Loading...

ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ 12 ΘΕΪΚΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ

απόσπασμα από το βιβλίο «Η εξέλιξη των παιδιών μετά τη γήινη ζωή »

 

 

Πρώτη αίθουσα

Ερμηνεία της πρώτης εντολής

  1. Δεν χρειάζεται να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο και μακρινό ταξίδι, ο επόμενος κήπος θα βρίσκεται αμέσως μπροστά στα μάτια μας. Δείτε εκεί, σε μέτρια απόσταση μας καλωσορίζουν κιόλας ακαθόριστες, εκτεταμένες σειρές δέντρων πίσω από τις οποίες διακρίνουμε ένα πολύ μεγάλο και μεγαλόπρεπο παλάτι. Αυτός είναι ο κήπος στον οποίο θα πάμε, εκεί θα συναντήσουμε ακόμα και εκείνα τα παιδιά τα οποία σας πήρε ο Κύριος από τη γη.

  2. Αν θα τα αναγνωρίσετε όμως αμέσως, είναι βέβαια ένα άλλο θέμα. Διότι στο πνεύμα τα παιδιά δεν έχουν πια την ομοιότητα της μορφής των γήινων γονέων τους, αλλά μόνο τη μορφή που αντιστοιχεί στην ικανότητα να αφομοιώσουν το καλό της αγάπης και το αληθινό της πίστης που πηγάζουν από τον Κύριο με πρότυπο και βοηθό τον Κύριο. Παρ’ όλα αυτά όμως μπορούν να πάρουν σε ορισμένες περιπτώσεις τη μορφή με τη γήινη ομοιότητα, η οποία παραμένει στις ψυχές τους και κατ’ αυτό τον τρόπο γίνονται αναγνωρίσιμα σε εκείνους που καταφθάνουν εδώ από τη γη και δεν γνωρίζουν ακόμα πολλά για τις πνευματικές συνθήκες.

  3. Δεν θέλουμε όμως να μιλήσουμε προς το παρόν για πολύ, αλλά να πάμε καλύτερα αμέσως στον κήπο για να πεισθούμε εκεί για όλα αυτά με τα ίδια τα πνευματικά μας μάτια, αντί να πολυσυζητούμε εδώ με το στόμα.

  4. Βρισκόμαστε ήδη στις δενδροστοιχίες με τα ωραιότερα ανθισμένα μονοπάτια, ενώ βλέπετε εδώ και εκεί τα παιδιά να τριγυρίζουν γεμάτα ζωηράδα. Ας προχωρήσουμε λοιπόν μέσα και θα βρεθούμε ευθύς αμέσως στο παλάτι που είδαμε πριν.

  5. Δείτε ορθώνεται κιόλας μπροστά μας με όλο το απέραντο μήκος του. Έχει ένα εκατομμύριο παράθυρα σε μια σειρά, καθένα απ’ αυτά είναι επτά σπιθαμές ψηλά. Ψηλότερα ανακαλύπτου­με μια ακόμα σειρά μικρότερων παραθύρων, η οποία σταματάει παντού ακριβώς πάνω από τα κάτω μεγάλα παράθυρα.

  6. Ρωτάτε εδώ: Μα για όνομα του Θεού, είναι όλο αυτό το κτί­ριο, αυτό το υπέροχο μεγάλο παλάτι, μόνο μια μοναδική αίθουσα; Σας λέω ότι δεν είναι έτσι. Κάθε άλλο μάλιστα, μια και αποτελείται από δώδεκα τμήματα. Ψηλά όμως, όπου παρατηρείτε τη δεύ­τερη σειρά των μικρών παραθύρων, εκτείνεται χωρίς διακοπή ένας εντυπωσιακός και πλατύς εξώστης γύρω από ολόκληρη την αίθουσα. Απ’ αυτόν τον εξώστη μπορεί να αγκαλιάζει κανείς με το βλέμμα και τα δώδεκα τμήματα μαζί χωρίς να ενοχλεί τους μαθη­τές που βρίσκονται στο ισόγειο και να διαπιστώσει το τι συμβαί­νει σ’ αυτά. Ας μπούμε μέσα όμως για να τα καταλάβετε όλα.

  7. Δείτε, είμαστε κιόλας στην είσοδο. Δεν χρειάζεται να ανέ­βουμε στον εξώστη, γιατί πρέπει έτσι κι αλλιώς τις περισσότερες φορές να μείνουμε αθέατοι σ’ αυτά τα μικρά παιδικά πνεύματα. Θα γίνουμε μόνο αντιληπτοί από τους δασκάλους. Αυτοί όμως εί­ναι ήδη ενημερωμένοι, για το λόγο που βρισκόμαστε εδώ!

  8. Είμαστε κιόλας στην πρώτη αίθουσα. Τι βλέπετε γραμμένο στο κέντρο αυτής της μεγάλης αίθουσας σε έναν άσπρο πίνακα, ο οποίος είναι στερεωμένος όρθιος πάνω σε μια στήλη; Λέτε λοιπόν, πάνω πάνω ο πασίγνωστος σε μας αριθμός 1, ο οποίος σίγουρα θα είναι ο αριθμός της αίθουσας, και από κάτω: Δρόμος προς την ελευθερία, του πνεύματος. Όμως σας λέω ότι το ένα, δεν σημαίνει τον αριθμό της αίθουσας αλλά σημαίνει τον πρώτο νό­μο του Θεού που έδωσε μέσω του Μωυσή.

  9. Ρωτάτε: Τι έχουν να κάνουν αυτά τα πολλά παιδιά, τα οποία εδώ είναι ήδη αρκετά μεγάλα με το γήινο νόμο του Μωυσή; Αυ­τός ισχύει ασφαλώς για θνητούς, γήινους και άπιστους ανθρώ­πους, όχι όμως και για παιδιά, τα οποία σαν αγνά πνεύματα έχουν εδώ και πολύ καιρό τη ζωντανή πεποίθηση για την ύπαρξη του ενός Θεού, που όπως είδαμε τους επιδεικνύεται παραστατικά, από τα πρώτα βασικά μαθήματα, ζωντανά και σε κάθε ευκαιρία.

  10. Αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι νομίζετε. Κάτι ανάλογο όμως βρίσκετε, και πάνω στη γη. Μπορείτε να ρωτήσετε εκεί τα παιδιά και να τα πα­ρατηρήσετε οπουδήποτε θέλετε και θα συναντήσετε σ’ αυτά πα­ντού μια πραγματική ζωντανή πίστη σε ένα Θεό. Γιατί κανείς δεν είναι πιο πιστός από τα παιδιά και δεν υπάρχουν κάποιοι τόσο κα­κόβουλοι γονείς, οι οποίοι θα ήθελαν να αρνηθούν στα παιδιά τους, τουλάχιστον στην αρχή της ύπαρξής τους, να αναγνωρίσουν ένα Θεό. Γιατί κάθε θρησκεία το προβλέπει και είναι καθήκον των γονέων τουλάχιστον από πολιτικο-ηθικούς λόγους να αφήσουν τα παιδιά τους να το διδαχθούν και να το αναγνωρίσουν.

  11. Δεν θα ήταν όμως ευνόητο ότι τέτοια παιδιά που έχουν διδα­χθεί από τον Θεό με τον καιρό δεν χρειάζονται κανένα περαιτέρω μάθημα σχετικά με Αυτόν; Αλλά πρέπει να το ομολογήσετε οι ίδι­οι ότι, ναι, ένα τέτοιο μάθημα χρειάζεται στον καθένα μέχρι τo τέ­λος της ζωής του. Γιατί με μεγάλη ευκολία σβήνουν οι πρώτες εντυπώσεις των παιδικών χρόνων και τότε στέκονται οι άνθρωποι που μόλις ενηλικιώθηκαν σαν να μην είχαν ακούσει ποτέ τίποτα για τον Θεό. Σας λέω ωστόσο ότι ένα τέτοιο σβήσιμο δεν είναι εύ­κολα δυνατό σ’ αυτή την περίπτωση. Θα πρέπει να αντιληφθείτε όμως ότι τα παιδιά, εξ αιτίας της πρόωρης άφιξής τους εδώ, δεν εί­χαν καμία ευκαιρία στη γη να επιτύχουν στη δοκιμασία της ελευθερίας για το πνεύμα τους, η οποία είναι η κατ’ εξοχήν δοκιμασία για την οποία ζει ο άνθρωπος. Ως εκ τούτου πρέπει να τεθεί σ’ εφαρμογή πλήρως αυτή η σημαντική ενέργεια για τη ζωή του πνεύμα­τος. Μέχρι τώρα αυτά τα παιδικά πνεύματα ήταν κατά κάποιο τρό­πο μόνο πνευματικές ζωντανές μηχανές. Εδώ όμως πρέπει να ζω­ντανέψουν μέσα από τον ίδιο τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να γνωρίσουν επίσης όλες τις εντολές, να τις δοκιμάσουν ενεργά στον εαυτό τους και να γνωρίσουν πώς συμπεριφέρεται ο πνευματικός εαυτός τους κάτω από ένα δεδομένο νόμο.

  12. Και εδώ λοιπόν δίδεται η πρώτη εντολή, η οποία έχει ως εξής: «Οφείλεις να πιστεύεις σ’ ένα Θεό και να μη σκαφθείς ποτέ, ότι είτε δεν υπάρχει Θεός, είτε ότι υπάρχουν δύο, τρεις περισσότεροι Θεοί».

  13. Στη συνέχεια τίθεται βέβαια πάλι το ερώτημα: Πώς μπορεί κάποιος να επιβάλει σ’ αυτόν ο οποίος έτσι κι αλλιώς πιστεύει ενεργά σ’ ένα Θεό και δεν έχει αμφιβολία γι’ αυτό, να πιστεύει σ’ ένα Θεό; Αυτή είναι αλήθεια μια καλή παρατήρηση. Γι’ αυτό όμως τα παιδιά οδηγούνται εδώ από τους δασκάλους με διάφο­ρες διδασκαλίες και ενέργειες σε μια τέτοια κατάσταση στην οποία τα παιδιά καταλαμβάνονται από διάφορες αμφιβολίες για την ύπαρξη του Θεού. Ο τρόπος διδασκαλίας ονομάζεται απογύ­μνωση του ατομικού πνεύματος.

  14. Για να γίνει κάτι τέτοιο σ’ αυτά τα παιδιά, οι δάσκαλοι δη­μιουργούν συχνά τα πιο παράξενα πράγματα σαν τυχαία μπρο­στά στα μάτια των μαθητών τους. Τους αφήνουν να τα παρατη­ρήσουν και τους ερωτούν κατόπιν, αν γι’ αυτά χρειαζόταν ο Θε­ός, τον οποίον όμως δεν έχουν δει επί το έργον. Στην περίπτωση που τα παιδιά πουν ότι ο Θεός προκαλεί κάτι τέτοιο μόνο με τη θέλησή Του, χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι παρών πραγμα­τικά, τότε οι δάσκαλοι αφήνουν τους μαθητές τους να σκεφθούν διάφορα πράγματα μόνοι τους και ό,τι σκεφθούν τα παιδιά παίρ­νει κιόλας ολοκληρωμένη υπόσταση. Έπειτα οι δάσκαλοι ερω­τούν πάλι τα παιδιά ποιος το έκανε.

  15. Με αυτόν τον τρόπο οι περισσότεροι πέφτουν σε αμφιβο­λίες. Μερικοί λένε ότι το έκαναν οι ίδιοι, άλλοι πάλι πιστεύουν ότι το έκαναν οι δάσκαλοι αφού γνώριζαν τις σκέψεις των μα­θητών. Μερικοί όμως λένε ότι σκέφθηκαν πράγματι κάτι τέτοιο, όμως ένας παντοδύναμος Θεός θα πρέπει να το είχε επιτρέψει. Έτσι αυτό το οποίο σκέφθηκαν παρουσιάστηκε ενώπιον τους σαν ένα ολοκληρωμένο έργο.

  16. Όταν τα παιδιά διατηρούν σχεδόν πάντα ακλόνητη την πί­στη σ’ ένα Θεό, τότε τα ρωτούν οι δάσκαλοι· από πού το γνωρί­ζουν ότι υπάρχει ένας Θεός. Οι μαθητές τους απαντούν σ’ αυτό συνήθως: Αυτό μας το δίδαξαν οι πρώτοι σοφοί μας δάσκαλοι. Αυτοί οι δάσκαλοι συνεχίζουν τις ερωτήσεις: Τι θα λέγατε τότε εάν εμείς ως οι προφανώς σοφότεροι δάσκαλοί σας λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός και ό,τι βλέπετε είναι φτιαγμένο και οικοδομημένο από εμάς; Και τι θα πείτε εάν δηλώσουμε οι ίδιοι ότι εμείς εί­μαστε οι πραγματικοί Θεοί;

  17. Τα παιδιά ξαφνιάζονται τελείως και ερωτούν τότε τους δα­σκάλους τι θα πρέπει να κάνουν σ’ αυτή την περίπτωση.

  18. Οι δάσκαλοι όμως τους λένε: Ψάξτε μέσα σας για το τι θα πρέπει να κάνετε. Εάν υπάρχει Θεός, τότε θα πρέπει να Τον βρεί­τε μέσα σας, και αν δεν υπάρχει, τότε δεν θα βρείτε κανένα ως την αιωνιότητα.

  19. Όταν τα παιδιά ερωτούν με ποιο τρόπο θα ψάξουν μέσα τους, τους λένε τότε οι δάσκαλοι: Προσπαθήστε να αγαπήσετε στην καρδιά σας. Αυτόν τον οποίο θεωρείτε εσείς ότι είναι ο Θε­ός, σαν να ήταν όντως Θεός. Μεγαλώστε αυτή την αγάπη και εάν υπάρχει Θεός θα δώσει απάντηση στην αγάπη σας. Εάν δεν υπάρχει, τότε δεν θα λάβετε απάντηση στην καρδιά σας.

  20. Εδώ αρχίζουν οι μαθητές να στρέφονται στο εσωτερικό τους και να αγαπούν στα σοβαρά τον Θεό στον οποίο παλιότερα πίστευαν μόνο σαν παιδιά. Συμβαίνει όμως ο Κύριος ο Θεός να μη δώσει ευθύς αμέσως σημεία ζωής και τα παιδιά μας μ’ αυτό τον τρόπο να έχουν όχι και λίγες αμφιβολίες. Πώς όμως θα ξε- φύγουν απ’ αυτές, θα δείξει η συνέχεια.

9

Πώς πρέπει να αναζητήσουμε τον Θεό;

  1. Να λοιπόν που υπάρχουν όντως μερικοί, οι οποίοι απευθύνο­νται ακριβώς τώρα στο δάσκαλό τους για να του πουν ότι είναι αναγκασμένοι να πιστέψουν στα σοβαρά ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τους δασκάλους, οι οποίοι κάνουν θαύματα μπρο­στά στα μάτια τους. Ο Θεός όμως, παρά το μέγεθος της αγάπης τους με το οποίο Τον αγκάλιασαν μέσα στην καρδιά τους, δεν έδει­ξε ούτε σ’ ένα απ’ αυτούς την παραμικρή προσοχή.

  2. Τι κάνουν όμως οι δάσκαλοι στην παρατήρηση των μαθητών τους; Ακούστε αυτόν στον οποίο έγινε ένα τέτοιο σχόλιο να λέ­ει στους μαθητές του:

  3. Αγαπητά μου παιδιά! Είναι όντως δυνατόν ο Θεός να μην σας έχει δηλώσει ακόμη την παρουσία του. Μπορεί όμως και να έχει στείλει κάποιο μήνυμα, εσείς όμως ήσαστε αφηρημένοι και δεν το αντιληφθήκατε.

  4. Γι’ αυτό πείτε μου λοιπόν: Πού ήσαστε όταν αγκαλιάσατε τον Θεό μέσα στην καρδιά σας; Ήσαστε έξω κάτω από τα δέντρα του κήπου ή στους εξώστες της αίθουσας ή μήπως ήσαστε στο μεγάλο εξώστη του κτιρίου ή σε κάποιο θάλαμο ή ήσαστε στα δωμάτιά σας, που είναι κτισμένα έξω από το μεγάλο σχολείο; Και πείτε μου ακόμα, τι είδατε, τι παρατηρήσατε και τι νιώσατε σε κάθε περίσταση;

  5. Τα παιδιά λένε: Ήμαστε έξω κάτω από τα δέντρα και παρατηρούσαμε το μεγαλείο των δημιουργημάτων του, Θεού, στον οποίον πρέπει να πιστεύουμε και Τον δοξάζαμε για το ότι έκανε τόσα μεγάλα πράγματα. Τον φανταστήκαμε σαν έναν πολύ στοργικό πατέρα, ο οποίος χαίρεται να έρχεται στα παιδιά Του, και γι’ αυτό είχαμε μεγάλη λαχτάρα στην καρδιά μας να Τον δούμε και να τρέξουμε να Τον απαντήσουμε, να Τον αγκαλιάζουμε και να Του δείξουμε την αγάπη μας με όλη μας τη δύναμη.

  6. Αλλά από πουθενά δεν ήρθε σε μας κάποιος Πατέρας. Ρω­τούσε ο ένας τον άλλο με αγωνία, εάν έπεσε στην αντίληψή του κάτι σχετικά με αυτόν. Καθένας από εμάς όμως ομολόγησε με ειλικρίνεια ότι δεν αντιλαμβάνεται ούτε το παραμικρό.

  7. Εγκαταλείψαμε τότε εκείνο το μέρος, σπεύσαμε στους εξώ­στες του σχολικού κτιρίου και κάναμε εκεί το ίδιο, η επιτυχία όμως ήταν η ίδια όπως και κάτω από τα δέντρα. Από εκεί πήγα­με στα δωμάτιά μας με τη σκέψη ότι ο Πατέρας θα μας επισκε­πτόταν το συντομότερο δυνατό, γιατί προσευχόμασταν πολύ και τον παρακαλούσαμε θερμά, να μας παρουσιαστεί. Μάταιος κό­πος όμως. Επειδή λοιπόν ακολουθήσαμε μάταια τη συμβουλή σου, αναγκαζόμαστε τώρα να συμφωνήσουμε με τη διδασκαλία σου, ότι δηλαδή μάλλον δεν υπάρχει κανένας Θεός παρά ότι υπάρχει ένας. Και έτσι καταλήξαμε μεταξύ μας στο συμπέρα­σμα: Εάν υπάρχει κάποιος Θεός, εντούτοις δεν είναι ένας ολόκληρος αλλά ένας που είναι μοιρασμένος σ’ όλα τα ζωντανά και αυτόνομα πλάσματα, όπως εσείς και εμείς εδώ. Ο Θεός επομένως είναι μία προσωποποίηση της ζωντανής δύναμης η οποία εκδηλώνεται αυτόνομα πρώτα στα πλάσματα, όπως είστε εσείς, αναγνωρίζοντας τον εαυτό της και τους άλλους και ως εκ τούτου έχοντας μεγάλη δυνατότητα δράσης.

  8. Δείτε εδώ τους μικρούς φιλοσόφους και αναγνωρίστε ταυτόχρονα το υπόβαθρο ή τον κακό σπόρο, καρπός του οποίου είναι όλες αυτές οι αμφίβολες εικασίες της λογικής.

  9. Τι λέει ο δάσκαλός μας σ’ αυτά τα φιλοσοφήματα των μαθητών του; Ακούστε, αυτά είναι τα λόγια του: Αγαπητά μου παιδιά! Τώρα είδα μέσα σας αρκετά καθαρά το λόγο γιατί δεν πα­ρουσιάστηκε κανένας Θεός σε σας, ούτε κάτω από τα δέντρα, ούτε στον εξώστη, ούτε στα δωμάτιά σας, δηλαδή ούτε με την άμυνα της φύσης μέσω εμπειριών και της ανάλυσής τους, ούτε μι τις ανώτερες φιλοσοφικές υποθέσεις ή θεωρίες της λογικής mm του νου, ούτε με την απλά ουδέτερη ψυχική σας διάθεση, γιατί προηγήθηκαν οι αμφιβολίες σας.

  1. Δεν περιμένατε τον Θεό με αποφασιστικότητα, αλλά το πό­λη πολύ ως πιθανότητα. Ο Θεός όμως, εάν υπάρχει, πρέπει μέσα Του να είναι η ύψιστη τέλεια βεβαιότητα και αποφασιστικότητα. Όταν όμως εσείς αναζητάτε την ύψιστη θεϊκή αποφασιστικότητα και με την αβεβαιότητα της σκέψης σας, της πίστης και της θέ­λησής σας, πώς θα μπορούσε να αποκαλυφθεί σε σας άραγε, μια τέτοια βεβαιότητα; Θυμηθείτε επομένως, τι θα σας πω τώρα:

  2. Αν θέλετε να αναζητήσετε τον Θεό και να Τον αντικρίσετε, (ότι πρέπει να δείξετε έμπρακτα με τη μέγιστη αποφασιστικότητα και να Τον αναζητήσετε επίσης με αυτόν τον τρόπο. Πρέπει να εξα­κολουθείτε να πιστεύετε χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι υπάρχει ακόμα και αν δεν τον βλέπατε πουθενά για πολύ καιρό και πρέπει να Τον αγκαλιάσετε αποφασιστικά και με την αγάπη σας, με την ίδια αποφασιστικότητα που πιστεύετε σ’ Εκείνον. Τότε θα φα­νεί εάν η σκέψη σας, η πίστη σας, η θέλησή σας και η αγάπη σας, έχει αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα.

  3. Όταν την αποκτήσετε, ο Θεός θα παρουσιασθεί ασφαλώς σε σας, εάν υπάρχει. Αν δεν αποκτήσατε αυτή την αποφασιστι­κότητα και βεβαιότητα θα επιστρέφετε πάλι σε μένα το ίδιο άπρακτοι, όπως σ’ αυτή την περίπτωση.

  4. Τα παιδιά πράγματι ξανασκέπτονται τη διδασκαλία του δα­σκάλου και ένα απ’ αυτά, φαινομενικά το πιο αδύναμο, πλησιάζει το δάσκαλο και λέει: Άκουσέ με, αγαπητέ, σοφέ δάσκαλε! Εγώ θα πήγαινα εντελώς μόνος στο δωμάτιό μου και θα ήθελα να προσεγ­γίσω με αποφασιστικότητα τον Κύριο τον Θεό σαν τον πιο στορ­γικό πατέρα μόνο με την αγάπη μου, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπό­ρεσα ποτέ ν’ αμφισβητήσω πραγματικά την ύπαρξη ενός Θεού, αλ­λά μέσα μου -παρ’ όλα τα αντίθετα δεδομένα- συνεχίζω να πα­ραμένω πιστός σ’ ένα Θεό. Δεν νομίζεις επομένως ότι θα μου πα­ρουσιαζόταν εάν θα ήθελα μόνον να τον αγαπώ; Γιατί η πολλή σκέψη και η συνακόλουθη πίστη μου φαίνονται άλλωστε ότι είναι κάπως μάταιες.

  5. Ο δάσκαλος λέει στο μαθητή: Πήγαινε αγαπητό μου παιδί και κάνε ό,τι νομίζεις καλό, ποιος ξέρει ωστόσο εάν δεν έχεις δί­κιο; Δεν μπορώ να σου απαντήσω με ένα ναι ή ένα όχι, αλλά σου λέω: Πήγαινε και μάθε τι μπορεί να κάνει η αγάπη!

  6. Το παιδί βγαίνει τρέχοντας από την αίθουσα με προορισμό το δωμάτιό του και οι άλλοι μαθητές ρωτούν το δάσκαλο εάν προτιμά την πράξη αυτού του παιδιού, το οποίο αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, από το τι σκέφτονται να κάνουν τώρα εκείνοι κα­τά τη συμβουλή του, δηλαδή να βγουν με αποφασιστικότητα και να αναζητήσουν τον Θεό.

  7. Ο δάσκαλος όμως λέει: Ακούσατε τι είπα σ’ ένα από τους συμμαθητές σας, δηλαδή ούτε ναι ούτε όχι, το ίδιο λέω και σε σας, πηγαίνετε μέσα ή βγείτε έξω. Κάνετε ό,τι θεωρείτε καλύτε­ρο και η πείρα θα δείξει ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος ή ο συ­ντομότερος ή εάν ο ένας δρόμος είναι λάθος ή ο άλλος σωστός, ή εάν και οι δυο δρόμοι είναι λάθος ή και οι δυο σωστοί.

  8. Μερικά παιδιά επιλέγουν την αποφασιστικότητα μερικά άλλα όμως μόνο την αγάπη. Αυτά που επέλεξαν την αποφασι­στικότητα βγαίνουν στον κήπο γεμάτοι βαθιά σκέψη, θέληση και ακλόνητη πίστη, ενώ μερικά απ’ αυτά πηγαίνουν στα δωμά­τιά τους για να αναζητήσουν τον Θεό.

  9. Κοιτάξτε όμως εκεί, μόλις μπαίνει στην αίθουσα συνοδευόμενο από έναν απλό άνθρωπο το παιδί που εκδήλωσε την αγά­πη προς τον Θεό και να κατευθύνεται προς το δάσκαλο. Τι θα προκόψει τώρα λοιπόν;

  10. Ακούτε, αυτό (το παιδί) να μιλάει: Αγαπητέ, σοφέ δάσκα­λε, για κοίτα προς τα εδώ! Όταν άρχισα στο δωμάτιό μου να αγαπώ πραγματικά τον αγαπημένο μεγάλο Πατέρα, ήρθε τότε αυτός ο απλός άνθρωπος σε μένα και με ρώτησε, εάν τον αγαπώ ειλικρινά τον επουράνιο Πατέρα. Εγώ όμως του είπα: Καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να το διαβάσεις στο πρόσωπό μου. Mε ρώ­τησε τότε ο άνθρωπος πώς τον φανταζόμουν με το πνεύμα μου. Και του είπα: Τον φαντάζομαι σαν έναν άνθρωπο πρέπει να εί­ναι όμως πολύ ψηλός και δυνατός και βέβαια περιβάλλεται από μια απέραντη λάμψη, αφού ήδη αυτός ο κόσμος και ο ήλιος που τον φωτίζει είναι εξαιρετικά μεγαλόπρεπος και λαμπερός.

  11. Εδώ με σήκωσε ο απλός άνθρωπος, με έσφιξε στη καρδιά του, μου έδωσε ένα φιλί και μου μίλησε: Οδήγησέ με στην αίθουσα δι­δασκαλίας στο δάσκαλό σου, εκεί θα ρυθμίσουμε τα περαιτέρω και θα δούμε λεπτομερώς τι όψη έχει ο επουράνιος Πατέρας, εάν υπάρχει, και πώς από μόνος του τα δημιουργεί όλα, τα καθοδηγεί και τα κυβερνά. Και τώρα δες, αγαπητέ, σοφέ δάσκαλε, είμαι εδώ με τον απλό αυτό άνθρωπο. Τι νομίζεις λοιπόν, ποιος μπορεί να εί­ναι αυτός ο άνθρωπος που μου φέρθηκε τόσο ευγενικά;

  12. Και ο δάσκαλος λέει με φανερά υπέρτατη αγάπη και σεβα­σμό: Εύγε, τρισευτυχισμένο παιδί, βρήκες κιόλας το σωστό. Κοίτα, αυτός είναι ο Θεός ο πιο στοργικός Πατέρας μας! Και ο Κύριος σκύβει τώρα, παίρνει το παιδί στην αγκαλιά Του και το ρωτά: Είμαι λοιπόν Εκείνος Τον οποίο σου περιέγραψε ο δά­σκαλός σου; Και το παιδί λέει με μεγάλη ταραχή: Ω, ναι Εσύ εί­σαι, το διαπιστώνω από την άπειρη καλοσύνη Σου, γιατί ποιος άλλος είναι τόσο καλός όσο Εσύ, που με παίρνει στην αγκαλιά Του και θέλει να με αγκαλιάσει και να με χαϊδέψει όπως Εσύ; Σε αγαπώ λοιπόν τόσο που φαίνεται απίστευτο, τόσο που δεν μπο­ρώ να χωρίσω από Εσένα ποτέ στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να με αφήσεις πια εδώ, αγαπημένε Πατέρα! Γιατί δεν ένιωσα ποτέ τέτοια καλοσύνη και αγάπη όπως τώρα στην αγκα­λιά Σου! -Και ο Κύριος λέει: Μη φοβάσαι, παιδί Μου! Όποιος Με βρήκε μια φορά όπως εσύ, δεν Με χάνει ποτέ στην αιωνιό­τητα. Τώρα όμως πρέπει να σιωπήσεις γιατί έρχονται και τα άλ­λα παιδιά που Με αναζητούσαν, αλλά δεν Με έχουν βρει ακόμα. Θα τα περάσουμε από μια μικρή δοκιμασία, για να μπορέσουν να Με βρουν. Γι’ αυτό μείνε ήσυχο, μέχρι να σου κάνω νόημα!

8

Η νοσταλγία και ο πόθος για τον Θεό
συνιστούν μαρτυρία για την ύπαρξή Του

  1. Βλέπετε λοιπόν, μόλις μπαίνουν και τα άλλα παιδιά, τα οποία εί­ναι σε αναζήτηση του Θεού. Από τα πρόσωπά τους σαφώς μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι δεν βρήκαν Αυτόν που βγήκαν για να ψά­ξουν, ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο τρόπο. Γι’ αυτό πλησιάζουν, πολύ ντροπαλά, για δεύτερη φορά το δάσκαλό τους και ο δάσκαλος τους ρωτά: Λοιπόν, αγαπημένα μου παιδιά, πώς πάει η αναζήτηση κάτω από τα δέντρα ή πάνω στον εξώστη; Ή πώς πάει η αναζήτηση αυτών ανάμεσά σας, που αποφάσισαν να αναζητήσουν τον Κύριο στο δωμάτιό τους; Όπως βλέπω, ανασηκώνετε όλοι τους ώμους. Δεν έχετε βρει ούτε έχετε δει ακόμα τον Πατέρα, το μοναδικό Θεό όλου του Ουρανού και όλων των κόσμων; Τι γίνεται λοιπόν με την πίστη σας; Έχετε ακόμα αμφιβολίες για την ύπαρξή του.

  2. Τα παιδιά λένε: Αχ, αγαπητέ φωτισμένε δάσκαλε, όσον αφο­ρά στις αμφιβολίες, έχουμε τώρα περισσότερες από πριν. Γιατί ούτε η ακλόνητη θέλησή μας, ούτε ακόμα και η πιο ζωντανή πί­στη μας, ούτε και οι σκέψεις μας, οι οποίες είναι πλημμυρισμένες από τον Κύριο τον Θεό, ούτε η ακλόνητη θέληση για αγάπη μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Εάν υπήρχε κάποιος Θεός και Κύριος, θα έπρεπε πράγματι να μας είχε φανερωθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Γιατί κοίτα, στο τέλος συμφωνήσαμε όλοι και αποφασίσαμε με ακλόνητη πίστη ότι πρέπει να υπάρχει ένας άγιος, καλός, αγαπητός Θεός και Πατέρας. Τον αγκαλιάσαμε μ’ όλη μας την αγάπη και Τον φωνάξαμε με το όνομα που μας έδωσες λέγο­ντας: Αχ, αγαπημένε, άγιε Πατέρα Ιησού, έλα, έλα σε μας, εισάκουσε τις παιδικές μας ικεσίες και δείξε μας ότι υπάρχεις, ότι μας αγαπάς όπως Σε αγαπάμε! Και κοίτα, αγαπητέ, υψηλέ μας δά­σκαλε, έτσι φωνάζαμε για αρκετή ώρα, αλλά δεν φάνηκε κανένα ίχνος από οποιονδήποτε ουράνιο Πατέρα. Ήταν όλα μάταια. Γι’ αυτό είμαστε εντελώς βέβαιοι ότι εκτός από εσάς τους υψηλούς δασκάλους δεν υπάρχει άλλος ανώτερος δάσκαλος ή Θεός.

  3. Δεν θέλουμε με αυτό βέβαια να ισχυρισθούμε ότι οι αμφι­βολίες μας στηρίζονται σαφώς σε γερή βάση. Μπορούμε, όμως να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι μια τέτοια αναποτελεσμα­τική ερευνητική προσπάθεια σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, εγείρει μάλλον αμφιβολίες παρά μια ακλόνητη πίστη.

  4. Βλέπουμε όμως και τον συμμαθητή μας, ο οποίος απομονώ­θηκε από εμάς αναζητώντας τον Κύριο μόνο με την αγάπη. Δεν βρήκε και αυτός τίποτα;

  5. Ο δάσκαλος λέει: Αγαπητά μου παιδιά, προς το παρόν δεν μπο­ρώ να σας πω ούτε ναι ούτε όχι. Τα παιδιά όμως συνεχίζουν να τον ερωτούν. Ποιος είναι εκείνος εκεί ο άγνωστος απλός άνθρωπος, γύρω από τον οποίο περιφέρεται ο συμμαθητής μας και τον κοιτά­ζει με τόση αγάπη; Μήπως ήλθε ο πατέρας του εδώ από τη γη;

  6. Ο δάσκαλος λέει: Αγαπητά μου παιδάκια, αυτό είναι πάλι κάτι που δεν μπορώ να σας πω. Προς το παρόν όμως μπορείτε να μάθετε ότι εκείνος ο απλός άνθρωπος είναι και μεγάλος σο­φός, γι’ αυτό πρέπει μάλλον να δείξετε μεγάλη προσοχή σε πε­ρίπτωση που θα ήθελε να συζητήσει μαζί σας για το ένα ή το άλ­λο θέμα.

  7. Τα παιδιά λένε: Καλά, μπορούν λοιπόν τόσο απλοί άνθρωποι να είναι και σοφοί; Γιατί κοίτα, μέχρι τώρα μάθαμε ότι οι δάσκαλοι, εκτός από εσένα, όσο γίνονταν σοφότεροι, τόσο πιο ανώτεροι και λαμπροί φαίνονταν. Εκείνος ο άνθρωπος όμως δεν φαίνεται τόσο μεγαλοπρεπής και λαμπρός, αλλά είναι πολύ πιο απλός και πιο ταπεινός από εσένα. Πραγματικά μας φαίνεται λίγο παράξενο ότι είναι πολύ μεγάλος σοφός.

  8. Ο δάσκαλος λέει: Η βαθύτερη εσωτερική σοφία δεν εξαρτάται από την εξωτερική λάμψη, αλλά αντίθετα σημαίνει ότι όσο περισσότερη λάμψη φαίνεται από έξω, τόσο λιγότερο φως υπάρχει από μέσα, όσο περισσότερο φως όμως από μέσα, τόσο λιγότερη λάμψη από έξω. Πηγαίνετε λοιπόν και ρωτήστε τον για κάτι, και θα πεισθείτε αμέσως πόσο σοφός είναι.

  9. Πηγαίνουν λοιπόν τα παιδιά στον Κύριο και Τον ερωτούν χωρίς να Τον γνωρίζουν: Άκου καλέ μας άνθρωπε! Θα ήθελε μήπως να μας επιτρέψεις να σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις;

  10. Ο Κύριος λέει: Ω, ευχαρίστως, με όλη μου τη καρδιά, αγαπητά μου παιδιά! Κάνετε εσείς τις ερωτήσεις και θα βρω κάτι να σας απαντήσω. Τα παιδιά ρωτούν τον Κύριο: εφόσον μας επέτρεψες να σου κάνουμε ερωτήσεις, σε ρωτάμε λοιπόν ακριβώς γι’ αυτό το οποίο έχουμε όλοι μας περισσότερο στην καρδιά Κοίτα, αρκετό καιρό τώρα αναζητούμε εδώ και εκεί, και αναλύουμε τα υπέρ και τα κατά για το εάν υπάρχει ένας Θεός, που να είναι ένας εξαιρετικά καλός επουράνιος Πατέρας όλων των ανθρώπων, όπου και αν ζουν. Δεν μπορούμε όμως να βρούμε πουθενά τα ίχνη αυ­τού του Πατέρα, και ο ίδιος ο δάσκαλός μας δεν θέλει ή δεν μπο­ρεί να μας πει γι’ αυτό το θέμα κάτι συγκεκριμένο. Μας είπε όμως ότι πρέπει να είσαι πολύ σοφός. Γι’ αυτό θέλουμε να μάθουμε από εσένα εάν υπάρχει ή όχι ένας τέτοιος Θεός και Πατέρας. Εάν γνω­ρίζεις οτιδήποτε γι’ αυτό πες το μας λοιπόν. Θα σε ακούσουμε μά­λιστα προσεκτικά και δεν θα ξεφύγει λέξη από το στόμα σου που δεν θα της δώσουμε τη μέγιστη προσοχή.

  11. Ο Κύριος λέει: Αγαπητά Μου παιδιά, Μου κάνατε βέβαια μια πολύ δύσκολη ερώτηση στην οποία μετά βίας θα μπορέσω να απαντήσω, γιατί αν σας πω ότι υπάρχει ένας τέτοιος Θεός και Πατέρας, θα πείτε βέβαια, ότι δεν μας αρκεί αυτό όσο δεν Τον βλέπουμε. Και αν πείτε ας τον δούμε τότε λοιπόν, τι θα σας πω τότε Εγώ; Θα μπορούσα να σας υποδείξω με το δάκτυλο προς τα εδώ ή προς τα εκεί, και δεν θα βλέπατε τίποτα. Διότι προς όποια κατεύθυνση και να σας έδειχνα, εντούτοις δεν θα βρίσκατε ποτέ τον Πατέρα σας. Εάν σας έλεγα: Παιδιά ο Πατέρας είναι ανάμεσά σας! Θα το πιστέψετε άραγε;

  12. Δεν θα ρωτούσατε: Πού είναι λοιπόν; Είναι ένας από τους δασκάλους αυτής της μεγάλης αίθουσας; Kαι όταν σας πω: Όχι, αγαπημένα Μου παιδιά! Τι θα κάνετε τότε; Θα Με κοιτάξετε με ορθάνοιχτα μάτια και θα πείτε: Για δες, ο άνθρωπος μας κορόιδεψε. Αν δεν είναι ένας από τους πολλούς δασκάλους, ποιος είναι τότε; Δεν θα είσαι βέβαια εσύ; Γιατί δεν μπορεί βέβαια ο επουράνιος Πατέρας, ο μεγαλοπρεπέστερος όλων, να φαίνεται έτσι όπως είσαι εσύ, τόσο απλός, αφανής και χωρίς λάμψη.

  13. Και όταν Μου έχετε δώσει μια τέτοια απάντηση, τι θα πρέπει άραγε να σας απαντήσω επί του θέματος; Γι’ αυτό θα πρέπει να Με ρωτήσετε για κάτι άλλο, διότι με την απάντηση σ’ αυτή την ερώτησή σας δεν φαίνεται ότι θα βγει αποτέλεσμα.

  14. Τα παιδιά λένε: Κοίτα, αυτό λοιπόν δεν γίνεται, αγαπητέ, και σοφέ μας άνθρωπε! Δεν μας ενδιαφέρει η απάντηση αγαπητέ, άλλη ερώτηση, αλλά όλη μας η ευτυχία κρέμεται από το εάν υπάρχει ένας επουράνιος Πατέρας. Εφόσον υπάρχει ένας Πατέρας στον ουρανό είμαστε όλοι τότε πανευτυχείς, εάν δεν υπάρχει όμως, είμαστε όλοι εδώ σαν να υπάρχουμε χωρίς λόγο και δεν γνωρίζουμε γιατί, πώς και για ποιο πράγμα; Για το λόγο αυτό, εάν σου είναι δυνατόν, απάντησέ μας στην πρώτη ερώτηση, σε θερμοπαρακαλούμε όλοι γι’ αυτό.

  15. Ότι είσαι ένας πολύ σοφός άνθρωπος το συμπεράναμε από την όλο υπεκφυγές απάντησή σου. Γι’ αυτό οδήγησέ μας τουλάχιστον μερικά βήματα πιο κοντά στον Πατέρα, διότι σίγουρα πρέπει να υπάρχει ένας. Αυτό το καταλαβαίνουμε από το γεγονός ότι έχουμε όλο και μεγαλύτερο πόθο και νοσταλγία το αυτόν ακριβώς τον επουράνιο Πατέρα, όσο περισσότερο θέλει Εκείνος να κρυφθεί πίσω από τις παιδικές μας αμφιβολίες.

  16. Ασφαλώς εάν Εκείνος δεν υπήρχε, από πού έρχεται αυτός ο πόθος μέσα μας, ο οποίος είναι όμως τόσο ζωντανός όσο εμείς οι ίδιοι; Μαζί με τον πόθο και τη νοσταλγία επομένως πρέπει να μεγα­λώνει και η βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός επουράνιου Πατέρα!

  17. Ο Κύριος λέει: Αγαπητά Μου παιδιά, Μου παίρνετε ακρι­βώς τη λέξη από το στόμα! Αληθινά, στον πόθο υπάρχει μια με­γάλη απόδειξη. Ποια είναι όμως η συνέπεια του πόθου; Δεν εί­ναι αλήθεια ότι ως συνέπεια θα ήθελε κάποιος να βεβαιωθεί γι’ αυτό το οποίο ποθεί; Λέτε λοιπόν, ότι αυτή είναι μια καλή απά­ντηση. Εγώ σας ερωτώ τώρα: Ποια είναι η αιτία του πόθου; Εσείς Μου λέτε ότι είναι η αγάπη γι’ αυτό το οποίο ποθούμε.

  18. Όταν όμως κάποιος θέλει να δει κάτι στην αληθινή του βάση και με την πληρότητα της αλήθειας, αρκεί λοιπόν να μένει στον πόθο και στις συνέπειές του; Μου λέτε: Όχι, αγαπητέ άνθρωπε με τη μεγάλη σοφία! Πρέπει να ανατρέξουμε στην ίδια τη βάση του πράγματος. Αν δεν φανερώνεται εκεί η μεγάλη αλήθεια τότε όλα είναι λανθασμένα. Όταν όμως φανερώνεται η αλήθεια τότε κατα­λήγουμε στη ζωντανή πεποίθηση ότι πουθενά αλλού δεν είναι αναγνωρίσιμη και ορατή παρά μόνο στην ίδια της τη βάση.

  19. Κοιτάξτε όμως τώρα εδώ! Αυτός ο αδελφός σας πήρε αυτό το δρόμο και βρήκε τον Πατέρα! Ρωτήστε τον πού είναι Εκείνος και θα σας Τον δείξει με το δάκτυλό του.

  20. Πέφτουν λοιπόν οι άλλοι πάνω του και του το ζητούν. Και αυτός λέει: Μα, αγαπημένα μου αδέλφια! Για δείτε εδώ αυτόν τον οποίο θεωρείτε αφανή, ταπεινό και απλό, είναι Εκείνος αυ­τοπροσώπως, τον οποίον αναζητούσατε μάταια τόσο καιρό, αυ­τός είναι ο επουράνιος Πατέρας. Άγιος, υπεράγιος είναι το όνο­μά Του! Πιστέψτε με γιατί είδα ήδη το μεγαλείο Του. Μην πι­στεύετε όμως επειδή σας το λέω εγώ, αλλά να Τον πλησιάσετε όλοι σας με την καρδιά σας και θα Τον βρείτε εξίσου αληθινό και εξαίσιο όπως Τον βρήκα εγώ!

  21. Τότε, τα παιδιά φωνάζουν όλα μαζί με μια φωνή καθώς ανα­γνωρίζουν τον Πατέρα. Πατέρα!!! Εσύ είσαι! Γιατί το διαισθανθήκαμε έντονα κοντά Σου! Αφού Σε βρήκαμε όμως, ποτέ πια να μην κρυφθείς από εμάς και να πρέπει να Σε αναζητήσουμε πάλι με τόση δυσκολία!

  22. Και ο Κύριος λέει: Αμήν! Παιδιά, από τώρα και στο εξής πρέπει τα πρόσωπά σας να είναι πάντα στραμμένα σ’ Εμένα! Εάν λοιπόν δεν βρίσκομαι, όπως τώρα, πάντοτε ανάμεσά σας, α εί­μαι όμως παρών σε εκείνο τον ήλιο που σας φωτίζει! Τα υπόλοι­πα θα σας τα φανερώσει ο δάσκαλός σας εκ μέρους Μου.

 

7

Δεύτερη και τρίτη αίθουσα,
διδασκαλία για τη δεύτερη και τρίτη εντολή

  1. Δεν χρειάζεται όμως να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τι μάθημα παίρνουν ακόμα αυτά τα παιδιά από τους δασκάλους τους για τον Κύριο. Γιατί ξεπέρασαν την εποχή ή την κατάστα­ση όπου ήταν σαν να τον είχαν χάσει τελείως και κατά συνέπεια τελείωσαν επίσης με την πρώτη αίθουσα διδασκαλίας, όπως εί­δατε ήδη προηγουμένως σ’ αυτό το τμήμα υπάρχουν δώδεκα. Θα έπαιρνε πολύ χρόνο να συμμετάσχουμε στην πορεία του μαθή­ματος μ’ αυτά τα παιδιά σ’ όλες τις επόμενες αίθουσες. Για να ξέρετε όμως τι διδάσκεται σ’ αυτές τις αίθουσες και με ποιο τρό­πο, σας λέω λοιπόν ότι ήδη μπορέσατε να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται σ’ αυτό το μεγάλο σχολείο από τον πρώτο κιόλας πί­νακα στο κέντρο της πρώτης αίθουσας διδασκαλίας πρόκειται για τις δέκα εντολές του Μωυσή και επίσης για τις δύο Εντολές της αγάπης.

  2. Σε κάθε μια από τις επόμενες αίθουσες διδάσκεται πρακτικά μια νέα εντολή και γίνεται εξάσκηση, και αυτό συνεχώς με τον ίδιο τρόπο όπως είχατε επαρκώς την ευκαιρία να παρατηρήσετε με την πρώτη εντολή εδώ στην πρώτη αίθουσα.

  3. Στην επόμενη αίθουσα λοιπόν θα ασχοληθούμε με την εντο­λή: «Μη λάβεις το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω». Δεν καταλαβαίνετε ούτε και εσείς βέβαια τι σημαίνει κα­τά βάθος αυτή η εντολή, γι’ αυτό με λίγη ώθηση θα σας βοηθή­σω να βρείτε το σωστό νόημα αυτών των εντολών.

  4. Σ’ αυτήν εδώ τη δεύτερη αίθουσα για παράδειγμα, η εντολή αυτή δεν ερμηνεύεται σαν να μην πρέπει να προφέρει κάποιος για ασήμαντες αφορμές το οποιοδήποτε πεφρασμένο όνομα του Κυρίου χωρίς τον οφειλόμενο σεβασμό και δέος. Η όποια απα­γόρευση δεν θα σήμαινε έτσι κι αλλιώς απολύτως τίποτα. Γιατί αν κάποιος είναι της γνώμης ότι πρέπει να προφέρει το όνομα του Κυρίου μόνο στην έσχατη περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ακόμα και τότε πάντα με το ύψιστο δέος και σεβασμό, αυτό σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ με άλλα λόγια ότι δεν πρέπει να προφέρου­με ποτέ το όνομα του Θεού. Γιατί υπάρχουν δυο βασικές προϋ­ποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να αναφέρεται το όνομα του Θεού. Κατά πρώτον αυτές οι ίδιες οι προϋποθέσεις βασίζονται σε τέτοιου είδους όρους που απ’ αυτές κανένας άνθρωπος δεν μπο­ρεί με βεβαιότητα να πει πότε είναι μια τέτοια έσχατη περίπτωση έκτατης ανάγκης, όπου επιτρέπεται να προφέρει όπως αρμόζει το ιερότερο όνομα όλων. Κατά δεύτερο, εάν τύχαινε μια τέτοια πε­ρίπτωση, όπως π.χ. ένας οφθαλμοφανής κίνδυνος θανάτου, ο οποίος μπορεί να βρει κάποιον κάτω από διάφορες συνθήκες, τί­θεται ωστόσο το ερώτημα εάν πράγματι ένας οποιοσδήποτε άν­θρωπος σε μια τέτοια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση έχει καλά αντανακλαστικά και ψυχραιμία ώστε να μπορεί να προφέ­ρει με την αρμόζουσα τιμή το όποιο όνομα του Κυρίου;

  5. Εάν εξετάσετε την ερμηνεία της δεύτερης αυτής εντολής, όπως αυτή παρουσιάζεται συνήθως στη γη, πρέπει να φθάσετε απαραίτητα στο τελικό συμπέρασμα ότι το όνομα του Κυρίου στην ουσία δεν πρέπει να προφέρεται ποτέ, γιατί οι δυο δεδομέ­νες προϋποθέσεις είναι σχεδόν απίθανο να μπορέσουν να συ­μπέσουν. Θα ήθελα πραγματικά να γνωρίσω στη γη εκείνο τον άνθρωπο που θα μπορούσε μέσα στο μεγαλύτερο κίνδυνο να έλ­θει σ’ εκείνη την ήρεμη, ανώτερη, γεμάτη σεβασμό και κατάνυ­ξη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να προφέρει το όνομα του Κυρίου με την πρέπουσα τιμή.

  6. Εάν κάτι τέτοιο ήταν σωστό, τότε δεν θα έπρεπε να προσεύ­χεται κανένας άνθρωπος γιατί στην προσευχή αναφέρει επίσης το όνομα του Κυρίου. Ο άνθρωπος όμως πρέπει να προσεύχεται καθημερινά και να τιμά τον Θεό και δεν πρέπει η προσευχή να περιορίζεται στην έσχατη περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

  7. Απ’ όλα αυτά προκύπτει ότι η εντολή αυτή εξελήφθη λαν­θασμένα. Και για να θέσω διαμιάς τέλος σ’ όλους τους συλλο­γισμούς, γι’ αυτό σας λέω πολύ περιεκτικά πώς πρέπει κατά βά­θος να εκληφθεί αυτή η εντολή. «Μη λάβεις το όνομα του Κυ­ρίου του Θεού σου επί ματαίω» σημαίνει ότι:

  8. Δεν πρέπει να αναφέρεις το όνομα του Θεού μόνο με το στό­μα, να προφέρεις μόνο φθόγγους μερικών συλλαβών, αλλά, επειδή ο Θεός είναι η αιτία της ύπαρξής σου, πρέπει να Τον προ­σφωνείς πάντοτε μέσα από τα μύχια της ύπαρξής σου, δηλαδή δεν πρέπει να Τον προσφωνείς μηχανικά αλλά πάντοτε ζωντανά και δραστήρια σ’ όλες τις πράξεις σου. Γιατί ό,τι κάνεις, πάντα το κάνεις με τη δύναμη που σου έδωσε ο Θεός. Αν χρησιμοποιείς τη δύναμη για κακές ενέργειες, με αυτό τον τρόπο προφανώς βεβηλώνεις το θείο μέσα σου και αυτό είναι η δύναμή σου, το ζω­ντανό όνομα του Θεού!

  9. Αυτό που αναφέρει λοιπόν η εντολή αυτή είναι ότι πρέπει κατ’ αρχήν να αναγνωρίζουμε το όνομα του Θεού, τι είναι Εκείνος και ποια είναι η ουσία Του. Και δεν πρέπει να προφέρουμε το όνομά του επιπόλαια, με επιφανειακά λόγια, όπως ένα οποιοδήποτε άλλο όνομα, αλλά πάντα ενεργητικά γιατί το όνομα του Θεού είναι η ενέργεια του ανθρώπου. Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος ό,τι κάνει να το κάνει σ’ αυτό το όνομα. Αν το κάνει αυτό, τότε είναι ένας άν­θρωπος, ο οποίος δεν προφέρει το όνομα του Θεού επιπόλαια με ανούσια λόγια, αλλά ενεργητικά και ζωντανά μέσα του.

  10. Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή πρακτικά, διδάσκεται στους μα­θητές η δεύτερη εντολή στη δεύτερη αίθουσα και ο καθένας απ’ αυτούς εξασκείται μέχρις ότου αποκτήσει, την κατάλληλη επιδεξιότητα. Όταν την έχει αποκτήσει, τότε περνάει στην τρίτη αίθου­σα και στην τρίτη εντολή, η οποία, όπως γνωρίζετε, έχει ως εξής:

  11. «Οφείλεις να τιμάς ως ιερή την ημέρα του Σαββάτου». Τι σημαίνει όμως αυτό, ιδιαίτερα εδώ, όπου η νύχτα δεν διαδέχε­ται πια την ημέρα και άρα υπάρχει μια αιώνια ημέρα; Πότε εί­ναι αλήθεια Σάββατο; Αφού όμως η εντολή είναι θεϊκής προέλευσης, τότε πρέπει να είναι ένας αιώνιος και όχι μόνο εφήμε­ρος κανόνας και πρέπει να έχει στο βασίλειο των πνευμάτων εκείνη τη σημασία που ισχύει απόλυτα και πάνω στη γη.

  12. Σε σας λέγεται ότι δεν πρέπει κάποιος να κάνει ταπεινές ερ­γασίες, εννοείται μ’ αυτό δηλαδή κάθε βιοποριστική δραστηριό­τητα την ημέρα του Σαββάτου που επιβλήθηκε σαν ημέρα αργίας. Επιτρέπεται όμως η παρουσίαση θεαμάτων, το παιχνίδι, ο χορός, όπως κάνουν και οι άθεοι. Επιβάλλεται η νηστεία μια ημέρα πριν το Σάββατο για να μπορεί να καταβροχθίσει κάποιος τόσο περισσότερα και καλύτερα κατά την ημέρα του Σαββά του. Επιτρέπεται στους ταβερνιάρηδες να πωλούν τα φαγητά τους και να εξαπατούν τους πελάτες τους κατά τη διάρκεια της αργίας περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Αυτό σημαίνει επομένως να τιμά κανείς την ημέρα του Σαββάτου όπως πρέπει. Δεν επιτρέπεται μόνο καμία ευλογημένη εργασία στους αγρούς και στα χωράφια, όλα τα άλλα όμως επιτρέπονται το Σάββατο.

  13. Ο Κύριος όμως έδειξε στον κόσμο ότι μπορεί κάποιος ν« δουλεύει δίκαια και την ημέρα του Σαββάτου και να κάνει το καλό. Όταν όμως ο Ίδιος ο Κύριος εργάσθηκε το Σάββατο, τότε νομίζω ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει αρκετά αποδεικτικό στοιχεία ότι με την «τίμηση του Σαββάτου» πρέπει να εννοείται κάτι τελείως διαφορετικό από το να μην εργάζεται και το να μην επιχειρήσει κάτι που είναι ωφέλιμο και καρποφόρο.

  14. Ποια είναι επομένως η έννοια της τίμησης του Σαββάτου, Τι είναι το Σάββατο; Θα σας το πω με λίγα λόγια.

  15. Η ημέρα του Σαββάτου δεν είναι το Σάββατο, ούτε η Κυριακή, ούτε η Κυριακή του Πάσχα και η Κυριακή της Πεντηκοστής, ούτε κάποια άλλη ημέρα της εβδομάδας ή του χρόνου, αλλά δεν είναι παρά η ημέρα του πνεύματος στον άνθρωπο, το θεϊκό φως στο ανθρώπινο πνεύμα, ο ήλιος της ζωής που ανατέλλει στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτή είναι η ζωντανή ημέρα του Κυρίου στον άνθρωπο, την οποία πρέπει να αναγνωρίζει συνεχώς περισσότερη και να τιμά με τις πράξεις του, που πρέπει να εκτελεί από αγάπη προς τον Θεό και ως εκ τούτου από αγάπη προς τον πλησίον του.

  16. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν θέλει να βρει καθόλου αυτή την ιερή ημέρα της αργίας του Κυρίου στην αναστάτωση του κόσμου, γι’ αυτό πρέπει ν’ αποσυρθεί από τον κόσμο και να αναζητήσει μέσα του αυτή την ημέρα της ζωής της ιερής ανάπαυσης του Θεού.

  17. Γι’ αυτό δόθηκε η εντολή στο λαό του Ισραήλ να ορίσει τουλάχιστον μια μέρα της εβδομάδας κατά την οποία θα έπρεπε να αποσύρεται από τις κοσμικές υποθέσεις και μόνος να ψάξει μέσα του αποκλειστικά αυτή την ημέρα της ζωής. Αλλά τηρούσε το νόμο αυτό μόνο υλικά εξωτερικά και στο τέλος έφθασε στο σημείο να μην αναγνωρίζει τον Κύριο του Σαββάτου, Τον ίδιο τον Άγιο Πατέρα, όταν Εκείνος ήρθε στη γη παρακινούμε­νος από απέραντη αγάπη για τα παιδιά Του!

  18. Νομίζω ότι απ’ αυτά τα λόγια θα πρέπει να σας έγινε κατα­νοητό πλήρως τι οφείλει να αντιλαμβάνεται κάποιος με την έννοια της τίμησης του Σαββάτου και πώς θα έπρεπε να εφαρμοσθεί.

  19. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να έχει γίνει επίσης κατανοητή η ερώτηση εάν η τίμηση της Κυριακής σας ισοδυναμεί με την αληθινή τίμηση του Σαββάτου, εάν με μια ώρα εκκλησιαστικής λειτουργίας και στη συνέχεια αποκλειστικά με κοσμικές και μό­νο διασκεδάσεις μπορεί κάποιος να φθάσει στην εσωτερική αι­ώνια ζωντανή ημέρα της ανάπαυσης και γαλήνης του Κυρίου.

  20. Εάν ήμουν μαζί σας στη γη θα έδινα σίγουρα μια μεγάλη αμοιβή αν θα ήταν δυνατό να αποδειχτεί ότι μπορεί να βρεθεί και να τιμηθεί η αληθινή ημέρα του Σαββάτου στο πνεύμα, πρώτα Μπορεί να τιμηθεί με την επίσκεψη στην εκκλησία, κατόπιν μι καλό φαγητό, τέλος με βόλτες, οδήγηση ή σπορ, καμιά φορά μι χορό, παιχνίδι και μπεκροπίνοντας; Επιπλέον λέγοντας ψέματα και εξαπατώντας και κάνοντας συνήθως επισκέψεις για κουτσομπολιό και πολλές άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Ποιος ξέρει εάν δεν υπάρχουν φιλόσοφοι, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να προσκομίσουν τέτοιες αποδείξεις. Σε μας βέβαια μια τέτοια απόδειξη θα φαινόταν σαν κάλπικο νόμισμα.

  21. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί καν λεπτομερέστερα ότι εδώ τα παιδιά διδάσκονται και εξασκούνται πρακτικά στη ζωντανή τίμηση του Σαββάτου, όπου μπορείτε να αντιληφθείτε πραγματικά με ακρίβεια, πώς πρέπει να γίνουν κατά βάθος κατανοητά, αυτές οι εντολές του Κυρίου.

  22. Έτσι λοιπόν, όπως αυτές τις δυο εντολές και πρωτύτερα την πρώτη εντολή, θέλουμε ακόμα να εξετάσουμε εν συντομία και τι άλλες, για να κατανοήσετε όπως πρέπει με ποια έννοια διδάσκονται στα παιδιά εδώ όλες οι εντολές. Και έτσι ας εξετάσουμε εν συντομία αμέσως την τέταρτη εντολή στην τέταρτη αίθουσα.

6

Η τέταρτη εντολή στην τέταρτη αίθουσα
(πνευματική ερμηνεία)

  1. Η τέταρτη εντολή, όπως την έχετε πάνω στη γη, έχει ως εξής: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου για να γίνεις μακρόβιος και να ζεις καλά επί της γης». Η εντολή αυτή είναι θεϊ­κής προέλευσης όπως και οι τρεις πρώτες. Τι προστάζει όμως και τι υπόσχεται; Τίποτ’ άλλο από την υπακοή των παιδιών στους γο­νείς τους και γι’ αυτή την υπακοή ένα κοσμικό πλεονέκτημα.

  2. Μπορεί να ρωτήσει ο καθένας: Πώς λοιπόν επικυρώνεται μια θεϊκή εντολή μόνο με κοσμικές υποσχέσεις και δεν φανερώ­νει τίποτα κατά βάθος που να προσφέρει πνευματικά πλεονε­κτήματα; Τι αξία έχει λοιπόν ένα τέτοιο κοσμικό προνόμιο; Τι σημασία έχει η καλοπέραση, ή η μακροζωία, όταν δεν ακολου­θεί μετά απ’ αυτή τίποτα το ανώτερο;

  3. Είναι αλήθεια ότι το να ζεις καλά και πολύ είναι καλύτερο από το να ζεις λίγο και άσχημα. Όταν όμως στο τέλος της ζωής εμφανίζεται ο αφιλόξενος θάνατος τι πλεονεκτήματα έχει η κα­λή και μακριά σε διάρκεια ζωή από την άσχημη και σύντομη; Νομίζω ότι δεν χρειάζεται γι’ αυτό να είναι κάποιος έμπειρος στα μαθηματικά για να μπορεί να πει ότι η διαφορά καταλήγει πάντα σ’ ένα σκέτο μηδενικό. Γιατί τόσο η πρώτη όσο και η δεύ­τερη καταλήγουν σ’ ένα σκέτο τίποτα, οπότε λίγο ενδιαφέρει πώς είναι φτιαγμένος ο δρόμος γι’ αυτή την κατάληξη, εάν είναι καλός ή κακός δηλαδή.

  4. Αν την κοιτάξει κάποιος κάτω από αυτό το πρίσμα η τέταρτη εντολή ήταν βασισμένη λοιπόν σ’ ένα πολύ ολισθηρό έδαφος και οι γονείς θα την είχαν άσχημα αλήθεια, εάν τα παιδιά τους έρχονταν στον κόσμο με μία τέτοιου είδους φιλοσοφία. Άλλωστε, και τα ίδια τα παιδιά δεν θα είχαν λόγο να υπακούσουν στους γονείς τους, με μια τέτοια αντίληψη. Επιπλέον γίνεται η ακόλουθη κριτι­κή παρατήρηση γι’ αυτή την εντολή: Συγκεκριμένα, όπως ακούγεται η εντολή έχει μόνο μια χρονική βάση, παρουσιάζει δηλαδή μόνο το καθήκον των παιδιών απέναντι στους γονείς τους.

  5. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Τι γίνεται με αυτή την εντολή mo πνευματικό βασίλειο όπου τα παιδιά απαλλάσσονται για πάντα από τους γονείς τους; Εάν έχουν όμως απαλλαγεί από τους γονείς τους, σίγουρα θα έχουν απαλλαγεί και από το γήινο καθήκον απέναντί τους. Εντούτοις παρατηρούμε εδώ στην τέταρτη αίθου­σα την εντολή αυτή γραμμένη στον πίνακα. Μήπως γι’ αυτά τα παιδιά αυτό έχει σχέση με τον Θεό; Πράγματι θα μπορούσε, να ισχύει αυτό, εάν μεταξύ αυτών δεν υπήρχε η υπόσχεση «για να γίνεις μακροχρόνιος επί της γης». Αν εκεί ήταν γραμμένο: «για να ζήσεις αιώνια καλά στον ουρανό», μια τέτοια αλλαγή του νόμου θα ήταν εύκολα κατανοητή, μια εφήμερη υπόσχεση στο αιώνιο βασίλειο των πνευμάτων όμως ηχεί λίγο παράξενα.

  1. Τι νομίζετε λοιπόν ότι θα πρέπει να γίνει εδώ για να δοθεί σ’ αυτό το νόμο ένα πλήρως θεμελιωμένο θεϊκό κύρος; Εσείς βέβαια ανασηκώνετε τους ώμους και λέτε χαμηλόφωνα στον εαυτό σας: Αγαπητέ φίλε και αδελφέ! Εάν αυτό εξαρτάται από τη συζήτησή μας, τότε θα έχουμε σημαντική δυσκολία με την καθαρά πνευματική-θεϊκή σφαίρα αυτού του νόμου, γιατί όσον αφορά την παραπάνω παρα­τήρηση, και να σπάσουμε τα κεφάλια μας, πάλι δεν πρόκειται να βρούμε πολλά πνευματικά πράγματα να πούμε σχετικά.

  2. Σας λέω όμως ότι ακριβώς η εντολή αυτή, όσο σχεδόν καμία άλλη, είναι καθαρά πνευματική. Ανοίγετε μεν διάπλατα τα μάτια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόθεση δεν είναι βέβαια έτσι. Για να το δείτε όμως διαμιάς το μόνο που θα κάνω είναι να μιλήσω γι’ αυτό το νόμο με διαφορετικά λόγια, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα και θα δείτε αμέσως την πληρότητα της αλήθειας. Πώς λοιπόν εκφράζεται αυτή εδώ; Ακούστε!

  3. Υπακούστε στην τάξη του Θεού, η οποία απορρέει από την αγάπη και τη σοφία Του (δηλαδή τον πατέρα και τη μητέρα) για να ζήσετε επί μακρόν ευημερώντας πάνω στη γη. Τι είναι μακροζωία και τι είναι σε σύγκριση με αυτήν αιώνια ζωή; Η «μακροζωία» χαρακτηρίζει τη ζωή με σοφία όπου το «επί μακρόν» δεν εν Νοείται ως διάρκεια αλλά σαν επέκταση της όλο και μεγαλύτερης ισχύος της ζωής, γιατί η λέξη ή ο ίδιος ο όρος «ζωή» περιλαμβάνει ήδη την αιώνια διάρκεια. Η λέξη «επί μακρόν» δεν σημαίνει Καθόλου τη διάρκεια παρά μόνο την επέκταση της ζωτικής ενέργειας με την οποία το ζωντανό πλάσμα εισδύει όλο και περισσότερο στα βάθη της θεϊκής ζωής και γι’ αυτό ακριβούς κάνει τη ζωή του όλο και τελειότερη, ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη.

  4. Πάει και αυτό. Η «ευημερία πάνω στη γη» όμως; Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Τίποτ’ άλλο από την υιοθέτηση της θεϊκής ζωής, γιατί εδώ με τη λέξη «γη» εννοείται το ίδιο το άτομο. Και η ευημερία για αυτό το ον δεν είναι άλλο από την ελεύθερη ύπαρξη του εαυτού του σύμφωνα με τη θεϊκή τάξη που την υιοθετήσει πλήρως.

  5. Αυτή η σύντομη ερμηνεία αρκεί για να καταλάβουμε ότι αυτός ακριβώς ο νόμος είναι καθαρά πνευματικής μορφής. Εάν θέλετε να το επανεξετάσετε λεπτομερώς με την ησυχία σας, θα βρείτε ότι έτσι είναι και στη δική σας γη. Πρακτικά λοιπόν διδάσκεται και εδώ στα παιδιά και μάλιστα με τη μέγιστη ωφέλεια. Εφόσον όμως το καταλάβαμε αυτό, κατευθυνόμαστε αμέσως στην πέμπτη αίθουσα.

 

4

Η πέμπτη εντολή στην πέμπτη αίθουσα
υπό το πνευματικό φως

  1. Βλέπετε σ’ αυτή την πέμπτη αίθουσα τοποθετημένο εκ νέου ένα πίνακα και πάνω σ’ αυτόν είναι γραμμένο με ευανάγνωστα, γράμματα: «Μη φονεύσεις»! Αν εξετάσετε κάπως πιο προσεκτικά αυτή την εντολή και επί πλέον λάβετε υπόψη σας την ιστο­ρία του Ισραηλιτικού λαού, θα πρέπει να έχετε τυφλωθεί εντελώς εάν δεν είδατε από την πρώτη στιγμή, ότι η εντολή αυτή έχει ρια ιδιορρυθμία. «Μη φονεύσεις»! Πώς, που, πότε και τι λοιπόν;

  2. Τι σημαίνει αλήθεια «φονεύω»; Φονεύω σημαίνει μόνο να κάνω το σώμα ανενεργό για τη ζωή ή σημαίνει να στερήσω από το πνεύμα την ουράνια ζωτική δύναμη; Εφόσον ο φόνος περιορίζεται νομικά μόνο στο σώμα του ανθρώπου, τότε είναι αδύνατο να εννοείται μ’ αυτό η θανάτωση του πνεύματος. Γιατί λέγε­ται ακριβώς ότι κάθε άνθρωπος πρέπει κατά κάποιο τρόπο να σκοτώσει τη σάρκα του για να ζωντανέψει το πνεύμα. Όπως λέγει και ο Ίδιος ο Κύριος: «Όποιος αγαπά τη ζωή του, δηλαδή τη ζωή της σάρκας, θα τη χάσει, όποιος όμως αδιαφορήσει γι’ αυτή για χάρη Μου, θα τη διαφυλάξει».

  3. Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται αυτό και στη φύση των πραγμάτων. Εάν ο εξωτερικός φλοιός ή το φλούδι ενός καρπού νεκρωθεί, ο καρπός δεν θα βγάλει ένα ζωντανό βλαστό. Απ’ όλα αυτά προκύπτει λοιπόν ότι θανάτωση της σάρκας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και θανάτωση του πνεύματος. Εάν όμως με αυτό το νόμο εννοείται μόνο η θανάτωση του πνεύματος είναι τότε σίγουρος για τη ζωή του σώματός του;

  4. Αντίθετα όμως είναι επίσης γνωστό στον καθένα ότι ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή πολλές καταστάσεις που εμφανίζονται ότι αναζωογονούν τη σάρκα δεν είναι παρά «θανατώσεις του πνεύματος». Σε αντιπαραβολή, εάν εξετάσετε την ιστορία του Ισραηλιτικού λαού στον οποίο δόθηκαν οι νόμοι φρέσκοι-φρέσκοι κι όμως θα το λέγατε εσείς, βρίσκετε λοιπόν την παράδοξη αντίθεση ότι ο ίδιος ο Μωυσής ο οποίος έφερε τους νόμους, άφησε να θανατωθούν πλήθος Ισραηλιτών και οι διάδοχοί του έπρεπε να κάνουν το ίδιο με τον κάθε ένοχο έναντι του νόμου.

  5. «Μη φονεύσεις». Ο νόμος αυτός όπως και όλοι οι άλλοι νό­μοι βρίσκονταν στην Κιβωτό της Διαθήκης. Τι έκανε όμως ολό­κληρος ο Ισραηλιτικός στρατός με τους πρώην κατοίκους αυτής της χώρας όταν εισέβαλε στη Γη της Επαγγελίας; Τι έκανε ο Ίδιος ο Δαβίδ, ο άνθρωπος που ήταν σύμφωνος με την καρδιά του Θεού; Τι έκανε ο μεγαλύτερος όλων προφήτης Ηλίας; Κοι­τάξτε, όλοι αυτοί σκότωσαν πολλές φορές και μάλιστα συχνά με κτηνώδη τρόπο.

  6. Όποιος από εσάς έχει νηφάλιο και αμερόληπτο πνεύμα δεν πρέπει λογικά να κρίνει μέσα του και να πει: Τι είδους εντολή εί­ναι αυτή κατά της οποίας ήταν αναγκασμένοι να ενεργούν ακό­μα και οι πρώτοι θεόσταλτοι προφήτες και να την παραβαίνουν όσο καμία άλλη;

  7. Μια τέτοια εντολή όμως είναι στην πράξη σαν καμία εντο­λή. Ακόμα και στους δικούς μας καιρούς η θανάτωση των αδελ­φών μας στον πόλεμο είναι ζήτημα τιμής! Μάλιστα, ακόμη και ο Ίδιος ο Κύριος σκοτώνει ημέρα με την ημέρα λεγεώνες αν­θρώπων όσον αφορά στο σώμα και όμως λέγεται «μη φονεύσεις»! Και μάλιστα ο Δαβίδ έπρεπε να σκοτώσει ένα στρατηλά­τη, επειδή συμπεριφέρθηκε με επιείκεια, αν και βέβαια προδοτι­κά, κατά την καταστροφή ενός τόπου.

  8. Σύμφωνοι, έτσι είναι τα πράγματα με την εντολή πάνω στη γη. Εδώ όμως, το βλέπουμε στο ουράνιο βασίλειο, όπου κα­νένα πλάσμα δεν μπορεί πια να σκοτώσει το άλλο και σίγουρα κα­νείς δεν θα έκανε την παραμικρή σκέψη να σκοτώσει κάποιον. Για ποιο λόγο λοιπόν είναι γραμμένο εδώ στον πίνακα; Μήπως από καθαρά ιστορικό ενδιαφέρον για να μάθουν εδώ οι μαθητές τι εί­δους εντολές υπάρχουν και υπήρξαν πάνω στη γη; Ή μήπως πρέ­πει αυτά τα πολύ καλόκαρδα παιδικά πνεύματα, εξ αιτίας αυτής της εντολής, να ωθούνται για ένα διάστημα σε μια παθολογική διάθεση για φόνο και να την καταπολεμούν στη συνέχεια ένεκα του νόμου εν είδει δοκιμασίας; Θα μπορούσε μεν κάποιος να το δεχθεί ως πιθανή εξήγηση, αλλά ποιο είναι το συμπέρασμα ή το τελικό αποτέλεσμα; Το μόνο που σας λέω είναι ότι αυτά τα παι­διά ούτε θα κέρδιζαν ούτε θα έχαναν κάτι εάν δεν είχαν ποτέ εμπο­τιστεί με διάθεση για φόνο, αφού έτσι κι αλλιώς στο τέλος ανα­γκαστικά θα πρέπει να την αποβάλουν

  9. Βλέπω όμως ότι ούτε και εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε στην ουσία τι θα πρέπει να κάνετε με αυτή την εντολή απέναντι στη βαθύ­τερη ανάλυση του θέματος αυτού. Μην ανησυχείτε, επαρκούν λίγα λόγια για να διασαφηνισθούν όλα τα μέχρι τώρα αμφίβολα σημεία, και ο νόμος θα λάμψει εξίσου επάξια στη γη όπως και στον ουρανό, όπως ένας ήλιος στον ουράνιο θόλο!

  10. Για να κατανοήσετε όμως εύκολα και σε βάθος την ερμη­νεία που ακολουθεί, σας εθιστώ εφιστώ την προσοχή ότι για τον Θεό η αιώνια διατήρηση των διμιουργηθέντων πνευμάτων είναι η αναλλοίωτη βασική προϋπόθεση κάθε θεϊκής τάξης. Εάν το γνωρίζετε αυτό, τότε κοιτάξτε το αντίθετο, δηλαδή την κατα­στροφή, και έτσι έχετε μπροστά σος με όλο της το νόημα την εντολή πνευματικά και σωματικά.

  11. Επομένως αντί του «μη φονεύεις» να λέτε μην καταστρέ­φεις ούτε τον εαυτό σου ούτε όλε εκείνα που ανήκουν στον αδελφό σου, γιατί η διατήρηση είνα ο αιώνιος βασικός νόμος μέσα στον Ίδιο τον Θεό, εξού και εί’αι αιώνιος και άπειρος στη δύναμή Του. Επειδή όμως στη γη άναι επίσης απαραίτητο το σώμα του ανθρώπου, μέχρι το χρόνο εκείνο, τον προσδιορισμέ­νο από τον Θεό για την εκπαίδευση ;ου πνεύματος, που είναι αι­ώνιας διάρκειας, δεν έχει λοιπόν κινείς το δικαίωμα χωρίς τη ρητή εντολή του Θεού να καταστρίψει εσκεμμένα ούτε το ίδιο του το σώμα ούτε του αδελφού του

  12. Όταν γίνεται εδώ λόγος για την επιβεβλημένη διατήρηση εί­ναι αυτονόητο λοιπόν ότι ακόμα λιγότερο έχει το δικαίωμα ο κα­θένας να καταστρέφει το πνεύμα του αδελφού του όπως και το δι­κό του με οποιοδήποτε μέσο και vα το καταστήσει ακατάλληλο για την απόκτηση της αιώνιας ζωής. Ο Θεός βέβαια σκοτώνει καθημερινά τα σώματα των ανθρώπων αλλά τη σωστή ώρα, όταν το πνεύμα έχει αποκτήσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κάποια ωριμότητα. Και οι άγγελοι του ουρανού ως μόνιμοι υπηρέτες του Θεού θανατώνουν ακατάπαυστα τα σώματα των ανθρώπων πάνω στη γη, όχι όμως πριν να πάρουν από τον Κύριο τη σχετική εντο­λή, και τότε μόνο με εκείνο τον τρόπο που θέλει ο Κύριος.

  13. Επομένως έτσι μαθαίνουν τα παιδιά εδώ με 7τνευματικά πρακτικό τρόπο σε τι συνίσταται η διατήρηση των δημιουργηθέντων πραγμάτων και πώς αυτή πρέπει σε αρμονία με τη θέλη­ση του Κυρίου να εφαρμόζεται πάντα επιμελώς. Και όταν θα το έχετε κατανοήσει κάπως, τότε σίγουρα θα είναι διαφωτιστικό να δείτε πρώτα από μόνοι σας το μεγαλείο αυτού του νόμου και δεύτερο γιατί παρουσιάζεται και εδώ στο ουράνιο βασίλειο των παιδικών πνευμάτων. Εφόσον το γνωρίζουμε λοιπόν αυτό, μπο­ρούμε να πάμε αμέσως στην έκτη αίθουσα.

 

3

Περί δύο ειδών αγάπης

  1. Μπορεί κάποιοι να πουν ότι ο Μωυσής εκφράστηκε αργότε­ρα ειδικότερα γι’ αυτό το θέμα, αφού επιτρέπει σύμφωνα με την τάξη την ερωτική πράξη μόνο ανάμεσα στους ευλογημένους συ­ζύγους. Σε διαφορετικές συνθήκες την απαγόρευσε όμως και ιδι­αίτερα όταν ένας παντρεμένος άνδρας διαπράξει αυτή την πράξη με τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα, όρισε ότι πρέπει να θεωρείται μοιχεία και ότι οι δυο μοιχοί είναι ένοχοι που πρέπει να θανατω­θούν. Είναι αλήθεια αυτό, αλλά ούτε τέτοιες μεταγενέστερες προ­σθήκες στο νόμο αλλάζουν τις αρχικές διατάξεις του. Όποιος θέ­λει να τον τηρήσει, πρέπει να καταλάβει την έννοιά του όπως ήταν αρχικά, γιατί εκεί ούτε η ηδονή ούτε η μοιχεία απαγορεύονται με μια συγκεκριμένη μορφή.

  2. Μέχρι τώρα δώσαμε μια σαφή ερμηνεία του τι θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει να καταλάβει κάποιος με τον όρο φιληδονία. Επειδή όμως όλα αυτά παραπέμπουν στην πράξη τεκνοποίησης, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε απαγορευμένη από το νόμο τη μορφή της ηδονής που θεωρούσαμε γνωστή μέχρι τώρα.

  3. Τώρα όμως εμφανίζεται ένας πολύ έμπειρος άνθρωπος στην υπόθεση, ο οποίος λέει ότι με τον όρο φιληδονία, η οποία απα­γορεύεται, εννοείται μόνο η άσκοπη, σκέτη ικανοποίηση της γε­νετήσιας ορμής. Σύμφωνοι ως εδώ, λέω, όταν όμως ένας άνδρας κάνει στα σοβαρά παιδί με τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα, η οποία γυναίκα δεν μπορεί να μείνει έγκυος από τον σύζυγό της, ερωτώ, μπορεί να του χρεωθεί αυτό σαν μοιχεία; Ερωτώ στη συ­νέχεια: Εάν ένα παλικάρι ορμώμενο από τη φύση του κάνει ένα παιδί με ένα κορίτσι, μπορεί να του χρεωθεί αυτό σαν αμαρτία της φιληδονίας;

  4. Ερωτώ στη συνέχεια: ένας άνδρας γνωρίζει από πείρα ότι η γυναίκα του δεν είναι ικανή να κάνει παιδιά κι όμως κοιμάται μαζί της γιατί έχει μια ελκυστική σάρκα, η οποία τον ερεθίζει, άρα αυτός προφανώς ικανοποιεί άσκοπα την ορμή των αισθήσε­ων, μπορεί λοιπόν να του καταλογισθεί ότι αμαρτάνει;

  5. Συνεχίζω να ερωτώ: Υπάρχει ιδιαίτερα αυτόν τον καιρό, όπως υπήρξε πάντοτε, ένας άπειρος αριθμός ανθρώπων και των δύο φύλων, οι οποίοι είναι μάλιστα ικανοί να τεκνοποιήσουν και έχουν μια εξαιρετικά θερμή φύση, αλλά εξαιτίας των κοινωνι­κών και οικονομικών συνθηκών δεν είναι σε θέση να παντρευ­τούν. Όταν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι που βρίσκονται υπό διπλή πίεση κάνουν την πράξη της τεκνοποίησης, αμαρτάνουν ενα­ντίον αυτής της έκτης εντολής;

  6. Θα πει κάποιος: Πρέπει να θυσιάσουν την ορμή τους στον Θεό και να μη συνουσιάζονται, μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα αμαρ- τήσουν. Εγώ όμως λέω ποιος δικαστής μπορεί να θεωρήσει μια τέτοια αδυναμία σαν μια πραγματική αμαρτία; Τι περισσότερο έχει τότε ο πλούσιος που μπορεί να πάρει μια νόμιμη γυναίκα, από τον φτωχό, ο οποίος πρέπει να στερηθεί αυτή την ευτυχία; Πρέπει κατά συνέπεια ο εύπορος να έχει μεγαλύτερο δικαίωμα στην τεκνοποίηση από ό,τι ο φτωχός; Το χρήμα λοιπόν αγιάζει την ερωτική πράξη, γιατί ο πλούσιος μπορεί να έχει νόμιμα μια γυναίκα, πράγμα αδύνατο για χιλιάδες φτωχούς;

  7. Τίθεται επ’ αυτού το ερώτημα: Ποιος είναι στην ουσία πολ­λές φορές μόνος υπεύθυνος για τη μεγάλη φτώχια των ανθρώ­πων; Σίγουρα κανένας άλλος από τον ευτυχισμένο πλούσιο, που με την ιδιοτελή κερδοσκοπία συγκεντρώνει μεγάλο πλούτο με τον οποίο χιλιάδες άνθρωποι θα μπορούσαν να είχαν μια κανο­νική ζωή και ένα κανονικό έγγαμο βίο. Κι εντούτοις υποτίθεται ότι ο πλούσιος σύζυγος είναι απαλλαγμένος από την αμαρτία της φιληδονίας εφόσον κάνει παιδιά με τη νόμιμή του συμβία, ενώ μόνο ο φτωχός θα έπρεπε να είναι ο αποδιοπομπαίος τρά­γος, επειδή δεν μπορεί να πάρει γυναίκα; Αυτό θα ήταν πραγμα­τικά σαν να ήθελε κάποιος να επιβάλει ένα νόμο για ένα τόπο προσκυνήματος σύμφωνα με τον οποίο νόμο δεν μπορεί κανείς να τον επισκεφθεί πεζός για να λάβει την όποια χάρη, παρά θα πρέπει να επιβαίνει μια υπερβολικά κομψή λιμουζίνα.

  8. Όποιος θα έβρισκε μια τέτοια εντολή δίκαιη, θα έπρεπε ειλι- κρινά να προέρχεται από ένα τέτοιο κόσμο για τον οποίο ο ίδιος ο Δημιουργός του ουρανού και της γης δεν γνωρίζει τίποτα, δηλαδή για ένα κόσμο που δεν υπάρχει πουθενά, ή θα έπρεπε να εί­ναι ένας απεσταλμένος του Σατανά!

  9. Από τις παρατηρήσεις αυτές βλέπουμε όμως ότι δεν καταλή­γουμε πουθενά με την ερμηνεία της έκτης εντολής μας. Τι θα κά­νουμε λοιπόν για να αποσπάσουμε από την εντολή αυτή το νόη­μά της; Σας λέω εκ των προτέρων ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όπως θα ήθελε να το φαντάζεται κάποιος. Λέω μάλιστα ότι:

  10. Για να βρούμε το πραγματικό νόημα αυτής της εντολής πρέ­πει να σκάψουμε πολύ βαθιά και να πιάσουμε το θέμα από τη ρίζα του. Διαφορετικά θα βρισκόμαστε πάντα στην επισφαλή κατάστα­ση, στην οποία εύκολα θεωρούμε σαν αμαρτία αυτό το οποίο ούτε κατά διάνοια είναι αμαρτία και αυτό που πραγματικά είναι αμαρ­τία δεν θεωρούμε ότι αξίζει καν τον κόπο να το δούμε σαν τέτοια.

  11. Πού είναι όμως αυτή η ρίζα; Θα το δούμε αμέσως. Γνωρί­ζετε ότι η αγάπη είναι η πρώτη αιτία και η βασική προϋπόθεση όλων των πραγμάτων. Χωρίς αγάπη δεν θα είχε δημιουργηθεί πο­τέ τίποτα και χωρίς την αγάπη θα ήταν εξίσου αδιανόητη οποια­δήποτε ύπαρξη, όσο και η δημιουργία ενός κόσμου από τη θέλη­ση του Δημιουργού, χωρίς την αμοιβαία έλξη μεταξύ του Ίδιου και των δημιουργημάτων Του. Όποιος δεν μπορεί να το συλλάβει, ας φαντασθεί μόνο ένα κόσμο χωρίς την αμοιβαία δύναμη έλξης και αμέσως θα δει πως όλα τα άτομα του κόσμου ξαφνικά θα χωριστούν το ένα από το άλλο και θα διαλυθούν στο κενό.

  12. Η αγάπη λοιπόν είναι η αιτία όλων και είναι ταυτόχρονα το κλειδί για όλα τα μυστικά.

  13. Πώς μπορούμε άραγε να συσχετίσουμε με κατανοητό τρό­πο την αγάπη με την έκτη εντολή μας; Σας λέω ότι τίποτα πιο εύ­κολο απ’ αυτό, αφού με καμία άλλη πράξη στον κόσμο δεν είναι τόσο βαθιά συνυφασμένη η αγάπη, όσο ακριβώς με εκείνη που συγκαταλέγουμε στην αμαρτία της φιληδονίας.

  14. Γνωρίζουμε όμως ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για μια διπλή αγάπη, δηλαδή τη θεϊκή, η οποία είναι αντίθετη κάθε φιλαυτίας και την εγωιστική, η οποία είναι αντίθετη κάθε θεϊκής αγάπης.

  15. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Αν κάποιος επιδίδεται στη σεξου­αλική πράξη, ποια αγάπη είναι το κίνητρο: η εγωλατρία, από την οποία πηγάζει κάθε φιληδονία ή η θεϊκή αγάπη, η οποία θέλει μό­νο να μοιρασθεί ό,τι έχει, ξεχνώντας εντελώς τον εαυτό της; Κοι­τάξτε, τώρα είμαστε κιόλας κοντά στον πραγματικό κύριο πυρήνα.

  16. Ας πάρουμε τώρα δυο ανθρώπους: ο ένας προβαίνει σε αυ­τήν την πράξη από εγωιστική αναζήτηση της απόλαυσης, ο άλ­λος όμως με ευγνωμοσύνη και κατάνυξη για την ικανότητα να μεταδώσει το σπέρμα του σε μια γυναίκα για να δημιουργηθεί ένας καρπός μέσα της. Ποιος από τους δύο αμαρτάνει λοιπόν; Πιστεύω ότι δεν θα είναι δύσκολο να κρίνει κανείς σωστά.

  17. Για να κατανοήσουμε όμως πλήρως το θέμα πρέπει να γνω­ρίσουμε λεπτομερέστερα τον όρο φιληδονία. Τι είναι αγνότητα και τι είναι φιληδονία; Αγνότητα είναι εκείνη η ψυχική διάθεση του ανθρώπου στην οποία είναι ελεύθερος από κάθε εγωισμό ή στην οποία (ψυχική διάθεση) είναι καθαρός από όλα τα ελαττώ­ματα της εγωλατρίας. Η φιληδονία είναι εκείνη η ψυχική διάθεση στην οποία ο άνθρωπος υπολογίζει μόνο τον εαυτό του, ενεργεί για τον εαυτό του, και ξεχνά εντελώς τον πλησίον του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη γυναίκα.

  18. Πουθενά αλλού όμως δεν είναι πιο επαίσχυντη η φιλαυτία από ό,τι ακριβώς κατά την πράξη της αναπαραγωγής ενός αν­θρώπου. Γιατί άραγε; Η αιτία είναι φανερή. Ό,τι είναι η αιτία, ό,τι είναι το σπέρμα, το ίδιο είναι ο καρπός. Εάν είναι η θεϊκή αγάπη, δηλαδή η αγνότητα, το σπέρμα, τότε θα γεννηθεί ένας θεϊκός καρπός. Εάν είναι όμως το σπέρμα εγωλατρία, εγωκε­ντρισμός και φιληδονία, δηλαδή η μη αγνή κατάσταση της ψυ­χής, τι καρπός θα προκόψει απ’ αυτό;

  19. Κοιτάξτε, σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ό,τι απαγορεύεται στην έκτη εντολή. Εάν γινόταν σεβαστή αυτή η εντολή, η γη θα ήταν ακόμα παράδεισος γιατί δεν θα υπήρχαν σ’ αυτήν άνθρω­ποι εγωιστές και φίλαρχοι! Αυτή όμως η εντολή παραβιάστηκε εξ αρχής από τους ανθρώπους και ο καρπός αυτής της παραβίασης ήταν ο ιδιοτελής και εγωπαθής Κάιν.

  20. Απ’ αυτό όμως προκύπτει ότι όχι μόνο η λανθασμένα αποκαλούμενη «φιληδονία», που θα έπρεπε να ονομάσουμε καλύτε­ρα «ηδυπαθή αναζήτηση της απόλαυσης», ανήκει στις αμαρτίες που μας απασχολούν εδώ, αλλά και κάθε ηδυπαθής αναζήτηση της απόλαυσης, όποια μορφή και αν έχει, ιδιαίτερα όμως όταν ένας άνδρας επωφελείται ιδιοτελώς και από φιληδονία από την έτσι κι αλλιώς αδύναμη γυναίκα. Αυτό πρέπει να θεωρείται αμαρτία. Μια σύντομη ανάλυση του θέματος θα μας το παρου­σιάσει σαφέστερα.

Τι είναι πορνεία;

  1. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αφού εδώ στην έκτη εντο­λή αναφέρεται μονάχα «Δεν πρέπει να είσαι φιλήδονος», τότε η πορνεία δεν μπορεί να θεωρηθεί απαγορευμένη, καθώς πουθενά στην έκτη εντολή δεν αναφέρεται: «Δεν πρέπει να επιδίδεσαι στην πορνεία». Εγώ όμως αναρωτιέμαι: Τι είναι η πορνεία, όποι­ας μορφής και αν είναι αυτή, πνευματικής ή σαρκικής; Είναι σί­γουρα ένα βόλεμα και συμφιλίωση με την κάθε αδυναμία και πάθος και μάλιστα με τον εξής τρόπο: Ο άνθρωπος με αμπελο­φιλοσοφίες και σοφιστείες δικαιολογεί την αμαρτία, καθώς βά­ζει τα πάντα στο λογαριασμό των «φυσικών αναγκών». Εάν οι ανάγκες αυτές απαιτούν ικανοποίηση, ο άνθρωπος θεωρεί, με την ευφυΐα του και την εφευρετικότητά του, ότι κάνει κάτι το αξιέπαινο και το ωφέλιμο με το να ικανοποιεί τις επιθυμίες της φύσης του. Το ζώο πρέπει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του με τον πιο ζωώδη τρόπο με βάση το ένστικτό του, γιατί δεν έχει νου, καμία λογική και κανένα πνεύμα εφευρετικότητας. Ο άν­θρωπος ανυψώνεται πάνω από τη ζωώδη φύση διότι αυτός μόνο μπορεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του είδους του με εκλεπτυ­σμένο τρόπο. Γι’ αυτό λέει ο νους του πολιτισμένου ανθρώπου:

  2. Ποιος μπορεί να καταλογίσει αμαρτία στον άνθρωπο, επειδή με τη βοήθεια του νου του κτίζει ένα επιβλητικό σπίτι για να κα­τοικήσει, και έτσι ανταλλάσσει την παλιά σπηλιά ή το κούφιο δέντρο με αυτό; Ποιος μπορεί να θεωρεί έναν άνθρωπο αμαρτωλό επειδή μπολιάζοντας εξευγενίζει τους καρπούς των δέντρων, ώστε κάνει τα ξινά μήλα και αχλάδια γλυκά και γευστικά; Ποιος μπορεί να θεωρεί έναν άνθρωπο αμαρτωλό όταν εξημερώνει το άλογο ή κατασκευάζει ένα αυτοκίνητο, οπότε ταξιδεύει πολύ πιο άνετα τότε παρά με τα ίδια του τα αδύναμα και κουρασμένα πόδια; Ποιος μπορεί να θεωρεί ακόμα ότι ο άνθρωπος κάνει λάθος επειδή μαγειρεύει και καρυκεύει τους φυσικούς καρπούς για τη διατροφή του και την κάνει πιο γευστική γι’ αυτόν; Άλλωστε δεν δημιουργήθηκαν τα πράγματα στον κόσμο για τον άνθρωπο προ- κειμένου να τα χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του;

  3. Πόσα ωραία και χρήσιμα πράγματα ανακάλυψε ο άνθρωπος για την άνεσή του και για τη διασκέδασή του! Θα έπρεπε να θε­ωρηθεί λάθος το ότι τιμά, με το νου του το Δημιουργό του, χω­ρίς τον οποίο νου ο πλανήτης θα ήταν ακαλλιέργητος σαν μια γυμνή έρημος, όπου όλα θα φύτρωναν ανακατεμένα σε χαοτική αταξία, φύρδην-μίγδην λάχανα, γογγύλια και τσουκνίδες;

  4. Επομένως είναι αδύνατον να θεωρηθεί σαν ανθρώπινο λάθος η διαφορετική καλλιέργεια του εδάφους, αν και δεν έχει καμία άλλη σκοπιμότητα από την πιο ευχάριστη και άνετη απόλαυση των πραγμάτων στον κόσμο. Κι άρα ομοίως από την άλλη πλευ­ρά δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ανθρώπινο λάθος μια εκλεπτυσμένη απόλαυση της πράξης της τεκνοποίησης, αφού διαφορετικά ακόμα και ο πιο μορφωμένος άνθρωπος σ’ αυτή την πράξη δεν διαφέρει καθόλου από το ζώο. Συνεπώς αυ­τή η ορμή του ανθρώπου πρέπει επίσης να ικανοποιείται μ’ ένα πιο εξευγενισμένο και εκλεπτυσμένο τρόπο, για τον ίδιο λόγο για τον οποίο χτίζουμε άνετα σπίτια, φτιάχνουμε απαλά ρούχα ή γευστικά φαγητά και άλλες παρόμοιες ανέσεις.

  5. Ας πάρουμε μόνο την περίπτωση που ένας καλλιεργημένος άνδρας έχει να διαλέξει για την ικανοποίησή του ανάμεσα σε. δυο γυναίκες: η μια είναι μια βρώμικη, κοινή υπηρέτρια, η άλλη όμως σαν κόρη ενός αξιοπρεπούς σπιτιού, είναι ένα καλοανα­θρεμμένο, καλά ντυμένο, σ’ όλο το σώμα άψογο και επιπλέον πληθωρικό και γοητευτικό κορίτσι. Ερώτηση: Ποια θα προτιμή­σει ο καλλιεργημένος άνθρωπος; Η απάντηση δεν χρειάζεται εδώ σπαζοκεφαλιά. Ασφαλώς τον αριθμό 2, γιατί ο αριθμός 1 θα τον αηδιάζει. Λοιπόν και εδώ ένας εκλεπτυσμός είναι σίγουρα σκόπιμος γιατί ο άνθρωπος με αυτόν πιστοποιεί ότι είναι ένα ανώτερο ον, το οποίο έχει μέσα του όλη την ισχύ και τη δύναμη να καθαρίζει καθετί το βρώμικο και να μεταμορφώνει σε ευχά­ριστα τα δυσάρεστα.

  6. Όμως ο άνδρας όπως και η γυναίκα αισθάνονται συχνά την ανάγκη να ικανοποιηθούν, και μπορεί όχι πάντα βέβαια να επι­θυμούν τη γέννηση ενός παιδιού. Θα αποτελούσε άγνοια της ευ­φυΐας του ανθρώπου να περιμένει κανείς ότι δεν θα έβρισκε τα κατάλληλα μέσα για να ικανοποιήσει αυτή την ορμή, είτε με την άσκοπη συνουσία με τις γυναίκες ή με την αυτοϊκανοποίηση, εί­τε σε εξαιρετική περίπτωση με την ομοφυλοφιλία ή την παιδε­ραστία. Γι’ αυτό ακριβώς διαφέρει ο άνθρωπος από το ζώο, επει­δή μπορεί να ικανοποιήσει αυτήν την πιο επιτακτική φυσική ορ­μή με άλλους τρόπους από ό,τι μόνο με αυτούς που του υποδει­κνύει η ωμή φύση. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να εγκρίνει μάλ­λον κανείς τους ευπρεπείς οίκους ανοχής και τέτοια παρόμοια ιδρύματα και δεν είναι προς τιμήν του ανθρώπου ότι τα έχει εφεύρει παρά προς αισχύνη του!;

  7. Τι μπορούμε να αντιτάξουμε κανονικά σε όλα αυτά; Γιατί εί­ναι σωστό ότι το ζώο δεν μπορεί ποτέ να πετύχει με παρόμοιους εκλεπτυσμένους τρόπους με τις κάθε λογής αποχρώσεις, την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Και έτσι κατά κάποιο τρόπο αποκαλύπτεται αναντίρρητα σε αυτό τον τομέα μια μα­στοριά του ανθρώπινου νου. Όλα αυτά είναι σωστά, το ζώο έχει τη συγκεκριμένη περίοδο αναπαραγωγής έξω από την οποία δεν έχει ενδιαφέρον να ικανοποιήσει την ορμή του.

  8. Τι είναι όμως όλος αυτός ο εκλεπτυσμός; Αυτή είναι μια σύντομη ερώτηση, η απάντησή της όμως είναι μακρά και σημαντική. Ο εκλεπτυσμός δεν έχει σίγουρα κανένα άλλο βασικό κίνητρο από την τρομερά απεχθή ηδυπάθεια/φιληδονία. Η ηδυπάθεια όμως γνωρίζουμε ότι είναι αναμφίβολα παιδί της εγωλατρίας, η οποία ενεργεί χέρι-χέρι με τη φιλαρχία.

  9. Είναι αλήθεια ότι σ’ ένα αρχοντικό σπίτι κατοικείς πιο άνε­τα από ό,τι σ’ ένα ποταπό πλίθινο καλύβι. Αν παρατηρήσουμε όμως τους ενοίκους, θα δούμε πόσο υπερήφανα και επιτηδευμέ­να κινείται ο ένοικος ενός μεγάρου και πόσο ταπεινά σκύβει ο απλός ένοικος της καλύβας μπροστά από ένα τέτοιο άρχοντα!

  10. Ας παρατηρήσουμε τους κατοίκους μιας μεγάλης πόλης σι σύγκριση με αυτούς ενός μικρού αγροτικού χωριού. Οι κάτοικοι της μεγάλης πόλης από τη φιληδονία τους δεν ξέρουν τι να πρώτο κάνουν για να καλοπεράσουν, όλοι θέλουν να ζήσουν ευχάρι στα, όλοι θέλουν να διασκεδάσουν, να λάμψουν και όπου είναι δυνατό, να ασκήσουν λίγη εξουσία. Έτσι και έρθει ένας επαρχιώτης στη μεγάλη πόλη, πρέπει να προσφωνεί τουλάχιστον μι τα σεις και με τα σας τον κάθε λούστρο αν δεν θέλει να εκτεθεί σε οποιαδήποτε αγένεια.

  11. Αλλά στο χωριό θα συναντήσουμε ακόμα συχνά ειρηνικού*, γείτονες, οι οποίοι δεν προσαγορεύονται με τυπικές ευγένειες. Τι είναι προτιμότερο λοιπόν, όταν ένας αγρότης λέει τον άλλο «αδελ­φό» ή όταν στην πόλη ένας λιγότερο εύπορος προσφωνεί ένα περισσότερο εύπορο «η εξοχότητά σας» και άλλες τέτοιες φινέτσες;

  12. Νομίζω ότι δεν είναι αναγκαίο να σταθούμε κι άλλο σε παρόμοια ανόητα αποκυήματα της φινέτσας του ανθρώπινου νου. Αλλά μπορούμε να πούμε ευθύς αμέσως επιγραμματικά: όλες οι συναφείς αναζητήσεις εκλεπτυσμένης απόλαυσης σε τελευταία ανάλυση αποτελούν μια μορφή ειδωλολατρίας γιατί πρόκειται για θυσίες που κάνει το ανθρώπινο πνεύμα προς τους άψυχο π,, εξωτερικούς νόμους της φύσης.

  13. Εάν είναι όμως λατρεία των ειδώλων, είναι και καθαρή πορνεία και η ροπή τους προς αυτήν αποδεικνύει ότι δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στη σφαίρα της αγνότητας.

  14. Γιατί ονομάστηκε η Βαβέλ πόρνη; Γιατί φιλοξενούσε κάθε δυνατή εκλεπτυσμένη ηδονή. Στην κυριολεξία λοιπόν «επιδίδομαι στην πορνεία» σημαίνει ότι υπηρετώ με όλη τη ζωτική μ on δύναμη τη φιληδονία. Έτσι λοιπόν ο πλούσιος σύζυγος ο οποίος, μόνο και μόνο χάρη στην απόλαυση πήρε μια πληθωρική φιλήδονη γυναίκα, δεν είναι παρά ένας σκέτος πόρνος και η γυ­ναίκα μια σκέτη πόρνη. Έτσι ακριβώς δείχνουμε εδώ σ’ αυτά τα παιδιά τη φιληδονία στη βάση της, πως αυτή είναι δηλαδή κα­θαρή εγωπάθεια και ηδυπάθεια.

  15. Ήταν αναγκαίο να ρίξουμε άπλετο φως σ’ αυτήν την εντο­λή για σας, γιατί ο άνθρωπος δεν αγνοεί τόσο εύκολα καμία άλ­λη εντολή, όσο αυτή. Γι’ αυτό νομίζω ότι τώρα καταλαβαίνετε και αυτή την εξήγηση, οπότε κατευθυνόμαστε αμέσως στην έβδομη αίθουσα.

Έβδομη αίθουσα – έβδομη εντολή

  1. Είμαστε στην έβδομη αίθουσα. Κοιτάξτε, στο κέντρο της πάνω σ’ ένα πίνακα που βρίσκεται σε μια φωτεινή λευκή κολό­να είναι γραμμένο με ευανάγνωστα γράμματα «Μην κλέψεις»!- Κοιτάζοντας με την πρώτη ματιά αυτόν τον πίνακα δεν μπορού­με ασφαλώς να μην αποφύγουμε αμέσως την ερώτηση:

  2. Τι θα μπορούσε να κλαπεί εδώ, αφού κανείς δεν έχει ιδιο­κτησία, αλλά καθένας καρπώνεται αυτά που δίνει ο Θεός; Αυτή η ερώτηση είναι φυσιολογική και λογική, μπορεί όμως να τεθεί το ίδιο δικαιωματικά για τη γη. Γιατί και στη γη όλα αυτά που υπάρχουν τα δίνει ο Θεός, και εντούτοις οι άνθρωποι κλέβουν ο ένας τον άλλο με κάθε δυνατό τρόπο.

  3. Δεν θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει: ο Θεός δεν δημιούρ­γησε τον κόσμο εξίσου για όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει κάθε άνθρωπος το ίδιο δικαίωμα στις διάφορες απολαύσεις που προσφέρει ο κόσμος; Εφόσον όμως ο Κύριος δεν δημιούργησε ασφαλώς τον κόσμο μόνο για μεμονωμένους ανθρώπους, αλλά για όλους, και επομένως καθένας έχει το δικαίωμα να απολαμβά­νει τα προϊόντα του κόσμου σύμφωνα με τις ανάγκες του, σε τι χρειαζόταν λοιπόν αυτή η εντολή με την οποία παραχωρήθηκε προφανώς στους ανθρώπους κάποιο δικαίωμα ιδιοκτησίας ένεκα της οποίας έγινε δυνατή η κλοπή; Διότι εκεί όπου δεν υπάρχει το δικό μου και το δικό σου, αλλά μόνο ένα κοινό δικό μας, σ’ αυτή την περίπτωση θα ήθελα να δω βέβαια εκείνον, ο οποίος θα ήταν ικανός να κλέψει κάτι από τον πλησίον του.

  4. Δεν θα ήταν επομένως πιο έξυπνο, αντί αυτής της εντολής, με την οποία παρέχεται ένα ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας με επικίνδυνες συνέπειες, να καταργηθεί για πάντα κάθε δικαίωμα στην ιδιοκτησία; Γιατί τότε η εντολή αυτή θα ήταν εντελώς πε­ριττή, όλα τα δικαστήρια του κόσμου θα έπαυαν να εκδικάζουν τέτοιες υποθέσεις και οι άνθρωποι θα μπορούσαν ευκολότερα να ζήσουν μεταξύ τους σαν πραγματικά αδέλφια.

  5. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο Κύριος έδω­σε μέσω του Μωυσή αυτή την εντολή ακριβώς σε μια περίοδο, κατά την οποία ούτε ένας άνθρωπος από τα πολυάριθμα παιδιά του Ισραήλ δεν είχε κάποια προσωπική περιουσία. Γιατί ο χρυ­σός και το ασήμι που πήραν μαζί τους από την Αίγυπτο ήταν ιδιοκτησία ολόκληρου του λαού κάτω από την εποπτεία του αρ­χηγού τους.

  6. Όσον αφορά στο ρουχισμό ήταν πολύ απλός και τόσο φτω­χικός, ώστε ένα μοναδικό ρούχο σίγουρα στη σημερινή εποχή δεν θα κόστιζε πάνω από μερικά χωρίς αξία γρόσια. Επιπλέον, δεν είχε κανένας Ισραηλίτης ρούχα ν’ αλλάξει, αλλά όσα φο­ρούσε ήταν όλα αυτά που κατείχε.

  7. Έπειτα ήρθε αυτή η εντολή. Σίγουρα ο ισραηλιτικός λαός θα αναρωτήθηκε με ορθάνοιχτα από απορία μάτια: Τι μπορεί άρα­γε να κλέψει ο ένας από τον άλλο; Μήπως τα παιδιά μας, αφού καθένας είναι ευτυχής σ’ αυτή τη σημερινή δύσκολη κατάσταση εάν έχει όσο το δυνατόν λιγότερα παιδιά; Μήπως ο ένας να κλέ­ψει το τσουκάλι του άλλου; Τι θα κερδίζαμε μ’ αυτό; Γιατί όποι­ος δεν έχει τσουκάλι, έχει έτσι και αλλιώς το δικαίωμα να μα­γειρεύει στο τσουκάλι του γείτονά του, εάν έχει κάτι για μαγεί­ρεμα. Εάν έχει όμως ένα τσουκάλι δεν θα έχει ανάγκη να ιδιο­ποιηθεί και ενός δεύτερου για να το κουβαλάει εδώ κι εκεί. Εί­ναι αλήθεια αδιανόητο τι μπορεί να κλέψει ο ένας από τον άλλο. Μήπως την τιμή; Είμαστε όλοι υπηρέτες και δούλοι ενός και του ίδιου Κυρίου, ο οποίος γνωρίζει καλώς την αξία κάθε ανθρώπου. Και να θέλαμε να εξευτελίσουμε ο ένας τον άλλο, τι θα πετυχαί­ναμε με αυτό ενώπιον εκείνου, ο οποίος μας διαπερνά πάντα με το βλέμμα του; Δεν γνωρίζουμε τι συμπέρασμα θα πρέπει να βγάλουμε απ’ αυτή την εντολή. Πρέπει ίσως αυτή η εντολή να ισχύσει για το μέλλον, σε περίπτωση που ο Κύριος μας παραχω­ρήσει κάποτε μια ξεχωριστή ιδιοκτησία; Εάν αυτή είναι η περί­πτωση, ας μας αφήσει Εκείνος καλύτερα έτσι όπως είμαστε και η εντολή θα ακυρωθεί από μόνη της.

  8. Έτσι σοβαρά λοιπόν συζητούσε πότε πότε ο ισραηλιτικός λαός και κάτι τέτοιο ήταν δικαιολογημένο στην κατάστασή του στην έρημο, γιατί εκεί ο καθένας ήταν το ίδιο πλούσιος και το ίδιο μεγάλος ως προς την υπόληψή του με το διπλανό του.

  9. Δεν θα μπορούσε όμως και ο σημερινός πιστός λαός της Και­νής Διαθήκης να διαμαρτυρηθεί ενώπιον του Κυρίου έντονα και να πει: Γιατί έδωσες Κύριε κάποτε μια τέτοια εντολή με την οποία παραχωρήθηκε με τον καιρό στους ανθρώπους πάνω στη γη ένα δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας και σαν συνέπεια προέκυψε ένα αναρίθμητο πλήθος κλεφτών, ληστών και δολοφόνων; Γι’ αυτό ακύρωσε αυτή την εντολή, για να σταματήσει να δρα η στρατιά των κλεφτών, δολοφόνων και ληστών και κάθε λογής απατεώνων και η δεύτερη στρατιά των κοσμικών δικαστών, που η καθεμιά με τον τρόπο της είναι άδεια από κάθε αγάπη για τον πλησίον!

  10. Λέω εδώ: η έκκληση αυτή ακούγεται κάτω απ’ αυτό το κριτι­κό βλέμμα εντελώς δικαιολογημένη. Πώς και γιατί λοιπόν; Πρώ­τον, δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον Θεό, ως τον υπέρτατα στοργικό Πατέρα, σίγουρα τίποτ’ άλλο από το υπέρτατο Καλό. Πώς μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι ο Θεός, που είναι ο πολύ καλός Πατέρας των ανθρώπων, θα ήθελε να τους δώσει ένα θεσμό, ο οποίος προφανώς πρέπει να τους κάνει αναγκαστικά δυστυχισμέ­νους, και μάλιστα εφήμερα και αιώνια;

  11. Από τη στιγμή όμως που αναγνωρίζουμε στον Θεό την υπέρ­τατη καλοσύνη, την υπέρτατη σοφία και κατά συνέπεια αναπό­φευκτα την παντογνωσία, σύμφωνα με την οποία Εκείνος θα έπρεπε να γνωρίζει ποιους καρπούς θα φέρει αναγκαστικά μια τέτοια εντολή, είναι λογικό να ρωτήσουμε: Γιατί μας έδωσες Κύριε μια τέτοια εντολή, γιατί μας έκανες εξαιτίας της συχνά πολύ δυστυχι­σμένους; Ήταν ειλικρινά η θέλησή Σου, ή μήπως δεν έδωσες Εσύ αυτή την εντολή, αλλά οι άνθρωποι την παρενέβαλαν εκ των υστέ­ρων από ιδιοτέλεια; Μήπως αποφάσισαν να ξεχωρίσουν από όλους τους αδερφούς τους και να συγκεντρώσουν για λογαριασμό τους, νομιμοποιημένα πια, ιδιωτικά πλούτη, προκειμένου χάρη σε αυτά να κυριαρχήσουν ευκολότερα πάνω σ’ όλους τους φτωχούς αδελ­φούς τους; Κοιτάξτε, πράγματι όλα αυτά ακούγονται σωστά και κανείς δεν μπορεί να τα αρνηθεί. Πρέπει επιπλέον να επαινέσουμε τον ανθρώπινο νου, που αυτό τον καιρό βρήκε ότι άξιζε τουλάχι­στον τον κόπο να εξετάσει με αυτό τον τρόπο τους νόμους του Μωυσή με κριτικό βλέμμα. Ποιος κέρδισε όμως κάτι απ’ αυτή την κριτική; Όχι οι άνθρωποι και ασφαλώς ούτε ο Κύριος, γιατί σ’ αυ­τή την κριτική δεν εκφράζονται η θεϊκή αγάπη και η σοφία.

  12. Πώς όμως πρέπει να εκληφθεί και να εξετασθεί αυτός ο νό­μος για να εμφανισθεί απόλυτα ιερός μπροστά στον Θεό και σε όλους τους ανθρώπους; Πώς θα αποδειχθεί ότι εκφράζει την υπέρτατη θεϊκή αγάπη και σοφία και φέρει μέσα του την πιο σο­φή φροντίδα του Κυρίου για να κερδηθεί η ευδαιμονία εφήμερα και αιώνια; Όπως έχει ερμηνευτεί μέχρι τώρα, ιδιαίτερα στη ση­μερινή εποχή, πρέπει αλήθεια αυτή η εντολή να έχει σπείρει μό­νο συμφορά. Γι’ αυτό ας αποκαλύψουμε με την ευσπλαχνία του Κυρίου την πραγματική σημασία αυτής της εντολής, ώστε οι άν­θρωποι του λοιπού να μπορούν να βρουν σ’ αυτήν τη σωτηρία, και όχι την καταστροφή τους. Για να το πραγματοποιήσουμε, πρέπει πρώτα να σκεφθούμε τι εννοούμε με τη λέξη κλοπή.

2

Τι σημαίνει «κλοπή»

  1. Προφανώς αρχικά με τον όρο «κλοπή» δεν ήταν δυνατό να εννοηθεί η αυθαίρετη αφαίρεση των υλικών αγαθών ενός άλλου. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι ιδιαίτερα τον καιρό της νομοθεσίας κανείς από τον ισραηλιτικό λαό δεν είχε ιδιοκτησία. Ακόμα και όταν ο λαός πήγε στη Γη της Επαγγελίας το σύνταγ­μα της χώρας είχε συσταθεί κατά τέτοιο τρόπο, (ώστε κανείς δεν μπορούσε να έχει μια πλήρως νομιμοποιημένη ιδιοκτησία. Αντί­θετα προέβλεπε όσο ήταν δυνατό περισσότερο την κοινοκτημο­σύνη και ο κάθε (άπορος) Ισραηλίτης, εφόσον κατά τα άλλα ζούσε σύμφωνα με τη θεϊκή τάξη, έπρεπε να βρει παντού την πιο φιλόξενη υποδοχή και κατάλυμα.

  2. Εάν όμως σ’ αυτή την εντολή με τη λέξη κλοπή εννοούσαμε την παράνομη και αυθαίρετη αφαίρεση του αγαθού ενός άλλου, τότε όπως έχει καταδειχθεί στην πορεία αυτής της παρουσίασης, η μομφή θα έπεφτε αναπόφευκτα στο Νομοθέτη, αφού Εκείνος κατά κάποιο τρόπο θα είχε σιωπηρά δώσει την ευλογία Του στην αναζήτηση του κέρδους στις μεγάλες επιχειρήσεις και κατά συ­νέπεια στην κερδοσκοπία. Γιατί πρέπει ο κάθε άνθρωπος με την πρώτη ματιά να αντιληφθεί, εφόσον είναι ικανός να σκεφθεί δι­αυγέστερα, ότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία γίνεται πλήρως επι­κυρωμένο και επιβεβαιωμένο, αφότου υπάρξει ένας νόμος σύμ­φωνα με τον οποίο η ιδιοκτησία του καθενός είναι υποχρεωτικά πλήρως εξασφαλισμένη.

  3. Από την άλλη πλευρά όμως πώς θα μπορούσαμε να αναμέ­νουμε ένα τέτοιο νόμο από εκείνο το Νομοθέτη, που ο ίδιος εί­πε στους μαθητές Του: «Μην ανησυχείτε για το τι θα φάτε και τι θα πιείτε και πώς θα ντυθείτε, γιατί όλα αυτά είναι ειδωλολατρικά πράγματα. Πάνω απ’ όλα να αναζητάτε το βασίλειο του Θε­ού, όλα τα άλλα θα σας έρθουν από μόνα τους».

  4. Ο ίδιος ο Νομοθέτης λέει επίσης: «Τα πουλιά έχουν τις φω­λιές τους και οι αλεπούδες τις τρύπες τους, αλλά ο Υιός του Αν­θρώπου δεν έχει ούτε μια πέτρα να βάλει κάτω από το κεφάλι του!» Από την άλλη πλευρά πάλι βλέπουμε τους μαθητές Του ακόμα και Σάββατο να μαζεύουν στάχυα, προφανώς λοιπόν να κλέβουν. Όταν όμως οι ιδιοκτήτες του αγρού παραπονέθηκαν γι’ αυτό, πέστε μου ποιόν επέπληξε και νουθέτησε αρκετά αυστηρά ο μεγάλος Νομοθέτης; Δεν χρειάζεται παρά να ψάξετε μόνο στο Βιβλίο και θα τα καταλάβετε όλα.

  5. Κάποια άλλη φορά βλέπουμε τον ίδιο Νομοθέτη να είναι ανα­γκασμένος να πληρώσει κάποιο φόρο. Το πλήρωσε ο ίδιος από την τσέπη Του; Όχι βέβαια, γνώριζε όμως ότι στην κοντινή λίμνη ένα ψάρι κατάπιε ένα νόμισμα. Ο Πέτρος έπρεπε να πάει εκεί να αρπάξει από τα σαγόνια του ψαριού που το κρατούσε η δύναμη του Κυρίου το νόμισμα και να πληρώσει με αυτό το φόρο.

  6. Ρωτάω όμως: Σύμφωνα με τους δικούς σας νόμους περί ιδιο­κτησίας έχει ο ευρετής το δικαίωμα ιδιοκτησίας για το εύρημά του, με οποιοδήποτε τρόπο κι αν βρέθηκε; Δεν έπρεπε να γνωρί­ζει ο μεγάλος Νομοθέτης -ή δεν ήθελε να το γνωρίζει- ότι είχε το δικαίωμα ιδιοκτησίας για το ένα τρίτο του αγαθού που βρέ­θηκε στο ψάρι, και μάλιστα μετά από μια προηγηθείσα γνωστοποίηση του ευρήματος του; Δεν το έκανε όμως, επομένως προέβη προφανώς σε μια κλοπή των δύο τρίτων, ή σε υπεξαίρεση, που είναι και το ίδιο.

  7. Περαιτέρω τίθεται το ερώτημα για τις αρχές του δικαίου -ξε­κινώντας από την προϋπόθεση ότι μόνο μερικοί Εβραίοι γνώρι­ζαν κατά βάθος ποιος πραγματικά ήταν ο Χριστός -ποιος δηλαδή του παρείχε το δικαίωμα να αφαιρέσει από τον ιδιοκτήτη της τη γνωστή γαϊδουρίτσα και να τη χρησιμοποιήσει όπως Εκείνος ήθε­λε.

  8. Σ’ αυτό το σημείο θα πει κάποιος: Αλλά ήταν βέβαια ο Κύ­ριος όλης της φύσης και σ’ Εκείνον ανήκαν έτσι κι αλλιώς όλα. Αυτό είναι σωστό, πώς λέει όμως τότε από κοσμικής άποψης, ότι ο Υιός του Ανθρώπου δεν έχει ούτε μια πέτρα, και από την άλλη πλευρά λέει ότι δεν ήλθε για να ακυρώσει τον νόμο, αλλά να τον εκτελέσει μέχρι τελείας;

  9. Εάν θέλαμε να παρακολουθήσουμε την ιστορία Του θα βρί­σκαμε ακόμα μερικά πράγματα όπου ο μεγάλος Νομοθέτης, με κριτήριο τις σημερινές αρχές ως προς το δικαίωμα της ιδιοκτη­σίας και σύμφωνα με την ευρεία νομική ερμηνεία της έβδομης εντολής, παραβιάζει προφανώς αυτές τις περί δικαίου αρχές. Τι θα συνέβαινε εδώ σ’ αυτόν που θα κατέστρεφε ένα δέντρο ξένης ιδιοκτησίας ή θα εξολόθρευε ένα μεγάλο κοπάδι γουρουνιών ή και άλλα χειρότερα; Νομίζω ότι έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγ­ματα, από τα οποία είναι περισσότερο από φανερό ότι ο μεγάλος Νομοθέτης έδωσε ένα τελείως διαφορετικό νόημα σ’ αυτή την έβδομη εντολή απ’ αυτό που επινοήθηκε μετά από το άπληστο και ιδιοτελές ανθρώπινο γένος.

  10. Θα πει κάποιος: Αυτό είναι αρκετά σαφές και προφανές, το ποιό νόημα όμως έδωσε Εκείνος σ’ αυτή την εντολή καλύπτεται ακόμα πίσω από ένα πυκνό σκοτάδι! Λέω όμως: Κάντε υπομονή! Αφού εξετάσαμε μέχρι τώρα ως έπρεπε την εσφαλμένη ερμηνεία της εντολής, θα βρεθεί σίγουρα ευκολότερα η ορθή σημασία της. Γιατί όποιος είναι ικανός να βλέπει μέσα στη νύχτα, δεν θα πρέ­πει ασφαλώς να φοβάται ότι τη μέρα θα έχει λίγο φως για να δει.

  11. Τι σημαίνει τότε στην πραγματικότητα «μην κλέψεις»; Στην πραγματικότητα σημαίνει με άλλα λόγια ότι:

  12. Δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψεις τη θεϊκή τάξη, να τοποθε­τηθείς εκτός αυτής και να θελήσεις να σφετεριστείς τα δικαιώμα­τα του Θεού.

  13. Ποια είναι όμως αυτά τα δικαιώματα και σε τι συνίστανται; Μόνο ο Θεός είναι άγιος και μόνο σ’ Εκείνον ανήκει όλη η ισχύς! Όποιον αγιοποιήσει ο ίδιος ο Θεός και του δώσει την ισχύ, αυτός την κατέχει νόμιμα, όποιος όμως αγιοποιεί μόνος του τον εαυτό του και σφετερίζεται τη θεϊκή ισχύ για να επικρατήσει χάρη στη λάμψη της πάνω στους άλλους με ιδιοτέλεια και απληστία, αυτός είναι αληθινά ένας κλέφτης, ένας ληστής και ένας δολοφόνος!.

  14. Όποιος λοιπόν αυθαίρετα και από φιλαυτία, με οποιαδήποτε εξωτερικά απατηλά ή ψευδή μέσα, γήινα ή πνευματικά, θέτει τον εαυτό του υπεράνω των αδερφών του, αυτός είναι που παραβαί­νει την εντολή. Με αυτό το πνεύμα διδάσκονται αυτά τα παιδιά εδώ και με πρακτικό τρόπο τους επιδεικνύεται ότι κανένα πνεύμα δεν πρέπει να χρησιμοποιεί αυθαίρετα τη δύναμη και την ισχύ που εγκατοικούν μέσα του, αλλά πάντοτε σύμφωνα με τη θεϊκή τάξη.

  15. Θα πει κάποιος όμως τώρα: Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τό­τε επιτρέπεται η γνωστή μας κλοπή και η ληστεία. Λέω εγώ όμως: Λίγο υπομονή, η συνέχεια θα ρίξει άπλετο φως σε όλα. Προς το παρόν όμως θα αρκεστούμε σ’ αυτά, αφού γνωρίζουμε πια τι εννοούμε με τη λέξη κλοπή και ότι ο Κύριος με αυτή την εντολή δεν εισήγαγε ποτέ ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Σκέψεις για την κοινωνική ανισότητα

  1. Κατ’ ακολουθία ο Κύριος δεν εισήγαγε ποτέ ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να έδωσε ποτέ μια εντολή, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να σεβόμαστε ιδιαιτέ­ρως μια περιουσία αποκτημένη από την κερδοσκοπία και μάλιστα σε βάρος αμέτρητων φτωχότατων ανθρώπων. -Τίθεται λοιπόν το ερώτημα εάν επιτρέπεται τότε να κλέψει κάποιος, ό,τι συσσώρευσαν ενάντια στο θεϊκό νόμο τέτοιοι «κερδοσκόποι»; Σύμφωνα με τους γήινους νόμους αφαιρούνται τα κλοπιμαία από έναν κλέφτη μόλις συλληφθεί. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε ακόμα περισ­σότερο το δικαίωμα, βάσει του θεϊκού νόμου, να αφαιρέσουμε τα κλεμμένα πλούτη από τους γνησιότερους όλων κλέφτες και λη­στές και να τα μοιράσουμε στους φτωχούς; .

  2. Με βάση τη λογική δεν θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε τί­ποτα σ’ αυτή την απαίτηση. Ο σωστός άνθρωπος όμως έχει και άλλες ανώτερες δυνάμεις μέσα του εκτός από το μυαλό του. Τι λένε λοιπόν αυτές οι δυνάμεις σε ένα τέτοιο συλλογισμό;

  3. Ας ρωτήσουμε την αγάπη μας προς τον πλησίον και την αγά­πη μας για τον Θεό. Τι λέει στο εσώτατο, αιώνια ζωντανό θεϊκό της πνεύμα; Δεν λέει τίποτ’ άλλο από ό,τι είπε ο Ίδιος ο Κύριος, δηλαδή: «Το βασίλειό Μου δεν είναι του κόσμου τούτου!» Και όποιος αγαπά την εξωτερική ζωή του, θα χάσει την εσωτερική ζωή, όποιος όμως δραπετεύει από την εξωτερική ζωή του και την εκτιμά ελάχιστα, θα κρατήσει την εσωτερική ζωή. Αυτό λέει λοιπόν το εσωτερικό πνεύμα.

  4. Δεν βλέπουμε να υπάρχει πουθενά μια προτροπή ότι πρέπει να αρπάξουμε τα αγαθά των πλουσίων. Ο Ίδιος ο Κύριος λέει: «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Γι’ αυτό και δεν διατάζει τον πλούσιο νέο να πουλήσει τα αγαθά του, αλλά του δίνει μόνο τη φιλική συμβουλή μαζί με την υπόσχεση της αιώνιας ζωής.

  5. Επειδή λοιπόν πουθενά δεν βρίσκουμε μια εντολή του Κυρίου με την οποία να έχει διατάξει ρητά να ιδιοποιηθούμε με κάποιο τρόπο τον πλούτο των κερδοσκόπων, γι’ αυτό είναι φανερό ότι ένας πραγματικός Χριστιανός δεν έχει το δικαίωμα να αρπάζει τα αγαθά των πλουσίων. Ακόμα και εκείνος, που είναι πολύ φτωχός δεν έχει το οποιοδήποτε δικαίωμα από τον Θεό να ιδιοποιηθεί τα αγαθά ακόμα και ενός δηλωμένου κλέφτη, όμως σε μια κατάστα­ση μεγάλης ανάγκης έχει το δικαίωμα αυτό ένας ολόκληρος λαός.

  6. Γιατί άραγε; Γιατί τότε ο Ίδιος ο Κύριος παρουσιάζεται ως αρ­χηγός στο λαό και επιφέρει με αυτό τον τρόπο μια δίκαιη καταδί­κη για τους αχόρταγους παραδόπιστους. Δεν επιτρέπεται όμως, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, η δο­λοφονία των καπιταλιστών και των σκληρόκαρδων πλουσίων, αλλά θα πρέπει να τους αφαιρεθούν από τους άφθονους θησαυ­ρούς τους τόσοι μόνο όσοι είναι απολύτως απαραίτητοι για την υποστήριξη του λαού, ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του δουλεύοντας ειρηνικά.

  7. Στον πλούσιο κεφαλαιοκράτη όμως θα πρέπει ακόμα να μεί­νουν τόσα όσα χρειάζεται ώστε να μην δεινοπαθήσει στη γη, γιατί αυτή είναι η μοναδική αμοιβή του για την εργασία του. Ο Κύριος δεν θέλει να τιμωρήσει κανένα, αλλά να ανταμείψει τον καθένα σύμφωνα με το είδος της δραστηριότητάς του.

  8. Επειδή όμως ο πλούσιος και ο κερδοσκόπος μετά από αυτή τη γήινη ζωή δεν έχει να περιμένει τίποτα πια, είναι ορθό και δί­καιο λοιπόν να βρει την αμοιβή του για το ταλέντο του, στον το­μέα όπου εργάσθηκε.

  9. Επιπλέον ο Κύριος δεν θέλει να καταδικάσει απόλυτα κανέναν άνθρωπο σ’ αυτό τον κόσμο, για να υπάρχει για τον καθένα η δυνατότητα να απομακρυνθεί οικειοθελώς από τον κόσμο και να επιστρέφει σε Αυτόν. Αν αφαιρεθούν τα πάντα από ένα τέτοιο πλούσιο κεφαλαιοκράτη, φαίνεται απόλυτα καταδικασμένος. Γιατί θα τον κυριεύσει η απελπισία και μια απέραντη οργή με την οποία θα του είναι αδύνατον να πάρει το δρόμο της σωτη­ρίας. Εάν του μείνει αρκετή περιουσία, κατ’ αρχάς δεν θα κινδυ­νεύει από υλική ανέχεια, ούτε θα φαίνεται ότι δεν πήρε καμία αμοιβή για το αποταμιευτικό του ταλέντο. Κατά δεύτερον, μπο­ρεί κιόλας σ’ αυτή την κατάσταση όπου δεν είναι τελείως κατα­δικασμένος, να ακολουθήσει τη συμβουλή την οποία έδωσε ο Κύριος στον πλούσιο νέο και μπορεί μ’ αυτό τον τρόπο να φθάσει στην αιώνια ζωή.

  10. Όμως ένας λαός που φθάνει στα άκρα επειδή βρίσκεται σε έσχατη φτώχια, θα πρέπει να διαπράττει όσο γίνεται λιγότερες αιματηρές πράξεις και θηριωδίες· γιατί μόλις συμβεί κάτι τέτοιο, τότε ο Κύριος δεν ενεργεί πια μαζί με το λαό αυτό, οπότε δεν θα δει να ευλογείται η πράξη του! Γιατί ακόμα και αν θα νικήσει σήμερα, θα νικηθεί πάλι αύριο και θα χυθεί αίμα και από τις δύο πλευρές! Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνά ο άνθρωπος ότι όλοι οι άν­θρωποι είναι αδελφοί του. Ό,τι κάνει πρέπει να το κάνει πάντα με μια καρδιά γεμάτη αγάπη, δεν πρέπει ποτέ να θέλει να κάνει κακό σε κανένα, αλλά πάντοτε κάτι καλό, ιδιαίτερα στον πνευ­ματικό τομέα που επιδρά στην αιώνια ζωή.

  11. Εάν αυτή είναι η διάθεσή του τότε ο Κύριος θα ευλογήσει την πράξη του, στην αντίθετη περίπτωση θα την καταραστεί. Γιατί εφόσον ο Ίδιος ο Κύριος δεν θέλει να καταδικάζει αιώνια κανένα, παρόλο που κατέχει όλη τη δύναμη στον ουρανό και στη γη, και Εκείνος δεν έχει να ρωτήσει κανένα, τι πρέπει και τι δεν_ πρέπει να κάνει, τόσο το λιγότερο πρέπει ένας άνθρωπος στη γη να κάνει ό,τι του υπαγορεύει η κακή θέλησή του.

  12. Αλίμονο όμως στο λαό ο οποίος ξεσηκώνεται εναντίον των πλούσιων και ισχυρών χωρίς να υπάρχει έσχατη ανάγκη! Θα τι­μωρηθεί σκληρά για την πράξη του. Γιατί η φτώχεια είναι του Θεού. Όποιος αγαπά τον Κύριο, αγαπά και τη φτώχεια. Ο πλού­τος και η καλοπέραση όμως είναι του κόσμου και του Σατανά! Όποιος επιδιώκει ό,τι ανήκει στον κόσμο και το αγαπά, αυτός γίνεται από την κορυφή ως τα νύχια ένα με το Σατανά.

  13. Όσο λοιπόν ένας οποιοσδήποτε λαός μπορεί να εξασφαλί­ζει τη διαβίωσή του και να διαφυλάξει και τη ζωή του, δεν πρέ­πει να εξεγείρεται. Όταν όμως οι πλούσιοι και οι κεφαλαιοκρά­τες αρπάζουν σχεδόν τα πάντα, σε βαθμό που χιλιάδες φτωχών ανθρώπων να απειλούνται φανερά με το θάνατο από την πείνα, ; τότε είναι καιρός να εξεγερθούν και να μοιράσουν μεταξύ τους τα περισσευούμενα αγαθά των πλουσίων. Γιατί τότε το θέλει ο Κύριος να τιμωρηθούν οι περισσότεροι πλουτοκράτες για την αδιάντροπη εγωλατρία και απληστία τους.

  14. Στο τέλος της ανάλυσης γι’ αυτή την εντολή θα ρωτήσει ίσως κάποιος εάν η λήψη τόκου για κεφάλαια που δόθηκαν με δάνειο κατά κάποιο τρόπο αντιβαίνει στην έβδομη εντολή; Λέω λοιπόν: Όταν σε ένα κράτος το επιτόκιο καθορίζεται νόμιμα, επιτρέπεται τότε να λαμβάνονται από τους πλουσίους οι τόκοι, σύμφωνα με αυτό το επιτόκιο, εάν έχει όμως κάποιος δανείσει το απαιτούμενο κεφάλαιο σ’ ένα φτωχό, δεν πρέπει να ζητήσει γι’ αυτό κανένα τόκο.

  15. Εφόσον αυτός ο άπορος έχει βοηθηθεί με αυτό το κεφά­λαιο, ώστε τώρα να ευημερεί στο επάγγελμά του, πρέπει να έχει στο νου να επιστρέφει στο φίλο του ξανά το κεφάλαιο που δα­νείστηκε. Εάν θέλει από ευγνωμοσύνη να πληρώσει τους νόμι­μους τόκους, δεν πρέπει να τους δεχθεί ο δανειστής, να θυμίσει όμως στον πληρωτή να τους δώσει κατά δύναμη στους φτωχούς αδελφούς του.

  16. Στους πολύ φτωχούς όμως δεν πρέπει κανείς να δανείζει κε­φάλαια, αλλά ό,τι τους δίνει κάποιος, να τους το δώσει εξ ολο­κλήρου. Αυτή η άποψη είναι και η θέληση του Κυρίου. Όποιος την ακολουθεί, θα έχει την αγάπη του Κυρίου. Επομένως, αφού θίξαμε όλα εκείνα που αφορούν σ’ αυτήν την εντολή, μπορούμε αμέσως να κατευθυνθούμε στην όγδοη αίθουσα, όπου θα γνωρίσουμε μια άλλη εντολή, η οποία θα μοιάζει από πολλές απόψεις με αυτή την έβδομη.

Όγδοη αίθουσα – όγδοη εντολή

Το υλικό περίβλημα αποτελεί το μέσον για το ψεύδος

  1. Είμαστε στην όγδοη αίθουσα και βλέπουμε πάνω στο γνωστό μας από τις άλλες προηγούμενες αίθουσες στρογγυλό πίνακα γραμμένα με ευανάγνωστα γράμματα: «Μη δώσεις μαρτυρία ψευδή» -ή πράγμα που είναι ένα και το αυτό: «Μην ψεύδεσαι!».

  2. Αυτή η εντολή ακούγεται όντως περίεργα στο βασίλειο των αγνών πνευμάτων, όπου ένα πνεύμα στην αγνή κατάστασή του είναι ανίκανο παντός ψεύδους. Ένα πνεύμα δεν μπορεί να μιλή­σει διαφορετικά από ό,τι σκέφτεται, αφού η σκέψη είναι ήδη ο λόγος του. Το πνεύμα στην αγνή κατάσταση δεν μπορεί να πει καμία αναλήθεια, γιατί είναι ένα αγαθό πλάσμα και δεν μπορεί να έχει μέσα του καμία δολιότητα.

  3. Επομένως μόνο ένα ακάθαρτο πνεύμα είναι ικανό να ψεύδε­ται, όταν καλύπτεται από μια ύλη. Όταν όμως ένα πνεύμα που είναι ακάθαρτο απαλλαγεί από το χονδροειδές περίβλημά του, ούτε αυτό μπορεί να εκφράσει μια αναλήθεια.

  4. Γι’ αυτό το λόγο και τα κακά πνεύματα περιβάλλονται από κάθε είδους χονδροειδείς, απατηλές μορφές για να μπορούν να ψεύδονται κάτω από αυτό το περίβλημα.

  5. Και ο γνωστός «Σατανάς» του παραδείσου έπρεπε να καλυ­φθεί ενώπιον του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού παίρνοντας την υλική μορφή ενός φιδιού. Έτσι βρήκε με αυτό τον τρόπο μια πο­νηρή μεταμφίεση μέσω της οποίας μπορούσε να σκέπτεται και να μιλάει διαφορετικά.

  6. Γι’ αυτό το μοναδικό λόγο οι άνθρωποι στη γη είναι σε θέση να ψεύδονται όσο συχνά θέλουν γιατί έχουν το σώμα τους ως μια μεταμφίεση και μπορούν μέσω αυτής να θέσουν σε κίνηση τη μηχανή του σώματος προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτό που σκέπτονται.

  7. Κάτι τέτοιο όμως, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είναι δυνατό στα αγνά πνεύματα. Μπορούν μεν, όταν εκδηλώνονται απέναντι στους γήινους ανθρώπους, να μιλούν με αντιστοιχίες και να λένε συχνά κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζει η εσωτερική έννοια του λόγου τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ψεύδονται, αλ­λά ότι βάζουν την πνευματική αλήθεια σε γήινες εικόνες, οι οποί­ες αντιστοιχούν ακριβώς σ’ αυτή την αλήθεια.

  8. Απ’ αυτό φαίνεται όμως ότι η εντολή αυτή δεν έχει καμία αξία για τα πνεύματα, αφού στερούνται παντελώς της ικανότη­τας να ψεύδονται.

  9. Τότε για ποιον ισχύει αυτή η εντολή; Γνωρίζω ότι σύντομα θα βρει κάποιος μια απάντηση και θα πει: Ισχύει για τα πνεύματα που περιβάλλονται από ύλη και τους επιβάλλει να μη χρησιμο­ποιούν το περίβλημά τους διαφορετικά από ό,τι είναι μέσα τους η σκέψη τους και από τη θέληση που προκύπτει απ’ αυτή στην καθαρά πνευματική κατάσταση.

  10. Γνωρίζουμε όμως ότι η εντολή αυτή, όπως και όλες οι προη­γούμενες, απορρέουν από τον Θεό, ως τη γενεσιουργό αιτία για κα­θετί το πνευματικό. Δεν είναι δυνατόν όμως αφού είναι έτσι να έχει μόνο μια υλική και όχι ταυτόχρονα και μια πνευματική ισχύ.

  11. Για να εμβαθύνουμε πραγματικά στο θέμα, πρέπει να ανα­λύσουμε τι εννοούμε στην ουσία με τον όρο ψεύδος ή δίνω ψευ­δή μαρτυρία. Τι είναι λοιπόν το ψεύδος ή η ψευδής μαρτυρία αυ­τή καθεαυτή; Θα πείτε: κάθε αναλήθεια. Ρωτώ όμως: Τι είναι λοιπόν μια αναλήθεια; Μπορεί πράγματι κάποιος να βρει σύντο­μα μια απάντηση και να πει: κάθε φράση που λέει ο άνθρωπος για να παραπλανήσει κάποιον είναι μια αναλήθεια, ένα ψέμα, «μια ψευδής μαρτυρία». Η αντίληψη αυτή είναι καλή ως προς τα έξω, όχι όμως και ως προς τα μέσα. Θα κάνουμε μια μικρή δο­κιμή για να το διαπιστώσουμε.

  12. Ερώτηση: Μπορεί η θέληση να σκεφτεί; Κάθε άνθρωπος πρέπει να απαντήσει αρνητικά σ’ αυτό, αφού θα πει προφανώς: Η θέληση ανταποκρίνεται στον άνθρωπο όπως τα ζώα στην άμα­ξα. Τα ζώα τραβούν γερά την άμαξα, πού θα την πάνε όμως χω­ρίς τον σκεπτόμενο αμαξά;

  13. Ρωτάω στη συνέχεια: Μπορεί η σκέψη να θέλει; Ας επιστρέψουμε στην άμαξα. Μπορεί ο αμαξάς με όλη τη νοημοσύνη του να μετακινήσει τη βαριά άμαξα χωρίς τη δύναμη του υποζυ­γίου; Ο καθένας θα πει: Μπορεί χιλιάδες από τους πιο ευφυείς αμαξάδες να βάλουν μπροστά στη βαριά φορτωμένη άμαξα όλες τις πιθανές φιλοσοφικές αρχές και παρ’ όλες αυτές τις λαμπρές σκέψεις δεν θα μπορέσουν να την μετακινήσουν μέχρις ότου κα­ταλήξουν με τη σκέψη τους ότι πρέπει να βάλουν την ανάλογη δύναμη για να την τραβήξει.

  14. Απ’ αυτό το παράδειγμα είδαμε λοιπόν ότι η θέληση δεν μπορεί να σκεφτεί και ότι η σκέψη δεν μπορεί να θέλει. Αν όμως η σκέψη και η θέληση είναι ενωμένες, μπορεί η θέληση να κά­νει αυτό στο οποίο την οδηγεί η σκέψη.

  15. Συνεχίζω όμως να ρωτώ: Εάν έτσι έχουν τα πράγματα ποιος μπορεί να ψεύδεται στον άνθρωπο; Σίγουρα όχι η θέληση γιατί αυτή είναι κάτι το οποίο στρέφεται πάντοτε σύμφωνα με το φως της σκέψης. Μπορεί η σκέψη να ψεύδεται; Σίγουρα όχι, γιατί είναι απλή στη σαφήνειά της και δεν μπορεί να διασπαστεί. Θα μπορεί μήπως να ψεύδεται το σώμα στον άνθρωπο; Θα ήταν πραγματικά άκρως περίεργο να μάθουμε πως το σώμα θα μπο­ρούσε να ψεύδεται αφού είναι μια άψυχη μηχανή η οποία μπαί­νει σε λειτουργία μόνο με τη σκέψη και τη θέληση του πνεύμα­τος που εκφράζεται μέσα από την ψυχή.

  16. Ανακαλύπτω όμως μόλις τώρα ένα ψυχολόγο και μάλιστα από την κατηγορία των πνευματικών δυϊστών, που λέει: Η ψυχή του ανθρώπου είναι μια αυτοσυνείδητη σκεφτόμενη οντότητα και σκέφτεται εν μέρει με βάση τις φυσικές και εν μέρει με τις πνευ­ματικές εικόνες. Μπορούν μ’ αυτόν τον τρόπο μάλιστα να σχημα­τίζονται μέσα της δύο ειδών σκέψεις, δηλαδή φυσικές και πνευ­ματικές. Γι’ αυτό μπορεί να σκεφτεί μέσα της πνευματικά, επειδή όμως είναι και στη διάθεσή της η θέληση του πνεύματος, μπορεί λοιπόν αντί της αλήθειας ή της πνευματικής σκέψης, να εκφράσει τη φυσική σκέψη, τη σκέψη που είναι αντίθετη στην πνευματική αλήθεια. Και αν το κάνει αυτό, τότε ψεύδεται ή δίνει μια ψευδή μαρτυρία. Τι νομίζετε, είναι σωστό αυτό το συμπέρασμα;

  17. Δίνει την εντύπωση του ορθού, όσον αφορά στον εξωτε­ρικό άνθρωπο, είναι όμως κατά βάθος λάθος. Γιατί ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, εάν για την κίνηση μιας άμαξας για παράδειγμα, θα επιχειρούσε κάποιος να ζέψει προς τα εμπρός και προς τα πί­σω, το ίδιο πολλά και το ίδιο δυνατά άλογα και από κοντά αμα­ξάδες για να τα οδηγήσουν;

  18. Όπως η άμαξα δεν θα μετακινιόταν ποτέ από τη θέση της, έτσι πράγματι θα γινόταν και με τη ζωή ενός ανθρώπου, αν αυτή θα στηριζόταν σε δύο αντίθετες ζωτικές αρχές. Θα ήταν ακριβώς τόσο όσο το συν 1 και το πλην 1, το οποίο αθροιζόμενο μας δίνει μηδέν.

  19. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει μόνο μια ζωτική αρχή. Πώς μπορεί όμως αυτή να ψεύδεται και να δίνει μια ψευδή μαρτυρία;

  20. Είτε μπορεί αυτή η μια αρχή, όπως αποδείχθηκε, να μην ψεύδεται καθόλου και να μη δίνει ψευδή μαρτυρία, είτε με τον όρο «ψεύδομαι» και «δίνω ψευδή μαρτυρία» πρέπει καταρχήν να εννοηθεί κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι εννοείτο μέχρι τώρα.

  21. Σ’ αυτή την περίπτωση λέει φυσικά κάποιος: Αν πάρουμε το πράγμα μ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε γνωστό σε μας ψεύδος, κά­θε ψευδορκία όπως και κάθε εξαπάτηση δια του λόγου δεν πρέ­πει να θεωρηθούν αμαρτωλές και άρα είναι απόλυτα αποδεκτές. Εντάξει, παραδέχομαι ότι η ένσταση αυτή δεν είναι τόσο κακή, αλλά σύμφωνα με την παροιμία σας: «όποιος γελάει τελευταίος γελάει καλά», γι’ αυτό θα επιφυλαχτούμε ως το τέλος.

Τι είναι ψευδής μαρτυρία

  1. Για να μπορέσουμε να ξεδιαλύνουμε αυτό το γόρδιο δεσμό διαμιάς, σκοπεύουμε να αρχίσουμε τη συζήτηση με τη βασική έν­νοια σε αυτή την όγδοη εντολή:

  2. Γνωρίζουμε ότι ο Κύριος δίνει σε κάθε πνεύμα μια ελεύθερη βούληση όπως επίσης και μια ελεύθερη σκέψη για τη διαμόρ­φωση της ελεύθερης βούλησής του. Αυτή η σκέψη είναι ουσιαστικά η όραση και το φως του πνεύματος δια των οποίων μπορεί και βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους σφαίρα.

  3. Παράλληλα μ ’ αυτό το φως που κάθε πνεύμα έχει ουσιαστικά λάβει από τον Θεό, αυτό το πνεύμα έχει μια δεύτερη ικανότητα να δέχεται από τον Θεό ένα εσωτερικό και πανάγιο φως, όχι όμως μέ­σω του ματιού, αλλά μέσω του αυτιού, το οποίο ουσιαστικά εί­ναι επίσης ένα μάτι. Βέβαια δεν είναι ένα μάτι που αντιλαμβάνε­ται εξωτερικά φαινόμενα, τα οποία δημιουργούνται από την πα­ντοδύναμη θέληση του Κυρίου, αλλά είναι το μάτι που αντιλαμ­βάνεται το καθαρά πνευματικό φως του Θεού, δηλαδή το Λόγο του Θεού.

  4. Τέτοια φαινόμενα μπορείτε ν’ αναγνωρίσετε ήδη από τη φυ­σική σας κατάσταση, εάν προσέξετε πόσο διαφορετικό είναι αυ­τό που βλέπετε με τα μάτια σας και επιπλέον ακούτε με τα αυτιά σας. Με τα μάτια σας μπορείτε να δείτε μόνο φυσικές εικόνες, με τα αυτιά σας όμως μπορείτε να συλλάβετε ακτίνες από το εσώ­τατο θεϊκό βάθος.

  5. Μπορείτε ν’ αντιληφθείτε τη γλώσσα των πνευμάτων στην αρ­μονία των ήχων, ή με άλλα λόγια μπορείτε ν’ αντιληφθείτε τις μυ­στικές μορφές της εσώτατης πνευματικής δημιουργίας ήδη εξω­τερικά υλικά με τα σάρκινα αυτιά σας. Πόσο πολύ υστερεί εδώ το μάτι έναντι του αυτιού!

  6. Βλέπετε, έτσι είναι τα πράγματα και με το πνεύμα. Χάρη σε μία τέτοια ρύθμιση είναι ικανό ν’ αντιλαμβάνεται διπλά, δηλαδή το εξωτερικά εικονιστικό και το εσωτερικά πραγματικά αληθινό.

  7. Το μυστικό της ελεύθερης βούλησης στηρίζεται στη βάση αυτής της διπλής αντίληψης.

  8. Κάθε άνθρωπος είτε περιβάλλεται από πνεύμα είτε από ύλη, με αυτή την ικανότητα αιωρείται εντελώς φυσιολογικά ανάμεσα σ ’ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό. Μπορεί ως συνέπεια να πα­ρατηρεί διαρκώς ένα αναρίθμητο πλήθος εξωτερικών μορφών, μπορεί όμως εξίσου να αφομοιώσει συγχρόνως την εσωτερική, καθαρά θεϊκή αλήθεια.

  9. Με το φως από έξω δεν συλλαμβάνει από τα παρατηρηθέντα παρά μόνο την εξωτερική τους μορφή και μπορεί με τον τρόπο αυτό να είναι ο δημιουργός των σκέψεών του μέσα από τη σύλ­ληψη αυτών των μορφών.

  10. Με αυτές τις σκέψεις μπορεί να θέσει σε κίνηση την ελεύ­θερη θέλησή του, όπως και όταν αυτός θέλει.

  11. Αν δεν χρησιμοποιεί το άλλο μάτι του εσωτερικού του θεϊκού φωτός, αλλά αρκείται και απασχολείται μόνο με τις μορφές, είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος προφανώς κοροϊδεύει τον εαυτό του, διότι οι μορφές είναι γι’ αυτόν κενά φαινόμενα όσο δεν μπορεί να τις κατανοήσει σε βάθος.

  12. Όταν όμως ένας άνθρωπος που έχει το εσωτερικό φως από τον Θεό βλέπει, εφ’ όσον το θέλει, το εσωτερικό των μορφών, ο ίδιος όμως κοροϊδεύει τον εαυτό του και δίνει διαφορετική μαρ­τυρία για τις εξωτερικές μορφές από ό,τι αυτός βλέπει με το εσωτερικό 7τνευματικό μάτι, που είναι το αυτί, έτσι δίνει για τις εξωτερικά ιδωμένες μορφές προφανώς μια ψευδή μαρτυρία.

  13. Εδώ έχουμε ήδη αναλύσει από τη ρίζα του το τι σημαίνει κα­τά βάθος «να δώσεις μια ψευδή μαρτυρία». Κυρίως όμως αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να ομιλεί διαφο­ρετικά για την καθαρά θεϊκή αλήθεια από ό,τι την αντιλαμβάνε­ται μέσα του.

  14. Στα εσώτατα βάθη του όμως το θέμα έχει ως εξής: Η αγάπη είναι ταυτόσημη με το εσωτερικά ιδωμένο αληθινό φως που πηγά­ζει άμεσα από τον Θεό και η σοφία ταυτίζεται με το φως που εκ­πέμπει ο Θεός προς τα έξω μέσα από όλους τους άπειρους, αιώνι­ους χώρους.

  15. Έτσι και έχει κάποιος την αγάπη και δεν την χρησιμοποιεί, αλλά παίρνει μόνο με το εξωτερικό του φως και με τη διασκορπι­σμένη από αυτό το φως θέλησή του, τις ακτίνες οι οποίες δια­σκορπίζονται προς τα έξω όλο και περισσότερο στο άπειρο, αυτός γίνεται όλο και πιο αδύναμος. Στη συνέχεια λόγω της φυγόκεντρης περιπλάνησής του προς όλες τις κατευθύνσεις γίνεται όλο και πε­ρισσότερο υπερφίαλος και όλο και λιγότερο ευαίσθητος στο εσω­τερικό αληθινό φως της αγάπης που πηγάζει από τον Θεό.

  16. Αν αυτή είναι η περίπτωση, ένας τέτοιος άνθρωπος γίνεται πάντα όλο και πιο ανόμοιος με τον Θεό. Και δίνει, με αυτό τον τρόπο, με κάθε άτομο της ύπαρξής του, μια εκ βάθρων ψευδή μαρτυρία για την υπόσταση του Θεού, της οποίας ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι το τέλειο ομοίωμα.

  17. Συνεπώς, όποιος ακούει τον θεϊκό Λόγο και δεν τον ακολουθεί, παρά ακολουθεί μόνο αυτό που εντυπωσιάζει εξωτερικά τις αισθή­σεις του και κατ’ αυτό τον τρόπο ερεθίζει την αισθησιακή θέλησή του, αυτός δίνει ψευδή μαρτυρία με κάθε βήμα που κάνει, με κάθε λέξη που λέει, με κάθε κίνηση που κάνει με το χέρι. Κι αν ακόμα αυ­τός θα ήθελε να πει την απόλυτη θεϊκή αλήθεια, τον απόλυτο Λόγο του Ευαγγελίου, αυτός ψεύδεται και δίνει στον Κύριο μια ψευδή μαρτυρία, διότι δεν ενεργεί σύμφωνα με το Λόγο και την Αλήθεια.

  18. Όταν κάποιος προσεύχεται και συνδέεται με τις σκέψεις του και το διαλογισμό του με τον Θεό, δεν ζει όμως σύμφωνα με το Λόγο του Κυρίου, αυτός είναι ψεύτης όσο είναι ζεστός και ζω­ντανός. Η προσευχή του είναι μόνο μια εξωτερική τυπική διατύ­πωση, της οποίας η εσωτερική αξία πάει εντελώς χαμένη, διότι το εσωτερικό θεϊκό φως δεν χρησιμοποιείται για να φωτίσει και να ζωντανέψει την εσωτερικότητα αυτής της εξωτερικής μορφής ή έκφρασης.

  19. Είναι όπως ακριβώς όταν κάποιος παρατηρεί μαγεμένος ένα αστέρι. Τι του χρησιμεύει όλη αυτή η μαγεία και η παρατήρηση, όταν δεν μπορεί να παρατηρήσει το αστέρι από κοντά σαν ένα θαυμάσιο κόσμο; Μοιάζει σαν έναν πεινασμένο μπροστά από ένα κλειδωμένο ντουλάπι του ψωμιού. Όσο και να παρατηρεί αυ­τό το ντουλάπι με λαχτάρα και με δέος, μήπως θα χορτάσει απ’ αυτό; Ασφαλώς όχι. Διότι όσο δε μπορεί να δαγκώσει στο εσωτερικό του ψωμιού και να το δεχθεί στο στομάχι του, δεν θα του χρησιμεύσουν καμία παρατήρηση, κανένας ενθουσιασμός και καμία μαγεία μπροστά από το ντουλάπι του ψωμιού.

  20. Πώς όμως μπορεί κάποιος να ανοίγει το ντουλάπι του ψωμιού της αληθινής ομοιότητας προς τον Θεό και να χορτάσει; Ασφα­λώς μόνο όταν χρησιμοποιεί κάποιος το εσώτατο μέσο που έχει και με αυτή τη βοήθεια στρέφεται προς την αλήθεια όπως του την με­ταδίδει ο Θεός. Επιπλέον πρέπει να αποδέχεται και να χρησιμο­ποιεί περαιτέρω από τις εξωτερικές μορφές μόνο αυτό που το βρή­κε αληθινό, σε πλήρη αντιστοιχία με το εσωτερικό φως και ως εκ τούτου θεϊκό. Εφ’ όσον δεν είναι αυτή η περίπτωση, ό,τι κάνει και επιχειρεί ο άνθρωπος είναι μια ψευδής μαρτυρία σε σχέση με την εσωτερική θεϊκή αλήθεια και άρα καθαρό ψεύδος απέναντι σε κά­θε συνάνθρωπο.

  21. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «όποιος προσεύχεται πρέπει να προ­σεύχεται πνευματικά και στην αλήθεια» και «όταν προσεύχεσθε, να κλείνεστε στην εσωτερική κάμαρά σας» και στη συνέχεια: «μην σκέφτεσθε τι θα πείτε όταν θα χρειασθεί, αλλά όταν έρθει η ώρα θα σας δοθεί άνωθεν το τι θα πείτε».

  22. Εδώ δηλώνονται προφανώς οι εξωτερικές σκέψεις, οι οποίες αυτές καθ’ αυτές δεν είναι η αλήθεια, καθώς είναι μόνο σκέψεις, γιατί η αλήθεια είναι εσωτερική. Είναι το κίνητρο για δράση σύμ­φωνα με το Λόγο του Θεού και φανερώνεται πολύ πριν από τον κε­νό χείμαρρο σκέψεων που ακολουθεί στη συνέχεια.

  23. Συνεπώς οφείλει ο καθένας να στραφεί στην εσωτερική αλήθεια και να δραστηριοποιείται ανάλογα με αυτήν. Έτσι όλο και περισσότερο θα συνδέει έμπρακτα τις σκέψεις του με αυτό το εσωτερικό φως και θα φθάσει στην ενότητα με τον εαυτό του και ως εκ τούτου στην ομοιότητα με τον Θεό και θα του είναι πα­ντοτινά αδύνατο να γίνει ένας ψεύτης.

  24. Εννοείται ότι ο καθένας επίσης, ο οποίος μιλάει διαφορετικά από ό,τι σκέφτεται και πράττει διαφορετικά από ό,τι μιλάει ή σκέ­πτεται είναι ένας ψεύτης. Διότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι τελεί­ως ενταφιασμένος στην πιο εξωτερική χονδροειδή ύλη και έχει αφαιρέσει από το πνεύμα του τη θεϊκή μορφή. Έτσι λοιπόν, δίδε­ται σ’ αυτούς τους μαθητές η εξήγηση γι’ αυτή την εντολή σύμ­φωνα με το εσωτερικό νόημα. Εφ’ όσον το γνωρίζουμε, μπορούμε στη συνέχεια να κατευθυνθούμε αμέσως στην ένατη αίθουσα.

Ένατη αίθουσα

ένατη εντολή

  1. Είμαστε ήδη στην ένατη αίθουσα και κοιτάζουμε πάλι το στρογγυλό μας πίνακα, στον οποίο είναι γραμμένο:

  2. «Δεν πρέπει να επιθυμείς ό,τι ανήκει στο διπλανό σου. Ού­τε το σπίτι του, ούτε τα ζώα του, ούτε το χωράφι του, ούτε και τη σοδειά του».

  3. Αν εξετάσουμε αυτή την εντολή, είναι φανερό ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ίδιες γνώμες και πρέπει να υποστούμε την ίδια κριτική που γνωρίσαμε ήδη στην έβδομη εντολή. Γιατί και εδώ γίνεται για άλλη μια φορά λόγος για ιδιοκτησία και ότι δεν θα πρέπει να έχουμε καμία επιθυμία για οτιδήποτε και αν απέ­κτησε ο ένας ή ο άλλος νόμιμα κατά τα εξωτερικά φαινόμενα.

  4. Ποιος δεν θα επανερχόταν αμέσως στην ερώτηση που θα έλεγε: Πώς είναι δυνατόν αλήθεια να έχει δοθεί αυτή η εντολή στον ισραηλιτικό λαό στην έρημο, όπου πράγματι κανείς εκεί δεν είχε ούτε σπίτι, ούτε ένα βόδι, ούτε ακόμα ένα γαϊδούρι, ούτε γη και σπορά σ’ αυτήν; Θα πρέπει απλά να είχαν φανταστεί την ιδιοκτησία όλοι μαζί από κοινού στον ισραηλιτικό λαό. Και τότε αυτό θα μπορούσε πιθανώς να σημαίνει: όταν ο πλησίον σου φαντάζεται ότι κατέχει κάτι παρόμοιο, δεν θα πρέπει να φα­ντάζεσαι και εσύ κάτι παρόμοιο ή ενδεχομένως να φαντάζεσαι εσύ ο ίδιος τη φαντασίωση του πλησίον σου σαν να ήταν στα σοβαρά ιδιοκτησία σου ή σαν να ήθελες τουλάχιστον να σου ανήκει αποκλειστικά.

  5. Νομίζω ότι σ’ αυτό το σημείο δεν είναι απαραίτητες οι πολ­λές κριτικές γνώμες για να αντιληφθούμε με την πρώτη ματιά τις αερολογίες μιας τέτοιας εντολής. Μια εντολή πρέπει να υπάρχει πάντοτε μόνο για διασφάλιση μιας απτής πραγματικότητας, η απώλεια της οποίας πρέπει να ενδιαφέρει τον καθένα. Το τι χά­νει όμως ένας αρχιτέκτονας που χτίζει παλάτια στον αέρα από έναν άλλο αρχιτέκτονα του αέρα, όταν αυτός κατά παράβαση του νόμου έχει το θράσος να κτίσει παρόμοια αέρινα παλάτια, νομίζω ότι για να σταθμίσουμε μια τέτοια τεράστια αδικία θα ήταν αναγκαία μια εξαιρετικά λεπτή, πραγματικά αιθέρια, υπερ­φυσική ζυγαριά. Αν και σύμφωνα με τη γνώμη μιας εκκλησίας πάνω στη γη θα πρέπει ο αρχάγγελος Μιχαήλ να είναι εφοδια­σμένος με άφθονα όργανα τέτοιου είδους, εγώ είμαι όμως βαθιά πεπεισμένος ότι σίγουρα του λείπει ένα τόσο υπερευαίσθητο όρ­γανο για τη μέτρηση του βάρους της αδικίας.

  6. Ο λόγος που έδωσα έμφαση σε αυτό το σημείο είναι για να παρουσιάσω μ’ αυτό τον τρόπο όσο σαφέστερα γίνεται το απο­λύτως κενό μιας καθαρά φανταστικής ιδιοκτησίας. Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, προς τι τότε μια τέτοια εντολή που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εγγυηθεί την ασφάλεια της ιδιοκτη­σίας ενός άλλου, όπου κανένας δεν έχει στην κατοχή του μια πα­ρόμοια ιδιοκτησία, και όπου σύμφωνα με την εντολή αυτή κα­νείς δεν πρέπει να την επιθυμεί;

  7. Θα αντιτάξει όμως κάποιος εδώ: ο Κύριος προέβλεψε ότι οι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου θα εισήγαγαν μεταξύ τους ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας. Με αυτήν την ευκαιρία λοιπόν εξέ­δωσε σχετικά ήδη εκ των προτέρων μια εντολή με την οποία θα έπρεπε να εξασφαλίσει στους ανθρώπους μια μελλοντική ιδιο­κτησία, ώστε να μην έχει κανείς το δικαίωμα να ιδιοποιηθεί την ιδιοκτησία του πλησίον του με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτό θα ήταν ένα φοβερό συμπέρασμα! Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε ευ­κολότερα κάποιος να προσβάλει τη θεϊκή αγάπη και σοφία από ό,τι με μια τέτοια αντίληψη.

  8. Ο Κύριος ο οποίος πάνω απ’ όλα θα αποτρέψει ασφαλώς κάθε άνθρωπο να αποκτήσει κάτι στη γη, ο Κύριος για τον οποίο κάθε γήινος πλούτος είναι απεχθής, θα είχε εκδώσει μια εντολή προς όφελος και ενθάρρυνση της απληστίας, της φιλαυτίας, της κερδοσκοπίας και της φιλαργυρίας, μια εντολή που θα προκαλούσε ασφαλώς τον αμοιβαίο φθόνο;

  9. Πιστεύω ότι δεν θα είναι εδώ αναγκαίο να πούμε περισσό­τερα. Γιατί το παράδοξο μιας τέτοιας εξήγησης είναι αρκετά προφανές στα μάτια του καθενός ώστε δεν είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε διεξοδικά στη συνέχεια μαζί της.

  10. Για να γίνει όμως αντιληπτό το θέμα ακόμη και από ένα τυφλό, ρωτώ τον κάθε νομικό με εμπεδωμένες γνώσεις: πού στηρίζεται τότε κατ’ αρχάς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας; Ποιος παραχώρησε στον πρώτο άνθρωπο το δικαίωμα ιδιοκτησίας ενός αντικειμένου; Ας πάρουμε μια δωδεκάδα αποίκων που βρίσκουν μια ακατοίκητη ακόμα περιοχή και εγκαθίστανται εκεί. Σύμφωνα με ποιο τίτλο κυριότητας και κατοχής μπορούν να ιδιοποιηθούν ως ιδιοκτήτες μια τέτοια γη και να εγκατασταθούν εκεί ως νόμιμοι κάτοχοι;

  11. Γνωρίζω ήδη τι θα πουν εδώ: Όποιος έρχεται πρώτος έχει το βασικό δικαίωμα. Σύμφωνοι, λέω εγώ, ποιος όμως από του δώδεκα μετανάστες έχει συνεπώς περισσότερο ή λιγότερο δικοί ωμα στη γη που βρήκαν; Θα πει κάποιος: Περισσότερο δικαίωμα έχει για την ακρίβεια ο πρωτεργάτης της αποίκησης ή εκείνος ο οποίος πιθανώς είδε πρώτος αυτή τη γη από το κατάστρωμα ενός πλοίου. Καλά, σε τι υπερτερεί όμως ο πρωτεργάτης από τους άλλους; Αν δεν είχαν πορευτεί μαζί του θα έμενε και αυτό στην πατρίδα του. Σε τι υπερτερεί των άλλων ο πρώτος παρατηρητής; Ότι έχει ίσως πιο οξεία όραση από τους άλλους; Θα πρέπει τότε να αδικηθούν οι άλλοι λόγω αυτού του πλεονεκτήματος που ωφελεί μόνον αυτόν; Αυτό θα ήταν όμως λίγο άδικο. Συνεπώς πρέπει σίγουρα και οι δώδεκα να έχουν το ίδιο δικαίωμα ιδιοκτησίας σ’ αυτή τη γη που βρήκαν μπροστά τους.

  12. Τι θα πρέπει όμως να κάνουν για να υλοποιήσουν το ίσο δικαίωμά τους στη νομή και κατοχή αυτής της γης; Θα πρέπει να τη χωρίσουν σε δώδεκα ίσα μέρη. Ποιος όμως δεν βλέπει σ’ αυτή τη μοιρασιά με την πρώτη ματιά τις επερχόμενες διχόνοιες; Τότε σίγουρα θα πει ο Α στον Β: Γιατί πρέπει εγώ ακριβώς να πάρω στην κατοχή μου αυτό το κομμάτι γης, που κατά την κρίση μου είναι προφανώς χειρότερο από το δικό σου; Και ο Β θα απαντήσει για τον ίδιο λόγο: Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να ανταλλάξω το δικό μου κομμάτι γης με το δικό σου. Και έτσι μπορούμε να αφήσουμε τους δώδεκα αποίκους μας να μοιράζουν και να ξαναμοιράζουν τη γη για χρόνια και δεν θα τους δούμε να συμφωνούν ότι η μοιρασιά είναι για όλους απολύτως δίκαιη.

  13. Εάν συμφωνήσουν όμως αυτοί οι δώδεκα να κάνουν τη γη κοινό κτήμα όλων, μπορεί τότε να εκδοθεί μια εντολή μεταξύ τους που να εξασφαλίζει την ιδιοκτησία; Μπορεί ο ένας να αφαιρέσει κάτι από τον άλλον, αφού όλη η γη ανήκει εξίσου σε όλους και ως εκ τούτου και τα προϊόντα της, από τα οποία μπο­ρεί ο καθένας να πάρει σύμφωνα με τις ανάγκες του, χωρίς να δίνει στον άλλο λογαριασμό γι’ αυτό;

  14. Διακρίνουμε εδώ στην πρώτη περίπτωση ότι κατ’ αρχάς δεν είναι εύκολα νοητή η δημιουργία ενός δικαιώματος ιδιοκτησίας. Για να δείτε ότι πράγματι αυτή είναι η περίπτωση θα πρέπει να πάρετε για παράδειγμα τους πρώτους εποίκους ορισμένων πε­ριοχών της ίδιας σας της χώρας, π.χ. τους κοινοβίτες των μοναστηριών, οι οποίοι ήταν τρόπο τινά οι πρώτοι άποικοι μιας πε­ριοχής. Αν ήταν ευχαριστημένοι με τη μοιρασιά και την είχαν βρει όλοι καλή, δεν θα είχαν υιοθετήσει την κοινοκτημοσύνη.

  15. Με λίγα λόγια, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να βρούμε όμως πουθενά ένα αρχικό δικαίωμα ιδιοκτησίας. Και όταν έρχεται κάποιος προβάλλοντας το βασικό δικαίωμά του τότε ρωτώ, αν θα πρέπει είτε να σκοτώσουμε αμέσως ένα μεταγενέστερο άνθρωπο όταν κάνει την εμφάνισή του στον κόσμο είναι να τον αφήσουμε να πεθάνει αργά από την πείνα; Ή πρέπει να διώξουμε απ’ αυτή τη γη, ή να τον αφήσουμε στο έλεος των πρώτων γαιοκτημόνων, την ίδια στιγμή όμως να τον δεσμεύσουμε με τη νεότερη εντολή για να μην αποτελεί κίνδυνο απέναντί τους;

  16. Νομίζω όμως ότι θα ετίθετο το ερώτημα για ποιο λόγο ένας μεταγενέστερος άνθρωπος θα έπρεπε αμέσως με την πρώτη του εμφάνιση στη γη, για την οποία δεν φταίει, να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος σε αντίθεση με τους πρώτους γαιοκτήμονες, που δεν μπορούν ποτέ να αμαρτήσουν παραβιάζοντας αυτή την εντολή; Ποιος νομικός μπορεί να μου αποδείξει όμως ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι νόμιμη; Νομίζω ότι θα έπρεπε εδώ κάποιος να κάνει δικηγόρο το διάβολο, αφού μόνο αυτός θα ήταν σε θέ­ση να αποδείξει κάτι τέτοιο. Γιατί κάθε κάπως δίκαια σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχθεί κάτι τέτοιο ως νόμιμο.

  17. Βλέπω όμως ότι θα πει κάποιος: Κατά τους πρώτους εποι­κισμούς μιας χώρας δεν μπορεί βέβαια οι έποικοι να έχουν απο­δεχθεί και εγγυηθεί αμοιβαία ένα δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ιδίως μάλιστα εφόσον έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους να θεσπί­σουν την κοινοκτημοσύνη. Όμως ανάμεσα στους ίδιους τους εποικισμούς που είναι και οι πρώτες δημιουργίες κρατών, ασφα­λώς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας εισάγεται από τη στιγμή που ο ένας αναγνωρίζει την υπόσταση του άλλου.

  18. Αλλά λέω εγώ, αν αυτή είναι η περίπτωση, πρέπει κάθε αποικία να αποδείξει ότι έχει ένα αρχικό δικαίωμα ιδιοκτησίας. Πώς μπορεί όμως να το κάνει αυτό, αφού από τον Κύριο έχει μό­νο την επικαρπία αλλά κανένα δικαίωμα κατοχής;

  19. Η επικαρπία ή η χρήση ενός αγαθού είναι τεκμηριωμένη πλήρως με βάση το στομάχι και το δέρμα του ανθρώπου. Πού βασίζεται όμως η κατοχή, ιδιαίτερα αν αναλογισθεί κάποιος ότι κάθε άνθρωπος, είτε είναι αυτόχθων κάπου είτε είναι ξένος, έχει από τον Θεό το πλήρες τεκμηριωμένο δικαίωμα να γεμίσει το στομάχι του και να ντύσει το δέρμα του όπως το έχει και ο γη­γενής; Όταν λέει κάποιος: Η κατοχή έχει τη βάση της πρωτίστως στη χρήση, αυτή η πρόταση ακυρώνει βέβαια κάθε ατομική ιδιο­κτησία, γιατί ο καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με τους άλλους στην εκμετάλλευση και χρήση. Αν αντιστρέφει όμως το θέμα και πει: πρέπει να έχει κάποιος πρώτα το δικαίωμα κατοχής για να αποκτήσει και το δικαίωμα χρήσης, σ’ αυτό το σημείο δεν μπο­ρούμε να πούμε τίποτ’ άλλο παρά την παλιά νομική έκφραση: «Potiori jus», που σημαίνει με άλλα λόγια: Σκότωσε όσους χρει­άζεται από κείνους που έχουν δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευ­σης ώστε να μπορείς να ιδιοποιηθείς μόνος σου πλήρως ένα κομμάτι γης με τη δύναμη της γροθιάς σου.

  20. Εάν ερχόταν η όρεξη σε μερικούς ξένους να σου αμφισβη­τήσουν το κατακτημένο με αγώνες κτήμα σου, σύμφωνα με το δικό τους θεϊκό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης, τότε σκότωσέ τους όλους ή στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποίησέ τους τουλάχιστον σαν φορολογούμενους υπηκόους για να εργασθούν για σένα με τον ιδρώτα του προσώπου τους στο κατακτημένο με κόπους κτήμα σου, και τότε, ανάλογα με την καλή σου διάθεση, μπορείς να τους απονείμεις το δικαίωμά τους να καρ­πώνονται και αυτοί.

  21. Ποιος μπορεί, ιδωμένο από τη θεϊκή πλευρά, να δικαιολο­γήσει τον πόλεμο; Τι είναι αυτός; Τίποτε άλλο από μια απάν­θρωπη άσκηση βίας να αφαιρεθεί από τους ανθρώπους η χρήση και να επιβληθεί αντ’ αυτής με τη βία η κατοχή, δηλαδή να καταργηθεί ο θεϊκός νόμος και στη θέση του να εισαχθεί ο νόμος της κόλασης.

  22. Συνεπώς ποιος θα μπορούσε να περιμένει από τον Θεό ένα νόμο, ο οποίος να ακυρώνει τον αρχικό θεϊκό νόμο που επιτρέ­πει τη χρήση και που δηλώνεται σαφώς στη φύση του κάθε αν­θρώπου, και στη θέση του να επικυρώνει με θεϊκή ισχύ και δι­καιοδοσία ένα σατανικό νόμο περί κατοχής; Νομίζω ότι το πα­ράλογο αυτού του ισχυρισμού γίνεται σαφώς αντιληπτό ακόμα και από ένα τυφλό.

  23. Απ’ αυτό προκύπτει ότι αυτός ο νόμος πρέπει να έχει ασφα­λώς μια διαφορετική σημασία απ’ ό,τι τον ερμηνεύουν οι άν­θρωποι, αφού κατ’ εκείνους εξασφαλίζει μόνο την ιδιοκτησία. Σαν θεϊκός νόμος πρέπει να ισχύει σ’ όλους τους ουρανούς από τα βάθη της θεϊκής τάξης. Σε ποιο όμως μέρος του ουρανού έχει κάποιος στην κατοχή του σπίτια, βόδια, γαϊδούρια και αγρούς; Στον ουρανό υπάρχουν πολλοί καρπωτές και μόνο ο Κύριος δι­καιούται ιδιοκτησίας. Θα συνεχίσουμε λοιπόν ευθύς αμέσως με την ορθή σημασία αυτού του νόμου.

1

Παρατηρήσεις αναφορικά με την ένατη εντολή

  1. Πριν δώσουμε όμως την πλήρη απάντηση, χρειάζεται να προηγηθούν ορισμένες παρατηρήσεις ακόμη, προκειμένου να κλείσει το στόμα σε ορισμένους αχόρταγους δάσκαλους και σε παντογνώστες υποστηρικτές των δικαιωμάτων των λαών.

Γιατί τούτοι εδώ θα μπορούσαν να ανάγουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στο δικαίωμα της συλλογής και να μας αποστομώ­σουν, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα. Ως εκ τούτου, θέλουμε να λάβουμε προληπτικά τα μέτρα μας και σε αυτό το σημείο.

  1. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πριν από το δικαί­ωμα χρήσης ή επικαρπίας, πρέπει ο καθένας να έχει το δικαίω­μα της συλλογής. Γιατί δεν μπορεί κανείς να προβάλει αξίωση στο δικαίωμα χρήσης ή κάρπωσης εάν δεν συλλέξει και δεν πα­ρασκευάσει κάτι με τα χέρια και με τη δύναμή του. Είναι ασφα­λώς σωστό ότι εάν κάποιος θέλει να φάει ένα μήλο, πρέπει πρώ­τα να το πάρει από το δέντρο ή από το έδαφος.

  2. Για το ότι έχει το «συλλεκτικό δικαίωμα» ο άνθρωπος δια­θέτει πολλές αποδείξεις από τη θεϊκή τάξη. Η πρώτη απόδειξη είναι τα μάτια του, με τα οποία πρέπει να δει πού βρίσκεται κά­τι. Η δεύτερη απόδειξη είναι τα πόδια, με τα οποία θα πρέπει να πάει εκεί που βρίσκεται αυτό το κάτι. Τρίτη απόδειξη είναι τα χέρια του, με τα οποία θα πάρει αυτό το κάτι. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία ο Κύριος έχει δώσει στον άν­θρωπο, απαρχής κόσμου, το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα συλλο­γής (των αγαθών της φύσης).

  3. Θα μπορούσε να πει κάποιος εδώ: τα συλλεχθέντα αγαθά δεν ανήκουν, εξ ολοκλήρου σε εκείνον που τα συνέλεξε, προκειμένου να τα καρπωθεί, σύμφωνα με το δικαίωμα συλλογής που του έχει παραχωρηθεί από τον Θεό; Έχει κάποιος άλλος το δικαίω­μα να απλώσει τα χέρια του ή να επιθυμήσει αυτά που συνέλεξε ο γείτονάς του; Διότι, προφανώς, το ένα δικαίωμα προϋποθέτει το άλλο. Εφόσον μου έχει δοθεί από το Δημιουργό το φυσικό δι­καίωμα χρήσης και επικαρπίας, το οποίο είναι καταγραμμένο στο στομάχι και στο δέρμα μου, άρα πρέπει να διαθέτω επίσης το δικαίωμα συλλογής, δεδομένου ότι χωρίς το δικαίωμα συλ­λογής, δεν μπορώ να απολαύσω το δικαίωμα να καρπώνομαι.

  4. Σε τι μου χρησιμεύει το συλλεκτικό δικαίωμα, όταν δεν μου εξασφαλίζει την μπουκιά που βάζω στο στόμα μου; Γιατί, εάν ο καθένας έχει το δικαίωμα να μου πάρει από το χέρι μου το μήλο που έκοψα, βάσει του συλλεκτικού δικαιώματος μου, επειδή, ας πούμε, ο ίδιος βαριέται να κόψει μόνος του ένα μήλο, τότε εμέ­να μου είναι άχρηστο το δικαίωμα της επικαρπίας ή χρήσης και πρέπει, καλώς ή κακώς, να πεθάνω από πείνα.

  5. Κατά συνέπεια είναι απαραίτητο το δικαίωμα συλλογής να συνοδεύεται από ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας για τα συλλεχθέντα αγαθά, καθότι διαφορετικά το δικαίωμα της χρήσης και κάρπωσης δεν θα είναι έντιμο και νόμιμο.

  6. Με το δικαίωμα συλλογής συνδέεται το δικαίωμα παρασκευής και επεξεργασίας των αγαθών. Αλλά, αν δεν μου επιτρέπεται να έχω ένα πλήρες δικαίωμα κυριότητας στα αγαθά που παρασκεύα­σα και επεξεργάστηκα, τότε όλη η ενέργεια που έχω επενδύσει σε αυτή τη δραστηριότητα, είναι άσκοπη· επί πλέον είμαι αναγκα­σμένος πρώτον να τρώω ωμούς στα κρυφά όλους τους βρώμικους καρπούς, και δεύτερον να τριγυρνώ μόνιμα ολόγυμνος. Γιατί έτσι και το ρούχο που έχω φτιάξει μού το πάρει ένας άλλος, που παρα­είναι τεμπέλης για αυτή τη δουλειά, βάσει του δικού του δικαιώ­ματος χρήσης, τότε τι γίνεται με το δικό μου το δικαίωμα;

  7. Εάν χτίσω ένα σπίτι σε ένα κρύο τόπο, αλλά δεν μπορώ να είμαι ο νόμιμος κύριός του, με βάση το δικαίωμα συλλογής και επεξερ­γασίας, τότε μπορεί ο πρώτος τυχών να με διώξει από το σπίτι αυτό και να το καρπωθεί αντί για μένα, αφού έχει το σχετικό δικαίωμα.

  8. Τα προηγούμενα δείχνουν σαφώς ότι το φυσικό δικαίωμα νομής (απόκτηση, κέρδος) πρέπει, αναγκαστικά, να είναι συνδεδεμένο με ένα συγκεκριμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας που να παρέ­χεται στον εργατικό άνθρωπο. Γιατί, χωρίς αυτό το δικαίωμα, εί­ναι αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία.

  9. Αφού μου έχει παραχωρηθεί δε, καθ’ όλα έγκυρο, το δικαί­ωμα της συλλογής και της περαιτέρω χρησιμοποίησης, τότε εί­ναι επίσης αναγκαίο να μου παραχωρηθεί το δικαίωμα να κατέ­χω προσωπικά την έκταση γης, όπου έχω σπείρει ή το δέντρο που φύτεψα και μπόλιασα.

  10. Θέτω ακόμη αυτή την ερώτηση: ποιος θα είναι που θα μου παραχωρήσει το X αγαθό στην αρχή μιας εποίκησης; Η απονομή είναι εύκολη. Οι έποικοι εκλέγουν για αρχηγό έναν που είναι γνωστός για τη σοφία του και για το ότι δεν έχει ίχνος πλεονε­ξίας. Του αναθέτουν την αρμοδιότητα για την κατανομή της γης και για όλες τις συναφείς πράξεις. Ταυτόχρονα δεσμεύονται όλοι δια όρκου να υπακούσουν στις αποφάσεις του και να εγγυηθούν την εφαρμογή τους. Με βάση αυτή την εγγύηση οι φίλοι της τά­ξης μπορούν να επαναφέρουν τον κάθε πιθανό παραβάτη στα όρια που έχει θέσει ο αρχηγός με τις διαταγές του. Είναι άνευ ση­μασίας ποια μέσα θα χρησιμοποιηθούν και με ποιον τρόπο για το σκοπό αυτό, καθότι αυτά καθορίζονται και τίθενται σε εφαρμογή ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης της τάξης.

  11. Ποιος δεν διακρίνει εδώ, με το πρώτο, την πρώτη ίδρυση ενός μοναρχικού κράτους και την υποταγή των υπηκόων σε ένα μονάρχη; Ο καθένας βλέπει όμως παράλληλα, ότι από τη στιγμή που το δικαίωμα συλλογής, νομής και παρασκευής είναι συστη­ματικά συνδεδεμένο με ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας, τίποτα δεν μπορεί να περιορίσει το πρώτο δικαίωμα. Αντίθετα μάλιστα, κα­νονικά θα πρέπει ο ηγέτης να έχει κάθε ενδιαφέρον να ενθαρρύνει τους υφιστάμενούς του να επιδεικνύουν όσο το δυνατόν μεγαλύ­τερο ζήλο συλλέγοντας και αξιοποιώντας τα προϊόντα από την έγ­γεια ιδιοκτησία στην οποία τους έχει παραχωρηθεί η κυριότητα. Κι όσο περισσότερο προκόβει το κτήμα του καθενός χάρη στους κόπους του, τόσο πιο ευχάριστη γίνεται η κατάστασή του, αφού αξιοποιεί περισσότερο το δικαίωμά του να το καρπώνεται.

  12. Πέραν τούτου, από τη στιγμή που θα καθιερωθεί το δικαίω­μα της ιδιοκτησίας, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα συλλογής, νομής και χρήσης των αγαθών, μετά από αυτό έπεται αναγκαστι­κά το δικαίωμα προστασίας των κεκτημένων. Διότι, όντως, χωρίς μία τέτοια εγγύηση κανένας δεν μπορεί να είναι νόμιμος κύριος του κτήματος που του παρέδωσε ο αρχηγός.

  13. Το δικαίωμα προστασίας προϋποθέτει ωστόσο μία ακριβή καταμέτρηση της έγγειας ιδιοκτησίας. Μόνο όταν έχουν οριστεί τα ακριβή όρια του κτήματος, μπορεί ο κάθε ιδιοκτήτης να κά­νει χρήση του δικαιώματος του σε προστασία ή του δικαιώματος να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του.

  14. Εξυπακούεται ότι χωρίς εξουσιοδοτημένους φύλακες όμως το δικαίωμα αυτό είναι ανεφάρμοστο. Επομένως πρέπει να δημιουργηθεί ένα σώμα φυλάκων, που να έχουν το καθήκον να προασπίζουν τα σύνορα του κάθε ιδιοκτήτη. Το σώμα αυτό θα διαθέτει εκτελεστική εξουσία και θα μπορεί να τιμωρεί τους πα­ραβάτες. Και, φυσικά, ο μόνος που μπορεί να ηγείται αυτού του σώματος είναι ο ίδιος ο αρχηγός της αποικίας αυτοπροσώπως.

  15. Συνεπώς εδώ έχουμε αναγκαστικά τη δημιουργία της στρα­τιωτικής τάξης και συγχρόνως παρατηρούμε ότι η εξουσία του αρχηγού καθίσταται απεριόριστη, καθόσον μπορεί πλέον να εκ­δίδει διαταγές και να επικυρώνει την ισχύ τους με τη βοήθεια του σώματος των φυλάκων.

  16. Στο σημείο αυτό της ανάλυσής μας ποιος μπορεί πλέον να ισχυρισθεί ότι οι σημερινοί θεσμοί ενός κράτους δεν βασίζονται πάνω σε αυτό το θείο δικαίωμα; Ασφαλώς ακόμη και το πιο κρι­τικό πνεύμα θα το παραδεχθεί αυτό το μοναδικό σημείο που παραμένει ακατανόητο είναι πώς προκύπτει το ανώτατο δικαίω­μα του μονάρχη επί της ιδιοκτησίας όλων των υπηκόων. Αλλά, αφού αποδείξαμε έως εδώ τα προηγούμενα, πράγμα που ήταν πολύ πιο δύσκολο, η διευκρίνηση του τελευταίου σημείου δεν θα παρουσιάζει πια την παραμικρή δυσκολία. Ας δούμε πώς:

  17. Επομένως, λοιπόν, η ατομική ιδιοκτησία έχει πλέον νομι­μοποιηθεί, χάρη στη σοφία του αρχηγού επί πλέον έχει υπό τις διαταγές του ένα ειδικό σώμα έτοιμο, ανά πάσα στιγμή, να επέμβει για να προασπίσει τα κεκτημένα των αποίκων. Δεν έχει τότε αυτός δύο φορές το δικαίωμα να δηλώσει στους υφισταμένους του αποίκους, που έχουν ευνοηθεί από τη σωφροσύνη του: Βρί­σκομαι στο μέσον όλων εσάς κι έχω φροντίσει, με τη σοφία μου, για τον καθένα σας άλλωστε, με επιλέξατε για αρχηγό σας, για­τί παραδέχεστε ότι είμαι ο λιγότερο πλεονέκτης ανάμεσά σας.

  18. Σας διένειμα τη χώρα δίκαια και τώρα προστατεύω τις πε­ριουσίες σας με τη σοφία μου και με τους συνετά διοικούμενους φύλακες. Αλλά, κατά τη διανομή, δεν υπολόγισα καθόλου τον εαυτό μου, ένεκα της ολιγάρκειάς μου. Αντιλαμβάνεστε όμως, εάν θέλετε να συνεχίσω να σας διοικώ σοφά στο μέλλον, ότι δεν μπορώ να ζήσω με σκέτο αέρα. Τι χρειάζομαι, λοιπόν, για να ζήσω; Καιρό για να συλλέξω καρπούς δεν έχω, επειδή πρέπει συ­νεχώς να σκέφτομαι με ποιο τρόπο μπορεί να είναι διαρκώς δια­σφαλισμένη η ιδιοκτησία σας.

  19. Συνεπώς, αντιλαμβάνεσθε ότι ένας φιλότιμος εργάτης έχει κι αυτός το δικαίωμα να αμειφθεί. Σας επιβάλλω λοιπόν να κά­νετε μια συμφωνία μεταξύ σας και να ορίσετε να μου δίνετε για τη διαβίωσή μου ένα μέρος από τη συγκομιδή σας που σας την έχω διασφαλίσει εγώ. Έχω κάθε δικαίωμα, μάλιστα, να το απαι­τήσω, καθότι η προστασία της ιδιοκτησίας σας εξαρτάται απο­κλειστικά από μένα. Παράλληλα όμως με τη δική μου συντήρη­ση, πρέπει να φροντίσετε επίσης για τη συντήρηση του σώματος των φυλάκων που προστατεύουν τα κτήματά σας, καθώς ούτε εκείνοι έχουν το χρόνο να εργαστούν, αφού πρέπει να επιβλέ­πουν την τήρηση της τάξης στα σύνορά σας.

  20. Άλλωστε πρέπει η ίδια σας η ευημερία και η ασφάλεια να σας δείχνουν πασιφανώς ότι, σε σύγκριση με σας, εγώ και οι φύ­λακες είμαστε άποροι. Για τούτο το λόγο πρέπει ο καθένας σας να μου αποδώσει ένα φόρο, προκειμένου να διασφαλίσει, σε τε­λευταία ανάλυση, τα δικά του τα συμφέροντα.

  21. Όλοι οι άποικοι βρίσκουν την απαίτηση αυτή δίκαιη και έγκυρη και δίνουν τη συνεισφορά τους. Με αυτό τον τρόπο, ο ηγέτης έχει επικυρώσει το πρώτο φυσικό δικαίωμά του, ως συ­νιδιοκτήτης με τους άλλους αποίκους, αν και δεν έχει ακόμη θέ­σει την αξίωση να γίνει υπεριδιοκτήτης.

  22. Ωστόσο η διαφορά μεταξύ συνιδιοκτησίας και του απο­κλειστικού δικαιώματος επί της ιδιοκτησίας του συνόλου της αποικίας είναι πραγματικά ελάχιστη. Αρκεί να πει ο αρχηγός στους υπόλοιπους αποίκους: Αγαπητοί μου, δεν αγνοείτε, βέ­βαια, ότι απέναντι μας έχει εγκατασταθεί μία άλλη ομάδα αποίκων κι έχουν ιδρύσει μια αποικία όπως εμείς. Για να προστατευθούμε όμως απέναντι τους, πρέπει να μου παραχωρήσετε απε­ριόριστα δικαιώματα, άνευ όρων έτσι, σε περίπτωση ανάγκης, εγώ, ως αρχηγός σας, θα εμφανισθώ ότι έχω τη δικαιοδοσία επί του συνόλου των περιουσιών σας και έτσι θα μπορώ να καθορί­σω τα εξωτερικά σύνορά μας σύμφωνα με τη σοφή μου κρίση. Πρέπει να έχω το δικαίωμα να μιλώ επ’ ονόματί σας, για το δικό σας το καλό, με ένα ξένο έθνος, ώστε να μπορώ να διαπραγμα­τευτώ καταλλήλως μαζί τους τα συμφέροντά μας, σε περίπτωση που είναι ισχυρότεροι από μας.

  23. Εκτός αυτού, επειδή χρειάζεστε να σας κυβερνώ, θα αντι­λαμβάνεστε κι εσείς ότι είναι προφανώς αναγκαίο να κτιστεί ένα ασφαλές κτίριο, όπου να μπορώ να κατοικήσω και να προστατευθώ, φυσικά προ πάντων για το δικό σας το καλό. Αλλά, για την ασφάλειά μου, την οποία φροντίζω μόνο για το δικό σας το καλό, δεν αρκεί να κτίσετε ένα οίκημα μονάχα για μένα· χρειά­ζεται επίσης να εγερθούν αρκετά κτίρια και για τους φύλακες, που διοικούνται αποκλειστικά από μένα. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι πρέπει να μου κτίσετε ένα ασφαλές οίκημα στο κέντρο των δικών σας, όπου θα είμαι προστατευμένος, τόσο από ξένες επιθέσεις, όσο κι από πιθανές δικές σας.

  24. Βλέπουμε εδώ καταφανώς το πώς ο μονάρχης αυτοανακηρύσσεται, εκ των πραγμάτων, ως ανώτατος ιδιοκτήτης της χώ­ρας. Αλλά αυτό δεν αρκεί, γι’ αυτό θα ακούσουμε κι άλλες αι­τιολογίες από τα χείλη του ίδιου του ιδρυτή της μοναρχίας, που λέει στη συνέχεια:

  25. Αγαπητοί μου, σας εξήγησα κατ’ αρχάς για ποιο ακαταμά­χητο λόγο χρειάζεται να εγερθεί για μένα μια ασφαλής κατοικία στο κέντρο των δικών σας. Ακούστε με όμως παρακάτω: Η χώ­ρα μας είναι εκτεταμένη και είναι αδύνατο να βρίσκομαι παντού αυτοπροσώπως. Ως εκ τούτου, θα σας υποβάλω σε μια εξέταση για να διαλέξω τους πιο σοφούς από σας, προκειμένου να γίνουν οι αξιωματούχοι μου και οι εκπρόσωποί μου σε όλη τη χώρα. Τους εκπροσώπους αυτούς θα τους υπακούτε, όπως εμένα, για το δικό σας το καλό.

  26. Σε περίπτωση δε που ένας από τους αξιωματούχους που θα επιλέξω αδικήσει φαινομενικά κάποιον από τους υπηκόους μου, τότε θα έχει ο οποιοσδήποτε το δικαίωμα να μου παρουσιάσει το παράπονό του· και μπορεί να είναι βέβαιος ότι αφού μελετήσω την υπόθεση, θα απονείμω δικαιοσύνη. Αλλά, για να προλάβου­με τις τυχόν φιλονικίες, θα πρέπει, ακριβώς για το δικό σας το καλό, να με βεβαιώσετε εντίμως και ενσυνειδήτως πως θα υπο­ταχθείτε πρόθυμα στην τελική μου απόφαση, χωρίς να φέρετε την παραμικρή αντίρρηση. Στην αντίθετη περίπτωση πρέπει, επίσης για το καλό σας, να μου αναγνωρίσετε όλοι το αδιαμφι­σβήτητο δικαίωμα να εξαναγκάζω δια της βίας να συμμορφώνε­τε με τη θέλησή μου τον κάθε αντιρρησία που δεν θα δέχεται την τελική μου απόφαση. Μόνο όταν μπουν όλα αυτά τα πράγματα σε τάξη θα γίνετε ένας πραγματικά ευτυχισμένος λαός.

  27. Βλέπουμε εδώ ένα δεύτερο βήμα που ακολουθεί φυσιολο­γικά όσα προηγήθηκαν. Το πρώτο ήταν η αρχή του ενός ανδρός και το δεύτερο είναι ότι ο ισχυρός ανήρ γίνεται ο υπεριδιοκτήτης όλης της χώρας. Είδαμε, λοιπόν, την αναμφισβήτητη αιτία για την εξέλιξη αυ­τή, η οποία αιτία οφείλεται εξ ολοκλήρου στην ίδια τη φύση του πράγματος. Την αιτία αυτή μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως μία φυσική αιτία που προκύπτει, αναγκαστικά, από την ίδια την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Προφανώς θα πει κάποιος: Όλα αυτά είναι εξίσου σωστά, φυσικά και αναμφισβήτητα, όσο αναμφισβήτητο είναι ότι ο άνθρωπος χρειάζεται τα μάτια για να βλέπει και τα αυτιά για να ακούει. Μπορούμε εύκολα να φαντα­στούμε αυτούς τους ανθρώπους, που είναι αρκετά πρωτόγονοι ακόμη, να εργάζονται σκληρά και να υπακούν αδιαμαρτύρητα τον αρχηγό τους.

  28. Αλλά αυτή ακριβώς η υπακοή τους κάνει με τον καιρό να τον φοβούνται όλο και πιο πολύ. Και από το φόβο τους αρχίζουν να αναρωτιούνται μεταξύ τους: Πώς γίνεται, από όλους εμάς, να είναι αυτός ο άνθρωπος μόνο τόσο εξαιρετικά ευφυής και όλοι οι υπόλοιποι, σε σύγκριση μαζί του, να φαινόμαστε σαν χαζοί; Το ερώτημα αυτό, όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται στην αρχή, έχει εξαιρετική σπουδαιότητα· η απάντησή του αποκαλύπτει γιατί υπάρχει το απαραβίαστο της απολυταρχίας και η υπερεξουσία του μονάρχη πάνω σε όλα τα εδάφη μιας χώρας. Μπορεί να σπεύσει κάποιος να πει ότι αυτό ακούγεται υπερβολικό, όμως λί­γη υπομονή και θα δούμε το θέμα κάτω από ένα άλλο φως.

Η εσωτερική έννοια της ενάτης εντολής

  1. Ως αυτό το σημείο παρακολουθήσαμε τις συνθήκες που οδή­γησαν στη δημιουργία μιας ανθρώπινης κυβέρνησης στο φυσικό της υπόβαθρο. Αυτό όμως που έλειπε ως τώρα ήταν μια ανώτερη θεϊκή επικύρωση. Μονάχα με μια τέτοια επικύρωση ο άνθρωπος στη γη και ιδίως όταν βρίσκεται σε μια απλή πρωτόγονη κατά­σταση- οδηγείται να τηρήσει απαράβατα όλα εκείνα που του επι­βάλλει ο ηγέτης του ως καθήκον.

  2. Όσο πιο σοφά καθοδηγεί τον πρωτόγονο λαό του στην αρχή ένας τέτοιος μονάρχης και όσο περισσότερο πείθεται ο λαός από τις επιτυχίες του ότι ο ηγέτης του είναι πράγματι σοφός, τόσο πιο πολύ θα αναρωτιούνται: από πού βρήκε αυτός τη σοφία του και εμείς τη βλακεία μας; Ο λαός γνωρίζει πολύ λίγα ή και τίποτα για τον Θεό, ενώ ο ηγέτης έχει, λίγο ως πολύ, αρκετά καθαρές ιδέες γι’ αυτόν.

  3. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο λαός έχει μπει από φυσική άποψη σε μια τάξη, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τι χρειά­ζεται να κάνει τότε ο ηγέτης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν βομβαρδί­ζεται με τέτοιες ερωτήσεις από πολλές πλευρές; Καλεί σε σύνα­ξη όσους από το λαό έχουν πιο οξεία αντίληψη και τους διδάσκει για το ύψιστο Ον, που έχει δημιουργήσει και κυβερνά τα πάντα. Για να απαντήσει δε στην ερώτηση που τους απασχολεί πολύ­πλευρα, τους λέει ότι τη σοφία, με την οποία τους κυβερνά, την έχει λάβει για το καλό τους, από αυτό το ύψιστο Ον. Αφού μά­λιστα είναι ένας εύπιστος λαός, τους επιδεικνύει με τη μεγαλύ­τερη ευκολία την αδιάψευστη ύπαρξη μιας υπέρτατης θεότητας που δημιουργεί, διατηρεί και κυβερνά τα πάντα. Και τους φανε­ρώνει επίσης ότι η θεότητα αυτή προικίζει με βαθιά σοφία μόνο εκείνο τον άνθρωπο που έχει προορίσει για να καθοδηγεί τους λαούς, ώστε αυτοί να είναι ευτυχισμένοι.

  4. Είναι το γνωστό «ελέω Θεού» ή «Favente Jove» για τους Ρωμαίους. Εφόσον έχει γίνει και αυτό το βήμα, τότε ο μοναδι­κός άρχων και υπεριδιοκτήτης έχει ολοκληρώσει την άνοδό του και είναι πια τελείως ασφαλής στην εξουσία του, αφού στηρίζε­ται στην ισχυρή φυσική αναγκαιότητα και στην ακόμη περισσό­τερο ισχυρή πνευματική αναγκαιότητα.

  5. Ο καθένας που τα έχει σκεφτεί τα πράγματα αυτά σε βάθος, αναγκαστικά θα πει ότι όντως έως εδώ κανένα αντεπιχείρημα δεν μπορεί να προβάλει κανείς. Γιατί όλα αυτά είναι τόσο άμε­σα συνδεδεμένα με τα πρώτα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου, που δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί ούτε το παραμικρό από αυτά, ώστε να μην καταστραφεί ως τα πιο ενδότερα θεμέλιά της μια ευτυχισμένη ανθρώπινη κοινωνία. Διότι εάν αφαιρέσει κανείς αυθαίρετα κάτι από αυτά, θα φανεί τότε αμέσως η έλλειψη στις φυσικές αρχές του κάθε ανθρώπου.

  6. Εάν είναι έτσι το πράγμα, συνεπάγεται σαφώς ότι ο Κύριος του ουρανού και της γης με την ένατη εντολή θεσμοθέτησε ένα νόμι­μο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας, προκειμένου να εξασφαλισθούν οι πρώτες αρχές του φυσικού δικαίου. Επομένως, η εντολή αυτή δεν έχει κανένα κρυμμένο νόημα, πέρα από το κυριολεκτικό.

  7. Γιατί εάν ήθελε ή εάν ήταν δυνατόν να δώσει κανείς μία άλ­λη ερμηνεία στην εντολή αυτή, θα αρνείτο τον κύριο λόγο ύπαρ­ξης των πρώτων φυσικών δεσμών που συνιστούν μία κοινωνία πολιτών, ένα λόγο που είναι επικυρωμένος από ένα Ύψιστο Ον. Όταν δεν ισχύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αναγκαστικά δεν ισχύουν επίσης τα παλαιότερα φυσικά δικαιώματα του κάθε αν­θρώπου, οπότε κανένας δεν μπορεί πια να συλλέξει ή να παρα­σκευάσει κάτι. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, το στομάχι και το δέρμα του ανθρώπου καταστρέφονται και η επιβίωσή του γίνε­ται πιο δύσκολη κι από αυτή ενός ζώου. Εάν αρνηθεί κανείς την κυριολεκτική έννοια αυτής της εντολής, αρνείται εκ των προτέρων μία ηγεσία που να καθοδηγεί μια κοινωνία ανθρώπων και έτσι η ανθρωπότητα μένει στην αρχική πρωτόγονη φυσική κα­τάσταση χάους, κάτω κι από το επίπεδο των ζώων.

  8. Αυτό είναι σωστό, φίλοι κι αδερφοί μου. Μέχρι τώρα είδαμε ότι η παρουσίαση του εσωτερικού πνευματικού νοήματος δεν πα­ραβλάπτει το εξωτερικό φυσικό νόημα ως προς τις δίκαιες συνέπειές του. Είδαμε επίσης ότι είναι δύσκολο να τηρηθεί μια εντο­λή, όταν υπάρχει άγνοια σχετικά με το κρυμμένο της νόημα, με αποτέλεσμα στις μέρες μας, αλλά και από παλαιότερα, οι άνθρω­ποι να τηρούν μόλις το ένα τρίτο των εντολών ή και καθόλου.

  9. Αντίθετα, εάν γίνει κατανοητή η πνευματική έννοια μιας εντολής, τότε η τήρησή της ακολουθεί φυσιολογικά από μόνη της, ακριβώς όπως όταν βάζει κάποιος στο χώμα ένα καλό σπό­ρο. Το καρποφόρο φυτό θα αναπτυχθεί από μόνο του, χωρίς να χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος άλλες -έτσι και αλλιώς άσκο­πες- ενέργειες.

  10. Το ίδιο ισχύει και με αυτή την εντολή. Εάν την καταλάβει εσωτερικά κανείς και την τηρήσει, τότε καθετί το εξωτερικό, όπως η κυριολεκτική σημασία της, αυτοκαταργείται σαν συνέπεια της θείας τάξης. Αλλά αν, αντίθετα, κανείς προσκολλάται στην εξω­τερική έννοια, τότε αρνείται έτσι όλα τα πρωταρχικά φυσικά δι­καιώματα του ανθρώπου. Οι ηγέτες γίνονται τύραννοι, ενώ οι υπήκοοι γίνονται φιλάργυροι και κερδοσκόποι. Οι φιλειρηνικοί άνθρωποι θυσιάζονται για τα σχέδια των στρατοκρατών και οι καλόβολοι υπήκοοι, σαν αγαθοί γάιδαροι, εξυπηρετούν τους ισχυρούς και τους πλουτοκράτες στα πανούργα παιχνίδια τους.

  11. Τα αποτελέσματα είναι λαϊκές εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πραξικοπήματα, καταστροφές, εχθρότητες ανάμεσα στους λα­ούς, με επακόλουθο μακροχρόνιους αιματηρούς πολέμους, λι­μούς, λοιμούς και θανάτους.

  12. Αλλά τι λέει η εσωτερική έννοια που, εάν τηρηθεί από τους αν­θρώπους, θα οδηγήσει αναπόφευκτα όλους τους λαούς σε μια ακα­τάλυτη ευτυχία, τόσο επί γης όσο και αιώνια; Με λίγα λόγια λέει:

  13. «Να σέβεστε ο ένας τον άλλον από αληθινή, αμοιβαία αδελ­φική αγάπη. κανένας να μη φθονεί τον άλλο επειδή τον έχω ευ­λογήσει περισσότερο Εγώ, ο Δημιουργός σας, λόγω της μεγαλύτε­ρης αγάπης του. Όμως και αυτός που έχει λάβει περισσότερες ευ­λογίες, θα πρέπει να ωφελεί, όσο το δυνατό περισσότερο, όλα τα αδέλφια του με τα πλεονεκτήματα που έχει από αυτές.

Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργήσετε ανάμεσά σας ένα αιώνιο δεσμό ζωής που καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορεί ποτέ να τον καταστρέψει».

  1. Ποιος δεν βλέπει, με την πρώτη ματιά, από αυτή την πα­ρουσίαση της εντολής ότι με την τήρησή της δεν αλλάζει ούτε ένα ιώτα από την κυριολεκτική έννοιά της. Και επί πλέον αντι­λαμβανόμαστε πόσο εύκολα τηρεί κανείς την εντολή αυτή ως προς τη φυσική της έννοια εάν την τηρεί κατ’ αρχάς ως προς την πνευματική της. Γιατί όποιος σέβεται τον αδελφό του μέσα από την καρδιά του, θα σέβεται επίσης και τους καρπούς του και τους κόπους του. Η πνευματική τήρηση αυτής της εντολής αποτρέπει κάθε κερδοσκοπία και κάθε υπερβολική αποκτητική μανία. Αντί­θετα μόνη της η κατά γράμμα έννοια τις επικυρώνει και συνη­γορεί για αυτές. Μία σύντομη ακόμη παρατήρηση θα ρίξει το πιο άπλετο φως και θα μας βεβαιώσει για του λόγου το αληθές.

Η ευλογία του συνετού αυτοπεριορισμού

  1. Σε όλα όσα προηγήθηκαν, όπως και στην ίδια την εντολή, πουθενά δεν αναφέρεται ότι είναι λάθος ή αμάρτημα το να κρατά κάποιος για τις βιοτικές του ανάγκες ό,τι συνέλεξε και παρήγαγε με τα χέρια του. Αντίθετα λέγεται πως κανένας δεν έχει το δικαί­ωμα να του αμφισβητήσει την κυριότητα αυτών των αγαθών με οιονδήποτε τρόπο. Απεναντίας ο καθένας βρίσκει σε αυτήν την πλήρη εξασφάλιση της νόμιμα αποκτημένης ιδιοκτησίας του.

  2. Εντούτοις στα προλεχθέντα, όπως και στην ίδια την εντολή, δίνεται η συμβουλή στον καθένα να ακολουθεί ένα συνετό αυτοπεριορισμό στο δικαίωμα συλλογής αγαθών. Οι αρχικοί τίτλοι ιδιοκτησίας που έχει ο κάθε άνθρωπος εκ γενετής αποδεικνύουν σαφέστατα το ότι η έκφραση της ιδέας αυτής και στην εξωτερι­κή ακόμη έννοια της εντολής απορρέει από τη θεϊκή τάξη.

Το πώς, θα το δούμε αμέσως στη συνέχεια.

  1. Ποια είναι η σωστή ποσότητα τροφής που χρειάζεται το αν­θρώπινο στομάχι, που είναι ο πρώτος ειδήμων για το θέμα αυτό;

Ο καθένας που είναι μετρημένος στο φαγητό του μπορεί να το προσδιορίσει αυτό με μεγάλη ακρίβεια. Ας πάρουμε ως βάση ότι ένας που τρώει μέτρια χρειάζεται καθημερινά ενάμισυ κιλό τροφή· πολλαπλασιάζοντάς το επί 365 μέρες κάνουμε εύκολα τον υπολογισμό. Αυτή η ποσότητα, επομένως, καλύπτει τη φυ­σιολογική ανάγκη του ανθρώπου και είναι σωστό να την προμη­θεύεται κάθε χρόνο. Εάν δε προσπορίζεται την ίδια ποσότητα για κάθε επιπλέον άτομο, εφόσον έχει γυναίκα και παιδιά, ενεργεί απολύτως σύμφωνα με το φυσικό του δικαίωμα. Η διπλάσια πο­σότητα πρέπει να επιτρέπεται σε έναν που τρώει πολύ επειδή έχει να κάνει βαριές δουλειές.

  1. Εάν τηρηθεί από όλους αυτή η αρχή, δεν θα υπάρξει ποτέ πια πείνα στη γη. Γιατί ο Κύριος έχει τοποθετήσει τα εύφορα εδάφη ιης έτσι που με την κατάλληλη καλλιέργεια και τη σωστή διανομή της γης μπορούν να ζήσουν ικανοποιητικότατα 12.000.000.000 άν­θρωποι. Τον καιρό αυτό ζουν στη γη μόλις λίγο περισσότεροι από 1.000.000.000 και από αυτούς τα 700.000.000 βρίσκονται μέσα στην ανέχεια.

  2. Πού αφείλεται αυτό; Ακριβώς επειδή δεν εφαρμόζονται ζω­ντανά στην πράξη οι όροι αυτού του θεϊκού νόμου που είναι βα­σισμένος στη φύση του κάθε ανθρώπου.

  3. Πάμε παρακάτω όμως. Το ίδιο εύκολα μπορούν να υπολογι­στούν οι διαστάσεις του κάθε ανθρώπου και τι χρειάζεται για να ντύσει το δέρμα του. Ας πάρουμε ως βάση ότι ο καθένας δικαι­ούται να έχει τέσσερις αλλαξιές ρούχα για κάθε εποχή. Αυτό εί­ναι το σωστό μέτρο για το πόσο ύφασμα χρειάζεται. Θα προ­σθέσω δε άλλο τόσο για τα επανωφόρια και την τετραπλάσια ποσότητα για τα εσώρουχα για να μπορούν να αλλάζονται για λόγους υγιεινής.

  4. Εάν υιοθετηθεί αυτό το μέτρο, δεν θα υπάρχει ούτε ένας γυ­μνός άνθρωπος σε όλο τον πλανήτη. Εντούτοις, όταν κτίζονται τεράστια εργοστάσια ειδών ιματισμού σε όλη τη γη που αγορά­ζουν εκβιαστικά τις πρώτες ύλες σε εξευτελιστικά χαμηλές τι­μές, στη συνέχεια παράγουν άπειρες ποσότητες ρούχων που δεν είναι χρήσιμα αλλά στο μεγαλύτερο βαθμό είδη πολυτελείας, για να τα πουλήσουν στη φτωχή ανθρωπότητα σε υπέρογκες τιμές, όμως κι από την άλλη υπάρχουν πολλοί εύποροι, ιδίως θηλυκού γένους, που σε δέκα χρόνια έχουν προμηθευτεί πάνω από εκα­τονταπλάσια ρούχα, τότε αυτή η φυσική ισότητα ανατρέπεται βίαια. Πάμε παρακάτω.

  5. Πόσο μεγάλο χρειάζεται να είναι ένα σπίτι για να φιλοξενεί άνετα μία οικογένεια και πιθανόν επίσης το απαραίτητο προσω­πικό; Πηγαίνετε στην επαρχία και θα βεβαιωθείτε ότι σίγουρα δεν χρειάζονται παλάτια με εκατό δωμάτια για να κατοικεί κά­ποιος ευπρεπώς κι άνετα.

  6. Ό,τι είναι πέρα από το σωστό μέτρο είναι αντίθετο στην τά­ξη του Θεού κι συνεπώς αντίκειται στην εντολή Του.

  7. Άραγε πόσο μεγάλο πρέπει να είναι ένα χωράφι; Ας πά­ρουμε ένα έδαφος με μέτρια απόδοση. Με μία λογική καλλιέρ­γεια μία έκταση 3,5 στρεμμάτων μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες για ένα χρόνο ενός ανθρώπου, ακόμη και στις δύσκολες χρονιές. Εάν το χώμα είναι καλό, αρκούν τα μισά, εάν είναι κα­κό, ας βάλουμε τα διπλάσια ανά άτομο. Κάθε οικογένεια δικαι­ούται από το φυσικό δίκαιο να πάρει στην κατοχή της τάση έκταση κατά κεφαλή. Αλλά για να είμαστε γενναιόδωροι θα δώ­σουμε για κάθε άτομο το διπλάσιο, που είναι επίσης σύμφωνο με το φυσικό δίκαιο και με τη θεία βούληση. Εάν θα μοιράζονταν έτσι τα εδάφη, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν πλήρως ένα δι­κό τους μερίδιο γης περισσότερες από επτά τρις οικογένειες.

  8. Αλλά, όπως είναι τώρα τα πράγματα, η γη ανήκει σε λίγους γαι­οκτήμονες. Οι υπόλοιποι καλλιεργητές είτε μοιράζονται με άλλους μία έκταση είτε τη μισθώνουν, ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχουν ούτε μία πέτρα για να ακουμπήσουν το κεφάλι τους.

  9. Άρα, όποιος κατέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραπά­νω από αυτό το μέτρο που αναφέραμε, το κατέχει ενάντια στο θεϊκό νόμο κι ενάντια στο φυσικό νόμο και συνεπώς παραβαίνει συστηματικά την εντολή. Ο μόνος τρόπος για να εξαλείψει αυτή την αμαρτία είναι να δείχνει τη μεγαλύτερη δυνατή γενναιοδω­ρία. Θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του μόνο σαν ένα διαχειριστή που καλλιεργεί τη γη για να βοηθά ένα μεγάλο αριθμό ακτημόνων.

Στο δεύτερο σημείο αυτής της παρατήρησης θα δούμε πώς αυ­τό είναι θεμελιωμένο στην εντολή που εξετάζουμε.

Ποιος αμαρτάνει κατά της πρωταρχικής
θείας τάξης της ένατης εντολής;

  1. Η εντολή αυτή εκφράζει κατά δεύτερο λόγο ανοιχτά και με σαφήνεια την υποχρέωση να είναι περιορισμένο σοφά το δικαί­ωμα συλλογής και παραγωγής των αγαθών. Εάν λάβουμε υπόψη μας τη σχετικότητα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, όπως πα­ρουσιάστηκε στην προηγούμενη ανάλυση του πρώτου σημείου, αντιλαμβανόμαστε ότι η ένατη εντολή αναφέρεται ακριβώς στο σημείο αυτό, αφού απαγορεύει ρητά να επιθυμεί κάποιος ό,τι ανήκει στον πλησίον του.

  2. Τι ανήκει λοιπόν στον πλησίον; Στον πλησίον ανήκει ακριβώς τόσο όσο δικαιούται σύμφωνα με το φυσικό του δικαίωμα που κα­θορίζεται από τις ανάγκες του κι αυτό τού το δίνει η γη που έπλα­σε ο Κύριος για να συντηρηθούν όλοι οι άνθρωποι. Κατά συνέ­πεια όποιος καταναλώνει κι εκμεταλλεύεται πάνω από αυτό το μέ­τρο διαπράττει αμαρτία πρώτου βαθμού κατά την εντολή αυτή, αφού απαγορεύεται ακόμη και η επιθυμία για τα ξένα αγαθά.

  3. Αμαρτία δευτέρου βαθμού απέναντι σε αυτή την εντολή δια- πράττει όποιος παραείναι φυγόπονος για να ασκήσει ο ίδιος το φυσικό του δικαίωμα, ενώ αντ’ αυτού τον τρώει μονίμως ο πό­θος να ιδιοποιηθεί ό,τι έχει αποκτήσει κάποιος άλλος βάσει του δικού του φυσικού δικαιώματος.

  4. Βλέπουμε από τα προηγούμενα ότι κανείς μπορεί να σφάλ­λει διπλά ως προς αυτή την εντολή· κατά πρώτον όταν είναι υπερβολικά άπληστος, και κατά δεύτερον, με την αντίθετη ακρι­βώς στάση, όταν δηλαδή δεν ενδιαφέρεται καθόλου να λάβει και να αξιοποιήσει τα φυσικά αγαθά. Στην πρώτη περίπτωση η εντο­λή περιορίζει την απληστία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση περιο­ρίζει την οκνηρία σκοπεύοντας σε μία σωστή τομή. Γιατί αυτό που εκφράζει αποκλειστικά και μόνο είναι σεβασμός σε συν­δυασμό με αγάπη απέναντι στις φυσικές ανάγκες του συναν­θρώπου.

  5. Ωστόσο κάποιος θα αντικρούσει εδώ ότι: Στην εποχή μας υπάρχουν πάρα πολλοί πάμπλουτοι ή εύποροι άνθρωποι οι οποί­οι παρ’ όλα αυτά δεν κατέχουν ούτε μία σπιθαμή γης. Έχουν αποκτήσει μεγάλη χρηματική περιουσία είτε γιατί ήταν τυχεροί στις επιχειρήσεις είτε γιατί την έχουν κληρονομήσει και τώρα ζουν από τους νόμιμους τόκους. Τι γίνεται με αυτούς λοιπόν; Εί­ναι νόμιμη η περιουσία τους σύμφωνα με το θεϊκό δίκαιο ή όχι; Γιατί με τα χρήματά τους δεν περιορίζουν την ιδιοκτησία κανενός, αφού δεν έχουν πρόθεση να αγοράσουν κάτι, απλά τα δα­νείζουν σε φερέγγυους δανειολήπτες με το νόμιμο τόκο· ή επί­σης κάνουν άλλες νόμιμες επιχειρήσεις αυξάνοντας έτσι χρόνο με το χρόνο το αρχικό τους κεφάλαιο, αν και σύμφωνα με το δί­καιο της φυσικής ανάγκης δεν χρειάζονται για την προσωπική τους συντήρηση ούτε το ένα εκατοστό του ετήσιου εισοδήματος τους. Κατά τα άλλα συχνά πρόκειται για έντιμους ανθρώπους που καμιά φορά μάλιστα κάνουν κι αγαθοεργίες. Παραβαίνουν κι αυτοί την ένατη εντολή μας;

  6. Να σας πω: Δεν κάνει καμία διαφορά εάν έχει κανείς χρη­ματική ή κτηματική περιουσία, εφόσον είναι μεγαλύτερη από τις ανάγκες του. Σε τελευταία ανάλυση καταλήγουν στον ίδιο πα­ρονομαστή. Διότι εάν διαθέτω τόσα χρήματα που να μπορώ να αποκτήσω σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μία μεγάλη έκταση γης, είναι το ίδιο σαν να έχω αγοράσει με τα λεφτά μου αυτή την έκταση στην πραγματικότητα. Απεναντίας είναι μάλι­στα χειρότερο αυτό κι αντίκειται περισσότερο στη θεία τάξη. Γιατί όποιος διαθέτει τόση πολλή έγγεια ιδιοκτησία, είναι ανα­γκασμένος από τα πράγματα να δώσει τη δυνατότητα σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους ακόμη να βγάλουν κι εκείνοι το ψωμί τους, καθότι θα είναι αδύνατο να καλλιεργήσει από μόνος του μιά τέτοια τεράστια έκταση.

  7. Ας πάρουμε από την άλλη ένα άτομο που δεν έχει μεν κτη­ματική περιουσία, αλλά έχει τόσα πολλά χρήματα που να μπορεί να αγοράσει σχεδόν ένα ολόκληρο κράτος. Στην ακραία περί­πτωση μπορεί να διαχειρίζεται και να επενδύσει μόνος του τα χρήματά του ή θα χρειάζεται το πολύ μερικούς μετρημένους στα δάχτυλα λογιστές. Σε σύγκριση δε με το δικό του εισόδημα ο μι­σθός τους θα είναι πολύ μέτριος και συχνά δεν θα αρκεί καν για να καλύψει τις ανάγκες τους, ιδίως μάλιστα εάν διαθέτουν οικο­γένεια.

  8. Ο τρόπος που έχει αποκτήσει κάποιος τον πλούτο του, είτε κερδοσκοπώντας είτε κερδίζοντας το λαχείο είτε με μια κληρο­νομιά, δεν παρέχει καμία δικαιολογία για κανένα κεφαλαιούχο. Σε κάθε περίπτωση στέκεται μπροστά στον Θεό, όπως ο κλε­πταποδόχος δίπλα στον κλέφτη. Γιατί έτσι; Θα ρωτήσει ίσως κά­ποιος.

  9. Τι σημαίνει το να έχει πλουτίσει κανείς κερδοσκοπώντας έξυπνα; Πολύ απλά ότι έχει ιδιοποιηθεί το νόμιμο κέρδος πολ­λών ατόμων. Στην περίπτωση αυτή όποιος πλουτίζει επειδή έχει τύχη στις κερδοσκοπίες του, είναι ένας κοινός κλέφτης. Το ίδιο ισχύει κι όταν κερδίσει στο λαχείο, γιατί είναι ο μόνος που επωφελείται από τον οβολό ενός πλήθους ανθρώπων. Όταν δε κλη­ρονομήσει την περιουσία του είναι ένας κλεπταδόχος. Γιατί παίρνει στην κατοχή του τα παράνομα πλούτη των προγόνων του, καθώς μόνο με αυτούς τους δυο τρόπους που προαναφέρθηκαν μπορεί να τα έχουν αποκτήσει κι εκείνοι.

Το πιο καταδικαστέο για τον Κύριο
είναι η κερδοσκοπία

  1. Βέβαια θα πει κάποιος: Η εξήγηση αυτή μου φαίνεται παρά­λογη. Τι φταίει ο κληρονόμος εάν κληρονόμησε, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους, την περιουσία των γονέων του ή κά­ποιων άλλων πλούσιων συγγενών; Μήπως έπρεπε, κατά τη με­ταβίβαση αυτή, να κρατήσει μόνο το μερίδιο που του αντιστοι­χεί κατά το φυσικό δίκαιο και να χαρίσει το υπόλοιπο; Ή μήπως ώφειλε να αποδεχθεί όλη την περιουσία, αλλά να κρατήσει και πάλι μόνο τη νόμιμη μοίρα κατά το φυσικό δίκαιο ενώ το μεγα­λύτερο μέρος είτε να το διαχειρίζεται προσωπικά για τη συντή­ρηση άπειρων αργόσχολων ή να το παραδώσει αμέσως σε κά­ποιο ευαγές ίδρυμα;

  2. Αυτή η ερώτηση είναι από εκείνες που δεν απαντιούνται ή το πολύ-πολύ μόνο μονολεκτικά. Είναι το ίδιο ο νόμος του Θε­ού και ο νόμος του κράτους; Ή είναι το ίδιο η θεία σοφία και μέ­ριμνα με την κοσμική κρατική πολιτική και τη λεγάμενη διπλω­ματία; Τι λέει, άλλωστε, ο Κύριος: «Ό,τιδήποτε είναι μεγάλο στον κόσμο, ο Θεός το απεχθάνεται!»

  3. Αλλά υπάρχει κάτι το μεγαλύτερο στον κόσμο από μία σφε­τερισμένη κρατική εξουσία; Γιατί από τη θεϊκή σκοπιά είναι φα­νερό ότι δεν λειτουργεί με βάση τις συμβουλές του Θεού, αλλά με την κοσμική κρατική ευφυΐα της, που εξαντλείται στην πολι­τική και τη διπλωματία. Επιπλέον δε υποδουλώνει τους λαούς κι εκμεταλλεύεται τις δυνάμεις τους για να περνά αυτή καλά, τρώ­γοντας και ασωτεύοντας σε βάρος τους.

  4. Εάν όμως είναι ήδη επαίσχυντο και απεχθές το να εξαπατά ένας άνθρωπος έναν άλλον, πόσο πιο απεχθές πρέπει να είναι στα μάτια του Θεού όταν ορισμένοι επιτήδειοι κοσμούνται με το στε­φάνι και το χρίσμα της εξουσίας με σκοπό να εξαπατήσουν με κάθε δυνατό τρόπο ολόκληρους λαούς για να καλοτρώνε οι ίδιοι; Και αν δεν μπορούν να το κάνουν με όπλο τη λεγάμενη κρατική ευφυΐα, τότε βάζουν σε εφαρμογή την ωμή απάνθρωπη βία!

  1. Φαντάζομαι πως τα λίγα αυτά λόγια φανερώνουν αρκετά κα­λά πόσο αντίθετα είναι τα δίκαια των πιο πολλών σημερινών κρατών στο δίκαιο του Θεού. Άλλωστε ο Κύριος λέει στον πλού­σιο νέο: «Πούλησε όλα τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς κι ακολούθησέ Με και έτσι θα βρεις ένα θησαυρό στους ουρανούς!» Πιστεύω ότι από την προτροπή αυτή θα μπο­ρεί ο καθένας να καταλάβει πώς οφείλει να μοιράσει την περι­ουσία του ένας πλούσιος εάν θέλει να εισπράξει τη βασιλεία του Θεού. Εφόσον δεν το κάνει αυτό, θα ευθύνεται ο ίδιος, εάν ο Κύ­ριος θα τον κρίνει με τον ίδιο τρόπο που έκρινε το νέο εκείνο. Γιατί, όταν εκείνος στεναχωρέθηκε ακούγοντας την προτροπή Του, ο Κύριος αποφάνθηκε ότι είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από το μάτι μιας βελόνας, παρά ένας τέτοιος πλούσιος στην ουράνια βασιλεία! Επιπλέον, ας μας βάλει σε σκέψεις το γεγονός ότι ο Κύριος αποφάνθηκε έτσι αξιολύπητα για ένα νέο άνθρωπο, άρα ασφαλώς για κάποιον που είχε κληρονομήσει την περιουσία του.

  2. Θα μπορούσε, εύλογα, να ρωτήσει κάποιος: Γιατί ήταν ένας «πλούσιος νέος» – και όχι ένας οποιοσδήποτε παραδόπιστος, με­γαλύτερης ηλικίας – στον οποίο εξέφρασε ο Κύριος την αποδο­κιμασία του για κάθε γήινο πλούτο; Η απάντηση είναι προφα­νής: Ο νεαρός δεν είχε γίνει ακόμη ένας κεφαλαιούχος εκ πεποιθήσεως· ακόμη βρισκόταν σε ένα σημείο όπου η ηλικία αυτή δεν έχει ακόμη εκτιμήσει όσο πρέπει το γήινο πλούτο. Γι’ αυτό ακρι­βώς το λόγο μπόρεσε άλλωστε να πλησιάσει τον Κύριο, έστω για λίγη ώρα, ώστε να τον καθοδηγήσει αυτός στο πώς να χρη­σιμοποιήσει σωστά τα πλούτη του. Και μόνο όταν συνειδητο­ποίησε ποια ήταν η θεϊκή βούληση, απομακρύνθηκε από τον Κύριο και επέστρεψε στα πλούτη του.

  3. Επειδή ήταν ακόμη νέος, και άρα όχι ακόμη υπεύθυνος, είχε αυτό το προνόμιο να πλησιάσει τον Κύριο. Όμως, ένας πιο ψη­μένος και προχωρημένος στα χρόνια πλουτοκράτης είναι σαν την καμήλα μπροστά στο μάτι της βελόνας και πρέπει να το πε­ράσει πρώτα για να πλησιάσει τον Κύριο, όπως ο νέος. Επομέ­νως σε ένα τέτοιο πλούσιο δεν δίνεται πλέον η χάρη, όπως στο νεαρό, να έχει πρόσβαση στον Κύριο. Αλλά αναφερόμενος ο Κύριος σε τέτοιου είδους πλούσιους έδωσε ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα με την ιστορία του «πλούσιου άσωτου». Δεν χρειά­ζεται να επεκταθώ άλλο σε αυτό το θέμα.

  4. Όποιος από σας μπορεί να σκεφτεί έστω και λίγο, θα διαπι­στώσει εύκολα ότι κανένα άλλο ανθρώπινο πάθος δεν ήταν τό­σο απεχθές και καταφρονητέο για τον Κύριο του ουρανού και όλων των κόσμων, όσο ο πλούτος που έχει προέλθει από την κερδοσκοπία και οι συνήθεις συνέπειές του. Για κανένα άλλο ελάττωμα δεν βλέπουμε τον Κύριο πάνω στη ζωή και στο θάνα­το να αποκαλύπτει με τέτοια τρομακτική ενάργεια το βάραθρο της κόλασης όσο γι’ αυτό εδώ.

  5. Κανένας δεν είχε ακούσει από το στόμα του Κυρίου, όσο ζούσε στη γη, να καταδικάζει κάποιον να πάει στην κόλαση είτε ήταν δολοφόνος είτε μοιχός είτε πόρνος είτε οτιδήποτε άλλο.

Αλλά αυτό το πάθος του πλουτισμού το καταδίκαζε αυστη­ρότατα, στα λόγια και στην πράξη, σε κάθε ευκαιρία, τόσο στο ιερατείο όσο και στους λαϊκούς.

  1. Ποιος μπορεί να αναφέρει μία οποιαδήποτε περίπτωση αν­θρώπινου αδικήματος, όπου ο Κύριος να τιμώρησε τον αμαρτω­λό δράστη με το παντοδύναμο χέρι Του; Μόνο τους αργυραμοι­βούς, τους εμπόρους και τους άλλους κερδοσκόπους τους τιμώ­ρησε διώχνοντάς τους από το ναό κραδαίνοντας ένας σκοινί σαν μαστίγιο.

  2. Ξέρετε μήπως τι θέλει να πει αυτό; Αυτό το αληθινό περι­στατικό από το ευαγγέλιο θέλει να πει ακριβώς ότι ο Κύριος στον ουρανό και σε όλους τους κόσμους είναι ο πιο δηλωμένος εχθρός αυτού του πάθους. Για καθετί άλλο η θεϊκή Του αγάπη μιλά για υπομονή, κατανόηση και έλεος, αλλά γι’ αυτό το συ­γκεκριμένο μιλά η οργή και ο θυμός Του.

  3. Γιατί εδώ φράζει το δρόμο σε όποιον θέλει να Τον πλησιά­σει, αφού παρεμβάλει το γνωστό μάτι της βελόνας και ανοίγει τα Τάρταρα για να δείξει έναν αληθινά καταραμένο. Στους αρχο­μανείς και άπληστους Φαρισαίους μάλιστα δηλώνει απερίφρα­στα ότι πόρνοι, μοιχοί, κλέφτες και άλλοι αμαρτωλοί θα μπουν πριν από εκείνους στο ουράνιο Βασίλειο.

  4. Τέλος, στο ναό αρπάζει ένα όπλο τιμωρίας και διώχνει δί­χως έλεος τους κάθε είδους σαράφηδες, ονομάζοντάς τους δο­λοφόνους του θεϊκού βασιλείου επειδή έχουν μετατρέψει σε άντρο δολοφόνων το ναό, ο οποίος συμβολίζει ακριβώς τη σφαί­ρα του Θεού.

  5. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά τέτοια παραδείγ­ματα, από τα οποία καθίσταται σαφές ότι ο Κύριος είναι δηλω­μένος εχθρός αυτού του πάθους. Αλλά, για όποιον σκέφτεται έστω και λίγο, τα ως εδώ αρκούν. Κάνοντας μία σύντομη επι­σκόπηση της ένατης εντολής, θα διαπιστώσουμε ότι για καμία άλλη ανθρώπινη συμπεριφορά ή δραστηριότητα, ούτε καν για εκείνες που είναι απαγορευμένες, δεν περιόρισε ο Κύριος ακόμη και την επιθυμία σε τέτοιο βαθμό, όπως έκανε με την τόσο απε­χθή Του κερδοσκοπία.

  6. Οπουδήποτε αλλού απαγορεύει ρητά κυρίως την πράξη, αλλά εδώ και αυτήν ακόμη την επιθυμία, επειδή ο κίνδυνος που ενέχεται για το πνεύμα είναι πολύ μεγάλος. Γιατί παρασύρει το πνεύμα να απομακρυνθεί εντελώς από τον Θεό και το στρέφει προς την κόλαση. Άλλωστε αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ μετά από κάθε άλλη αμαρτία ο αμαρτωλός αισθάνεται τύ­ψεις, ο φιλοχρήματος κερδοσκόπος αγαλλιάζει και θριαμβολο­γεί, όταν του πετύχει μία κερδοσκοπική επιχείρησή του.

  7. Ο θρίαμβός του όμως είναι ο θρίαμβος της κόλασης. Γι’ αυ­τό και ο άρχοντας του σκότους επιδιώκει πάνω από όλα να γεμί­σει, με κάθε δυνατό τρόπο, τους ανθρώπους με αγάπη για τα γή­ινα πλούτη. Γιατί ξέρει ότι, όταν είναι γεμάτοι με αυτή την αγά­πη για τα χρήματα, για τον Κύριο είναι απεχθέστατοι και γι’ αυ­τό και έχει ελάχιστο έλεος μαζί τους. Δεν χρειάζεται να σας πω περισσότερα νομίζω.

  8. Ευλογημένος, αυτός που θα βάλει βαθιά στην καρδιά του αυτά τα λόγια, γιατί είναι η αιώνια, η ανέκκλητη θεϊκή αλήθεια. Μπορείτε να την πιστέψετε απόλυτα, γιατί δεν λέει καμία υπερβολή, το εναντίον μάλιστα, μάλλον να είσαστε βέβαιοι ότι είναι πολύ λίγα όσα λέγονται εδώ. Αλλά ας το προσέξει αυτό ο καθέ­νας: Για κάθε άλλη περίπτωση ο Κύριος κάνει τα αδύνατα δυ­νατά, προκειμένου να μην αφήσει κάποιον να καταστραφεί. Γι’ αυτό το πάθος, όμως, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά μόνο κρατά ανοιχτή την κόλαση, όπως το έδειξε και στο ευαγγέλιο. Όλα αυ­τά είναι και βέβαια και αληθινά, άρα μάθαμε πλέον την αληθινή έννοια της εντολής. Κι εγώ επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά: Ας τα ενστερνισθεί καλά ο καθένας όσα είπαμε! Αρκετά τώ­ρα γι’ αυτό το θέμα, ας περάσουμε στη δέκατη αίθουσα!

Δέκατη αίθουσα – δέκατη εντολή

  1. Είμαστε μέσα και βλέπουμε πάνω στον πίνακα γραμμένο με ευ­ανάγνωστα γράμματα: «Μην επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλη­σίον σου».

  2. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί ότι η εντολή αυτή εδώ στο αγνό βασίλειο των πνευμάτων και ιδιαίτερα στο παιδικό βασί­λειο ηχεί σίγουρα κάπως παράξενα σε κάθε σκεπτόμενο άνθρω­πο. Πρώτον αυτά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ούτε στο ελάχιστο τι είναι για παράδειγμα μια παντρεμένη γυναίκα και δεύτερον δεν είναι εδώ καθόλου συνηθισμένος ο γάμος μεταξύ των δύο φύ­λων, ιδιαίτερα στο παιδικό βασίλειο. Με βάση αυτή την παρατήρηση είναι προφανές λοιπόν ότι η εντολή αυτή δεν βρίσκει καμία εφαρμογή στο πνευματικό βασίλειο.

  3. Θα πει όμως κάποιος: Γιατί θα έπρεπε ο Κύριος να δώσει από τις δέκα εντολές μια που να ανταποκρίνεται στις γήινες συν­θήκες; Γιατί στη γη ο δεσμός ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναί­κα είναι συνηθισμένος και συνεπώς είναι μια από παλιά θεμελιω­μένη σχέση, η οποία βασίζεται στη θεϊκή τάξη και η οποία σχέση δεν μπορεί να παραμείνει στη θεϊκή τάξη χωρίς μια εντολή. Μπο­ρούμε να υποθέσουμε λοιπόν εδώ ότι ο Κύριος έδωσε από τις δέ­κα εντολές μόνο μια για τη διατήρηση της τάξης μιας εξωτερικής γήινης σχέσης, ώστε με τη διατήρηση αυτής της τάξης, να μη δια- ταραχθεί μια πνευματική, εσωτερική, ανώτερη τάξη.

  4. Καλά, αν έτσι έχουν τα πράγματα, λέω όμως εγώ τότε: Αυτή η εντολή δεν είναι κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις τίποτ’ άλλο από μια εντελώς περιττή επανάληψη της έκτης εντολής που επι­βάλλει έτσι κι αλλιώς τα ίδια. Γιατί στην πλήρη ανάλυσή της πα­ρουσιάζονται όλα ως απαγορευμένα, ό,τι έχει και μόνο κάποια σχέση με την ασέλγεια, την πορνεία και τη μοιχεία, τόσον όσον αφορά στο σώμα όσο και ιδιαίτερα όσον αφορά στο Πνεύμα.

  5. Εάν τώρα αντιπαραβάλουμε λίγο τη μια με την άλλη, προ­κύπτει ότι αυτή η εντολή δεν είναι κατάλληλη για τον ουρανό και ότι παραπλεύρως με την έκτη εντολή είναι εντελώς περιττή.

  6. Βλέπω όμως κάποιον που έρχεται και λέει: Ε, αγαπητέ φίλε, κάνεις λάθος. Η εντολή αυτή, αν και βασικά απαγορεύει περίπου τα ίδια που απαγορεύει και η έκτη εντολή, όμως είναι ανεξάρτη­τη, ανώτερη και πηγαίνει σε μεγαλύτερο βάθος από ό,τι η έκτη εντολή. Είναι προφανές ότι στην έκτη εντολή απαγορεύεται μό­νο η πραγματική χυδαία πράξη, σ’ αυτή τη δέκατη εντολή όμως απαγορεύονται η επιθυμία και ο σαρκικός πόθος ως οι μόνιμες πρωταρχικές αιτίες για την πράξη. Γιατί καταλαβαίνουμε εύκο­λα ότι ιδιαίτερα οι νέοι σύζυγοι έχουν συνήθως και νέες ωραίες γυναίκες. Πόσο εύκολο είναι για έναν άλλο άνδρα να ξεχάσει την ίσως όχι ωραία γυναίκα του, να ερωτευθεί την ωραία γυναί­κα του διπλανού του, ώστε να ξυπνήσει μέσα του μια όλο και με­γαλύτερη ορμή και μεγαλύτερη επιθυμία για αυτή και ο πόθος να κάνει έρωτα μαζί της.

  7. Αλλά εγώ λέω ότι εάν δούμε κατ’ αρχήν αυτή την εντολή από αυτή την άποψη, τότε προκύπτουν πλήθος παραλογισμοί και ανοησίες με τις οποίες το Θείο μιας τέτοιας μεγαλειώδους εντολής αναγκαστικά σύρεται στην πιο βρώμικη σκόνη και στον πιο βρωμερό βούρκο του κοσμικού πνεύματος και του ανθρώπι­νου νου. Θέλουμε σκόπιμα να παραθέσουμε για παράδειγμα και επεξηγηματικά μερικούς τέτοιους παραλογισμούς για να γίνει κατανοητό στον καθένα πόσο ρηχά και σαφώς εξωτερικά κατα­νοήθηκε, ερμηνεύτηκε και επιβλήθηκε αυτή η εντολή για πάνω από οκτώ συνεχόμενους αιώνες.

  8. Ένας άνδρας δεν πρέπει λοιπόν να επιθυμεί τη γυναίκα του διπλανού του. Τίθεται εδώ το ερώτημα: Ποια επιθυμία ή ποιος πόθος; Γιατί υπάρχουν πλήθος ειλικρινών και μάλιστα επιτρε­πτών επιθυμιών και πόθων που μπορεί να απευθύνει ένας γείτο­νας στη γυναίκα του διπλανού του. Στην εντολή όμως αναφέρεται με απόλυτο τρόπο «να μην επιθυμείς καθόλου». Μ’ αυτό το σκεπτικό μπορούν μόνοι οι δυο γείτονες να συζητούν μεταξύ τους, οι γυναίκες όμως πρέπει να βλέπει η μια την άλλη πάντα με περιφρόνηση. Αυτό είναι ούτε λίγο ούτε πολύ μια τούρκικη αντίληψη αυτής της μωσαϊκής εντολής.

  9. Επιπλέον, εφόσον βλέπουμε το θέμα κυριολεκτικά και υλικά, πρέπει επίσης βέβαια να τα παίρνουμε όλα κατά γράμμα και όχι μερικές λέξεις στην κυριολεξία και μερικές λέξεις πνευματικά. Γιατί αυτό θα έμοιαζε σαν να φορούσε κάποιος στο ένα πόδι ένα μαύρο και στο άλλο ένα διαφανές άσπρο παντελόνι. Ή σαν να θέ­λει κάποιος να ισχυρισθεί ότι ένα δέντρο πρέπει να μεγαλώσει κα­τά τέτοιο τρόπο, ώστε ο μισός κορμός του να είναι με το φλοιό και ο άλλος μισός χωρίς φλοιό. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η δέκα­τη εντολή απαγορεύει την επιθυμία μόνο για τη γυναίκα του «πλη­σίον». Ποιος μπορεί να είναι στη κυριολεξία αυτός; Κανένας άλ­λος από τους κοντινότερους γείτονες ή ακόμα και από τους στε­νούς συγγενείς. Στην κυριολεξία θα έπρεπε λοιπόν να μην επιθυ­μήσει κάποιος παρά μόνο τις γυναίκες αυτών των δυο κατηγοριών κοντινών ανθρώπων. Θα μπορούσε όμως χωρίς άλλο να επιθυμή­σει τις γυναίκες των κατοίκων μιας απομακρυσμένης επαρχίας, ιδι­αίτερα όμως τις γυναίκες των ξένων, οι οποίοι δεν θεωρούνται κο­ντινοί γείτονες. Γιατί ο καθένας το καταλαβαίνει βέβαια αυτό χω­ρίς μαθηματικά και γεωμετρία, ότι δηλαδή δεν μπορεί να αναγνω­ρίσει κάποιον που βρίσκεται μερικές ώρες μακριά ή ακόμα και κά­ποιο ξένο σαν τον πιο πλησίον του σε σύγκριση με τον πλησιέστερο γείτονά του. Κοιτάξτε, και αυτό είναι τούρκικο, γιατί εκείνοι τη­ρούν την εντολή αυτή μόνο για τους Τούρκους, για ξένα έθνη που δεν έχουν πράγματι κανένα νόμο. Ας προχωρήσουμε όμως.

  10. Ρωτώ: Εξαιρείται τότε η γυναίκα του πλησίον μου από την τήρηση του θεϊκού νόμου; Γιατί ο νόμος αναφέρει μόνο ότι ένας άνδρας δεν πρέπει να επιθυμεί τη γυναίκα του πλησίον του. Αλλά δεν αναφέρεται ούτε λέξη στην εντολή ότι μια φιλήδονη γυναίκα δεν θα πρέπει να επιθυμήσει τον πλησιέστερο γείτονά της. Μ’ αυ­τό τον τρόπο προφανώς δίνεται στις γυναίκες το προνόμιο να αποπλανούν χωρίς ενδοιασμό τους άνδρες που βλέπουν. Και ποι­ος θα τους απαγορέψει να κάνουν κάτι τέτοιο, αφού γι’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει καμία εντολή εκ μέρους του Θεού; Και αυτό προέρχεται από την τουρκική φιλοσοφία. Γιατί οι Τούρκοι γνωρίζουν με βάση την κυριολεκτική έννοια ότι οι γυναίκες εξαι­ρούνται από ένα τέτοιο νόμο. Γι’ αυτό τις κρατούν κλεισμένες, για να μην βγαίνουν έξω ώστε να τις επιθυμήσουν και άλλοι άνδρες. Στην περίπτωση που ένας Τούρκος επιτρέψει σε μια από τις γυ­ναίκες του την έξοδο, πρέπει να καλυφθεί κατά τρόπο τόσο μειο­νεκτικό για τα σωματικά της θέλγητρα, ώστε να κάνει ακόμα και μια αρκούδα να το βάλει στα πόδια. Μπορεί να δείξει τα θέλγη­τρά της μόνο στο σύζυγό της. Ποιος μπορεί σ’ αυτή την περίπτω­ση να ισχυρισθεί το αντίθετο, σαν να μην ήταν φανερό ότι κάτι τέ­τοιο προήλθε από την προσήλωση στο γράμμα του νόμου; Προ­φανώς αυτός ο παραλογισμός έχει αναμφισβήτητα τη βάση του ακριβώς σ’ αυτή την εντολή. Ας συνεχίσουμε όμως.

  11. Οι πιο κοντινοί γείτονες είναι δυνατόν να έχουν όμως για πα­ράδειγμα κόρες ή πολύ όμορφες υπηρέτριες. Σύμφωνα με τη δέκα­τη εντολή επιτρέπεται ή όχι να επιθυμεί κάποιος τις κόρες ή άλλα κορίτσια του πλησίον, ακόμα και αν είναι παντρεμένος; Προφανώς επιτρέπεται κάτι τέτοιο, γιατί στην έκτη εντολή δεν αναφέρεται κα­θόλου η επιθυμία αλλά μόνο η πράξη. Η δέκατη εντολή όμως απα­γορεύει μόνο την επιθυμία για τη γυναίκα, επομένως επιτρέπεται χωρίς πρόβλημα η επιθυμία για τις κόρες και πιθανά άλλα ωραία κο­ρίτσια του πλησίον; Εδώ έχουμε μια ακόμη τουρκική ερμηνεία του νόμου. Για να κάνουμε όμως το θέμα σαφές θα παραθέσουμε μερι­κούς ακόμα τέτοιους παραλογισμούς και φαιδρότητες.

Σε ποιόν απευθύνεται η δέκατη εντολή;

  1. Ο νόμος αναφέρει: «Μην επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου». Τίθεται εδώ το ερώτημα: Ποιο είναι τότε στην ουσία το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εντολή; Είναι ένας παντρεμέ­νος, ένας χήρος, ένας ανύπαντρος νέος άνδρας, ένας νεαρός, ή εί­ναι για παράδειγμα ακόμα και μια γυναίκα στην οποία μπορεί επί­σης να πει κανείς: δεν πρέπει να κάνεις ετούτο ή εκείνο; Θα πει κάποιος εδώ: Αυτή η εντολή προορίζεται κυρίως για το ανδρικό φύλο αδιακρίτως αν είναι ανύπαντρος ή παντρεμένος κανείς. Εί­ναι δε αυτονόητο ότι μπορούν παρεμπιπτόντως να συμπεριληφθούν και οι γυναίκες που δεν πρέπει επίσης να έχουν το δικαίω­μα να προκαλούν ούτε να ποθούν τους άλλους άνδρες.

  2. Εγώ όμως τουναντίον λέω: Τη στιγμή που ακόμα και οι άν­θρωποι είναι σε θέση να καθορίζουν τους νόμους τους με εξαι­ρετική πολυπλευρικότητα κάνοντας μάλιστα λεπτούς και έξυ­πνους διαχωρισμούς και ειδικές διατάξεις για κάθε πιθανή περί­πτωση, δεν θα μπορούμε βέβαια να κατηγορήσουμε τον Κύριο ότι είχε δώσει από άγνοια αόριστα διατυπωμένους νόμους ή ότι σαν ένα τετραπέρατο νομομαθή έχει δώσει ποικίλες έννοιες στους νόμους Του, έτσι ώστε οι άνθρωποι αναπόφευκτα ν’ αμαρτήσουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.

  3. Νομίζω ότι θα ήταν λίγο υπερβολικό να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα από την προσεκτική μελέτη του φαινομενικά άλ­λωστε ασαφούς νόμου. Γι’ αυτό μπορεί ευκολότερα να συμπεράνει κανείς ότι αυτός ο νόμος, όπως και όλοι οι άλλοι, είναι εξαιρετικά σαφής. Μόνο που με τον καιρό και ιδιαίτερα τον και­ρό που δημιουργήθηκε η ιεραρχία διαστρεβλώθηκε κατά τέτοιο τρόπο και ερμηνεύθηκε λανθασμένα, ώστε κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει τώρα πια στην ουσία το πραγματικό νόημα αυτού του νόμου. Και αυτό συνέβη από καθαρή απληστία. Στην αμιγή έννοια αυτός ο νόμος δεν θα είχε αποφέρει ποτέ στον κλήρο ού­τε ένα γρόσι. Με καλυμμένο όμως το αληθινό του νόημα έδωσε αφορμή για κάθε είδους διαμεσολαβήσεις, απαλλαγές και διαζύ­για και αυτό φυσικά τον παλιότερο καιρό πολύ περισσότερο από ό,τι τώρα. Γιατί τότε είχαν διαστρεβλωθεί τόσο τα πράγματα που δυο ή περισσότεροι γείτονες δεν μπορούσαν να αποφύγουν την κατηγορία ότι είχαν παραβεί αυτό το νόμο. Πώς έτσι;

  4. Έπρεπε φυσικά να εξομολογούνται ευσυνείδητα πολλές φο­ρές το χρόνο επειδή είχαν υπερβολικό φόβο της κόλασης. Σ’ αυ­τό το συγκεκριμένο σημείο υποβάλλονταν σε προσεκτική εξέτα­ση και στην περίπτωση που κάποιος γείτονας είχε μια ωραία γυ­ναίκα, μόνο μια σκέψη, ένα βλέμμα ακόμη και μια κουβέντα εκ μέρους των άλλων αρσενικών γειτόνων αρκούσε για να ερμηνευθεί αυτό σαν αμαρτία λόγω μοιχείας, τις περισσότερες φορές επιβαλλόταν δε ένα μεγάλο πρόστιμο για την εξαγορά της αμαρ­τίας. Αν γινόταν μάλιστα μια κάποια πιο στενή προσέγγιση, τό­τε ήταν έτοιμη η ολοκληρωτική καταδίκη. Και όποιος τοποθε­τημένος στον ένα δίσκο της ζυγαριάς του Αγίου Μιχαήλ βυθιζό­ταν στην κόλαση επειδή τον βάραιναν οι αμαρτίες, έπρεπε να ρί­ξει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς πολύ σημαντικές προσφορές για να ανακτήσουν αυτές την υπεροχή και να τραβήξουν πάλι από την κόλαση το φτωχό καταραμένο αμαρτωλό. Οι ιερείς που κατείχαν τη δύναμη του Θεού δεν ανήκαν απλά μεταξύ αυτών που ζητούν πολλά, αλλά ήθελαν πραγματικά να τα έχουν όλα!

  5. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να πεθάνουν πολλοί πλούσιοι και άρχοντες άλλοτε και επιπλέον να χαρίσουν στην Εκκλησία την περιουσία τους για να λυτρωθούν από την κόλαση. Οι γυναίκες τους δε κλείνονταν σε μοναστήρι για εξιλασμό του άπιστου συ­ζύγου τους. Και ενδεχόμενα παιδιά, τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια, στέλνονταν τότε συνήθως σε τέτοια μοναστήρια στα οποία δεν επιτρέπεται να έχει κάποιος γήινα πλούτη.

  6. Νομίζω ότι θα πρέπει να είναι αρκετά ως εδώ για να γίνει αντιληπτό όλο αυτό το πραγματικό αίσχος που προέκυψε από τη διαστρέβλωση αυτού του νόμου. Το αόριστο πρόσωπο του απο­δέκτη του νόμου ήταν η απαρχή για τα συγχωροχάρτια, τα οποία συνήθως απέφεραν τα περισσότερα χρήματα. Εάν κάποιος είχε κάνει μια μεγάλη προσφορά στην εκκλησία, μπορούσε η εντολή να τροποποιηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε ο αμαρτωλός να μην πάει τουλάχιστον στην κόλαση. Στην αντίθετη περίπτωση όμως η καταδίκη μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα δοθέντος ότι ο κλήρος αξίωνε ότι είχε την απόλυτη εξουσία να λύνει και να δένει επί γης μάλιστα η καταδίκη ήταν τόσο μεγάλη που μό­νο πολύ σημαντικά ποσά μπορούσαν να βοηθήσουν να γλιτώσει ο αμαρτωλός την κόλαση.

  7. Είδαμε τώρα σε ποιες παρεκκλίσεις οδήγησε ο αόριστος αποδέκτης της εντολής. Δεν θέλουμε όμως να αρκεσθούμε σ’ αυτό, αλλά θα εξετάσουμε μερικές ακόμα τέτοιες ανόητες και φαιδρές ερμηνείες για να γίνει περισσότερο σαφές πως είναι απαραίτητο για τον καθένα να γνωρίζει το καθαρό νόημα του νό­μου, χωρίς το οποίο δεν μπορεί ποτέ κάποιος να γίνει ελεύθερος, αλλά πρέπει να μείνει σκλάβος κάτω από τη δέσμευση του νό­μου! Και έτσι συνεχίζουμε!

Παραδείγματα σχετικά με τη λανθασμένη

αντίληψη της δέκατης εντολής

  1. Γνωρίζουμε τι λέει ο νόμος: απαγορεύει την επιθυμία ή τον πό­θο. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Κάποιος άνθρωπος είναι φτωχός ενώ ο γείτονάς του πλούσιος. Η γυναίκα του γείτονα σαν πιο κο­ντινού στο φτωχό μας άνθρωπο έχει, όπως ο ίδιος γνωρίζει, μια σπλαχνική και ελεήμονα καρδιά. Ο φτωχός μας άνθρωπος λοιπόν αισθάνεται φανερά συμπάθεια για την ελεήμονα γυναίκα τού γεί­τονα και επιθυμεί να του κατασιγάσει την πείνα του. Ερώτηση, αμάρτησε αυτός ή όχι; Είναι φανερό ότι νιώθει ένα είδος επιθυμίας και πόθου για τη γυναίκα του γείτονά του. Αφού όμως λέγεται: Μην επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου ποιος μπορεί εδώ αιτιολογημένα να χαρακτηρίσει αυτή την εύλογη επιθυμία του φτωχού σαν μη αμαρτωλή; Γιατί λέγοντας «να μην έχεις καμιά επι­θυμία, κανένα πόθο» πρέπει να απαγορεύεται ασφαλώς κάθε επι­θυμία και κάθε πόθος, αφού με τη λέξη «καμία» αποδεικνύεται ότι δεν γίνεται απολύτως καμία εξαίρεση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει τό­τε να απαγορεύεται κάθε επιθυμία οποιασδήποτε φύσης.

  2. Δεν φαίνεται από την ερμηνεία αυτή σαν να θέλει ο Κύριος να αποτρέψει προφανώς με αυτό τον τρόπο το γυναικείο φύλο υπό την οποιαδήποτε πράξη αγάπης, αφού κάθε ευεργεσία που προσφέρει μια νοικοκυρά σ’ ένα φτωχό άνθρωπο πρέπει να θε­ωρείται αμαρτία απολύτως αντίθετη με τη θεϊκή εντολή;

  3. Άραγε μπορεί να διανοηθεί κάποιος μια τόσο παράλογη εντολή εκ μέρους της ύψιστης αγάπης του Κυρίου; Θα πει κά­ποιος βέβαια: Η εντολή περιορίζεται μόνο στην επιθυμία της σαρκικής ηδονής. Εγώ όμως ανταπαντώ: Καλά, ας το αφήσουμε εδώ το θέμα, θα πρέπει μόνο να μου επιτραπεί να κάνω μερικές παρατηρήσεις. Σε περίπτωση που οι παρατηρήσεις μου ανατρέ­πουν την αντίρρηση αυτή θα πρέπει κάθε αντιρρησίας να αναζητήσει μια άλλη ερμηνεία αυτής της εντολής. Και έτσι ας δού­με τις παρατηρήσεις μου.

  4. Η εντολή πρέπει να απαγορεύει βέβαια μόνο τη σαρκική επιθυμία. Σύμφωνοι, λέω, ταυτόχρονα όμως σας ρωτάω: Στην εντο­λή αναφέρεται μια συγκεκριμένη γυναίκα ή εννοούνται όλες οι γυναίκες ή γίνονται βέβαια ορισμένες εξαιρέσεις;

  5. Ας υποθέσουμε ότι είναι πολλοί γείτονες που έχουν ηλικιω­μένες, όχι πια γοητευτικές γυναίκες. Μπορούμε πράγματι να εί­μαστε βέβαιοι ότι αυτοί οι γείτονες δεν έχουν πια καμία σαρκι­κή επιθυμία ο ένας για τη γυναίκα του άλλου. Επομένως θα πρέ­πει να εννοούνται μόνο οι νέες γυναίκες και μόνο εφόσον είναι όμορφες και ελκυστικές. Ασφαλώς επίσης και οι γέροι και εξασθενημένοι άνδρες δεν θα βασανίζονται τόσο πολύ από την επι­θυμία της σαρκικής ηδονής για οποιεσδήποτε γυναίκες των γει­τόνων τους.

  6. Απ’ αυτό βλέπουμε ότι ο νόμος αυτός ισχύει μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Ο νόμος έχει λοιπόν κενά και κατά συ­νέπεια δεν έχει καμία γενική ισχύ. Γιατί εκεί όπου η φύση κάνει εξαιρέσεις και όπου ένας νόμος δεν έχει την πλήρη ισχύ μέσα στη φύση, πώς είναι δυνατόν να επεκταθεί στην πνευματική σφαίρα; Όποιος δεν μπορεί να το αντιληφθεί, ας κόψει ένα δέν­δρο και ας δει αν θα μεγαλώσει και αν θα καρποφορήσει.

  7. Ένας θεϊκός νόμος όμως πρέπει ασφαλώς να είναι διαμορφωμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ευλογημένη ισχύς του να παρα­μένει «νομοθετημένη» στους αιώνες των αιώνων. Συνεπώς, όταν ήδη κατά τη διάρκεια της σύντομης γήινης ύπαρξης περιορίζεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις από τα φυσιολογικά όρια και δεν ισχύει ούτε για τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, τι αξία θα έχει τότε αυτός ο νόμος για την αιωνιότητα; Κάθε νόμος του Θεού δεν βασίζεται στην απέραντη αγάπη Του; Τι σημαίνει όμως, όταν ένας τέτοιος νόμος παύει να ισχύει; Δεν είναι το ίδιο σαν να ήθελε να ισχυριστεί κάποιος ότι η θεϊκή αγάπη παύει επίσης να ισχύει για τον άνθρωπο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις;

  8. Πάνω σ’ αυτό όμως στηρίζεται και η αξιολύπητη πίστη της ειδωλολατρικής χριστιανικής πλευράς σας, σύμφωνα με την οποία η αγάπη του Θεού διαρκεί τόσο όσο ο άνθρωπος ζει σ’ αυ­τό τον κόσμο. Αφότου πεθάνει στο σώμα και υπάρχει μόνο ψυ­χικά και πνευματικά, τότε αρχίζει αμέσως η αδιάλλακτη, φοβε­ρά αυστηρή, οργισμένη δικαιοσύνη του Θεού που τιμωρεί, όπου ποτέ πια δεν γίνεται λόγος για αγάπη και έλεος.

  9. Εάν ο άνθρωπος με τον τρόπο της ζωής του έχει γίνει άξιος για τον παράδεισο, δεν το οφείλει για παράδειγμα στη θεϊκή αγά­πη, αλλά στη θεϊκή δικαιοσύνη και φυσικά πάει στον παράδεισο με τη δική του αξία γιατί με τα έργα του υπηρετεί και ευχαριστεί το Θεό. Εάν ο άνθρωπος δεν έζησε έτσι, έρχεται άμεσα η αιώνια τιμωρία της κόλασης, από την οποία δεν αναμένεται καμία λύ­τρωση στον αιώνα τον άπαντα. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι θα υπήρχε κάποιος ανόητος πατέρας που να συντάξει ένα νόμο στο σπίτι του όσον αφορά τα παιδιά του, που να λέει:

  10. Δίνω σ’ όλα μου τα παιδιά από τη γέννησή τους μέχρι το έβδομο έτος της ηλικίας τους πλήρη ελευθερία. Σ’ αυτό το διά­στημα μπορούν να χαίρουν όλης μου της αγάπης χωρίς διάκρι­ση. Με την πάροδο του έβδομου χρόνου όμως παίρνω πίσω την αγάπη μου από όλα τα παιδιά και από αυτό το σημείο και μετά θα τα καταδικάσω ή θα τα ευλογήσω. Τα ανήλικα παιδιά, που τήρησαν τους αυστηρούς νόμους μου, μετά τον έβδομο χρόνο θα χαίρουν στο εξής της μεγαλύτερης εύνοιάς μου. Εκείνα όμως που με την πάροδο των επτά ετών δεν βελτιώθηκαν καθόλου σύμφωνα με τους αυστηρούς νόμους μου, από εκεί και στο εξής θα τα καταραστώ και θα τα διώξω για πάντα από το σπίτι του πατέρα τους. Πέστε, τι θα λέγατε σ’ ένα τέτοιο πατέρα που μοι­άζει με απάνθρωπο γαϊδούρι; Δεν θα ήταν αυτό απείρως χειρό­τερο από την πιο απεχθή τυραννία;

  11. Εάν θα βρίσκατε όμως κάτι τέτοιο σ’ έναν άνθρωπο απερί­γραπτα ανόητο, κακό και άσχημο, πόσο φοβερά παράλογοι πρέ­πει να είναι οι άνθρωποι, που μπορούν να αποδώσουν πολύ πε­ρισσότερες κακίες στον Θεό, ο οποίος Θεός είναι ο Ίδιος η ύψιστη αγάπη και σοφία!

  12. Τι έκανε ο Θεός ως η μοναδική θεϊκή Σοφία πάνω στο σταυρό αφού Αυτή ήταν εξωτερικά κατά κάποιο τρόπο σαν χω­ρισμένη από την αιώνια Αγάπη; Εκείνος, ως η Σοφία και ως τέ­τοια η βάση κάθε δικαιοσύνης, στράφηκε ο Ίδιος στον Πατέρα ή στην αιώνια Αγάπη, και δεν την προέτρεψε για εκδίκηση, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο θα ήταν δίκαιο. Αλλά παρακάλεσε την Αγάπη να συγχωρήσει την πράξη όλων αυτών των κα­κούργων και βέβαια όλων των αρχιερέων και Φαρισαίων, επει­δή δεν γνώριζαν τι έκαναν!

  13. Αυτό κάνει λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση η θεϊκή δι­καιοσύνη από μόνη της. Μπορεί η απέραντη θεϊκή αγάπη ν’ αρ­χίσει να καταδικάζει εκεί όπου η θεϊκή δικαιοσύνη ικετεύει την ακόμη πιο απέραντα σπλαχνική αγάπη για έλεος;

  14. Αν δεν το παραδέχεται κάποιος ότι ο Κύριος πραγματικά σοβαρολογούσε με την παράκλησή Του και πει ότι Εκείνος έκα­νε κάτι τέτοιο μόνο για να δώσει ένα παράδειγμα, δεν χαρακτη­ρίζει τον Κύριο υποκριτή; Γιατί Τον αφήνει να ζητήσει συγχώρεση στο σταυρό μόνο εικονικά, στα κρυφά όμως βλέπει στο πρόσωπό Του την άσβεστη εκδίκηση, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα είχε προ πολλού καταδικάσει μέσα Του όλους αυτούς τους κακούργους στο πυρ το εξώτερο.

  15. Αχ, κόσμε, αχ, άνθρωποι! Αυτός είναι ο πιο φοβερός παραλογισμός που θα μπορούσε ποτέ να επινοηθεί σ’ όλο το άπειρο και σ’ όλη την αιωνιότητα! Μπορεί άραγε να σκεφθεί κάποιος πιο αισχρό από το να καταστήσει τον Κύριο πάνω στο σταυρό ψεύτη, ψευτοκήρυκα, προδότη και άρα κοινό κοσμικό απατεώ­να, μόνο και μόνο για να στηρίξει το φόβητρο της κόλασης, πράγμα που είναι λάθος, αλλά βέβαια αποφέρει εφήμερα κέρδη; Από ποιο στόμα μπορούν να βγαίνουν μια τέτοια διδασκαλία και- τέτοια λόγια παρά μόνο από το στόμα του Αρχισατανά;

  16. Νομίζω ότι είναι αρκετά σ’ αυτό το σημείο για να κατα­νοήσετε ποια εξαμβλώματα μπορούν να προκόψουν από μια άκρως λανθασμένη ερμηνεία και επεξήγηση ενός θεϊκού νόμου. Είναι άλλωστε ήδη και σε σας ολοφάνερο ότι έτσι έχουν τα πράγματα στον κόσμο σας. Γιατί όμως είναι έτσι, ποια είναι η αι­τία, δεν το γνωρίζατε και δεν μπορούσατε να το γνωρίζετε. Για­τί η δυσκολία του νόμου ήταν πολύ περίπλοκη και δεν θα μπο­ρούσε ποτέ κανείς να της δώσει μια ολοκληρωτική λύση.

  17. Γι’ αυτό ο Θεός σάς δείχνει έλεος και σάς αφήνει να έρθε­τε στον ήλιο, όπου είναι βέβαια αρκετά φωτεινά, για να σας δι­δάξει την πραγματική λύση αυτής της δυσκολίας, ώστε να μπο­ρέσετε να δείτε την κοινή αιτία για κάθε κακό και σκοτάδι.

  18. Θα πει βέβαια κάποιος: Πώς μπορεί τόσο κακό να εξαρτάται από την παρερμηνεία των δέκα εντολών του Μωυσή;

  19. Εγώ πιστεύω επειδή αυτές οι δέκα εντολές δόθηκαν από τον Θεό και φέρουν μέσα τους όλη την άπειρη τάξη του Ίδιου του Θεού.

  20. Όποιος λοιπόν απομακρύνεται με οποιοδήποτε τρόπο στο ένα ή στο άλλο σημείο από τη θεϊκή τάξη, δεν παραμένει ούτε σε κανένα άλλο σημείο στη θεϊκή τάξη, αφού αυτή μοιάζει μ’ έναν ευθύ δρόμο. Σε περίπτωση που κάποιος, όπου και αν βρί­σκεται, ξεφύγει απ’ αυτό το δρόμο, μπορεί να πει: Ξέφυγα μόνο ένα τέταρτο, ένα πέμπτο, ένα έβδομο ή ένα δέκατο του δρόμου; Ασφαλώς όχι. Γιατί έτσι και εγκαταλείψει ελάχιστα μόνο το δρόμο, βρίσκεται ήδη μακριά απ’ όλο το δρόμο. Εάν δεν θέλει δε να επιστρέψει στο δρόμο, τότε μπορεί δικαιολογημένα να ισχυρισθεί κάποιος ότι το μοναδικό σημείο του δρόμου, όπου ο οδοιπόρος ξέφυγε από την πορεία του, ήταν εκείνο που τον απο­μάκρυνε απ’ όλο το δρόμο.

  21. Και το ίδιο συμβαίνει βέβαια με κάθε σημείο του θεϊκού νό­μου. Δεν μπορεί εύκολα κάποιος να παραβεί σκαιότατα ολόκλη­ρο το νόμο, αφού κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο. Αρκεί όμως εάν κάποιος παραβαίνει ένα σημείο και στη συνέχεια επιμένει σ’ αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο απομακρύνεται από ολόκληρο το νόμο και όταν δεν το θέλει και εάν δεν τον βοηθήσει ο Κύριος, τότε δεν θα επανερχόταν ποτέ στο δρόμο του νόμου ή της θεϊκής τάξης. Και έτσι μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι τα περισσότερα κακά του κόσμου προέρχονται αρχικά, δυστυχώς βέβαια, από τη θεληματι­κή και κακόβουλη έλλειψη κατανόησης ή μάλλον από την κακό­βουλη διαστρέβλωση του νοήματος αυτών των δυο τελευταίων θεϊκών εντολών.

  22. Σας γνωρίσαμε επαρκώς τους παραλογισμούς και τις λαν­θασμένες επεξηγήσεις αυτής της εντολής. Γι’ αυτό ας προχωρή­σουμε στη σωστή σημασία αυτού του νόμου, στο φως της οποί­ας σημασίας θα δείτε όλες τις γελοιότητες να φωτίζονται ασύ­γκριτα πιο καθαρά.

Αιτία της απόκρυψης του πραγματικού
νοήματος της δέκατης εντολής

  1. Εδώ θα πουν κάποιοι που διάβασαν τα προηγούμενα: Είμα­στε ειλικρινά πολύ περίεργοι να μάθουμε ποιο είναι το πραγμα­τικά αμετάβλητο νόημα αυτής της εντολής, αφού κάθε νόημα που αποδώσαμε σε αυτή στο παρελθόν, χαρακτηρίστηκε σαν πα­ράλογο και γελοίο! Θα θέλαμε, ειλικρινά, πολύ να μάθουμε σε ποιον επομένως απευθύνεται η εντολή και ποιος είναι ο πλησίον και η γυναίκα του; Γιατί στην εντολή δεν διατυπώνεται τίποτα συγκεκριμένα. Ο αποδέκτης της εντολής μπορεί πράγματι να εί­ναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι όμως ακόμη απόλυτα σαφές αν ως εντολοδόχος μπορεί να εννοηθεί ακόμα και μια γυναίκα. Χωρίς αμφιβολία, ο ορισμός του πλησίον, ιδιαίτερα εάν πάρουμε τη λέ­ξη στην ευρύτερη έννοιά της, θα μπορούσε να είναι περισσότε­ρο ακριβής αν θεωρήσουμε ότι ο πλησίον μας είναι ο καθένας που ενδεχομένως έχει ανάγκη τη βοήθειά μας. Με τη γυναίκα όμως υπάρχει ασφαλώς μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί δεν γνωρί­ζουμε αν με τη λέξη αυτή εννοείται μόνο μια παντρεμένη γυναί­κα ή ακόμα και μία ανύπανδρη· εδώ, βέβαια, πρόκειται για μία μεμονωμένη γυναίκα και όχι για περισσότερες, αυτό όμως δεν κάνει το θέμα ούτε στο ελάχιστο πιο συγκεκριμένο.

Γιατί, όταν σκεφτεί κάποιος ότι σε ένα οποιοδήποτε μέρος της γης υφίσταται η πολυγαμία, είναι προφανές ότι θα υπήρχε νέο πρόβλημα πάλι με το μονοψήφιο αριθμό. Όλα αυτά μας κάνουν ακόμα πιο περίεργους για το πραγματικό νόημα αυτής της εντο­λής, επειδή η κυριολεκτική έννοια είναι πραγματικά διάτρητη και δεν πείθει.

  1. Και εγώ προσθέτω ότι είναι βέβαια φανερό πως μόνο με τη σκέτη εξωτερική έννοια καταλήγει κανείς αναγκαστικά στον πιο μεγάλο παραλογισμό, ποτέ όμως σε μια καθαρή αλήθεια.

  2. Θα πει, βέβαια, κάποιος στο σημείο αυτό: Γιατί λοιπόν τότε δεν έδωσε ο Κύριος το νόμο απαρχής, έτσι που να μη φαίνεται κεκαλυμμένα, αλλά ανοικτά για τον καθένα με ποια έννοια δό­θηκε πραγματικά και πώς πρέπει να γίνει σεβαστός υπ’ αυτήν την έννοια;

  3. Αυτή η ένσταση ακούγεται καλά επιφανειακά και θεωρείται σαν μια αρκετά σοφά τεκμηριωμένη αντίρρηση, είναι φανερό όμως ότι είναι τόσο ανόητη, που δύσκολα μπορεί κάποιος να φα­νταστεί κάτι πιο ανόητο. Για να φανεί όμως στον καθένα το· ασυ­νήθιστα φαιδρό αυτής της ένστασης, σαν να βρισκόταν μερικά μόνο μίλια μακριά από τον ήλιο και ξαφνικά να τον έβλεπε με τα μάτια του ή σαν και εκείνον που αν και βρίσκεται στο δάσος δεν το βλέπει, γιατί του το κρύβουν τα πολλά δένδρα, θέλω λοιπόν, με αυτή την ευκαιρία, να παραθέσω μερικές σύντομες παρατηρήσεις.

  4. Ας υποθέσουμε ότι θα μπορούσε ένας φυσιοδίφης και βοτα­νολόγος, για να διευκολυνθεί στην έρευνά του, να σκεφθεί το εξής: γιατί ο Ύψιστος Δημιουργός δεν δημιούργησε τα δένδρα και τα φυτά κατά τέτοιο τρόπο που να είναι ο πυρήνας από έξω και ο φλοιός από μέσα, έτσι ώστε να μπορούμε να παρατηρούμε με το μικροσκόπιο, με λιγότερο κόπο και με ακρίβεια το πώς ανεβαίνουν οι χυμοί στα κλαδιά και τις αντιδράσεις τους και τις άλλες λειτουργίες; Γιατί δεν μπορεί, βέβαια, να ήταν πρόθεση του Δημιουργού να τοποθετήσει πάνω στη γη ένα σκεπτόμενο άνθρωπο, αλλά χωρίς τη δυνατότητα να διεισδύσει ποτέ στο μυ­στικό των θαυμαστών λειτουργιών της φύσης. Τι λέτε γι’ αυτή την επιθυμία; Δεν είναι υπερβολικά ανόητη;

  5. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Κύριος θα δεχόταν να ικανοποι­ήσει μια τέτοια πρόκληση και να αναποδογυρίσει τα δέντρα και τα φυτά, όμως δεν θα εμφανισθούν αμέσως και άλλοι επιστήμο­νες που θα πουν: Τι μας χρησιμεύει να παρατηρούμε τον εξωτε­ρικό πυρήνα αν δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε την αξιοθαύμα­στη διάπλαση του εσωτερικού φλοιού; Τι ακολουθεί λοιπόν από εδώ και πέρα; Θα έπρεπε ο Κύριος να υποχωρήσει πάλι και να τοποθετήσει, με ένα σε μένα πραγματικά μη κατανοητό τρόπο, φλοιό και πυρήνα εξωτερικά του δέντρου. Ας υποθέσουμε όμως ότι ο Κύριος είχε καταφέρει όντως κάτι τέτοιο και το εσωτερικό του δέντρου υπάρχει τώρα μαζί με το ξύλο. Αλλά δεν θα ερχόταν ευθύς αμέσως ένας άλλος επιστήμονας, για να γνωστοποιήσει μια νέα επιθυμία, λέγοντας: Ο φλοιός και ο πυρήνας κρύβουν από τα μάτια μας τη θαυμαστή διάπλαση του ξύλου. Δεν θα μπο­ρούσε, άραγε, το δέντρο να είναι κατά τέτοιο τρόπο διαμορφω­μένο, ώστε όλα, ο πυρήνας, το ξύλο και ο φλοιός να ήταν εξωτε­ρικά ή τουλάχιστον τόσο διαφανή, όσο ο αέρας;

  6. Ειδήμονες της οπτικής και μαθηματικοί θα πρέπει να αποφα­σίσουν εάν κάποιος μπορεί να πάρει ένα δέντρο, το οποίο αποτελείται απαραίτητα από αναρίθμητα όργανα και να το κάνει τόσο διαφανές, όσο και ο αέρας ή τουλάχιστον όσο το καθαρό νερό. Όμως το τι καρποί θα φύτρωναν πάνω στα μεγάλα αέρινα δέντρα θα μπορούσε να το πληροφορηθεί κάποιος καλά κοντά στις πε­ριοχές του Βορείου και του Νοτίου Πόλου. Γιατί μερικές φορές εκεί συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα, λόγω του μεγάλου ψύχους, όπως συμβαίνουν σε σας το χειμώνα στα τζάμια των παραθύρων, μόνο που εκεί φυτρώνουν στον αέρα τα κρυστάλλινα δέντρα από πάγο. Εάν πάνω σε αυτά τα δέντρα κάνουν την εμφάνισή τους και σύκα και χουρμάδες, δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα μέχρι τώρα.

  7. Σε ό,τι αφορά από την άλλη τα δέντρα όπου όλα, πυρήνας, ξύλο και φλοιός, θα έπρεπε να είναι εξωτερικά, μπορείτε να εί­στε απόλυτα βέβαιοι ότι θα ήταν πιο εύκολο να κάνετε μια τε­τράγωνη σφαίρα, παρά ένα τέτοιο δέντρο. Νομίζω ότι με αυτή την παρατήρηση θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό με αρκετά σαφή τρόπο το παράλογο της παραπάνω ένστασης. Ως συνήθως όμως, για να εξηγήσουμε πώς έχει το θέμα στην πραγματικότητα, χρει­άζεται να προσθέσουμε ακόμα μερικές παρατηρήσεις.

  8. Ας πάρουμε ένα γιατρό που έχει σπουδάσει πολύ και έχει ήδη ρουφήξει, όπως καταβροχθίζει το χταπόδι, ένα ολόκληρο βουνό από επιστημονικές γνώσεις. Αλλά όταν καλείται να επισκεφθεί έναν άρρωστο που είναι σε κρίσιμη κατάσταση, πολλές φορές στέκεται πλάι στο κρεβάτι του αρρώστου, όπως ένα ζευγάρι νεοζεμένα βόδια σε ένα απόκρημνο βουνό. Ο γιατρός υποβάλλεται τότε σε ερωτήσεις από τους παριστάμενους: Πώς βρίσκετε τον ασθενή; Μα τι έχει; Μπορούμε να τον βοηθήσουμε;

  9. Βομβαρδισμένος από όλες αυτές τις ερωτήσεις ο γιατρός παίρνει ένα σοφό αλλά ανησυχητικά αμήχανο ύφος και λέει: Αγαπητοί μου! Δεν μπορώ να αποφασίσω τώρα για τίποτα, πρώ­τα πρέπει να δοκιμάσω το φάρμακο στον ασθενή. Αν υπάρξουν αντιδράσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα ξέρω πού βρίσκο­μαι. Αν δεν παρουσιασθούν αντιδράσεις, πρέπει να καταλάβετε από μόνοι σας ότι εμείς από την πλευρά μας δεν μπορούμε να δούμε μέσα στο σώμα για να εντοπίσουμε το επίκεντρο και τη φύση της ασθένειας.

  10. Τότε λέει κάποιος, κάπως λακωνικά: Τότε, γιατρέ, ο Θεός θα είχε μάλλον κάνει καλύτερα, εάν είχε δημιουργήσει τον άν­θρωπο έτσι όπως ο ξυλουργός ένα ντουλάπι, που μπορούμε να το ανοίξουμε και να δούμε τι υπάρχει μέσα. Ή θα έπρεπε να το­ποθετήσει εξωτερικά στους ανθρώπους τα πιο ευαίσθητα όργα­να, στα οποία μπορεί κάποιος να φθάσει τόσο δύσκολα, όπως έκανε με τα νύχια, τα αυτιά, τα μάτια και τη μύτη. Έτσι θα μπο­ρούσε κάποιος να σπεύσει σε βοήθεια αυτού του οργάνου αμέ­σως με ευκολία είτε με ένα έμπλαστρο ή με μια αλοιφή ή με ένα επίδεσμο. Αλλά το καλύτερο από όλα θα ήταν προφανώς εάν θα είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο είτε διαφανή όπως το νερό ή εάν δεν θα του είχε δώσει τόσο ευάλωτο οργανισμό και τον είχε δια­μορφώσει γενικά περισσότερο σαν πέτρα.

  11. Ο γιατρός σηκώνει τη μύτη του περιφρονητικά, αλλά παρ’ όλα αυτά λέει: Ναι, αγαπητέ μου φίλε, θα ήταν βέβαια καλύτε­ρα, τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι όπως μόλις εξέφρασες την επιθυμία να είναι. Πρέπει να αρκεστούμε, επομένως, στο ότι εί­μαστε σε θέση να βγάλουμε πιο ακριβή συμπεράσματα για την εσωτερική κατάσταση της υγείας και της ασθένειας ενός ανθρώ­που μόνο δια της εμπειρικής οδού. Γιατί, εάν μπορούσαμε να ανοίξουμε τον άνθρωπο, όπως ένα ντουλάπι, αυτό θα ήταν, για τον καθένα ακόμα πιο επικίνδυνο από ό,τι είναι έτσι, επειδή μια αδέξια λαβή στο εσωτερικό θα μπορούσε ξαφνικά να του κοστί­σει τη ζωή. Εάν από την άλλη τοποθετούνταν εξωτερικά τα εσω­τερικά μέρη του σώματος, αληθινά, αγαπητέ μου, αυτό θα έδινε στην ανθρώπινη μορφή μια άκρως αντιαισθητική όψη. Εάν θα ήταν ο άνθρωπος απόλυτα διαφανής δε, θα τρόμαζε ο ένας τον άλλο, γιατί θα έβλεπε συγχρόνως το δέρμα, στη συνέχεια τους μύες τού ανθρώπου, τα αγγεία, τα νεύρα και, τέλος, το σκελετό. Μπορείς να φαντασθείς, από μόνος σου ότι ένα τέτοιο θέαμα δεν θα ήταν ελκυστικό.

  12. Νομίζω ότι σε αυτή τη σκέψη γίνεται ακόμα πιο φανερό το γελοίο της παραπάνω ένστασης.

  13. Υπάρχει όμως ακόμα κάποιος που αντιλέγει: Είναι βέβαια παράλογο να σκεφτούμε ότι στα φυσικά, υλικά πράγματα το εσωτερικό τους θα αποτελούσε ταυτόχρονα και το εξωτερικό τους. Όμως ο λόγος αυτός καθαυτόν δεν είναι βέβαια ούτε δέ­ντρο ούτε ζώο ούτε άνθρωπος, αλλά είναι βασικά πνευματικός, αφού δεν έχει πάνω του τίποτα το υλικό. Γιατί τότε θα έπρεπε να έχει και ο λόγος, όπως ένα δέντρο ή όπως ο άνθρωπος, κάποιο ακατάληπτο εσωτερικό νόημα; Και πώς θα ήταν αυτό δυνατό εάν λάβει υπ’ όψιν του κάποιος την έτσι κι αλλοιώς εξαιρετική απλότητα και μονοσημία του λόγου;

  14. Αλλά, λέω εγώ, ας πάρουμε τη λέξη πατέρας για παράδειγ­μα. Τι δηλώνει; Είναι η λέξη ο ίδιος ο πατέρας ή δηλώνει στην ουσία έναν πραγματικό πατέρα, για τον οποίο αυτή η λέξη είναι μόνο ένας τύπος που αποδίδει ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα; Θα πει κάποιος ότι είναι προφανές ότι εδώ η λέ­ξη δεν είναι ο ίδιος ο πατέρας, αλλά μόνο ένας εξωτερικός χα­ρακτηρισμός. Εγώ έχω μια ερώτηση όμως πάνω σ’ αυτό: Τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η λέξη αυτή, για να θεωρήσουμε ότι αποδίδει σωστά, ως τύπος, το εξωτερικό χαρακτηριστικό γνώρι­σμα; Απάντηση: Η λέξη πρέπει να απεικονίζει έναν άνθρωπο, που έχει μια σχετική ηλικία, είναι παντρεμένος, έκανε με τη γυ­ναίκα του ζωντανά παιδιά και στη συνέχεια τα φροντίζει πραγ­ματικά σαν πατέρας, σωματικά και πνευματικά.

  15. Ποιος έχει την παραμικρή αντίρρηση ότι αυτή η εκτενής και άκρως ουσιαστική σημασία πρέπει υποχρεωτικά να περιέχεται στην απλή λέξη «πατέρας», αφού, χωρίς τη σημασία αυτή η λέξη δεν θα ήταν καν λέξη;

  16. Όταν όμως ήδη στις εξωτερικές σχέσεις κάθε απλή λέξη πρέ­πει να έχει μια περισσότερο εσωτερική ερμηνεία και ανάλυση, πό­σο περισσότερο εσωτερικό πνευματικό νόημα πρέπει επομένως να έχει κάθε εξωτερική λέξη, αφού όλα αυτά βέβαια που χαρακτηρί­ζονται από εξωτερικές λέξεις πρέπει να έχουν από μόνα τους ήδη ένα εσωτερικό πνεύμα, δηλαδή δύναμη και ενέργεια. Ένας πατέ­ρας έχει σίγουρα και ψυχή και πνεύμα. Χαρακτηρίζει, λοιπόν, σω­στά η λέξη την έννοια «πατέρας», όταν δεν περιλαμβάνει την ψυ­χή και το πνεύμα; Ασφαλώς όχι, γιατί ο πραγματικός πατέρας απο- τελείται από σώμα, ψυχή και πνεύμα, δηλαδή από το εξωτερικό, το εσωτερικό και το εσώτατο τμήμα του. Όταν, λοιπόν, ο ζωντανός πατέρας είναι φτιαγμένος έτσι στην πραγματικότητα, δεν πρέπει τότε κάτι τέτοιο να απεικονίζεται και στη λέξη «πατέρας» το ίδιο καλά όπως με έναν καθρέφτη;

  17. Νομίζω ότι δεν μπορεί να περιγράφει σαφέστερα το ουσια­στικό εσωτερικό νόημα της λέξης. Από αυτό όμως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, όταν ο Κύριος κάνει γνωστή στον κόσμο τη θέλησή Του, δεν μπορεί σύμφωνα με την αιώνια θεϊκή τάξη Του να τη γνωστοποιήσει διαφορετικά στους εξωτερικούς ανθρώπους, παρά μόνο με εξωτερικές απεικονίσεις στις οποίες είναι προφανές ότι ενυπάρχει ένα εσωτερικό και ένα εσώτατο νόημα. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, η θεϊκή αγάπη φροντίζει ολόκληρο τον άν­θρωπο, από την εσώτατη μέχρι την πιο εξωτερική του φύση.

  18. Αφού αποδείξαμε λοιπόν με όση περισσότερη σαφήνεια γί­νεται την αναγκαιότητα και το αναμφίβολο μιας τέτοιας ρύθμι­σης, θα είναι τώρα πολύ πιο εύκολο να βρούμε σχεδόν από μό­νοι μας το εσωτερικό αληθινό νόημα του νόμου μας· και, όταν θα σας το εξηγήσω, θα αναγνωρίσετε ότι ο νόμος είναι απαρά­βατος και είναι ο μόνος αληθινός και γενικά έγκυρος. Για τούτο περνάμε, λοιπόν, αμέσως σε αυτή την εξήγηση.

Το εσωτερικό, πραγματικό νόημα της
δέκατης εντολής

  1. Ο νόμος όπως τον γνωρίζουμε ήδη από μνήμης, λέει: «Μην ποθήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου» -ή μην επιθυμήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου, που είναι ένα και το αυτό.- Ποια είναι, λοιπόν, «η γυναίκα» και ποιος είναι ο «πλησίον»;

  2. Η γυναίκα είναι η αγάπη κάθε ανθρώπου και ο πλησίον είναι κάθε άνθρωπος, με τον οποίον έρχομαι σε κάποια επαφή ή ο οποίος με κάποιο τρόπο χρειάζεται τη βοήθειά μου, όπου είναι δυνατό, πιθανό και απαραίτητο. Αν το γνωρίζουμε αυτό, τότε τα γνωρίζουμε, κατά βάθος, όλα.

  3. Ποια είναι, συνεπώς, η σημασία της εντολής; Απλά ότι ο άν­θρωπος δεν πρέπει να απαιτεί την αγάπη τού πλησίον του από φιλαυτία και για το συμφέρον του. Γιατί η φιλαυτία δεν είναι βα­σικά τίποτα άλλο από το να προσελκύουμε την αγάπη του άλλου για τη δική μας απόλαυση, χωρίς να ανταποδίδουμε όμως στον ίδιο κανένα ίχνος αγάπης.

  4. Έτσι έχει, λοιπόν, ο νόμος, όσον αφορά στο αρχικό πνευμα­τικό νόημά του. Λέει όμως κάποιος:

  5. Είναι φανερό ότι εδώ ο νόμος αποδίδεται σύμφωνα με την κυριολεκτική έννοιά του, που θα έπρεπε να την είχαμε καταλά­βει από την αρχή το ίδιο καλά όπως και τώρα με αποτέλεσμα να είχαν αποφευχθεί πολλά λάθη. Κι εγώ απαντώ ότι αυτό είναι πράγματι σωστό. Όταν χωρίσει κάποιος ένα δέντρο κόβοντάς το στη μέση, εμφανίζεται και ο πυρήνας προς τα έξω, οπότε μπορεί να τον παρατηρήσει με την ίδια άνεση που κοίταζε άλλοτε το φλοιό.

  6. Όμως ο Κύριος έχει περιβάλει σκόπιμα και με σοφία το ιε­ρό, ζωντανό εσωτερικό νόημα, με μια εξωτερική φυσική εικόνα, για να μη διαβρωθεί και καταστραφεί από κάποιους κακόβου­λους ανθρώπους. Γιατί αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλε­σμα, τότε, να υποστούν όλοι οι ουρανοί και οι κόσμοι πολύ με­γάλη καταστροφή. Γι’ αυτό το λόγο είπε ο Κύριος ότι: Πρέπει να μείνει κρυφό από τους μεγάλους και ισχυρούς σοφούς του κό­σμου και να αποκαλυφθεί μόνο στους μικρούς, τους αδύνατους και τους ανήλικους.

  7. Αυτή είναι, άλλωστε, η κατάσταση και με τα πράγματα της φύσης. Ας υποθέσουμε ότι ο Κύριος είχε δημιουργήσει κατά τέ­τοιο τρόπο τα δέντρα, ώστε ο πυρήνας τους και τα βασικά ζωτι­κά τους όργανα να βρίσκονταν στην επιφάνεια του κορμού· πέ­στε μόνοι σας σε πόσους κινδύνους θα ήταν εκτεθειμένο ένα δέ­ντρο, ανά πάσα στιγμή;

  8. Γνωρίζετε ότι όταν κάποιος τρυπήσει σκόπιμα ή κακοπροαί­ρετα τον εσωτερικό πυρήνα ενός δέντρου, τότε το δέντρο καταστρέφεται. Όταν κάποιο βλαβερό σκουλήκι ροκανίζει τη ρίζα τού κυρίως κορμού, που είναι σε άμεση επαφή με τον πυρήμα τού δέντρου, τότε το δέντρο πεθαίνει. Ποιος δεν γνωρίζει το βλαβερό «βλαστοφάγο»; Πρώτα ροκανίζει το ξύλο και ύστερα καταστρέφει εδώ και εκεί τα βασικά όργανα του δέντρου, ώστε το δέντρο πεθαίνει. Όταν το δέντρο είναι εκτεθειμένο ήδη με αυ­τόν τον τρόπο σε κάποιους κινδύνους, που μπορεί να σημαίνουν το θάνατό του, σε πόσους άλλους θα ήταν επί πλέον εκτεθειμέ­νο αν τα βασικά ζωτικά του όργανα βρίσκονταν στην επιφάνεια του κορμού;

  9. Δείτε, έτσι ακριβώς και ακόμα πιο ευαίσθητος είναι ο Λόγος του Κυρίου. Αν δινόταν, ευθύς εξ αρχής το εσωτερικό νόημα προς τα έξω, οι άνθρωποι δεν θα είχαν καμία θρησκεία εδώ και πολύ καιρό. Θα είχαν ροκανίσει και θα είχαν καταξεσχίσει αυτό το εσωτερικό ιερό νόημα στα ζωτικά του μέρη, το ίδιο όπως έκα­ναν με τον εξωτερικό φλοιό στο δέντρο της ζωής. Εδώ και και­ρό θα είχε με αυτό τον τρόπο καταστραφεί και η εσωτερική ιε­ρή πόλη του Θεού, ώστε δεν θα είχε μείνει καμιά πέτρα όρθια, όπως το έκαναν με την παλιά Ιερουσαλήμ και όπως το έκαναν με το Λόγο που του έδωσαν μόνο την εξωτερική σημασία του γράμματος και όχι του πνεύματός του.

  10. Γιατί ο Λόγος του Θεού, όσον αφορά στην εξωτερική, κυ­ριολεκτική σημασία του γράμματός του, όπως το έχετε μπροστά σας στην Αγία Γραφή, διαφέρει τόσο πολύ από το αρχικό κείμε­νο, όσο διαφέρει η σημερινή πανάθλια πολίχνη Ιερουσαλήμ από την παλιά κοσμοπολίτικη Ιερουσαλήμ.

  11. Κι όμως, όλη αυτή η αλλοίωση, ο κατατεμαχισμός, ακόμα και ο ακρωτηριασμός της κυριολεκτικής εξωτερικής σημασίας του γράμματος της Γ ραφής, δεν απέβησαν εις βάρος της εσωτε­ρικής έννοιας· γιατί ο Κύριος, με τη σοφή πρόβλεψή Του, έχει θεσπίσει από αιώνων μια τέτοια τάξη στα πνευματικά πράγμα­τα, έτσι που να μπορεί να διατηρηθεί και να δοθεί η μία και μο­ναδική πνευματική αλήθεια, ανάμεσα στις διαφορετικές εξωτε­ρικές εικόνες, χωρίς να υποστεί βλάβη.

  12. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση, αν ο Κύριος είχε δώσει εξ αρχής γυμνή την εσωτερική πνευματική αλήθεια, χωρίς εξωτε­ρική προστατευτική κάλυψη. Οι άνθρωποι θα είχαν διαβρώσει και καταστρέψει αυτή την ιερή ζωντανή αλήθεια κατά την κρίση τους και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα είχε πάει χαμένη κάθε ζωή.

  13. Επειδή όμως το εσωτερικό νόημα είναι κατά τέτοιο τρόπο κρυμμένο, που είναι αδύνατο να μπορέσει να το εντοπίσει ποτέ ο κόσμος, η ζωή παραμένει εξασφαλισμένη, αν και ο εξωτερικός μανδύας έχει σχισθεί σε χίλια κομμάτια. Και έτσι ακούγεται βέ­βαια η εσωτερική σημασία του Λόγου, όταν αποκαλυφθεί, όμοια με την εξωτερική σημασία του Λόγου και μπορεί να εκφρασθεί εξίσου με έναρθρους φθόγγους και λέξεις. Αυτό δεν αλλάζει όμως στο ελάχιστο την κατάσταση. Γι’ αυτό το λόγο παραμένει μία εσωτερική, ζωντανή, πνευματική σημασία, που είναι ανα­γνωρίσιμη σαν τέτοια, αφού περιλαμβάνει ολόκληρη τη θεϊκή τάξη, ενώ η εικόνα που την περιβάλλει εκφράζει μόνο μία ειδι­κή σχέση που, όπως είδαμε, δεν μπορεί να έχει γενική ισχύ.

  14. Το πώς η εικόνα της εντολής, για την οποία μόλις συζητή­σαμε, είναι μόνο ένα εξωτερικό περίβλημα και το πώς η γνωστή σε σας πλέον εσωτερική έννοια είναι πραγματικά εσωτερική, πνευματική και ζωντανή, αυτό θα το διασαφηνίσουμε αμέσως με μια πρόσθετη παρατήρηση.

  15. Η εξωτερική εικονική εντολή είναι γνωστή, εσωτερικά δε σημαίνει: Μην επιθυμήσεις την αγάπη του αδελφού σου ή της αδελ­φής σου!

  16. Γιατί όμως αυτή η εντολή, η γεμάτη περιεχόμενο και σπουδαιότητα για τη ζωή καλύπτεται κάτω από την εικόνα της μη επιθυμητέας γυναίκας;

  17. Με την ευκαιρία αυτή εφιστώ την προσοχή σας σε μια ρή­ση του ίδιου του Κυρίου, στην οποία εκφράζεται για την αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα: «Ο γιος θα εγκαταλείψει τον πατέ­ρα και τη μητέρα του και θα αφοσιωθεί στη γυναίκα του».

  18. Τι θέλει να δείξει με αυτό ο Κύριος; Κυρίως ότι η δυνατότε­ρη αγάπη τού άνδρα σε αυτό τον κόσμο είναι αυτή προς τη γυ­ναίκα του. Γιατί τί αγαπά περισσότερο στον κόσμο ο άνδρας, σύμ­φωνα με τη φύση του, από την αξιαγάπητη, άξια και καλή του γυ­ναίκα; Στη γυναίκα κρύβεται επομένως όλη η αγάπη του άνδρα, όπως, αντίστροφα και η γυναίκα με τη σειρά της δεν αγαπά τίπο­τα περισσότερο από έναν άνδρα που ταιριάζει στην καρδιά της.

  19. Έτσι σε αυτή την εντολή με την εικόνα της γυναίκας σηματοδοτείται όλη η αγάπη του άνδρα ή του ανθρώπου γενικά, για­τί πραγματικά η γυναίκα δεν είναι παρά ένα εξωτερικό τρυφερό περίβλημα της αγάπης του άνδρα.

  20. Από ποιον μπορεί να διαφεύγει το γεγονός ότι στην ερμη­νεία αυτή, η εικόνα που λέει: «Μην ποθήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου» σημαίνει το ίδιο όπως: Μην επιθυμήσεις, για να επωφεληθείς εσύ, την αγάπη του πλησίον σου και μάλιστα όλη την αγάπη, γιατί και η γυναίκα στον κόσμο παρομοίως περιέχει μέσα της όλη την αγάπη του άνδρα.

  21. Αν το εξετάσετε κάπως πιο προσεκτικά, είναι ολοφάνερο ότι όλες οι εξωτερικές γνωστές μας απροσδιοριστίες του εξωτε­ρικού εικονικού νόμου, δεν είναι παρά μόνο εσωτερικοί προσ­διορισμοί γενικής ισχύος. Το πώς, θα το δούμε αμέσως.

  22. Είναι απροσδιόριστο σε ποιον απευθύνεται η εντολή, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο με την εσωτερική έννοια εννοείται ο καθέ­νας, άσχετα αν ανήκει στο ανδρικό ή το γυναικείο φύλο. Το ίδιο αόριστη είναι η έννοια της γυναίκας, γιατί δεν αναφέρεται αν πρό­κειται για νέα ή ηλικιωμένη γυναίκα, αν είναι μία ή περισσότερες, αν είναι κορίτσι ή χήρα. Γιατί είναι κάτι τέτοιο αόριστο; Γιατί η αγάπη του ανθρώπου είναι μόνο μία και δεν είναι ούτε νέα, ούτε ηλικιωμένη γυναίκα, ούτε χήρα, ούτε ένα ελεύθερο κορίτσι, γιατί αυτή η αγάπη σε κάθε άνθρωπο είναι μόνο μία. Για αυτή την αγά­πη δεν πρέπει ο πλησίον να έχει καμία επιθυμία, γιατί είναι η κα­θαυτό ζωή του κάθε ανθρώπου. Καθένας που επιθυμεί από απλη­στία, φθόνο και τσιγγουνιά αυτή την αγάπη, συμπεριφέρεται στον πλησίον του ωσάν να έχει πρόθεση για φόνο, αφού θα ήθελε να ιδιοποιηθεί την αγάπη ή τη ζωή του διπλανού του προς όφελος του. Και ομοίως ο πλησίον είναι επίσης απροσδιόριστος. Γιατί με τη λέξη πλησίον εννοείται, με την 7ΐνευματική έννοια του όρου, κάθε άνθρωπος χωρίς διαχωρισμό του φύλου.

  23. Νομίζω ότι μετά από αυτό θα πρέπει να σας είναι αρκετά σαφές ότι το εσωτερικό νόημα που σας γνωστοποίησα είναι το μόνο σωστό, γιατί περιλαμβάνει τα πάντα.

  24. Ίσως κάποιος, από το ημίφως που επικρατεί στη σκέψη του, κομπάζοντας θα αντιτάξει ότι αν έτσι έχει το πράγμα, τότε δεν είναι δα και καμιά αμαρτία εάν κοιμηθεί κάποιος με τη γυναίκα ή τις κόρες του διπλανού του ή αν τις ποθήσει. Αλλά εγώ έχω να του πω: Προσοχή, αγαπητέ μου φίλε! Μ’ αυτή την παρατήρηση έχεις πέσει πολύ έξω. Το ότι δεν πρέπει να επιθυμείς την αγάπη του πλησίον σου και μάλιστα όλη του την αγάπη, με αυτό δεν εν­νοούνται όλα όσα έχει αυτός στην καρδιά του ως πιο αγαπητά στη ζωή του; Επομένως στην πραγματικότητα δεν σου επιτρέπε­ται να επιθυμείς, όχι μόνο τη γυναίκα και τις κόρες του διπλανού σου, αλλά και όλα όσα περικλείει η αγάπη του αδελφού σου,

  25. Γι’ αυτό το λόγο κατ’ αρχάς είχαν δοθεί οι δύο τελευταίες εντολές μαζί σαν μία. Διαφέρουν μόνο στο ότι στην ένατη εντολή η αγάπη τού πλησίον, που πρέπει να γίνει ιδιαίτερα σεβαστή, αναφέρεται πιο εξειδικευμένα, ενώ στη δέκατη εντολή εκφράζεται ακριβώς η ίδια ιδέα στην εσωτερική και πιο γενική της σημασία.

  26. Ασφαλώς είναι ολοφάνερο στον κάθε άνθρωπο ότι και ο πό­θος για τη γυναίκα και τις θυγατέρες του πλησίον είναι απαγο­ρευμένος. Είναι όπως όταν κάποιος δίνει σε κάποιον άλλο ένα ολόκληρο βόδι, οπότε του δίνει και τα άκρα του βοδιού, την ουρά του, τα κέρατα, τα αυτιά και τα πόδια του κλπ. Ή εάν θέλει ο Κύ­ριος να χαρίσει σε κάποιον έναν κόσμο, θα του δώσει βέβαια και όλα όσα υπάρχουν πάνω του και δεν θα πει: Μόνο το εσωτερικό του κόσμου είναι δικό σου, η επιφάνεια όμως ανήκει σε μένα.

  27. Νομίζω ότι για την κατανόηση του θέματος δεν μπορεί η εξήγηση να δοθεί σαφέστερα. Γνωρίσαμε, επομένως, πλήρως το εσωτερικό, αληθινό, νόημα αυτής της εντολής, όπως αυτό ισχύ­ει αιώνια σε όλους τους ουρανούς και εξασφαλίζει την ευδαιμο­νία όλων των αγγέλων και αντιμετωπίσαμε κάθε πιθανή ένστα­ση. Με αυτό, λοιπόν, φθάσαμε στο τέλος και γι’ αυτό θα πάμε αμέσως στην ενδέκατη λαμπρή αίθουσα που βρίσκεται μπροστά μας. Εκεί θα βρούμε όλα όσα είπαμε ως εδώ, συνοψισμένα σε ένα μοναδικό σημείο να επαληθεύονται κάτω από ένα διαυγέ­στατο φως. Ας εισέλθουμε, λοιπόν, στο εσωτερικό της!

Η ενδέκατη αίθουσα και η ενδέκατη εντολή

Η αγάπη του Θεού

  1. Νά ’μαστε κιόλας στην αίθουσα αυτή και στο κέντρο της βλέπουμε πάλι μία μεγάλη άσπρη γυαλιστερή κολώνα με ένα στρογγυλό πίνακα. Ο πίνακας λαμπυρίζει σαν ήλιος και στο κέ­ντρο του είναι γραμμένο με ρουμπινιά φωτεινά γράμματα:

  2. «Οφείλεις να αγαπάς τον Θεό και Κύριό σου, πάνω από όλα, με όλη σου την καρδιά και με όλες σου τις δυνάμεις που σου έχει δώσει Αυτός για να ζεις».

  3. Εκτός από αυτόν τον εντυπωσιακό ηλιόμορφο πίνακα με το βαθύ περιεχόμενο, βλέπουμε επίσης και μάλιστα περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη αίθουσα, ένα πλήθος από παιδιά που έχουν πια μεγαλώσει. Όπως μπορείτε να παρατηρήσετε, πό­τε συγκεντρώνονται με το βλέμμα τους πάνω στον πίνακα, πότε συζητούν με τους δασκάλους τους και πότε βυθίζονται εντελώς στο εσωτερικό τους, καθώς στέκονται σαν αγάλματα με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος. Από μόνη της όλη η εικόνα, λοι­πόν, δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικά σημαντικό.

  4. Μπορεί να πει ίσως κάποιος ότι κάτι τέτοιο είναι σίγουρα αναμενόμενο. Αλλά αν το καλοκοιτάξει κανείς το θέμα υπό το κατάλληλο φως, η εντολή στον ηλιόμορφο πίνακα κατά βάση δεν λέει άλλο από όσα έχουν πει όλες μαζί οι προηγούμενες εντολές. Γιατί, λοιπόν, πρέπει να λάμπει αυτός συγκεκριμένα ο πίνακας, ενώ οι δέκα προηγούμενοι ήταν απλά λευκοί και ως συ­νήθως γραμμένοι με σκούρα γράμματα; Η παρατήρηση αυτή δεν στερείται τελείως ουσίας. Παρ’ όλα αυτά, εδώ χάνει τελείως τη σημασία της, όπως εξ άλλου και κάθε άλλη διδασκαλία ή θεώ­ρηση χάνει αναγκαστικά τη λάμψη της απέναντι σε ένα και μό­νο λόγο από το στόμα του Κυρίου.

  5. Το πράγμα είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που μαρτυρεί στον κόσμο σχεδόν χειροπιαστά η μεγάλη φύση, ημέρα με την ημέρα.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, πόσες και πόσες χιλιάδες και χιλιάδες χιλιάδων μικρότερα και μεγαλύτερα φώτα φέγγουν κάθε βράδυ τη σκοτεινή γη από τα πέρατα των ουρανών. Επίσης και η σελήνη εργάζεται συχνά όλη τη διάρκεια της νύχτας. Παράλ­ληλα με αυτά τα πανέμορφα φώτα, ανάβουν σχεδόν άλλα τόσα τεχνητά φώτα και οι άνθρωποι τη νύχτα.

  1. Με όλη αυτή την πληθώρα από φωτάκια και φώτα θα έλεγε κανείς ότι η νύχτα στη γη θα πρέπει να είναι ανυπόφορη με τό­ση φωταψία. Αντίθετα όμως η εμπειρία δείχνει ότι, πάντοτε, με­τά το ηλιοβασίλεμα, το σκοτάδι στη γη μεγαλώνει, όσο χαμηλό­τερα βυθίζεται ο ήλιος στον ορίζοντα, μολονότι στο στερέωμα προβάλλουν ολοένα και περισσότερα φώτα.

  2. Υπάρχει κανένας που να ισχυριστεί πως δεν είναι υπέροχα αυτά τα φώτα;

Ακόμη και ένας μέτρια ένθερμος θαυμαστής των θαυμάτων του Θεού, μπροστά στο θέαμα του έναστρου νυχτερινού ουρα­νού, θα πρέπει να βάλει τα χέρια στο στήθος και να πει: Κύριε, δεν είμαι άξιος να βρίσκομαι σε αυτό το άδυτο Ιερό, σε αυτόν τον απέραντο Ναό της παντοδυναμίας Σου! Δεν υπάρχει αμφι­βολία ότι κανείς μπορεί να παραδέχεται κάθε νύχτα με απόλυτο δίκιο: Όποιος παρατηρεί τα έργα Σου, Κύριε, απολαμβάνει μια γνήσια ευχαρίστηση και περηφάνεια!

  1. Γιατί όμως γνήσια ευχαρίστηση και περηφάνια; Διότι κάθε άνθρωπος έχει όντως αρκετούς λόγους από το αίσθημα χαράς και αγαλλίασης που τον γεμίζει να απολαμβάνει με γνήσια ευλάβεια και περηφάνια το θέαμα αυτό, αφού Εκείνος που δημι­ούργησε αυτά τα θαυμαστά έργα είναι ο Πατέρας του. Επομένως δικαιολογημένα ο καθένας έχει το ιερό δικαίωμα να χαίρεται, καθώς, στραμμένος πιο πολύ στο εσωτερικό του, παρατηρεί μέ­σα στη νύχτα τα μεγάλα θαυμαστά έργα του παντοδύναμου Πα­τέρα του. Άλλωστε, είναι αλήθεια ότι η φλόγα μιας λάμπας ή αυ­τή στο τζάκι, αποτελεί εξίσου ένα θαυμάσιο έργο του παντοδύ­ναμου Πατέρα, όσο και το αστραφτερό φως από τα αμέτρητα αστέρια στον ουρανό.

  2. Το μεγαλείο όλων αυτών των έργων, λοιπόν, που αξίζουν τον πιο βαθύ θαυμασμό, αντιστοιχεί σε όλα με το λόγο από την Παλαιά Διαθήκη.

  3. Σε αυτόν τον παλαιό και νυχτερινό ακόμη ουρανό βλέπου­με ένα σχεδόν αναρίθμητο πλήθος από μικρά και μεγάλα φώτα. Ακτινοβολούν υπέροχα και όποιος τα παρατηρεί κατακλύζεται, κάθε φορά, από ένα μυστικό ιερό δέος. Γιατί αυτό; Διότι το πνεύμα του διαισθάνεται κάτι το μεγάλο πίσω από αυτά τα φώ­τα. Όμως βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά του. Μπορεί να τα κοι­τάζει, να τα καταλαβαίνει και να τα αισθάνεται, αλλά τα μικρά φώτα με το μεγάλο περιεχόμενο δεν θέλουν να έρθουν πιο κοντά στο ερευνητικό του πνεύμα.

  4. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα ουράνια φώτα στον παλαιό ου­ρανό του πνεύματος;

  5. Είναι όλοι οι γνωστοί σας πατριάρχες, πατέρες, προφήτες, δάσκαλοι και καθοδηγητές του λαού, που ήταν πλημμυρισμένοι με το Πνεύμα του Θεού. Μα και στη γη υπάρχουν πολλά τεχνη­τά φώτα τι αντιπροσωπεύουν αυτά στην Παλαιά Διαθήκη; Είναι εκείνοι οι αξιοσέβαστοι άνθρωποι που έζησαν πιστά σύμφωνα με το Λόγο που τους μετέφεραν οι θεόπνευστες εκείνες μορφές και αυτοί, με τον τρόπο της ζωής τους, έδιναν φως στους γείτονές τους και τους εμψύχωναν.

  6. Έτσι έχουμε λοιπόν μπροστά μας την εξαίσια αυτή νυχτε­ρινή σκηνή. Μπορεί βέβαια τη νύχτα, εν μέρει, μερικές θύελλες να καλύπτουν προσωρινά τις ακτίνες του ουρανού με περαστικά σύννεφα. Αλλά η ίδια θύελλα που έφερε στον έναστρο θόλο ένα σύννεφο, εχθρό του φωτός, είναι αυτή πάλι που το σπρώχνει πέ­ρα από τον ορίζοντα και έτσι το στερέωμα γίνεται ακόμη πιο κα­θαρό από ό,τι ήταν πρωτύτερα. Μία τέτοια σύντομης διάρκειας θύελλα τρομάζει τους πάντες που εύχονται τότε να επιστρέφει πάλι η γαλήνια, μαγική νύχτα, η φωτισμένη από αμέτρητες χι­λιάδες φώτα. Ένας που γνωρίζει όμως τα φυσικά φαινόμενα λέ­ει ότι τέτοιες θύελλες είναι συνήθως προάγγελος της ημέρας που έρχεται, εξού και δεν πρέπει κανείς να τις φοβάται.

  7. Και έτσι είναι πράγματι. Γιατί, όπου κινητοποιούνται μεγάλες δυνάμεις, μπορεί να συμπεράνει κάποιος με βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να είναι μακριά μια ακόμη μεγαλύτερη, η μεγίστη προαιώνια δύναμη- γιατί οι άνεμοι μικρής ισχύος δεν είναι άλλο από πλάγια ρεύματα ενός μεγάλου τυφώνα που δεν είναι πολύ μακριά. Αυτός ο φυσιογνώστης έχει δίκιο και μεις συνεχίζουμε να παίρνουμε δύναμη από το μεγαλείο της θαυμάσιας νύχτας.

  8. Σαν τους ερωτευμένους τριγυρίζουμε κάτω από τα αμέτρη­τα παράθυρα του μεγάλου αρχοντόσπιτου. Με τη φαντασία μας να καλπάζει και με το στήθος γεμάτο πόθο υψώνουμε το βλέμ­μα στα ανοίγματα του σπιτιού που φωτίζονται αμυδρά από ένα νυχτοφάναρο και που πίσω τους διαισθανόμαστε το αντικείμενο του έρωτά μας.

  9. Πολλές προαισθήσεις, μυριάδες βαθιές σκέψεις διασχίζουν τον ουρανό της αγάπης μας, σαν διάττοντες αστέρες, όμως κα­νένα από αυτά τα περαστικά, εφήμερα φώτα, δεν μπορεί να σβή­σει ικανοποιητικά τη δίψα, της αγάπης μας.

  10. Το ίδιο συμβαίνει με τους ανθρώπους και στον παλαιό νυ­χτερινό έναστρο ουρανό του πνεύματος. Τι γίνεται δηλαδή;

Με την ανατολή του ήλιου ο ορίζοντας αρχίζει να ροδίζει. Πά­νω από τον ορίζοντα, όπου θα ανατείλει ο ήλιος, απλώνεται όλο και πιο πολύ φως. Μια τελευταία ματιά στο μέχρι πριν λίγο φα­ντασμαγορικό ουρανό και τι βλέπουμε πια; Μόνο να εξαφανίζε­ται το ένα αστέρι μετά το άλλο.

  1. Ο ήλιος, ο λαμπερός, ανατέλλει με την αιώνια λάμψη του και δεν φαίνεται πια ούτε ένα αστεράκι στον ουρανό. Γιατί ο ένας ήλιος με το ένα φως, κάνει το κάθε άτομο του ουρανού πιο φωτεινό από όσο θα μπορούσαν να το κάνουν όλα μαζί τα αμέ­τρητα άστρα τη νύχτα.

  2. Για τον υπομονετικό εραστή, που ονειροπολούσε μάταια όλη τη νύχτα, ανοίγει ένα μόνο παράθυρο στο σπίτι που γι’ αυ­τόν έχει αφάνταστη σημασία. Και από το ένα αυτό παράθυρο τον χαιρετά το ποθητό αντικείμενο της καρδιάς του και με ένα καλοπροαίρετο βλέμμα τού λέει πολύ περισσότερα από όσα του έλεγαν ολονυκτίς οι αμέτρητες ονειροπολήσεις και σκέψεις του.

  3. Έτσι βλέπουμε στη μεγάλη φύση καθημερινά μία σκηνή που αντιστοιχεί απόλυτα στην πνευματική μας αφύπνιση.

  4. Το φεγγάρι, όπως το Μωϋσή, το βλέπουμε να βυθίζεται πίσω από τα βουνά της δύσης με ένα χλωμό φως που φθίνει όταν ο πα­νίσχυρος ήλιος ανεβαίνει το πρωί στον ορίζοντα. Οτιδήποτε ήταν τυλιγμένο σε ένα μυστηριώδες σκοτάδι, όσο κρατούσε η νύχτα, τώρα προβάλλει ολοφώτεινο μπροστά στα μάτια τού καθένα.

  5. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του ήλιου.

Και στον πνευματικό ουρανό είναι όλα αποτέλεσμα της ενέργει­ας του Ενός Κυρίου, του Ενός Ιησού που είναι ο μοναδικός απο­κλειστικός Θεός του ουρανού και όλων των κόσμων!

  1. Ό,τι είναι Αυτός, ως ο θεϊκός Ήλιος όλων των ήλιων, είναι και κάθε ένας λόγος που έχει βγει από το στόμα Του απέναντι σε όλους τους αναρίθμητους λόγους που είπαν εμπνευσμένοι πα­τριάρχες, πατέρες και προφήτες. Στην εξέλιξη της Παλαιός Δια­θήκης βλέπουμε αμέτρητες παραινέσεις και νόμους και κανονι­σμούς. Αυτά είναι αστέρια και τεχνητά φώτα της νύχτας. Μετά όμως έρχεται ο Κύριος, λέει μόνο ένα λόγο και ο λόγος αυτός ισοδυναμεί με ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη.

  2. Γι’ αυτό ακριβώς λοιπόν, αυτός ο ένας, πρώτος λόγος, πα­ρουσιάζεται εδώ στην ενδέκατη αίθουσα σαν ένας αυτόφωτος ήλιος που το φως του φωτίζει μεν άπειρα άστρα, αλλά ο ίδιος ουδέποτε έχει ανάγκη να κάνει χρήση της αντανάκλασης των άστρων. Γιατί, βέβαια, αυτός είναι το Πρωταρχικό Φως από το οποίο έχουν αποκτήσει το μερικό δικό τους φως όλα τα αμέτρη­τα άστρα.

  3. Άρα θα έχει γίνει σίγουρα κατανοητό και στην περίπτωση που έχουμε επίσης εδώ γιατί οι προηγούμενοι δέκα πίνακες είναι απλά λευκοί, δηλαδή αχνοφέγγουν, ενώ σε αντίθεση βλέπουμε εδώ την απεικόνιση του αιώνιου ηλιακού φωτός που δεν έχει ανάγκη από κανένα φως πριν ή μετά από το ίδιο, αφού περιέχει μέσα του όλα τα άλλα φώτα.

  4. Όποιος εντρυφήσει σε αυτό, έστω και λίγο, θα συνειδητοποιήσει πλήρως γιατί ο Κύριος είχε πει: «Στην εντολή αυτή της αγάπης περιέχονται ο Μωϋσής και όλοι οι άλλοι προφήτες». Αντίστοιχα θα μπορούσε να πει κανείς στο φυσικό επίπεδο ότι όταν ξημερώσει η μέρα δεν βλέπει κανείς πια τα άστρα ούτε χρειάζεται πια το φως τους, γιατί το ένα φως του ήλιου είναι αμέτρητα πιο δυνατό από όλα μαζί τα δικά τους φώτα. Στη συνέχεια θα διαπιστώσετε πώς από αυτή την εικόνα προβάλλει χειροπιαστά όλη την αλήθεια.

Η αγάπη του Θεού είναι η πρωταρχική ουσία όλων των δημιουργημάτων

  1. Η αγάπη του Θεού είναι η πρωταρχική βασική ουσία όλων δημιουργημάτων, καθώς χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί τίποτα. Η αγάπη αυτή ισοδυναμεί με τη θερμότητα που ζωογονεί και κάνει να γεννηθούν τα πάντα χάρη σε αυτή τη θερμότητα βλέπετε τη γη να βλαστάνει κάτω από τα πόδια σας.

  2. Χάρη στη θερμότητα βγάζει το γυμνό δέντρο φύλλα και ανθούς και είναι αυτή που κάνει να ωριμάσουν οι καρποί του. Σε ολόκληρη την υφήλιο δεν υπάρχει ούτε ένα ον ή πράγμα που θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα σε πλήρη έλλειψη ζεστασιάς.

  3. Σε αυτό το σημείο θα αντικρούσει βέβαια κάποιος ότι ο πάγος π.χ. δίχως άλλο δεν έχει καμία θερμότητα, ειδικά μάλιστα ο πάγος στους πόλους. Ένα τέτοιο πάγο δεν τον επηρεάζει προφανώς η θερμότητα, άλλωστε με σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν ποιο θερ­μόμετρο θα μπορούσε να μετρήσει εκεί οποιαδήποτε θερμότητα; Το μόνο που εγώ όμως θα παρατηρήσω σχετικά είναι ότι οι επι­στήμονες της γης δεν έχουν ακόμη εφεύρει το όργανο μέτρησης με το όποιο θα μπορούν να ξεχωρίσουν τη ζέστη από το κρύο και να την προσδιορίσουν με σιγουριά. Σε μας, που βρισκόμαστε στην εσωτερικά) καθαρή γνώση, ισχύει ένα τελείως διαφορετικό μέτρο.

  4. Οι επιστήμονες στη γη αρχίζουν να μετρούν το κρύο από το σημείο όπου ψύχεται το νερό. Εάν όμως το καθαυτό κρύο αρχίζει από το σημείο της ψύξης, θα ήθελα νά ’ξέρα με βάση ποιους νόμους ή πώς μπορεί να αυξηθεί το κρύο; Γιατί μία θερμοκρασία τεσσάρων ως πέντε βαθμών κάτω από το λεγόμενο σημείο ψύξης την ανέχεται κανείς ακόμη σχετικά καλά; Αλλά, όταν το θερμό­μετρο κατέβει στους 18 βαθμούς, το κρύο είναι πια οδυνηρά αι­σθητό για τον καθένα. Δεν είναι απόλυτο δικαιολογημένο να πει κανείς ότι τους δεκαοκτώ βαθμούς υπό το μηδέν τους νιώθει ο άν­θρωπος πολύ περισσότερο από τους τέσσερις, γιατί στους τέσσε­ρις βαθμούς προφανώς κάνει μεγαλύτερη ζέστη από ό,τι στους δε­καοκτώ; Άραγε μπορεί κάποιος να θεωρήσει ό,τι οι 18 βαθμοί αντιπροσωπεύουν το τέλειο ψύχος; Όχι, φυσικά, αφού έχετε ζήσει και τριάντα βαθμούς κάτω από το μηδέν. Και αυτό το κρύο ήταν πολύ πιο ενοχλητικό από εκείνο των 18 βαθμών. Γιατί; Επειδή στους 30 βαθμούς έκανε πάλι λιγότερη ζέστη από ό,τι στους 18. Σαράντα βαθμοί θα είναι δε πιο επώδυνοι από τους τριάντα. Παρ’ όλα αυτά είναι, άραγε, σωστό να θεωρήσει κανείς ότι στους σα­ράντα βαθμούς δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος θερμότητας;

  5. Εγώ σας λέω όμως ότι αυτά δεν είναι παρά μεταβατικά στά­δια από το θερμό προς το ψυχρό και επομένως και αντίστροφα.

Ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς το παρακάτω κριτήριο που είναι πολύ πιο σωστό:

  1. Κάθε πράγμα, κάθε σώμα που είναι δυνατό να θερμανθεί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τελείως κρύο αντίθετα, όσο μέγε­θος και πυκνότητα έχει, άλλη τόση θερμότητα εμπεριέχει. Ένα κομμάτι πάγου από το Βόρειο Πόλο μπορεί να λιώσει στη φω­τιά και το νερό να βράσει. Εάν αυτός ο πάγος δεν είχε δεσμευ­μένη θερμότητα μέσα του, δεν θα μπορούσε ποτέ να ζεσταθεί.

  2. Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η ψυχρότητα είναι η ιδιό­τητα εκείνη που χαρακτηρίζει ένα ον το οποίο δεν παρουσιάζει πια καμία ικανότητα να θερμανθεί. Γι’ αυτό ακόμη και αυτός ο σχηματισμός των πάγων στο Βόρειο Πόλο μπορεί πολύ σωστά να εξηγηθεί αποκλειστικά και μόνο ως μία αντίδραση της θερ­μότητας. Γιατί καθώς αυτή απειλείται από το ψύχος, συλλαμβά­νει τα ατομικά μέρη της, τα κάνει να μαζευτούν και να στερεο­ποιηθούν για να μπορούν να προβάλουν την πιο σθεναρή αντί­σταση στο καθαυτό ψύχος.

  3. Συνεπώς η θερμότητα είναι σαν την αγάπη, ενώ το καθαυτό ψύχος ισοδυναμεί με την καθαυτό ψυχρότητα της κόλασης. Όπου απειλεί να κυριαρχήσει αυτή, τότε εξοπλίζεται απέναντι της η αγάπη που ζωντανεύει και συντηρεί τα πάντα. Έτσι η ψυ­χρότητα που σκοτώνει τα πάντα, δεν μπορεί να αποσπάσει κα­μία νίκη από την τόσο καλά εξοπλισμένη αγάπη.

  4. Τι σημαίνει λοιπόν το «αγάπα τον Θεό πάνω από όλα;» Από φυσική άποψη δεν μπορεί να σημαίνει άλλο από:

  5. Ένωσε τη θερμότητα που σου έχει δώσει ο Θεός για να ζεις, με την πρωταρχική θερμότητα του Δημιουργού σου που είναι αυ­τή που σε δημιούργησε και σε συντηρεί και έτσι δεν θα χάσεις πο­τέ τη ζωή.

  6. Εάν όμως χωρίσεις εθελοντικά την αγάπη σου ή τη ζωτική σου θερμότητα από την πρωταρχική θερμότητα της θεϊκής ζωής και θελήσεις να γίνεις κατά κάποιο τρόπο ένα αυθύπαρκτο και αυτεξούσιο ον, τότε η θερμότητά σου θα μείνει χωρίς τροφή.

  7. Το αποτέλεσμα θα είναι να σε καταλαμβάνει ένας διαρκώς μεγαλύτερος βαθμός ψυχρότητας. Και όσο πιο βαθιά θα βυθίζε­σαι σε διαρκώς μεγαλύτερους βαθμούς ψυχρότητας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να ζεσταθείς πάλι. Εάν σε καταλάβει δε η πλήρης ψυχρότητα, τότε θα έχεις υποκύψει τελείως στο Σατανά, μία κατάσταση απόλυτου ψύχους, όπου δεν έχεις πια καμία ικανό­τητα να ζεσταθείς.

  8. Το τι θα γίνει με σένα από εκεί και πέρα δεν ξέρει να στο πει ούτε ένας άγγελος στον ουρανό.

  9. Βέβαια στον Θεό υπάρχουν απέραντα βάθη. Αλλά ποιος θα τα ερευνήσει και θα μείνει παρ’ όλα αυτά στη ζωή;

  10. Πιστεύω ότι από αυτή τη σύντομη παρουσίαση θα πρέπει να αρχίσει κανείς να σχηματίζει μία αρκετά ξεκάθαρη ιδέα για­τί η εντολή αυτή, ο ένας αυτός λόγος του Κυρίου, είναι η πεμ­πτουσία, ο ένας ήλιος πάνω από όλους τους ήλιους και ο ένας λόγος πάνω από όλους τους λόγους.

Στη συνέχεια θα μιλήσουμε αναλυτικότερα γι’ αυτό το θέμα.

Τι σημαίνει: ν’ αγαπάς τον Θεό πάνω από όλα;

  1. Βλέπω να έρχεται ένας και να ρωτάει: Καλά όλα αυτά, μα πώς να εφαρμόσει κανείς αυτό τον ένα θεϊκό λόγο στον ίδιο τον Θεό; Πώς πρέπει να αγαπάει στην πραγματικότητα κάποιος τον Θεό και μάλιστα πάνω από όλα; Πρέπει άραγε να έχει έρωτα για τον Θεό όπως ένας νεαρός γαμπρός για την όμορφη και πλούσια νύφη; Ή να τον αγαπάει όπως ένας μαθηματικός τους υπολογι­σμούς του ή όπως ένας αστρονόμος τα άστρα του; Ή μήπως πρέ­πει ο άνθρωπος να Τον αγαπάει όπως ένας έμπορος τα προϊόντα του ή όπως ένας καπιταλιστής τα χρήματά του ή όπως ένας με- γαλοκτηματίας τα κτήματά του ή όπως ένας δεσποτικός μονάρ­χης το θρόνο του; Αυτά είναι τα μοναδικά δυνατά μέτρα σύ­γκρισης σοβαρής ανθρώπινης αγάπης, καθότι την αγάπη των παιδιών προς τους γονείς τους όντως δεν μπορεί να την πάρει κανείς στα σοβαρά ως μέτρο αγάπης· γιατί η πείρα διδάσκει ότι τα παιδιά μπορούν να αφήσουν τους γονείς τους είτε για να κά­νουν ένα καλό γάμο είτε για να κερδίσουν πολλά λεφτά είτε για να αναλάβουν μία υψηλή θέση. Σε όλα αυτά η αγάπη των παι­διών προς τους γονείς περνάει σε δεύτερη μοίρα και πρέπει ανα­γκαστικά να κάνει τόπο σε μία δυνατότερη αγάπη. Για τούτο το λόγο εδώ αναφέρουμε μόνο τα πιο ισχυρά μέτρα σύγκρισης αν­θρώπινης αγάπης· προκύπτει λοιπόν το ερώτημα με ποιο από όλα οφείλει ο άνθρωπος να μετρήσει την αγάπη για τον Θεό;

  2. Εάν έρθει τώρα όμως κάποιος και πει: με το άλφα ή με το βήτα, θα τον αντικρούσω λέγοντας: φίλε μου, αυτό δεν γίνεται.

  3. Είναι μεν αλήθεια ότι τα παραδείγματα δυνατής αγάπης που ανέφερα είναι τα μόνα με τα οποία μπορεί να μετρηθεί η μέγιστη ικανότητα του ανθρώπου να αγαπήσει. Αλλά η ρήση λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει τον Θεό πάνω από όλα, πράγμα το οποίο σημαίνει με άλλα λόγια, περισσότερο από όλα τα πράγ­ματα μαζί του κόσμου.

  4. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πώς να το καταφέρει, πώς να ανε­βάσει την αγά7τη του ως ένα τέτοιο βαθμό δύναμης που κανένα ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να μετρήσει την έντασή της ούτε να σχηματίσει μία συγκριτική ιδέα. Μπορεί να λέει κάποιος ότι τον Θεό οφείλει να Τον αγαπάει ο άνθρωπος περισσότερο από την ίδια του τη ζωή. Λέω όμως εγώ, ως αντίρρηση: Η αγάπη του αν­θρώπου για την ίδια του τη ζωή έχει ακόμη λιγότερη σχέση με την ύψιστη αγάπη για τον Θεό από ό,τι η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς τους. Γιατί πρέπει να είναι μια πολύ ιδιαίτερη περί­πτωση για να ριψοκινδυνέψουν τα παιδιά τη ζωή τους από αγάπη για τους γονείς τους· απεναντίας, τους είναι προτιμότερο να παί­ζουν οι γονείς τους για χάρη τους κορώνα – γράμματα τη ζωή τους.

  5. Συνεπώς η φιλαυτία των παιδιών φαίνεται να είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερη από την αγάπη για τους γονείς τους. Από την άλλη πλευρά ωστόσο βλέπουμε τα παιδιά των ανθρώπων να δια­κινδυνεύουν συχνά, περιφρονώντας σχεδόν τη ζωή τους, για χά­ρη κάποιου άλλου οφέλους. Ο ένας διασχίζει με ιστιοφόρο τον ωκεανό, αψηφώντας το σκοτάδι και τη φουρτούνα, ο άλλος πο­λεμά στην πρώτη γραμμή ενάντια στα εχθρικά στρατεύματα, ένας τρίτος κινδυνεύει από βάραθρα και κατολισθήσεις για να εξορύξει πολύτιμα μέταλλα. Βλέπουμε δηλαδή ότι αυτά τα εξω­τερικά, για τον κόσμο σοβαρά παραδείγματα ανθρώπινης αγά­πης είναι αναμφίβολα πιο δυνατά και ισχύουν γενικότερα από ό,τι η αγάπη των παιδιών για τους γονείς τους ή και για την ίδια τους τη ζωή.

  6. Αλλά σε τι ωφελούν όλα αυτά τα μέτρα σύγκρισης όταν ανα­γκαστικά γίνονται σκόνη απέναντι στην ασύγκριτα μεγάλη δύ­ναμη που θα πρέπει να έχει η αγάπη για τον Θεό; Βλέπετε λοι­πόν, αγαπημένα μου αδέλφια, ότι ο αντιρρησίας μας μάς στρίμωξε για τα καλά με τα επιχειρήματά του, ώστε θα χρειαστεί να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για να τα αντιμετωπίσουμε και να βγούμε νικητές.

  7. Αλλά να που βλέπω πάλι έναν άλλο σοβαρό αντίπαλο. Αυ­τός εμφανίζεται σίγουρος για τη νίκη του και λέει: Μπα, τον αντίλογο αυτό θα τον αντικρούσουμε εύκολα, αφού ο ίδιος ο Κύριος μας έχει δώσει ένα σαφές μέτρο για το πώς πρέπει να αγαπάμε τον Θεό. Γι’ αυτό το μόνο που χρειάζεται να πω είναι ό,τι είπε ο ίδιος ο Κύριος, δηλαδή: «Όποιος τηρεί τις εντολές Μου, αυτός Με αγαπά». Επομένως αυτό είναι το πραγματικό κριτήριο για το πώς οφείλει να αγαπάει ο άνθρωπος τον Θεό.

  8. Εάν ο φίλος που διατύπωσε πριν την αντίρρηση έχει το κου­ράγιο, ας δοκιμάσει να βρει ένα άλλο μέτρο αγάπης, ακόμη πιο υψηλό. Πράγματι, ο αντιρρησίας περιμένει να πάρει το λόγο και δείχνει ότι έχει την πρόθεση να αντικρούσει το τελευταίο επιχεί­ρημα. Ας τον ακούσουμε τότε για να δούμε τι θα βρει να πει. Λέει λοιπόν:

  9. Καλώς, φίλτατε, ευγενικέ μου αντίπαλε! Στην επιχειρηματο­λογία σου σχετικά με το μέτρο της ύψιστης αγάπης για τον Θεό, αυτό που μου απέδειξες, κατά κύριο λόγο, είναι μία αρκετά κα­λή μνήμη χάρη στην οποία θυμάσαι μερικά κείμενα από την Αγία Γραφή. Αλλά όποιος θέλει να αντλήσει ένα πραγματικό, ζωντανό όφελος από όλα τα κείμενα, δεν αρκεί να ξέρει μόνο τι λένε, αλλά πρέπει να καταλαβαίνει ζωντανά μέσα του τι θέλουν να πουν.

  10. Τι θα έλεγες, φερ’ ειπείν, εάν σου έφερνα όχι μόνο ένα, αλ­λά περισσότερα αντεπιχειρήματα και μάλιστα από το στόμα του Κυρίου, όπου ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι αρκετή η αγάπη που βασίζεται στην τήρηση του νόμου; Η έκφρασή σου λέει ότι σί­γουρα τέτοια κείμενα θα είναι μάλλον σπάνια στη Γραφή. Κάθε άλλο όμως, φίλε μου. Αν θέλεις να με ακούσεις θα σου παραθέ­σω παρευθύς μισή ντουζίνα τέτοια κείμενα.

  11. Σου είναι γνωστή η συνομιλία του Κυρίου με τον πλούσιο νέο; Δεν ρωτάει αυτός: «Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να απο­κτήσω την αιώνια ζωή;» Και τι του απαντάει ο Κύριος; Μου λες θριαμβευτικά ότι ο Κύριος απαντάει: «Να τηρείς τις εντολές και να αγαπάς τον Θεό και έτσι θα ζήσεις!» Σύμφωνοι, αλλά τι απο­κρίνεται ο νεαρός; Λέει: «Δάσκαλε, αυτό το κάνω από τα παιδι­κά μου χρόνια».

  12. Σωστά όλα αυτά. Γιατί όμως, σε ρωτώ εγώ, ο νεαρός έδωσε αυτή την απάντηση στον Κύριο; Ήθελε να Του πει: Παρ’ όλο που τα έκανα όλα αυτά από τα παιδικά μου χρόνια, εντούτοις δεν νιώθω μέσα μου το παραμικρό από τη θαυμαστή αιώνια ζωή.

  13. Γιατί ο Κύριος όμως εξηγεί στο νεαρό ότι η τήρηση των εντολών δεν αρκεί για να βρει τη αιώνια ζωή, παρά κάνει επιπλέ­ον και μια σημαντική προσθήκη, αφού του λέει: «Πούλησε όλα τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους φτωχούς και ακολούθησε Με!»

  14. Ερώτηση: Εάν ο ίδιος ο Κύριος κάνει μια τέτοια προσθή­κη, αρκεί τότε να τηρεί κανείς τους νόμους για να έχει την ύψιστη αγάπη για τον Θεό; Να λοιπόν που εδώ έχουμε ένα πρώτο ερωτηματικό, ας συνεχίσου με όμως!

  15. Τι είπε κάποτε ο Κύριος στους αποστόλους και στους μα­θητές Του καθώς τους παρουσίασε και τους συνέστησε θερμά τα καθήκοντα που θα είχαν να εκπληρώσουν; Το μόνο που τους λέ­ει είναι τα απλά, γεμάτα νόημα λόγια: «Ακόμη και όταν θα τα έχετε κάνει όλα, να ομολογείτε παρ’ όλα αυτά ότι είσαστε οκνη­ροί και άχρηστοι υπηρέτες».

  16. Σε ρωτώ λοιπόν: Αφού ο Κύριος δηλώνει ανοιχτά ότι ο κα­θένας που εκπληρώνει πλήρως το νόμο θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του παρ’ όλα αυτά τελείως άχρηστο, μήπως άραγε θέλει να ισχυριστεί με αυτό ότι η τήρηση των εντολών είναι αρκετή; Εδώ έχουμε λοιπόν ένα δεύτερο, ακόμη πιο μεγάλο ερωτηματι­κό. Πάμε όμως παρακάτω!

  17. Ξέρεις την παραβολή του Φαρισαίου και του Τελώνη στο ναό; Ο Φαρισαίος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, ισχυρίζεται για τον εαυτό του με ελαφριά την καρδιά, καθώς στέκεται μπροστά στο ιερό, ότι ακολουθεί πάντοτε επακριβέστατα, δηλαδή τελείως κατά γράμμα το νόμο του Μωυσή σε όλη του την έκταση, όσο λίγοι άλλοι.

Ο φτωχός τελώνης όμως, με γυρισμένη την πλάτη, κρύβεται σε μια γωνιά του ναού και με την καθ’ όλα ταπεινή στάση του φα­νερώνει στον οποιονδήποτε παρατηρητή ότι δεν πρέπει να τον έχει απασχολήσει πολύ η τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Γιατί έχει σαφώς συναίσθηση των αμαρτιών του, αφού δεν τολμά καν να σηκώσει το βλέμμα ως τα άγια των αγίων, παρά ομολογεί από μόνος του στον Θεό την αναξιότητά του και Τον παρακαλεί να τον ελεήσει και να τον ευσπλαχνίσει.

  1. Σε ρωτώ λοιπόν, φίλε μου, που ξέρεις τα ιερά κείμενα απ’ έξω και ανακατωτά, εάν ο νόμος αρκεί, γιατί τότε ο Κύριος εδώ αφή­νει το Φαρισαίο που τηρεί αυστηρά όλο το νόμο να φύγει αδικαί­ωτος από το ναό, ενώ το φτωχό, αμαρτωλό τελώνη τον δικαιώνει;

  2. Εάν το καλοεξετάσει κανείς στο φως, φαίνεται σαν ο Κύριος να έχει βάλει πάλι ένα άλλο, τρίτο μεγάλο ερωτηματικό, σε σχέ­ση με την αποκλειστική τήρηση του νόμου. Σηκώνεις τους ώμους και δεν ξέρεις πια τι να πεις. Αλλά μην σε απασχολεί αυτό, αφού η συνέχεια θα είναι ακόμη καλύτερη. Παρακάτω λοιπόν.

  3. Τι θα πεις εάν σου αναφέρω ένα κείμενο από τη Γραφή, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Κύριο, όπου εμμέσως χαρακτη­ρίζει όλο το νόμο ως άκυρο και στη θέση του βάζει ένα τελείως διαφορετικό βοηθητικό μέσο και μόνο με αυτό αποκλειστικά εγγυάται ότι μπορεί να κατακτηθεί η αιώνια ζωή;

  4. Λες λοιπόν: Καλέ μου φίλε, το κείμενο αυτό θα ήθελα να το ακούσω. Αμέσως, αγα7ΐητέ μου! Τι είπε εκείνη τη φορά ο Κύ­ριος που βρήκε στο δρόμο ένα παιδί και το αγκάλιασε, το χάιδευε και το φιλούσε; Είπε: «Εάν δεν γίνετε όπως αυτό το παιδί δεν πρόκειται να περάσετε στη βασιλεία των ουρανών!»

  5. Ερώτηση: Το παιδί αυτό, που μόλις μπορούσε να αρθρώσει μερικά λόγια, είχε μελετήσει τους νόμους του Μωυσή και είχε προσαρμόσει αυστηρά τη ζωή του σε αυτούς; Σε όλο τον κόσμο σίγουρα δεν υπάρχει κανένας τόσο χαζός άνθρωπος που να μπο­ρεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Επόμενη ερώτηση: Με βάση ποιο σκεπτικό χαρακτήρισε ο Κύριος ως ανώτατο υπόδειγμα για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής ένα παιδί που δεν είχε ποτέ την πα­ραμικρή σχέση με τους νόμους του Μωυσή; Το μόνο που θα σου πω εδώ φίλε μου είναι, φέρε μου αντίρρηση, εάν αυτό σε ευχα­ριστεί, αλλά εσύ σωπαίνεις· έτσι καταλαβαίνω ότι με αυτό το τέ­ταρτο σημείο δεν σου μένει πια τίποτα να πεις.

Σε τι συνίσταται η αγάπη για τον Θεό;

  1. Είδες, επομένως, στα προηγούμενα τέσσερα σημεία πως ο Κύριος δείχνει από τη μία πλευρά ότι η τήρηση μόνο του νόμου δεν αρκεί για την κατάκτηση της καθαυτό αιώνιας ζωής και μά­λιστα στο τέταρτο σημείο εμμέσως τον αναιρεί.

  2. Τι θα πεις όμως εάν σου παραθέσω μερικά σημεία όπου ο Κύριος εκφράζεται αρνητικά μάλιστα για την τήρηση του νό­μου; Λες ότι αυτό είναι αδύνατο. Κι όμως, όχι μόνο ένα, αλλά πολλά παραδείγματα μπορώ να σου αναφέρω, αν θέλεις. Άκου!

  3. Οποιοσδήποτε έχει έστω ξεφυλλίσει το μωσαϊκό νόμο θα πρέπει να ξέρει με πόση έμφαση συνιστούσε ο Μωυσής τη φι­λοξενία στον ιουδαϊκό λαό. Η παράβαση του νόμου της φιλοξε­νίας είχε χαρακτηριστεί ως αξιόποινη πράξη ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Ο ιουδαϊκός λαός είχε έντονη ροπή προς την απληστία και αυτό ήταν ένας λόγος παραπάνω που ο νόμος της φιλοξενίας τους είχε δοθεί με τόση έμφαση προκειμένου να προφυλαχθούν από τη φιλαυτία και την πλεονεξία και να οδηγηθούν αντίθετα στη φιλαλληλία.

  4. Γι’ αυτό ήταν νόμος ότι ο καθένας έπρεπε ένα ξένο επισκέ­πτη, ιδίως εάν ήταν ιουδαίος, να τον δεχτεί και να τον περιποιηθεί προσφέροντάς του κάθε δυνατή φροντίδα.

Ο νόμος δε αυτός προερχόταν από τον Θεό, αφού Αυτός ήταν ο νομοθέτης και όχι ο Μωυσής.

  1. Να που όμως ο ίδιος Κύριος που είχε δώσει τους νόμους μέ­σω του Μωυσή έρχεται στο σπίτι του Λάζαρου στη Βηθανία. Από τη μια μεριά είναι η Μάρθα που, συμμορφωμένη απόλυτα με το νόμο, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να περιποιηθεί, όπως αρ­μόζει, αυτόν τον επισκέπτη που αξίζει περισσότερο από όλους. Η αδελφή της η Μαρία όμως, από τη χαρά της για τον εξαιρετικό επισκέπτη, ξεχνάει το νόμο, κάθεται άπρακτη στα πόδια Του και ακούει με όλη της την προσοχή τις διηγήσεις και τις παραβολές του Κυρίου. Η Μάρθα, κάπως εκνευρισμένη με την απραξία και την παραμέληση του νόμου από την αδελφή της σε αυτή την περίπτωση, απευθύνεται στον Κύριο και Του λέει με έμφαση: «Κύριε, έχω τόσα πολλά να κάνω· πες Εσύ στην αδελφή μου να με βοηθήσει λίγο!» Ή με πιο ξεκάθαρα λόγια: Κύριε, Εσύ που είσαι ο θεμελιωτής του μωσαϊκού νόμου, υπενθύμισε στην αδελ­φή μου ότι πρέπει να τον τηρεί.

  2. Αλλά τι λέει ο Κύριος εδώ; «Μάρθα, Μάρθα! Νοιάζεσαι υπερβολικά για πράγματα που αφορούν τον κόσμο. Μα η Μαρία διάλεξε κάτι που είναι καλύτερο και που δεν θα της το πάρει κα­νείς ποτέ πια».

  3. Πες μου εσύ, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, με αυτό δεν επικρί­νει ο Κύριος τη συστηματική και πιστή τήρηση του νόμου; Αντί­θετα μάλιστα παινεύει ιδιαίτερα το πρόσωπο εκείνο που από μια άποψη δεν νοιάζεται καθόλου για το νόμο, παρά, απεναντίας, με τη συμπεριφορά της, λέει τα εξής: (Η Μαρία:)

  4. Αν έχω Εσένα Κύριε, δεν δίνω δεκάρα για τον κόσμο! Και πάλι δεν δείχνει εδώ ο Κύριος ότι από μόνη της η τήρηση του νόμου δεν αποφέρει σε κανένα το καλύτερο από όλα που δεν πρόκειται ποτέ πια να το χάσει; Να, λοιπόν, ένα πέμπτο σημείο. Πάμε όμως παρακάτω!

  5. Δεν λέει ο Κύριος στο Μωυσή και συγκεκριμένα στην τρίτη εντολή: «Να τιμάς την αργία του Σαββάτου!»; Ερώτηση: Τι κά­νει όμως ο ίδιος ο Κύριος, μπροστά στους εφαρμοστές του γράμ­ματος του νόμου; Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου προφανώς βεβηλώνει το Σάββατο· και μάλιστα επιτρέπει στους μαθητές Του να μαζέψουν ημέρα Σάββατο στάρι και να το φάνε. Πώς σου φαίνε­ται αυτή η τήρηση του μωσαϊκού νόμου, όπου ο Κύριος κατα­πατεί την αργία του Σαββάτου; Και μάλιστα όχι μόνο για τον ίδιο προσωπικά, αλλά τον βγάζει επιπλέον τελείως άκυρο, πράγ­μα που αποτελεί τεράστια πρόκληση για όσους ακολουθούν το νόμο κατά γράμμα. Θα πεις, βέβαια, ότι φυσικά μπορούσε να το κάνει, αφού Αυτός είναι και Κύριος του Σαββάτου.

  6. Σύμφωνοι, αλλά σε ρωτώ εγώ: Οι Φαρισαίοι που σκανδα­λίστηκαν από αυτό το γεγονός, το ήξεραν ότι ο γιος του μαρα­γκού ήταν ο Κύριος του Σαββάτου; Εσύ νομίζεις ότι όφειλαν να το είχαν καταλάβει από τις θαυμαστές του πράξεις. Αλλά εγώ σου λέω ότι σε αυτό το λαό τα θαύματα δεν αρκούσαν για να τον κάνουν να αναγνωρίσει την πλήρη θειότητα του Χριστού, καθό­τι όλοι οι προφήτες ανέκαθεν έκαναν θαύματα, τόσο οι γνήσιοι όσο καμιά φορά και οι ψεύτικοι. Άρα δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι τα θαύματα του Χριστού όφειλαν να είχαν πείσει τους Φαρι­σαίους για τη θειότητα και για τη μεγαλοσύνη Του.

  7. Εκτός από Εκείνον όλοι οι προφήτες είχαν θεωρήσει Ιερό το Σάββατο, μόνο ο Ιησούς αδιαφόρησε τελείως γι’ αυτό. Δεν ήταν αναμενόμενο ότι αυτό θα συνιστούσε αναγκαστικά σκάν­δαλο για τους τηρητές του γράμματος του νόμου; Αναμφισβή­τητα, και εντούτοις ο Κύριος ήταν ανένδοτος σε αυτό το σημείο.

  8. Ποιο είναι το συμπέρασμα από αυτά; Απλά ότι ο Κύριος την τήρηση του νόμου αποκλειστικά και μόνο, τη βάζει αξιολο­γικά τελευταία. Γιατί; Ένα μικρό παράδειγμα από τη δική σου σφαίρα όπως και από αυτήν κάθε άλλου ανθρώπου που έζησε ποτέ στη γη, θα πρέπει να σου δώσει την απάντηση:

  9. Ένας πατέρας έχει δυο παιδιά και τους έχει γνωστοποιήσει τη βούλησή του υπό τη μορφή νόμου. Συγκεκριμένα, τους έδει­ξε ένα χωράφι και ένα αμπέλι και τους είπε: Επειδή έχετε γίνει πια ρωμαλέοι νέοι θέλω να καλλιεργήσετε καλά στο εξής το αμπέλι και το χωράφι μου. Από το ζήλο που θα δείξετε θα κατα­λάβω ποιος από τους δυο σας με αγαπάει πιο πολύ. Πρόκειται δηλαδή για ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίον εκείνος ο γιος που αγαπάει περισσότερο τον πατέρα του, αποκτά τα μεγαλεία του.

  10. Τι κάνουν λοιπόν οι δυο γιοι; Ο ένας παίρνει το σκαλιστή­ρι στο χέρι και, δουλεύοντας όλη την ημέρα εντατικά, σκαλίζει το χωράφι και το αμπέλι. Ο άλλος δεν πολυνοιάζεται για τη δου­λειά, όπως λέγεται κοινώς.

Γιατί; Διότι λέει: Όσο βρίσκομαι στο χωράφι ή στο αμπέλι, εί­μαι μακριά από τον αγαπημένο μου πατέρα και άλλωστε εγώ δεν κυνηγώ τόσο τα μεγαλεία όπως ο αδελφός μου. Φθάνει να έχω μόνο τον αγαπημένο μου πατέρα, φθάνει να μπορώ μόνο να εί­μαι κοντά σε Αυτόν που είναι τα πάντα για μένα και τότε λίγο με νοιάζει το ένα ή το άλλο μερίδιο στα μεγαλεία του

  1. Πότε – πότε ο πατέρας λέει σε αυτό το δεύτερο γιο:

Για κοίτα με τι ζήλο δουλεύει ο αδελφός σου και προσπαθεί να κερδίσει την αγάπη μου. Ο γιος του όμως λέει: Όταν είμαι στο κτήμα, αγαπημένε μου πατέρα, είμαι μακριά σου και η καρδιά μου δεν με αφήνει να ησυχάσω, παρά μου λέει πάντα δυνατά: Η αγάπη δεν κατοικεί στα χέρια αλλά στην καρδιά και γι’ αυτό δεν κερδίζεται με τα χέρια αλλά με την καρδιά! Γι’ αυτό δώσε πατέ­ρα το χωράφι και το αμπέλι στον αδελφό μου που μοχθεί τόσο πολύ. Όσο για μένα, είμαι με το παραπάνω πλούσιος εάν μου επιτρέπεις μόνο να σε αγαπώ συνεχώς όπως μου υπαγορεύει η καρδιά μου, όπως θέλω και είμαι υποχρεωμένος να σ’ αγαπώ, αφού είσαι ο πατέρας μου, το παν για μένα.

  1. Τι θα απαντήσει άραγε σε αυτό ο πατέρας και μάλιστα από τα βάθη της καρδιάς του; Σίγουρα το μόνο που θα πει είναι:

  2. Πολυαγαπημένε μου γιε, η καρδιά σου σου φανέρωσε πώς νιώθει η δική μου. Ο νόμος αποτελεί απλά μία δοκιμασία. Αλλά η αγάπη δεν βρίσκεται στο νόμο. Γιατί ο καθένας που τηρεί μό­νο το νόμο το κάνει από φιλαυτία επειδή θέλει να κερδίσει με τη δραστηριότητά του την αγάπη και το μεγαλείο μου. Όποιος όμως τηρεί κατ’ αυτό τον τρόπο το νόμο, είναι ακόμη μακριά από την αγάπη μου, αφού η δική του αγάπη δεν αποβλέπει σε μένα αλλά στην υποσχεμένη αμοιβή.

  3. Συ όμως δεν ακολούθησες αυτό το δρόμο, δεν περιφρόνησες βέβαια το νόμο, αφού σου τον έχει δώσει ο πατέρας σου, ωστόσο στάθηκες υπεράνω του και έτσι η αγάπη σου σε οδήγησε πάνω από το νόμο πίσω στον πατέρα σου. Γι’ αυτό ο αδελφός σου θα αναλάβει το χωράφι και το αμπέλι και θα αποκτήσει τα μεγαλεία μου. Αλλά εσύ, πολυαγαπημένε μου γιε, θα έχεις αυτό που ανα­ζητούσες, δηλαδή τον πατέρα σου με όλη του την αγάπη!

  4. Νομίζω, αγαπημένε μου φίλε, ότι από την παραβολή αυτή θα πρέπει να είναι πια ολοκάθαρο ποιο αξίζει πιο πολύ, το να τη­ρεί κάποιος αυστηρά μόνο το νόμο, ή το να τον αγνοεί και να αποκτά μόνο την αγάπη.

  5. Εάν το ερώτημα δεν σου έχει γίνει ακόμη τελείως κατα­νοητό, να σου το θέσω διαφορετικά: Ας υποθέσουμε ότι έπρεπε να διαλέξεις για γυναίκα σου ανάμεσα σε δυο κοπέλες που ξέ­ρεις με σιγουριά ότι σε αγαπούν και οι δυο, αλλά χωρίς να είσαι απολύτως βέβαιος ποια σε αγαπάει πιο πολύ. Δεν θα φλεγόσουν από την επιθυμία να ανακαλύψεις ποια σε αγαπάει περισσότερο ώστε να την διαλέξεις για γυναίκα σου; Μου λες, αυτό εννοεί­ται, αλλά πώς μπορεί κανείς να το μάθει αυτό; Αυτό θα το δού­με αμέσως.

  6. Πηγαίνεις λοιπόν να βρεις την πρώτη, που είναι προκομμένη και δραστήρια. Δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει από την αγάπη της για σένα, αφού σου ράβει και πλέκει συνεχώς πουκάμισα, κάλ­τσες και τα λοιπά είδη ρουχισμού. Έχει πέσει μάλιστα με τέτοιο ζήλο στη δουλειά, που καμιά φορά ούτε που το αντιλαμβάνεται ότι έχεις πάει να την επισκεφτείς. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη. Η δεύτερη αμελεί τη δουλειά της. Βέβαια και αυτή δουλεύει για σέ­να, όμως η καρδιά της είναι απασχολημένη τόσο πολύ μαζί σου, που δεν μπορεί να δώσει όλη την προσοχή στην εργασία της. Άμα της κάνεις επίσκεψη και σε δει να έρχεσαι από μακριά, ξεχνά τε­λείως τη δουλειά της, αφού η καλύτερη, η μεγαλύτερη αμοιβή της είσαι μόνο εσύ! Εσύ μόνο είσαι τα πάντα γι’ αυτήν και για χάρη σου θυσιάζει όλο τον κόσμο. Πες μου λοιπόν εσύ ποια θα διάλε­γες για γυναίκα;

  7. Μου λες: Καλέ μου φίλε, τη δεύτερη την προτιμώ εκατομ­μύρια φορές, γιατί τι με νοιάζουν τα πουκάμισα και οι κάλτσες; Είναι σαφές εδώ ότι η πρώτη επιδιώκει να με κερδίσει και θέλει εκβιαστικά να την αμείψω για τους κόπους της. Η άλλη όμως προσπαθεί να κατακτήσει την αγάπη μου. Δεν ενδιαφέρεται για αμοιβή και δεν γνωρίζει τίποτα πολυτιμότερο από μένα και την αγάπη μου. Αυτή θα έπαιρνα σίγουρα για γυναίκα μου.

  8. Λοιπόν, καλέ μου φίλε, δεν βλέπεις εδώ καθαρά τη φύση της Μάρθας και τη φύση της Μαρίας; Προσέχεις τι λέει ο Κύ­ριος στην πολυάσχολη Μάρθα που υπακούει στο νόμο και τι στην αρχόσχολη Μαρία;

  9. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν από αυτό τι ζητά ο Κύριος από τον κάθε άνθρωπο πέρα από τα όρια της τήρησης του νόμου και ταυ­τόχρονα πως καθιστά σαφές ποια είναι η αληθινή αγάπη για τον Θεό. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο μάλιστα εξοργισμένος αναθεμα­τίζει τους πιστούς τού γράμματος του νόμου (δηλαδή τους Φα­ρισαίους και τους Γραμματείς), ενώ, αντίθετα, επαινεί τον αμαρ­τωλό τελώνη και κάνει πιο προσιτή τη βασιλεία των ουρανών στους κλέφτες, τους άσωτους και τους μοιχούς παρά στους στεί­ρους μηρυκαστές του νόμου.

  10. Γι’ αυτό ρωτώ εγώ, ο αντιρρησίας, για άλλη μια φορά και τώρα με κάθε δικαίωμα, με βάση ποιο μέτρο σύγκρισης πρέπει κάποιος να αγαπάει τον Θεό πάνω από όλα; Εάν κατέχω αυτό το μέτρο, τότε κατέχω τα πάντα, ενώ, χωρίς αυτό, αγαπώ όπως κά­ποιος που δεν ξέρει τι είναι η αγάπη. Γι’ αυτό επαναλαμβάνω την ερώτηση:

  11. Πώς πρέπει να αγαπάει κάποιος τον Θεό πάνω από όλα; Κι εγώ, ο Ιωάννης, σας λέω ότι: το να αγαπάς τον Θεό πάνω από όλα σημαίνει: να Τον αγαπάς πάνω από κάθε νόμο! Το πώς γίνε­ται αυτό θα το δείξει η συνέχεια.

Πώς αγαπιέται ο Θεός πάνω απ’ όλα

  1. Για να μάθει και να καταλάβει κάποιος στο βάθος πώς πρέ­πει να αγαπιέται ο Θεός πάνω από το νόμο, πρέπει να γνωρίζει ότι ο νόμος αυτός καθαυτόν δεν είναι άλλο από ένας ξερός και άγονος δρόμος προς την αυθεντική αγάπη του Θεού.

  2. Όποιος αρχίσει να αγαπά τον Θεό μέσα στην καρδιά του, έχει ήδη αφήσει πίσω του αυτό το δρόμο. Όποιος όμως εκφρά­ζει την αγάπη του στον Θεό μόνο με το να τηρεί το νόμο, είναι ακόμη ένας περιπλανώμενος σε αυτό το δρόμο όπου δεν φυτρώ­νουν καρποί και όπου συχνά το διαβάτη τον καιροφυλακτούν ληστές και κλέφτες.

  3. Όποιος αγαπάει τον Θεό αγνά, ήδη Τον αγαπάει πάνω από όλα.

Γιατί το να Τον αγαπάει πάνω από όλα σημαίνει βέβαια να Τον αγαπάει πάνω από κάθε νόμο. Εκείνος που βρίσκεται έξω στο δρό­μο πρέπει να κάνει συνεχώς το ένα βήμα μετά το άλλο προκειμένου να φτάσει με αυτό τον πολύ επίμοχθο τρόπο στον προκαθορισμένο στόχο. Ενώ όποιος αγαπά απευθείας τον Θεό υπερπηδά όλο το δρό­μο, δηλαδή ολόκληρο το νόμο και έτσι Τον αγαπάει πάνω από όλα.

  1. Ίσως να πει κάποιος εδώ: Αυτό ακούγεται παράξενα, καθότι σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις το «να αγαπάς τον Θεό πά­νω από όλα» σημαίνει να Τον αγαπάς περισσότερο από οτιδή­ποτε άλλο στον κόσμο. Σύμφωνοι, αλλά σας ρωτώ συγχρόνως: Ποιο μέτρο σύγκρισης έχει ο άνθρωπος για να μετρήσει μια τέ­τοια αγάπη; Πρωτύτερα ο αντιρρησίας ανέλυσε με αρκετή σα­φήνεια όλα τα παραδείγματα της μέγιστης δυνατής αγάπης για την οποία είναι άξιοι οι άνθρωποι στον κόσμο και έδειξε ότι με βάση αυτά δεν έχουν κανένα μέτρο σύγκρισης για το πώς πρέπει να είναι η υπεράνω όλων αγάπη του Θεού.

  2. Εγώ σας ρωτώ όμως: Αυτός ο νόμος με τις οδηγίες του δεν καλύπτει από κάθε πλευρά το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει ο άν­θρωπος τον πόθο του για τα πράγματα του κόσμου; Συνεπώς ο νόμος αναφέρεται σε όλα τα πράγματα του υλικού κόσμου και συγχρόνως υποδεικνύει τους σωστούς περιορισμούς που πρέπει να επιβάλει ο άνθρωπος στην αγάπη του γι’ αυτά για να έχει τη σωστή σχέση μαζί τους.

  3. Όταν όμως κάποιος αγαπά τον Θεό πάνω από το νόμο, ασφαλώς Τον αγαπά πάνω από όλα τα πράγματα του κόσμου αφού, όπως είπαμε, ο νόμος αναφέρεται στη χρήση των εγκό­σμιων πραγμάτων και τη σχέση μαζί τους σύμφωνα με τη θεϊκή τάξη. Ένα σύντομο παράδειγμα θα διευκρινίσει το θέμα.

  4. Ο Κύριος λέει στον πλούσιο νέο: «Πούλησε όλη την περι­ουσία σου, μοίρασέ την στους φτωχούς και ακολούθησέ Με!» Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, με άλλα λόγια: Αφού λοιπόν νεα­ρέ Μου, έχεις ακολουθήσει το νόμο, τώρα στάσου πάνω από αυ­τόν δώσε πίσω στον κόσμο όλους τους νόμους και όλα τα πράγ­ματά του και μείνε κοντά Μου για να έχεις τη ζωή!

  5. Ποιος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει εδώ το να αγαπάς τον Θεό πάνω από το νόμο;

  6. Συνάμα λέει στους μαθητές Του ο Κύριος: «Εάν δεν γίνετε σαν αυτό το παιδί δεν πρόκειται να βρείτε το βασίλειο του Θε­ού». Τι θέλει να πει πάλι αυτό; Απλά ότι:

  7. Εάν δεν έρθετε σε Μένα όπως αυτό το παιδί, αδιαφορώντας για οτιδήποτε στον κόσμο, είτε για το νόμο είτε για τα εγκόσμια πράγματα, και εάν δεν Με αγκαλιάσετε με όλη σας την αγάπη, δεν πρόκειται να περάσετε στο Βασίλειο του Θεού. Και γιατί όχι; Διότι ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια και η ζωή!» Όποιος λοιπόν θέλει να έρθει σε Μένα, που είμαι απολύτως ένα με τον Πατέρα, πρέπει να περάσει μέσω Εμού στο ποιμνιοστάσιο ή στο βασίλειο του Θεού.

  8. Άρα όσο κάποιος δεν αγκαλιάζει τον ίδιο τον Κύριο δεν μπορεί να έρθει κοντά Του, ακόμη και εάν θα τηρούσε ακλόνη­τος σαν βράχος χιλιάδες νόμους. Διότι όποιος βρίσκεται ακόμη στο δρόμο, δεν έχει φτάσει ακόμη στον Κύριο αλλά όποιος έχει φτάσει ήδη σε Αυτόν, τι δουλειά έχει πια με το δρόμο;

  9. Αλλά ανάμεσά σας υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες χαζοί άνθρωποι που εκτιμούν περισσότερο το δρόμο από τον Κύριο. Και όταν βρεθούν κοντά στον Κύριο, γυρνούν πάλι πίσω και απομακρύνονται από Αυτόν μόνο και μόνο για να βρίσκονται στον άθλιο το δρόμο. Τέτοιους ανθρώπους τους ευχαριστεί πε­ρισσότερο η δουλειά, η σκλαβιά κάτω από το βαρύ ζυγό, παρά ο Κύριος που ελευθερώνει κάθε άνθρωπο. Ο δικός Του ο ζυγός είναι ιδιαίτερα απαλός και το φορτίο Του ελαφρύ. Ο ζυγός είναι απαλός, για να μην πιέζει τον άνθρωπο στον τράχηλο της αγά­πης του για τον Κύριο όταν τον τραβούν οι απαιτήσεις της ζωής και είναι ελαφρύ το φορτίο, το οποίο φορτίο είναι ο μοναδικός νόμος της αγάπης. Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα.

  10. Ο νομοταγής Φαρισαίος βρίσκεται στο δρόμο και επαινεί τον εαυτό του, ενώ για τον τελώνη ο δρόμος φαίνεται υπερβολι­κά δύσκολος. Γιατί του είναι αδύνατο να διακρίνει από μακριά τον απώτερο στόχο. Γι’ αυτό υποκλίνεται ταπεινά μπροστά στον Κύριο μέσα στην καρδιά του, αναγνωρίζοντας την αδυναμία και την ανικανότητά του να ακολουθήσει πιστά το δρόμο. Αντί γι’ αυ­τό όμως κλείνει τον Θεό, τον Κύριο στην καρδιά του και υπερπη­δώντας έτσι με ένα τεράστιο άλμα όλο τον επίπονο δρόμο, φθάνει με ένα βήμα στο στόχο.

  11. Για ποιον δεν έχει γίνει πλέον εντελώς φανερό τι σημαίνει να «αγαπάς τον Κύριο πάνω από όλα»; Πάμε παρακάτω. Ενώ η Μάρθα βρίσκεται στο δρόμο, η Μαρία βρίσκεται στο στόχο. Εδώ δεν χρειάζονται πια άλλα λόγια καθώς σε αυτή την περί­πτωση είναι ηλίου φαεινότερο τι σημαίνει «να αγαπάς τον Κύ­ριο πάνω από όλα».

  12. Εάν θέλουμε, παρ’ όλα αυτά, να φωτίσουμε ακόμη περισσό­τερο το θέμα, ας προσέξουμε επιπλέον τη σκηνή όπου ο Κύριος ρωτά τρεις φορές τον Πέτρο αν Τον αγαπά. Γιατί άραγε τον ρω­τά τρεις φορές; Αφού γνώριζε έτσι κι αλλιώς ότι ο Πέτρος Τον αγαπούσε και ότι τις τρεις απαράλλακτες ερωτήσεις θα Του τις απαντούσε με την ίδια καρδιά και με το ίδιο στόμα. Αυτό το γνώ­ριζε ο Κύριος, αλλά έθεσε αυτές τις ερωτήσεις στον Πέτρο για να δώσει αυτός τη μαρτυρία ότι είναι ελεύθερος και ότι Τον αγαπά πάνω από το νόμο. Έτσι, η πρώτη ερώτηση: «Πέτρο, Με αγα­πάς;» σημαίνει: Πέτρο, Με βρήκες στο δρόμο; Ο Πέτρος απαντά καταφατικά και ο Κύριος του λέει: «Ποίμαινε τα πρόβατά Μου», που σημαίνει: Δίδαξε και τους αδελφούς σου πώς να Με βρουν επίσης. Η δεύτερη ερώτηση: Πέτρο, Με αγαπάς; σημαίνει: Πέ­τρο, είσαι μαζί Μου, είσαι στην πύλη; Ο Πέτρος απαντά κατα­φατικά και ο Κύριος του λέει: «Ποίμαινε τα πρόβατά Μου!» ή: Φέρε και τα αδέλφια σου για να είναι μαζί Μου στην πύλη της ζωής! Και για τρίτη φορά ρωτά τον Πέτρο ο Κύριος: «Με αγα­πάς;» Με αυτό θέλει να πει: Πέτρο, έχεις ξεπεράσει κάθε νόμο; Είσαι μέσα σε Μένα όπως είμαι μέσα σε σένα; Ανήσυχος ο Πέ­τρος Τον βεβαιώνει γι’ αυτό και ο Κύριος λέει ξανά: «Ποίμαινε τα πρόβατά Μου και ακολούθα Με!» Με αυτό θέλει να πει: Φέ­ρε λοιπόν και τα αδέλφια για να είναι μέσα Μου και να κατοι­κούν όπως εσύ μέσα στην τάξη και στην αγάπη Μου.

  13. Γιατί το να ακολουθεί κάποιος τον Κύριο σημαίνει να κατοικεί μέσα στην αγάπη Του. Πιστεύω ότι είναι περιττό να προ­σθέσω οτιδήποτε άλλο για το τι σημαίνει να αγαπάς τον Θεό πά­νω από όλα. Έτσι αφού το γνωρίζουμε τώρα αυτό και είδαμε ποιο είναι το φως του φωτός, ας περάσουμε παρευθύς στη δω­δέκατη και τελευταία αίθουσα.

Δωδέκατη αίθουσα – δωδέκατη εντολή

Η αγάπη για τον πλησίον

  1. Βρισκόμαστε μέσα σε αυτή τη μεγάλη επιβλητική αίθουσα και στο μέσο της βλέπουμε πάλι ένα ηλιόμορφο πίνακα που στο κέντρο του γράφει με φωτεινά κόκκινα γράμματα το εξής: «Η εντολή αυτή είναι ίδια με την προηγούμενη και λέει ότι οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. σε αυτή την εντολή εμπερικλείεται ο νόμος και οι προφήτες». Στο σημείο αυτό μπορεί να σηκωθεί κάποιος και να πει: Τι σημαίνει αυτό, το να αγαπάς το διπλανό σαν τον εαυτό σου; Η φιλαυτία είναι κα­ταδικαστέα, άρα το ίδιο θα ισχύει και για την ισοδύναμη φιλαλ­ληλία γιατί προφανώς η αγάπη για τον πλησίον, σύμφωνα με όσα λέγονται εδώ έχει ως βάση την εγωιστική αγάπη. Σίγουρα δεν επιτρέπεται να αγαπώ τον εαυτό μου, εάν θέλω να είμαι ενά­ρετος άνθρωπος. Μα εάν δεν επιτρέπεται να αγαπώ τον εαυτό μου, τότε δεν επιτρέπεται να αγαπώ ούτε τον πλησίον μου, αφού η αγάπη προς αυτόν πρέπει να είναι τελείως ισοδύναμη με την εγωιστική αγάπη. Κατά συνέπεια το «να αγαπώ τον πλησίον ως εαυτόν» σημαίνει σε τελευταία ανάλυση να μην τον αγαπώ κα­θόλου, επειδή ο άνθρωπος πρέπει να μην αγαπάει τον εαυτό του.

  2. Αυτή θα ήταν μία συνηθισμένη ένσταση που βέβαια εύκολα θα μπορούσε να την αντικρούσει κάποιος. Αφού η φιλαυτία του ανθρώπου είναι συνυφασμένη κατά βάση με την ίδια του τη ζωή, άρα στο βαθμό αυτό εννοείται η φυσιολογική αγάπη για τον εαυτό, καθότι χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε καθόλου ζωή.

  3. Άρα το ζήτημα είναι να διακρίνει κανείς τη διαφορά ανάμε­σα στη σωστή και την υπερβολική αγάπη του εαυτού.

  4. «Σωστή» είναι η φιλαυτία του ανθρώπου όταν δεν επιθυμεί από τα πράγματα του κόσμου περισσότερα από όσα του έχει πα­ραχωρήσει το σωστό μέτρο της θείας τάξης· και το μέτρο αυτό αναλύθηκε επαρκώς στην έβδομη, στην ένατη και στη δέκατη εντολή. Εάν κάποιος επιθυμεί κάτι πάνω από αυτό το μέτρο, τό­τε η φιλαυτία του υπερβαίνει τα καθορισμένα όρια της θεϊκής τάξης και ουσιαστικά ήδη με την πρώτη υπέρβαση πρέπει να θε­ωρείται ως αμαρτία. Με το ίδιο μέτρο πρέπει να αξιολογείται λοιπόν και η αγάπη για τον πλησίον. Διότι εάν κάποιος λατρεύ­ει έναν αδελφό (ή μία αδελφή) πάνω από αυτό το μέτρο, τότε η λατρεία του αυτή είναι ειδωλολατρική και επιπλέον δεν κάνει το λατρευτό του πρόσωπο καλύτερο, παρά χειρότερο.

  5. Καρποί μιας τέτοιας υπερβολικής αγάπης για το διπλανό εί­ναι στην πλειονότητά τους νυν και ανέκαθεν όλοι οι δεσπότες των λαών. Πώς αυτό; Όταν ένας λαός λατρεύει ένα άνθρωπο που έχει βγει από τον κόλπο του, επειδή διαθέτει πιο εντυπω­σιακά ταλέντα, παραπάνω από το σωστό μέτρο, τον κάνει δε­σπότη του. Ως συνέπεια θα πρέπει να υποστεί από τον ίδιο ή από τους απογόνους του μία οδυνηρή τιμωρία για την έλλειψη αρετής που σημαίνει μια τέτοια λατρεία.

  6. Θα πει βέβαια κάποιος εδώ: Μα αφού πρέπει να υπάρχουν άρχοντες και ηγέτες για να κυβερνούν του λαούς και ο ίδιος ο Θεός τούς έχει βάλει στη θέση τους! Δεν θέλω να το αρνηθώ αυ­τό κατηγορηματικά, αλλά να φωτίσω το θέμα από την άποψη του πώς είναι σε αντιπαραβολή με το πώς όφειλε να είναι.

  7. Τι είπε ο Κύριος στους Ισραηλίτες όταν Του ζήτησαν ένα βα­σιλιά; «Αυτός ο λαός, σε όλες τις αμαρτίες που έχει κάνει ενώπιον Μου, πρόσθεσε τώρα και την πιο μεγάλη, αφού δεν τον ικανοποι­εί η δική Μου καθοδήγηση και Μου ζητά ένα βασιλιά». Από αυ­τή τη φράση νομίζω ότι γίνεται αρκετά σαφές πως ο Θεός δίνει στους λαούς τους βασιλιάδες ως μάστιγα και όχι ως ευλογία. —

  8. Ερώτηση: Χρειάζονται οι ηγεμόνες για να καθοδηγούν στο πλευρό του Θεού την ανθρωπότητα; Η απάντηση που δίνεται εδώ ισχύει και για μια άλλη ερώτηση που λέει: Χρειαζόταν ο Κύριος βοηθούς για να δημιουργήσει τον κόσμο και τον άνθρωπο;

  9. Επόμενη ερώτηση: Ποιοι βασιλείς και ποιοι άρχοντες βοη­θούν την ώρα αυτή ή οποιαδήποτε άλλη, τον Κύριο να κρατά τα κοσμικά σώματα σε τάξη και να τα καθοδηγεί στις τροχιές τους; Ποιον ηγεμόνα χρειάζεται για τους ανέμους, ποιον άρχοντα για να κανονίζει το πώς διαχέεται το φως και ποιον ηγέτη για να επι­βλέπει το απέραντο διάστημα με τους κόσμους και τους ήλιους; Αλλά αφού ο Κύριος μπορεί, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια από ηγεμόνες και ηγέτες, να κατευθύνει τον Ωρίωνα, να συντηρεί τη Μεγάλη Άρκτο και να κρατά αμετάβλητα σε τάξη τα πλήθη των κόσμων και των ήλιων, πώς μπορεί λοιπόν να χρειάζεται να το­ποθετήσει ηγεμόνες και ηγέτες για να Τον βοηθήσουν να κυ­βερνά τους ανθρώπους αυτής της γης;

  10. Αν εξετάσουμε την αρχαία ιστορία κάθε λαού θα διαπιστώ­σουμε ότι αρχικά κάθε λαός είχε ένα θεοκρατικό πολίτευμα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν άλλον κύριο από πάνω τους εκτός από τον Θεό. Μόνο με την πάροδο του χρόνου, καθώς διά­φοροι λαοί έμειναν ανικανοποίητοι με την τελείως φιλελεύθερη και ανεξάρτητη διακυβέρνηση του Θεού, γιατί έτσι παραήταν κα­λή η ζωή τους, άρχισαν να λατρεύουν τους συνανθρώπους τους. Συνήθως δε υπήρχε κάποιος που λόγω των ιδιαίτερων ταλέντων του συγκέντρωνε επάνω του την αγάπη όλων και γι’ αυτό ήθελαν να τον ανακηρύξουν αρχηγό τους. Αλλά ο αρχηγός δεν έμεινε απλός αρχηγός, καθότι έπρεπε να βγάλει νόμους, οι νόμοι έπρε­πε να επικυρωθούν και έτσι ο αρχηγός έγινε κύριος, δεσπότης, πατριάρχης και, μετά, άρχοντας, βασιλιάς και αυτοκράτορας.

  11. Επομένως τους αυτοκράτορες, τους βασιλιάδες και τους άρχοντες δεν τους επέλεξε ποτέ ο Θεός· απλά τους αναγνώρισε, για να γίνουν η τιμωρία για τους ανθρώπους εκείνους που με την ελεύθερη βούλησή τους είχαν διαλέξει μέσα από τον κόλπο τους τέτοιους αυτοκράτορες, βασιλιάδες και άρχοντες και τους είχαν παραχωρήσει κάθε εξουσία επάνω τους.

  12. Είμαι της γνώμης ότι η διαφωτιστική αυτή εξήγηση θα εί­ναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς ότι οποιαδήποτε υπέρβαση του μέτρου τόσο της αγάπης για τον εαυτό όσο και για τον πλησίον είναι απεχθής για τον Θεό.

  13. Ως εκ τούτου το να αγαπάς τον πλησίον όπως τον εαυτό σου σημαίνει να τον αγαπάς σύμφωνα με τη γνωστή θεϊκή τάξη, άρα σύμφωνα με εκείνο το σωστό μέτρο που έδωσε ο Θεός απαρχής στον κάθε άνθρωπο. Για όποιον δεν το έχει καταλάβει ακόμη αυτό καλά, θα αναφέρω εδώ δυο άλλα παραδείγματα, από τα οποία θα μπορεί να διαπιστώσει ποιες συνέπειες συνεπά­γεται η υπέρβαση του μέτρου προς τη μία ή την άλλη πλευρά.

  14. Ας υποθέσουμε ότι σε κάποιο χωριό ζει ένας εκατομμυρι­ούχος· θα δούμε τώρα εάν αυτός θα κάνει το χωριό του ευτυχι­σμένο ή δυστυχισμένο. Ο εκατομμυριούχος μας βλέπει ότι οι δη­μόσιες τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα. Πουλά μετοχές και ομόλογα λοιπόν και αγοράζει ακίνητα. Οι άρχοντες και μεγαλοκτήμονες της περιοχής που στη δούλεψή τους δούλευε παλιότερα και ο ίδιος, περνούν, ως συνήθως, μεγάλη οικονομική κρί­ση. Απευθύνονται ως εκ τούτου σε αυτόν για να τους δανείσει κεφάλαια. Ο εκατομμυριούχος μας τους τα δανείζει με υψηλό τό­κο και με υποθήκη το ίδιο το αρχοντικό με τα υποστατικά του, για να εξασφαλίσει τα χρήματά του. Επίσης και οι γείτονές του στο χωριό χρειάζονται χρήματα και τους τα δανείζει χωρίς πρό­βλημα, φθάνει να του γράψουν τα κτήματά τους υποθήκη. Αυτή η ιστορία συνεχίζεται για αρκετά χρόνια. Οι άρχοντες γίνονται συνεχώς ασθενέστεροι οικονομικά, αλλά ούτε οι συγχωριανοί γίνονται πιο εύρωστοι. Τι γίνεται τότε; Ο εκατομμυριούχος μας βάζει καταρχάς χέρι στο αρχοντικό. Στους άρχοντες που, χωρίς δεκάρα πια στην τσέπη, βρίσκονται στο έλεος του, δίνει από με­γαλοψυχία και μόνο τα λεφτά για τα εισιτήριά τους και έτσι γί­νεται μεγαλοκτηματίας και συγχρόνως αφεντικό στους χρεωμέ­νους συγχωριανούς του. Επειδή όμως ούτε εκείνοι μπορούν να του επιστρέφουν το κεφάλαιο ούτε καν να του δώσουν τους τό­κους, δεν αργεί να έρθει ο δικαστικός κλητήρας για να εκτιμήσει – και να κάνει κατάσχεση στα υπάρχοντά τους.

  15. Στο παράδειγμα αυτό βλέπουμε τις φυσιολογικές συνέπειες της ευτυχίας που πρόσφερε στους γείτονές του ένας εκατομμυρι­ούχος ή κάτοχος μίας υπέρμετρης φιλαυτίας. Εδώ δεν χρειάζο­νται άλλα λόγια. Ας περάσουμε τώρα στη δεύτερη περίπτωση.

  16. Σε έναν τόπο ζει μία πολύ φτωχή οικογένεια που μόλις μετά βίας εξασφαλίζει κάθε μέρα τα προς το ζην. Ένας πολύ πλούσιος και, επιπλέον, ασυνήθιστα γενναιόδωρος άνθρωπος κάνει τη γνωριμία αυτής της φτωχής, αλλά κατά τα άλλα ενάρετης και αξιοσέβαστης οικογένειας. Καθώς έχει λοιπόν πολλά εκατομμύρια και τους λυπάται, σκέφτεται μέσα του: Θέλω να τους κάνω ευτυχισμένους και μάλιστα μια κι έξω. Θα τους χαρίσω ένα μεγάλο κτήμα και επιπλέον μισό εκατομμύριο σε μετρητά. Θέλω να έχω την ευχαρίστηση να δω πώς θα λάμψουν ξαφνικά τα πρόσωπά τους από τη χαρά τους. Και πράγματι κάνει ό,τι αποφάσισε. Για μια ολόκληρη εβδομάδα στην οικογένεια ρέουν ακατάπαυστα δάκρυα χαράς και επίσης προς την κατεύθυνση του καλού Θεού λέγεται αρκετές φορές «δόξα στον Ύψιστο».

  17. Εάν κοιτάξουμε όμως πώς ζει αυτή η τυχερή οικογένεια περίπου ένα χρόνο μετά, θα δούμε τόση πολυτέλεια που μόνο τα σπίτια των πλουσίων έχουν να επιδείξουν. Ταυτόχρονα δε τα μέλη της γίνονται πιο σκληρόκαρδα και προσπαθούν να εκδικηθούν στα κρυφά όλους εκείνους που τους καταφρονούσαν όσο ζούσαν στην
    ανέχεια. Το «δόξα στον Ύψιστο» εξαφανίζεται από τα χείλη τους, αλλά αντ’ αυτού προσλαμβάνουν υπηρέτες και υποτακτικούς.

  18. Ερώτηση: Αυτή η πράξη υπέρμετρης φιλαλληλίας ωφέλησε ή έβλαψε τελικά τη φτωχή οικογένεια; Πιστεύω ότι δεν χρειάζονται πολλά λόγια, αφού αρκεί να δει κανείς την τωρινή τους πολυτελή ζωή για να κρίνει τι όφελος αποκόμισαν για την αιώνια ζωή από την υπερβολική φιλαλληλία. Είναι φανερό επομένως ότι η φιλαλληλία όπως και η φιλαυτία πρέπει να μένει πάντα μέσα στα όρια του σωστού μέτρου που υπαγορεύει η θεία τάξη.

  19. Όταν ένας άντρας αγαπάει υπερβολικά τη γυναίκα του, την
    διαφθείρει, αφού γίνεται ματαιόδοξη, με μεγάλη γνώμη για τον
    εαυτό της και φιλάρεσκη. Έτσι ο άντρας τελικά τρέχει και δεν προλαβαίνει να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις της.

  20. Επίσης όταν κάποιος αγαπάει υπέρμετρα την εκλεκτή της καρδιάς του την οδηγεί να γίνει κακομαθημένη και τελικά άπιστη.

  21. Επομένως παντού χρειάζεται ένα σωστό μέτρο στην αγάπη. Και βέβαια η αγάπη για τον πλησίον συνίσταται σε κάτι το τε­λείως διαφορετικό από ό,τι έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Σε τι συνίσταται από εσωτερική πνευματική σκοπιά η αγάπη αυτή θα το μάθουμε στη συνέχεια.

2018-06-08T18:12:20+00:00