Loading...

1. ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ;

Στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας υπήρχε άραγε μία μοναδική θρησκεία και μία άνωθεν απάντηση στο ερώτημα «γιατί ζούμε»;

Κατά τον Σβέντενμποργκ ο Πανάρχαιος Λόγος προϋπήρχε της Παλαιάς Διαθήκης. Αν και δεν έχει βρεθεί ως σήμερα, εντούτοις γίνονται έρευνες για να ανακαλυφθούν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τα ίχνη του. Ο ισχυρισμός του Σβέντενμποργκ είναι εξολοκλήρου αξιόπιστος, δεδομένου ότι οι μυθολογίες απομακρυσμένων μεταξύ τους λαών παρουσιάζουν συχνά εκπληκτικές ομοιότητες και οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπήρχε μία κοινή για όλους πηγή.
Εκτός από τις σχετικές αποδείξεις των ανθρωπολόγων, είναι ενδιαφέρουσα επίσης η μαρτυρία του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ (1688-1772) που υπήρξε Σουηδός πανεπιστήμονας αλλά και οραματιστής του επάνω και του κάτω κόσμου. Ο Σβέντενμποργκ αναφέρεται στις αρχαίες θρησκείες μεταξύ άλλων σε δύο έργα του, στο Αποκάλυψη Αποκαλυμμένη και στο Περί Ουρανού και περί του Κάτω Κόσμου. Εκεί λέει ότι όλες οι πρωτογενείς θρησκείες επήγασαν από έναν «Πανάρχαιο Λόγο». Τούτος ο Πρωταρχικός Λόγος ήταν γραμμένος με συμβολισμούς και αντιστοιχίες. Όμως οι μεταγενέστερες γενιές έπαψαν μετά από ένα σημείο να τον κατανοούν σωστά, επειδή δεν γνώριζαν πια πώς να ερμηνεύσουν τις αντιστοιχίες. Έτσι τις ερμήνευαν κατά λέξη με αποτέλεσμα να προκύψει πλήθος λαθών και η αυθεντική θρησκεία να παραμορφωθεί.

Κατά τον Σβέντενμποργκ ο Πανάρχαιος Λόγος προϋπήρχε της Παλαιάς Διαθήκης. Αν και δεν έχει βρεθεί ως σήμερα, εντούτοις γίνονται έρευνες για να ανακαλυφθούν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τα ίχνη του. Ο ισχυρισμός του Σβέντενμποργκ είναι εξολοκλήρου αξιόπιστος, δεδομένου ότι οι μυθολογίες απομακρυσμένων μεταξύ τους λαών παρουσιάζουν συχνά εκπληκτικές ομοιότητες και οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπήρχε μία κοινή για όλους πηγή. Φερ’ ειπείν, πολλές φυλές γνωρίζουν μία κοσμογονία, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο περιεχόμενό της. Ο κατακλυσμός του Νώε επαναλαμβάνεται παραπλήσια στους Σουμέριους, στους Κινέζους και σε φυλές Ινδιάνων. Η επαγγελία για τον ερχομό ενός μεσσία συναντάται στους Ισραηλίτες, στους Ιρανούς, στους Τολτέκους στο Μεξικό και επίσης με μεταλλαγμένη μορφή στους Ινδούς. Στη μεταθανάτια επιβίωση της ψυχής και στην κρίση των ψυχών πίστευαν αρχαίοι Αιγύπτιοι και Έλληνες, Πέρσες, γερμανικές φυλές και οι απομονωμένοι Εσκιμώοι της Γροιλανδίας. Όλες αυτές οι πίστεις εύλογα δεν προέκυψαν από την πρωτόγονη λατρεία των δυνάμεων της φύσης, αλλά περιέχονταν στον Πανάρχαιο Λόγο.

Τμήματα του Λόγου επιβίωσαν με αλλοιωμένη μορφή, όμως οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν πλέον το νόημα των αντιστοιχιών. Αλλά επειδή θεωρούσαν ακόμη τις εξιστορήσεις του ιερές, τις χρησιμοποίησαν ως υπόβαθρο για να δημιουργήσουν πάνω του τις μυθολογίες τους.

Ο Σβέντενμποργκ λέει ότι στους πανάρχαιους χρόνους, τους χρόνους της πρωταρχικής Εκκλησίας, αλλά και αργότερα, στους χρόνους της Αρχαίας Εκκλησίας, λατρευόταν ένας μοναδικός θεός με το όνομα Ιεχωβά. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο ή παραπλήσιο όνομα συναντάται σε πάρα πολλούς λαούς, διάσπαρτους ανά την οικουμένη, οι οποίοι εν μέρει υπάρχουν ακόμη. Για παράδειγμα θα αναφερθούν επιλεκτικά μερικά από αυτά τα ονόματα και οι λαοί στους οποίους αντιστοιχούν. Έτσι έχουμε το όνομα Jihovaa στους Naga-Naga στο Ασσάμ της βόρειας Ινδίας, Yehovah στους Ινδιάνους Mohaw στον Καναδά, Chihowah στους Ινδιάνους Choktaw της Οκλαχόμα, Chovum στους Πυγμαίους του Κονγκό, Jekoba στους Kipsigis στην Κένυα, Ywa στους Karen στη Βιρμανία, Jainkoak στους Βάσκους, Jehova στους Kiwai στη Νέα Γουινέα κ.α.

Ας σημειωθεί ότι και ο Κινέζος φιλόσοφος Λάο-Τσε (604-515 π.Χ.), μολονότι δεν δίδαξε για έναν προσωπικό θεό, χρησιμοποίησε τον όρο Ji-hi-wei για τη θεία Αρχή, βασιζόμενος πιθανότατα σε αρχαίες αποκαλύψεις.

Υπάρχει επίσης άλλη μία ομάδα με παρεμφερείς ονομασίες για τον θεό που σημαίνουν πνεύμα∙ εδώ συγκαταλέγονται ονόματα όπως το Djos στα σανσκριτικά για τους προγόνους των Ινδών στη βόρεια Ινδία, θεός στα ελληνικά, deus στα λατινικά, Dievs ή Diews σε Λιθουανία και Λετονία κ.ά.

Οι λαοί γερμανικής καταγωγής ονομάζουν τον θεό καλό, gut ή good∙ έτσι είναι Gott για τα γερμανόφωνα φύλα, god για τους Άγγλους, Ολλανδούς, Φλαμανδούς, Gud για τους Σκανδιναβούς και τους Δανούς.

Τέλος, ορισμένες φυλές του Πακιστάν και της Ινδίας και οι περισσότεροι λαοί σλαβικής καταγωγής από τη Σιβηρία ως την Τσεχία και την Πολωνία, ονομάζουν τον Θεό Bhagawan ή Bog που σημαίνει «Κύριος».

Επίσης ο Αυστριακός ενορατικός και προφήτης Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864) έγραφε στο εμπνευσμένο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη ότι ο μονοθεϊσμός ανέκαθεν ήταν γνωστός σε όλους τους λαούς. Εκεί ο Ναζωραίος εξηγεί στους μαθητές του: «Δεν υπάρχει λαός σε όλη τη Γη που να μην διαθέτει νόμους. Γιατί ο Θεός αφύπνισε σε όλους τους λαούς, ανάλογα με τις ανάγκες τους, σοφούς άνδρες που τους έδωσαν νόμους. Αυτοί τους δίδαξαν επίσης ότι υπάρχει ένας Θεός που δημιούργησε, συντηρεί, κυβερνά και καθοδηγεί τα πάντα. Εκτός αυτού τους δίδαξαν ότι ο Θεός ανταμοίβει σε αυτήν τη ζωή και στην άλλη όσους τηρούν τους νόμους∙ αντίθετα τους ενάντιους θα τους σωφρονίσει και θα τους τιμωρήσει χωρίς επιείκεια ήδη σε αυτήν τη ζωή και ασφαλώς και στην επόμενη. Γιατί η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατο του σώματος συνεχίζει να ζει σε έναν άλλον κόσμο, αυτόν των πνευμάτων, και εκεί κρίνεται για τις πράξεις της.

Αυτήν τη γνώση την έχει λάβει κάθε λαός και μόλις αρχίζει να την ξεχνά, του την υπενθυμίζουν εκ νέου, είτε κάθε φορά καινούργιοι θεόπεμπτοι σοφοί είτε η ίδια η συνείδησή του. Επομένως όποιος διαθέτει νου και υγιή λογική δεν έχει καμία δικαιολογία εάν πράττει κατά των νόμων που γνωρίζει» (τόμος VIII, κεφ. 17, 3-4).

«Δεν υπάρχει ούτε ένας λαός σε όλη τη Γη που να μην του έχει αποκαλυφθεί ο Θεός όταν ήταν η κατάλληλη ώρα. Όμως και οι γονείς είχαν χρέος σύμφωνα με το θέλημά του να ανατρέφουν τα παιδιά τους έτσι που να διατηρούν απαρέγκλιτα τη ζωντανή πίστη και ως απόρροια αυτής να ενεργούν επίσης σε αρμονία με τη θεϊκή βούληση που θα αναγνώριζαν. Αλλά πολύ σύντομα τους ανθρώπους δεν τους βόλευαν πια η σωστή ταπεινοφροσύνη και η αυταπάρνηση που πηγάζει από την αγάπη για τον Θεό. Γι’ αυτό τις εγκατέλειψαν και αντ’ αυτών υιοθέτησαν την αγάπη για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Αυτή η αγάπη έκανε τόσο σκοτεινές τις ψυχές τους και τις συγχώνευσε με τη νεκρή ύλη, ώστε έχασαν καθετί το καθαρά πνευματικό. Στη συνέχεια ήταν πολύ εύκολο για τους ψευδοπροφήτες να ρίξουν τους έτσι κι αλλιώς σκοτεινιασμένους ανθρώπους σε ακόμη μεγαλύτερο σκοτάδι από αυτό που τους κάλυπτε ήδη από τη γέννησή τους εξαιτίας της νωθρότητάς τους» (Τόμος VIII, 196,1).

2018-06-08T18:16:51+00:00