«…Πάνω στη γη εξηγήσεις και διαφώτιση σάς δίνονται αναγκαστικά μέσα από συμβολισμούς. Αυτά λοιπόν που διαδραματίστηκαν κατά την εξέλιξη της δημιουργίας Μου μπορούν να σας περιγραφούν μόνο σε αντιστοιχία με την αντιληπτική σας ικανότητα.
Κατά συνέπεια και οι διαδικασίες που εκτυλίχθηκαν πνευ-ματικά μέσα στις καρδιές των πρώτων ανθρώπων μπορούν να σας γίνουν κατανοητές μόνον μέσα από ανάλογες επίγειες κα-ταστάσεις, οι οποίες όμως προφανώς δεν είναι συγκριτικά παρά μία ισχνή παρομοίωση, ακριβώς επειδή το δικό σας πνεύμα είναι ακόμη αδύνατο.
Εσάς τους ανθρώπους σας δεσμεύουν οι νόμοι της φύσης, δεδομένου ότι την τέλεια ελευθερία που απολαμβάνατε κάποτε την χάσατε εξαιτίας της αρχικής σας πτώσης κι έτσι πρέπει να την κατακτήσετε πάλι ζώντας στη γη. Ο λόγος που έθεσα έναν περιορισμό στη θέληση των πρώτων ανθρώπων ήταν, επειδή ήθελα να αναγνωρίσουν κατ’ αρχήν ότι υπόκεινταν σε μία εξουσία, στην οποία έπρεπε να υποταχθούν εθε-λοντικά, προκειμένου να τους χαριστεί οριστικά η πλήρης ελευθερία.
Κάποτε αρνήθηκαν να Με αναγνωρίσουν και αυτό ήταν το πρώτο αμάρτημα, η εξέγερση ενάντια σ’Αυτόν από τον Οποίο είχαν προέλθει. Αυτή την πρώτη ανομία μονάχα η εκούσια αναγνώρισή Μου μπορούσε να την εξαλείψει. Και για να πετύχω να Με αναγνωρίσουν, άφησα να γίνει ολόκληρη η δημιουργία.
Για τον ίδιο λόγο οι πρώτοι άνθρωποι διέθεταν τέτοιες δυνατότητες, που μπορούσαν ασφαλώς να Με αναγνωρίσουν, αλλά δεν ήταν εξαναγκασμένοι να το κάνουν. Όφειλαν δηλαδή ν’ αποφασίσουν ελεύθερα, με τη θέλησή τους, η οποία γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να δοκιμαστεί εκ νέου μέσω ενός «πειρασμού».
Έπρεπε το βλέμμα των ανθρώπων να στραφεί σε κάτι που το επιθυμούσαν, το οποίο να τελεί υπό απαγόρευση και ταυτόχρονα να παριστάνει ένα δέλεαρ, ώστε να υποχρεωθούν να πάρουν θέση απέναντί του με τη θέλησή τους. Και, όπως είναι ευνόητο, το δέλεαρ έπρεπε να συνοδεύεται από μία υπόσχεση, στην οποία θα όφειλαν να αντισταθούν. Η απαγόρευση από τη μια και ο δελεασμός από την άλλη προέρχονταν από δύο διαφορετικές πλευρές, δεδομένου ότι επρόκειτο για την απόφαση είτε της επιστροφής των αποστατών κοντά Μου είτε της παραμονής τους με τον αντίπαλό Μου. Με άλλα λόγια, τα πλάσματά Μου είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στην εκπλήρωση του προορισμού τους ή στην εκ νέου πτώση τους στα αβυσσαλλέα βάθη.
Επομένως, η επιθυμία είχε υποχρεωτικά εμφυτευθεί στον άνθρωπο, αλλά παράλληλα του είχε δοθεί επίσης η δυνατότητα ή να ικανοποιήσει τον πόθο του ή να τον υπερβεί προς χάρη ενός ανώτερου στόχου: το να βρει την αέναη ευδαιμονία κοντά Μου, η οποία υπερβαίνει στο πολλαπλάσιο την επίγεια ικανοποίηση του πόθου του.
Επειδή δε διαξαγόταν μια μάχη ανάμεσα σε Μένα και στον αντίπαλό Μου για το ποιος θα κέρδιζε τελικά τις έκπτωτες πνευματικές οντότητες, έπρεπε να είχε και εκείνος τη δυνατότητα να επηρεάσει τη θέλησή τους. Μόνον που εκείνος τις εξαπάτησε με επίπλαστα θέλγητρα και με μια φαινομενική ευτυχία, για να τις κάνει να διακυβεύσουν την αληθινή ευδαιμονία, μια μακάρια ζωή για όλη την αιωνιότητα.
Δεδομένου ότι Εγώ γνώριζα για τον πειρασμό που θα παρουσιαζόταν, έδωσα επί τούτου στους πρωτόπλαστους μία εντολή με μία ταυτόχρονη προειδοποίηση, αναφορικά με τον κίνδυνο του αιώνιου θανάτου. Και αυτή η προειδοποίηση θα αρκούσε κανονικά για να καταπνίξει κάθε επιθυμία μέσα τους, μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους.
Αλλά ο αντίπαλός Μου τους έπεισε για το αντίθετο απ’ αυτό που τους είχα προειδοποιήσει, τους υποσχέθηκε δηλαδή τη ζωή. Και εκείνοι, ενώ γνώριζαν ότι ήμουν Εγώ η υπέρτατη εξουσία, προτίμησαν παρ’ όλα αυτά το ψέμα και το αποτέλεσμα ήταν να φέρουν στον κόσμο το θάνατο.
Τι ήταν όμως αυτό που διέγειρε τον πόθο τους σε τέτοιο βαθμό που υπέκυψαν σ’ αυτόν; Ζούσαν ως τότε μια μακάρια ζωή στον παράδεισο, ήταν κύριοι πάνω σε όλα τα πλάσματα. Τα πάντα υπάκουαν στη θέλησή τους και το γεγονός ότι διέθεταν πλήρη δύναμη και ισχύ, τους έκανε ευτυχισμένους. Επιπλέον, η αγάπη που συνέδεε τους πρωτόπλαστους ήταν τόσο βαθιά, ώστε με τη δύναμη αυτής της αγάπης και μόνο θα μπορούσαν να ελευθερωθούν από μόνοι τους από τα δεσμά του αντιπάλου Μου.
Και, όσο αυτή η αγάπη διοχετευόταν προς Εμένα και προς το σύντροφό τους, δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο να αποτύχουν στη δοκιμασία της θέλησής τους.
Όμως, ο αντίπαλός Μου ήξερε πώς να αναστρέψει αρνητικά αυτή την αγάπη: τη μετέτρεψε σε εγωλατρεία, δίνοντάς τους παραπλανητικές υποσχέσεις, διεγείροντας μέσα τους την επιθυμία να εξασφαλίσουν τη μακαριότητα για τον εαυτό τους. Έτσι, η αγάπη τους έγινε όλο απαιτήσεις, εγωιστική και χαμηλού επιπέδου και με αυτό τον τρόπο παραδόθηκαν πάλι στην εξουσία του αντιπάλου, από τον οποίο όφειλαν και συνάμα μπορούσαν να απελευθερωθούν, εάν είχαν βάλει την εντολή Μου πιο ψηλά από την επιθυμία τους.
Θα πρέπει λοιπόν να καταλάβετε ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να δώσω την ευλογία Μου στο πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι και αυτός ήταν ο λόγος που αμάρτησαν. Γιατί κανένα πράγμα που είναι σύμφωνο με το σχέδιο της δημιουργίας Μου δεν είναι αμαρτία, ούτε μπορεί ποτέ να είναι αμαρτία κάτι που γίνεται μέσα στο πλαίσιο της έννομης τάξης και επομένως η διαδικασία της σύλληψης ενός ανθρώπου δεν μπορεί ποτέ να είναι ενάντια στη θεία τάξη.
Όμως, η ικανοποίηση των αισθήσεων χωρίς την πρόθεση να γεννηθεί μια νέα ζωή δεν είναι μια πράξη αγάπης σύμφωνη με το θεϊκό πνεύμα, αλλά εκδηλώνει την εγωλατρεία που υποδαυλίζεται από τον αντίπαλό Μου, η οποία παρασύρει τον άνθρωπο σε ένα χαμηλότατο επίπεδο με αποτέλεσμα να καταλήγει εντελώς υπό το κράτος του.
Οι πρώτοι άνθρωποι λοιπόν έπεσαν στην παγίδα αυτής της λανθασμένης αγάπης και αυτή ήταν και η αμαρτία τους, η οποία πάλι ήταν σε συνάρτηση με την αρχική αμαρτία της αυτοανύψωσης των στασιαστών αγγέλων, μια ανύψωση του εαυτού που δεν χάριζε τίποτε, αλλά μόνο ήθελε να κατέχει τα πάντα. Κι αυτή είναι βέβαια μια κληρονομιά που πήραν από το γεννήτορά τους, αλλά δεν έχει τίποτα το κοινό με τη θεϊκή αγάπη.
Η θεϊκή αγάπη αναπαύεται σαν ένας αδρανής σπινθήρας μέσα στις καρδιές σας, ο οποίος μπορεί να αναφλεγεί και να γίνει θεόρατη φωτιά. Αλλά ο μόνιμος στόχος του αντιπάλου Μου ήταν και είναι να αναστρέψει αυτή την αγάπη κι αυτό το έχει όντως καταφέρει. Το αγνό, θεϊκό, μιάνθηκε και μετατράπηκε σε εγωλατρεία, η οποία δεν αξίζει να χαρακτηρίζεται πλέον σαν αγάπη. Γιατί πρόκειται μόνο για φιληδονία, εγωπάθεια και φιλαυτία, για τις οποίες είσαστε πρόθυμοι να κάνετε οτιδήποτε απαιτεί από σας ο αντίπαλός Μου.
Κι έτσι η πράξη της αναπαραγωγής έγινε στα χέρια του εχθρού Μου ένα όπλο με το οποίο τράβηξε προς το μέρος του αμέτρητες ψυχές. Αυτό όμως δεν θα είχε καταστεί δυνατόν, εάν η ερωτική πράξη θα είχε γίνει με την ευλογία Μου. Εκεί η θεϊκή αγάπη, η οποία θέλει να χαρίζει και να δίνει ευτυχία, θα είχε βρει την αποθέωσή της στη δημιουργία μιας νέας ζωής.
Επομένως, το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην εγκατάλειψη της άσπιλης θεϊκής αγάπης για χάρη μιας ακάθαρτης και εγωιστικής.
Ο θεϊκός σπινθήρας μέσα στον άνθρωπο κάτω από τη σα-τανική επήρεια έσβυσε και στη θέση του υποδαυλίστηκε μια φωτιά, στην οποία θυσιάστηκε κάθε τι ευγενικό κι αγνό. Οι αισθήσεις διεγέρθηκαν ως τον ύψιστο βαθμό απληστίας, πράγμα που δεν συμφωνεί με τη δική Μου πράξη της δημιουργίας ενός ανθρώπου. Ωστόσο, για χάρη της ελεύθερης θέλησης του αντιπάλου Μου καθώς και εκείνης των πλασμάτων Μου, αυ-τό δεν εμποδίστηκε, εφ’ όσον ακόμη και τώρα εναπόκειται στη θέληση του κάθε ατόμου χωριστά να αντισταθεί σε αυτόν τον πειρασμό που του προβάλλει ο Σατανάς.
Επομένως, το αμάρτημα δεν ήταν η ίδια η αναπαραγωγική πράξη, αλλά η ανάστροφη και άνομη αγάπη που είχε υποδαυλίσει ο Σατανάς με τη σύμφωνη θέληση των ανθρώπων. Μία δημιουργική πράξη, η οποία προοριζόταν να δίνει την ευδαιμονία μέσα στο πνεύμα του Θεού, υποβιβάστηκε σε ένα παιχνίδι ακάθαρτων πνευμάτων.
Έτσι, παραχωρήθηκε στον αντίπαλό Μου το δικαίωμα να εισχωρήσει σε μια πράξη όπου ήθελα να παρευρίσκομαι Εγώ ο Ίδιος κοντά στους ανθρώπους με την ευλογία Μου, με σκοπό να ενισχύσω την αγνή, θεϊκή αγάπη μέσα τους, ώστε να μεταφυτευθεί και στα νέα πλάσματα. Και με αυτόν τον τρόπο θα είχε προκύψει ένα ανθρώπινο γένος, το οποίο θα είχε ξαναβρεί το δρόμο της επιστροφής κοντά Μου, χωρίς βάσανα και πόνους, γιατί θα το φώτιζε όλο και πιο καθαρά το φως της αγάπης. Χάρη σ’ αυτή θα είχε λυτρωθεί σε πολύ σύντομο διάστημα, μια και υποχρεωτικά θ’ αναγνώριζε και Εμένα εκεί όπου θα ακτινοβολούσε η αγάπη.
Οι πρώτοι άνθρωποι είχαν κάλλιστα τη δυνατότητα να πε-ράσουν με επιτυχία από αυτή τη δοκιμασία της θέλησής τους. Όμως, επειδή εγώ έπρεπε να παλέψω με τον αντίπαλό Μου για τις ψυχές των ανθρώπων, δεν Μου επιτρεπόταν να τον εμποδίσω να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα προκειμένου να τις κερδίσει αυτός. Διότι το επιδιωκόμενο ήταν η επιστροφή των πλασμάτων Μου με την εντελώς ελεύθερη θέλησή τους. Όμως, η θέλησή τους απέτυχε στη δοκιμασία κι έτσι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος επιβαρύνθηκε με μια μοίρα, από την οποία δεν μπορούσε πλέον ν’ απαλλαγεί από μόνο του.
Ώσπου ένας άνθρωπος εμπνεόμενος από θεία αγάπη, ολοκλήρωσε το έργο εκείνο με το οποίο εξιλέωσε όλη την ανθρωπότητα και της άνοιξε πάλι το δρόμο προς τα πάνω. Γιατί είναι η αγάπη που νικάει πάντα και η αγάπη δεν πρόκειται ν’ αναπαυθεί ποτέ, μέχρις ότου και το τελευταίο έκπτωτο πλάσμα να βρει το δρόμο που θα το ξαναφέρει σε Μένα.
Αμήν
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ