκαλύψεις αποσαφηνίζουν το θέμα της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για τα μυστήρια. Από τη μία, διδάσκουν ως το μόνο αληθινό δρόμο τελείωσης, την άμεση ζωντανή επικοινωνία της καρδιάς με τον Πατέρα μέσα στον Ιησού∙ από την άλλη, προσδιορίζουν την αληθινή σημασία καθενός από τα ονομαζόμενα μέσα χάριτος. Στον Λόρμπερ λέγεται :

«Όποιος δεν θέλει να βαδίσει αυτόν το δρόμο της τελείωσης, της ενεργού αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον θα παραμείνει μέσα στην αμαρτία και στις σοβαρές συνέπειές της, ακόμη κι αν θυσιάζονταν γι’ αυτόν δέκα χιλιάδες τράγοι. Ούτε αυτό, ούτε τα άλλα εξωτερικά μέσα εξαγνισμού και τελείωσης, μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους πιο καλούς και άγιους, παρά μόνον η ζωντανή, αληθινή πίστη και η αγάπη που δρα πάνω στο έδαφος της πίστης».

Ή με τα λόγια του Παύλου: «Για τον Χριστό, δεν παίζει ρόλο ούτε η περιτομή, ούτε η παράλειψή της, παρά μόνον η πίστη που εκδηλώνεται με έργα αγάπης». (Βλ. επίσης Α’ Πετ. 3,21- Α’ Κορ. 1,17 – Πράξεις 10,47)

Στις επόμενες σελίδες ο λόγος θα δοθεί σε σύγχρονους προφήτες, με μία άλλη αντίληψη για το πώς το Άγιο Πνεύμα δίνει τη χάρη και για το ποια έννοια στην ουσία έχουν μυστήρια όπως η βάπτιση και η μετάληψη.

Μία διευκρίνιση σχετικά με τη Βάπτιση: «Σαν βάπτισμα καταλαβαίνετε μόνο το «βύθισμα στο νερό», ένα τυπικό, μία εξωτερική φόρμα την οποία χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να δηλώσουν την υπακοή τους στην εντολή της βάπτισης. Τούτη όμως δεν ήταν και δεν είναι παρά μία εξωτερική πράξη που συνοδεύει αλλά δεν αγγίζει τον ουσιαστικό πυρήνα της εντολής Μου. Διότι από μόνη της η βάπτιση δεν επιφέρει την παραμικρή αλλαγή στον άνθρωπο, πράγμα που οφείλετε να το ομολογήσετε και εσείς. Στον άνθρωπο μία αλλαγή μπορεί να επιφέρει μόνο ό,τι πηγάζει από τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα, ό,τι αποδεικνύει την Αγάπη του Πατέρα, τη Σοφία του Υιού και τη Δύναμη του Αγίου Πνεύματος, και αυτή μόνο είναι η αληθινή βάπτιση. Αυτήν πρέπει και να λάβει ο καθένας για να φθάσει στο σκοπό του στη γη, δηλαδή στην τελείωση, ώστε να μπορεί να ενωθεί αιώνια μαζί Μου.

«…Βαφτίστε τους στο όνομα του Πατέρα», σημαίνει χαρίστε τους με αγάπη το Λόγο Μου που έχει τη σοφία μέσα του, για να μπορέσει έτσι να δράσει το Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι έχει έμπρακτη αγάπη… διότι το Πνεύμα Μου είναι Αγάπη, που οδηγεί τον άνθρωπο στην Αλήθεια και στη Σοφία.

Αγάπη, Σοφία και Δύναμη – η αληθινή διαφώτιση γύρω απ’ αυτές τις τρεις ιδιότητες είναι μία “αληθινή πνευματική βάπτιση” την οποία ποτέ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βύθισμα στο νερό. Πρέπει να καταλάβετε εσείς οι άνθρωποι ότι δεν πρέπει να μένετε προσκολλημένοι στα εξωτερικά σχήματα. Καταλάβετε ότι πραγματικά δεν απαιτώ τίποτα το εξωτερικό από σας, αντίθετα το μόνο που αξιολογώ πάντα είναι αυτό που επιδιώκετε πνευματικά, σε αναζήτηση της Αλήθειας.

Εσείς νομίζετε ότι σκέφτεστε σωστά για αυτό το θέμα φέρνοντας σαν επιχείρημα τη βάπτισή Μου στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη. Σκεφτείτε όμως ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν Με ήξεραν σχεδόν καθόλου.

Επιπλέον, εκείνη την εποχή έδιναν μεγάλη σημασία στις εξωτερικές τελετές και μόνο όποιος ήταν αρκετά προχωρημένος πνευματικά μπορούσε να κατανοήσει το πνευματικό νόημα της βάπτισης. Συνάμα, με το να βαπτίζονται οι άνθρωποι από τον Ιωάννη, αποδείκνυαν την επιθυμία τους να πλησιάσουν τον Θεό και Δημιουργό τους. Αυτό ήταν για εκείνη την εποχή σημαντικό πνευματικό επίτευγμα και για να επικυρώσω τη δράση του Προδρόμου Μου, συμμετείχα και Εγώ σε αυτήν την τελετή. Θα ήταν άσκοπο τότε να εξηγούσε κανείς στους ανθρώπους ότι τέτοιες εξωτερικές τελετές ήταν άνευ σημασίας, διότι δεν είχαν καμία κατανόηση για την καθαρή πνευματική Αλήθεια. Η βάπτιση στο νερό σίγουρα δεν τους έβλαπτε, αλλά τους ωφελούσε μόνο όταν δέχονταν τον Λόγο του Θεού, δηλαδή το Λόγο Μου, που τους κήρυττε ο Ιωάννης.

Με τον ίδιο τρόπο και τώρα, ο καθένας «βαπτίζεται» πραγματικά όταν δέχεται το Λόγο Μου, που του απευθύνει η ατέλειωτη πατρική αγάπη Μου, ζει σύμφωνα με αυτόν και αποκτά έτσι τη σοφία που πηγάζει από την αγάπη. Με αυτόν τον τρόπο ξυπνάει και το Πνεύμα Μου μέσα στην καρδιά του που είναι από μόνο του φως και δύναμη και τότε ενεργεί μέσα στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει η βάπτιση, γιατί αυτή θα μείνει πάντα ένα «σύμβολο», μία εξωτερική φόρμα την οποία ωστόσο δεν θέλουν να εγκαταλείψουν οι άνθρωποι, επειδή θέλουν όλα να τα δείχνουν προς τα έξω και δεν αρκούνται στην αξία ενός καθαρά πνευματικού βιώματος.

Όμως δεν θα πάψω να σας επαναλαμβάνω ότι όλες οι τυπικές, εξωτερικές τελετές και συνήθειες δεν έχουν καμία αξία και ότι ποτέ δεν αξιολογώ έναν άνθρωπο για ό,τι κάνει προς τα έξω. Αντίθετα, μόνο η εσωτερική στάση του απέναντι σ’ Εμένα και στο Λόγο Μου είναι καθοριστική. Διότι μόνο όταν ο άνθρωπος δέχεται και αναγνωρίζει το Λόγο Μου και συμμορφώνει τη ζωή του ανάλογα, θα φθάσει στην τελείωση όσο ζει ακόμα στη γη.

Γιατί ο Λόγος Μου είναι το «Νερό της Ζωής» που αναβλύζει από την πρωταρχική Πηγή και σε αυτό το Νερό πρέπει να βυθιστείτε. Τότε θα αναβλύσει τούτο το Νερό και από το δικό σας σώμα – θα βιώσετε την πνευματική βάπτιση, όταν το πνεύμα μέσα σας αφυπνιστεί, όταν σας διαποτίσουν η Αγάπη, η Σοφία και η Δύναμη. Κι όταν μέσα από το «Νερό της Ζωής» ξαναγίνετε τα πνευματικά όντα που ήσασταν στην αρχή, θα έχετε φτάσει στην αιώνια ζωή και δεν πρόκειται να την χάσετε ποτέ πια». (Μπέρτα Ντούντε 13/10/1963)

Η Παράδοση, τα Μυστήρια και οι καρποί τους: Σύμφωνα με την εκκλησία, με βάση το βίο της κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παράδοσης, προέκυψε η Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στη Βίβλο, όμως συμφωνούν με αυτήν.

Πολλοί κριτικοί στοχαστές, και όχι μόνο διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι αναγνωρίζουν μόνο τη Γραφή, βλέπουν εδώ μία σημαντική απόκλιση από την αρχική διδασκαλία του Χριστού. Το κεντρικό τους επιχείρημα είναι ότι η μεν Αγία γραφή είναι θεόπνευστη και συνεπώς φερέγγυα, η δε Παράδοση δεν είναι. Την κριτική τους τη στηρίζουν σε στίχους της ίδιας της Γραφής που μιλούν αρνητικά για τις ανθρώπινες παραδόσεις ή εντολές (π.χ. Μαρκ. 7,6-9.13. Γαλ. 1,14). Επίσης, σημειώνουν την απουσία κάποιας ρητής εντολής του Ιησού Χριστού για βασικά δόγματα, όπως αυτό των Μυστηρίων. Για το βάπτισμα λ.χ. επισημαίνουν ότι στην Καινή Διαθήκη η πίστη προηγείται της βάφτισης (Μαρκ. 16,16. Πράξεις 2,41.10,44-48.18,8). Επίσης ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι η προσκύνηση των εικόνων, η οποία όμως είχε αποδοκιμαστεί ως αντίθετη προς την εκκλησιαστική παράδοση στη Σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ. .

Στη συνέχεια ακολουθούν επιλογές από νεοαποκαλυπτικά κείμενα σχετικά με αυτά τα θέματα.

«… Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι οι αποκαλούμενες «παραδόσεις» περιέχουν πολλές διαστρεβλωμένες διδασκαλίες. Γιατί με βάση τη διδασκαλία που κήρυξα Εγώ ο Ίδιος στη Γη επινοήθηκαν αμέτρητα λανθασμένα δόγματα, έθιμα και άχρηστες συνήθειες. Είναι τόσες πολλές δε αυτές οι παραφυάδες που τελικά το καθαρό Ευαγγέλιο της αγάπης, που είναι το πλέον ουσιώδες που περιέχει η διδασκαλία Μου, παραγκωνίστηκε στο περιθώριο, ενώ αντίθετα οι προσθήκες των ανθρώπων επιβλήθηκαν και έχουν γίνει κυρίαρχες.

Οι δε άνθρωποι υποτάσσονται πειθήνια σε αυτήν την κατάσταση, και προσπαθούν επιμελώς να ικανοποιούν αυτές τις ανθρώπινες απαιτήσεις, ενώ δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τα παραδοσιακά κληρονομημένα ήθη και έθιμα, τα οποία όμως δεν αποφέρουν κανένα απολύτως όφελος στις ψυχές τους. Αλλά δεν έχουν καμία δικαιολογία, για το λόγο ότι ο καθένας έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί και επομένως έχει καθήκον να υποβάλλει στη βάσανο της σκέψης του αυτό που καθορίζει τελικά τη μοίρα του στην αιωνιότητα.

Θα όφειλε ο καθένας να παίρνει πιο σοβαρά το καθήκον του στη Γη και να μην νομίζει ότι Εγώ μπορώ να αρκεστώ σε εντελώς άχρηστες ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται επίσης η «συμμετοχή στα μυστήρια», τα οποία δεν είναι όμως «μυστήρια». Γιατί το μόνο που μπορεί να δώσει ευλογία και καθαγιασμό δίνεται από Μένα τον Ίδιον στον άνθρωπο εκείνον που χάρη στην αγάπη του πιστεύει ζωντανά, όταν με άλλα λόγια έχει δημιουργήσει ένα δεσμό μαζί Μου μέσω της αγάπης.

Τότε ο άνθρωπος ευλογείται απευθείας από Μένα τόσο πλούσια, που του είναι δυνατόν να φθάσει επί γης στην τελειοποίηση. Τότε θα φανερωθούν επάνω του όλες οι ευλογίες των μυστηρίων θα λάβει το βάπτισμα του Πνεύματος… θα διδάσκει και θα φέρνει το Λόγο στους συνανθρώπους του… θα έχει τη δυνατότητα να κοινωνεί ανά πάσα στιγμή τον Άρτο του Ουρανού, τη Σάρκα και το Αίμα Μου… Ενωμένος βαθύτατα μαζί Μου θα είναι γεμάτος σοφία και αγάπη, καθώς δεν θα τον βαραίνει πλέον η ενοχή της αμαρτίας, αφού θα έχει συγχωρεθεί προς χάριν του Ιησού Χριστού. Γιατί θα τον έχει αναγνωρίσει η γεμάτη από αγάπη καρδιά του και θα τον μαρτυρεί ανοικτά μπροστά σε όλον τον κόσμο. Τότε θα είναι γεμάτος με το Πνεύμα Μου, γιατί θα έχει γίνει ζωντανός χάρη στην αγάπη και στην πίστη του. Αλλά είναι αδύνατον να βιώσει όλες αυτές τις ευλογίες επειδή απλώς και μόνο εκτελεί κάποια καθήκοντα για να τηρήσει την παράδοση.

Οπωσδήποτε είναι καλό το να καθοδηγείται ένα παιδί να σκεφτεί για το σκοπό της επίγειας ζωής του και για το καθήκον του. όμως δεν πρέπει να το κατευθύνουν σε άψυχες, ανούσιες ενέργειες, παρά το μόνο που χρειάζεται είναι να διδάσκεται την αγάπη. Ανάλογα δε με την τοποθέτηση του καθενός απέναντι σε αυτήν τη διδασκαλία της αγάπης θα διαμορφωθεί επίσης η πνευματική του πρόοδος. Αλλά μόνο εάν ζει με αγάπη τη ζωή του μπορεί να φθάσει στην τελείωση, μόνο μία ζωή αγάπης του αποφέρει τις ευλογίες που υπόσχονται τα μυστήρια.

Διότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την τελείωσή του με πλήρη βουλητική ελευθερία, όμως οι κανόνες και οι εντολές που υποτίθεται ότι αποτυπώνουν τη δική Μου βούληση την εμποδίζουν. Ο άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει τη Ζωή και άρα πρέπει επίσης να είναι ζωντανός σε αυτά που σκέφτεται, θέλει και κάνει. Αλλά κάθε τυπικό είναι θάνατος γι’ αυτήν τη Ζωή και επιπλέον κάτι το καθαρά εξωτερικό δεν μπορεί να επιφέρει μία εσωτερική μεταμόρφωση.

Ο κάθε άνθρωπος φέρει μόνος του την ευθύνη για την ψυχή του και δεν θα μπορέσει να δικαιολογηθεί μία μέρα ισχυριζόμενος ότι τον δίδαξαν άλλοι λάθος. Γιατί όταν κάποιος αγωνίζεται σοβαρά να τελειοποιηθεί, του δίνεται η δυνατότητα να πάρει από Μένα την αγνή αλήθεια∙ αρκεί να θέλει πραγματικά να κερδίσει Εμένα και το βασίλειό Μου και να εκτελεί αποκλειστικά το δικό Μου θέλημα…». (Μπέρτα Ντούντε 10/1/1957)

«…Σκεφτείτε τι αποτελέσματα αποδίδετε στη «βάπτιση» και μόνο!… Σκεφτείτε ότι ενώ τελείτε απλώς μία εξωτερική τελετή, είσαστε πεπεισμένοι ότι αποκομίζετε πνευματικά οφέλη. Έτσι πιστεύετε ότι θα απαλλαγείτε από το «προπατορικό αμάρτημα» ή ότι θα γίνετε μέλη της Εκκλησίας Μου, επειδή εισέρχεστε σε μία θρησκευτική κοινότητα. Εντούτοις όλα αυτά πρέπει να τα κατακτήσει ο καθένας από μόνος του στη διάρκεια της γήινης ζωής του, καθώς πρέπει με τη θέλησή του να δεχτεί να τον λυτρώσει ο Ιησούς Χριστός από την αμαρτία. Συνεπώς απαιτούνται πολύ περισσότερα από την απλή βάπτιση που γίνεται σε ένα παιδί. Επιπλέον, μέλος της «Εκκλησίας Μου» μπορεί να γίνει κανείς μόνο με την ελεύθερη θέλησή του, εφόσον ζει ακολουθώντας Με συνειδητά και αποκτά χάρη στην αγάπη του μία ζωντανή πίστη, η οποία είναι το κύριο γνώρισμα της Εκκλησίας που ίδρυσα Εγώ.

Σκεφτείτε τα μυστήρια της εξομολόγησης και της μετάληψης…πώς τα έχετε διαστρέψει και με ποια εξωτερικά προσδοκάτε «άφεση των αμαρτιών σας». Σκεφτείτε όμως τι έννοια δίνω Εγώ στην άφεση των αμαρτιών. Συνειδητοποιείστε ότι Εγώ ζητώ να Μου ανοίξετε την καρδιά σας ώστε να μπορώ να κοινωνήσω μαζί σας και εσείς μαζί Μου. Σκεφτείτε πως τα λόγια που είπα : «Αυτό που κάνω τώρα να το κάνετε σε ανάμνησή Μου…», εσείς τα μετατρέψατε σε ένα τυπικό, σε μία τελετουργική διαδικασία. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει καμία επίδραση στην ψυχή σας, εάν δεν έχετε τόσο βαθιά αγάπη στη ζωή σας ώστε να σας συνδέει η αγάπη μαζί Μου και τότε μπορώ και Εγώ να είμαι προσωπικά παρών στο εσωτερικό σας…». (Μπέρτα Ντούντε 29/11/1963) (Βλ. επίσης Μαρκ. 11,25-26)

‘Αλλωστε για τον Ωριγένη τα μέσα της Ευχαριστίας δεν έχουν σημασία, μόνο ο Θείος Λόγος που εκφέρεται παράλληλα εξαγιάζει. Συνάμα προτρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής έννοιας του Λόγου (Σχόλια στο Ματθαίο 22-23), ούτως ώστε η καρδιά να γεμίζει με αγνές έννοιες κι όχι με λόγια. Διότι «Η Βασιλεία δεν είναι τα λόγια αλλά η Δύναμη» (Βλ. Κορ. Β΄ 3,5.6. 15-18. Ματθ. 15,8). Επίσης για την άφεση λέει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να διακρίνει ποιές αμαρτίες είναι θανάσιμες και ποιές όχι (‘Εξοδος 10,3).

Ομοίως ο Ιάκωβος στην επιστολή του 5,16 παρακινεί όλους τους χριστιανούς να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο και να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον για να βρουν θεραπεία.

Παρόμοια μιλάει ο Χριστός στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Λόρμπερ για την εξομολόγηση και την άφεση αμαρτιών: «Η εξομολόγηση των αμαρτιών στους ιερείς, όπως γίνεται τώρα, είναι κακή και απορριπτέα, γιατί δεν βελτιώνει τον άνθρωπο, παρά τον αφήνει να μένει μέχρι τέλους μέσα στις αμαρτίες του. Αλλά και πάλι δεν έχω αντίρρηση, αν ένας αδύναμος και άρρωστος στην ψυχή άνθρωπος ομολογεί καλοπροαίρετα τις αδυναμίες και τα σφάλματά του σε έναν άλλο, πιο δυνατό και ψυχικά υγιή άνθρωπο. Γιατί τότε ο υγιής και φωτισμένος άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει, από αληθινή αγάπη προς τον πλησίον, τα σωστά μέσα τα οποία θα κάνουν την ψυχή του αδύναμου δυνατή και γερή.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει σωτήρας κάποιου άλλου. Όμως, δεν το θέτω αυτό σαν νόμο, παρά σας δίνω απλώς μία καλή συμβουλή. Ό,τι κάνω, αυτό να κάνετε κι εσείς, και να διδάσκετε στον καθένα την αλήθεια.

Άλλωστε η ομολογία και μόνο δεν φθάνει για να καθαρθεί ένας άνθρωπος από τις αμαρτίες του, όπως δεν φτάνει για να θεραπευτεί ένας ασθενής το να περιγράψει με ακρίβεια στο γιατρό την πάθησή του. Αντίθετα ο ασθενής πρέπει να ακούσει τη συμβουλή του σοφού γιατρού, ύστερα να την ακολουθήσει πιστά και στη συνέχεια να αποφύγει όλα εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στην ασθένεια».

Και στην Μπέρτα Ντούντε συμπληρώνει: «Οι άνθρωποι ερμηνεύουν πολλά λόγια της Αγίας Γραφής λανθασμένα με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε πλάνη, σε μία πίστη που απέχει πολύ από την αλήθεια. Γιατί από τις λανθασμένες ερμηνείες της Γραφής προέκυψαν στη συνέχεια διδασκαλίες που μεταφέρονταν αλυσιδωτά από τον έναν στον άλλο. Έτσι τα λάθη εξαπλώνονταν ολοένα και περισσότερο, ενώ γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αναγνωριστούν.

Ο Θεός έδινε πάντοτε το Λόγο του στους ανθρώπους έτσι που να ανταποκρίνεται στην πνευματική τους κατάσταση και ο Λόγος πάντοτε ήταν κατανοητός για όποιον ήθελε να τον καταλάβει σωστά. Όταν όμως τον ανέλυαν με το νου τους, όταν απλώς προσπαθούσαν να διερευνήσουν επιστημονικά το νόημά του χωρίς να θέλουν ενδόμυχα να καλλιεργήσουν τον εαυτό τους ή την ψυχή τους με βάση το θεϊκό Λόγο, τότε αυτός γινόταν δυσνόητος. Ως επακόλουθο οι σκέψεις τους έπαιρναν λανθασμένο δρόμο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν διδασκαλίες που αλλοίωσαν το θεϊκό Λόγο, αφού δεν συμφωνούν με αυτά που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός στη Γη. Ναι μεν αναφέρονται στο Λόγο του Θεού, όμως του δίνουν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, έτσι ώστε σήμερα η ανθρωπότητα δεν το καταλαβαίνει όπως είναι πραγματικά. Γιατί οι ανθρώπινες ερμηνείες άλλαξαν το νόημα ριζικά και ως συνέπεια ο θεϊκός Λόγος παραμορφώθηκε. Στη συνέχεια ο παραμορφωμένος Λόγος παρουσιάστηκε σαν θεϊκός στους πιστούς, με αποτέλεσμα να μην δέχονται καμία άλλη ερμηνεία πλέον και να υπερασπίζονται θερμά τούτον τον παραμορφωμένο Λόγο».

Με το χαρακτηριστικό του ύφος, ο μυστικιστής Γιάκομπ Μπαίμε (Jacob Boehme) είχε πει : «Έχετε τώρα δασκάλους οι οποίοι ισοπεδώνουν το πνεύμα της πρώτης Εκκλησίας. Αν τους εξετάσετε, θα δείτε ότι είναι λύκοι. Τώρα δολοφόνησαν και τον Υιό του, δηλαδή τη σωστή αλήθεια του θείου Λόγου και την μετέτρεψαν σε ανούσιες πράξεις που τις σοφίστηκαν μόνοι τους. Γι’ αυτό θα αποδώσουν λόγο για το πώς διαχειρίζονται τα αξιώματά τους. Αχ, Βαβέλ, θέλεις να διδάσκεις με το γράμμα από το Λόγο του Θεού, αλλά δεν είναι ζωντανός ούτε μέσα σ’ εσένα την ίδια. Όμως τα πρόβατα δεν ακούν τη φωνή σου, γιατί δεν έρχεται από τα βάθη της καρδιάς σου. Γι’ αυτό οι πεινασμένοι λιμοκτονούν επειδή τους λείπει η ουράνια τροφή, αλλά γι’ αυτό υποφέρεις και συ από πείνα που φανερώνεται σαν ακόρεστη απληστία και έπαρση».

Η μετατροπή της εκκλησίας σε θεσμική οργάνωση

Ήδη το 2ο αιώνα μ.Χ. ο Ωριγένης έγραφε για την εκκλησία : «Εάν ο Χριστός είχε λόγο να κλάψει για την Ιερουσαλήμ, θα έχει με το παραπάνω λόγο να κλάψει για την εκκλησία. Γιατί ενώ οικοδομήθηκε για να είναι ένας οίκος προσευχής, εξαιτίας της επαίσχυντης απληστίας και της φιληδονίας ορισμένων – και δυστυχώς μεταξύ τους συμπεριλαμβάνονται και οι ηγέτες του λαού της εκκλησίας – έχει γίνει ένα άντρο ληστών». (Σχόλια στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αρ 403).

Για το πώς επήλθε αυτή η κατάσταση και μάλιστα τόσο σύντομα μετά την εποχή του Χριστού, η Ντούντε γράφει τα παρακάτω :

«… Όταν ολοκλήρωσα το λυτρωτικό έργο Μου στη Γη, οι μαθητές Μου μετέφεραν στον κόσμο το Ευαγγέλιό Μου αγνό. Είχαν πάρει από Μένα την αλήθεια σε πεντακάθαρη μορφή και την μετέδιδαν εξίσου καθαρή καθώς ήταν πλήρεις με το Πνεύμα.

Όμως το επίπεδο της ψυχικής ωριμότητας των άλλων ανθρώπων ήταν διαφορετικό, επειδή η αμαρτία της αρχικής πτώσης βάραινε ακόμη τις ψυχές τους. Επιπλέον ο πολέμιός Μου είχε ακόμη δικαιώματα επάνω τους, αν και δεν μπορούσε να τους επιβάλλει απόλυτα τη θέλησή του. Παρ’ όλα αυτά είχαν μέσα τους σε μεγάλο βαθμό ακόμη την αλαζονεία και τη φιλαρχία, τα κακά που προήλθαν από την αρχική πτώση. Έτσι ο πολέμιός Μου τα εκμεταλλεύτηκε για να ενισχύσει την επιρροή του και για να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους οπαδούς της διδασκαλίας Μου, του καθαρού Ευαγγελίου. Η συνέπεια ήταν ότι ορισμένα μεμονωμένα άτομα ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο και πρωτοστάτησαν για να ιδρύσουν με δική τους πρωτοβουλία οργανώσεις αναλαμβάνοντας συνάμα την ηγεσία τους. Έτσι έστησαν σταδιακά ένα οικοδόμημα όπου εκπροσωπούνταν πολλά γήινα και κοσμικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να συμμετέχει σε αυτό και ο πολέμιός Μου, αφού η πρώτιστη επιδίωξή του ήταν να υποσκάψει την αλήθεια του Ευαγγελίου.

Ως επακόλουθο, το Φως γινόταν ολοένα πιο αμυδρό, καθώς υπό την εχθρική επιρροή εισήχθησαν ξένες διδασκαλίες. Τα λάθη αυτών των διδασκαλιών δεν έγιναν αντιληπτά, αλλά αντίθετα τις υπερασπίζονταν με πάθος, επειδή δήθεν τις είχα δώσει Εγώ σε εκείνους τους ηγέτες. Έτσι εκείνοι απαιτούσαν στη συνέχεια την πίστη σε αυτές τις διδασκαλίες από τους οπαδούς της οργάνωσής τους που εξελίχτηκε σε ένα τεράστιο οικοδόμημα εξουσίας.

Ο οποιοσδήποτε θα είχε την ικανότητα και την υποχρέωση να αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν θα μπορούσα Εγώ να κτίσω ένα τέτοιο οικοδόμημα όπου υπήρχε η πρόθεση των μεν να εξουσιάζουν τους δε. Γιατί η δική Μου η διδασκαλία λέει: «Να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με αγάπη…», ενώ είναι ο πολέμιος που προωθεί την αρχομανία και το πάθος για εξουσία.

Έχω δώσει στους ανθρώπους το δώρο της προσευχής και έχω έρθει τόσο κοντά τους που μπορούσαν να Με καλέσουν με την προσευχή τους. Θα αρκούσε να προσεύχονται να τους δώσω την αλήθεια και να τους προστατέψω από τα λάθη και την πλάνη. Τότε το Πνεύμα τους θα φωτιζόταν και θα ήταν αδύνατο να εγκλωβιστούν στα ψέματα και στην πλάνη.

Ο κάθε άνθρωπος έχει χρέος να κρίνει, γιατί γι’ αυτόν το λόγο του έχει δοθεί ο νους. Άμα αποφεύγει να σκεφτεί (και να πάρει θέση) τότε ευθύνεται ο ίδιος εάν βρίσκεται μακριά από την αλήθεια και εάν πέφτει θύμα λανθασμένων διδασκαλιών…». (Μπέρτα Ντούντε 12/8/1962)

‘Ετσι ο Ωριγένης, αναλύοντας το στίχο 4,42 του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου : «Η πίστη μας δεν στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε ακούσει τώρα και ξέρουμε ότι είναι αληθινά ο Χριστός» ,παρατηρεί : «Είναι σαφώς καλύτερο να βλέπει κάποιος το Λόγο με τα ίδια του τα μάτια και να τον ακούει χωρίς τη μεσολάβηση ενός διδάσκοντος» (Σχόλια 13,52).

Επίσης ο Γιάκομπ Μπαίμε γράφει : «…Η έκτη (εννοείται η έκτη σφραγίδα της Αποκάλυψης) περίοδος άρχισε με το θάνατο των Αποστόλων του Χριστού, όταν οι άνθρωποι επέλεξαν διδασκάλους για λόγους προτιμήσεων και εξωτερικού γοήτρου. Ξεπρόβαλλε από τη σκιά όπου ήταν κρυμμένη και φανερώθηκε με τις πέτρινες εκκλησίες, γιατί η εκκλησία έγινε πιο σημαντική από τον Ιερό Ναό του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Η εξωτερική εξουσία των αυτόκλητων ιερέων είναι το πύρινο ξίφος του Χερουβείμ και όλοι οι πόλεμοι που έκαναν οι χριστιανοί είναι το ίδιο ξίφος πάλι από τη Βαβέλ». (Προφητείες γύρω από το 2000)

Η δε Ντούντε γράφει σε διάφορα σημεία του έργου της :

«Κάθε γνώση πνευματικού περιεχομένου που διδάσκεται κανείς παραδοσιακά από καθέδρας, άρα και οι διδασκαλίες που υιοθετεί επειδή αποτελούν μέρος της παράδοσης, δεν αρκούν για να γνωρίσει πλήρως τη βούληση του Θεού, εφόσον δεν σκεφτεί και μόνος του για αυτές, ώστε να αφυπνιστεί μέσα του και να αναπτυχθεί το αίσθημα ευθύνης…

Όταν σκεφτεί δε σε βάθος, θα αναγνωρίσει ποιες διδασκαλίες έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο και ποιες προστέθηκαν από την ανθρώπινη πλευρά. Επομένως, για να είναι κάποιος σε θέση μία μέρα να δώσει λογαριασμό για τη ζωή του, πρέπει πρώτα να σκεφτεί ο ίδιος προσωπικά για όσα τον έχουν διδάξει. Και έτσι θα μπορεί να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι τον ενδιαφέρει να βρει την αλήθεια. Αντίθετα, μία δογματική διδασκαλία καταπνίγει το αίσθημα ευθύνης μέσα του. Και αυτό είναι αναπόφευκτο, διότι τότε πιστεύει ή τηρεί εντελώς μηχανικά εκείνο που του επιβάλλει η δογματική διδασκαλία. Έτσι καθώς πιστεύει ότι ακολουθεί ευσυνείδητα ό,τι του επιβάλλεται από έξω, δεν αισθάνεται ότι έχει ο ίδιος την ευθύνη γι’ αυτό. Γιατί ό,τι κάνει, το κάνει υπό μία ορισμένη πίεση επειδή του το απαιτούν»…

«Δεν αποτελεί πνευματικό βιασμό όταν σε κάποιον που ανήκει πνευματικά σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο, του υποδεικνύεται μία άλλη κατεύθυνση. Όταν του προτείνεται μία γνώση που διαφωνεί με αυτά που ξέρει, δεν ασκείται πάνω του βία, εφόσον έχει την ελευθερία της βούλησης ώστε να μπορεί να αποφασίσει εάν θα την ασπαστεί ή εάν θα την απορρίψει. Βιασμός γίνεται όταν υποχρεώνεται από νόμους, εντολές ή κανόνες να ασπαστεί κάτι, γιατί διαφορετικά απειλείται με κάποια τιμωρία και έτσι οι σκέψεις και οι πράξεις του δεν είναι ελεύθερες. Σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για πνευματικό βιασμό, ο οποίος δεν μπορεί ποτέ να έχει καλές συνέπειες για την ψυχή του. Γι’ αυτό ναι μεν χρειάζεται να διδάσκεται πάντοτε ο Λόγος Μου, αλλά με τέτοιο τρόπο που να μην ασκείται πίεση σε κανέναν. Για τον ίδιο λόγο η μετάδοση της αγνής αλήθειας από ψηλά γίνεται μέσα σε πλήρη βουλητική ελευθερία. Έτσι ένα άτομο που δεν είναι φωτισμένο έχει πάντα τη δυνατότητα να θεωρήσει την αλήθεια αυτή σαν ανθρώπινο κατασκεύασμα, εάν όταν την ακούσει η θέλησή του τείνει περισσότερο να την απορρίψει παρά να την δεχτεί.

Ασφαλώς οι άνθρωποι χρειάζονται καθοδηγητές, όταν δεν αγωνίζονται από μόνοι τους για την πνευματοποίηση της ψυχής τους.

Ωστόσο ένας σοφός καθοδηγητής οφείλει απλώς να τους διδάσκει και να προσπαθεί έτσι να αφυπνίσει την καρδιά και το μυαλό τους. Γιατί τη σύνδεση μαζί Μου και με το πνευματικό βασίλειο πρέπει να την βρει ο κάθε ένας μόνος του.

Οι εκπρόσωποί Μου στη Γη οφείλουν να του δείξουν το δρόμο μεταφέροντάς του το Λόγο Μου. Οφείλουν να αφήνουν πάντοτε Εμένα να μιλώ, χωρίς να προσθέτουν ποτέ δικές τους ιδέες ούτε να δίνουν εντολές ούτε να επιβάλλουν θρησκευτικά καθήκοντα στους ανθρώπους με τη δικαιολογία ότι το θέλω υποτίθεται Εγώ. Εγώ αφήνω κάθε άνθρωπο ελεύθερο, ενώ φροντίζω απλώς να παρέχεται συνεχώς και να διαδίδεται η Αλήθεια. Όποιος αναζητεί την Αλήθεια αναζητεί κι Εμένα και όντως θα τον αφήσω να Με βρει. Αλλά όποιος δεν αγωνίζεται να βρει την Αλήθεια, δεν πρόκειται να έχει κανένα όφελος ασπαζόμενος διδασκαλίες που του τις πέρασαν σαν (αναμφισβήτητο) δόγμα και έτσι πιστεύει ότι δεν έχει το δικαίωμα να τις απορρίψει…

Ως προς Εμένα ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να παίρνει τις αποφάσεις του ελεύθερα. Το μόνο που απαιτώ από αυτόν είναι να επεξεργάζεται με τη σκέψη του αυτά που οφείλει να πιστέψει. Εάν δεν μπορεί να τα αποδεχτεί, παρ’ όλο που συλλογίστηκε διεξοδικά πάνω σ’ αυτά, δεν του το καταλογίζω ως αμάρτημα, αλλά σίγουρα αμαρτάνει όταν ομολογεί πίστη σε μία διδασκαλία με το στόμα του χωρίς όμως να έχει ρωτήσει την καρδιά του. Γιατί ο καθένας είναι μόνος του υπεύθυνος για τον εαυτό του και αποτελεί ύβρι το να θέλει ένας μόνο άνθρωπος να καθορίσει τι είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται και να πιστεύουν εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι, θεσπίζοντας εντολές οι οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρούνται δογματικής φύσης διδασκαλίες».

«… Είναι πολύ διδακτικό το να εξετάσει κάποιος μία-μία τις διδασκαλίες που προστέθηκαν από τους ανθρώπους στις διδαχές του Χριστού. Καταρχάς είναι ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, ο οποίος όχι μόνο δεν είναι πάντοτε ευνοϊκός για το πνεύμα του ανθρώπου, αλλά μπορεί επίσης και να είναι θάνατος γι’ αυτό.

Είναι εντελώς λανθασμένη η άποψη ότι με τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό ο άνθρωπος στρέφεται πιο πολύ προς τον Θεό. Απεναντίας ελλοχεύει μάλλον ο κίνδυνος να του γίνει μηχανική συνήθεια κάτι που κανονικά οφείλει να είναι ένα βαθύτατο εσωτερικό βίωμα. Ο αληθινός εκζητητής του Θεού τον αναζητεί παντού. Ασφαλώς δεν τον βλάπτει να πάει στην εκκλησία, αλλά μπορεί να βρει την επαφή με τον Θεό κάθε ώρα και σε κάθε τόπο και άρα δεν χρειάζεται ένα ειδικό μέρος. Συνεπώς το μόνο που θα χρειαζόταν κάποιος εκεί είναι να ακούει το Λόγο του Θεού, εφόσον δεν θα είχε άλλον τρόπο για να τον γνωρίσει. Και μόνο αυτό αποκλειστικά έχει την απόλυτη έγκριση του Θεού, εφόσον δηλαδή ο εκκλησιασμός γίνεται μόνο για να ακουστεί ο θεϊκός Λόγος. Όλες οι άλλες τελετουργίες λίγο ως πολύ είναι προσθήκες που έχουν γίνει από τους ανθρώπους. Σήμερα ονομάζονται με τον όρο Θεία Λατρεία, αν και η λατρεία του Θεού είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από τα να παρευρίσκεται κάποιος σε τέτοιες τελετές που δεν έχουν καμία σχέση με την καθαυτό καλλιέργεια της ψυχής του.

Είναι εντελώς ασήμαντο και αδιάφορο το αν και σε ποιο βαθμό τηρεί κανείς τους κανόνες που πρέπει να εκπληροί για να ανήκει σε μία εκκλησία. Η Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός στη Γη δεν έχει καμία σχέση με εξωτερικότητες . οπωσδήποτε μπορεί να είναι παρούσα σε κάθε εκκλησία και να την αναγνωρίζει κανείς οπουδήποτε από τις βαθύτερες βασικές αρχές της, παρ’ όλο που θα συνυπάρχουν επίσης εξωτερικότητες.

Επομένως, το να υπάρχουν αυτές οι εξωτερικότητες δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εμποδίζεται ο άνθρωπος να αναγνωρίσει [σε οποιαδήποτε εκκλησία] την αληθινή διδασκαλία του Χριστού και να την εφαρμόσει στη ζωή του. Ωστόσο αντίστροφα, για να είναι κάποιος αληθινός χριστιανός όπως το θέλει ο Θεός, δεν χρειάζονται απαραίτητα τέτοιες εξωτερικότητες.

Είναι φανερό ότι ακριβώς τα πολλά τυπικά απωθούν τους πιστούς. Άλλωστε ο Ιησούς Χριστός σίγουρα δεν είπε ότι η αιώνια μακαριότητα εξαρτάται από το αν τηρούν ή όχι εντολές που θεσπίστηκαν από ανθρώπους, όπως είναι για παράδειγμα ο τακτικός εκκλησιασμός, η παρακολούθηση μίας τελετουργικής πράξης που επίσης επινοήθηκε από τους ανθρώπους και είναι σαν μία θεατρική παράσταση, η οποία δεν έχει καμία αξία ή επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή.

Οι άνθρωποι θα πρέπει να αναλογιστούν ότι ο Κύριος στη Γη ήταν εχθρός κάθε εξωτερικότητας. Ας αναλογιστούν ότι δεν έπραξε τίποτα το θεαματικό που θα ενίσχυε τα λόγια Του, εκτός από τα θαύματα που είχαν σκοπό να αποδείξουν τη θειότητά Του. Ποτέ όμως δεν τέλεσε κάποια τελετή η οποία θα μπορούσε να είναι ο λόγος ή το υπόβαθρο για τις σημερινές τελετουργίες.

Αυτές είναι αποκλειστικά και μόνο τελετουργικά τυπικά που εισήγαγαν οι άνθρωποι και δεν έχουν καμία άλλη βαθύτερη σημασία εκτός από τη σημασία που τους αποδίδουν οι άνθρωποι…». (Μπέρτα Ντούντε)

Η σωστή προσευχή σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις: Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (6, 5-8) ο Χριστός είχε δηλώσει πολύ καθαρά πώς πρέπει να είναι η σωστή προσευχή. Εκεί συνιστά σε όποιον θέλει να προσευχηθεί, να κλειστεί στο δωμάτιό του και να προσευχηθεί στον Πατέρα του, χωρίς να φλυαρεί όπως οι εθνικοί. Τη σύσταση αυτήν του Ιησού Χριστού οι εκκλησίες όχι μόνο δεν την πήραν στα σοβαρά, αλλά και την αντέστρεψαν. Γι’ αυτό άλλωστε ποτέ δεν γίνεται ένα κήρυγμα την Κυριακή που να έχει κεντρικό θέμα αυτούς τους στίχους. Πουθενά δεν ακούγεται ότι ο τόπος όπου προσεύχεται κανείς δεν έχει καμία σημασία, όπως δίδαξε ο Ναζωραίος τη γυναίκα στο πηγάδι του Ιακώβ (Κατά Ιωάννη 4, 21-24). Αυτό το γεγονός το απωσιοπούν στους πιστούς και ιδίως στους προσκυνητές των διάφορων «αγίων τόπων». Ωστόσο ο Ωριγένης έλεγε : «Τον άγιο τόπο δεν τον αναζητώ στη Γη, αλλά στην καρδιά … Γι’ αυτό λέει ο Απόστολος : «Μην δίνετε τόπο στο διάβολο» (Λευιτικό 13,5).

Οι οδηγίες των νέων αποκαλύψεων για την προσευχή είναι σαφείς: «Ο Θεός είναι Πνεύμα και η λατρεία Του πρέπει να γίνεται πνευματικά κι αληθινά. Και γι’ αυτό δεν χρειάζεται ούτε ένας ορισμένος τύπος ούτε ένας ναός, παρά μόνο μία καρδιά όσο γίνεται πιο καθαρή, ταπεινή και γεμάτη αγάπη… και ο Πατέρας θα εισακούσει πάντα την προσευχή της χωρίς να λάβει υπόψη του τον τόπο, που δεν έχει καμία σημασία, είτε είναι το βουνό είτε η πόλη, αφού όλη η Γη είναι του Θεού που κοιτάζει μόνο την καρδιά του κάθε ανθρώπου» (ΜΕΙ Ι 124, 13-15).

«Είναι μεγάλο λάθος να Με παρακάμπτει ο άνθρωπος και να ζητά βοήθεια από εκείνους που από μόνοι τους δεν έχουν τίποτα [ενν. οι άγιοι], παρά έχουν λάβει τα πάντα από Εμένα. Δεν λέει το ευαγγέλιο: “Ελάτε σ’ Εμένα όλοι εσείς που είσαστε αποκαμωμένοι και δυστυχισμένοι και Εγώ θα σας δυναμώσω;”

«Μην ξεχνάτε ότι ένας Παντοκράτορας όπως Εγώ δεν έχει ανάγκη από μεσολαβητές, αφού Εγώ είμαι το Παν μέσα στα πάντα» (Δώρα του Ουρανού).

΄Η όπως λέει ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο : «Για να φθάσει κάποιος στον Πατέρα πρέπει να περάσει από εμένα …Εγώ είμαι η Οδός…».

Η Ευλογία: ‘Οσον αφορά στην ευλογία, η Νέα Αποκάλυψη λέει: «Δεν θα αρνηθώ την ευλογία Μου σε κανέναν, εφόσον Μου την ζητεί και Με παρακαλεί γι’ αυτό συνειδητά. Διότι η ευλογία Μου σημαίνει ότι του παρέχω δύναμη από την αγάπη Μου, σημαίνει ότι ο Πατέρας καθοδηγεί το παιδί Του, το οποίο θέλει να οδηγήσει στο σωστό προορισμό…

Να ξέρετε όμως πως μόνο Εγώ μπορώ να δώσω σωστή ευλογία, γιατί η ευλογία είναι μία ακτίνα χάρης που δίνει η αγάπη στο αντικείμενο της αγάπης της. Και αυτή η ακτίνα της χάρης μόνο από Εμένα μπορεί να πηγάσει, άρα μόνο Εγώ μπορώ να δώσω την ευλογία Μου.

Εσείς οι άνθρωποι επομένως μπορείτε μεν να Με παρακαλέσετε να στείλω αυτήν την ακτίνα της χάρης Μου σε κάποιον άλλον, μα εσείς οι ίδιοι δεν είσαστε σε θέση να “ευλογήσετε”, γιατί δεν είσαστε ακόμη ικανοί να δώσετε δύναμη σε άλλους, αφού κι εσείς οι ίδιοι έχετε ελάχιστη. Το μόνο που μπορείτε είναι να προσεύχεστε για τους αδύναμους, για τους ασθενικούς, ζητώντας Μου να τους στείλω την ακτίνα της δύναμής Μου. Μπορείτε να Με παρακαλέσετε να τους “ευλογήσω”, με άλλα λόγια να τους παράσχω την ακτινοβολία της χάρης Μου. Με άλλα λόγια, αρκεί μία σιωπηλή προσευχή για το συνάνθρωπο που θέλετε να βοηθήσετε. Τότε είναι σαν να Με καλείτε να ενδιαφερθώ για τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του και Με ικετεύετε να του δώσω τη χάρη Μου. Είναι δε βέβαιο ότι κι Εγώ θα του την δώσω, εφόσον η αγάπη σάς παρακινεί σε μία τέτοια προσευχή και εφόσον το ασθενές αυτό άτομο δεν Μου αντιστέκεται ανοικτά με τη βούλησή του.

Αντίθετα όταν η ευλογία γίνεται μία μαζική εκδήλωση, χάνει τη σημασία της, από τη στιγμή που γίνεται ένα εξωτερικό τυπικό, θεατό σε όλους, το οποίο εκτελείται από ανθρώπους που πιστεύουν ότι δίνουν την ευλογία Μου, ενώ στην πραγματικότητα κάνουν απλώς κάποιες χειρονομίες. Άρα δεν μπορεί να λέγεται τότε ότι γίνεται πράγματι μία εσώψυχη ένωση μαζί Μου και μία εσώψυχη παράκληση για την ευλογία Μου, τη στιγμή μάλιστα που συγκεντρώνονται μεγάλα πλήθη όπου όλοι περιμένουν να έχουν μεγάλο όφελος για τη σωτηρία της ψυχής τους. Όμως δεν νιώθουν ούτε να ρέει η δύναμη της θεϊκής αγάπης ούτε μία εσωτερική αίσθηση μακαριότητας. Γιατί δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς την παρουσία Μου εκεί όπου οι σκέψεις των παρισταμένων έχουν αποκλειστικά εγκόσμιο προσανατολισμό, όπου τηρούνται απλώς εξωτερικά έθιμα και όπου λόγω της μαζικότητας της συγκέντρωσης αποκλείεται να υπάρξει μία βαθιά, εσώψυχη ένωση μαζί Μου.

Γιατί και η λέξη “ευλογία” ακόμη έχει γίνει πλέον πιο πολύ μία τυπική έκφραση. Στην πραγματικότητα σημαίνει να σκέφτεστε το καλό για τους συνανθρώπους σας και να προσεύχεστε γι’ αυτούς, πράγμα που πρέπει να πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς και όχι να γίνεται με μία ορατή χειρονομία…».

Η χειροτονία: Ο Πάυλος γράφει προς τους Εβραίους 5,4 ότι κανένας δεν παίρνει μόνος του την τιμή να γίνει ιερέας, παρά μόνο εάν τον καλέσει ο Θεος. Μια Νέα Αποκάλυψη επεξηγεί:

«… Θα πρέπει να ξέρετε πως οι εξωτερικές τελετές δεν αρκούν ούτε για να εκδηλωθεί το Πνεύμα Μου ούτε για να μπορεί κάποιος να αναλάβει το λειτούργημα του δασκάλου, ή του πνευματικού ηγέτη ή του προϊστάμενου μίας εκκλησιαστικής κοινότητας. Πολλοί είναι μεν οι κλητοί αλλά λίγοι οι εκλεκτοί και σε αυτούς τους λίγους δίνω Εγώ ο Ίδιος την εντολή, Εγώ ο Ίδιος τους τοποθετώ στη θέση εκείνη όπου μπορούν να εργαστούν για Εμένα και για τη βασιλεία Μου. Όμως θέτω και όρους στα άτομα αυτά ώστε να είναι ικανά να γίνουν δάσκαλοι και καθοδηγητές των συνανθρώπων τους. Πρέπει να μπορεί το Πνεύμα Μου να ενεργήσει εντός τους ώστε να πορεύονται και οι ίδιοι στην αλήθεια. Έτσι θα είναι οι επίγειοι εκπρόσωποί Μου που επιτελούν το έργο τους επ’ ονόματί Μου, σύμφωνα με τη βούλησή Μου και υπό την καθοδήγησή Μου.

Είναι αναμφισβήτητο ότι και μεταξύ αυτών που λέγονται επίγειοι αντιπρόσωποί Μου, υπάρχουν επίσης τέτοιοι που ζουν σε πλήρη συμφωνία με τη βούλησή Μου και που Με υπηρετούν με όλη τους τη θέληση.

Όμως και αυτούς τους έχω τοποθετήσει Εγώ ο Ίδιος στα καθήκοντά τους. Δεν έγιναν υπηρέτες Μου αφού πέρασαν πρώτα κάποιες εξωτερικές διαδικασίες που εκτέλεσαν οι συνάνθρωποί τους. Διότι η αποστολή τους είναι ένα εσωτερικό αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης, η οποία υποτάσσεται απόλυτα σ’ ΕΜΕΝΑ. Έτσι ένας τέτοιος άνθρωπος συνδέεται στενά μαζί Μου με τους δεσμούς της αγάπης, γι’ αυτό μπορώ ΕΓΩ ο Ίδιος να του υποδείξω το λειτούργημα που οφείλει να ασκήσει.

Αυτή η απόλυτη αφοσίωση και η ζωή αγάπης εξασφαλίζουν την αφύπνιση του πνεύματός τους και τότε εισδύουν επίσης στην Αλήθεια. Τέτοιοι άνθρωποι αντιτάσσονται σε κάθε πλάνη και αλλοίωση της διδασκαλίας ΜΟΥ και τελικά απομακρύνονται από αυτούς οι οποίοι επιμένουν στην πλάνη τους.

Γι’ αυτό μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν θα βρείτε τους αληθινούς αντιπροσώπους Μου εκεί όπου οι άνθρωποι τους υποθέτουν και τους αναγνωρίζουν. Διότι τέτοιοι εγκόσμια αναγνωρισμένοι “αντιπρόσωποι” αποκλείονται από μόνοι τους από την υπηρεσία Μου, εφόσον εκπροσωπούν πλάνες και δεν αναζητούν ουσιαστικά την Αλήθεια. Δεν μπορούν να είναι υπηρέτες και εκπρόσωποί Μου διότι πλανώνται και δεν κάνουν τίποτα για να βρουν την καθαρή Αλήθεια».

Η αληθινή Εκκλησία του Χριστού: «…Μέλη της εκκλησίας Μου θα είναι μόνο εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν δεθεί τόσο στενά μαζί Μου ώστε να νιώθουν την παρουσία Μου και η πίστη τους είναι τόσο ακράδαντη που δεν μπορεί να κλονιστεί. Μία τέτοια πίστη αντιστέκεται σαν βράχος σε κάθε δοκιμασία που προέρχεται από έξω και γι’ αυτό είπα στον Πέτρο: “Θα κτίσω την Εκκλησία Μου πάνω σου”.

Όποιος ανήκει στην Εκκλησία Μου αναγνωρίζει πάντα ποια είναι η αλήθεια και απαρνιέται κάθε πλάνη. Γιατί μέσα του ενεργεί το Πνεύμα Μου, αφού αυτό είναι το γνώρισμα ότι αποτελεί μέλος της Εκκλησίας που ίδρυσα Εγώ. Και όπου ενεργεί το Πνεύμα Μου δεν υπάρχει πια ασάφεια ούτε αμφιβολία ούτε σύγχυση εννοιών. Εκεί υπάρχει φως και η σκέψη εκείνου που ανήκει στην εκκλησία Μου είναι σωστή. Αυτή, λοιπόν, η Εκκλησία δεν χρειάζεται εξωτερικά σημάδια ούτε οργανώσεις. Γιατί σε όλες τις εκκλησιαστικές οργανώσεις υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ζωντανή πίστη, που ζουν με αγάπη και έτσι αφυπνίζουν το πνεύμα στο εσωτερικό τους. Και όλοι αυτοί ανήκουν στην «Εκκλησία του Χριστού» που στην πραγματικότητα αποτελεί μία καθαρά πνευματική ένωση όλων εκείνων που χάρη στην αγάπη τους είναι δεμένοι μαζί Μου. Και αυτοί ό,τι κάνουν το κάνουν συνειδητά κι όχι σαν μία εξωτερική πράξη που δεν έχει νόημα παρά εκτελείται απλώς μηχανικά…».

Υπάρχουν πολλά εκκλησιαστικά συστήματα, αλλά σε ποιο βρίσκεται η αλήθεια; «Κάθε έριδα και διχογνωμία στα πνευματικά θέματα θα μπορούσε να λυθεί εάν ο κάθε ένας που υποστηρίζει μία άποψη απευθυνόταν εξαρχής σ’ Εμένα για να την κρίνω Εγώ και περίμενε την αποσαφήνισή Μου. Τότε πραγματικά δεν θα υπήρχαν πια διχογνωμίες και όλες οι αντίθετες πλευρές θα ομονοούσαν και θα ενώνονταν πάλι, γιατί όλες θα έπαιρναν την ίδια απάντηση από Μένα. Το ότι έχουν γίνει τόσα πολλά σχίσματα ως τώρα και το ότι έχουν δημιουργηθεί τόσες πολλές πνευματικές τάσεις αποτελεί αναμφισβήτητη απόδειξη πως δεν απευθύνθηκαν σ’ Εμένα για να ζητήσουν την κρίση Μου. Επιπλέον αποτελεί απόδειξη πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μόνο το νου τους και επειδή διαμόρφωναν την άποψή τους αποκλειστικά με τη βοήθειά του, δεν ήταν ποτέ δυνατόν να καταλήξουν όλοι στα ίδια συμπεράσματα. Γιατί ο εχθρός Μου μπορεί πανεύκολα να παρεμβληθεί στις λειτουργίες του νου και να τον φέρει σε σύγχυση, εάν ο άνθρωπος δεν ζητά από Μένα τον Ίδιο να τον φωτίσω.

Μπορεί μεν μεμονωμένα άτομα να το έχουν κάνει, οπότε η δική τους η άποψη είναι η πιο κοντινή στην αλήθεια, όμως η σωστή άποψη δεν επιβλήθηκε στις υπόλοιπες απόψεις όλων εκείνων που δεν απευθύνθηκαν σ’ Εμένα για να τους δώσω το φως Μου. Ως εκ τούτου, το σωστό, το αληθινό δεν παύει μεν να λάμπει με το φως του, αλλά του δίνουν πολύ λίγη σημασία.

Άρα και οι έριδες δεν λύνονται, παρά θα υπάρχουν πάντα, για το λόγο ότι δίνεται μεγαλύτερη αξία στο νου. Αλλά ο νους μπορεί να παράγει τις χειρότερες διαστρεβλώσεις και να τις μεταμφιέσει έτσι που να θεωρηθούν καταπληκτικές σοφίες, οπότε βρίσκονται και άλλοι να τις υποστηρίξουν.

Εάν σκεφτείτε τα πολλά και διάφορα δόγματα και τις πολυσχιδείς τάσεις στο χώρο της πίστης, θα πρέπει κανονικά να αμφιβάλλετε για το πόσο είναι αληθινά όλα όσα υποστηρίζει η μία ή η άλλη, αφού δεν μπορεί παρά να υπάρχει μία μόνο αλήθεια. Επομένως εάν υπήρχε μία σωστή ανάμεσά τους, θα έπρεπε όλες οι υπόλοιπες να είναι λάθος. Αλλά ποια είναι η αληθινή; Η κάθε μία ισχυρίζεται ότι κατέχει την αλήθεια, όμως είναι φανερό ότι δεν την έχει, αφού διαφορετικά δεν θα υπήρχαν άνθρωποι που την αμφισβητούν και καταφεύγουν σε μία άλλη που τους εκπροσωπεί καλύτερα. Συλλογιστείτε αυτό το γεγονός… Συλλογιστείτε ότι η αλήθεια είναι δικό Μου κτήμα και επίσης συλλογιστείτε ότι είσαστε παιδιά Μου και σας αγαπώ. Επομένως δεν πρόκειται ποτέ να σας στερήσω την αλήθεια και επιπλέον η αλήθεια θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε φανερή…».

Η αληθινή Εκκλησία και τα χαρίσματα του Πνεύματος σε σχέση με τις διάφορες εκδοχές του χριστιανισμού: «Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες πολλές πνευματικές τάσεις και δόγματα, στα οποία μάλιστα εισάγονται οι άνθρωποι χωρίς τη δική τους θέληση, θα έπρεπε να σας βάζει σε σκέψεις. Κανένα παιδί δεν επιλέγει από μόνο του σε ποια ομολογία πίστης εισάγεται με το που γεννιέται. Επομένως κανένας δεν κερδίζει με την αξία του σε ποια θρησκευτική κοινότητα θα μεγαλώσει, αλλά ούτε και φέρει την ευθύνη γι’ αυτό. Άλλωστε εάν θα υπήρχε μόνο μία εκκλησιαστική κοινότητα που θα είχε το προνόμιο να “οδηγεί αποκλειστικά στη μακαριότητα”, ή εάν η μία ή άλλη θα ήταν η μόνη σωστή και αρεστή στον Θεό, τότε οι άλλοι άνθρωποι που βρέθηκαν επειδή τους τοποθέτησε Αυτός σε μία από τις υπόλοιπες λατρευτικές κοινότητες, θα είχαν κάθε δίκιο να αισθάνονται αδικημένοι, αφού θα είχαν γεννηθεί εκτός της “μίας αληθινής εκκλησίας”.

Στην πραγματικότητα όμως κανένας δεν μπορεί να βρεθεί στην αλήθεια χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, όπως από την άλλη πλευρά είναι εντελώς αδιάφορο σε ποιο χώρο πίστης έχει γεννηθεί κανείς. Γιατί ο καθένας οφείλει να αγωνιστεί από μόνος του για να βρει το Φως της αλήθειας. Είναι εξίσου βέβαιο δε ότι η αλήθεια δεν μπορεί να εμφυτευθεί σε κάποιον με τον ίδιο τρόπο που του μεταδίδεται η μόρφωση. Γιατί πρέπει να συγκεντρώσει ο ίδιος μέσα του το κατάλληλο έδαφος στο οποίο θα ριζώσει η αλήθεια, προκειμένου να γίνει έπειτα μόνιμα προσωπικό του κτήμα. Ωστόσο το γεγονός που αναφέρθηκε στην αρχή θα έπρεπε να βάζει σε σκέψη όλους εκείνους που επιμένουν ότι σωστά ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κοινότητα πίστης και που θεωρούν ότι “πορεύονται εν αληθεία”.

Είναι μία αλαζονική σκέψη το να πιστεύει κάποιος ότι κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο για να μπει στη βασιλεία των Ουρανών. Ωστόσο αυτήν την αλαζονική σκέψη την κάνουν πάρα πολλοί, αφού οι οπαδοί όλων των χριστιανικών ομάδων είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι κατέχουν κατ’ αποκλειστικότητα την αλήθεια.

Μα ως επί το πλείστον έχουν απλώς παραλάβει τις διδασκαλίες που πιστεύουν από άλλους που θεωρούσαν εξίσου φανατικά πως ήταν αλάθητοι. Ούτε ένας τους δεν σκέφτηκε ποτέ πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος ο Θεός όσους δεν ανήκουν στο δικό τους το δόγμα…

Η βασική θρησκεία είναι η τήρηση των εντολών της αγάπης. Όσο ο άνθρωπος τις παραμελεί, βρίσκεται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού και εκτός της Αλήθειας, έστω κι αν ανήκει σε μία εκκλησία που ισχυρίζεται πως είναι η “μόνη αληθινή και η μόνη που οδηγεί στη σωτηρία και στη μακαριότητα”…».

Θα γίνει ένωση των εκκλησιών; «Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ενωθούν οι εκκλησίες, για το λόγο ότι όλες επιμένουν σε διαστρεβλωμένες διδασκαλίες και δεν προσπαθούν να τις αποβάλλουν. Γιατί όλες τους επικεντρώνουν την προσοχή τους σε εξωτερικές πράξεις. Όλες τους πρεσβεύουν έναν χριστιανισμό που δεν συμφωνεί με τον ορισμό που έδωσε ο Ιησούς στην Εκκλησία που ίδρυσε ο Ίδιος. Γιατί η δική Του η Εκκλησία αποτελεί μία πνευματική ένωση με τα μέλη της να ζουν ζωντανά το χριστιανικό Πνεύμα. Τούτο μεταμορφώνει τον άνθρωπο από το εσωτερικό του και δεν μπορεί να συγκριθεί με το χριστιανισμό που εκπροσωπούν τα διάφορα δόγματα. Γιατί αυτός τηρεί κυρίως εξωτερικά έθιμα, καθώς έχει ενσωματώσει αναρίθμητες τελετές και ιερουργικές πράξεις στις οποίες δίνει το κύριο βάρος. Έτσι βάζει σε δεύτερη μοίρα την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου με στόχο την απόκτηση μίας φύσης αγάπης. Γι’ αυτόν το λόγο με τον εξωτερικό χριστιανισμό δεν μπορεί ποτέ ο πιστός να αποκτήσει το σωστό δεσμό με τον Θεό και να φθάσει στην αναγέννηση του Πνεύματός του, η οποία όμως αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Ίδιος ο Ιησούς στη Γη. Αλλά καμία εκκλησία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις παραδόσεις της. Ούτε μία από αυτές δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την παραμικρή συνήθεια για χάρη των άλλων, μολονότι είναι απλώς ανθρώπινα έργα και χωρίς καμία αξία ενώπιον του Θεού αυτά τα οποία υπερασπίζονται.

Η διαμάχη μεταξύ των εκκλησιών αφορά σε εκείνες τις διαφορές που δημιούργησαν μόνες τους με το πέρασμα του χρόνου. Όμως κανένας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές καθαυτές τις λανθασμένες διδασκαλίες, οι οποίες είναι που δημιούργησαν καταρχάς τη σύγχυση και τις πλάνες. Έτσι υποστηρίζεται με φανατισμό ότι αυτές αποτελούν την αρχική, αυθεντική θρησκεία, την οποία όμως μόνο στην αλήθεια που δίδαξε ο Ίδιος ο Ιησούς στη Γη μπορεί να βρει κανείς. Αλλά στο μεταξύ έχει διαστρεβλωθεί και αυτή επίσης και κανένα από τα υφιστάμενα δόγματα δεν την εκπροσωπεί, μα ούτε και μπορεί να το κάνει. Γιατί για να εκπροσωπεί κάποιος την αλήθεια πρέπει να έχει την επενέργεια του Πνεύματος και τούτη την κατακτά μόνο εφόσον τηρεί τις θεϊκές εντολές της αγάπης.

Μα ακριβώς αυτήν την εντολή της αγάπης την διδάσκουν μεν αλλά δεν της δίνουν παρά ελάχιστη σημασία, γιατί ρίχνουν το βάρος σε όλες τις άλλες εντολές που αποτελούν ανθρώπινες προσθήκες. Γι’ αυτό δεν έχουν καμία απολύτως αξία αφού δεν προήλθαν από τον Θεό παρά αποκλειστικά από τον άνθρωπο. Ως εκ τούτου είναι εφήμερες και δεν προωθούν την εξέλιξη της ανθρώπινης ψυχής προς υψηλότερα επίπεδα ούτε την ωρίμανσή της στη Γη». (Μπέρτα Ντούντε)

Στη δε Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι η μόνη βασική εντολή που έδωσε ο Ιησούς Χριστός είναι αυτή της αγάπης για το Θεό κ’ για το συνάνθρωπο (Ματθ. 22,36. Ιω. Α’ 3,23. 4,21).

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

Χωρίς μεροληψία ή εμπάθεια, αξίζει να ασχοληθεί κανείς κάπως εκτενέστερα με τα πεπραγμένα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας εν είδει παραδείγματος, για να διαπιστώσει πώς ο ανθρώπινος παράγοντας αλλοίωσε την αρχική αποκάλυψη του Θεού λόγω της αρχομανίας και του υλισμού των ανθρώπων. Τα ανάλογα έχουν συμβεί ανέκαθεν σε κάθε δόγμα και σε κάθε θρησκεία.

Και πάλι θα δοθεί πρώτα ο λόγος στον Γκλάζεναπ : «Κατά τον Ματθαίο (16,18 κ.λπ.), ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα Πέτρο: “Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μοι την Εκκλησίαν, και πύλαι Άδου, ου κατισχύσωσιν Αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ο εάν δέσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς”, και κατά τον Ιωάννην (21,15 κ.λπ.), ο Ιησούς μετά την Ανάστασή Του ερώτησε τρεις φορές τον Πέτρο: “Αγαπάς με”; Με την καταφατική απάντηση του Πέτρου του είπε: “Ποίμαινε τα πρόβατά μου”. Φυσικά σ’ αυτούς τους δύο λόγους του Κυρίου, δεν γίνεται λόγος παρά για τον Πέτρο μόνο και όχι για τους διαδόχους του, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί το τέλος του κόσμου και την επιστροφή του Χριστού τα θεωρούσαν σαν πολύ κοντινά. Ο λόγος του Ματθαίου (16,18 κ.λπ.) έχει εξ άλλου τους αντίστοιχούς του στον Ματθαίο (18,18) και στον Ιωάννη (20,23) όπου η δύναμη του «δεσμείν και λύειν» δεν αναφέρεται πια αποκλειστικά στον Πέτρο, αλλά ακόμη και σε όλους τους μαθητές. Όπως κι αν έχει το πράγμα αυτά τα δύο βιβλικά εδάφια, μαζί με την μη εξακριβωμένη ιστορικά βεβαίωση, που σύμφωνα μ’ αυτήν ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, ήταν αρκετά για να εδραιωθεί σ’ αυτήν το πριμάτο του Πάπα.

Στους αρχαίους καιρούς, η θέση του Πάπα σαν αντιπροσώπου του Χριστού στη γη, ήταν αντιληπτή με το νόημα ότι οι Απόστολοι και από αυτούς οι διάδοχοί τους, οι επίσκοποι είχαν πάρει το αξίωμα του κλειδοκράτορος και το σύνολο των επισκόπων, συγκεντρωμένων σε Σύνοδο αποτελούσε την υπέρτατη Εκκλησιαστική Αρχή που έπρεπε να πάρει όλες τις αποφάσεις που είχαν δογματική ή νομοθετική χροιά. Κατά συνέπειαν ο Πάπας δεν ήταν αλάνθαστος, παρά σε πλήρη συμφωνία με όλη την Εκκλησία. Η σύνοδος του Βατικανού διεκήρυξε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα που σύμφωνα μ’ αυτό «ο Πάπας όταν διακηρύσσει από Καθέδρας μια δοξασία που αφορά την πίστη και την ηθική, κατέχει αυτό το αλάνθαστο που ο θείος Λυτρωτής ήθελε να κατέχει η Εκκλησία Του, και πως παρόμοιες δηλώσεις του Πάπα, είναι αμετάκλητες από μόνες τους και δίχως την συγκατάβαση της Εκκλησίας».

Ο μελλοντικός σκοπός της ρωμαϊκής Εκκλησίας είναι η ένωση ολόκληρης της ανθρωπότητας κάτω από την αιγίδα της. Εκτός από τον προσηλυτισμό μεμονωμένων ατόμων, προσπαθεί να επιτύχει αυτό το ιδανικό με την ενσωμάτωση των Εκκλησιών που έμειναν μέχρι τώρα ανεξάρτητες».

Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία στηρίζει τις αξιώσεις της για τα πρωτεία στο στίχο 16,18 του Ματθαίου. Ωστόσο μέχρι την εποχή του πάπα Γρηγόριου του Μεγάλου που πέθανε το 604 μ.Χ. όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ερμήνευαν έτσι το στίχο. Γεγονός είναι ότι από όλους τους Πατέρες που ασχολήθηκαν με την εξήγηση του στίχου, κανένας δεν την συνέδεε με κάποια υποτιθέμενα πρωτεία της Ρώμης.

Ούτε ο Κυπριανός ούτε ο Ωριγένης ούτε ο Κύριλλος ούτε ο Ιλάριος ούτε ο Χρισόστομος ούτε ο Αυγουστίνος ούτε ο Αμβρόσιος, για να αναφέρουμε τους επιφανέστερους. Όλοι οι Πατέρες συμφωνούν ότι η πέτρα του ευαγγελικού στίχου δεν είναι ο Πέτρος προσωπικά, αλλά η πίστη του που ήταν γερή σαν βράχος ή κατ’ επέκταση ο ίδιος ο Χριστός. Όλες οι σύνοδοι από της Νίκαιας τον 4ο αιώνα μέχρι της Κωνσταντίας τον 15ο αιώνα, συμφωνούν ότι μόνο ο Χριστός αποτελεί το θεμέλιο, δηλαδή τον ακρογωνιαίο λίθο της εκκλησίας.

Καταξιωμένοι καθολικοί θεολόγοι όπως ο Ignaz von Doellinger και ο Peter de Rosa παρατηρούν ότι με βάση τα πατερικά κείμενα η πρώιμη εκκλησία δεν θεωρούσε τον Πέτρο επίσκοπο Ρώμης και άρα ούτε θεωρούσε τον κάθε επίσκοπο της Ρώμης διάδοχο του Πέτρου. O Peter de Rosa γράφει επιλέξει: «Τα ευαγγέλια δεν ίδρυσαν το θεσμό του παπισμού. Ο παπισμός στηρίχτηκε στα ευαγγέλια [μολονότι σε αυτά δεν υπήρχε καμία τέτοια αναφορά] αφότου παγιώθηκε».

Επίσης από τους νεοαποκαλυπτικούς συγγραφείς Λόρμπερ και Ντούντε είναι γνωστό ότι ο Πέτρος δεν πέθανε στη Ρώμη. Μάλιστα στον Λόρμπερ διαβάζουμε ότι σκοτώθηκε στη Βαβυλώνα, τη σημερινή Βαγδάτη, σε ενέδρα του ειδωλολατρικού ιερατείου (ΜΕΙ Χ 161,5 κ.εξ.).

Στην Ντούντε έχουν δοθεί επανειλημμένα εξηγήσεις για το τι εννοούσε ο Ιησούς μιλώντας έτσι στον Πέτρο και μερικά αποσπάσματα ακολουθούν : «Διαβάστε τη Βίβλο και θα διαπιστώσετε πως το Πνεύμα της Αλήθειας έχει εκτοπιστεί ολοφάνερα.

Όταν ο Ιησούς περπατούσε στη γη, μιλούσε για τη Βασιλεία του Θεού, για μία Βασιλεία που δεν είναι τούτου του κόσμου. Δεν μίλησε για καμία εγκόσμια εξουσία, ούτε μίλησε για μία εκκλησιαστική εξουσία, ούτε για μία οργάνωση. Ούτε μίλησε για άνδρες οι οποίοι θα έπρεπε στη θέση του Θεού να διοικήσουν την Κοινότητά του. Αυτός είπε μόνο στους μαθητές του: «Πηγαίνετε και διδάξετε όλα τα έθνη». Τους ανέθεσε την αποστολή να φέρουν στους ανθρώπους τη διδασκαλία του για την αγάπη και τους υποσχέθηκε να τους βοηθάει, εφόσον θα έμεναν πιστοί στο Πνεύμα του.

Γιατί αφού δίδασκαν την Αγάπη, έπρεπε και οι ίδιοι να ζουν με αγάπη και συνεπώς ο Ίδιος ο Θεός, ο οποίος είναι η Αγάπη, ήταν μαζί τους. Όπου όμως εξουσιάζει η αγάπη, κάθε κυριαρχική εξουσία είναι αχρείαστη, όπου κυριαρχεί η αγάπη ο ένας υπηρετεί τον άλλον, και όπου κυριαρχεί η αγάπη εκεί είναι οι εντολές περιττές, εκτός από την εντολή της αγάπης που πρέπει να κηρύσσεται στους ανθρώπους, γιατί την έδωσε ο Ίδιος ο Θεός. Ό,τι διδάσκει την Αγάπη ανταποκρίνεται στη Θεία Βούληση, οι υπόλοιπες όμως εντολές που έχουν προστεθεί δεν είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, διότι η έκδοση εντολών προϋποθέτει κάποιον που άρχει και εξουσιάζει». (Βλ. επίσης Ιωαν. 13,4-16)

***

Πριν αναφέρουμε τις προφητείες της νέας αποκάλυψης για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και το επικείμενο τέλος της στο προσεχές μέλλον, στις επόμενες σελίδες θα δούμε από πιο κοντά μερικές από τις σκοτεινότερες σελίδες στην ιστορία της χριστιανοσύνης. Οι παρακάτω γραμμές στηρίζονται στα βιβλία του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβ Χαντ.

Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ηγείτο του ειδωλολατρικού ιερατείου της Ρώμης και με την ιδιότητά του αυτήν τον προσφωνούσαν Pontifex Maximus. Ταυτόχρονα ο Κωνσταντίνος ήταν η κεφαλή της χριστιανικής εκκλησίας, όπως και οι επόμενοι αυτοκράτορες επί πέντε αιώνες. Με την ιδιότητα αυτή ονομαζόταν Vicarious Christi, δηλαδή αντιπρόσωπος του Χριστού. Τους δύο αυτούς αυτοκρατορικούς τίτλους πρόσθεσαν αργότερα και οι πάπες στο όνομά τους.

Ο ιστορικός Ρ. Γ. Σάουδερν γράφει ότι σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα η κοσμική και η πνευματική εξουσία του πάπα ήταν μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενου Ρωμαίου αυτοκράτορα.

Ο Ιησούς Χριστός είχε πει ότι η βασιλεία του δεν ήταν αυτού του κόσμου και γι’ αυτόν το λόγο οι μαθητές του δεν αντιστάθηκαν με βία ώστε να τον γλυτώσουν από τη σύλληψη. Ωστόσο οι «αντιπρόσωποί» του ύστερα διοικούσαν στρατεύματα στο όνομά του, έκαναν πολέμους, λεηλατούσαν και κατέσφαζαν, δολοφόνησαν περισσότερους χριστιανούς από όσους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, άρπαζαν από ηγεμόνες το θρόνο τους, συσσώρευαν κατακτήσεις και πλούτη, ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια και στην ακολασία κι όλα αυτά στο όνομα του Χριστού.

Ο καθολικός ιστορικός Peter de Rosa γράφει ότι: «Υπήρξαν πάπες που είχαν δεκαπεντάχρονες ερωμένες, που διέπρατταν αιμομιξία και κάθε είδους σεξουαλική ανωμαλία, που είχαν αμέτρητα παιδιά, που δολοφονήθηκαν όταν τους έπιασαν επ’ αυτοφώρω να μοιχεύουν…».

Οι ιστορικοί με βάση τα υφιστάμενα ντοκουμέντα, συμφωνούν ότι τα όργια και τα εγκλήματα των ποντιφίκων συγκαταλέγονται στα πιο άγρια και στα πιο ακραία της ανθρώπινης ιστορίας. Και όμως εξακολουθούν να αποκαλούν τον πάπα «Άγιο Πατέρα» και «αντιπρόσωπο του Χριστού».

Ο Peter de Rosa παραδέχεται ότι η καθολική εκκλησία «υπήρξε υπεύθυνη για τους διωγμούς των Εβραίων, για τη σφαγή χιλιάδων αιρετικών, για την Ιερά Εξέταση, για την εισαγωγή των βασανιστηρίων ως μέσον απόσπασης ομολογίας». Μόνο στην Ισπανία ο αριθμός των καταδικασμένων από την Ιερά Εξέταση ξεπέρασε τα τρία εκατομμύρια.

Ωστόσο η ίδια η εκκλησία δεν αναγνώρισε ούτε καταδίκασε ποτέ τις μελανές αυτές σελίδες. Έτσι ο Χάντ γράφει ότι μπορεί σήμερα η καθολική εκκλησία να εμφανίζεται διαφορετική επειδή αυτό εξυπηρετεί τα τωρινά συμφέροντά της, όμως στην ουσία δεν έχει αλλάξει. Τα δόγματα της εκκλησίας αυτής που οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο, είναι ακόμη σε ισχύ, αφού η ίδια θεωρεί ότι είναι αλάθητη.

Ένας ειδήμων της εκκλησιαστικής ιστορίας, ο επίσκοπος Γουίλλιαμ Σω Κερ γράφει: «Η μεγαλύτερη βαναυσότητα ήταν τα βασανιστήρια… Και αυτά τα είχε διατάξει και τα είχε υπό τον έλεγχό του ο πάπας, που ισχυριζόταν ότι ήταν ο εκπρόσωπος του Χριστού… Με μεγάλη επιμέλεια καταγράφονταν στα πρακτικά τα πάντα. Όχι μόνο η ομολογία του θύματος, αλλά και οι κραυγές του, οι λυγμοί, το κλάμα, τα βογγητά, οι ικεσίες του για έλεος. Το πιο συγκλονιστικό στις μαρτυρίες για την Ιερά Εξέταση δεν είναι οι διηγήσεις των θυμάτων για τα μαρτύριά τους, αλλά τα ψυχρά πρωτόκολλα για τα βασανιστήρια που γράφτηκαν από τους δικαστικούς υπαλλήλους που κρατούσαν τα πρακτικά. Αυτό είναι ακριβώς που μας συνταράσσει και μας κάνει να φρίττουμε».

Η «χριστιανική» Ρώμη δολοφόνησε πολύ περισσότερους ανθρώπους από όσους η ειδωλολατρική Ρώμη. Ανάμεσα στα θύματα της Ιεράς Εξέτασης υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες Ουγενόττοι, Αλβιγηνοί, Βάλδιοι ή απλώς χριστιανοί που αρνήθηκαν να υποκλιθούν μπροστά στη δικτατορία του Βατικανού. Το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήθελαν να ακολουθήσουν τη διδασκαλία του Χριστού σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησής τους και γι’ αυτό το έγκλημα διώχτηκαν, υπέστησαν βασανιστήρια και εκτελέστηκαν. Όσο για τους πραγματικούς εγκληματίες κανένας δεν τους ζήτησε ποτέ το λόγο… Από κάθε πολίτη της αυτοκρατορίας απαιτούσαν να ανήκει στην καθολική εκκλησία και να υποτάσσεται στον πάπα. Διαφορετικά τον κατηγορούσαν για εσχάτη προδοσία και αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Όντως με βάση αυτήν την κατηγορία οδηγήθηκαν στο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες αθώων. Οι ιεροεξεταστές ήταν πεισμένοι ότι όσο φρικτότερα τα βασανιστήρια, τόσο αληθέστερη θα ήταν η ομολογία και ότι «ήταν καλύτερα να πεθάνουν εκατό αθώοι παρά να διαφύγει έστω ένας αιρετικός». Η παπική Βούλα In Coena Domini αφορίζει και αναθεματίζει κάθε αιρετικό, σχισματικό και οποιονδήποτε έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί του, ακόμη και τον ηγεμόνα στη χώρα του οποίου βρίσκεται. Από το 1372 ως το 1627 τέσσερις «αλάθητοι» πάπες την επικύρωσαν και την συμπλήρωσαν κι από τότε είναι ουσιαστικά σε ισχύ, όπως και το δόγμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η Ιερά Εξέταση. Το αποτέλεσμα αυτής της Βούλας ήταν ότι ήταν αδύνατη η επιβίωση στην Ευρώπη για όποιον δεν συντασσόταν ανοικτά με τη μοναδική καθολική εκκλησία, όπως ακριβώς θα γίνει σε παγκόσμια κλίμακα στους χρόνους του μελλοντικού αντίχριστου.

Ο Χάντ παρατηρεί ότι αρκετοί καθολικοί παραδέχονται πως «η εκκλησία έκανε κάποια λάθη», αλλά αρνούνται την ταύτιση της Ρώμης με την πόρνη της Αποκάλυψης, όπως κάνουν πολλοί. Το σκεπτικό τους λέει ότι ο καθολικισμός είναι η μοναδική εκκλησία και ο Χριστός είχε πει ότι οι πύλες της κόλασης δεν θα την νικούσαν (Ματθ. 16,18).

Στην πραγματικότητα όμως, συνεχίζει ο Χάντ , ο ρωμαιοκαθολικισμός δεν εκπροσώπησε ποτέ τον Χριστό. Την αληθινή Εκκλησία του Χριστού την αποτέλεσαν αμέτρητοι απλοί χριστιανοί που αρνήθηκαν να ενταχθούν στο ρωμαιοκαθολικό σύστημα. Το γεγονός αυτό είναι αποδεδειγμένο ιστορικά, όπως και το ότι ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα αυτούς τους χριστιανούς τους καταδίωκαν και τους εκτελούσαν επειδή πίστευαν και ζούσαν κατά συνείδηση. Ένα σχετικό ιστορικό ντοκουμέντο είναι το Έδικτο των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Βαλεντινιανού Β΄ και Θεοδοσίου Α΄, από την 27η Φεβρουαρίου του 380 μ.Χ. που ανακηρύσσει τον καθολικισμό θρησκεία του κράτους. Λέει λοιπόν εκεί: «Δίνουμε εντολή σε όσους ακολουθούν αυτήν τη διδασκαλία να ονομαστούν καθολικοί χριστιανοί. Όλους τους άλλους (σ.τ.μ. που δεν συμφωνούν) τους καταγγέλουμε ότι είναι παράφρονες και φαντασιόπληκτοι και ιερόσυλοι αιρετικοί. Τους απαγορεύουμε να ονομάζουν τις συνάξεις τους εκκλησίες. Δεν θα τιμωρούνται μόνο από τη Δικαιοσύνη του Θεού αλλά και από το δικό μας το νόμο, τον οποίο καθορίσαμε κατόπιν θεϊκής εμπνεύσεως».

Έτσι η ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρεί ακόμη σήμερα τον εαυτό της προπύργιο της ηθικής και της αλήθειας, όπως π.χ. στην πραγματεία Veritatis Splendor του προσφάτως αποβιώσαντος πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄. Αλλά δεν έχει τίποτα να πει για τις εκατόμβες των νεκρών που η ίδια καταδίκασε σε θάνατο επειδή, σωστά ή λάθος, είχαν τη δική τους αντίληψη για την αλήθεια του Θεού.

Κατά τον Χάντ και άλλους συγγραφείς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει επαληθευτεί το αποκαλυπτικό όραμα του Ιωάννη για την επτάλοφο πολιτεία, τη γεμάτη πλούτη, η οποία θα κυριαρχούσε πάνω στους κοσμικούς ηγεμόνες, αφού βλέπουν να ταυτίζεται η βιβλική περιγραφή με το Βατικανό. Ο προαναφερθείς Peter de Rosa, πρώην Ιησουΐτης, εξηγεί γιατί ο Ιωάννης σκανδαλίστηκε και τρόμαξε τόσο πολύ από το όραμά του: «Ο Ιησούς δεν κατείχε τίποτα δικό του… Ο εκπρόσωπός του ζει περιτριγυρισμένος από θησαυρούς, που εν μέρει είναι ειδωλολατρικής προέλευσης. Κάθε πρόταση να πουλήσει ό,τι έχει και να τα δώσει στους φτωχούς αντιμετωπίζεται με σαρκασμό και χαρακτηρίζεται ανέφικτη. Την ίδια αντίδραση είχε και ο πλούσιος νέος του ευαγγελίου. Σε όλη του τη ζωή ο Ιησούς ζούσε απλά∙ πέθανε γυμνός και θυσίασε τη ζωή του στο σταυρό. Όταν ο πάπας αναπαριστά ως αρχιερέας αυτήν τη θυσία, παρουσιάζει την πιο εξωφρενική αντίθεση. Χωρίς καμία ειρωνική διάθεση, ο εκπρόσωπος του Χριστού είναι ντυμένος με χρυσό και πανάκριβα μετάξια … Ο πάπας φέρει μία σειρά από λαμπρούς τίτλους, πέρα από αυτόν του αρχηγού κράτους… Αλλά και οι σύμβουλοί του φέρουν τίτλους που δεν ταιριάζουν εντελώς με την επί του Όρους Ομιλία: Η Εξοχότης, Η Μακαριότης, Η Χάρις, Η Σεβασμιότης, Ο Αιδεσιμολογιότατος κ.ο.κ.

Ο Πέτρος που ήταν σε όλη του τη ζωή πάμπτωχος, θα άκουγε με έκπληξη ότι ο διάδοχός του είναι ο «ανώτατος διαχειριστής της εκκλησιαστικής περιουσίας». Ή ότι το Βατικανό έχει δική του τράπεζα…».

Πράγματι το Βατικανό έχει συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, προϊόν εγκληματικών ενεργειών όπως η πώληση συγχωρητηρίων εγγράφων, οι σταυροφορίες, η Ιερά Εξέταση, οι πόλεμοι κ.ά. Ο Νίνο Λο Μπέλλο (Nino Lo Bello), πρώην ανταποκριτής της Business Week στη Ρώμη, ονομάζει το Βατικανό «ο μεγιστάνας του Τίβερη», λόγω των παγκόσμιων περιουσιακών του στοιχείων. Οι έρευνές του απέδειξαν ότι στο Βατικανό ανήκει το ένα τρίτο των ακινήτων της Ρώμης∙ ότι πιθανότατα είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος παγκοσμίως σε ομόλογα και χρεόγραφα∙ ότι έχει στην ιδιοκτησία του βιομηχανίες που παράγουν από ηλεκτρονικά, συνθετικά, χημικά είδη έως μηχανές και αεροπλάνα…

***

Οι νέες αποκαλύψεις δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η σημερινή ανθρωπότητα οδεύει προς την έσχατη εποχή που έχει προφητευτεί στα Ευαγγέλια, μία πρωτοφανή περίοδο εντατικού, επώδυνου εξαγνισμού ώστε ανανεωμένη να αρχίσει έναν νέο, ανώτερο κύκλο της ιστορίας της. Ανάμεσα στα γνωρίσματα της επερχόμενης έσχατης εποχής αναφέρουν την καταστροφή του περιβάλλοντος και ειδικά τις ποικίλες φυσικές καταστροφές, όπως ασυνήθιστα μεγάλους σεισμούς, πλημμύρες, επιδημίες κ.ά.

Ειδικότερα δε, στον Λόρμπερ αποκαλύφθηκε άλλο ένα γνώρισμα της έσχατης εποχής που αναφέρεται στο μελλοντικό τέλος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας λόγω των αμέτρητων ανομιών της. Οι κύριες αιτίες για τη σημερινή παρακμή της εκκλησίας αυτής και για την αυριανή διάλυσή της είναι η αρχομανία και η καταπίεση τόσο των πιστών όσο και των αλλόδοξων. Το μείγμα αυτό είναι ολέθριο γιατί παραβαίνει τον πρωταρχικό νόμο του Θεού, πάνω στον οποίον στηρίζεται όλο το σχέδιό του για τη θέωση του ανθρώπου. Ο νόμος αυτός είναι η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, όπως τονίζεται επανειλημμένα στις Νέες Αποκαλύψεις. Ή με τα λόγια του Ιωάννη του Δαμασκηνού, «ουκ αρετή γαρ το βία γινόμενον».

Η καθολική εκκλησία γνωρίζει βέβαια το Λόγο του Θεού, όμως επί αιώνες τον διαστρεβλώνει. Το γεγονός ότι τους πρώτους αιώνες, παρ’ όλο που ήταν ανίσχυρη από κοσμική άποψη, κατόρθωσε να εξαπλωθεί μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον αποτελεί μία αλήθεια που η εκκλησία έχει ξεχάσει. Όπως έχει ξεχάσει και ποια είναι η πραγματική της πνευματική αποστολή. Δεν θέλησε να αποβάλει την εξωτερικότητα του τελετουργικού της, ούτε να αφήσει τα ηνία της εξουσίας από τα χέρια της, παρά την κρίση που περνά. Γιατί φοβάται ότι αυτό θα σήμαινε την κατάρρευση του κοσμικού οικοδομήματος που έχει στήσει, όπως καταγγέλλουν καλοπροαίρετες κριτικές.

Οι παρακάτω αποκαλύψεις-καταγγελίες στον Λόρμπερ και στον Μαγερχόφερ για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ενισχύουν τα προλεχθέντα:

«Οι άνθρωποι συνεχίζουν να προσκολλώνται στις τελετές και στα έθιμα, σημάδι ότι και οι ίδιοι είναι ακόμη πολύ υλιστές και το μόνο που θέλουν και καταλαβαίνουν είναι η ύλη».

«Αυτός ο λαός Με λατρεύει μέσα σε πετρόκτιστες εκκλησίες με καμπανοκρουσίες, με μουσικές, με θυμιατά, με αναμμένα κεριά κα με χρυσά άμφια, όμως απαγορεύεται η ερώτηση αν η καρδιά τους είναι κοντά ή μακριά Μου».

Ή όπως λέγεται στη Γραφή: «Ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα». (Πραξ.17, 24-25)

Ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξωτερικής, επιφανειακής θρησκευτικότητας ρωτά ο Ιησούς Χριστός στη νέα αποκάλυψη; Ο ίδιος δίνει την απάντηση : «Οι άνθρωποι απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, αντί να τον πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο με την αγάπη, την αληθινή ζωντανή πίστη και την εμπιστοσύνη τους… Έτσι ο Θεός πρέπει στο τέλος να φωνάξει πάλι στους ανθρώπους μέσα από το στόμα ενός καινούριου προφήτη: Ιδού, ο λαός αυτός Με τιμά με τα χείλη και με τις μάταιες, άψυχες κοσμικές τελετουργίες, μα η καρδιά του βρίσκεται μακριά Μου». «… Η ψεύτικη λάμψη και οι τελετές αξίζουν γι’ αυτούς περισσότερο από τον ίδιο τον Ζώντα, που τους μιλά… Παρατήστε τα όλα αυτά και κρατήστε μονάχα την Αγάπη!»

Συμπέρασμα: η αυταρχική απαίτηση αναντίρρητης αποδοχής των δογμάτων της εκκλησίας, η ανοχή ή και η υπόθαλψη της λαϊκής δεισιδαιμονίας, η ενσωμάτωση των μαγικών δοξασιών και ειδωλολατρικών καταλοίπων, παραμόρφωσαν το πρόσωπο της χριστιανικής διδασκαλίας. Η απολίθωση, η τυφλή τήρηση των εκκλησιαστικών κανόνων από αμέτρητες γενεές έχουν κάνει τους ανθρώπους πλέον να μην είναι δεκτικοί στην αλήθεια.

Ένας άλλος προφήτης της νέας Αποκάλυψης το 19ο αιώνα, ο Μαγερχόφερ, έγραφε χαρακτηριστικά κατά θεία υπαγόρευση: «Ακριβώς αυτοί που όφειλαν να είναι το πιο καλό και πιο καρπερό χωράφι για να ευδοκιμεί η διδασκαλία Μου, είναι οι μεγαλύτεροι πολέμιοί της. Αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί απέναντι στο καθετί που τους ζητά να κάνουν θυσίες, να δείχνουν αυταπάρνηση, και τους αφυπνίζει από το θρησκευτικό τους πιστεύω το οποίο το έχουν διαμορφώσει τόσο ωραία και βολικά.

Αλλά αυτοί δεν είναι ικανοί ούτε για θυσίες ούτε για αυταπάρνηση για το λόγο ότι τους λείπει η ηθική δύναμη που χρειάζεται για να ξεπεράσουν τις παραδοσιακές συνήθειες και ιδέες. Με αναζητούν παντού στις εκκλησίες και όχι στο δρόμο της ζωής, όπου οφείλουν να αποδείξουν με πράξεις αυτά που τόσο συχνά εξυμνούν στις εκκλησίες τους».

«…Αρχίζει να γίνεται αισθητή η πιεστική ανάγκη για ελευθερία της σκέψης, για πνευματική ελευθερία».

«… Ο λόγος που τούτη την εποχή δίνω τόσο πολύ Ουράνιο Άρτο, όσο δεν έχω δώσει από τον καιρό της επίγειας πορείας Μου, είναι ότι τώρα πλησιάζει ο καιρός όπου ο κόσμος θα φθάσει στα άκρα κι όπου τα παραστρατήματά του και η απόκλιση από τον προορισμό για τον οποίο τον δημιούργησα θα φθάσουν στο απώγειό τους».

Ως γωστόν, από τους αρχαίους χρόνους οι προφήτες πάντοτε έρχονταν σε σύγκρουση με το εκάστοτε ιερατείο. Όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προκαλούσαν τη μήνι των τότε ιερέων και υπέφεραν διωγμούς, έτσι και οι νέες προφητείες προκαλούν οργή και αντιμετωπίζουν σφοδρή αντίδραση. Ιδίως δε γιατί η κριτική των νέων αποκαλύψεων εις βάρος της καθολικής εκκλησίας επικεντρώνεται στην αρχομανία της και στην εξουσία που συγκεντρώνει, στην αξίωσή της να κατακρίνει, να καταδικάζει και να αναθεματίζει όποιον και ό,τι δεν την εξυπηρετεί και κυρίως να επιβάλλει αυταρχικά κι αναγκαστικά τα δικά της πιστεύω. Αντίθετα στις νέες αποκαλύψεις τονίζεται η σημασία της ελευθερίας της βούλησης και άρα και ελεύθερη επιλογή θρησκευτικής πίστης. Όπως ο ίδιος ο Κύριος δεν πίεσε ούτε εξανάγκασε κανέναν να τον πιστέψει, παρά απλώς κάλεσε όποιον ήθελε να τον ακολουθήσει αβίαστα, το ίδιο όφειλαν να κάνουν και οι διάδοχοί του. Όπως λέει στον Λόρμπερ: «Στο χέρι του κάθε ανθρώπου και μόνον είναι να προχωρήσει στην πλήρη τελείωση της ζωής του». «Η πίστη που επιβάλλεται από μία εξουσία, αρχή ή αυθεντία παρέχει πολύ λίγο φως στην ψυχή».

Στο μέλλον ωστόσο η καθολική εκκλησία θα πληρώσει για τα σφάλματα και τα ανομήματά της: «Ό,τι έκανες εσύ στους άλλους, θα το κάνουν με τη σειρά τους και οι άλλοι σ’ εσένα και θα λάβεις (με τις συμφορές που θα σε βρουν) το μισθό που σου αξίζει από καιρό».

«… Αυτή η ψεύτικη Αγία Έδρα θα διατηρηθεί μεν για πολύ καιρό, πολύ περισσότερο από χίλια χρόνια, αλλά δεν θα συμπληρώσει δύο χιλιάδες χρόνια».

«…Το ζωντανό Φως θα γίνει φωτιά στην καρδιά εκείνων που θα το αποκτήσουν. Αντίθετα κάθε ανθρώπινος λόγος, κάθε λόγος της κοσμικής σοφίας και κάθε κήρυγμα εξ άμβωνος θα γίνουν κούφια, ξερά άχυρα».

Και στους σημερινούς αναγνώστες των νέων αποκαλύψεων λέγεται: «Μην ανησυχείτε για την αντίδραση του εχθρού. Όσο περνάει ο καιρός και η ποίμνη Μου θα πληθαίνει, τόσο πιο γνωστή θα γίνεται η διδασκαλία Μου (σ.σ. η Νέα Αποκάλυψη). Αλλά ταυτόχρονα εξίσου θα μεγαλώνει η αντίδραση απέναντί της και απέναντι στους οπαδούς της. Ο πόλεμος πρέπει να γίνει».

Σίγουρα οι προφητείες εκπληρώνονται, είτε το θέλουν τα ιερατεία είτε όχι. ασφαλώς το ίδιο ισχύει και για τις νεότερες προφητείες για την έσχατη εποχή. Καλό είναι να θυμούνται οι άνθρωποι τα λόγια του Παύλου: «Μην σβήνετε το Πνεύμα. Μην περιφρονείτε τα λόγια των προφητών. Να εξετάζετε τα πάντα και να κρατάτε ό,τι είναι καλό» (Θεσ. Α΄ 5, 19-21).

Η Παρθένος Μαρία και οι Άγιοι

Στον Γκλάζεναπ διαβάζουμε για τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη του πώς οφείλει ο χριστιανός να λατρεύει τον Θεό: «Ενώ οι πρώτοι χριστιανοί και οι Προτεστάντες έχουν σαν μοναδικό αντικείμενο λατρείας τον Θεό (τα χωρία των Πράξεων των Αποστόλων 10, 25 και συνέχεια, της προς Κολ. Επιστολής 2, 18 και της Αποκαλύψεως 19, 10 και 22, 8 φαίνονται να αποκλείουν τη λατρεία ανθρώπων και αγγέλων), η πλειονότητα των Χριστιανών λατρεύει επίσης τους αγγέλους και τους αγίους, δηλαδή πεθαμένα πρόσωπα που είχαν εξαιρετικά χαρίσματα και για τα οποία πιστεύεται πως μπορούν να μεσολαβήσουν στον Θεό λόγω της στενής τους σχέσεως μ’ Αυτόν. Η λατρεία αυτή θεωρείται σαν έμμεσος λατρεία του Θεού και λέγεται “Veneratio” ή “Cultus duliae”. Πάνω από όλους τους αγγέλους και τους αγίους, βρίσκεται η Παρθένος Μαρία ως μητέρα του Θεού, της οποίας η σύλληψη έγινε χωρίς την κηλίδα του προπατορικού αμαρτήματος. Ξεχωρίζοντας στον ουρανό απ’ όλους τους αγγέλους και τους μακαρίους αγίους, με τη δόξα της έχει την υπέρτατη εξουσία της μεσολαβήσεως. Γι’ αυτό της απονέμεται μία «υπέρτατη λατρεία». Η λατρεία αυτή της Παναγίας άρχισε στην Ανατολή, ανάμεσα στον V και VI αιώνα. Στα μέσα του VII αιώνα μεταφυτεύτηκε στη Δύση, και πήρε κυρίαρχη θέση, προτού καταργηθεί από τον Προτεσταντισμό.

Μαζί με την εμφάνιση της λατρείας των αγίων και των μαρτύρων, γεννήθηκε η λατρεία των λειψάνων τους γιατί ήταν θαυματουργά. Αυτήν τη συνήθεια πολλοί δεν την παραδέχονταν, αλλά γενικά επικράτησε και καταργήθηκε μόνο από τον Προτεσταντισμό».

Η επιβίωση ειδωλολατρικών επιρροών στην εκκλησία οφείλεται πρωταρχικά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο σύμφωνα με ιστοριογράφους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έσπρωξε την εκκλησία να αφομοιώσει ειδωλολατρικές πρακτικές που έλαβαν χριστιανικό μανδύα. Για να μείνουν ικανοποιημένα τα πλήθη που ήταν συνηθισμένα στα ειδωλολατρικά θεάματα και τώρα συνέρρεαν στη νέα θρησκεία, προώθησε την εισαγωγή των ειδωλολατρικών στοιχείων στη χριστιανική λατρεία.

Ένας από τους μεγάλους Πατέρες της εκκλησίας, ο Αυγουστίνος, γράφει για την εποχή εκείνη: «Όποιος πάει σε μία εκκλησία (του 4ου αιώνα), θα δει αναπόφευκτα ανθρώπους που φορούν φυλακτά, που είναι φανατικοί πελάτες μάγων κι αστρολόγων… Οι ίδιες μάζες που συρρέουν στην εκκλησία στις χριστιανικές γιορτές, γεμίζουν τα θέατρα στις ειδωλολατρικές γιορτές».

Ο ιστορικός Γουίλ Ντιράντ γράφει για την ειδωλολατρική παρείσφρυση: «Η ειδωλολατρία διατηρήθηκε μέσα στην εκκλησία. Υπό τη μορφή παλαιών τυπικών και εθίμων επιβίωσε στην εκκλησία, που πολλές φορές παραήταν υποχωρητική και είτε έκλεινε τα μάτια είτε τα υιοθετούσε είτε τα τροποποιούσε. Η λατρεία των αγίων αντικατέστησε τη λατρεία των ειδωλολατρικών θεών… Αγάλματα της Ίσιδος και του Ώρου μετονομάστηκαν σε Μαρία και Ιησούς. Τα ρωμαϊκά Λουπερκάλια και η γιορτή του εξαγνισμού της Ίσιδος έγιναν γιορτή του Χριστού και της γέννησης της Θεοτόκου. Τα Σατουρνάλια αντικαταστάθηκαν από τα Χριστούγεννα, μία αρχαία εορτή για τους νεκρούς έγινε των Αγίων Πάντων. Οι ειδωλολατρικοί βωμοί αφιερώνονταν σε χριστιανούς ήρωες. Θυμιατά, φώτα, άνθη, περιφορές, άμφια, ύμνοι, εισήχθησαν στο τελετουργικό της εκκλησίας και πήραν ανώτερη έννοια. Σύντομα λαός και κλήρος χρησιμοποιούσαν το σημείο του σταυρού σαν ένα μαγικό φυλακτό για να εξορκίσουν τους δαίμονες ή για να τους κρατήσουν σε απόσταση… Η ειδωλολατρία μεταγγίστηκε σαν μητρικό αίμα στη νέα θρησκεία και η αιχμάλωτη Ρώμη κατέκτησε τον κατακτητή της. Ο κόσμος προσηλύτισε τον χριστιανισμό». (Civilization τ. Δ΄, σ. 657)

Έτσι από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου η εκκλησία προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδωλολατρικές θρησκείες που η αυτοκρατορία «εκχριστιάνιζε» επιφανειακά. Σε μία μνημειώδη έρευνα της ειδωλολατρίας, ένας άλλος διαπρεπής ιστορικός, ο Γουόλτερ Έβανς Γουέντζ , παρατηρεί: «… Θα ήταν ανεδαφικό να περιμένει κανείς ότι οι αρχαίες λατρείες θα έσβηναν μετά από παράδοση αιώνων. Έτσι η μία κατόπιν της άλλης ενσωματώθηκαν στη νέα θρησκεία.

Σε ένα ιερό δέντρο ή τάφο, σε μία ιερή πηγή ή στην ακτή μίας λίμνης ή ποταμού τοποθετούσαν πλέον μία εικόνα της Παρθένου ή ενός αγίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έλαβε χώρα ασυνείδητα μία μεταμόρφωση, καθώς ο απλοϊκός αγροτικός πληθυσμός θεώρησε ότι οι πολύτιμες εικόνες αποτελούσαν νέες και ενδοξότερες κατοικίες για τα πνεύματα τα οποία λάτρευαν επί αιώνες οι πρόγονοί τους». (The Fairy Faith in Celtic Countries).

Πράγματι, η Βίβλος δεν αναφέρει πουθενά τίποτα για εικόνες, αγιασμούς και τελετουργίες κι όλα αυτά αφομοιώθηκαν από τις ειδωλολατρικές θρησκείες της εποχής.

Ο Αμερικανός συγγραφέας Χάντ σημειώνει : «Η λατρεία των εικόνων εισχώρησε στο χριστιανισμό όταν ο Κωνσταντίνος θέλοντας να ικανοποιήσει τους εθνικούς που δεν ανήκαν πια στην εκκλησία, τους επέτρεψε να διατηρήσουν τις ειδωλολατρικές εικόνες τους με χριστιανικά ονόματα. Για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία στις εικόνες εγκατοικεί μία εσωτερική δύναμη.

Οι καθολικοί απολογητές των εικόνων υποστηρίζουν ότι οι πιστοί δεν λατρεύουν την ίδια την εικόνα αλλά τον άγιο που απεικονίζεται. Ωστόσο ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ λέει πως οι εικόνες διαθέτουν μία δύναμη, αφού : «…υπό μία έννοια μπορούν πράγματι να θεωρηθούν δίαυλοι της θείας χάριτος, όπως τα μυστήρια».

Οι περισσότερες εικόνες στις καθολικές εκκλησίες παριστάνουν τη Θεοτόκο ή άλλους «αγίους» που εμφανίζονται από το υπερπέραν στους ζωντανούς και τους συνδράμουν. Αλλά στη Βίβλο άγιοι ονομάζονται όλοι οι πιστοί ενόσω ζουν ακόμη στη Γη, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμοί 30, 4. 85,8. 149,1 κ.α.) όσο και στην Καινή Διαθήκη (Προς Ρωμ. 1,7. 15,25 Προς Κορινθ. Α΄ 1,2 κ.α.). Οι επιστολές της Καινής Διαθήκης απευθύνονται στους αγίους της Ρώμης, της Κορίνθου κ.λπ.

Η ιδέα ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία μπορεί να ανακηρύξει κάποιον άγιο μετά θάνατον (και να τον επικαλείται κανείς όποτε χρειάζεται βοήθεια) είναι εντελώς άγνωστη στη Βίβλο. Πρόκειται για ειδωλολατρικό αποκρυφισμό…

Κυκλοφορούν ιστορίες για εμφανίσεις «αγίων» και για «θαύματα» που κάνουν συνεχώς. Μαζί με αυτές τις ιστορίες διαδίδεται η πίστη ότι οι «άγιοι» προστατεύουν και φροντίζουν όποιον κάνει την προσευχή του σε αυτούς.

Όχι μόνο οι εικόνες και οι τάφοι των αγίων θεωρούνται τόποι ιδιαίτερης δύναμης, αλλά κι ακόμη περισσότερο στα λείψανά τους αποδίδεται ξεχωριστή δύναμη, π.χ. σε ένα δάκτυλο, σε λίγα μαλλιά από το κεφάλι, σε ένα οστούν, σε ένα μπουκαλάκι με υποτιθέμενα δάκρυα του αγίου κ.ο.κ.

Τέτοια λείψανα εκτίθενται σε καθολικούς και ορθόδοξους ναούς και προσκυνήματα ανά την υφήλιο. Ο κόσμος αποδίδει σε αυτά τα αντικείμενα «θαυματουργικές δυνάμεις», όπως γίνεται με τα αντίστοιχα αντικείμενα που λατρεύονται στις ειδωλολατρικές θρησκείες…» (Ντέιβ Χάντ).

Η δε Μπέρτα Ντούντε γράφει από τη θεϊκή σκοπιά για τις παρακλήσεις προς τους αγίους : «Εσείς οι άνθρωποι χρειάζεστε υπέρογκη βοήθεια από το πνευματικό βασίλειο, αν θέλετε να νικήσετε στον τελικό αγώνα πάνω στη γη. Αυτή η βοήθεια είναι απεριόριστα στη διάθεσή σας φτάνει να την ζητήσετε. Γι’ αυτό πρέπει να μάθετε με ποιον τρόπο σας χορηγείται και πώς μπορείτε να την ζητήσετε.

Η «κοινότητα των αγίων», όπως την λέτε εσείς οι άνθρωποι, σας συμπαραστέκεται. Ωστόσο η έννοια «άγιος» πρέπει να αποσαφηνιστεί για να κατέχετε την Αλήθεια και να μην έχετε λαθεμένες αντιλήψεις. Οι φωτεινές υπάρξεις είναι οι πιο πιστοί οδηγοί και βοηθοί του ανθρώπου, και είναι πάντα έτοιμες όταν τις καλεί κανείς, να προστρέξουν. Το πώς όμως μοιράζονται μεταξύ τους τη φροντίδα των ανθρώπων, αυτό το ορίζει μόνο ο ΘΕΟΣ με τη Σοφία Του. Ομοίως αυτός είναι που γεμίζει τα πνευματικά όντα με φως και δύναμη ανάλογα με το βαθμό της τελειότητάς τους.

Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν να εκτιμήσουν το βαθμό ωριμότητας ενός άλλου ανθρώπου, γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα αλλά ούτε και την ικανότητα να τον ανυψώσουν σε «άγιο», διότι μόνο ο Θεός γνωρίζει πώς είναι η ψυχή εκείνου που απελευθερωμένος μετά από το θάνατο του σώματός του, περνάει στο πνευματικό βασίλειο. Ο ΘΕΟΣ μόνο γνωρίζει τι δεσμό είχε μαζί ΤΟΥ ο άνθρωπος αυτός στη γη και κατά πόσον ήταν δραστήριος σε έργα Αγάπης∙ γιατί μόνο τα έργα Αγάπης είναι καθοριστικά. Τούτα μπορούν να αποφέρουν στον άνθρωπο ήδη πάνω στη γη απεριόριστο φως και δύναμη, έτσι που αν το επιθυμεί, να μπορεί να κάνει θαύματα.

Όμως μόνο ο ΘΕΟΣ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να αναθέτει τον κύκλο της δραστηριότητάς τους σ’ αυτές τις ώριμες ψυχές στην άλλη ζωή, ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας που έχουν αποκτήσει. ΑΥΤΟΣ τους αναθέτει τις δραστηριότητές τους και ΑΥΤΟΣ καθορίζει ποιο είδος βοήθειας πρέπει να δοθεί στους ανθρώπους στη γη!

Για τις φωτεινές οντότητες η βοήθεια προς τους ανθρώπους είναι μία κατάσταση ευδαιμονίας, γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός επιτρέπει οι άνθρωποι να ζητούν τη συνδρομή τους. Όμως δεν είναι ποτέ θέλημά Του να καλούν συγκεκριμένους «αγίους», γιατί η δραστηριότητα και ο προορισμός τους μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός από ό,τι πιστεύεται. Οι άνθρωποι στην άγνοιά τους μπορούν π.χ. να καλέσουν ένα ον που ακόμη πόρω απέχει από την τελειότητα. Μ’ αυτό το κάλεσμα όμως παραδίδονται απόλυτα στα χέρια του και τούτο μπορεί να επιδράσει πάνω τους αρνητικά. Διότι οι καλεσμένες οντότητες εμφανίζονται και παραμένουν κοντά σ’ αυτόν που τις επικαλέστηκε και προσπαθούν να του επιβάλουν τις δικές τους σκέψεις, οι οποίες όμως δεν είναι απαραίτητο να είναι και αλήθεια.

Επιπλέον, η ανακήρυξη ενός αγίου από τους ανθρώπους εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από τη διαγωγή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις μίας «εκκλησιαστικής κοινότητας», πράγμα που σημαίνει ότι για την αγιοποίηση τίθενται προϋποθέσεις που δεν απαιτεί ποτέ ο Θεός, αλλά μόνο η συγκεκριμένη εκκλησία. Και η ανακήρυξη σε άγιο εξαρτάται από αυτές τις προϋποθέσεις, πράγμα όμως που δεν μπορεί ποτέ να είναι η θέληση του Θεού. Κατά συνέπεια δεν είναι απαραίτητα φωτεινή οντότητα ο καθένας που έχει «ανακηρυχθεί άγιος» μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλές φωτεινές υπάρξεις στο πνευματικό βασίλειο, οι οποίες έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά όχι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που επέβαλλε η συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα.

Όλες οι φωτεινές οντότητες έχουν μέσα τους «δύναμη από τον Θεό» την οποία θέλουν να αξιοποιήσουν. Γι’ αυτό τους έχουν δοθεί υπό την προστασία τους άνθρωποι, τους οποίους θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν στην τελειοποίησή τους, εφόσον η ανθρώπινη θέληση δεν είναι ενάντια. Μία αίτηση βοήθειας προς αυτές τις οντότητες που ο Θεός έχει ορίσει για τη βοήθεια των ανθρώπων, δεν θα μείνει ποτέ ανικανοποίητη, ενώ η έκκληση σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ω ν υπάρξεων μπορεί να είναι επιζήμια, αφού προσδοκάται βοήθεια από αυτές που δεν μπορούν να την προσφέρουν, σε περίπτωση που δεν είναι ήδη συνδεδεμένες με τον Θεό.

Επίσης είναι λανθασμένη η σκέψη ότι οι εκκλήσεις πρέπει να γίνονται προς τις φωτεινές οντότητες για να μεσολαβήσουν στον Θεό. Η προσευχή είναι μία έκκληση προς τον Θεό. Μέσω της προσευχής συντελείται η σύνδεση του ανθρώπου μαζί ΤΟΥ και ο Θεός απαιτεί αυτό το κάλεσμα να γίνεται απευθείας προς ΑΥΤΟΝ, γιατί αυτή η έκκληση μαρτυρεί την αφοσίωση της ανθρώπινης θέλησης σε ΑΥΤΟΝ.

Σύμφωνα με τη γνώμη των ανθρώπων είναι οι φωτεινές οντότητες που πραγματοποιούν αυτήν τη σύνδεση με τον Θεό, επειδή βρίσκονται ήδη πιο κοντά ΤΟΥ. Αν ήταν έτσι όμως ο άνθρωπος θα έχανε τη δυνατότητα να συνδεθεί με τον Θεό,πράγμα το οποίο είναι ο σκοπός και ο στόχος της ανθρώπινης ζωής. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να συντελεστεί η σύνδεση με τον Θεό, για να μπορέσει να εισρεύσει μέσα του η δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να ωριμάσει η ψυχή του. Οι φωτεινές οντότητες δεν μπορούν (χωρίς τη θέληση του Θεού) να προσφέρουν αυτήν τη δύναμη στους ανθρώπους, γιατί και στο πνευματικό βασίλειο υπάρχουν νόμοι στους οποίους υπακούουν οι κάτοικοί του, διότι αναγνωρίζουν ότι προέρχονται από την Αγάπη και τη Σοφία του Θεού.

Οι φωτεινές οντότητες είναι πάντα έτοιμες να βοηθήσουν, υποτάσσονται όμως στο θέλημα του Θεού. Συνεπώς ο άνθρωπος πρέπει κατ’ αρχάς να προσπαθεί να κατακτήσει την εύνοια του Θεού για να του παράσχει τη βοήθειά Του ΑΥΤΟΣ άμεσα, ή μέσω των φωτεινών υπάρξεων, οι οποίες πραγματικά δεν αφήνουν κανέναν αβοήθητο, εφόσον αυτή είναι η θέλησή Του.

Η έκκληση για βοήθεια προς τις φωτεινές οντότητες δεν είναι ποτέ μάταιη, η έκκληση όμως για μεσολάβηση είναι άσκοπη, γιατί το παιδί πρέπει να έρθει από μόνο του στον ΠΑΤΕΡΑ γεμάτο εμπιστοσύνη, για να του χαρίσει ο ΠΑΤΕΡΑΣ την Αγάπη Του. Αν ο άνθρωπος όμως πιστεύει ότι με τη μεσολάβηση των αγίων θα επιτύχει εξίσου το στόχο του, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αυτήν τη σχέση εμπιστοσύνης».

***

Ακόμη σημαντικότερο ρόλο σε σύγκριση με τους αγίους παίζει η Παναγία στη λαϊκή λατρεία. Πολλοί μελετητές, όπως ο θρησκειολόγος Έρνστ Μπενζ (Ernst Benz), γράφουν ότι οι εθνικοί λαοί της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής λάτρευαν για χιλιάδες χρόνια τη θεά – Μητέρα και τη θεία Παρθένο (Αστάρτη, Άρτεμη κ.ά.). Έτσι επειδή δυσκολεύονταν να δεχθούν την παντοκρατορία του Ενός Θεού και την ιουδαϊκή πατριαρχική κληρονομιά, επένδυσαν τη Θεοτόκο με τις ιδιότητες των ειδωλολατρικών θεαινών. Και αυτή η λαϊκή λατρεία επιβλήθηκε από πολύ νωρίς στη θεσμική εκκλησία, υποχρεώνοντάς την να υιοθετήσει εκούσα-άκουσα αντιβιβλικά δόγματα και πρακτικές.

Ο καθολικός «άγιος» Βερνάρδος του Κλαιρβώ έγραφε για τη Θεοτόκο: «Όπως μόνο μέσω του Ιησού Χριστού έχουμε πρόσβαση προς τον Πατέρα, έτσι μόνο μέσω της Μαρίας έχουμε πρόσβαση προς τον Ιησού Χριστό. Μέσω εσού μπορούμε να φθάσουμε στον Υιό, ευλογημένη Κεχαριτωμένη, Ζωοτόκε και Μητέρα της Σωτηρίας…».

Και ένας άλλος καθολικός άγιος, ο Γερμανός, υπερθεμάτιζε: «Κανένας δεν μπορεί να σωθεί ούτε να λυτρωθεί χωρίς εσένα, Παναγία Μαρία».

Όντως οι καθολικοί προσεύχονται πολύ περισσότερο στη Μαντόνα και της δείχνουν πολύ μεγαλύτερη λατρεία από ό,τι στον Ιησού Χριστό. Διάσπαρτοι σε όλη την υδρόγειο υπάρχουν χιλιάδες ιεροί τόποι όπου υποτίθεται ότι παρουσιάστηκε και θαυματούργησε η Παναγία και πάνω από 100 εκατομμύρια προσκυνητές τα επισκέπτονται κάθε χρόνο, για να ζητήσουν να κάνει ένα θαύμα.

Σύμφωνα με ρήσεις «αγίων» για την Παναγία που συνέλεξε ο καρδινάλιος Λιγκουόρι (Liguori), «… μόνο η Μαρία δίνει άφεση αμαρτιών. Η Μαρία είναι η πύλη προς τον παράδεισο… η οδός προς τη σωτηρία… Μόνον όποιος έχει την εύνοια, το έλεος, και την προστασία της θα σωθεί… Ο Θεός δεν θα μας σώσει χωρίς τη μεσολάβησή της…» και πολλές άλλες τέτοιες αντιβιβλικές αντιλήψεις.

Σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη πολλά σημεία μας παρακινούν να έχουμε εμπιστοσύνη στη χάρη και στο έλεος του Θεού, πουθενά δεν γίνεται λόγος για το έλεος της Θεοτόκου.

Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ προσευχόταν στη Μαντόνα στο επισήμως αφιερωμένο «έτος της Παναγίας» να προστατεύει, να καθοδηγεί και να δυναμώνει «όλη την ανθρωπότητα». Για να το κάνει αυτό η Παναγία θα έπρεπε να έχει θεϊκές ιδιότητες, να είναι παντοδύναμη, παντογνώστρια κ.λπ. Στην ίδια προσευχή ο πάπας παρακαλούσε την Παναγία να μεσολαβήσει «για μας για το έλεος της αιώνιας σωτηρίας».

Μία τέτοια παράκληση υποτιμά τη θυσία του Χριστού στο σταυρό και διαψεύδει το έλεος που μας εξασφάλισε η αγάπη του, όπως παρατηρεί ο Ντέιβ Χαντ και συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι πουθενά στην Καινή Διαθήκη δεν γράφει ότι χρειαζόμαστε τη μεσιτεία της Παναγίας – ή οποιουδήποτε άλλου – για να εισακουστούμε από τον Χριστό ή για να μας δεχθεί ο Χριστός. Ούτε πουθενά γίνεται μνεία πως πρέπει να επικαλούμαστε ή να προσευχόμαστε στην Παναγία, ή ότι αυτή έχει τη δύναμη να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας.

Αλλά για παράδειγμα η (υποτιθέμενη) Παναγία που εμφανίστηκε στις 13.6.1917 σε τρία μικρά παιδιά στη Fatima της Πορτογαλίας, που έκτοτε έγινε τόπος προσκυνήματος για τους πανταχού καθολικούς, έλεγε: «Ο Ιησούς θέλει να θεσπίσει στη Γη τη λατρεία της άσπιλης καρδιάς μου… Δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω ποτέ, ή άσπιλη καρδιά μου θα είναι το καταφύγιό σας και ο δρόμος για τον Θεό».

Ας δούμε όμως πώς κρίνουν οι νέες αποκαλύψεις αυτές τις «εμφανίσεις της Παναγίας»: «Η μητέρα του γήινου σώματός Μου είχε τον προαιώνιο προορισμό να γεννήσει Τον Λυτρωτή της ανθρωπότητας. Ήταν μία φωτεινή ψυχή που ενσαρκώθηκε στη γη για να εκπληρώσει την υψηλή αποστολή της, γι’ αυτό μπορούσε να ονομαστεί αγνή και τέλεια σε σύγκριση με τις γήινες αδελφές της. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να ζήσει μία δύσκολη ζωή για να φθάσει στη μεγαλύτερη μακαριότητα στο πνευματικό βασίλειο, να γίνει ένα πραγματικό παιδί του Θεού και να καταλήξει στον υπέρτατο στόχο: την πλήρη ένωση μαζί Μου.

Με την ολοκλήρωση της αποστολής της, απέκτησε το δικαίωμα να θεωρείται αγιότατο ον στο Πνευματικό Βασίλειο. Γιατί μέσα από το δρόμο του μαρτυρίου που έπρεπε να ακολουθήσει επί γης, έγινε ομοίωμά Μου.

Η αγάπη της για Εμένα την έκανε να υποφέρει τόσο πολύ, πέρασε μια τέτοια κατάσταση πόνου, που αυτή πνευματοποίησε και το σώμα της. Και έτσι έγινε ένα φωτεινό παράδειγμα μιας μητέρας που υπόφερε βαθιά για το παιδί της.

Ωστόσο η θεία λατρεία με την οποία την τιμούν οι άνθρωποι δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Μου. Διότι, αν και υπήρξε μητέρα του γήινου σώματός Μου, στο πνευματικό βασίλειο είναι και αυτή απλώς μία φωτεινή οντότητα, που γεμάτη Αγάπη και Σοφία επιθυμεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να φθάσουν στο φως και επομένως στη μακαριότητα.

Η μακαριότητα όμως στο πνευματικό βασίλειο μπορεί να προκύψει μόνο από την ένωση μαζί Μου. Αυτό το δέσιμο μαζί Μου το κατορθώνει μια ψυχή μόνο μετά από συνειδητό αγώνα και εσώψυχη σύνδεση μαζί Μου. Πρέπει λοιπόν να γεμίζω Εγώ μόνο ως ο μοναδικός ποθητός στόχος τις σκέψεις όποιου θέλει να γίνει μακάριος. Ο άνθρωπος πρέπει με ελεύθερη τη θέλησή του να αναζητήσει τη σύνδεση μαζί Μου ανεπηρέαστος από πνευματικές δυνάμεις.

Όποιος λοιπόν γνωρίζει ποια είναι πραγματικά η σχέση των φωτεινών υπάρξεων μ’ Εμένα και έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη τους για Εμένα είναι μία ολοφώτεινη φωτιά, μπορεί να καταλάβει πόσο πλανημένες είναι οι σκέψεις αυτών των ανθρώπων που αποδίδουν τέτοιες τιμές στη μητέρα του σώματός Μου, όπως γίνεται συνήθως. Θα καταλάβει ακόμη ότι αυτό δεν μπορεί να είναι σύμφωνα με τη θέλησή Μου, διότι έτσι οι άνθρωποι δημιουργούν κατά κάποιον τρόπο ένα «δεύτερο θεό», ένα ον στο οποίο αποδίδουν σεβασμό και λατρεία, που όμως το ίδιο δεν θέλει να δεχθεί. Γιατί ο άνθρωπος οφείλει να έχει μοναδική του φροντίδα τη σύνδεση μαζί Μου, για να φθάσει ήδη επί γης στο σκοπό του…».

Την τελευταία εποχή ο Σατανάς μάχεται με όλα τα μέσα για να κάνει τις ψυχές να παραδοθούν σε αυτόν και να χαθούν. Η δε πανουργία του συνίσταται στο να περιπλέκει τους ανθρώπους μέσα σε ένα λαβύρινθο από πλάνες.

Η ζωή στη Γη είναι τόσο σύντομη που δεν υπάρχουν περιθώρια να φθάσει κανείς στον προορισμό του μέσα από παρακαμπτήριους δρόμους. Και όλοι εκείνοι που δεν καταφεύγουν απευθείας στον Ιησού Χριστό κάθε ώρα της ημέρας, ακολουθούν χρονοβόρους παρακαμπτήριους στην πραγματικότητα.

Αυτή λοιπόν την ένωση μαζί Μου προσπαθεί να την εμποδίσει με κάθε μέσο ο αντίπαλος του Θεού, πράγμα που καταφέρνει καλύτερα όσο πιο πολύ κατευθύνει τις σκέψεις των ανθρώπων προς την Παναγία. Και αυτό το κατορθώνει με «εμφανίσεις» της, δηλαδή με υπερφυσικά φαινόμενα των οποίων είναι ο ίδιος ο αυτουργός. Μεταμφιέζεται δηλαδή σε άγγελο του φωτός και εμφανίζεται ορατά στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για να δουν υπεραισθητά φαινόμενα. Στη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων προλέγει διάφορα γεγονότα, τα οποία βέβαια μπορεί να δει ότι θα συμβούν. Έτσι δημιουργεί την εντύπωση της αξιοπιστίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας παραπλανητικός ελιγμός για να μπορεί να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση.

Κάθε φορά δε καλύπτεται μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου, ισχυριζόμενος ότι φανερώνει απόκρυφα πράγματα, συχνά μάλιστα με την εντολή να μην γίνουν γνωστά δημόσια, για το λόγο ότι τότε θα μπορούσαν εύκολα να ξεσκεπαστούν τα ψέματά του.

Το πιο ασφαλές γνώρισμα ενός αντίθεου, μεταμφιεσμένου, ψευδούς πνεύματος, είναι ότι απαιτεί από τους ανθρώπους να το τιμήσουν δημόσια μπροστά στον κόσμο. Ένα γνήσιο πνεύμα του Φωτός δεν απαιτεί ποτέ εξωτερικές μορφές λατρείας, όπως η ανέργεση εκκλησιών και ιερών τόπων, απεναντίας παροτρύνει τους ανθρώπους να μετατραπούν οι ίδιοι σε ναούς του Θεού χάρη στην έμπρακτη αγάπη τους.

Ένα πολύ ιδιαίτερο τέχνασμα του αντιμάχου Μου είναι να παρασύρει τους ανθρώπους να Με βγάλουν από τη σκέψη τους. Για το σκοπό αυτόν τους παρουσιάζει «άλλους θεούς» και τους εμπνέει την ιδέα ότι οι «θεοί» αυτοί οφείλουν να αποτελούν μία γέφυρα προκειμένου να φτάσουν οι άνθρωποι σ’ Εμένα. Έτσι καλλιεργεί την αντίληψη ότι χάρη στην εύνοια αυτών των θεών είμαι κι Εγώ ελεήμονας με τους ανθρώπους που επομένως πρέπει καταρχάς να κάνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν την εύνοια αυτών των θεών. Αλλά όλοι αυτοί που τοποθετείτε δίπλα Μου, για να είναι οι «πρεσβευτές» σας στο πλευρό Μου, είναι «ξένοι θεοί».

Οφείλετε να πάρετε τον απευθείας δρόμο για να έρθετε σ’ Εμένα, γιατί αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος της γήινης ζωής σας. Εάν ξέρετε ποια ήταν η πρώτη σας αμαρτία (της πρωταρχικής πτώσης), θα ξέρετε επίσης ότι μόνο με την αντίστροφη πορεία μπορείτε να την επανορθώσετε. »

Σημείωση : Για το θέμα της μαριολατρίας βλ. επίσης : Οι Πνευματικοί Κόσμοι, σελ. 143-176.

Η αιώνια ζωή στον άλλο κόσμο

Κλείνοντας το κεφάλαιο του χριστιανισμού θα εξετάσουμε τι πιστεύουν οι κύριες χριστιανικές ομολογίες για την επιβίωση της ψυχής και πού είναι σωστές ή πού σφάλλουν σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις. Και πάλι το γενικό πλαίσιο θα το δανειστούμε από τον Γκλάζεναπ για να δούμε το κεντρικό πιστεύω των χριστιανών σχετικά με την ανταπόδοση και την τελείωση στον άλλο κόσμο:

«Σαν δίκαιος κριτής, ο Θεός αμείβει κάθε τι καλό και τιμωρεί το κακό. Σε πολλές περιπτώσεις η πληρωμή δίδεται κατά τη γήινη ύπαρξη. Εν τούτοις, η πείρα διδάσκει ότι ο Θεός συχνά αφήνει τον ενάρετο άνθρωπο να ζει στη δυστυχία, ενώ δεν τιμωρεί τον ακόλαστο με την τιμωρία που του αξίζει, κι αυτό γιατί οι δρόμοι του Θεού δεν είναι οι ίδιοι με των ανθρώπων και Εκείνος δεν υπολογίζει με βάση τις μικρόχρονες περιόδους του ανθρώπου. Η οριστική αμοιβή όλων των πράξεων θα δοθεί στο υπερπέραν. Μετά τον θάνατο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και κρίνεται, για να αμειφθεί κατάλληλα. Οι δίκαιοι πάνε στην αιώνια ζωή. (Ματθ. 25,46)

Αυτοί που πέθαναν έχοντας θανάσιμα αμαρτήματα κι αυτοί που δεν κατέχουν την αληθινή πίστη, πηγαίνουν μετά θάνατον στην κόλαση. Σύμφωνα με τη σοβαρότητα των αμαρτημάτων τους υφίστανται μία τριπλή τιμωρία: 1ον η τιμωρία της απώλειας (απώλεια της ευτυχίας του να βλέπει το πρόσωπο του Θεού). 2ον η τιμωρία της αίσθησης (η τιμωρία της αίσθησης της φωτιάς της κολάσεως, Ματθ. 25-41 – και Αποκ. 20,15) της συνυπάρξεως με τους διαβόλους και τους κολασμένους. 3ον η τιμωρία της συνειδήσεως δηλαδή το να υποφέρουν από το «σκουλήκι που δεν πεθαίνει ποτέ» (Μαρκ. 9,44) αυτοκατηγορούμενοι οι ίδιοι αδιάκοπα».

Η καθολική εκκλησία διδάσκει: Κατά το θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα το οποίο αποσυντίθεται. Η ψυχή τότε περνά από τη θεία κρίση όπου δίνει λόγο για κάθε πράξη, λέξη και σκέψη της. Αυτή η κρίση λέγεται «ειδική» ή «μυστική» σε αντίθεση με τη «γενική κρίση» που θα λάβει χώρα την Έσχατη Ημέρα.

Μετά την «ειδική» κρίση, οι ψυχές που είναι αναμάρτητες και δεν είναι καταδικασμένες σε (εκκλησιαστικές) τιμωρίες, περνούν κατευθείαν στους ουρανούς.

Εκεί μπορούν να βλέπουν τον Θεό, δεν τις ενοχλεί κανένα κακό και απολαμβάνουν ανείπωτες μακαριότητες. Από την άλλη μεριά οι ψυχές που βαρύνονται ακόμη από μικρότερες αμαρτίες ή που δεν πλήρωσαν με επίγειες (εκκλησιαστικές) τιμωρίες, πηγαίνουν στο καθαρτήριο. Γιατί οι περισσότερες ψυχές δεν έχουν διαπράξει θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά ούτε είναι τόσο αγνές που να μπορούν να περάσουν κατευθείαν στον παράδεισο. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να εξαγνιστούν από τις αμαρτίες τους. Τέλος, οι ψυχές που βαρύνονται από ένα θανάσιμο αμάρτημα κατά την αποδήμησή τους, με άλλα λόγια που έχουν παραβεί συνειδητά και οικειοθελώς μία θεϊκή ή εκκλησιαστική εντολή σε κάποιο σημαντικό θέμα και δεν έχουν λάβει άφεση από την εκκλησία, αυτές πηγαίνουν στην κόλαση. Εκεί δεν πρόκειται να δουν ποτέ τον Θεό και υποφέρουν αιώνια μύρια μαρτύρια.

Αλλά εκτός από αυτήν την ατομική κρίση της κάθε ψυχής, θα λάβει χώρα, όποτε κρίνει ο Θεός, η Δευτέρα Παρουσία και η Έσχατη Κρίση. Στη Δευτέρα Παρουσία ο Θεός θα αναστήσει τα σώματα των ανθρώπων και θα τα ενώσει με τις ψυχές τους, οπότε των ενάρετων θα είναι ένδοξα ενώ των κακών άσχημα. Στο εξής εκτός από την ψυχή θα συμμετέχει και το σώμα στην αιώνια ζωή ή στην αιώνια καταδίκη, «ανάλογα με τα έργα του».

Μετά από αυτήν την «ανάσταση της σάρκας», στα «τέλη των καιρών» θα λάβει χώρα για όλους τους ανθρώπους η «Κρίση του Κόσμου». Η έσχατη κρίση θα γίνει από τον Ιησού Χριστό προκειμένου να αναγνωρίσει ο κόσμος τη δόξα του και «οι δίκαιοι να λάβουν την τιμή που τους αξίζει ενώ οι άθεοι να λάβουν το όνειδος που τους αξίζει».

Η καθολική διδασκαλία για τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών διαφέρει λίγο από την ορθόδοξη. Η κύρια διαφοροποίηση αφορά στην έννοια του καθαρτηρίου. Έτσι διαβάζουμε στο Εγκόλπιον Ορθοδοξίας του εκπαιδευτικού Π.Ν. Αλεξανδρίδη:

«Η ψυχή φεύγοντας από το σώμα πηγαίνει σε μέρος, που πηγαίνουν οι ψυχές σε μία μέση κατάσταση. Αφού περάσει διά μέσου ομάδων πονηρών πνευμάτων τα οποία έχουν εξουσία στον αέρα και ζητούν να την πάρουν από τα χέρια του αγγέλου φύλακος και προστάτου της ψυχής, παρουσιάζοντας τις αμαρτίες που είχε κάνει στη γη.

Όσες ψυχές πρόλαβαν και μετανόησαν για τις αμαρτίες τους είναι σωσμένες και λυτρωμένες, και στη μέση κατάσταση των ψυχών που βρίσκονται, απολαμβάνουν και προγεύονται κάποια χαρά και ικανοποίηση. Αντίθετα όσες ψυχές πέθαναν χωρίς να μετανοήσουν, εκεί στην κατάσταση που βρίσκονται, υποφέρουν και προγεύονται την τιμωρία που τους περιμένει όταν θα γίνει η κρίση του κόσμου κατά τη Δευτέρα Παρουσία».

Συνεπώς για την ορθόδοξη εκκλησία: «Μετά θάνατον μετάνοια και σωτηρία πλέον δεν υπάρχει» (Αθ. Φραγκόπουλου Η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις μας).

Η Μεταρρύθμιση άλλαξε ελάχιστα αυτές τις βασικές αντιλήψεις. Απλώς ο Λούθηρος απέρριψε το Καθαρτήριο και έτσι αμφισβήτησε τη δυνατότητα των ψυχών να εξαγνιστούν στον άλλον κόσμο. Η δική του διδασκαλία για το μέλλον της ψυχής είναι «πενιχρότερη κι από των καθολικών».

Ας δούμε τι λένε, διευκρινίζοντας, διορθώνοντας ή συμπληρώνοντας τα παραπάνω, οι λεγόμενες νέες αποκαλύψεις για τη μεταθανάτια μοίρα της ψυχής. Καταρχάς τη διδασκαλία ότι η ψυχή κοιμάται και θα αφυπνιστεί πάλι από τον Θεό στα τέλη των καιρών ο Ιησούς Χριστός την χαρακτηρίζει εσφαλμένη στον Λόρμπερ: «Μετά την αποδήμηση της ψυχής δεν ακολουθεί μία νύκτα θανάτου που να είναι σχεδόν αιώνιας διάρκειας. Απεναντίας, την ίδια στιγμή που θα αποβάλεις το βαρύ σου σώμα, θα αναστηθείς αμέσως και έτσι θα συνεχίσεις να ζεις και να ενεργείς αιώνια, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι όταν αφήσεις αυτόν τον κόσμο θα είσαι δίκαιος ενώπιον του Θεού. Στην αντίθετη περίπτωση οπωσδήποτε θα μεσολαβήσει μία πολύ μακριά νύκτα ανάμεσα στο σωματικό θάνατο και στην αληθινή σου ανάσταση. Όμως η ψυχή θα έχει πλήρη συνείδηση αυτής της νύκτας, και γι’ αυτό για εκείνης θα είναι ένας παρατεταμένος θάνατος. Γιατί εάν η ψυχή δεν είχε επίγνωση του θανάτου δεν θα ήταν γι’ αυτήν θάνατος, ενώ το ότι έχει συνείδηση του θανάτου και βρίσκεται στον κόσμο των ακάθαρτων πνευμάτων αποτελεί φρικτό μαρτύριο για εκείνη». (ΜΕΙ VII 209, 12-13).

Οι αποκαλύψεις στην Μπέρτα Ντούντε για τη λανθασμένη αντίληψη του αιώνιου ύπνου της ψυχής είναι πιο συγκεκριμένες : «Η ψυχή περνάει βέβαια σε μία νεκρή κατάσταση, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι παύει να υφίσταται. Πρόκειται για μία κατάσταση όπου δεν έχει απολύτως κανένα φως ούτε δύναμη, μία κατάσταση αδυναμίας, που όμως συνοδεύεται πάντοτε από τη συναίσθηση ότι υπάρχει. Η ψυχή δεν χάνει ποτέ τη συναίσθηση της ύπαρξής της. Αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι έχει την πληρότητα της μακαριότητας είτε όμως και ανείπωτα μαρτύρια, πάντοτε σε αντιστοιχία με την πορεία της στη Γη. Επομένως η ζωή της ψυχής αντιστοιχεί στη ζωή που έζησε ένσαρκη σε αυτήν τη Γη. Κατά συνέπεια, από τα έργα της σάρκας καθορίζεται η μοίρα και ο τόπος παραμονής της ψυχής μετά θάνατον. Ως εκ τούτου η ημέρα του θανάτου για τον άνθρωπο είναι η έσχατη Ημέρα ύστερα από την οποία η ψυχή σηκώνεται για να ζήσει στο φως ή στο σκοτάδι.

Η ψυχή είναι κάτι το πνευματικό που δεν μπορεί ποτέ να πάψει να υπάρχει ούτε να εξαφανιστεί έστω και προσωρινά, παρά ζει παντοτινά κι αιώνια. Όμως η ύπαρξη μέσα στο σκοτάδι δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή, παρά είναι πνευματικός θάνατος, αλλά ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για μία κατάσταση ανάπαυσης. Είναι λανθασμένη η άποψη ότι η ψυχή αναπαύεται μέχρι την Έσχατη Ημέρα, καθότι οι ψυχές που βρίσκονται σε απραξία υποφέρουν. Αντίθετα η δραστηριότητα είναι η αληθινή ζωή για την ψυχή. Αυτό όμως προϋποθέτει πως η ψυχή έχει έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας, τον οποίο εύκολα μπορεί να κατακτήσει στη Γη, αρκεί να έχει καλή θέληση».

«…Αυτή η λανθασμένη αντίληψη (περί αιώνιου ύπνου) εκτός των άλλων βλάπτει εξαιρετικά τις ψυχές των νεκρών. Γιατί έτσι οι άνθρωποι δεν προσεύχονται για τις ψυχές, με αποτέλεσμα αυτές να στερούνται τη βοήθεια που τόσο πολύ έχουν ανάγκη… Και σε αυτό το σημείο είναι ολοφάνερη η δράση του αντίθεου πνεύματος που επιδιώκει να εμποδίσει τους ανθρώπους να προσεύχονται για τις ψυχές. Γιατί μία τέτοια προσευχή θα μπορούσε να τις βοηθήσει να λυτρωθούν κι ο αντίθεος θέλει να το εμποδίσει…».

Η μεταθανάτια εξέλιξη της ψυχής: Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διδασκαλία τη στιγμή του θανάτου σφραγίζεται η αιώνια μοίρα του ανθρώπου, εάν δηλαδή θα καταλήξει στον παράδεισο ή στην κόλαση. Μία αλλαγή της κατάστασης της ψυχής του στον Άδη αποκλείεται κατηγορηματικά εκ των προτέρων. Οι νέες αποκαλύψεις καταρρίπτουν αυτήν τη θεωρία αποδεικνύοντας ότι εξέλιξη είτε προς το καλό είτε προς το κακό υπάρχει ως συμπαντικός νόμος παντού και πάντοτε.

Παράλληλα όμως τονίζεται ότι η ψυχή πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πόνο και χρόνο για να επανορθώσει στον άλλον κόσμο τις ανομίες ή τις παραλείψεις της. Για παράδειγμα, ο Ιησούς Χριστός λέει σε ένα σημείο στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τομ. Χ 2,5: «Αναρίθμητοι άγγελοι διδάσκουν το Ευαγγέλιο στις ψυχές των νεκρών. Όσοι το ακούν, το ασπάζονται και το ακολουθούν, θα φθάσουν στη μακαριότητα∙ όμως αυτό δεν γίνεται το ίδιο εύκολα όσο στη Γη. Στη Γη ο άνθρωπος έχει να διεξάγει πολλούς, συχνά επώδυνους αγώνες ενάντια στον κόσμο, ενάντια στη σάρκα του και σε πολλά άλλα πράγματα – έστω κι αν είναι για λίγο μόνο καιρό – επιδεικνύοντας ταυτόχρονα κάθε δυνατή υπομονή, αυταπάρνηση, πραότητα και ταπεινοσύνη».

Παρ’ όλο που το Ευαγγέλιο διδάσκεται στον Άδη, ωστόσο ο Ιησούς παροτρύνει τους μαθητές του να το διαδίδουν με το μέγιστο δυνατό ζήλο, για το λόγο ότι: «Μόνο στη Γη μπορεί να κατακτηθεί η πραγματική υιοθεσία από τον Θεό που οδηγεί στον τρίτο και εσώτατο κι αγνότατο Ουρανό της Αγάπης. Στον πρώτο και στο δεύτερο Ουρανό μπορεί να φθάσει κάποιος κι όταν βρίσκεται στον άλλο κόσμο». (ΜΕΙ IV 247,9)

«Εκείνο που έχει σημασία είναι το εσωτερικό ήθος της ψυχής όταν αφήνει το σώμα της. Εάν αυτό συμφωνεί με τους υφιστάμενους καλούς νόμους, αντίστοιχη θα είναι ασφαλώς η κατάσταση της ψυχής στον άλλον κόσμο. Έτσι μπορεί πάραυτα να περάσει σε μία ανώτερη βαθμίδα τελείωσης της ελεύθερης ζωής και να προχωρήσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο». (ΜΕΙ V 225)

Ατελείς άνθρωποι παρερμήνευσαν ή αλλοίωσαν το νόημα του Ευαγγελίου αναφορικά με τη μεταθανάτια εξέλιξη της ψυχής. Η μεγαλύτερη δε παραμόρφωση προκλήθηκε από τη διδασκαλία του Αυγουστίνου τον 4ο αιώνα, σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των ενάρετων αλλόθρησκων, θα βρουν την αιώνια καταδίκη γιατί γι’ αυτήν τους έχει προορίσει ο Δημιουργός τους. Έτσι ο ευπροσήγορος, σπλαχνικός Πατέρας μετατράπηκε σε έναν αδιάλλακτο τιμωρό.

Υπήρχαν βέβαια και οι αντίθετες φωνές, όπως του πιο εμπνευσμένου αναλυτή της Γραφής, του Ωριγένη. Ο Ωριγένης περί το 250 μ.Χ. τόλμησε να πει ότι ο Θεός θα επαναπατρίσει όλες τις ψυχές των ανθρώπων, αν και θα χρειαστεί ανυπολόγιστα πολύς χρόνος γι’ αυτό.

Ο «άσωτος υιός» συμβολίζει όλη την ανθρωπότητα που ως το τέλος του (υλικού) κόσμου θα έχει επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι. Αυτή η ωριγένεια διδασκαλία «της αποκαταστάσεως των πάντων» καταδικάστηκε τον 6ο αιώνα, αλλά επιβεβαιώνεται από τις νέες αποκαλύψεις. Παράλληλα με την καταδίκη αυτής της διδασκαλίας εισήχθη η ιδέα της αιώνιας καταδίκης, η οποία ήταν μέχρι τότε άγνωστη στην εκκλησία.

Ο Αυγουστίνος διακήρυξε ότι η τιμωρία στην κόλαση είναι αιώνια. Μία αιώνια τιμωρία στην κόλαση περίμενε κατά τον Αυγουστίνο ακόμη και τα νήπια που πέθαναν αβάπτιστα, πράγμα που ίσχυε τότε για την πλειονότητά τους. Η ιδέα του Αυγουστίνου ότι ο Θεός δημιούργησε σχεδόν όλη την ανθρωπότητα για να βασανίζεται στο πυρ το αιώνιο επικυρώθηκε από τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1445). Η απόφαση της συνόδου εκείνης έλεγε επί λέξει πως «Κανένας δεν γίνεται μέτοχος της αιώνιας ζωής εάν βρίσκεται εκτός της καθολικής εκκλησίας, ούτε εθνικός, ούτε εβραίος, ούτε άπιστος (μωαμεθανός), ούτε αποσχισθείς από την ενότητα της εκκλησίας, αλλά καταδικάζεται στο αιώνιο πυρ».

Υπό την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης αποσύρθηκε αυτή η παράλογη θεωρία τη δεκαετία του ’60 του 20ου αιώνα στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού. Όμως η διδασκαλία περί αιώνιας τιμωρίας στην κόλαση ισχύει ακόμη στην καθολική εκκλησία. Αυτή η μισάνθρωπη άποψη του Αυγουστίνου, ότι η αιώνια Αγάπη προορίζει αυθαίρετα ορισμένους για τη μακαριότητα κι άλλους για το αιώνιο πυρ, ανασκευάζεται από τη νέα αποκάλυψη στον Ιάκωβο Λόρμπερ. Είναι φανερό πως ο Πλάστης προικίζει τα πλάσματά του με τις πιο διαφορετικές ιδιομορφίες, για τους πιο διαφορετικούς σκοπούς. Ένας που φτιάχνει κεραμικά, θα κάνει με τον πηλό του σύμφωνα με την κρίση του λεπτεπίλεπτα κομψοτεχνήματα ή πιο λιτά σκεύη για την καθημερινή χρήση. Το ίδιο κι ο Θεός από την αρχή κιόλας της δημιουργίας, προίκισε τους πρώτους αγγέλους (π.χ. τον Μιχαήλ και τον Εωσφόρο), με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που χρειάζονταν για το σκοπό που είχαν να εκπληρώσουν. Έτσι και με τον άνθρωπο, γι’ αυτό, σφραγίζει τον καθένα με τα ατομικά του χαρακτηριστικά και του αναθέτει το ρόλο του.

Συνάμα όμως εφοδιάζει με ελευθερία της βούλησης και θέτει για όλους, χωρίς καμία εξαίρεση, τον ίδιο τελικό στόχο: να γίνουν νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα με την προσπάθεια που καταβάλλει ο καθένας, αυτοτελή, μακάρια, αληθινά παιδιά του.

Μπορεί δηλαδή οι ενδιάμεσοι σταθμοί της εξέλιξης να διαφέρουν από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αλλά ο τελικός προορισμός είναι ίδιος για όλους κι αυτό είναι που μετράει. Δεν υπάρχει ανισότητα, αδικία ή «προκαθορισμένη αιώνια καταδίκη» που να τρομοκρατεί.

«Το μόνο που έχει καθορισμένο από αιώνων ο Κύριος, είναι πως η κάθε ύπαρξη έχει να περάσει από συγκεκριμένους δρόμους, απ’ όπου δεν μπορεί να παρεκκλίνει. Αυτοί οι δρόμοι είναι τόσο στενά συνυφασμένοι με τη φύση και τη ζωή (της συγκεκριμένης ύπαρξης), που μόνο βαδίζοντάς τους θα βρει την ευτυχία στη ζωή. Αν δοκίμαζε κανείς να φράξει σε έναν άνθρωπο έναν τέτοιο δρόμο, θα του έκοβε την ελευθερία του και μαζί μ’ αυτήν και το νήμα της ζωής του. Και ένα τέτοιο κόψιμο θα σήμαινε την Καταδίκη σε θάνατο». (Γ. Λόρμπερ Πνευματικός Ήλιος 2,121)

Επομένως το σχέδιο του Θεού είναι να καθοδηγούνται οι ψυχές, με σεβασμό στην απόλυτη ελευθερία τους, από τον καλύτερο δυνατό δρόμο μέσα από τα βάθη και τα ύψη της ζωής μέχρι την τελειότητα και την ευτυχία.

Μία πολύ ενδιαφέρουσα αποκάλυψη στην Μπέρτα Ντούντε δείχνει κατάδηλα πόσο λανθασμένη είναι η άποψη – σε οποιαδήποτε θρησκεία – ότι ο Δημιουργός έχει επιλέξει αυθαίρετα εκ των προτέρων ποιος θα σωθεί και ποιος όχι. Επίσης δείχνει ότι όλοι, ακόμη και οι αλλόθρησκοι, έχουν τη δυνατότητα να σωθούν :

«Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του είναι αδύνατο να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του δίνει η θεία χάρη. Γιατί είναι ελεύθερος ο καθένας να κατευθύνει τη βούλησή του όπως θέλει, άρα μπορεί να την στρέψει προς τον Θεό ή εάν δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη, τουλάχιστον να την στρέψει προς το καλό. Εάν το κάνει, ο Θεός τον αρπάζει αμέσως με την αγάπη Του και τον προωθεί ένα βήμα παρακάτω. Ως συνέπεια ένας τέτοιος άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι εφόσον δεν προβάλλει εσωτερική αντίσταση, έχει υποστήριξη και καθοδήγηση. Έτσι οδηγείται σε τέτοιες καταστάσεις όπου μπορεί να λάβει μερίδιο από τη χάρη.

Συνεπώς υπάρχουν δωρεές της χάρης στη διάθεση του καθενός, ο ποταμός της χάρης δεν στερεύει ποτέ. Ωστόσο είσαστε όλοι σας ελεύθεροι να αποφασίσετε αν και με ποιον τρόπο θα τις δεχθείτε και θα τις αξιοποιήσετε.

Η αγάπη του Θεού απευθύνεται σε όλα τα πλάσματά Του και ακριβώς εκείνοι που Του αντιστέκονται περισσότερο είναι που χρειάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό τις δωρεές της χάρης, όμως ποτέ δεν ενεργούν σε έναν άνθρωπο παρά τη θέλησή του. Ως εκ τούτου η ελευθερία της βούλησης είναι η εξήγηση γιατί υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων στη Γη και όχι ότι οι δωρεές της χάρης δεν μοιράζονται εξίσου δίκαια και ότι άλλος παίρνει περισσότερο κι άλλος λιγότερο.

Και ακόμη πιο λανθασμένη είναι η άποψη ότι ο Θεός έχει προκαθορίσει ήδη ποιοι άνθρωποι θα γίνουν μακάριοι και ποιοι θα καταδικαστούν στην αιωνιότητα…».

Για το τι σημαίνει πνευματικά ο όρος «αιωνιότητα» διαβάζουμε στις Νέες Αποκαλύψεις διά χειρός Λόρμπερ : «Η αιωνιότητα στους υλικούς κόσμους αντιστοιχεί σε διάρκεια χρόνου, όμως στον κόσμο του πνεύματος δεν μετριέται όπως εδώ ο χρόνος». (ΜΕΙ Χ 155,2)

«Αφού Εγώ ο Ίδιος είμαι η αιώνια Ζωή, προφανώς είναι αδύνατον να έχω δημιουργήσει όντα με προοπτική τον αιώνιο θάνατο. Επομένως, αυτό που αποκαλείται τιμωρία μπορεί απλώς να αποτελεί ένα βοηθητικό μέσο για να φτάσει μία ψυχή στο βασικό προορισμό της. Είναι ευνόητο πως η τιμωρία δεν μπορεί να αποβλέπει σε ένα στόχο που φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα, που αντιστρατεύεται το βασικό στόχο. Άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιώνια τιμωρία».

«Υπάρχει μήπως κάποιος πατέρας που αγαπάει έστω και λίγο τα παιδιά του, που να βάζει στη φυλακή ισόβια ένα παιδί του επειδή παράκουσε μία εντολή του, και επιπλέον να του επιβάλλει τιμωρίες για όσο ζει;

Αλλά εάν ένας ανθρώπινος πατέρας που κατά βάση ως άνθρωπος είναι κακός, δεν το κάνει αυτό, τότε πώς θα το κάνει ο ουράνιος Πατέρας που είναι η άπειρη και πάναγνη αγάπη και καλοσύνη;» (ΜΕΙ VI 243,9)

Πολλά νεοαποκαλυπτικά έργα ασχολούνται με την τύχη των ψυχών και τις συνθήκες στην άλλη ζωή.* Διαβάζοντας περιγραφές του άλλου κόσμου, θα πρέπει πάντως να έχει κανείς υπ’ όψιν του αυτό που λέγεται στη νέα αποκάλυψη: «Όλα αυτά αποτελούν απλώς ένα σκιαγράφημα της αλήθειας, όμως είναι μελετημένα έτσι που να την αναπαριστάνουν με ακρίβεια». Ως γνωστόν τα πνευματικά πράγματα μεταφράζονται στη γήινη γλώσσα μόνο κατά προσέγγιση, μέσα από αντιστοιχίες και συμβολισμούς.

Άρα δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά λέξη τα χωρία της Γραφής τα σχετικά με την κόλαση, όπως γινόταν επί αιώνες. Σε μία νέα αποκάλυψη λέει π.χ. ο Κύριος : «Μιλώντας για το ποιες είναι οι συνέπειες της μη τήρησης της διδασκαλίας Μου χρησιμοποίησα τις εκφράσεις “στο πυρ και στο σκότος το αιώνιο”. Οι εκφράσεις αυτές υπονοούν αυτοκατηγορίες που βασανίζουν το πνεύμα και επίσης σημαίνουν ότι η καρδιά είναι παραμελημένη».

Ουσιαστικές είναι οι αποκαλύψεις στην Μπέρτα Ντούντε για το τι σημαίνει πραγματικά η κόλαση:

Είναι λανθασμένη η δοξασία ότι δεν υπάρχει καμία λύτρωση από την κόλαση κι ότι τις ψυχές εκεί τις έχω καταδικάσει στον αιώνα τον άπαντα. Δεν είμαι Εγώ που τις καταδικάζω, παρά εκείνες οι ίδιες έχουν επιλέξει την καταδίκη. Δεν τις γκρεμίζω Εγώ στα έγκατα, παρά εκείνες μόνες τους κατευθύνθηκαν στο βάραθρο. Όμως η αγάπη Μου δεν αφήνει κανέναν να μείνει επ’ άπειρον σε μία τέτοια τεράστια απόσταση. Γι’ αυτόν το λόγο υπάρχει λύτρωση ακόμη και από την κόλαση∙ γιατί Εγώ πέθανα στο σταυρό και για χάρη των κολασμένων και σήκωσα πάνω Μου την ενοχή τους, επειδή η αγάπη Μου είναι μεγαλύτερη από την οργή Μου, από τη δικαιοσύνη Μου.

Και η κόλαση επίσης θα αναγκαστεί να αφήσει ελεύθερα μία μέρα τα τελευταία θύματά της. Με άλλα λόγια ακόμη κι η συμπαγέστερη ύλη κάποτε θα διαλυθεί και το πνευματικό που περιέχει θα ελευθερωθεί, προκειμένου να ανέλθει στη Ζωή. Γιατί η κόλαση δεν είναι, όπως την φαντάζεστε σεις οι άνθρωποι, ένα αιωνίως άσβηστο πυρ ούτε είναι κάποιος τόπος όπου εξορίζονται οι καταδικασμένοι.

Η κόλαση είναι μία κατάσταση, της οποίας τα μαρτύρια δεν περιγράφονται∙ είναι μία κατάσταση που αρχίζει πάνω στη Γη όταν οι άνθρωποι δεν Με αναγνωρίζουν, Με απαρνούνται και χάνουν τη δύναμη που παρέχει η αγάπη Μου. Φυσικά ζουν χωρίς Εμένα τη σωματική τους ζωή δίχως να τους βασανίζει ακόμη η κατάσταση της αδυναμίας που συνεπάγεται η απομάκρυνσή τους από Εμένα. Αλλά μόλις τελειώσει η σωματική ζωή, αρχίζει το μαρτύριο. Και το μαρτύριο είναι η συναίσθηση ότι υπάρχουν, όμως δεν έχουν καθόλου δύναμη.

Στην αρχή στην άλλη ζωή υπάρχει η δυνατότητα να παραιτηθεί μία ψυχή από την αντίστασή της, εφόσον ακούσει τις συμβουλές που τις δίνουν οντότητες που έχουν τη Γνώση. Σπάνια όμως αξιοποιούνται αυτές οι δυνατότητες με αποτέλεσμα η ψυχή να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά. Έτσι η απόσταση από Εμένα μεγαλώνει διαρκώς, η αδυναμία προχωρεί, μέχρι που επέρχεται τελικά η πλήρης σκλήρυνση… η φυλάκιση μέσα στη σκληρότατη ύλη…».

***

Σύμφωνα πάντως με τις νέες αποκαλύψεις ελπίδα και προοπτική εξέλιξης υπάρχει για όλους, όπου και αν βρίσκονται πνευματικά και σε κάθε θρησκεία, γιατί η αγάπη του Θεού δεν εγκαταλείπει κανέναν:

«Σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν για την διδασκαλία Μου στον κόσμο αυτόν, θα δοθούν στον άλλο κόσμο οδηγοί που θα τους φέρουν στη γέφυρα. Αν ακολουθήσουν τους οδηγούς τους θα περάσουν και αυτοί τη γέφυρα και θα φτάσουν στην αληθινή, αιώνια ζωή. Αν αντίθετα εμμείνουν στη δική τους διδασκαλία, τότε θα κριθούν απλώς ως δημιουργήματά Μου με βάση το αν έζησαν σύμφωνα με αυτήν». (ΜΕΙ Ι 81,12)

Και όπως λέγεται στο Ευαγγέλιο : «Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλά διαμερίσματα» (Ιωάννη 14,2).

2017-11-19T14:11:02+00:00