Γι’ αυτό το πέρασμα μας λέει ο Λόρμπερ:
«Το υπερκόσμιο Πνεύμα της ψυχής που προέρχεται από το Θεό, διακρίνει πεντακάθαρα πότε η ψυχή, είτε βρίσκεται μέσα στο σώμα ενός φυτού ή ενός ζώου, είναι αρκετά ώριμη για να ανέβει σε μια υψηλότερη βαθμίδα ζωής. Τότε αυτό το πνεύμα που τη συνοδεύει και την καθοδηγεί διαρκώς, φροντίζει ώστε η ψυχή να εγκαταλείψει το σώμα που της είναι πλέον άχρηστο! Όντας ήδη προικισμένη με πιο αναπτυγμένες ευφυΐες (ιδιότητες), η ψυχή είναι σε θέση να σχηματίσει ένα άλλο σώμα. Με αυτό το σώμα τώρα, μπορεί για ένα ορισμένο διάστημα να αναπτύξει μεγαλύτερη ακόμη δραστηριότητα, ώστε ν’ ανέβει ξανά σε μια ακόμη υψηλότερη βαθμίδα ζωής, δράσης και νοημοσύνης. Κι αυτό συνεχώς, μέχρι να φθάσει στη βαθμίδα της ανθρώπινης ενσάρκωσης. Εκεί είναι εντελώς ελεύθερη πια. Και με αυτό το τελευταίο της (υλικό) σώμα, μπορεί να φθάσει στην πλήρη αυτογνωσία, στη θεογνωσία, και στην αγάπη για το Θεό. Χάρη σε αυτή την αγάπη είναι πλέον σε θέση να ενωθεί ολοκληρωτικά με το υπερκόσμιο πνεύμα, το οποίο της έχει εμφυτεύσει ο Θεός. Αυτή την ένωση την ονομάζουμε τότε Νέα Γέννηση ή Πνευματική Αναγέννηση».
Την ίδια ιδέα της ανοδικής εξέλιξης από τη μια μορφή ζωής στην άλλη, την αναλύει ο Ιησούς εκτεταμένα και σε άλλα σημεία του Μεγάλου Ευαγγελίου του Ιωάννη, του βασικού έργου του Λόρμπερ:
«Τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, όπως και αν τα κατατάσσει η ανθρώπινη νοημοσύνη σας, είτε σαν καλά είτε σαν κακά, δεν μπορούν να καταστραφούν σε καμία περίπτωση, όπως ομοίως δεν μπορεί να καταστραφεί και ο Θεός που είναι η ίδια η προαιώνια Δύναμη, η Αγάπη και η Σοφία. Βέβαια είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεχώς μετάβαση από το ατελές στο πιο τέλειο. Κι αυτό γιατί ο Θεός θέλει μέσα από αυτές τις διαβαθμίσεις να εξασφαλίσει στις μεγάλες σκέψεις και ιδέες του τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελευθερία και την αυτοτέλεια τους. Αλλά το πέρασμα από τη μια βαθμίδα στην άλλη, δεν αποτελεί καταστροφή, παρά απλά μια φαινομενική κατάργηση της εξωτερικής φυσικής μορφής. Μόνο οι υλικές μορφές μπορούν να καταστραφούν, μέσα στις οποίες η πνευματική παραγωγή ζωτικής ενέργειας αδρανεί κεκαλυμμένη, αποκομμένη κατά κάποιο τρόπο από το σύνολο της θεϊκής πνευματικής οντότητας. Όμως το εσωτερικό είναι αυτών των μορφών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταστραφεί.
Μόνο οι εξωτερικές μορφές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταστραφούν, κατά τα φαινόμενα. Γιατί χωρίς τούτες τις μορφές, (δηλαδή χωρίς την ανέλιξη των ψυχών μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής), θα ήταν αδύνατον να τελειοποιηθούν πνευματικά τα όντα, επειδή τους είναι απαραίτητες για να κατακτήσουν ελεύθερα την ατομική τους αυτοτέλεια.
Για εσάς τους ανθρώπους λοιπόν, που βρίσκεσθε μέσα στην τελική υλική μορφή, η ορατή και αισθητή κτίση παριστάνει απλά τις σκέψεις και τις ιδέες Μου τις οποίες η Θέληση Μου κρατά σταθερές για έ να ορισμένο διάστημα. Και αυτές τις σκέψεις και ιδέες μπορώ να τις μεταβάλλω, όταν είναι αναγκαίο, όπως και όποτε θελήσει η Αγάπη και η Σοφία Μου. Δεν ενεργώ όμως ανάλογα με τη διάθεση μου της στιγμής, παρά σύμφωνα με την αιώνια αναγκαιότητα που υπαγορεύει η πάνσοφη Τάξη και Αγάπη Μου, που σκοπό έχουν να προσφέρουν στις σκέψεις και στις ιδέες Μου μια απόλυτα ελεύθερη, εξατομικευμένη, ανεξάρτητη οντότητα. Αν το ίδιο ήταν εφικτό με άλλον τρόπο, να είσαστε βέβαιοι ότι θα τον είχα προτιμήσει. Εντούτοις ο τρόπος που γνωρίζετε είναι και παραμένει ο αληθινός και ο καλύτερος. Γιατί μόνο μέσα από αυτόν μπορούν να επιτευχθούν ολοκληρωτικά όλοι οι στόχοι Μου».
Κατά συνέπεια και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα πέρασμα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Η παλαιά μορφή του υλικού σώματος, την οποία είχε διαμορφώσει και συντηρήσει μέχρι στιγμής το πνεύμα σαν ένα κέλυφος και εργαλείο για το ίδιο και για την ψυχή, εγκαταλείπεται ως άχρηστη ή παρωχημένη. Έτσι η υλική μορφή αποσυντίθεται, ενώ η καθεαυτό πνευματοψυχική οντότητα περνάει σε μία ελεύθερη ύπαρξη, αποδεσμευμένη από τη χονδροειδή γήινη ύλη:
“Όταν καλούμαστε από το Θεό να εγκαταλείψουμε αυτό τον κόσμο, ένας άγγελος απελευθερώνει από τα δεσμά της ύλης όλα όσα ανήκουν στο πνεύμα, παραδίδοντας την ύλη στην αποσύνθεση. Παραλαμβάνει μόνο την ψυχή μαζί με το πνεύμα της ζωής της, καθώς και οτιδήποτε από την ύλη του σώματος ανήκει στην ψυχή. Συνενώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία σε μια τέλεια αιθερική ανθρώπινη μορφή, τα οδηγεί σύμφωνα με την αιώνια αμετάβλητη θεϊκή θέληση στον κόσμο των πνευμάτων».
Οι σκέψεις και τα συναισθήματα με τα οποία ο κάθε άνθρωπος χωριστά αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, είναι προφανώς πολύ διαφορετικά, ανάλογα με τη συνειδητότητα που διαθέτει η ψυχή του και ανάλογα με το που είναι στραμμένη η αγάπη της, προς το πνεύμα ή προς τον κόσμο.
Διαβάζουμε σχετικά στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καμία συνείδηση για τη συνέχιση της ζωής της ψυχής μετά το σωματικό θάνατο και ζουν με το μόνιμο φόβο του τέλους. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αγάπη που τρέφουν για τον κόσμο και τον εαυτό τους. «Αφού η αγάπη της έχει πάρει αυτή τη λανθασμένη κατεύθυνση, το αποτέλεσμα είναι ότι η ψυχή αναμιγνύεται σε σημαντικό βαθμό με τη σάρκα της. Το επακόλουθο είναι ότι έτσι υποχρεωτικά οικειοποιείται και η ίδια το συναίσθημα του θανάτου, της φθοράς και του τέλους όλο πιο πολύ, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από διάφορες φοβίες και τρόμο.
Οι προπάτορες της ανθρωπότητας δεν φοβόντουσαν καθόλου το θάνατο, αντίθετα συχνά επιθυμούσαν να απελευθερωθούν από το εξασθενημένο πια σώμα τους.
Σαν συνέπεια της θεάρεστης ζωής τους, έβλεπαν από καιρό σε καιρό εικόνες και οράματα από τον άλλο κόσμο. Έτσι είχαν πλήρη συνείδηση της ζωής της ψυχής μετά την αποβολή του σώματος. Στη σημερινή εποχή όμως έχει εξαφανισθεί σχεδόν ολοκληρωτικά η πίστη στο Θεό. Από πού λοιπόν να προέλθει αυτή η φωτισμένη συνείδηση της ψυχής; Τη στιγμή που αμφισβητείται σχεδόν γενικά η ίδια η αιτία της ζωής, δεν είναι να απορεί κανείς που αμφισβητείται επίσης τόσο πολύ η διαιώνιση της ψυχής μετά το θάνατο του σώματος».
«ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ»
«Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ» «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ»