Loading...

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

Μία κριτική ματιά και

μία εναλλακτική ριζοσπαστική θεώρηση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Δεν είναι πάντα εύκολο να κολυμπήσεις ενάντια στο ρεύμα των λαθεμένων αντιλήψεων. Είναι ακόμη δυσκολότερο δε, όταν εκφέρεις μία κριτική γνώμη, να πεις τα αρνητικά πράγματα με το όνομά τους και συνάμα με το σωστό σεβασμό. Αλλά το δυσκολότερο απ’ όλα είναι χωρίς να χάσεις την αγάπη για τους ανθρώπους που πλανώνται, να στηλιτεύσεις τις πλάνες τους».

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας δεν είναι μία επιστημονική εργασία με θρησκειολογικές αξιώσεις. Η μόνη του φιλοδοξία είναι να αποτελέσει ένα «μίτο της Αριάδνης» στο σημερινό λαβύρινθο θρησκευτικών και πνευματικών διδασκαλιών. Γι’ αυτό οι αναλύσεις του επικεντρώνονται στα κύρια, ουσιώδη χαρακτηριστικά κάθε διδασκαλίας, εκτός αν υπάρχουν δευτερεύουσες όψεις ενός θέματος που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως λ.χ. το φαινόμενο του γκουρουισμού ή η αντιμετώπιση της γυναίκας. Πάντως οι βασικές επιδιώξεις είναι: α) να καταφανούν τα κοινά σημεία αλλά και οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των παγκόσμιων θρησκειών και β) να σκιαγραφηθούν οι συγγένειες που υπάρχουν ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες, στα παρακλάδια τους και σε άλλα θρησκειοφιλοσοφικά συστήματα.

Τι είναι θρησκεία; Θρησκεία είναι η βιωματική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στην υπεράνθρωπη δύναμη στην οποία πιστεύει και από την οποία αισθάνεται ότι εξαρτάται η ύπαρξή του. Αυτή η σχέση εκδηλώνεται μέσα από ιδιαίτερα αισθήματα (π.χ. φόβο, εμπιστοσύνη, αγάπη), μέσα από καθιερωμένες, πατροπαράδοτες αντιλήψεις (μύθους, παραδόσεις, δόγματα) και μέσα από θεσμοποιημένες ενέργειες (θεσμική, τυποποιημένη λατρεία, τελετουργίες, τήρηση θρησκευτικών κανόνων). Θρησκείες στον πληθυντικό ονομάζονται οι ποικίλες, συλλογικές μορφές λατρείας που είναι κοινές σε μία ομάδα, σε μία κοινότητα, σε έναν ή σε περισσότερους λαούς. Ο γνωστός ιστορικός Jacob Burckhardt έδωσε έτσι τον ορισμό τους: «Οι θρησκείες αποτελούν την έκφραση της αιώνιας, ακατασίγαστης μεταφυσικής ανάγκης της ανθρώπινης φύσης. Το μεγαλείο τους είναι ότι παριστάνουν όλο το υπεραισθητό συμπλήρωμα του ανθρώπου, όλα αυτά που δεν μπορεί να δώσει ο ίδιος στον εαυτό του».

Η θρησκεία δείχνει το δρόμο για τη σωτηρία. Ανταποκρίνεται στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και του δίνει τα μέσα να υπερβεί τα εμπόδια που του φράζουν το δρόμο προς την ανώτερη δύναμη. Μέσω της θρησκείας επιδιώκει την ευμένεια της θείας Δύναμης, την εξασφάλιση ανεκτών βιοτικών συνθηκών, την προστασία από απειλές και κινδύνους, την παραμυθία, την εσωτερική ειρήνη και την αλήθεια και τέλος, ακόμη και αυτήν την αθανασία.

Δεν υπάρχει κοινωνία ανθρώπων χωρίς θρησκεία και δεν υπάρχει τομέας του ανθρώπινου βίου που να μην επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν. Σήμερα που ο άνθρωπος ζει περισσότερο από ποτέ άλλοτε υλιστικά και υπό τη διαρκή απειλή μίας πυρηνικής ή άλλης καταστροφής, δείχνει να υπάρχει μόνο για την παρούσα στιγμή, χωρίς δεσμεύσεις από μία ανώτερη Αρχή. Με αυτήν τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του τρέχει χωρίς ανάπαυλα να βρει ευτυχία, ευημερία, απόλαυση, επιτυχία. Ωστόσο βαθιά στην ψυχή του αναζητεί προσανατολισμό, στηρίγματα, ειρήνη και ένα νόημα για την ύπαρξή του, όπως μαρτυρούν οι διάφορες νέες μορφές θρησκευτικότητας και ψυχοθεραπείας και εσωτερικών πρακτικών.

Σε αυτό το βιβλίο θα καταβληθεί προσπάθεια στα μέτρα των δυνατοτήτων να γίνει μία όσο το δυνατόν σφαιρικότερη παρουσίαση των θρησκειών. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται πρώτα από όλα να αποσαφηνιστούν βασικές παράμετροι όπως η προέλευση, η φύση και οι ιδιαίτερες εκφάνσεις των θρησκειών.

Κοινό σε όλες τις θρησκείες είναι το συναίσθημα της εξάρτησης από μία ανώτερη Δύναμη εμπρός στην οποία ο άνθρωπος στέκεται γεμάτος αγάπη, δέος, φόβο και ελπίδα. Προσευχές, θυσίες, τελετουργίες είναι οι επικρατούσες μορφές επικοινωνίας με τη Δύναμη αυτή σε όλη την υφήλιο.

Συνεπώς το θρησκευτικό συναίσθημα συνιστά κοινό, βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που πηγάζει από το εσωτερικό του. Το σύνολο των πεποιθήσεων που στοιχειοθετούν κάθε θρησκεία αναφέρονται σε μία πραγματικότητα που, αν και δεν μπορεί να αποδειχτεί, για τον πιστό συνιστά μία εσωτερική, αδιαμφισβήτητη αλήθεια.

Σχετικά με την προέλευση της θρησκείας υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες θεωρίες. Από τότε που ο Δαρβίνος εισήγαγε την ιδέα της εξέλιξης στη βιολογία, παρουσιάστηκαν και στη θρησκειολογία ανάλογες θεωρίες μερικές από τις οποίες θα αναφερθούν ενδεικτικά:

Η ανιμιστική θεωρία : Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία οι άνθρωποι άρχισαν από πολύ νωρίς να πιστεύουν ότι τα πάντα στην πλάση είναι έμψυχα (εξού και η ονομασία από το λατινικό anima, δηλαδή ψυχή). Γι’ αυτό λάτρευαν τις ψυχές ή τα πνεύματα που θεωρούσαν ότι κρύβονταν στα αντικείμενα και πίσω από όλα τα φαινόμενα, τιμούσαν δε ιδιαίτερα τα πνεύματα των προγόνων τους. Σε πολλά φυσικά θρησκεύματα η ψυχή είναι ένα πνεύμα που μπορεί να κατοικήσει ή να μετενσωματωθεί σε ζώα ή σε πράγματα. Σαν εξέλιξη της πίστης αυτής στα πνεύματα προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου οι ιδέες περί θεών και οι θρησκείες γύρω από μία ή πολλές θεότητες.

Η προανιμιστική θεωρία υποστηρίζει ότι ήδη σε πρωτόγονα στάδια παρατηρείται η ύπαρξη θεών παράλληλα με την πίστη σε ψυχές και πνεύματα.

Η πρωταρχική μονοθεϊστική θεωρία: Αυτή υποθέτει ότι η πίστη σε ένα υπέρτατο παντοδύναμο ον υπήρξε εξαρχής. Όμως η πίστη αυτή αλλοιώθηκε με το χρόνο καθώς οι ιστορικοί λαοί ανέπτυξαν μία μυθολογία πολυθεϊστική και πολυπνευματική. Ως εκ τούτου η γενική τάση ήταν το πέρασμα από το μονοθεϊσμό στον πολυθεϊσμό, επειδή όπως ανέβαινε το πολιτισμικό επίπεδο ενός λαού χρειαζόταν ειδικούς θεούς για να τον βοηθούν σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις ανάγκης. Η μονοθεϊστική αυτή θεωρία υποστηρίζει ότι η πίστη σε ένα υπέρτατο ον εμφανίζεται ήδη από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού∙ αυτό αποδεικνύει η λατρεία ενός θεϊκού Πατέρα από Μογγόλους, αυτόχθονες Αυστραλούς, Πολυνήσιους, Ζουλού, φυλές του Κονγκό και της Νότιας Αφρικής κ.ά.

Το αν οι οπαδοί της εξελιξιαρχίας έχουν δίκιο ή οι οπαδοί μίας πρωταρχικής θεϊκής αποκάλυψης, είναι ένα ερώτημα που διχάζει σήμερα εκ νέου τον κόσμο. Οι εξελιξιαρχιστές συχνά απορρίπτουν την ίδια την ύπαρξη ενός θεού και ανάγουν την εμφάνιση της ζωής σε αποκλειστικά εξωθεϊκούς παράγοντες.

Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι δημιουργιστές (creationists) που πιστεύουν κατά λέξη τη βιβλική αφήγηση της Δημιουργίας.

Ας σημειωθεί πάντως ότι και οι δύο πλευρές, εξελιξιαρχιστές και δημιουργιστές ουσιαστικά απαιτούν την πίστη στις θεωρίες τους και δεν έχουν να παρουσιάσουν ασφαλείς, αδιαμφισβήτητα τεκμηριωμένες αποδείξεις. Στην εξέλιξη του βιβλίου ωστόσο θα φανεί πού βρίσκεται η αλήθεια.

Αντίστοιχες με την εξελιξιαρχική ή θεοκεντρική τοποθέτηση του παρατηρητή, είναι και οι απαντήσεις που δίνει σε όλα τα ερωτήματα τα συναφή με την προέλευση της θρησκείας και της δημιουργίας. Εκείνος που στηρίζεται στη Βίβλο π.χ. πιστεύει ότι ο άνθρωπος είχε εξαρχής σχέση με το Δημιουργό του∙ άρα η θρησκεία υπήρχε από καταβολής κόσμου και δεν προέκυψε ως ανθρώπινη επινόηση με την πάροδο του χρόνου. Η σχέση Δημιουργού και δημιουργήματος διατηρήθηκε, σαφώς αλλοιωμένη, και μετά την αποστασία του δεύτερου και την πτώση του από τον κόλπο του πρώτου.

Η νέα σχέση μεταξύ του Θεού και του αμαρτωλού, έκπτωτου ανθρώπου νοηματοδοτείται καταρχάς από την προσφορά θυσίας. Πράγματι η θυσία των ζώων εννοείται ως προσφορά λατρείας και ως μέσον εξαγνισμού, όπου τα θυσιαζόμενα ζώα «μεσολαβούν» για να εξασφαλίσουν τη θεία ευμένεια και επιείκεια. Είναι δε σημαντικό ότι με την ίδια αυτή έννοια η ζωοθυσία απαντά σε αρχαιότατες γραπτές πηγές στους αρχαίους Έλληνες, Αιγύπτιους, Ινδουιστές, Κινέζους, αλλά και σε παραδόσεις πολλών άλλων λαών.

Ωστόσο η ζωοθυσία συνδέεται με την αύξηση της εξουσίας ενός εξειδικευμένου ιερατείου. Έτσι αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, αλλά και ο Βούδας και ο Κομφούκιος, καταδικάζουν τις ζωοθυσίες που επιβάλλονται από το διεφθαρμένο ιερατείο.

Αντίθετα για τους εξελιξιαρχιστές που πρεσβεύουν ότι ο άνθρωπος προήλθε από τον πίθηκο, η απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα είναι διαφορετική. Γι’ αυτούς ο φόβος των πιθήκων μπροστά στον κίνδυνο εξελίχθηκε μέσα από πάρα πολλά στάδια σε μία υποτυπώδη θρησκεία, τον ανιματισμό (η πίστη ότι όλα στο σύμπαν έχουν ψυχή ή πνεύμα, χωρίς όμως η πίστη αυτή να αφορά προσωποποιημένα όντα). Επρόκειτο απλώς για την «πίστη σε μία ακαθόριστη, πανίσχυρη, τρομακτική και αδιερεύνητη δύναμη» (Bouquet). Το επόμενο στάδιο υπήρξε ο ανιμισμός, η πίστη στα πνεύματα που εγκατοικούν στην κτίση και επεμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων. Από τον ανιμισμό έγινε η μετάβαση στον πολυθεϊσμό. Ο λαός Ισραήλ ήταν πρωτοπόρος από την άποψη ότι περιορίστηκε σε έναν θεό. Οι Εβραίοι προφήτες και ο φιλοσοφικός μονοθεϊσμός του Πλάτωνα οδήγησαν στο χριστιανισμό και στον ισλαμισμό, τις δύο αυστηρά μονοθεϊστικές θρησκείες.

Αυτό είναι το σχήμα της γένεσης και της εξέλιξης της θρησκείας σύμφωνα με τους εξελιξιαρχιστές. Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου εθεωρείτο για ένα μεγάλο διάστημα απόλυτα τεκμηριωμένη και έτσι εφαρμόστηκε όχι μόνο στη βιολογία αλλά και στον «πνευματικότερο» κλάδο της θρησκειολογίας. Η ιστορική έρευνα έχει σήμερα καταρρίψει εν μέρει αυτό το σχήμα. Είναι γνωστό λ.χ. ότι υπήρξαν μονοθεϊστικές και ιερατικές θρησκείες πολύ πριν τον καιρό του πατριάρχη των Εβραίων Αβραάμ.

Για τούτον το λόγο οι σύγχρονοι εξελιξιαρχιαστές τοποθετούν την εμφάνιση του μονοθεϊσμού στην προϊστορική εποχή. Ανθρωπολογικές έρευνες όπως του Αυστριακού Wilhelm Schmidt δείχνουν ότι σύγχρονες «πρωτόγονες» φυλές έχουν ζωντανή την ανάμνηση ενός θεού-πατέρα.

Όμως οι μάγοι της φυλής έχουν καταφέρει, για ευνόητους λόγους, να τους εμφυσήσουν μεγαλύτερο φόβο για τα πνεύματα της φύσης και έτσι ο δημιουργός θεός έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Αυτές οι νεότερες ανθρωπολογικές αποδείξεις δείχνουν ότι το εξελιξιαρχικό σχήμα που αρχίζει με τον ανιματισμό δεν πιστοποιείται πάντοτε (Εγχειρίδιο Παγκόσμιων Θρησκειών).

Εκτός από τις αποδείξεις των ανθρωπολόγων, είναι ενδιαφέρουσα επίσης η μαρτυρία του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ (1688-1772) που υπήρξε Σουηδός πανεπιστήμονας αλλά και οραματιστής του επάνω και του κάτω κόσμου. Ο Σβέντενμποργκ αναφέρεται στις αρχαίες θρησκείες μεταξύ άλλων σε δύο έργα του, στο Αποκάλυψη Αποκαλυμμένη και στο Περί Ουρανού και περί του Κάτω Κόσμου. Εκεί λέει ότι όλες οι πρωτογενείς θρησκείες επήγασαν από έναν «Πανάρχαιο Λόγο». Τούτος ο Πρωταρχικός Λόγος ήταν γραμμένος με συμβολισμούς και αντιστοιχίες. Όμως οι μεταγενέστερες γενιές έπαψαν μετά από ένα σημείο να τον κατανοούν σωστά, επειδή δεν γνώριζαν πια πώς να ερμηνεύσουν τις αντιστοιχίες. Έτσι τις ερμήνευαν κατά λέξη με αποτέλεσμα να προκύψει πλήθος λαθών και η αυθεντική θρησκεία να παραμορφωθεί.

Κατά τον Σβέντενμποργκ ο Πανάρχαιος Λόγος προϋπήρχε της Παλαιάς Διαθήκης. Αν και δεν έχει βρεθεί ως σήμερα, εντούτοις γίνονται έρευνες για να ανακαλυφθούν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τα ίχνη του. Ο ισχυρισμός του Σβέντενμποργκ είναι εξολοκλήρου αξιόπιστος, δεδομένου ότι οι μυθολογίες απομακρυσμένων μεταξύ τους λαών παρουσιάζουν συχνά εκπληκτικές ομοιότητες και οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπήρχε μία κοινή για όλους πηγή. Φερ’ ειπείν, πολλές φυλές γνωρίζουν μία κοσμογονία, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο περιεχόμενό της. Ο κατακλυσμός του Νώε επαναλαμβάνεται παραπλήσια στους Σουμέριους, στους Κινέζους και σε φυλές Ινδιάνων. Η επαγγελία για τον ερχομό ενός μεσσία συναντάται στους Ισραηλίτες, στους Ιρανούς, στους Τολτέκους στο Μεξικό και επίσης με μεταλλαγμένη μορφή στους Ινδούς. Στη μεταθανάτια επιβίωση της ψυχής και στην κρίση των ψυχών πίστευαν αρχαίοι Αιγύπτιοι και Έλληνες, Πέρσες, γερμανικές φυλές και οι απομονωμένοι Εσκιμώοι της Γροιλανδίας. Όλες αυτές οι πίστεις εύλογα δεν προέκυψαν από την πρωτόγονη λατρεία των δυνάμεων της φύσης, αλλά περιέχονταν στον Πανάρχαιο Λόγο.

Στον Σβέντενμποργκ είχε δοθεί το χάρισμα της πνευματικής όρασης, αυτό που δίνεται αρχικά σε κάθε άνθρωπο μετά το σωματικό θάνατο για να μπορεί να βλέπει στον άλλον κόσμο. Αυτή η οραματιστική ικανότητα του δόθηκε ενώ ήταν ακόμη εν ζωή γιατί είχε την αποστολή να μεταφέρει στη Γη τα όσα έβλεπε στις ουράνιες σφαίρες∙ με βάση τα οράματά του αυτά αναφέρθηκε επίσης στον Πανάρχαιο Λόγο. Έτσι υποστηρίζει ότι υπήρχαν ελάχιστα πολύτιμα χειρόγραφα με τον Πανάρχαιο Λόγο, ενώ μερικοί λαοί κατείχαν μόνο ορισμένα μέρη του. Οι λαοί που δεν είχαν γραφή, τον αποστήθιζαν τμηματικά και τον μετέδιδαν δια στόματος από γενιά σε γενιά. Φυσικά είτε σε γραπτή είτε σε προφορική μορφή ο Πανάρχαιος Λόγος αλλοιώθηκε σημαντικά από τον ανθρώπινο παράγοντα.

Τμήματα του Λόγου επιβίωσαν με αλλοιωμένη μορφή, όμως οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν πλέον το νόημα των αντιστοιχιών. Αλλά επειδή θεωρούσαν ακόμη τις εξιστορήσεις του ιερές, τις χρησιμοποίησαν ως υπόβαθρο για να δημιουργήσουν πάνω του τις μυθολογίες τους.

Ο Σβέντενμποργκ λέει ότι στους πανάρχαιους χρόνους, τους χρόνους της πρωταρχικής Εκκλησίας, αλλά και αργότερα, στους χρόνους της Αρχαίας Εκκλησίας, λατρευόταν ένας μοναδικός θεός με το όνομα Ιεχωβά. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο ή παραπλήσιο όνομα συναντάται σε πάρα πολλούς λαούς, διάσπαρτους ανά την οικουμένη, οι οποίοι εν μέρει υπάρχουν ακόμη. Για παράδειγμα θα αναφερθούν επιλεκτικά μερικά από αυτά τα ονόματα και οι λαοί στους οποίους αντιστοιχούν. Έτσι έχουμε το όνομα Jihovaa στους Naga-Naga στο Ασσάμ της βόρειας Ινδίας, Yehovah στους Ινδιάνους Mohaw στον Καναδά, Chihowah στους Ινδιάνους Choktaw της Οκλαχόμα, Chovum στους Πυγμαίους του Κονγκό, Jekoba στους Kipsigis στην Κένυα, Ywa στους Karen στη Βιρμανία, Jainkoak στους Βάσκους, Jehova στους Kiwai στη Νέα Γουινέα κ.α.

Ας σημειωθεί ότι και ο Κινέζος φιλόσοφος Λάο-Τσε (604-515 π.Χ.), μολονότι δεν δίδαξε για έναν προσωπικό θεό, χρησιμοποίησε τον όρο Jihiwei για τη θεία Αρχή, βασιζόμενος πιθανότατα σε αρχαίες αποκαλύψεις.

Υπάρχει επίσης άλλη μία ομάδα με παρεμφερείς ονομασίες για τον θεό που σημαίνουν πνεύμα∙ εδώ συγκαταλέγονται ονόματα όπως το Djos στα σανσκριτικά για τους προγόνους των Ινδών στη βόρεια Ινδία, θεός στα ελληνικά, deus στα λατινικά, Dievs ή Diews σε Λιθουανία και Λετονία κ.ά.

Οι λαοί γερμανικής καταγωγής ονομάζουν τον θεό καλό, gut ή good∙ έτσι είναι Gott για τα γερμανόφωνα φύλα, god για τους Άγγλους, Ολλανδούς, Φλαμανδούς, Gud για τους Σκανδιναβούς και τους Δανούς.

Τέλος, ορισμένες φυλές του Πακιστάν και της Ινδίας και οι περισσότεροι λαοί σλαβικής καταγωγής από τη Σιβηρία ως την Τσεχία και την Πολωνία, ονομάζουν τον Θεό Bhagawan ή Bog που σημαίνει «Κύριος».

Επίσης ο Αυστριακός ενορατικός και προφήτης Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864) έγραφε στο εμπνευσμένο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη ότι ο μονοθεϊσμός ανέκαθεν ήταν γνωστός σε όλους τους λαούς. Εκεί ο Ναζωραίος εξηγεί στους μαθητές του: «Δεν υπάρχει λαός σε όλη τη Γη που να μην διαθέτει νόμους. Γιατί ο Θεός αφύπνισε σε όλους τους λαούς, ανάλογα με τις ανάγκες τους, σοφούς άνδρες που τους έδωσαν νόμους. Αυτοί τους δίδαξαν επίσης ότι υπάρχει ένας Θεός που δημιούργησε, συντηρεί, κυβερνά και καθοδηγεί τα πάντα. Εκτός αυτού τους δίδαξαν ότι ο Θεός ανταμοίβει σε αυτήν τη ζωή και στην άλλη όσους τηρούν τους νόμους∙ αντίθετα τους ενάντιους θα τους σωφρονίσει και θα τους τιμωρήσει χωρίς επιείκεια ήδη σε αυτήν τη ζωή και ασφαλώς και στην επόμενη. Γιατί η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατο του σώματος συνεχίζει να ζει σε έναν άλλον κόσμο, αυτόν των πνευμάτων, και εκεί κρίνεται για τις πράξεις της.

Αυτήν τη γνώση την έχει λάβει κάθε λαός και μόλις αρχίζει να την ξεχνά, του την υπενθυμίζουν εκ νέου, είτε κάθε φορά καινούργιοι θεόπεμπτοι σοφοί είτε η ίδια η συνείδησή του. Επομένως όποιος διαθέτει νου και υγιή λογική δεν έχει καμία δικαιολογία εάν πράττει κατά των νόμων που γνωρίζει» (τόμος VIII, κεφ. 17, 3-4).

«Δεν υπάρχει ούτε ένας λαός σε όλη τη Γη που να μην του έχει αποκαλυφθεί ο Θεός όταν ήταν η κατάλληλη ώρα. Όμως και οι γονείς είχαν χρέος σύμφωνα με το θέλημά του να ανατρέφουν τα παιδιά τους έτσι που να διατηρούν απαρέγκλιτα τη ζωντανή πίστη και ως απόρροια αυτής να ενεργούν επίσης σε αρμονία με τη θεϊκή βούληση που θα αναγνώριζαν. Αλλά πολύ σύντομα τους ανθρώπους δεν τους βόλευαν πια η σωστή ταπεινοφροσύνη και η αυταπάρνηση που πηγάζει από την αγάπη για τον Θεό. Γι’ αυτό τις εγκατέλειψαν και αντ’ αυτών υιοθέτησαν την αγάπη για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Αυτή η αγάπη έκανε τόσο σκοτεινές τις ψυχές τους και τις συγχώνευσε με τη νεκρή ύλη, ώστε έχασαν καθετί το καθαρά πνευματικό. Στη συνέχεια ήταν πολύ εύκολο για τους ψευδοπροφήτες να ρίξουν τους έτσι κι αλλιώς σκοταδιασμένους ανθρώπους σε ακόμη μεγαλύτερο σκοτάδι από αυτό που τους κάλυπτε ήδη από τη γέννησή τους εξαιτίας της νωθρότητάς τους» (Τόμος VIII, 196,1) .

Σήμερα αρκετοί ανθρωπολόγοι θεωρούν επίσης ότι ο μονοθεϊσμός προηγήθηκε του ανιμισμού. Με βάση τις έρευνές τους υποστηρίζουν ότι οι ανιμιστικές φυλές δεν ήταν εξαρχής ανιμιστικές, αλλά εξέπεσαν από το μονοθεϊσμό αφότου έχασαν τη γνώση για τον έναν Θεό. Από τη στιγμή που έχασαν τα ιερά τους κείμενα και την καθοδήγηση από σοφούς και προφήτες, σταμάτησαν να θυσιάζουν στο Δημιουργό Θεό και αντ’ αυτού προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τα πνεύματα προσφέροντάς τους θυσίες (Εγχειρίδιο Παγκόσμιων Θρησκειών).

Αυτές οι ιστορικές ανθρωπολογικές μαρτυρίες επαληθεύουν τη Βίβλο που λέει ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του θεού και ήταν εξαρχής μονοθεϊστής. Όμως η θεωρία της εξέλιξης η οποία είναι η επικρατέστερη στον επιστημονικό κόσμο, μιλά για πιθηκανθρώπους, για ανθρώπους των σπηλαίων και τα συναφή, τα οποία θεωρούνται πλέον τεκμηριωμένη γνώση και διδάσκονται έτσι παντού. Πώς συμβιβάζονται επομένως αυτά με τις ανθρωπολογικές παρατηρήσεις που μαρτυρούν για έναν πρωταρχικό μονοθεϊσμό και με τη μαρτυρία της Βίβλου;

Η πρώτη δυνατότητα να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, η οποία συνήθως παραβλέπεται, λέει ότι κάλλιστα μπορεί ο Θεός να έχει χρησιμοποιήσει κατά τη δημιουργία του ανθρώπου τη μετάλλαξη και τη φυσική επιλογή, δηλαδή τις δύο κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης κατά τους δαρβινιστές. Ούτως ή άλλως ο Θεός έχει την ελευθερία και τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει στη δημιουργία του όποια μέσα θέλει και του υπαγορεύει η σοφία του (μέσα που θα εκτεθούν στη συνέχεια του βιβλίου αυτού). Οι επιστήμονες έχουν σαφώς δικαίωμα και καθήκον να ερευνήσουν αυτά τα μέσα, όπως και κάθε άλλη εκδήλωση της δημιουργίας∙ πάντως για έναν που πιστεύει παραμένει γεγονός ότι ο Δημιουργός δημιούργησε τον κόσμο σύμφωνα με το δικό του το σχέδιο.

Σήμερα όλο και περισσότερο η επιστήμη κατά την προέλασή της εισχωρεί σε χώρους άυλους και έτσι έχει αρχίσει εκ των πραγμάτων να αναγνωρίζει την ύπαρξη του πνεύματος. Ο νομπελίστας φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ παρατηρεί: «Η πρώτη γουλιά από το ποτήρι των φυσικών επιστημών σε κάνει αθεϊστή∙ αλλά στο βάθος του ποτηριού περιμένει ο Θεός».

Μπορεί σήμερα πολύ περισσότεροι ερευνητές να αναγνωρίζουν την πνευματική υπόσταση της φύσης, ωστόσο τους διαφεύγει εντελώς η αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα στην πνευματική και στην υλική πλευρά της. Δεν έχουν φθάσει ακόμη στο σημείο να διευκρινίσουν πώς μία πνευματική δημιουργική Δύναμη (ο Θεός), έκτισε από πνευματικά αρχέγονα στοιχεία (σπινθήρες ζωής), ολόκληρο τον ορατό κόσμο, όλο αυτό το καταπληκτικής συνοχής σύστημα από ουράνια σώματα με τους αμέτρητους ήλιους, κομήτες, πλανήτες, σελήνες κ.λπ. Μέχρι σήμερα το φως της επιστήμης δεν έχει εισχωρήσει σε αυτό το μυστήριο της Δημιουργίας. Ο καθένας που είναι λίγο μυημένος στην επιστημονική πραγματικότητα παραδέχεται πως σε αυτό το σημείο η ανθρώπινη νόηση εξακολουθεί να βρίσκεται εμπρός σε μία απύθμενη άβυσσο.

Ας μην ξεχνάμε ότι το αντικείμενο της επιστήμης είναι να ασχολείται με ενδοκοσμικά πράγματα και φαινόμενα. Η επιστήμη δεν έχει την ικανότητα να αναλύσει το υπερβατικό, να εισχωρήσει στα εξωκοσμικά αίτια και στο νόημά τους, ούτε να μετρήσει τις εκδηλώσεις του πνεύματος με τις μεθόδους της. Γι’αυτό μπορεί μεν να ισχυριστεί ότι εξετάζοντας τα φαινόμενα της ύλης και της ζωής δεν διαπιστώνει ένα ανώτερο σχέδιο ή νόημα σε όλα αυτά. Αλλά υπερβαίνει τα όριά της όταν παύει να είναι ουδέτερη και παίρνει θέση υπέρ της θεωρίας ότι η Δημιουργία έγινε τυχαία χωρίς να έχει τελικό σκοπό ούτε ανώτερο Δημιουργό∙ ιδίως μάλιστα όταν και τα δικά της επιχειρήματα αποτελούν στην πραγματικότητα υποθετικά θεωρήματα και όχι αποδεδειγμένα γεγονότα.

Αλλά και ο θεοσεβής από τη δική του πλευρά ιδίως ο οπαδός του δημιουργισμού οφείλει να αναγνωρίζει τα όριά του και να μην ερμηνεύει στενόμυαλα την Παλαιά Διαθήκη π.χ., που είναι ένα βιβλίο το οποίο μιλά με σύμβολα και αντιστοιχίες. Ας μην παραγνωρίζεται ότι ο Αδάμ είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, με ελευθερία βούλησης, ανεπτυγμένη διάνοια και ψυχή. Οι άνθρωποι των σπηλαίων, τα ανθρωποειδή, οι Νεάντερταλ κ.λπ που υπήρξαν χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια πριν τους πρωτόπλαστους ήταν στο επίπεδο του ζώου και δεν είχαν τίποτα το θεϊκό.

Το ερώτημα ποιος έχει τελικά δίκιο, οι υποστηρικτές της θεωρίας της εξέλιξης ή της θείας δημιουργίας δεν είναι απλώς θεωρητικό. Έχει να κάνει με την ουσία, με τη φύση του ανθρώπου και το σκοπό της ύπαρξής του.

Ως γνωστόν η Αγία Γραφή λέει ότι οι πρωτόπλαστοι ήταν θεοειδείς, μονοθεϊστές, επικοινωνούσαν με τον Πλάστη τους κι αφότου αμάρτησαν (αμαρτάνω = αστοχώ, σφάλλω), θυσίαζαν ζώα για να τον εξευμενίσουν. Αυτή η βιβλική άποψη για τη γένεση της θρησκείας όπως είδαμε ενισχύεται κι από άλλες πηγές. Προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί η ακρίβειά τους με βεβαιότητα, όμως συντείνουν στην εκδοχή του μονοθεϊσμού. Έτσι έχουμε ένα σύνολο από διάσπαρτα στοιχεία που συνηγορούν για μία αρχική μονοθεϊστική πίστη. Ο αρχικός μονοθεϊσμός εξηγεί πολλά ιστορικά δεδομένα που με τη θρησκειολογική θεωρία της εξέλιξης δεν εξηγούνται.

Για παράδειγμα οι Βέδες, που είναι τα αρχαιότερα σανσκριτικά κείμενα της Ινδίας δημιουργημένα περί το 1800-1200 π.Χ., περίπου την ίδια εποχή με εκείνη των Εβραίων πατριαρχών, αναφέρονται σε ζωοθυσίες παρόμοιες με του Αβραάμ.

Οι Βέδες ήταν οι ύμνοι που απήγγειλαν οι ιερείς μπροστά στο βωμό για να τιμήσουν τον Θεό. Μολονότι τον αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα, τον λάτρευαν πάντοτε ονομάζοντάς τον κύριο του σύμπαντος. Αυτή η λατρεία ονομάζεται ενοθεϊσμός, όπου δηλαδή τα διαφορετικά ονόματα της θεότητας δεν μαρτυρούν πολλούς θεούς αλλά όψεις και ιδιότητες του ενός θεού. Όταν με τον καιρό τα ονόματά του προσωποποιούνται και αποδίδονται σε διάφορες θεότητες, προκύπτει ο πολυθεϊσμός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του χαρισματικού θεόσοφου Γιάκομπ Λόρμπερ αυτή υπήρξε η εξέλιξη της μονοθεΐας στην αρχαία Αίγυπτο, την οποία εξέλιξη παρέλαβαν αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες.

Ομοίως περί το 1000 π.Χ. τα βεδικά κείμενα γίνονται πολυθεϊστικά, ενώ οι πρώτοι Άριοι πρέπει να υπήρξαν όπως είδαμε μονοθεϊστές. Η πολυθεΐα στις μυθολογίες Ελλήνων και Αρίων μαρτυρεί την καταπληκτική ποιητική φαντασία αυτών των λαών και την πνευματική επιστήμη των συμβολισμών, ούτως ώστε δεν αποκλείει τα μυθολογικά έπη να προέκυψαν ύστερα από έναν αρχικό μονοθεϊσμό. Αντιγράφουμε πάλι από το έγκυρο Εγχειρίδιο των Παγκόσμιων Θρησκειών:

«Ο αρχικός δημιουργός και θεός των Αρίων ήταν γνωστός σε όλους τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς. Το πρώτο του όνομα ήταν Dyaus Pitar, αντίστοιχα προς το Δίας Πάτερ των Ελλήνων. Άλλα ονόματά του ήταν «Ουρανός, Ουράνιος» (σανσκριτικά Varuna) και «Φίλος» (σανσκριτικά mitra, περσικά mithra). Κοσμητικά επίθετα, παρομοιώσεις και μεταφορές τον προίκισαν και με άλλες προσονομασίες όπως «Ήλιος» και «Φύλακας της Τάξης». Η πυρά στον ιερό βωμό όπου γινόταν ο αγνισμός (σανσκριτικά agni, ινδοευρωπαϊκή ρίζα yag = τιμώ, ευλαβούμαι) επενδύθηκε σταδιακά με θεϊκές ιδιότητες.

Συν τω χρόνω οι θρησκευτικές διηγήσεις διακοσμήθηκαν με ιστορίες αγάπης, ζηλοτυπίας, πολέμου κ.λπ. και έτσι γεννήθηκαν οι μυθολογίες. Καθώς προήγαγαν τη Γη σε νύφη του θεού, άρχισαν να την τιμούν ανεξάρτητα σαν «βασίλισσα του Ουρανού». Στη λατρεία της Γης προστέθηκε αργότερα η λατρεία της γονιμότητας και της σεξουαλικότητας. Όταν σε μία θρησκεία εκλείπουν τα ιερά κείμενα και οι σοφοί ή οι προφήτες που εγγυώνται την καθαρότητα της πίστης, ακολουθεί κατά κανόνα η πτώση στην πολυθεΐα. Ακόμη και η ιστορία των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, Ισλάμ) δείχνει ότι και ο καθαρός μονοθεϊσμός μπορεί γρήγορα να αλλοιωθεί» Εγχειρίδιο Παγκόσμιων Θρησκειών.

Οι Εβραίοι ήταν εξαρχής μονοθεϊστές. Γι’ αυτούς ο θεός ήταν ένας, έστω κι αν τον ονόμαζαν Ελοχίμ («ο Ισχυρός»), Γιαχβέ («ο Ων»), ή Adonai («ο Κύριος»). Τα ίδια κήρυξε αργότερα και ο Μωάμεθ για τον Αλλάχ που διαθέτει επίσης πολλές προσονομασίες.

Από τη Βίβλο είναι γνωστό ότι η θυσία αυτή καθαυτήν δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά αποτελεί προεικόνιση της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού, με την οποία γεφυρώνεται ουσιαστικά το χάσμα που χώριζε το τέλειο θείο Ον από την ατελή, αμαρτωλή ανθρωπότητα. Κάθε άλλη θυσία συμβολίζει απλώς αυτήν τη μοναδική σταυρική θυσία και από μόνη της δηλώνει αποκλειστικά και μόνο την επιθυμία του ανθρώπου να λάβει συγχώρεση, να επιτύχει τη συμφιλίωση και την κοινωνία με το Δημιουργό του.

Είναι όμως πανανθρώπινο, πανάρχαιο φαινόμενο ότι ο αδύναμος αμαρτωλός αποφεύγει να παραδεχτεί την αδυναμία του απέναντι στον κριτή του και με τη δική του τη βοήθεια να αγωνιστεί συνειδητά για τον εξαγνισμό του καταβάλλοντας μία «θυσία» ο ίδιος. Αντίθετα τείνει να συνηθίζει λιγότερο κοπιαστικές πρακτικές εξαγνισμού και να επιλέγει ελαστικότερους «θεούς» με λιγότερες απαιτήσεις. Μεταθέτοντας σε τρίτους το βάρος αυτού που θα έπρεπε να είναι ο προσωπικός του αγώνας, φυγομαχεί και παρίσταται αμέτοχος σε ένα τελετουργικό τυπικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι σαν να δωροδοκεί τη θεότητα για να της αποσπάσει τα οφέλη που προσδοκά χωρίς να καταβάλλει κανένα προσωπικό μόχθο (θυσία). Με αυτήν την έννοια οποιαδήποτε θυσία, όπως η αγία Κοινωνία, υποβιβάζεται σε μία μαγική πράξη με την οποία ο «πιστός» περιμένει να αποσπάσει άφεση ή άλλα οφέλη. Έτσι στο Εγχειρίδιο των Παγκόσμιων Θρησκειών λέγεται: «Από τη στιγμή που η θυσία μετατρέπεται σε μία προσφερόμενη υπηρεσία με την οποία μπορεί ο καθένας να εξαγοράσει την ευλογία του Θεού, έχει τη δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει ως μέσον για να ωφεληθεί ο ίδιος και για να βλαφτούν οι αντίπαλοί του. Το αμέσως επόμενο βήμα σε μία τέτοια εξέλιξη είναι ο μάγος της φυλής που προσφέρει θυσία στα πνεύματα και όχι στον Θεό πια, ενώ συνάμα παύει να υπάρχει το στοιχείο της λατρείας και της ηθικής λειτουργίας.

Η σύγχρονη ανθρωπολογία των πολιτισμών έχει δείξει ότι στην πράξη όλες οι πρωτόγονες φυλές έχουν ακόμη ζωοθυσίες οι οποίες πιστεύεται πως προέρχονται από τον εκφυλισμό αρχαίων τελετουργιών που κι αυτές προήλθαν από την αλλοίωση της πρωταρχικής θρησκείας.

Τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. έλαβαν χώρα μεγάλες εξεγέρσεις εναντίον της εξουσίας των ιερατείων. Οι μεγάλες θρησκείες που προέκυψαν μετά από αυτές τις αναστατώσεις, όπως και ο χριστιανισμός αργότερα, εξοβέλισαν τις ζωοθυσίες βγάζοντάς τες από το κέντρο της θρησκευτικής ιστορίας. Σε τελευταία ανάλυση πάντως πρέπει να παρατηρηθεί πόση εξάπλωση είχε ανέκαθεν το παρασιτικό ιερατείο και πως συνιστά θανάσιμο κίνδυνο ακόμη και για τη χριστιανική εκκλησία.

Η φύση της εξουσίας του ιερατείου συνίσταται στο ότι μία ομάδα ανθρώπων διεκδικεί το μονοπώλιο της πρόσβασης στον Θεό και της εξασφάλισης της ευμένειάς του και αποδίδει μαγική δύναμη στις ιερουργικές της πράξεις. Η ιερατική εξουσία πνίγει την αυθεντική θεοσέβεια, τη χαρά, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και το ήθος. Το δε τραγικό είναι ότι μπορεί να εξωθήσει έντιμους ανθρώπους να στραφούν εναντίον του Θεού, επειδή νομίζουν ότι είναι σύμμαχος των ιερέων. Αυτό εξηγεί τον παράξενο συνασπισμό ποιητών, φιλοσόφων, μαρξιστών, τεκτόνων, ουμανιστών, νεαρών διανοούμενων και της συνείδησης της μεσαίας τάξης εναντίον του γνωστού «οπίου» (Εγχειρίδιο Παγκόσμιων Θρησκειών).

Όντως όπως οι ζωοθυσίες έχασαν το αυθεντικό νόημά τους και υποβιβάστηκαν σε πράξεις μαγείας με σκοπό να αποσπάσουν εκβιαστικά την εύνοια του Θεού, το ίδιο συνέβη για παράδειγμα με τη Θεία Ευχαριστία στο χριστιανισμό. Όπως θα δούμε στην ιστορική παρουσίαση του χριστιανισμού και εδώ επαναλήφθηκε το οικουμενικό φαινόμενο του επαγγελματικού ιερατείου. Έτσι με την πάροδο του χρόνου η Θεία Ευχαριστία θεωρήθηκε έγκυρη μόνον όταν την επιτελούσε χειροτονημένος ιερέας, ενώ στους πρώτους χριστιανούς ήταν ένα συμβολικό γεύμα στη μνήμη του Χριστού όπου συμμετείχαν όλοι ισότιμα.

Άλλωστε η προς Εβραίους επιστολή υπογραμμίζει ότι η θυσία του Χριστού κατήργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης και κατέστησε περιττές τις ζωοθυσίες που προμήνυαν το σταυρικό θάνατό του∙ συνεπώς η ουσία της Θείας Ευχαριστίας είναι να θυμίζει την εξιλαστήρια θυσία του Ιησού Χριστού, τονίζεται στο Εγχειρίδιο Παγκόσμιων Θρησκειών.

Αμέτρητες είναι οι θρησκείες, αμέτρητες και οι θεότητες που έχει λατρέψει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Για τους μεν θρησκεία είναι φυλακτά, μαγικά αντικείμενα, ξόρκια και ρητά, για τους δε η τέλεια αφοσίωση σε έναν προσωπικό θεό. Σχεδόν κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αντίληψη για την υπέρτατη Δύναμη που τον κυβερνά και την βλέπει διαφορετικά, αν όχι διαμετρικά αντίθετα από τον διπλανό του. Μολαταύτα υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά όπως το θρησκευτικό συναίσθημα, οι ηθικές επιταγές, πολλά λατρευτικά έθιμα, η εσχατολογική προοπτική μίας Κρίσης και η προσδοκία της λύτρωσης.

Επιπλέον ερωτήματα, θεωρήσεις και δοξασίες που απασχολούσαν θρησκεύματα του παρελθόντος εξακολουθούν να απασχολούν ή να επηρεάζουν το σημερινό άνθρωπο. Αυτό μας δείχνουν κυρίως οι αρχαίες θρησκείες της Βαβυλωνίας, της Αιγύπτου, της Περσίας, της Ευρώπης και οι πολιτισμοί των Αζτέκων, των Μάγια και των Ίνκα.

Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές σε θέματα ουσίας μεταξύ των θρησκειών. Οι μεγάλες θρησκείες της Ανατολής που ονομάζονται «θρησκείες του αιώνιου παγκόσμιου Νόμου», πιστεύουν σε μία αμετάβλητη νομοτέλεια. Είτε δεν πιστεύουν σε μία προσωποποιημένη θεότητα είτε έχουν για τους θεούς τους εντελώς άλλη αντίληψη από εκείνη των θρησκειών της βιβλικής αποκαλύψεως, δηλαδή τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Οι εξ αποκαλύψεως θρησκείες προήλθαν από την επέμβαση του Θεού στο χρόνο και στο χώρο, καθώς δόθηκαν σε συγκεκριμένο χρόνο στους ανθρώπους. Καταρχάς ο Θεός επέλεξε τον Ισραήλ και του έδωσε τη Διαθήκη του. Για τους χριστιανούς ο Θεός αποκαλύφθηκε μέσα στον Ιησού Χριστό και όποιος βλέπει αυτόν, βλέπει τον Πατέρα. Στο Ισλάμ, που επικαλείται επίσης τη Βίβλο, ο Μωάμεθ παραλαμβάνει από τον Αλλάχ την αποκάλύψη και μεταφέρει το θέλημά του στην ανθρωπότητα.

Οπωσδήποτε, παρά τις ομοιότητες, κάθε θρησκεία απαιτεί να θεωρηθεί ως η αληθινή, άλλωστε διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή.

Ο επιφανής θρησκειολόγος Χέλμουτ φον Γκλάζεναπ (Helmuth von Glasenapp) από το βιβλίο του οποίου Παγκόσμιος Ιστορία των Θρησκειών θα παρατεθούν επανειλημμένα αποσπάσματα στην πορεία, γράφει για τη διαφορετικότητα των θρησκειών:

«Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι είναι η απόλυτη θρησκεία. Στα μάτια των οπαδών του αποτελεί τη μόνη «υπερφυσική θρησκεία», επειδή ξεχωρίζει από όλες τις φυσικές και πολιτισμένες θρησκείες με το ότι δεν είναι έργο ανθρώπινο αλλά στηρίζεται στην άμεση επέμβαση του Θεού στην ιστορική πραγματικότητα. Γι’ αυτό λένε, δεν έμεινε στη θεοποίηση της φύσεως και του ανθρώπου, αλλά ανέβασε την ανθρωπότητα σε ένα ηθικό ύψος που ποτέ δεν ξεπεράστηκε ούτε και θα ξεπεραστεί: Με το Χριστό, το Πνεύμα του Θεού εκδηλώθηκε τέλεια όσο μπορούσε να γίνει στη γη στο διάστημα και στο χρόνο. Ο δογματικός Χριστιανισμός θεμελιώνει τον απόλυτο χαρακτήρα του δηλώνοντας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος διά του Χριστού και αυτή η πράξη της θείας ευσπλαχνίας που έγινε μια για πάντα στην ιστορία δεν αντιπροσωπεύει μία απλή καμπή, αλλά τη μεγάλη καμπή στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Οι θρησκείες του αιώνιου Νόμου του κόσμου αρνούνται τη χριστιανική αντίληψη της ιστορίας. Πώς θα μπορούσε στο κύλισμα του χρόνου, χωρίς αρχή ούτε τέλος μία ορισμένη στιγμή να θεωρηθεί σαν αποφασιστική για το μέλλον ολόκληρο; Γιατί μόνο τα γεγονότα της Παλαιστίνης και οι ιερές γραφές που έχουν εμπνευσθεί εκεί έχουν μοναδική για το είδος τους σπουδαιότητα σε σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου, ενώ δεν αποδίδουν παρά μία εφήμερη αξία στην εμφάνιση άλλων μεγάλων θρησκευτικών ηρώων και ιερών βιβλίων άλλων δοξασιών; Δεν θα ήταν λογικότερο να παραδεχθούμε ότι ο θεός φανερώθηκε κατά καιρούς σε όλους τους μεγάλους διδασκάλους σε όλες τις χώρες και σε όλους τους καιρούς; Έτσι οι Ινδοϊστές αναγνωρίζουν το Χριστό σαν ενσάρκωση του Θεού και τη Βίβλο σαν γραφή αποκαλύψεως,* αλλά πιστεύουν ότι οι χριστιανοί δείχνουν στενότητα πνεύματος και καρδιάς όταν δεν θέλουν να θεωρήσουν σαν θείας προελεύσεως τους αγίους και τις βραχμανικές γραφές.

Εξαιτίας της μικρής εδαφικής εκτάσεως και της χρονικής συντομίας του κόσμου κατά τη Χριστιανική αντίληψη, οι Ινδοϊστές δεν μπορούν να δουν σ’ αυτή παρά ένα σύντομο απόσπασμα γεγονότων που εκτυλίσσονται σε απειράριθμους κόσμους, σε πολλές περιφέρειες της γης και σε εκατομμύρια χρόνια. Ρωτούν τους Χριστιανούς τι «κάνει» ο Θεός, κατά τη γνώμη τους, πριν από τη δημιουργία του κόσμου και πόσο θα διαρκέσει η νέα γη που όπως ισχυρίζονται θα αποτελέσει το οριστικό τέλος κάθε εξελίξεως.

Οι Ινδοϊστές ορθόδοξοι από την μεριά τους κρίνουν τη Χριστιανική θρησκεία σαν κατώτερη από τη δική τους. Γιατί επιτρέπει στους οπαδούς της την κατανάλωση του κρέατος των βοοειδών, τα μεθυστικά ποτά και το γάμο με πρόσωπα διαφορετικής κοινωνικής προελεύσεως. Ο ξεκαθαρισμένος διαχωρισμός ανάμεσα στο θεό και τον κόσμο δεν συμφωνεί κατ’ αυτούς με την αληθινή πραγματικότητα των γεγονότων, γιατί πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να φθάσει μέχρι την θεότητα αν δεν υπήρχε σ’ αυτόν ένας θείος πυρήνας; Καταδικάζουν τη θεωρία της δημιουργίας από το μηδέν, στηριζόμενοι στην Καντόγκια-Ουπανισάδα 6,2,1 όπου γράφει : «Πώς από την ανυπαρξία θα μπορούσε να γεννηθεί η ύπαρξη»; Βρίσκουν άλογο το ότι η ψυχή έχει μία αρχή αλλά όχι ένα τέλος και ότι οι επίγειες πράξεις καλές ή κακές και σύντομης διάρκειας αποτελούν το αντικείμενο μιας αιώνιας ανταποδόσεως. Με το να απορρίπτουν την θεωρία του Κάρμα και της επανεμψυχώσεως, οι Χριστιανοί, κατά τη γνώμη των Ινδοϊστών, αρνούνται κάθε δυνατότητα να εξηγήσουν τις διαφορές χαρακτήρος και πεπρωμένου των διαφόρων εμψύχων όντων. Εάν η θέση ενός ανθρώπου στη ζωή, η ευτυχία του και η δυστυχία του δεν εξαρτώνται από το κάρμα των προηγουμένων υπάρξεών του, δεν μένει παρά ένα μέσον : Να καταστήσουμε την τύχη, ή το Θεό υπεύθυνο για την αρχική διανομή των ικανοτήτων και των πεπρωμένων.

Οι κριτικές των Βουδιστών διευθύνονται καταρχήν εναντίον της χριστιανικής εννοίας του Θεού. Επειδή σύμφωνα με τη θεωρία του Βούδα καμία αιώνια προσωπικότης δεν μπορεί να υπάρχει, ο Θεός (δηλαδή ο Βράχμα) δεν μπορεί να είναι παρά ένα ον που έγινε καρμικά. Έχει μία ζωή εκατομμυρίων ετών αλλά υπόκειται στη Σαμσάρα. Όταν ένας νέος κόσμος εμφανίζεται, ο Βράχμα γεννιέται πρώτα από τα άλλα όντα εξαιτίας των καλών πράξεων που εκτέλεσε κατά την διάρκεια προγενέστερων υπάρξεων. Μόνον μετά από αυτόν εμφανίζονται τα άλλα όντα. Πιστεύει επομένως ότι τα ξύπνησε με την επιθυμία του και νομίζει ότι υπάρχει αιωνίως και τα δημιούργησε .

Εν πρώτοις φαίνεται κυρίως απαράδεχτη η σχέση ανάμεσα στις ιδιότητες του Δημιουργού και Κριτή του κόσμου και εκείνες του Θεού της χάριτος, που διαθέτει την παντογνωσία και την πανευσπλαχνία και που είναι προικισμένος με μία ανώτερη ηθική τελειότητα. Πράγματι αν ο Θεός κατείχε την παντογνωσία, την τέλεια αγάπη και την παντοδυναμία, δεν θα είχε δημιουργήσει ένα κόσμο τόσο δυστυχισμένο και δεν θα επέτρεπε να διαιωνίζονται σ’ αυτόν τα βάσανα. Η ιδέα εξάλλου ότι ο Θεός μισεί τους κακοποιούς και ενδιαφέρεται για την δική του δόξα είναι ανάξια ενός ανώτατου Όντος.

Στην ηθική της επί του Όρους Ομιλίας οι Βουδιστές θαυμάζουν την συμφωνία με τα διδάγματα του Βούδα. Ωστόσο δεν βλέπουν στον Ιησού ένα Βούδα αλλά ένα μποντισάτβα που προοδεύει στον δρόμο της τελειότητας γιατί δεν είχε ακόμα λυτρωθεί από κάθε πάθος.

Μία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Βουδισμό και τον Χριστιανισμό βρίσκεται στην αξία που αποδίδουν στα βάσανα. Λόγια τέτοια όπως «το βάσανο είναι το κρυμμένο αγαθό που κανείς δεν μπορεί να πληρώσει την πραγματική του αξία», και «αυτοί που υποφέρουν ονομάζονται στα μάτια του κόσμου φτωχοί, αλλά στα δικά μου μάτια ονομάζονται εκλεκτοί», είναι ξένα στον Βουδιστή.

Γι’ αυτόν τα βάσανα είναι το κακό που συνδέεται με κάθε ύπαρξη και όχι η «πρωϊνή δροσιά του Μάη» με την οποία ο Θεός «δοκιμάζει τον άνθρωπο πατρικά».

Οι λόγοι για τους οποίους ο Κινέζος και ιδίως ο Κομφουκιστής απορρίπτει τον Χριστιανισμό συνοψίζονται ως εξής από τον Ιούλιο Ρίχτερ: Ο «Κομφουκιστής δεν καταλαβαίνει τη μυστική άποψη (της χριστιανικής πίστης), τη ζωή του Χριστιανού που διά του Χριστού βρίσκεται στον Θεό. Του φαίνεται ότι μέσα στον Χριστιανισμό οι άλογες υπερφυσικές ιδέες υποστηρίζονται υπερβολικά εις βάρος των πραγματικών περιστάσεων και των καθηκόντων. Δόγματα όπως το προπατορικό αμάρτημα, η ανάσταση, η Αγία Τριάς, η παρθενική γέννηση, φαντάζουν στα μάτια του σαν φανταστικά ευρήματα που τα επενόησαν θεολόγοι και που βρίσκονται σε αντίθεση με την λογική. Βλέπει τον Ιησού σαν ένα τοπικό εβραίο προφήτη που εκφράζεται σαν ένας χωρικός και δίχως κατανόηση για τα περίπλοκα προβλήματα ενός Κράτους που βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό εξελίξεως. Υπογραμμίζουν το θλιβερό γεγονός ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει κατορθώσει ακόμα να διαμορφώσει κανένα Κράτος που θα ενεργούσε και θα εκδηλωνόταν με ένα τρόπο σύμφωνα με το χριστιανικό πνεύμα… Νομίζει πως μπορεί να υποδείξει ότι ο Κομφουκισμός έχει εννοήσει καλύτερα από τον Χριστιανισμό, τις θεμελιακές σχέσεις του ανθρώπου και ότι διδάσκει πιο ξεκάθαρα τα καθήκοντα της καθημερινής ζωής.

Οι οπαδοί των δυτικών θρησκειών θεωρούν σαν καθαρά φανταστικό όλο το δόγμα των κοσμικών αντιστοιχιών που αποτελεί την κοινή βάση του κομφουκιστικού Οικουμενισμού και του ταοϊστικού Οικουμενισμού.

Ο Ισλαμισμός θεωρεί τον Χριστό σαν ένα προφήτη που κι αυτός επίσης κήρυξε την πίστη στον αληθινό Θεό, αλλά του οποίου οι οπαδοί παραμόρφωσαν το πραγματικό δόγμα. Το Κοράνιο (2,59) λέει για τους Εβραίους, τους Χριστιανούς και τους Σαβαίους:

«Αν πιστεύουν στο Θεό και στη Δευτέρα Παρουσία κι αν κάνουν το καλό θα ανταμειφθούν από τον Κύριό τους: ούτε ο φόβος ούτε η θλίψη θα τους αγγίξει». Εν τούτοις στην πέμπτη σούρα διαβεβαιώνεται ότι έχουν λησμονήσει πολλά πράγματα που τους είχε προαγγείλει και ότι γι’ αυτή την αιτία, ο Θεός προκάλεσε διχόνοιες και μίσος ανάμεσά τους, ως την ημέρα της αναστάσεως. Εδώ λοιπόν οι φιλονικίες και οι διαφορές ανάμεσα στις πολυάριθμες χριστιανικές σχολές, αιρέσεις κι Εκκλησίες θεωρούνται σαν συνέπεια του ότι παραμέλησαν την Αλήθεια.

Εναντίον του Χριστιανισμού, οι Μουσουλμάνοι αντικρούουν το ότι είναι μία «ξεπερασμένη θρησκεία» με την έννοια ότι τις αλήθειες του τις επανέλαβε ο Ισλαμισμός, αλλά τις απάλλαξε από τα σφάλματα. Από τον Μωάμεθ που είναι η σφραγίδα των προφητών καταργήθηκαν διδασκαλίες που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν σε μία κατώτερη βαθμίδα.

Ο Ισλαμισμός είναι για τους μουσουλμάνους η καλλίτερη θρησκεία γιατί είναι η πιο απλή. Πράγματι το δόγμα του Μωάμεθ διακρίνεται για την ευκολία με την οποία το συλλαμβάνει κανείς, γιατί δεν έχει, για να μιλήσουμε καθαρά, παρά μόνο ένα άρθρο πίστεως. Αυτό είναι η πριν από την προτελευταία σούρα (την 112η) στο Κοράνιο, και διακηρύσσει : «Ο Θεός είναι ένας και αιώνιος. Δεν έχει διόλου γεννήσει και δεν έχει διόλου γεννηθεί και δεν υπάρχει κανένας όμοιός του». Να τον λατρεύει κανείς αυτόν «που ευσπλαχνίζεται όλους» (Ραχμάν) και να αφήνεται να τον οδηγεί αυτός, είναι η μοναδική θρησκευτική υποχρέωση του ανθρώπου. Και η ηθική του Ισλαμισμού είναι το ίδιο απλή όπως και το δόγμα του. Σ’ αυτήν εφαρμόζεται η αρχή : «Ο Θεός θέλει να κάνει εύκολο το έργο σας, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ασθενές πλάσμα». Επειδή τις εντολές του Ισλαμισμού είναι εύκολο να τις τηρήσει κανείς, βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση σχετικά με όλες τις άλλες θρησκείες. Έτσι εξηγούνται η ισχυρή δύναμη έλξεως που έχει ακόμη και σήμερα στις Ινδίες και στην Βόρειο Αφρική, η συνείδηση της ίδιας τους της αξίας και το συναίσθημα ανωτερότητας που επιδεικνύουν τόσο συχνά οι Μουσουλμάνοι και το γεγονός ότι καμιά άλλη θρησκεία δεν ήταν ικανή σε τόσο μεγάλο βαθμό, να σημαδέψει τους οπαδούς της με έναν κοινό χαρακτήρα, έτσι που να έρχονται σε δεύτερη μοίρα όλες οι διαφορές καταγωγής και εθνικότητας.

Οι οπαδοί των τεσσάρων άλλων θρησκειών καταλογίζουν στον Ισλαμισμό ότι είναι πολύ εύκολος και απαιτεί πολύ λίγα από τους οπαδούς του. Οι Ινδοί καταδικάζουν σ’ αυτόν κυρίως την μη τήρηση των θρησκευτικών πράξεων, των τελετουργικών και των κοινωνικών (την θανάτωση των αγελάδων, τον νέο γάμο των χήρων). Οι Βουδιστές και οι Κινέζοι απορρίπτουν το φανατικό του μονοθεϊσμό.

Οι χριστιανοί μελετητές παραχωρούν στον Ισλαμισμό μία προνομιούχο θέση ανάμεσα στις μη Χριστιανικές θρησκείες, με την έννοια ότι συνήθως, δεν λογαριάζουν τους οπαδούς του για «ειδωλολάτρες». Εν τούτοις η σοβαρή ιστορική αντίθεση με τον Ισλαμισμό που αντιμετώπισε ο Χριστιανισμός από τις αρχές των αραβικών κατακτήσεων, βρήκε ως σήμερα την έκφρασή της μέσα σε κρίσεις πολύ αυστηρές. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (τον 8ον αιώνα) έβλεπε στον Μωάμεθ τον Αντίχριστο, ο Λούθηρος στον «Τούρκο» ένα όργανο του διαβόλου, ακόμη και πρόσφατα ένας προτεστάντης θεολόγος έγραφε: «Ένα πράγμα είναι βέβαιο για τον Ισλαμισμό, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δημιούργημα ιδιαίτερα επικίνδυνο της δυνάμεως του Σατανά». Αλλά και η αντικειμενική Χριστιανική κριτική δεν αποδίδει παρά λίγες καλές ιδιότητες στον Ισλαμισμό.

Βέβαια αναγνωρίζει ότι, σχετικά με την αρχαία αραβική ειδωλολατρία το δόγμα του Μωάμεθ παρουσιάζει μία πρόοδο και ότι μέσα στον μονοθεϊσμό του κατέχει ένα θεμέλιο αληθινό. Αλλά κρίνει ότι η ευλάβεια που εκδηλώνει στο θεό είναι εντελώς ατελής γιατί Αυτός παρουσιάζεται σαν ο προσωποποιημένος δεσποτισμός και δεν συνδέεται με την ανθρωπότητα με κανένα μεσάζοντα. Η συγκατάβαση του Προφήτη προς το αραβικό πνεύμα της αρπαγής και της ηδυπάθειας, η στενή σύνδεση των υλικών και των θρησκευτικών απόψεων που εμφανίζονται αδιάκοπα μέσα στο Κοράνιο, όπως και σε ολόκληρη την ισλαμική εξέλιξη, η περιφρόνηση της γυναίκας και πολλών άλλων πραγμάτων αποτελούν για το εκλεπτυσμένο ηθικό συναίσθημα ατέλειες από τις οποίες ο Ισλαμισμός δεν μπόρεσε δυστυχώς να απαλλαγεί.

Ο Πασκάλ διακηρύσσει: «Ο Μωάμεθ θεμελίωσε μία κυριαρχία σκοτώνοντας, ο Χριστός αφήνοντας να τον σκοτώσουν. Ο Μωάμεθ επέλεξε μέσα και δρόμους ώστε να επιτύχει με την ανθρώπινη έννοια, ο Χριστός για να χάσει με την ανθρώπινη έννοια. Αφού λοιπόν ο Μωαμεθανισμός γνώρισε επιτυχία (για λίγο καιρό), αυτό σημαίνει κατά συνέπεια ότι δίχως ανώτερη Δύναμη ο Χριστιανισμός θα έπρεπε να είχε ηττηθεί».

Αυτή είναι συνοπτικά η εκτίμηση του Γκλάζεναπ για τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των μεγάλων θρησκειών.

***

Στις περισσότερες ανατολικές θρησκείες και κατά ένα μεγάλο μέρος στον εσωτερισμό η κοσμοθεωρία είναι πανθεϊστική κι ανιμιστική, ενώ ένας θεός υπάρχει σαν πολύ ασαφής ιδέα κάπου σε μία απρόσιτη απόσταση. Στο επίκεντρο αυτών των κοσμοειδώλων βρίσκεται μία υπερκείμενη δύναμη ή Κοσμική Ψυχή, η οποία ταυτίζεται με τον κόσμο και με κάθε μορφή ζωής. Τα πάντα στο σύμπαν έχουν ψυχή ή πνεύμα και υπάγονται απαρέγκλιτα σε μία άκαμπτη νομοτέλεια αιτίας και αποτελέσματος. Όλα αποτελούν μία ομοειδή ενότητα και ολότητα, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Πλάστη και πλάσματος∙ όλα είναι ένα : το πνεύμα και η ύλη, ο θεός και ο κόσμος. Ορυκτά, φυτά, ζώα, ουράνια σώματα και άνθρωποι είναι απορροές του Θείου από όπου εκρέουν «δονήσεις» ή «κοσμική ενέργεια».

Καθεμία από αυτές τις θρησκειοφιλοσοφικές πεποιθήσεις έχει μία δική της αντίληψη γι’ αυτήν την ενέργεια. Την Κοσμική Ψυχή, την οποία ταυτίζουν με το σύμπαν ή την ουσία του Κόσμου, την εννοούν σαν έναν οργανισμό ή οντότητα, σαν μία ευφυή δύναμη που κυβερνά όλη την ύπαρξη.

Η πιο γνωστή ονομασία της είναι Τάο ή Dao στον ταοϊσμό και Brahman στον Ινδουισμό. Ο απώτερος προορισμός του ανθρώπου είναι να συγχωνευτεί με αυτήν τη θεία Κοσμική Ψυχή.

Οι απωανατολικές θρησκείες και τα νέα θρησκευτικά ρεύματα ως επί το πλείστον αγνοούν έναν προσωπικό θεό δημιουργό, ο οποίος μεριμνά για τη δημιουργία και την κυβερνά. Όντως ο άνθρωπος εδώ δημιουργεί τη δική του εικόνα περί θεού, ανάλογα με τη φαντασία, την προσωπικότητα, τις ανάγκες του κ.λπ.

Στις μονοθεϊστικές θρησκείες γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ καλού και κακού και πάνω σε αυτήν στηρίζεται ένα βασικό μέρος της φιλοσοφίας τους. Στον πανθεϊσμό τα όρια αυτά είναι ρευστά ή ανύπαρκτα∙ ως επί το πλείστον τα ζεύγη των αντιθέτων, όπως π.χ. φως-σκοτάδι, θεωρούνται δύο ισότιμες πλευρές που αλληλο-συμπληρώνονται και εναλλάσσονται ρυθμικά.

Για τους ίδιους λόγους δεν υπάρχει ούτε η έννοια της αμαρτίας τουλάχιστον με το σαφή ορισμό που της δίνουν οι μονοθεϊστικές θρησκείες αφού ο άνθρωπος είναι τμήμα της θείας κοσμικής Ψυχής. Βέβαια και εδώ υπάρχουν κανόνες θείας λατρείας ή ηθικής, των οποίων η παράβλεψη ή παράβαση επιφέρει συνέπειες, που αίρονται μέσω καθορισμένων θυσιών (Lexicon der Religionen). Το θέμα αυτό θα παρουσιαστεί αναλυτικότερα στα αντίστοιχα κεφάλαια.

Η Αγία Γραφή, η κατ’ εξοχήν αποκάλυψη του Ενός Θεού, τον περιγράφει αναλυτικά και τον χαρακτηρίζει Δημιουργό του σύμπαντος. Συνάμα αναφέρεται στον Σατανά, τον εχθρό θεού κι ανθρώπων. Υποσχόμενος στην Εύα αθανασία και θειότητα, απευθύνεται στην αδύναμη πλευρά των πρωτοπλάστων και τους παρασύρει στην πτώση, πείθοντάς τους να ανυπακούσουν στον θεό. Λόγω της δύναμης που έχει έκτοτε πάνω στον έκπτωτο άνθρωπο προσονομάζεται «θεός αυτού του αιώνα (κόσμου)». Έτσι το κακό προέρχεται από την κατάχρηση της ελευθερίας από την πλευρά του ανθρώπου, που οδήγησε στο χωρισμό του από το θείο.

Ωστόσο το προπατορικό αμάρτημα των πρωτόπλαστων δεν ήταν η πρώτη αποστασία των ανθρώπων από τον θεό. Πολύ πριν από αυτό, στην άυλη Δημιουργία, δηλαδή πριν γίνει ο υλικός κόσμος, έλαβε χώρα η πρωταρχική αποστασία. Ένα μεγάλο μέρος των αγγελικών πνευμάτων παρασύρθηκε από τον Εωσφόρο, με αποτέλεσμα να εκπέσουν από τον κόλπο του θεού και να γίνουν στην πορεία άνθρωποι, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια του βιβλίου. Όμως η πτώση από την πνευματική κατάσταση στην υλικότητα αν και αβυσσαλέα, δεν είναι οριστική.

Ο πεπερασμένος, αδύναμος άνθρωπος φυσικά θα ήταν ανίκανος να καταβάλει το τίμημα για να επανορθώσει το μοιραίο αυτό σφάλμα και να εξιλεωθεί για την ενοχή του. Μόνο ο Θεός θα είχε τη δύναμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της τάξης και της δικαιοσύνης του. Γι’ αυτόν το λόγο ενανθρωπίστηκε ο ίδιος μέσω μίας πνευματικής, παρθενικής σύλληψης. Έτσι ως θεός και άνθρωπος συνάμα κατέβαλε το τίμημα για να εξαλειφθεί η ενοχή για την πρωταρχική αμαρτία και για κάθε άλλη αμαρτία όπως απαιτούσε ο ιερός, απαράβατος νόμος του. Αυτή είναι η σημασία της σταύρωσης, αυτό είναι το έργο που έφερε σε πέρας ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό είπε δικαιωματικά στο ακέραιο «τετέλεσται». Κατέβαλε το τέλος, το τίμημα για το τεράστιο αστόχημα των ανθρώπων. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη το μόνο που χρειάζεται να κάνουν αυτοί πλέον είναι να παραδεχτούν το φταίξιμό τους και να δεχθούν την απαλλαγή από το βάρος της ενοχής που τους προσφέρει η θεία αγάπη με το έργο του Χριστού.

Κατά συνέπεια, ο Ιησούς Χριστός και το έργο του είναι όντως το Α και το Ω της χριστιανικής διδασκαλίας. Για τους χριστιανούς η προσωπικότητά του ήταν μοναδική και τόσο καταλυτική που είναι αδύνατον να την αξιολογήσει κανείς διαφορετικά. Ως εκ τούτου ο καθένας έχει μεν το δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα τη θρησκεία του και να απορρίψει τον Χριστό, όμως είναι αδύνατον να συμβιβάσει την πίστη σε αυτόν με πανθεϊστικά θρησκειοφιλοσοφικά συστήματα ή με οποιαδήποτε άλλη πίστη. Ιδίως οι τρεις απωανατολικές θρησκείες, ο ινδουισμός, ο βουδισμός και ο κινέζικος οικουμενισμός είναι ασυμβίβαστες με τη χριστική διδασκαλία μεταξύ άλλων για τους εξής λόγους:

  • Γιατί υιοθετούν τον πολυθεϊσμό.

  • Γιατί πρεσβεύουν πανθεϊστικές κι ανιμιστικές κοσμοθεωρίες.

  • Γιατί ενσωματώνουν πολλές ανόμοιες ως εντελώς συγκρουόμενες φιλοσοφίες με το σκεπτικό ότι η αλήθεια είναι σχετική. Επίσης θεωρούν ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη λύτρωση, αν και η αντίληψη για τη λύτρωση διαφέρει από τη μία σχολή σκέψης στην άλλη.

  • Γιατί αντίθετα από τις μονοθεϊστικές θρησκείες δεν διαβλέπουν ένα λογικό, συνειδητό σχέδιο πίσω από την κοσμογονία. Κατά τη δική τους διδασκαλία μία κοσμική δύναμη δημιούργησε από την αρχέγονη ύλη τον κόσμο.

  • Γιατί αντίθετα με τις μονοθεϊστικές ιστορικές θρησκείες, γι’ αυτές η ιστορία κυλά σε τεράστιους σταθερά επαναλαμβανόμενους περιοδικούς κύκλους αναδημιουργίας και καταστροφής, κατά τους οποίους η κτίση έρχεται και παρέρχεται αέναα και ο καθένας τους διαρκεί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια

Συγκεκριμένα η ινδουιστική διδασκαλία π.χ. λέει ότι ο κόσμος δεν προήλθε από μία δημιουργική διαδικασία, αλλά εκδιπλώνεται από την αδρανή άναρχη ύλη, που υπήρχε δηλαδή προαιώνια, παίρνει για ένα χρονικό διάστημα μορφή και ύστερα διαλύεται πάλι. Στην ινδική κοσμογονία των Πουράνας το σύμπαν εκρέει περιοδικά από τον θεό Βράχμα, αλλά δεν είναι αυτός η Πρώτη Αιτία της διαδικασίας αυτής. Μία Ημέρα του Βράχμα περιλαμβάνει χίλιους μεγάλους κοσμικούς αιώνες. Στο τέλος μίας τέτοιας Ημέρας όλες οι εκδηλώσεις του κόσμου καταστρέφονται και αδρανούν για μία εξίσου μακριά Νύχτα του Βράχμα. Το αθάνατο μέρος του ανθρώπου μαζί με το κάρμα του δεν εξαφανίζεται όμως, αλλά στην επόμενη Ημέρα του Βράχμα εισέρχεται πάλι στο νέο κύκλο της δημιουργίας.

Όπως σωστά παρατηρεί ο Glasenapp, ο ινδουισμός από τη μία πλευρά περιορίζει ασφυκτικά τον ινδουιστή μέσω του συστήματος της κάστας και των άλλων θρησκειοκοινωνικών απαιτήσεών του, αλλά από την άλλη του παρέχει σχεδόν πλήρη ελευθερία να πιστεύει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό ο ινδουιστής λατρεύει τη θεότητα λατρεύοντας την αγελάδα, τον ποντικό, το φίδι, το βουνό Κάι-λας. Το μόνο που του ζητάει η θρησκεία του είναι να πιστεύει στο νόμο του κάρμα και στην ηθική τάξη του κόσμου η οποία ρυθμίζεται συνεχώς μέσω του κάρμα. Πάνω σε αυτό γράφει ο Glasenapp : «Το αν ο ινδουιστής θεωρεί πως αυτή η τάξη είτε είναι ένας αιώνιος νόμος που δρα αυτόματα από μόνος του είτε πως απορρέει από έναν προσωπικό ή υπερπροσωπικό θεό που είναι χωριστός από τον κόσμο ή που ταυτίζεται με αυτόν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτό επαφίεται στον ίδιο. Ομοίως από τον ίδιο εξαρτάται να αποφασίσει αν κάποιος θεός από το πολυπληθές πάνθεον, ο Βίσνου, ο Σίβα ή οποιοσδήποτε άλλος είναι αιώνιος κι αν είναι ανώτερος των υπολοίπων ή όχι».

Γι’ αυτόν τον επιπρόσθετο λόγο για τον ορθόδοξο ινδουιστή η θρησκεία του είναι η «Αιώνια θρησκεία» και οι πιστοί της είναι ανώτεροι των άλλων ανθρώπων λόγω της τελετουργικά θεσμοθετημένης αγνότητάς τους, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν σχολαστικά τους κανόνες της κάστας τους, καταλήγει ο Glasenapp.

Το σύστημα της κάστας θεωρείται καταξιωμένο επειδή συνδέεται με το νόμο του κάρμα. Ο φτωχός είναι φτωχός διότι αυτό είναι το κάρμα του και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε ελάχιστη συμπόνια ή βοήθεια μπορεί να περιμένει, μια που μόνο εάν υποτάσσεται αγόγγυστα στη μοίρα του έχει δυνατότητα να εξαλείψει αρνητικό κάρμα.

Έτσι ενώ στη Δύση όποιος έχει γεννηθεί σε κατώτερη κοινωνική τάξη μοχθεί να αλλάξει την κατάστασή του και δικαιούται βοήθειας ως ένα βαθμό σε αυτήν την προσπάθεια, ο ινδουιστής υποτάσσεται σε μία μυστική δύναμη και γι’ αυτό δεν προσπαθεί να αλλάξει τη μοίρα του. Η κύρια επιδίωξή του είναι να αποβάλει κακό κάρμα από την προηγούμενη ζωή, πράγμα που γίνεται με την αυστηρή τήρηση θρησκευτικών τυπικών, με την τελετουργική λατρεία θεοτήτων, με την άσκηση και το διαλογισμό, ανάλογα με την ιδιαίτερη παράδοση που ακολουθεί.

Και πάλι ο λόγος στον Glasenapp :

«Στους Ινδούς όπως και τους Κινέζους φθάνει κανείς στην ειρήνη της ψυχής και εισχωρεί στην ανώτερη Γνώση με το διαλογισμό. Το ότι αυτός παίζει στις ανατολικές θρησκείες έναν ρόλο πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι στις δυτικές, αυτό οφείλεται κατ’ αρχήν στη νοοτροπία των ασιατικών λαών που έχουν την ικανότητα να απομονώνονται στην ηρεμία και την περισυλλογή. Είναι μία ικανότης που λείπει από πολλούς Ευρωπαίους γιατί έχουν παραμελήσει την καλλιέργεια αυτής της διαθέσεως, όμως αυτό οφείλεται επίσης στη φύση των θρησκειών του αιώνιου Νόμου του κόσμου. Αυτές πράγματι, ενδιαφέρονται περισσότερο για μία απρόσωπη θεότητα παρά για έναν προσωποποιημένο θεό. Συνεπώς η απορρόφηση στο διαλογισμό για την αιώνια αιτία ή για ένα υπερκόσμιο υπερβατικό καταλαμβάνει συχνά σ’ αυτούς τη θέση που κατέχει η προσευχή στον Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό. Αυτή η απορρόφηση στο υπερκόσμιο, όπου δοκιμάζει κανείς «ζωντανός ακόμα» τις σχέσεις με το Υπερβατικό, προωθείται από τις φυσικές και πνευματικές καθορισμένες ασκήσεις. Οι μέθοδοι που συνιστώνται από τους Ινδούς και τους Κινέζους συμφωνούν στο ουσιώδες: πρέπει να απέχει κανείς από τις εντυπώσεις των αισθήσεων, να κανονίζει την αναπνοή του και να καταστρέφει τη συνείδηση της προσωπικότητάς του. Έτσι φτάνει κανείς σε μία μεταβατική κατάσταση, όπου η σκέψη γίνεται ο καθρέφτης του Πνεύματος του Κόσμου και δοκιμάζει την ανώτατη ευδαιμονία. Σε κείνον που διαλογίζεται αποδίδονται υπερφυσικές δυνάμεις για τις οποίες οι γιόγκι και οι Ταοϊστές μας παρέχουν ανάλογες πληροφορίες. Ωστόσο ενώ οι Ταοϊστές παραδέχονται ότι ο άνθρωπος, αφού φθάσει στην τελειότητα με ασκήσεις περισυλλογής, μένει για πάντα ένα άγιο πνεύμα που διατρέχει το παγκόσμιο διάστημα ή κατοικεί σε ένα παράδεισο, οι περισσότεροι από τους Ινδούς φιλοσόφους θεωρούν αυτήν την κατάσταση σαν ένα μεταβατικό μόνο στάδιο προς έναν τρόπο ύπαρξης στον οποίον εξαφανίζεται κάθε τι το ατομικό. Έτσι το άτομο απαλλαγμένο από θέληση και αισθήματα, παραμένει σε μία αγνή πνευματικότητα ή απορροφάται στο Παγκόσμιο Ον.

Ακόμη αυτές οι πίστεις της ανατολικής και νότιας Ασίας έχουν μία πνευματική οργάνωση με τον ίδιο προσανατολισμό. Όλες είναι ενωμένες με στενά οργανικά δεσμά ακόμη με τις φυσικές θρησκείες στο ότι αναγνωρίζουν για θεούς τον ήλιο, το φεγγάρι, τα στοιχεία κ.λπ. ενώ στη Δύση οι ανωτέρων τύπων θρησκείες είναι περισσότερο ή λιγότερο απαλλαγμένες από αυτούς τους δεσμούς. Οι θρησκείες αυτές οπισθοδρομούν ακόμη σε βαθμίδες αναπτύξεως που ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ καταδικάζουν σαν «παγανισμό» ξεπερασμένο από καιρό. Εξάλλου αντίθετα από την Βίβλο και το Κοράνι, τα ιερά κείμενα του Ταοϊσμού περιβάλλονται σε μεγάλο βαθμό από ένα χαρακτήρα φιλοσοφικό έκδηλα χαρακτηριστικό. Ενώ ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ δημιούργησαν μεταφυσικά συστήματα μεγαλειώδη, αυτά δεν είχαν μία δογματική αξία παρά περιορισμένη.

Οπωσδήποτε, δεν τα θεωρούσαν ανάλογα με τα έργα θείας αποκαλύψεως και με τα γραπτά των ιδρυτών των θρησκειών. Αντίθετα στις δυτικές θρησκείες δεν σταμάτησαν να υπάρχουν αντιθέσεις ανάμεσα στην πίστη και στην επιστήμη. Οι ανατολικές θρησκείες στρέφονται σε πνευματικές σφαίρες που οι θρησκείες της Δύσεως θεωρούν σαν ξένες προς το χώρο τους ή στις οποίες αντιτίθενται, δηλώνοντας πως είναι αντίθετες με την αληθινή πίστη.

Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ σηκώνουν έτσι ένα διαχωριστικό τείχος ανάμεσα σε ό,τι είναι αληθινό και σε ό,τι είναι ψεύτικο, ενώ οι ανατολικές διδασκαλίες δέχονται σε διαφορετικούς βαθμούς σε όλες τις πίστεις και σε όλες τις μορφές λατρείας διάφορους τρόπους εκφράσεως της Αλήθειας. Ενώ τα περισσότερα δυτικά συστήματα διδάσκουν για την αντίθεση φωτός και σκότους, στην Ανατολή υπάρχει η ιδέα μιας διαδοχικής διαβαθμίσεως μεταφυσικών αντιλήψεων που, στο σύνολό τους, φτιάχνουν ένα αρμονικό σύμπαν».

***

Σε γενικές γραμμές αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των μεγάλων θρησκειών που συνιστούν ταυτόχρονα τα κοινά σημεία και τις διαφορές τους.

Από τις μεγάλες θρησκείες γεννήθηκαν με τον καιρό ποικίλες σχολές, παραδόσεις και ρεύματα με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Εκτός αυτού παντού προέκυψαν επίσης σχισματικές κινήσεις, ομαδοποιήσεις και αιρέσεις που πρόσθεσαν τις δικές τους θεωρήσεις στην κεντρική διδασκαλία.

Επίσης στους κύκλους του εσωτερισμού πραγματοποιείται συχνά ένας συγκερασμός στοιχείων από διαφορετικές θρησκείες ο οποίος παρουσιάζεται έπειτα σαν νέα διδασκαλία. Έτσι υπάρχουν ομάδες που εμπνέονται κατά κύριο λόγο από τα ανατολικά θρησκειοφιλοσοφικά συστήματα, π.χ. σέκτες που είναι οικοδομημένες γύρω από την προσωπικότητα ενός γκουρού. Πέραν τούτου υπάρχουν :

  • Ομάδες φιλοσοφικής-νεογνωστικιστικής κατεύθυνσης που συνδυάζουν χριστιανικά και ανατολικά στοιχεία, όπως η Θεοσοφία και η Ανθρωποσοφία.

  • Αρχαιολάτρεις με παγανιστικό–εθνικιστικό προσανατολισμό που επιδιώκουν την αναβίωση αρχαίων ελληνικών, κελτικών, σκανδιναβικών ή γερμανικών λατρειών.

  • Μυστικά τάγματα, εσωτερικοί κύκλοι και υπόγεια ρεύματα του Γνωστικισμού όπως οι Ελευθεροτέκτονες και οι Ροδόσταυροι.

  • Κύκλοι με πνευματιστικό, αποκρυφιστικό ή αλχημιστικό προσανατολισμό.

  • Ομάδες της Νέας Εποχής που συνδυάζουν ένα μέρος ή το σύνολο από τις παραπάνω παραδόσεις με ιδέες από την οικολογία, το φεμινισμό, την ψυχοθεραπεία κ.λπ.

  • Μία διεθνής ουφολογία της οποίας οι οπαδοί επιδιώκουν τη συνεργασία με εξωγήινους.

  • Θρησκευτικά κινήματα που εν μέρει εδράζονται στη Βίβλο, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και / ή την συμπληρώνουν με δικά τους «αποκαλυπτικά κείμενα», όπως οι Μορμόνοι.

Τέλος, υπάρχουν επίσης οργανώσεις που προσφέρουν μία περιορισμένη φιλοσοφία αλλά έχουν αναπτύξει ιδιαίτερους μηχανισμούς ψυχολογικής χειραγώγησης των οπαδών τους, όπως η Scientology.

Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι πολύ αδρομερής δεδομένου ότι σήμερα το φάσμα των θρησκευτικών, παραθρησκευτικών και γενικότερα πνευματικών κινημάτων είναι ανεξάντλητο. Στην πορεία του βιβλίου θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά μερικές από αυτές τις ομάδες.

Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να απευθύνουμε μία πρόσκληση στον αναγνώστη να αντιμετωπίσει με ανοικτό, απροκατάληπτο πνεύμα όσα θα διαβάσει στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Τίποτα το ανθρώπινο δεν είναι αλάθητο, αλλά από όλα μπορεί να μάθει ο φιλομαθής, ακόμη κι από τις πλέον εκκεντρικές, αιρετικές, παράλογες θεωρίες. Γι’ αυτό όμως χρειάζεται να είναι πρόθυμος να βαδίσει σε ασυνήθιστα μονοπάτια, να συναντήσει μεγάλα πνεύματα που οδήγησαν σε άγνωστους τόπους, ακόμη και με αντίτιμο το στιγματισμό ή τη ζωή τους, όπως για παράδειγμα ο Ωριγένης. Χρειάζεται να έχει ενδιαφέρον κι αγάπη για όλους τους αναζητητές της Γνώσης, γι’ αυτούς που πήραν λάθος κατεύθυνση, γι’ αυτούς που βρήκαν την αλήθεια και γι’ αυτούς που πλανώνται ακόμη.

Είναι αλήθεια ότι η ανοικτή, απροκατάληπτη συνάντηση με το άγνωστο κρύβει κινδύνους. Γιατί στα ανήσυχα αλλά ανώριμα, ασταθή πνεύματα είναι δυνατό να φέρει ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Εκτός από τις μεγάλες αλήθειες θα ακούσουν επίσης πλάνες που οδηγούν επιτήδεια στο σκοτάδι αντί στο φως. Γι’ αυτόν το λόγο το πρώτο που είναι απαραίτητο στον αναγνώστη είναι να εξοπλιστεί με κριτική σκέψη και τη θέληση να δια-κρίνει πού βρίσκεται η αλήθεια και ποια πνεύματα εμπνέουν την κάθε διδασκαλία, έστω κι αν ακούγεται γλυκά στα αυτιά…

Όσο πολυποίκιλες είναι οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης θρησκευτικότητας, εξίσου ποικίλες είναι οι εκτιμήσεις των ειδικών για τη σημασία τους. Σαν παράδειγμα θα αντιπαραθέσουμε δύο μεγάλους θρησκειολόγους του περασμένου αιώνα με τις διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις τους για τα έξι χιλιάδες χρόνια θρησκευτικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Στην πορεία του βιβλίου θα φανεί, πιστεύουμε, ποια άποψη είναι η πιο αξιόπιστη. Καταρχάς θα παρουσιαστούν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Glasenapp στο τέλος του προαναφερθέντος έργου του:

«Κάθε θρησκεία εννοουμένη σαν ένα σύνολο πεποιθήσεων που στηρίζονται πάνω στην πίστη, σαν ένα σύνολο συναισθημάτων, κλήσεων, αυθορμήτων τάσεων προς την ευδαιμονία που ικανοποιούνται στην φαντασία, ηθικών κανόνων και λατρευτικών παραστάσεων, παίρνεις στους διάφορους ανθρώπου κι ανθρώπινες ομάδες έναν χαρακτήρα τόσο ποικίλο που δεν μπορεί κανείς να διαπιστώσει κανένα consensus gentium όσον αφορά τις συγκεκριμένες τους λεπτομέρειες. Το γεγονός (αυτό) … διδάσκει με χίλιους τρόπους ότι καμμιά συγκεκριμένη θρησκευτική αντίληψη, αν την πάρουμε μεμονωμένα, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει μία αξία που να ισχύει γενικά. Καθένας μπορεί να πει για την πίστη του ότι την θεωρεί σαν την καλύτερη και την μόνη αληθινή∙ αλλά είναι, σε υψηλό βαθμό, ένα σημάδι αδικαιολόγητης αλαζονείας να την κηρύσσουν σαν το μέτρο όλων των πραγμάτων και να θεωρούν όλους όσους έχουν αλλιώτικη γνώμη για άμυαλους και τυφλωμένους.

Όλες αυτές οι αναρίθμητες θρησκευτικές πίστεις θα ήταν σε διάφορους βαθμούς βασισμένες πάνω σε μία πλάνη, ενώ μία και μοναδική που εμφανίστηκε σε ορισμένο τόπο και σε μία ορισμένη εποχή, θα περιέκλεινε μόνη της ολόκληρη την αλήθεια. Η ιστορική μελέτη της διαμορφώσεως και της εξαφανίσεως των θρησκειών διδάσκει, ότι καμιά από αυτές δεν αντιπροσωπεύει κάτι το οριστικό, αλλά ότι είναι σωστό να θεωρεί κανείς καθεμιά απ’ αυτές αποκλειστικά σαν ένα μονομερή τρόπο εκφράσεως ενός μέρους της Αλήθειας.

Κάθε δόγμα έχει, συνεπώς, αποκλειστικά την αξία ενός φορέα. Είναι μία μυθική ερμηνεία και μία έκθεση εσωτερικών εμπειριών. Κάνει καταληπτό και ικανό να μεταδοθεί ό,τι είναι ανέκφραστο, προσπαθώντας να το δώσει με μία μορφή περιγραφική και παραστατική, διηγηματική και ιστορική που να ταιριάζει στην απλή συνείδηση.

Αν υπήρχε πραγματικά μία μόνο αληθινή θρησκεία, δεν θα συνυπήρχαν στη γη θρησκευτικές πίστεις τόσο διάφορες και τόσο πολυάριθμες και τα ίδια δόγματα δεν θα μπορούσαν να γίνονται αντικείμενο τόσο διαφορετικών ερμηνειών. Αντίθετα αυτή η μοναδική Αλήθεια θα αποκαλυπτόταν αναγκαστικά σε κάθε άτομο με μία ακατανίκητη δύναμη. Κυρίως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας παντοδύναμος Θεός δεν ήταν σε θέση να κάνει όλη την ανθρωπότητα και μάλιστα ούτε το μεγαλύτερο μόνο μέρος αυτής να αναγνωρίσει ορισμένα δόγματα που είναι οφθαλμοφανή από μόνα τους.

Ποτέ δεν υπήρξε κατά βάθος μία θρησκεία κοινή σε όλους τους ανθρώπους και δεν θα υπάρξει ποτέ. Ακόμη και αν όλοι οι κάτοικοι της γης συμφωνούσαν πάνω στην αναγνώριση ορισμένων δογμάτων και ορισμένων μορφών λατρείας, δεν θα πραγματοποιείτο έτσι μία πραγματική θρησκευτική ενότητα, γιατί τα άτομα, αν τα πάρουμε χωριστά, θα καταλάβαιναν και θα ερμήνευαν με έναν διαφορετικό τρόπο τα ίδια δόγματα και τις ίδιες ιεροτελεστίες.

Έχοντας σαν δεδομένο ότι όλες οι μορφές έχουν αποκλειστικά μία συμβολική αξία ,γιατί ό,τι συμβαίνει εφήμερα δεν είναι παρά σύμβολο, είναι προτιμότερο να απολαμβάνει κανείς την ποικιλία των μορφών της θρησκευτικής ζωής και να χρησιμοποιεί καθεμιά από αυτές προς όφελός του, από το να θέλει οπωσδήποτε να έχει δίκιο και να προσκολλάται γερά σε ορισμένους δογματικούς τύπους συνεχίζοντας τον αγώνα για φαινομενικά προβλήματα που διεξάγεται από αιώνες μέσα στα αμφιθέατρα των σχολών, στις συγκεντρώσεις των πιστών και πάνω στα πεδία των μαχών των θρησκευτικών πολέμων. Πράγματι, ποτέ δεν θα υπάρξει λύση σε ό,τι ονομάζουν αινίγματα του κόσμου, γιατί τα περισσότερα πράγματα που μας φαίνονται αινιγματικά, είναι αντιφάσεις που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι που γεννιούνται από το ότι για παιχνίδι προσηλωνόμαστε σε απλές μορφές και μόνο στο κέλυφος της Γνώσεως.

Το ουσιαστικό σε μία θρησκεία εδρεύει συνεπώς όχι στα θεωρητικά της δόγματα αλλά αποκλειστικά στην εφαρμογή: Στην ανύψωση του εγώ πάνω από τον εαυτό του προς την σφαίρα των ηθικών και μεταφυσικών ιδεωδών. Μπρος σ’ αυτό τα δόγματα κάθε ιστορικής θρησκείας δεν είναι παρά μέσα που επιτρέπουν να καταχωρήσουν ορισμένες εμπειρίες σε μία εικόνα του εξωτερικού κόσμου. Είναι αντανακλάσεις από αλήθειες που κατά ένα γενικό τρόπο δεν θα μπορούσαν να εκτεθούν στην αντίληψή μας, αλλά που σαν συγκεκριμένες πραγματικότητες προβάλλονται στον εξωτερικό κόσμο για να μπορούμε να τις συλλάβουμε με λέξεις. Γι’ αυτό όλες δεν είναι παρά εφήμερες μορφές εκφράσεως που δεν μπορούν να δώσουν για τη μεταφυσική Πραγματικότητα παρά μία προσωρινή εικόνα κι αυτό αποκλειστικά για κείνον που ταιριάζουν στο χαρακτήρα του και στις διαθέσεις του.

Όσο πιο πολύ εισδύει κανείς στην ουσία καθεμιάς από τις θρησκείες, τόσο πιο πολύ κρατιέται μακριά από κάθε στείρα φιλονικία και παραδέχεται τα λόγια του εγγονού του Τσέγγις–Χαν, του Μανγκού, ο οποίος δήλωσε στον χριστιανό καλόγερο Ρουμπρούκ που ήθελε να τον προσηλυτίσει : Όπως ο Θεός έδωσε στο χέρι διαφορετικά δάχτυλα, έτσι έδωσε και στους ανθρώπους διαφορετικούς δρόμους. Οι πέντε μεγάλες θρησκείες του κόσμου είναι πραγματικά συγκρινόμενες με τα πέντε δάχτυλα ενός χεριού διαφορετικές μεταξύ τους κι ανεξάρτητες. ’Έχουν καθεμιά τον δικό της χαρακτήρα και τα ιδιαίτερα καθήκοντά της, εν τούτοις, αποτελούν τα μέρη ενός συνόλου και δεν απαρτίζουν παρά μία ολότητα σαν διαφορετικές μορφές εκφράσεως της ιδέας μιας παγκοσμίου ηθικής Τάξης και μιας μεταφυσικής Πραγματικότητας».

Ας ακούσουμε τώρα τον άλλο μεγάλο θρησκειολόγο του 20ου αιώνα, τον Κόνραντ Ορέλι (Conrad Orelli) και το πώς αναλύει τη σχέση των υπόλοιπων θρησκειών με τη χριστιανική: «Συχνά στις ημέρες μας ακούγεται ότι η χριστιανική θρησκεία, αυτή δηλαδή που αναγνωρίζεται ως η ανώτερη, προήλθε από κατώτερα μορφώματα τέτοιου είδους μέσω μίας φυσικής γενετικής διαδικασίας. Μιμούμενοι τη φυσική ιστορία και φιλοσοφία πιστεύουν πως μπορούν επίσης στο θρησκευτικό πεδίο με τη φυσική διαδικασία της εξέλιξης να εξηγήσουν ακόμη και το ανώτερο. Υπό αυτήν την έννοια ο θρησκευτικός βίος θα ήταν σαν ένας ποταμός που καθαρίζεται κι εξευγενίζεται ακατάπαυστα μέσα από την ίδια του τη φύση δίχως την έξωθεν επέμβαση μίας υπεράνθρωπης Δύναμης από επάνω. Ακόμη και οι θρησκευτικές ιδιοφυίες όπως ο Μωυσής, ο Βούδας, ο Χριστός, θα ήταν απλώς λαμπερές αντανακλάσεις που θα δημιουργούσε αυτός ο ποταμός στο διάβα του. Εννοείται πως κανένας από αυτούς τους φωτεινούς φορείς θρησκευτικής σκέψης δεν θα είχε την απόλυτη αληθινή γνώση του Θεού. Απλώς ο καθένας τους θα είχε προσφέρει κάτι που θα ανέκυπτε ούτως ή άλλως στην εποχή του από μία εσωτερική αναγκαιότητα και άρα για τους μεταγενέστερους θα είχε μόνο μία σχετική αξία.

Αν δεχτούμε αυτήν τη θεωρία, θα πρέπει τότε η θρησκευτική ιστορία να παράσχει αποδείξεις για το πώς οι κατώτερες θρησκείες τελειοποιούνταν με αργούς ρυθμούς μέχρι που έφθασαν στο ύψος των βιβλικών. Όμως αυτό δεν παρατηρείται πουθενά. Ασφαλώς κάθε θρησκεία παρουσιάζει μία ιστορική πρόοδο και κατά κανόνα σημειώνεται επίσης ένας εξευγενισμός των πεποιθήσεων και των εθίμων που συμβαδίζει με την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος. Εντούτοις η εξέλιξη κάθε θρησκείας δείχνει να περιορίζεται από ορισμένα όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί και τα οποία αντιστοιχούν στην ιδιοσυστασία της. Επιπλέον, κατά κανόνα παράλληλα με τον εξευγενισμό, παρατηρούνται συνάμα εκφυλισμός και παρακμή, και μάλιστα είναι συνήθως επικρατέστερα. Ούτε η κινεζική ούτε η ινδουιστική θρησκεία, που αμφότερες έχουν να επιδείξουν μία ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων, πλησίασαν στην πορεία του εξευγενισμού τους το χριστιανισμό ή την ανώτερη θεογνωσία της Παλαιάς Διαθήκης. Ακόμη και οι πλήρεις πνεύματος Έλληνες δεν παρήγαγαν κάποια άλλη ανώτερη θρησκεία, μολονότι οι καλλιεργημένοι εξ αυτών έδειχναν εκ των πραγμάτων όλο και μεγαλύτερη καταφρόνηση για τον ποιητικό πολυθεϊσμό τους.

Στην καλύτερη περίπτωση δημιούργησαν μία λιγότερο ή περισσότερο εξευγενισμένη θεώρηση για τον κόσμο και τη θεότητα. Όμως η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία∙ διότι αυτή η νέα μοναδική θεότητα ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό ως φιλοσοφική έννοια αντικείμενο της σκέψης των φιλοσόφων, που ήταν αδύνατον να εκπηγάσει από αυτήν μία δύναμη που θα οδηγούσε στο σχηματισμό μίας θρησκείας.

Εδώ θα παρατηρήσουμε απλώς ένα γεγονός που είναι ούτως ή άλλως προφανές: ότι ακόμη και η θρησκεία της Π. Διαθήκης παρουσιάζει μία τέτοια ανώτερη γνώση του Θεού, την οποία μάταια αναζητεί κανείς στις υπόλοιπες θρησκείες. Αυτή περιέχει δε σαν σπόρο όλα εκείνα που έφερε η αποκάλυψη του Χριστού με τέλεια καθαρότητα κι αλήθεια, έτσι που να αποτελεί την απολύτως αληθινή και οικουμενική θρησκεία.

Η θεωρία της εξέλιξης δεν στερείται βαθύτερης σοφίας. Στο θρησκευτικό όπως και σε άλλα πεδία του πνευματικού βίου υπάρχει μία εξέλιξη που είναι ανάλογη με την παρατηρούμενη σε πεδία της φύσης. Άλλωστε ο θείος παράγοντας δεν λείπει από αυτήν τη φυσική εξέλιξη. Η ίδια η Βίβλος παρουσιάζει μία ποικίλλουσα βαθμιαία εισχώρηση του θείου Πνεύματος στην κτίση και ειδικά στην ανθρωπότητα. Το θείο πνεύμα, που είναι εμφυτευμένο σε κάθε άνθρωπο, αποτελεί τον κινητήριο παράγοντα ο οποίος οδηγεί στη φυσική γνώση του Θεού, αν και ομολογουμένως αυτή παραμορφώνεται πολλαπλά από διανοητικά και ηθικά λάθη της ανθρωπότητας. Αυτό το έμφυτο στην ανθρωπότητα ρεύμα θεϊκής πνευματικής ζωής εκδηλώνεται κατά πρώτον στην πνευματική εργασία και στη σωστή δραστηριότητα. Εκτός αυτού εκδηλώνεται επίσης στο θρησκευτικό βίο, καθώς ο άνθρωπος πασχίζει να συλλάβει και να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα την θεότητα που του αποκαλύπτεται.

Στην Π. Διαθήκη ο θεός αποκαλυπτόμενος καταλαμβάνει τα όργανά του, τους προφήτες, και έτσι η αληθινή, αγνότερη γνώση του Θεού έρχεται στους ανθρώπους σε πανίσχυρη μορφή μεταγγισμένη από το ίδιο το Πνεύμα του.

Τέλος, στην ύψιστη βαθμίδα της κοινωνίας με τον Θεό φθάνουν αυτοί που πιστεύουν στον Χριστό, χάρη στο Άγιο Πνεύμα που τους παρέχει.

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής : Αυτό το ιδιαίτερο Πνεύμα που αποκαλύπτεται στους προφήτες ή το Άγιο Πνεύμα των αποστόλων είναι απλώς ένα παράγωγο του οικουμενικού θείου πνεύματος που έχει εμφυτευθεί σε κάθε άνθρωπο; Έχει προέλθει από αυτό το τελευταίο μέσω μίας εξελικτικής διαδικασίας αυτοεξευγενισμού; Ή πρόκειται για μία άμεση, απευθείας από τον Θεό προερχόμενη μαρτυρία για τον εαυτό του;

Η απάντηση που δίνει η Βίβλος είναι σαφής. Αν και αναγνωρίζει τη σημασία του έμφυτου σε κάθε άνθρωπο θεϊκού πνεύματος, ωστόσο δηλώνει εμφατικά ότι η αποκάλυψη που φανέρωσε κατά τον πιο τέλειο τρόπο τον αληθινό Θεό μέσα στον Υιό, δεν αναδύθηκε μέσα από μία ανθρώπινη καρδιά. Αλλά εκπήγασε άμεσα από τον ίδιο τον Θεό που είναι υπεράνω των ανθρωπίνων. Και όποιος συγκρίνει αμερόληπτα τις αποκαλύψεις του ζωντανού ιερού θεού στη Βίβλο με τα καλύτερα προϊόντα που παρήγαγαν οι λαοί από μόνοι τους σε αυτόν τον τομέα, θα αντιληφθεί πόσο δίκιο έχει η Βίβλος»

***

Η επιστημονική επανάσταση μαζί με την προέλαση του ορθολογισμού και του υλισμού εκθρόνισαν τη θρησκεία από την κυριαρχική θέση που κατείχε επί αιώνες. Έτσι η θρησκεία δεν παίζει πια τον καθοριστικό ρόλο που είχε παλιότερα, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες και μεταμοντέρνες κοινωνίες. Η κατανάλωση και γενικότερα η υλιστική θεώρηση της ζωής έχουν επικρατήσει τόσο πολύ που οι πολίτες δεν υπόκεινται πια ούτε σε κοινωνικούς ούτε σε συνειδησιακούς περιορισμούς, ούτε σε εξωτερικό ούτε σε εσωτερικό έλεγχο.

Οι ανάγκες της παγκοσμιοποίησης μαζί με τον παραγκωνισμό της πίστης από το ρυθμιστικό της ρόλο έχουν προάγει τη θρησκευτική ανεκτικότητα και αδιαφορία. Κάθε πίστη ή πεποίθηση θεωρείται ισότιμη με την άλλη κι όλοι οι δρόμοι πιστεύεται οδηγούν στον Θεό, αν υπάρχει καν Θεός. Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια κάποιες αξίες γενικά σεβαστές, η αλήθεια θεωρείται σχετική και υποκειμενική υπόθεση του κάθε ατόμου. Η κοινή αντίληψη λέει ότι όπως δυνητικά μία επιστημονική «αλήθεια» είναι σχετική, καθόσον αύριο μπορεί να αναιρεθεί ή να ανατραπεί από μία άλλη, εξίσου σχετική είναι και οποιαδήποτε άλλη αλήθεια.

Έτσι στη Δύση κάθε θρησκευτική πίστη είναι ανεκτή είτε ως προσωπική πεποίθηση του ατόμου είτε ως μέρος της παράδοσης και της κουλτούρας μίας ομάδας ανθρώπων. Μία θρησκεία που έχει την αξίωση ότι αντιπροσωπεύει την πλήρη αλήθεια κι όχι απλώς ένα μέρος της κρίνεται αρνητικά. Οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες έχουν συμβιβαστεί με την ανεξιθρησκία που επικρατεί στη Δύση και μόνο το Ισλάμ αντιδρά σε αυτήν.

Παρόλο που οι άνθρωποι έχουν παντού την ίδια φύση, τα εθνικά χαρακτηριστικά, η ιστορία, τα έθιμα, ο πολιτισμός, οι κοινωνικές τους δομές κ.λπ. ποικίλουν. Έτσι στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με ένα ευρύτατο φάσμα αντιλήψεων, πίστεων και ιδεολογιών. Αυτό είναι σωστό, γιατί μέσω της αντιπαράθεσης με το «άλλο» ελέγχεται και το δικό μου το πιστεύω ή μπορώ να επιλέξω το ορθό μέσα από μία πληθώρα εναλλακτικών προτάσεων και να απορρίψω ό,τι είναι λάθος.

Το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν ζούμε μόνοι μας, αλλά μαζί με άλλους ανθρώπους με διαφορετικές θρησκείες, ιδεολογίες, κοσμοθεωρίες. Η απαιτούμενη λεπτή ισορροπία επιβάλλει κατανόηση για τον αλλόδοξο, σεβασμό για τη θέση του κατά την αντιπαράθεση μαζί του και αναζήτηση μίας κοινής βάσης.

Ο πλουραλισμός είναι επομένως μία πραγματικότητα στη σύγχρονη κοινωνία. Το πώς τον αντιμετωπίζουμε αποτελεί μία πρόκληση για τον καθένα μας. Είτε περιχαρακωνόμαστε στα όρια του ό,τι μας είναι ήδη οικείο, γνωστό και απορρίπτουμε ή αντιμαχόμαστε το ξένο, είτε το θεωρούμε σαν ευκαιρία να πλουτύνουμε και να βαθύνουμε τις γνώσεις μας.

Υπάρχει μία ιδεολογία που καταφάσκει τον πλουραλισμό με το επιχείρημα ότι έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν ηθικά ιδεώδη, αξίες, πίστεις, αλήθειες με γενική, απόλυτη και διαχρονική ισχύ. Πρόκειται για τη λεγόμενη σχετικότητα που πρεσβεύει ότι η ιδέα για το τι είναι καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, αλήθεια ή ψέμα είναι σχετική, υποκειμενική και ποικίλει ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες. Αυτό που είναι καλό, δίκαιο, αληθινό, ηθικό για τον έναν δεν πρέπει απαραίτητα να είναι το ίδιο και για τον άλλον. Άρα η αλήθεια είναι μία σχετική έννοια που συναρτάται προς πολλούς παράγοντες.

Όμως εφόσον οι άνθρωποι χρειάζεται να συμβιώνουν και να συνεργάζονται, πρέπει να συμφωνούν πάνω σε κάποιους ελάχιστους όρους, γιατί δεν είναι δυνατόν ο καθένας να υπάρχει αυτόνομα από τους άλλους και να δρα όπως θέλει. Από την άλλη πλευρά για να υπάρχει απρόσκοπτη συνύπαρξη πρέπει ο ένας να σέβεται την ελευθερία του άλλου.

Ο κίνδυνος εντούτοις με τη σχετικότητα είναι ότι ισοπεδώνει όλες τις διαφορετικές θεωρήσεις, καταργεί τις αντιθέσεις που πρέπει να υπάρχουν, ώστε να μπορεί ο καθένας να πάρει θέση, και απορρίπτει την αξιολόγηση.

Ωστόσο δεν είναι σωστό ότι δεν υπάρχουν ηθικές αξίες γενικά παραδεκτές. Παρά τη διαφοροποίηση από τη μία κουλτούρα στην άλλη, ή από τη μία θρησκεία στην άλλη, υπάρχουν πανανθρώπινες αξίες κι αυτές μπορούν να μας δώσουν ένα πρώτο κριτήριο για το τι είναι σωστό κι αληθινό.

Επομένως λέμε ναι στον πλουραλισμό, αλλά όχι στον ευνουχισμό της αλήθειας. Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες πολλές ιδεολογίες, κοσμοθεωρίες και θρησκείες δεν μας δίνει το δικαίωμα να τις ισοπεδώσουμε όλες, αλλά την υποχρέωση να τις γνωρίσουμε καλύτερα και να εκφέρουμε κρίση. Δεν είναι δυνατόν να είναι όλες οι θρησκείες αληθινές, αφού οι διαφορές στις διδασκαλίες τους είναι πολύ μεγάλες για να τις παραβλέψει κανείς.

Ως λογικοί, συνειδητοποιημένοι άνθρωποι είμαστε ικανοί και υποχρεωμένοι να τις εξετάσουμε και ο καθένας μας να αποφασίσει τι θα διαλέξει και τι θα αφήσει. Και να το ακολουθήσει μετά στην πράξη.

* Σημείωση: Αυτό ισχύει μόνο για ένα μέρος τους (Ο εκδότης).

2018-06-08T18:13:07+00:00